ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΟΔΙΚΕΙΩΝ ΑΓΙΑΣΟΥ

Οι Αγιασώτες πάντοτε έβρισκαν τρόπους να σπάνε τη μονοτονία της καθημερινότητας. Μέσα στην κλειστή κοινωνία τους γίνονταν εφευρετικοί, προπαντός οι νέοι, οι μπεκιάρηδες. Σοφίζονταν πολλά, έκαναν του κόσμου τις τρέλες, έδιναν μια νότα χαράς σ’όλο το χωριό.

Συνηθισμένες άλλοτες ήταν οι εκδικάσεις αγαπητικοϋποθέσεων από έκτακτα δικαστήρια, τα ερωτοδικεία. Μια τέτοια υπόθεση εκδικάστηκε λίγους μήνες πριν από την κήρυξη του πολέμου, στις 7 Ιούλη 1940, στον Αϊ-Σπυρίδωνα. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κατά τα πρακτικά της δίκης, που μου παραχώρησε ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο αρχιστράτηγος φον Ρουσδή Αράς, σωσίας του Τούρκου πολιτικού Ρουσδή, απόφοιτος της Σχολής Εφαρμογής Πυροβολικού Ατζέλικας, του Σχολείου Εφαρμογής Κοφτερούς, πορθητής των φρουρίων Βέρθας και Λιλής. Αυτός, σύμφωνα με το από 22 Ιούνη 1940 παραπεμπτικό βούλευμα, παραβίασε τους κανονισμούς που ρύθμιζαν όσα είχαν σχέση με τους αγαπητικούς, έδειξε ανικανότητα κι αμέλεια, παράτησε τη θέση του, παράδωσε «αμαχητί» μεγάλη ποσότητα υλικού κι έγινε αίτιος να καταληφθεί από γερόγατους καίριο ερωτόκαστρο στη θέση Καρυά. Αγαπητικοδίκες ήταν ο Χριστόφας Μούχαλος (πρόεδρος), ο Στρατής Καβαδέλης (σύνεδρος), κλητήρας ο Στρατής Τζίνης, δημόσιος κατήγορος ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, συνήγορος ο Στρατής Πολ. Αναστασέλης (Γιαπρακάδινα) κι ο Στρατής Ηρ. Αναστασέλης (Τασιός), εκτελεστής της απόφασης του δικαστηρίου ο Γιάννης Χατζηλεωνίδας κι ακροατές ο Στρατής Χατζηπροκοπίου (γιατρός), ο Δημήτρης Μουτζουρέλης κι ο Στρατής Στεφάνου.

myrtaplus_038
Ο συνήγορος Στρατής Πολ. Αναστασέλης, ενώ αγορεύει…

Λίγο αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος κι ακολούθησε η Κατοχή. Δεν υπήρχε πια περιθώριο για χωρατά, δεν υπήρχε διάθεση για γέλιο. Ο κόσμος μαζεύτηκε, έπνιξε τις χαρές του. Ήταν η εποχή που έπρεπε ν’ αγωνιστεί κανείς για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειάς του…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984

Η ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΑΛΛΟΤΕΣ

Οι κάτοικοι τότε νήστευαν όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όλο το Σαραντάμερο, τις νηστείες των Αγίων Αποστόλων, του Δεκαπενταυγούστου, του Σταυρού και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, υπήρχον όμως και πολλά φαγητά νηστίσιμα, «θαλασσινά» της Πύρρας εις σωρούς, ταραμάδες της Ρωσίας εκλεκτοί, μαύρο χαβιάρι στις βαρέλλες, γλώσσες παστωμένες, και ρόζα Σαχαλίνης.
Από την ημέραν του Ευαγγελισμού, ή από την Κυριακήν των Βαΐων, ερρίπτοντο πυροβολισμοί εις εκδήλωσιν χαράς δια το αναμενόμενον Πάσχα, χωρίς να επεμβαίνη η αστυνομία.
Την Μεγάλην Παρασκευήν Τούρκοι της Μικράς Ασίας έφερον προς πώλησιν κοπάδια αρνίων και εριφίων. Την ιδίαν ημέραν εκρεμάζετο ο σπαγκοραμμένος Βριγιός εις την Πλατείαν της Άνω Αγοράς, εκεί δε ευρίσκετο έως την Δευτερανάστασιν” (Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου. Τεύχος τέταρτον. Μυτιλήνη 1950, σ. 404).

Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
  • Κυριακή των Βαΐων (τ’ Βαγιού).

Βάγια βάγια του Βαγιώ
τρώνι ψάρια τσι κουλιό.

