ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΣ

Ο Γρηγόρης Κουρβανιός γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 23 Δεκέμβρη 1923 και πέθανε στις 26 Δεκέμβρη 1985. Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του ζαχαροπλάστη και φωτογράφου Χριστόφα Κουρβανιού. Γνώρισε από νωρίς τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής. Ρίχτηκε όμως με θάρρος στον αγώνα. Γράμματα πολλά δεν ευτύχησε να μάθει. Μια αντιπαιδαγωγική ενέργεια τον σταμάτησε στην προτελευταία τάξη του Δημοτικού. Εντάχτηκε νωρίς στο ΕΑΜ και υπηρέτησε την υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης από τον Αύγουστο του 1943, σύμφωνα με την ταυτότητα της ΠΕΑΕΑ /62142 / 25-10-1984. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και συνεργάστηκε με τους Σουσαμλήδες, το Στρατή, το Μάριο, το Βασίλη… Έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας και συνέχισε την οικογενειακή παράδοση. Δέθηκε στενά με το Αναγνωστήριο από το 1972. Είχε προσληφθεί ως κλητήρας, αλλ’ εργάστηκε με μεράκι κι επιτυχία σε διάφορους ειδικούς τομείς. Ήταν ο βιβλιοθηκάριος, ο δακτυλογράφος, ο φωτογράφος, ο μουσικός, ο υπεύθυνος σκηνής, ο επιγραφοποιός, ο χειριστής μηχανημάτων…
Εργάστηκε για το λόφο Καστέλι, για την ύδρευσή του, για την αξιοποίησή του. Εργάστηκε για το Λαογραφικό Μουσείο του Αναγνωστηρίου. Συνεργάστηκε γόνιμα με το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών» Αθήνας…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

“ΓΚΡΙΝΙΑ” Μια αγιασώτικη σατιρική εφημερίδα

Στο σημείωμά μας αυτό θ’ ανα­φερθούμε στη «Γκρίνια», στηριζόμενοι σε τρία φύλλα, που μας παραχώ­ρησε ο εκλεκτός συνεργάτης μας Μιλτιάδης Σκλεπάρης

skleparis_mihalisΟι Αγιασώτες από την εποχή του μεσοπολέμου άρχισαν ν’ ασχολούνται συστηματικά ή ερασιτεχνι­κά με τον τύπο, με τη δημοσιογρα­φία. Έθεσαν σε κυκλοφορία εφημε­ρίδες και περιοδικά, που τυπώνο­νταν στην Αγιάσο ή στη Μυτιλήνη, όπου τα μέσα ήταν περισσότερο σύγχρονα. Εκτός από τα κανονικά έντυπα, υπήρχαν κι άλλες εκδόσεις χειρογραφημένες ή δακτυλογραφη­μένες. Δυστυχώς κι από τις πρώτες κι από τις δεύτερες δεν υπάρχουν στη διάθεση του μελετητή πλήρεις σειρές. Συνέπεια τούτου είναι η αδυ­ναμία για μια σωστή έρευνα κι αξιο­λόγηση. Ευχής έργο θα ήταν να συγκεντρωθούν όλες. Σ’ αυτό θα μπορούσαν να βοηθήσουν όσοι έχουν σκόρπια φύλλα. Το Αναγνω­στήριο είναι ο καλύτερος χώρος για τη διασφάλισή τους.

Στο σημείωμά μας αυτό θ’ ανα­φερθούμε στη «Γκρίνια», στηριζόμενοι σε τρία φύλλα, που μας παραχώ­ρησε ο εκλεκτός συνεργάτης μας Μιλτιάδης Σκλεπάρης. Τη σατιρική αυτή εφημερίδα την έβγαζε ο αδελ­φός του Μιχάλης Σκλεπάρης, που ή­ταν λαογραφικός συνεργάτης του «Τρίβολου». Ήταν δακτυλογραφη­μένη ή χειρογραφημένη. Φαίνεται ότι βγήκε αρκετές φορές. Στο κύριο άρθρο του φύλλου της 1-1-1946 αναφέρεται ότι «Το αγαπημένο όργανο των καβγατζήδων χασομέρηδων, πι­στό σα γάτα στις προγραμματικές δηλώσεις του, συνεχίζει τον αγώνα που ανέλαβε για γκρίνια, κέφι, χα­ρά και υψηλή φιλολογία, χωρίς να δίνει διάρα στους κουφιοκεφαλάκηδες, που πασχίζουν με κάθε τρόπο να του φράξουν το δρόμο που πέ­ντε χρόνια ακολουθεί».

gkrinia

Για να δοθεί μια εικόνα της ποιό­τητας της «Γκρίνιας», θα πρέπει ν’ α­ναφερθούμε σε κάποια κείμενά της. Το πρώτο φύλλο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι δακτυλογραφημέ­νο, εικονογραφημένο, διαστάσεων 23X35, και κυκλοφόρησε την 1η Γενάρη 1945. Από τα περιεχόμενα αξίζει να δώσουμε το κύριο άρθρο:

ΓΙΑΤΙ ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ

Καθετί που γίνεται έχει τις αφορ­μές του, τα αίτια και τους σκοπούς του. Η επανέκδοση λοιπόν της «Γρίνιας» γίνεται για τους παρακάτω λό­γους. Τα παράξενα π’ ακούμε και μα­θαίνουμε, τα παράναγκα που γίνον­ται, οι λόξες και τα φάλτσα που βλέ­πουμε, οι αδιαντροπιές και οι παλαβάδες αρκετών μάς δώσανε τις αφορμές και γίνανε αιτία να βγάλου­με στη φόρα τ’ άπλυτα και τις μπομπές όχι δυστυχώς όλων, παρά αυτουνών που θα ’χουν την τύχη να τους αρπάξει το σχέδιο. Σκοπός μας είναι να δώσουμε ένα καλό λούστρο μερικούς – που να το θυμούνται σ’ όλα τους τα χρόνια – για να ξεθυμάνουμε.

Το όφελος που θα έχει αυτό το κοπάνισμα είναι μεγάλο. Γιατί από τώ­ρα και μπρος ο καθένας θα προσπα­θεί το καθετί που κάνει να το λογα­ριάζει. Την κάθε κουβέντα που θα πει να τη σκέφτεται. Θα βάζει ο νους του τα χτυπήματα της «Γκρίνιας» και θα πιάνεται η καρδιά του. Μα είναι μερικοί – θα μου πείτε – που δε δί­νουν διάρα ή, πιο σωστά, κάνουν πως δεν τους πιάνουν τα γράμματα. Λίγο μας νοιάζει για τους τέτοιους. Γιατί μας φτάνει κι ευχαριστούμα­στε και με τούτο μονάχα, πως όλοι οι αναγνώστες και οι συνεργάτες μας θα κατατοπίζουνται σ’ όλα και θα μαθαίνουν το καθένα απ’ την όρτα κι απ’ την ανάποδη.

Κατοπινούς σκοπούς μας βάζου­με το κέφι, τη χαρά και την υψηλή φιλολογία! Μα πιο πολύ επιδιώκου­με και θα προσπαθήσουμε να φέρου­με με τ’ αρθρίδιά μας σε διάσταση και καβγά τον ένα με τον άλλο συ­νεργάτη και φίλο κι έτσι, βάζοντας μεις τα φτίλια, θα βλέπουμε τη φα­γωμάρα και τη γκρίνια από μακριά και θα σπούμε πλάκα.