Εξαντλημένος ο κόσμος από τη σκληρή νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. Μια πρόχειρη ματιά όξω από τα ψαράδικα αρκεί να στο αποδείξει. Ουρά ο κόσμος να πάρουν κάνα κολιό, «σκουμπριγιά», ή ό,τι άλλο ψάρι βρουν, να φάνε λίγο, «να πιάσουν τον αφαλό τους», να κάνουν και το έθιμο.
Με την άλλη μέρα το πρωί, μόλις απολύσει η εκκλησία, τρέχουν οι γυναίκες με το βαγιόκλαδο στο χέρι για το σπίτι, να προλάβουν τις δουλειές τους. Στο δρόμο οι καθιερωμένες ευχές.
Τσι τ’ χρόν’, Μάριγω.
Τσι τ’ χρόν’, μουρή. Θιος βουλ(ι)κά α τα φέρν(ι).
Τρέχουν οι νοικοκυρές στο σπίτι, να βγάλουν τα ρούχα τους «τα σκουλιάτκα», να βάλουν την ποδιά, να ξύσουν τα ψάρια, ν’ ανάψουν τη φωτιά, να κάνει κάρβουνα, να τα ψήσουν, να τα περιχύσουν λαδολέμονο, να μοσχολοβήσει ο τόπος. Οι άντρες τραβούν στην αγορά, στον «κάμπο». Στο καφενείο θα πιουν τον καφέ τους, θα πουν τα πολιτικά τους, θα συζητήσουν χίλια δυο… Το βράδυ βγαίνει ο Νυμφίος. «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…» και σβήνουν τα φώτα στην εκκλησιά. Η Μ. Εβδομάδα μπήκε για καλά.

  • Μεγάλη Δευτέρα (Μιγάλ(ι) μαχαίρα).

Νηστεία αυστηρή στο σπίτι. Ούτε λάδι. Θα μεταλάβει ο κόσμος τη Μ. Πέμπτη και πρέπει να προετοιμαστεί. Προετοιμασίες γίνονται και στα σπίτια. Να πλυθούν τα ρούχα, να καθαριστεί λίγο το σπίτι για τη Λαμπρή που έρχεται.

  • Μεγάλη Τρίτη (Μιγάλ(ι) κρίσ’)

Οι προετοιμασίες στα σπίτια συνεχίζονται. Το βράδυ όλος ο κόσμος θα πάει πάλι στην εκκλησιά. Κι είναι μεγάλη η βραδιά. Θα πουν απόψε «τς Κασσιανής του τρουπάρ’» (Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπετούσα γυνή…). Και παρακολουθεί ο κόσμος μ’ ανοιχτό το στόμα το πασίγνωστο αυτό κι όμορφο τροπάρι.

  • Μεγάλη Τετάρτη (Χριστός ιπιάστσι)

Αναβρασμός στο χωριό και ιδιαίτερα στον παιδόκοσμο. Όσα δε μετάλαβαν στο σκολειό, θα μεταλάβουν αύριο, και πρέπει απόψε να φιλήσουν τα χέρια, να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους, να πάρουν καμιά καψούλα ή κανένα βαρελότο, για το Πάσχα. Τ’ απόγευμα θα παν στο ευχέλαιο. «Θα φτσιλιαστεί» ο κόσμος, για να μεταλάβει, κι όταν πάει στο σπίτι θα πλυθεί καλά, και τ’ απόνερα θα τα ρίξει κάπου παράμερα, να μην πατεί τα ευχέλαια.

  • Μεγάλη Πέμπτη (Κότσιν(ι) Πέμτ’)

Πολυάσχολη μέρα. Να σφαχτούν τ’ αρνιά, να βαφτούν τ’ αβγά, να γίνουν οι κουλούρες και τα κουλούρια. Μόλις μεταλάβει ο κόσμος, κατευθείαν στο σπίτι. Περιμένουν πολλές δουλειές. Τ’ αβγά βάφονται πολύχρωμα. Άλλα κόκκινα, άλλα πράσινα, κίτρινα, μπλε. Και τα ομορφότερα απ’ όλα τα πλουμιστά, με το λουλούδι. Κολλούν ένα φυλλαράκι πάνω, το δένουν με μια ψιλή γυναικεία κάλτσα και το ρίχνουν στην μπογιά. Βγάζοντας μετά την κάλτσα και το φυλλαράκι, μένει το πλουμί. Οι κοπέλες μαζεύουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα παιδιά γυροφέρνουν όξω από τα σπίτια, να πουλήσουν καμιά μπογιά, να βγάλουν τίποτε.
Μπουγιές για τ’ αβγάαα…, φωνάζουν. Το βράδυ, «τα δώδικα βγατζέλια», η Σταύρωση… «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

  • Μεγάλη Παρασκευή (Κλιάματα τσι δαρμοί)

Μέρα πένθους σήμερα. «Βάφουν» μαύρο τον αγέρα οι καμπάνες των εκκλησιών. Όλος ο κόσμος το πρωί στην εκκλησιά. Θα γίνει η αποκαθήλωση και ο ενταφιασμός του Κυρίου. Τα παιδιά όλη μέρα πάνω στο καμπαναριό σημαίνουν πένθιμα τις καμπάνες. Το μεσημέρι στο σπίτι φαγητό δεν έχει (Μιγάλ(ι) Παραστσιβγή σήμιρα). Το απόγευμα θα πάμε καμιά βόλτα και στην άλλη εκκλησιά να δούμε «ποιο πιτάφλιου είνι πιο όμουρφου». Συνάμα γυναίκες γύρω γύρω στα επιτάφια λένε το καταλόγι της Παναγιάς (τραγδούν του πιτάφλιου), να παρηγορήσουν τη Θεοτόκο. Το βράδυ η περιφορά των επιταφίων. Κοπέλες ψέλνουν τα εγκώμια (Ω γλυκύ μου έαρ…, μονοφωνεί η πλέον καλλίφωνη). Κατά τη συνάντηση της πομπής των επιταφίων και των δυο εκκλησιών στην αγορά γίνεται ο συναγωνισμός για το ποιος επιτάφιος θα σηκωθεί ψηλότερα απ’ αυτούς που τον κρατούν. Τέλος θα «γκζντουρήξιν τα πιτάφλια».