Γρινιάρης

Στη συνέχεια υπάρχουν «Μποναμάδες» (Αναστασέλη Στρατή= τον Ηλία Ψυρκούδη. Σουσαμλή Όμηρον = Μια μετρική κτλ.), σατιρικά δίστιχα αφιερωμένα σε πρόσωπα, με το γε­νικό τίτλο «Το κασιάνι μας», κι άλλα τσουχτερά και πικάντικα, όπως «Γοι ψόφ» (αναφορά στην παράσταση του έργου του Στρατή Αναστασέλη «Γοι ψοφ» στη Μυτιλήνη το Σεπτέμ­βρη του 1944, «Νέα βιβλία», «Οι κυ­νηγοί μας», «Αγώνας για τη ζωή», «Αποφάσεις» (Να ανοιχθεί λουκουματζίδικο στο Ξενοφών Σουσαμλή. Να σταλούν συλλυπητήρια στον Παπανδρέου και Γλύξμπουργκ για την απώλεια της Ελλάδας. Να σταλεί Σδαναός, να μεσολαβήσει για τη συμφιλίωση αυτουνών που έβαλαν ίσκα το Αναγνωστήριο. Να κάνουμε διανομή 17,50 δράμια κάστανα στους Εγγλέζους. Να ανατεθεί η ε­πιχείρηση της τρίχας του λουτρού, που θα ανοίξει αυτές τις μέρες, στον Προκόπη Λιγέλη. Να μοιραστεί για το πρώτο 10ήμερο του Γενάρη η α­νάλογη ποσότητα ξιδιού, για να καλ­μάρουν τα νεύρα της αντίδρασης. Να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πο­σότητα αχλιάς, για να γίνει ο σχετι­κός έλεγχος. Να δοθεί τραχονοπάρτι τα μεσάνυχτα των Φώτων κτλ.), “Τι λένε οι προσωπικότητες της ΣΔΑ και της ΣΤΑ» κτλ.

Το δεύτερο φύλλο είναι επίσης δακτυλογραφημένο και εικονογρα­φημένο, διαστάσεων 20X29 1/2, εξασέλιδο, αλλά λειψό κατά τις πρώτες δυο σελίδες, και κυκλοφόρησε στις 16 Γενάρη 1945. Από τα περιεχόμε­να του αξίζει να σημειώσουμε τα παρακάτω:

ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΙΑ

Πραγματικά είναι αδιάντροπος. Κατάργησε στο θέατρο το ρόλο των γυναικών και κάνει αυτός τη γυναί­κα. Τουλάχιστον παιδί δεν είναι. Εί­ναι αρκετά μεγάλος και έπρεπε να το σκεφθεί πριν ανεβεί πάνω στη σκηνή και κάνει την κυρία Ντόνα Λουκία. Κοντά σ’ αυτόν έμπλεξε κι ο Ηλίας, γιατί, μπορούμε να πούμε ότι αυτός είναι αιτία και χαρακτηρί­στηκε η κωμωδία αχαζάδα. Ναι, η Ντόνα Λουκία κατέστρεψε την Κω­μωδία. Γιατί απλούστατα ο αδιάντροπος που ανέβηκε στη σκηνή με τη στάση του και με τους μορφα­σμούς του και με τα διάφορα ανάλα­τα αστεία που έκανε κατόρθωσε να εξισώσει την Κωμωδία με τους «Ψόφους».

Στη συνέχεια υπάρχει ένα κείμε­νο με τίτλο «Εντυπώσεις απ’ το ΦΟΜ», «Ο χορός του Βούδα», κτλ.

Το τρίτο φύλλο είναι τετρασέλιδο, χειρογραφημένο, διαστάσεων 19 1/2Χ29 1/2, χωρίς εικονογράφηση, και κυκλοφόρησε την 1 Γενάρη 1946. Σημειώνουμε το κύριο άρθρο «Θα τη βγάζουμε», τους «Μποναμάδες» (Ευστρ. Βαμβουρέλην: Μουστακοδέτη. Σαρ. Μαλιάκα, Γιαν. Κουρβανέλη: Διαβουλόξλου, κτλ.), μια διαμαρ­τυρία «θιγομένου» με τίτλο «Τάδε λέγει Κύριος», τις «Σελίδες απ’ το η­μερολόγιο…» (7 Δεκέμβρη 1939), τις «Αποφάσεις», τις «Ειδήσεις» (Εξ ημιεπισήμου πηγής αγγέλλεται ότι ο Ευσ. Δελόγκος ενυμφεύθη με τη δίδα Άντρια. Παράνυμφοι παρέστη­σαν η Λαξ και Καλό Πριβόλ). Χαρα­κτηριστική είναι και η ακροτελεύτια είδηση: Τελευταία ώρα. Πή­ραμε απ’ τις ποινικές το παρακάτω τηλ/μα: Πάτερα, πε του α μι βγάλιν.

gkrinia_paper

Η έκδοση της «Γκρίνιας» ήταν μια καλή προσπάθεια, παρά τις ατέ­λειες. Ξεπήδησε από το κλίμα που καλλιέργησε ο «Τρίβολος» του Στρα­τή Παπανικόλα κι από την αγιασώτικη σατιρική διάθεση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

ΤΟΤΕΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΪΤΟΥΚΙΑ

Τα παλικάρια στους καφενέδες όπου σύχναζαν ανυπομονούσαν, όπως και οι κοπέλες στις γειτονιές, πότε θα φτάσει η ώρα της πατινάδας, για να δει ο καθένας την αγάπη του. Και με το δίκιο τους, αφού βλέπονταν από βδομάδα σε βδομάδα.
Οι παρέες των παλικαριών από τα παλιά χρόνια ως το 1935 περίπου ήταν μεγάλες. Μονοιασμένοι όλοι αναμεταξύ τους και με μεγάλη αλληλεγγύη σ’ όλες τις δουλειές και υποθέσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε μεγάλες παρέες ούτε η αλληλεγγύη που υπήρχε τα χρόνια κείνα.
Ώσπου να φτάσει η ώρα της πατινάδας, τα περνούσαν στους καφενέδες με κουβέντες, χαρτιά, κι όλοι τα κουτσοπίνανε. Όταν φτάνανε σε τσακίρ κέφι, φώναζαν και τη μουσική, για να το γλεντήσουν καλύτερα. Επειδή κείνα τα χρόνια ο κόσμος το γλένταγε και τη μουσική τη φώναζαν πολλοί, οι μουζικάντες ζητούσαν πρώτα να μάθουν τα πρόσωπα της κάθε παρέας που τους ζητούσε, για να κάνουν επιλογή και να παν σ’ αυτή που είχε τα περισσότερα κουβαρντόπαιδα, που θα τους έριχναν πολλά και μεγάλα μπαξίσια. Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παράπονα, σ’ όποια παρέα αποφάσιζαν να παν, απαραίτητα έπρεπε να δώσουν καπάρο. Η μουσική μπροστά, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν στις μετακινήσεις της πατινάδας ή στα καφενεία της αγοράς, συνήθως έπαιζε τον ενθουσιώδη και πεταχτό σκοπό, που είχε συνδεθεί με την κατασκευή του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου, που έγινε το 1877, της παλιάς μηχανής που λέγαμε. Γιατί σήμερα υπάρχει μόνο το φουγάρο της και το κτίριο, που σύντομα θα αρχίσουν να γκρεμίζονται.
Για χάρη της ιστορίας θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Οι παρέες των παλικαριών αυθόρμητα και προαιρετικά πήγαιναν και κατέβαζαν από τα καστανοσωθύρια σηκωτά στους ώμους τους τα μεγάλα και μακριά, 7 και 8 μέτρα, καστανίτικα ταμπάνια για την κατασκευή της σκεπής του ελαιοτριβείου, χωρίς να δέχονται καμιά πληρωμή. Οι τότε προεστοί, για να τους ικανοποιήσουν ηθικά πήγαιναν με τους μουζικάντες και τον κόσμο στον Απέσο, να τους υποδεχτούν και να τους παραλάβουν πανηγυρικά. Μπροστά οι μουζικάντες και πίσω τα παλικάρια με τα ταμπάνια στον ώμο τους, οι προεστοί και ο κόσμος περνούσαν την αγορά και τραβούσαν για το Καμπούδι, όπου το εργοστάσιο. Σ’ όλη τη διαδρομή παίζανε το σκοπό αυτό, που τον βάφτισαν «ταμπάνια». Από τότες και μέχρι σήμερα ο σκοπός αυτός διατηρεί αυτό το όνομα.