  • Μέγα Σάββατο (Ούλ(ι) γοι Βριγιοί στου θάνατου)

Μέρα χαράς πλέον σήμερα. «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…». Στην εκκλησιά σκορπιούνται βαγιόφυλλα. Κοινωνάει και σήμερα ο κόσμος. Ύστερα προετοιμασίες για το βραδινό αναστάσιμο τραπέζι. Βράζει τ’ αρνί στο «τζιτζιρέ» για να γίνει η βραδινή σούπα. Γεμίζουν τ’ αρνί, να ’ναι μισοέτοιμο για αύριο, που έχει πάλι «διφτιρανάστασ’ στν Αγια-Τριγιάδα». Οι εκκλησιές γιορτινοστολίζονται. Βγάλανε πια τα μαύρα.
Μεσάνυχτα χτυπά η καμπάνα για την Ανάσταση.

Σήκου, μουρή Μαργέλ(ι), θα ν’ ανιστήσιν.

Τίντα ’νι, μουρή, σήμανι τσιόλα.

Στην τσέπη τα σπίρτα και τ’ αβγά για ν’ αναστηθούν. «Άφραστον θαύμα», απόψε, χαρούμενα τα πρόσωπα όλων. Σβήνουν τα φώτα και «δεύτε λάβετε φως…». Ξαναφωτίζεται η εκκλησιά με φως αναστημένο. Κι ύστερα όλοι στην αυλή. Μπροστά στην εξέδρα για το «Χριστός ανέστη», και χαλάει ο κόσμος από τα βαρελότα, τις καψούλες, τις τράκες. Οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα. Γυρίζοντας στην εκκλησιά, οι πόρτες κλειστές. Πρέπει να βροντοφωνάξει ο παπάς το «άρατε πύλας…», για ν’ ανοιχτούν. Και θα γίνει η αναστάσιμη θεία λειτουργία, η ομορφότερη όλης της χρονιάς. Ο κόσμος θα κάτσει να πάρει την ευχή, να ευχηθεί το «Χριστός ανέστη», κι ύστερα γρήγορα στο σπίτι, με τη λαμπάδα και το φως στο χέρι. Στην είσοδο του σπιτιού θα κάνει ένα σταυρό με την κάπνα της λαμπάδας και ύστερα θα μπει. Θ’ ανάψει το καντήλι κι ύστερα η αχνιστή σούπα περιμένει για τ’ αναστάσιμο φαγοπότι.

  • Κυριακή του Πάσχα «Πανήγυρις πανηγύρεων»

Γέλια, χαρές, γιορτινοί στολισμοί. Σήμερα καλημέρα δεν υπάρχει. Μόνο «Χριστός ανέστη», «αληθώς ανέστη». Όλοι, μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες με τα «λαμπριγιάτκα» τους, ανεβαίνουν στην Αγια-Τριάδα για τη Δευτερανάσταση. Το απόγευμα γίνεται η Δευτερανάσταση στην κάτω εκκλησιά, στην Παναγιά. Θα πετάξουν και το ποτήρι. Όποιος το πιάσει μεγάλη χαρά γι’ αυτόν.
Κλείνοντας αναφέρουμε και κάτι από τα πιο παλιά χρόνια, για το οποίο κάνει λόγο και ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης. «Τ’ Διφτιρανάστασ’ κριμάζαν του Βριγιό στου πλάτανου τ’ απάνου κάμπου. Τσι μαζιβγόνταν τα παλκάρια, μι τα τσόχ(ι)να τα βρατσιά τσι μι τα τφέτσια τσ’ άμα ν’ ακούγαν του «Ξστος ανέστ’» τς Λαμπρής, λέγαν τσι του χουρατό»:
Ανάστα ου Θιός,
κρίνουν τη γη,
σήκου, Αμιρσούδα,
να φάμι του τυρί.

Καλή Ανάσταση λοιπόν. Σ’ όλους, όπου κι αν βρίσκονται. Χριστός ανέστη, σ’ όλης της γης τα πέρατα! Άρατε πύλας οι άρχοντες της γης, να μπει η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η αδελφοσύνη.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 33/1986

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΙΟΥ Ή ΤΗΣ ΓΛΑΣΤΡΑΣ

ΘΕΣΗ

Η τοποθεσία Σπήλιος ή Γλάστρα βρίσκεται ΝΔ του λόφου Καστέλι, όπου υπήρχε ενετικό φρούριο. Η μετάβαση στην τοποθεσία αυτή γίνεται από μονοπάτι που περνά πίσω από το νεκροταφείο του χωριού, ύστερα από πεζοπορία 35′. Μπορεί επίσης να πάει κανείς εκεί και από το λόφο Καστέλι, μόνο που η διαδρομή είναι μεγαλύτερη.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το σπήλαιο ήταν γνωστό από πολύ παλιά. Επίσημα αναφέρεται στο βιβλίο του Στρατή Κολαξιζέλη «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου» – Μυτιλήνη 1947, καθώς και στο βιβλίο του Γεωργίου Α. Δουκάκη «Ο Τουρισμός της νήσου Λέσβου» Αθήναι 1959.

σπιλ0001

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ

Το στόμιο του σπηλαίου βρίσκεται στη βάση βράχου και έχει πλάτος 2Μ και μέγιστο ύψος 1 Μ, είναι δε στραμμένο προς τα Β-ΒΑ και βλέπει στον απέναντι λόφο Καστέλι. Μπροστά από το στόμιο είναι πεσμένος βράχος, αποσπασμένος από τον υπερκείμενο του στομίου βράχο. Το μέγιστο βάθος του σπηλαίου είναι 47Μ, ενώ το μέγιστο πλάτος φτάνει τα 4Μ και το μέγιστο ύψος περίπου 7Μ κατά θέσεις. Ο κατά μήκος άξονας του σπηλαίου έχει διεύθυνση ΝΔ.

Μετά την είσοδο στο σπήλαιο, υπάρχει ο πρώτος θάλαμος – διάδρομος του σπηλαίου. Στα δεξιά υπάρχει βραχώδης έξαρση που τον χωρίζει από το δεύτερο θάλαμο. Η βραχώδης έξαρση στο μπροστινό της τμήμα σχηματίζει στένωμα 1Μ περίπου, δια του οποίου μπαίνουμε στο δεύτερο θάλαμο. Αυτός έχει δύο μεγάλους χώρους. Ο πρώτος παρουσιάζει στο αριστερό του μέρος μικρές τυφλές κοιλότητες, ενώ αντίθετα στο δεξιό μέρος του είναι πεσμένος ένας βράχος και πάνω του είναι πεσμένοι άλλοι βράχοι. Γενικά η δεξιά πλευρά παρουσιάζει σημεία κατάρρευσης, κατά θέσεις. Μια δεύτερη στένωση πλάτους 0,70Μ οδηγεί στον τρίτο θάλαμο ωοειδούς σχήματος. Από φαρδύτερη στένωση οδηγούμαστε σε μικρότερο τέταρτο θάλαμο, που συνεχίζει σε μακρόστενο διάδρομο πλάτους 1-1,5, που στο βάθος στενεύει και παρουσιάζει ανοδικό έδαφος με μία μικρή οπή στο βάθος που συνεχίζει προς δυτικά. Η είσοδος στην οπή αυτή είναι αδύνατη, είναι δε πολύ πιθανό το σπήλαιο να συνεχίζει πίσω από αυτή σε απροσδιόριστο βάθος.

Το έδαφος είναι χωμάτινο, ενώ κατά θέσεις είναι πεσμένοι μικροί βράχοι από την οροφή ή τη δεξιά πλευρά του σπηλαίου.

Σ όλο το μήκος του σπηλαίου υπάρχουν σταλακτίτες μαστοειδείς ή ταινιωτοί, με μέγιστο μήκος 0,5 μέχρι 1Μ και μέγιστη διάμετρο 0,40Μ. Σε πολλές περιπτώσεις οι σταλακτίτες έχουν ενωθεί με τους σταλαγμίτες και έτσι σχηματίζονται διάφορα συμπλέγματα με ποικίλα σχήματα, όπως επιτάφιος, δαντέλες κ.λ.π. Τόσο δεξιά όσο και αριστερά των τοιχωμάτων υπάρχουν πετρώματα που σχηματίζουν μια ωραία μωσαϊκή όψη. Ο πρώτος θάλαμος φωτίζεται από το φως που μπαίνει από το στόμιο του σπηλαίου, στη συνέχεια όμως χρειάζεται τεχνητός φωτισμός.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ

Η θερμοκρασία κατά το μήνα Ιούλιο ήταν 15°C, ενώ η εξωτερική ήταν περίπου 28°C. Η υγρασία είναι περίπου 90%. Από την οροφή του σπηλαίου πέφτουν κατά θέσεις σταγόνες νερού, ενώ επίσης διάφορες θέσεις των αριστερών τοιχωμάτων σκεπάζονται από υγρασία.

ΒΟΤΑΝΙΚΗ

Το σπήλαιο βρίσκεται μέσα σε ελαιώνα, ενώ σε μικρή απόσταση περιτριγυρίζεται από πευκοδάσος. Η είσοδος του σπηλαίου καλύπτεται από πιτραμίθρα και δάφνη, ενώ υπάρχουν επίσης φτέρες, τσουκνίδες, φτλέλια, ρίγανη, ποντικάγκαθα, βρύα και διάφορα άλλα αγρωστώδη. Στο εσωτερικό βρέθηκαν φυτρωμένοι μύκητες (μανιτάρια), ενώ σε διάφορες θέσεις των τοιχωμάτων υπήρχαν ρίζες και ριζίδια δέντρων.

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το Στρατή Κολαξιλέλη “… υπάρχουν σταλακτίτες με περίεργες μορφές, δια τους οποίους οι περασμένες γενεές πίστευαν ότι είναι αγάλματα Θεών, απολιθωμένοι μαστοί, κρεβατές Ανηραΐδων κ.τ.λ. αναλόγως του σχήματος αυτών”.