Όταν έφτανε η ώρα της πατινάδας, οι καφενέδες άδειαζαν κι ερημώνονταν. Όλοι οι δρόμοι πάνω στη διαδρομή της πατινάδας ήταν γεμάτοι από παλικάρια. Άλλοι με μουσικά όργανα μπροστά, άλλοι αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας, άλλοι χαριτολογώντας κι αστειευόμενοι τραβούσαν για τα κουϊτούκια. Αν κανείς από την παρέα είχε ή προσπαθούσε να δημιουργήσει αίσθημα, αν βρίσκανε «καριγλιά», καθίζανε, αλλιώς το περνούσανε στο πόδι, ώσπου να βολευτούν. Πίνανε τα καραφάκια το ρακί με μεζέ την αγκουρίδα, τα αρκόμλα και τις μούσκλες τουρσί και τελευταία με τις ζαγλαπίδες (στραγάλια), κάνανε και το χορό τους. Παρ’ όλο που οι χοροί γίνονταν πάντα με τη σειρά, δεν έλειπαν οι μικροπαρεξηγήσεις, τα μικροκαβγαδάκια και οι καβγάδες. Τα προκαλούσαν οι μερακλωμένοι αγαπητικοί, οι μπελαλήδες και οι εφέδες που ως το 1935 περνούσε ακόμα η μπογιά τους. Γι’ αυτό όχι πολύ σπάνια βλέπαμε κάθε Δευτέρα σαρικωμένα κεφάλια σαν χοτζάδες.
Κάθε Κυριακή και πασιμάδη σ’ όλα τα κουϊτούκια καιγόταν κυριολεκτικά το πελεκούδι. Σ’ όλα γίνονταν της παλαβής και γλέντια τρικούβερτα. Παντού και σ’ όλους επικρατούσε το κέφι, η ευθυμία, η χαρά και το γέλιο. Ήταν ένα σωστό πανηγύρι. Στο κουϊτούκι που έπαιζε μουσική χαλούσε ο κόσμος από τα φυσερά όργανα (κορνέτες, τρομπόνια, κλαρίνα, μπάσα). Οι χοροί παίρνανε και δίνανε και δε σταματούσαν καθόλου. Άρχιζαν με το συρτό, το ζεϊμπέκικο, το βαρύ ζεϊμπέκικο, που πάνω στο χορό ο ένας από τους χορευτές τραβούσε και τον αμανέ, ενώ ο άλλος τραβούσε το μιντέτι, με τον καρσιλαμά και τον μπάλο. Στον μπάλο ο κορνετίστας Στρατής Ρόδανος (Άννα) ή ο κλαρίνατζης Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος) δημιουργούσαν ένα σόλο με τόσο πάθος, που έκανε τους χορευτές να ανάβουν τα αίματά τους, να φρενιάζουν, να χοροπηδούν, να σφυρίζουν με τα χέρια στο στόμα κι η παρέα τους να χτυπά παλαμάκια πάνω στο χορό και να ξεσπά σε ενθουσιώδη και χαρούμενα ξεφωνητά, που χαλούσαν τον κόσμο. Πάνω στον ενθουσιασμό τους οι χορευτές πετούσαν στο σαντούρι τα μπαξίσια το ένα πάνω στο άλλο. Όσο πολλά και μεγάλα μπαξίσια ρίχνανε πάνω στο σαντούρι, τόσο δυνατά έπαιζαν τα φυσερά όργανα που ξεκούφαιναν τον κόσμο. Κάπου κάπου ορισμένοι απ’ αυτούς χόρευαν και τον τσάμικο. Ο ένας από τους δυο χορευτές κρατούσε στο χέρι του μαχαίρι. Διάγραφε μ’ αυτό κινήσεις, κάνοντας πως