Υπάρχει ακόμα η πρόληψη, ευρύτατα διαδομένη μεταξύ των κατοίκων της Αγιάσου, ότι, αν ακουστεί βλασφημία μέσα στο σπήλαιο, τότε κλείνει η είσοδος του.

Ο αγαπητός μας φιλόλογος καθηγητής και Λυκειάρχης Δημήτριος Σκλεπάρης μας γράφει τα εξής σχετικά με την παράδοση που επικρατεί για το σπήλαιο: «Αυτά γενήκανε τα παλιά χρόνια, τα πολύ παλιά. Δεν τα προφτάξαμε μεις, ούτε οι παππούδες μας, που μας τα διηγήθηκαν, ακουστά και αυτοί από τους προπάππους τους, σαν παραμύθι: Κυνηγημένος ο κόσμος έφευγε να κρυφτεί. Τη σπηλιά αυτή την ήξεραν και ήρτεν η ώρα που χρειάστηκε. Σ’ αυτήν έτρεξαν. Μα καθώς ήταν πολύς κόσμος, από την τρεχάλα και τη βιασύνη σέρνοντας τη μαρμαρένια πλάκα να κλείσ’ η σπηλιά, έμειν’ απ’ όξω η ασημένια παντούφλα της αρχοντοπούλας. Αυτή τους πρόδωσε. Όταν ψάχνοντας τη βρήκαν οι Αγαρηνοί, με τα πολλά, τράβηξαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, έκοψαν, σκλάβωσαν. Από τότες τρέχουν οι πέτρες, είναι τα δάκρυα του κόσμου που χάθηκε. Τρέχουν από τα μάτια, κυλάνε από το πρόσωπο στο στήθος, τα βυζιά και στάζουν στη γη. Έγινε θρήνος και οδυρμός. Άγγελος Κυρίου μετάτρεψε τα κόκαλά τους σε πέτρες, που ακόμα στάζουν – κλαίνε για το χαλασμό που γένηκε».

ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο από ντόπιους «νταμγκατζήδες», δηλ. παραχαράκτες για την κατασκευή πλαστών τουρκικών χάλκινων νομισμάτων (μπαγκίρες), με τη χρησιμοποίηση του μεταλλικού νταμγκά (μήτρας).

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Το σπήλαιο έχει τοπικό τουριστικό ενδιαφέρον. Συνιστάται για επίσκεψη από ντόπιους και ξένους φυσιολάτρες.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Μ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ κτηνίατρος

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ φυσικός

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 13/1982

ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΑΜΟΣ. Δουσίματα, γλέντια, δισίματα…

Πριν απί πουλλά χρόνια γοι γάμ’ τσι γοι βαφτίσεις γίνονταν στα σπίτια. Καλέναν τς συγγινείς τσι τς φίλ(ι), αλλά παγαίναν τσι πουλλοί που εν είχαν καμιά σχέσ’ μι του σπιτικό. Κάναν τν αρριβώνα του πρώτου, δίναν ένα λόγου πότι θα ποίσιν του γάμου τσι γη λόγουσντουν ήνταν τσι συμβόλιου. Ανάρια βρίσκονταν κανείς να μη σταθεί στου λόγουντ ντόμπρους, που λέγαμι. Αλλά τσι φτον τουν πλέρουνι γη κόσμους μι του παραπάνου. Οπ’ τουν ίβλιπι, τουν απουστρέβνταν. Λέγαν ένας μι τουν άλλουν: τούτους είνι μπασιμπουζούκς, ετ ‘ χρειγιάζιτι μηδί καλ(ι)μέρα, αφού ένι στάστσι στου λόγουντ.

Ίσιαμι να έρτ’ γη ώρα να γέν(ι) γη γάμους, συντάζαν τν εγκλαβή, του συμβόλιου που λέγαμι. Ε θμούμι τσι καλά, γιου παπάς τνη σύνταζι μι δυο μαρτύρ’ γή κανένας γραμματιζούμινους έγ(ι)τσεινις τς ιπουχές. Μες στν εγκλαβή βάζαν τσι του παραμικρό που θέλαν να όώσιν στ’ νύφ’. Πρώτου πρώτου του σπίτ’, ύστιρα τα κτηματέλια τς, κανέ σουθηρέλ(ι) μες στουν Άγιανν(ι) γή αλλού πούβιτα. Ύστιρα βάζαν τα κινητά, καζάνια, λιγκέρις, καπατσιαστά, στρώματα, μαξιλάρις, παπλώματα τσι ό,τ’ άλλου είχι γη νύφ’. Γαμπρός ήθιλι να στείλ(ι) δυο τρεις μπουκάλις φαραγκουμένις μι ρατσί, κουνιάκ, ζαγλαπίδις, σταφίδις, που μοιράζνταν στου γάμου μι τς χειριές, μια πραστιά για του καζάν(ι), μια για του τζιτζιρέ, μια μασιά μιγάλ(ι), ένα ντρουβά δαδί, δυο τσβάλια, ένα χάσκου τσι ένα σταρένιου αλεύρ’, τσι ό,τ’ ψούνια χρειγιάζιτι του σπίτ’. Κάναν τσι μπαλιζέ τσι μοιράζαν ένα καζάν(ι) μιγάλου. Είχι μαστόρσις γ(ι)ναίτσις, που τς φουνάζαν τσι αναλαβαίναν τ’ ζουρλούδσα τη δλεια, γιατί άμα εν ήξιρις μπόργι να του πιτάξς ούλου του καζάν(ι). Στου στινό του συγγινουλόγ(ι) στέρναν μια μιγάλ(ι) πλουμσμέν(ι) φαγιάντσα μι μπόλ(ι)σα κανέλα, απί μια σι κάθι σπίτ’. Σ’ φίλ(ι) στέρναν πιάτου μπαλιζέ, ήνταν του προυσκλητήριου. Γοι κουπέλις που τουν μοιράζαν ήνταν λεύτιρις, στουλ(ι)σμένις μι τα καλάντουν. Παγαίναν, γιατί είχαν τν ιδέα πους θα τς κουλλήσ’ να παντριφτούν τσι φτες μάνι μάνι. Έφτοι που παίρναν του μπαλιζέ τουν αδειάζαν τσι βάζαν μες στου πιάτου κάρτσις, μαντίλια, κανέ ρούχου. Ούλα τούτα τα μοιράζνταν, άμανι τιλειώναν. Τα δυο τα σπιτικά, τς νύφς τσι τ’ γαμπρού αλληλουδουρζόνταν πκάμσα, ρούσικα, τσιμπέρια τσι άλλα.

gamos1
Αναμνηστική φωτογραφία από το γάμο του Στρατή Παυλέλη και της Φωτεινής Κανιμά, στον Ασώματο, πριν από 60 περίπου χρόνια. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Μιχάλης Μουτζουρέλης)

Αφού τιλειώναν γοι προυιτοιμασίις, αρχίζαν τσι στουλίζαν του σπίτ’ μι τ’ προύκα τς νυφς. Γιμίζαν μια ιμσάντιρα μι στρώματα, μαξιλάρις τσιντμένις, μαξιλάρια, σιντόνια μαλλένια τσι καλουτσιρνά μι ταντέλις, πισκίρια, μισάλια, μισάλις τσι ό,τ’ άλλου είχι. Αφού τιλειώναν τσι ρίχταν μια ματιά, για να είνι σίγουρ’ πους τα ποίκαν ούλα καλά, αρχίζαν να ιτοιμάζιν τουν ουντά για τ’ αντρόγ(ι)νου. Ένα στρώμα γιμάτου μι απουκόμματα ρούχουν, παλιουμάλλια τσι ό,τ’ άλλου είχαν, μια μαξιλάρα, δυο προυστσέφαλα, τα σιντόνια, του καπλαντ’σμένου του πάπλουμα, ένα τραπέζ’ μι δυο καρέγλις, ένα κμάρ’ νιρό τσι μια σουπιέρα μιγάλ(ι) μι μια βρασμέν(ι) παχιά όρθα μι τα πουδάρια λόρτα, για να δείξ’ γη γαμπρός σ’ νύφ’ πους τσι συ έδγιτς θα τα σκώγ’ς σα πέσουμι, γιατί γοι παλιές γοι γ(ι)ναίτσις έγιουτι είχαν μισάν(ι)χτα για τ’ αδιάντρουπα, ένα μπουκάλ(ι) κρασί δναμουτκό τσι φρούτα.

Ιτοιμάζαν ένα τιτράδιου που γράφταν ούλ(ι) τς καλισμέν(ι) μέσα τσι του δίναν σι ένα γή σι δυο μπαρμπέρδις που ξύριζαν τσάμπα, ειδουποιούσαν τς παπάδις τσι άρχιζι του Ησαΐα. Ιντουμιταξύ ούλου του συγγινουλόγ(ι) ήνταν ιπιστρατιβμένου, για να παραβλαντίζ’ τ’ Κουκουβάλα του γέρου, του Φουνιά, τσι του Θείου του Σκλιπάρ’. Μπουρεί να είχι τσ’ άλλ(ι), αλλά γω έφτοι θμούμι, που λέγαν πους δέναν του γαμπρό τσι ένι μπόργι να ποίσ’ τη δλειαντ. Άμανι βλέπαν έναν απί τς ιδυό τσι μπρόβιρνι, ίδρους κρυγιός τς έκουφτι. Πστεύγαν πλια σίγουρα πους έδινι του γαμπρό, πους τν ώρα που λέγαν τα γράμματα γοι παπάδις φτος δέχα μια κλουστή τσι έκανε τρεις κόμπ’. Έφτα άμανι γίνονταν, τέλειουνι πλια, γαμπρός γέν’ντου ανίκανους, άμα δε ντουν λυούσαν. Τσι απαντέχαν να φύγ’ γιου κόσμους, να πέσ’ γη νύφ’ μι του γαμπρό, να δουν τ’ απουτιλέσματα. Γοι σμπιθέρις, για να μη ντουν πιάσ’ του γαμπρό του δέσ(ι)μου, κριμάζαν στ’ μέσηντ απού μέσα π’ του παντιλόνιντ του ψαλίδ’, ένα κουμμάτ’ δίχτ’, ένα σκόρδου, ένα γαλαμπό τσι ό,τ’ άλλου ίβαζι νούσντουν, αλλά ούλα ήνταν ανίκανα να μιτατρέψιν τν ιδέα τς αυτουυπουβουλής.

Τσιρνούσαν πλια του κόσμου, για να χιριτήσ’. Δίναν τσι ένα πιατέλ(ι) σταφίδις μι τς ζαγλαπίδις ανικατουμένις μαζί μι μια μοίρα κλιτς στου καθέναν. Φεύγουντας, πουλλοί λουγιάζαν να κλέψιν π’ του σπίτ’ ό,τ’ βρίσκαν, γιατί λέγαν, σα δε κλέψιν, δε στιριών(ι) γάμους. Άμανι ξιζαλ(ι)ζόνταν, κάναν πλια τουν απουλουγ(ι)σμό, να δουν τι λείπ’ απ’ του σπίτ’.

Άμα βλουγούσαν τ’ αντρόγ(ι)νου, σκώναν του κμπάρου στα χέρια τσι τουν βάζαν να τάξ’. Άμα δένι έταζι, ε ντουν κατιβάζαν τσι ανιγκάζντου να τάξ’ ρατσιά, γιουβέτσια τσι έδγιτς γλύτουνι τσι παγαίναν πλια στου καφινέ τσι διασκιδάζαν μέρις μι τς μουσικές. Οσουναφουρά για τα χρυσαφικά που κριμάζαν σ’ νύφ’, συνιχίζιτι τσι σήμιρα, εν ιξαφανίσ’τσι μαζί μι τ’ άλλα, απόμνι πλια καντέμ του έθιμου.

Αφού έφιβγι απ’ του σπίτ’ πλια ούλους κόσμους, χιριτούσαν τ’ αντρόγ(ι)νου τσι γοι γουνιοί, ιφτσόνταν να είνι στιριουμέν(ι) τσι καλά ξιμπιρδέματα. Γαμπρός ουδήγα τ’ νύφ’ στ’ κάμαρ’, αλλά θάργι πους τουν παν σ’ καρμανιόλα, γιατί είχι τν ιδέα πους τουν δέσαν τσι ε θα μπουρεί να τα ξιμπιρδέψ’. Αφού ξικουκαλίζαν τν όρθα μι τς υπουδείξις τ’ γαμπρού, πίναν του κρασί τσι ιτοιμάζνταν να πέσιν. Γαμπρός όμους ε ντα ίβλιπι τα πράματα καλά, γιατί του πλιντ, απί τν ώρα που είδι τ’ Κουκουβάλα, του πήρι γη νύπνους τσι ε ντου’ χι στου νουντ να νιώσ’. Βρε απού δω, βρε απού κει, τίπουτα, εν ανιμίζντου, ψόφσι για καλά. Ίδρουνι, ξαναΐδρουνι, μο που σάλιουνι σαν του σάλιακα του βασιλ(ι)τσιώτκου. Άμανι ίβλιπι πους ήνταν αδύνατου να ποίσ’ τίπουτα, ξάπλουνι, τουν ίπιρνι νύπνους, μι τ’ πίκρα στ’ αχείλ(ι). Γοι σμπιθέρις εν είχαν νου να ξμιρώσ’, για να παν να κόψιν τ’ ζημιά που λέγαν, να δουν τ’ τιμή τς νυφς, ότι ήνταν παρθένα, να ρίξιν τα μπαξίσια μες στου στρώμα τσι να πάριν του σιντόν(ι) μι τα αίματα, να δουν τσοι γοι ιγ(ι)τόν(ι)σις, να ξιθαρρέσιν πους σών(ι) τσι καλά γη νύφ’ ήνταν παρθένα. Αλίμουνου άμα δένι βιβιόνταν. Θαν αρχίζαν του κουτσουμπόλ(ι) τσι γοι καβγάδις, που ε θαν είχαν πουτές τιλειουμό.

Άμανι παγαίναν στου σπίτ’, είχαν μαζίντουν γη μια γάλα, μια βίκα, τσι γη άλλ(ι) καρδουπαπούδις μι του γιρλίσιου του μέλ(ι) σα δναμουτκό για του γαμπρό. Γιγέδσις τσι μαθμένις τσι γοι δυο, μόλις αντικρίζαν τ’ αντρόγ(ι)νου, γνιβγόνταν μια πι τν άλλ(ι) τσι σκώναν τα φρύδια ντουν πρους τα πάνου. Κόντιβγι ύστιρα γη μάνα τ’ κόρ’ τσι μάθινι για ούλ(ι) τν ιπιχείρησ’. Άμανι ήταν γοι ιπιθέσεις άκαρπις, γοι σμπιθέρις γύριζαν πρους τουν’ Άγλια τσι καταριόνταν τ’ Κουκουβάλα για του κακό που ποίτσι στ’ αντρόγ(ι)νου. Τα καθοίτσια καθούνταν σ’ πόρτις ταχτέρ ταχτέρ, να μάθιν τι γίν(ι)τσι. Μόλις ίν(ι)γι γη πόρτα τσι μπρουβέρναν, αρχίνζι του ψι ψι ψι, άλλ(ι) ίλιγι μάγια τουν ποίκαν του γαμπρό, γιατί αγάπα τ’ τάδι τσι έκανι πέρα, άλλ(ι) ε τν ίβρι γαμπρός καλή τσι θα τν αφήσ’. Αφήναν τς ιδλειές τ’ σπιτιούντουν τσι ούλ(ι) τ’ μέρα τα’ χαν μι τ’ αντρόγ(ι)νου, γη μια τό ‘κουφτι, γη άλλ(ι) τ’ αμπόλιβγι.

Του βράδ’ πάλι γοι σμπιθέρις παγαίναν στου σπίτ’ μι ματζούνια, κουκνάρια, αμυγδαλουπαπούδις μι του μέλ(ι), μπριζόλις, καλό κρασί, τσι γη μάνα τς νυφς καθουγίδιβγι τ’ κόρ’ να μην πέσ’ σα μλάρ’, μου να γαργαλίξ’ κουμμάτ’ του γαμπρό, για να τουν ιριθίσ’. Φεύγουντας πάλι, καρσλαντίζαν τουν Άγλια, τουν παρακαλιούσαν τσι φτον να βουγηθήσ’, τσι ύστιρα τσι γοι δυο μαζί παγαίναν τσι σ’ Παναγιά να πουν του καμόντουν τσι να γυρέψιν τσι φνης τ’ βουγήθεια. Άμα τιλειώναν, φεύγαν στα σπίτια ντουν τσι συμφουνούσαν πάλι να πιράσ’ γη μια απ’ του σπίτ’ τς αλλουνής, μόλις χαράξ’ ,τσι να παν να δουν. Αφού παγαίναν τσι τ’ δεύτιρ’ τ’ μέρα τσι ένι γέν’ ντου τίπουτα τσι γαμπρός ούλου τσι έλιουνι σαν του τσηρί, απουφασίζαν να έβριν του κατάλληλου τουν άθριπου να πα σ’ Κουκουβάλα τσι να διαπραγματιφτεί μαζίντ του λύσ(ι)μου. Γη Κουκουβάλα είχι παπτσίδκου, έφτου πο ‘χ(ι) γη Κουτσούκα ξυλουργείου, ήνταν δε ξακστός τιχνίτ’ς. Άμανι έκανι παπούτσια, τα ίβαζι μες στ’ ζγαριά τσι εν απείχι του ένα μι τ’ άλλου σι βάρους μηδί ένα γραμμάριου. Σν αρχή έκανι πους ε ξέρ’ χαμπάρ’, ύστιρα αφού του ‘βγαζι στου μιγ(ι)ντάν(ι) τσι σάζαν τι θα τ’ δώσιν, έσιρνι του χουτζιρέ, ίβγαζι ένα κτέλ(ι) που βάζαν τα σπίρτα τ’ τφιτσιού, ίβγαζι τ’ κλουστή πουμέσα μι τς τρεις τς κόμπ’, φόργι τα ματουγυάλιαντ τσι έλι τς κόμπ’ μπρουστά στουν άθριπου. Μουρμούρζι μες στα δόντια, ίλιγι απ’ τν ανάπουδ’ τα γράμματα, ίπιρνι τς παράδις τσι έδνι τ’ κλουστή μέσα σι ένα χαρτέλ(ι) στουν άθριπου. Τσι τ’ ίλιγι να τνη πα στου γαμπρό τα ίσα, χουρίς νά σταθεί πούβιτα, τσι να πει πους τουν έλ(ι)σι τσι είνι καλά. Μόλις ίβλιπι γαμπρός τ’ κλουστή μι τς κόμπ’ ιλ(ι)μέν(ι) τσι τ’ βιβαίουνι τσι γη άθριπους πους είδι τ’ Κουκουβάλα μι τα μάτιαντ που μάγιβγι τσι έλι τς κόμπ’, πίστιβγι, ίβγαζι τ’ σκουριασμέν(ι) τν ιδέα τσι γίν’ντου φιλούρ’. Ποιος μπόργι πλια να τουν βαστάξ’ τσι να τουν ζαπλαντίσ’. Να ‘νταν μόδους να τνη καταπιεί ζουντανή τ’ νύφ’. Σάνι μαθαίναν πλια τα σμπιθιρκά πους ιπέτυχι γη ιπίθισ’, πιτούσαν τα μπαξίσια μες στου στρώμα τσ’ αρπούσαν του σιντόν(ι) τσι σν ιγ(ι)τουνιά τσι σ’ παραμαχαλάδις καμιά φουρά, για να παρατήσ’ πλια του κουτσουμπόλ(ι). Ύστιρα αρχίζαν τα γλέντια, γοι αντίγαμ’ που λέγαν, τσι παρατίζαν άμα δεν είχαν πλια τακάτ να σταθούν λόρτ’.

Έγιουτις γοι ιστουρίις βαστάξαν πάρα πουλλά χρόνια, τσακ που γίν’τσι του Παπτσέλ(ι) παπάς. Τότις απαγόριψι τς γάμ στα σπίτια τσι τς κουλμπήθρις τς βλόγα σν ακκλησιά. Ιντουμιταξύ πιθάναν τσι έφτοι γοι τύπ’ που ξιμπιρδέβγαν τς βρουμουδλειές εις βάρους τουν αφιλών ανθρώπουν.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 16/1983