κόβει τάχα τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι του συγχορευτή του, που καθόταν ακίνητος και απαθής. Συνέχιζαν το χορό και επαναλάμβαναν τα ίδια. Ακόμα χόρευαν και τσιφτετέλι. Και οι δυο οι χορευτές με τα ποτήρια στα δυο τους χέρια τα χτυπούσαν πάνω στο χρόνο της μουσικής, κάνοντας διάφορες κινήσεις και προσπαθώντας να χορέψουν και το χορό της κοιλιάς, χωρίς να τα καταφέρνουν. Τέλειωναν οι χοροί με το «μαζεμένο», που τον έλεγαν έτσι επειδή σήκωναν στο χορό όλη την παρέα.
Από τον πολύ συνωστισμό που υπήρχε στα κουϊτούκια με μεγάλη δυσκολία κρατούσαν ένα μικρό, πολύ μικρό χώρο για το χορό. Ίσαμε που μπορούσαν οι χορευτές να μεταπατούν και να κουνούν τα πόδια τους. Μέσα στο μικρό αυτό χώρο λέγανε πως χόρευαν, ενώ στην πραγματικότητα πατούσανε σταφύλια στη σταφυλοσκάφη.
Πάνω στο γλέντι και το χορό τα παλικάρια ρίχνανε γλυκές ματιές και τσατίζανε τις κοπέλες, για να πλέξουν τα ερωτικά τους αισθήματα. Οι κοπέλες που ανταποκρίνονταν στα αισθήματα των παλικαριών, κλέφτοντας τη ματιά της μάνας των, απαντούσαν με συγκαταβατικά νεύματα των ματιών και με ντροπαλά γλυκά χαμόγελα. Ντροπιασμένο το παλικάρι, που η άπιστη το τάγιζε κουκιά (απαντούσε στα νεύματα άλλου παλικαριού μπροστά του), άρχιζε τα σπασίματα και το χορό, αν υπήρχαν μουσικά όργανα, που δε σταματούσε να χορέψει και άλλος. Σε παλιά χρόνια στην περίπτωση αυτή, που το παλικάρι ήταν καλά νταλγκαδιασμένο, την αγαπούσε πραγματικά και το έπαιρνε κατάκαρδα, τραβούσε από τη μέση του το μαυρομάνικο και το κάρφωνε στη γάμπα του, παίρνοντας έτσι ανάλια (έτσι λέγανε το μαχαίρωμα αυτό). Την ανάλια αυτή μπορούσε να την πληρώσει με το σακάτεμα του ποδαριού του ή και με τη ζωή του, αν χτυπούσε πάνω σε φλέβα.
Την ώρα που τα παλικάρια χόρευαν με τη μουσική στο κουϊτούκι, οι κοπέλες, που τα παλικάρια τους δε βρίσκονταν εκεί, πήγαιναν στα παρασόκακα ή στις αυλές των γειτονικών σπιτιών κι άρχιζαν κι αυτές το χορό. Έτσι μάθαιναν να χορεύουν οι κοπέλες. Κι όταν έφτανε η μεγάλη ώρα της χαράς των, που ο γαμπρός θα τις σήκωνε να χορέψουν, ήταν όλες τους ξεφτέρια. Και χόρευαν καλύτερα από τα παλικάρια που χαιρόσουνα να τις βλέπεις και να τις καμαρώνεις.
Ήταν η ρομαντική εποχή που το παλικάρι λαχταρούσε και το θεωρούσε μεγάλο κατόρθωμα αν κατάφερνε να πάρει έστω και μια λέξη από το στόμα της κοπέλας του. Ήταν η πλατωνική εποχή, που τα ραβασάκια με τις ζωγραφισμένες καρδιές με το καρφωμένο βέλος πάνω τους πηγαινοέρχονταν από τους μικρούς ταχυδρόμους της γειτονιάς. Τα γράμματα άρχιζαν με το τραγούδι:

Γράμμα στα χέρια που θα πας,
στα χέρια που θα μείνεις,
τον πόνο της καρδούλας μου
καλά να τόνε κρίνεις.

Ακολουθούσαν κι άλλα τραγούδια, που φανέρωναν τον έρωτα και τέλειωναν πάλι με το τραγούδι και με πολλά αχ-βαχ.

Τελείωσα το γράμμα μου
και τώρα θα το κλείσω,
παρακαλώ την Παναγιά,
για να σε αποχτήσω.

Τα ραντεβού ως το 1935 ήταν σπάνια, δύσκολα και πολύ ακριβά. Δίνονταν κρυφά με χίλιες δυο προφυλάξεις, καρδιοχτύπια, και στα πεταχτά, με την προστασία του σκοταδιού και των φιλενάδων της κοπέλας που φύλαγαν τσίλιες. Σιγά σιγά και με τον καιρό έσπασαν οι μεγάλοι περιορισμοί που είχαν οι κοπέλες. Καθιερώθηκε το μίλημα, όπως το έλεγαν. Σαν νύχτωνε και αραίωναν τα σύρτα φέρτα μέσα στους μαχαλάδες, οι νέοι ξεκινούσαν δυο δυο ή τρεις τρεις, ανάλογα με τα αισθήματα, σε κάθε γειτονιά για το συνηθισμένο μέρος που είχαν ορίσει με την κοπέλα ο καθένας, για να τα πουν από κοντά και ο ένας απέναντι από τον άλλο.
Όταν μέστωνε καλά η ώρα, οι παρέες παίρναν πάλι βόλτα το χωριό, για να τραγουδήσουν ο καθένας το κορίτσι του κάτω από τα παναθύρια τους. Ο καλλίφωνος της παρέας θα τραβούσε τον αμανέ με το ανάλογο τραγούδι, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, ανάλογα με την περίπτωση. Όπου υπήρχε κρυφός έρωτας, που η κοπέλα δεν ήθελε να μαθευτεί, η παρέα σταματούσε στο τρίστρατο ή στη μέση του δρόμου, για να θολώσει τα νερά. Το πρωί όλη η γειτονιά αναρωτιόταν και προσπαθούσε, αν δεν μπορούσε να μάθει, τουλάχιστον να μαντέψει για ποια ήταν τα τραγούδια και ποιος ο γαμπρός.

Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.
Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.

Δεν έλειπαν και οι κανταδόροι με τα μαντολίνα, που τα χρόνια εκείνα ήταν της μόδας. Τις καντάδες τις φέρνανε από την Αθήνα οι φοιτητές και οι μαθητές από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Τις καντάδες τις τραγουδούσαν τα φραγκέλια, οι λιμοκοντόροι, όπως έλεγαν τους φοιτητές, τους μαθητές Γυμνασίου και τα δασκαλέλια. Με μια λέξη οι Αναγνωστηριακοί. Αυτοί λανσάρανε μέσα στο χωριό τις καντάδες. Όταν ακούγονταν καντάδες να τραγουδούν, ό,τι ώρα και να ήταν, μέρα ή νύχτα, κανείς δε ρωτούσε να μάθει ποιοι τραγουδούν, γιατί ήξεραν πως τις καντάδες τις τραγουδούσαν πάντα τα παιδιά του Αναγνωστηρίου. Τα τραγούδια τις νύχτες μέσα στο χωριό βαστούσαν κοντά στα μεσάνυχτα το χειμώνα και μέχρι τις αυγές, το καλοκαίρι. Γι’ αυτό, το γράψιμο και οι μηνύσεις από την αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας ήταν συνηθισμένα. Και η καταδίκη από τον ειρηνοδίκη σίγουρη τις περισσότερες φορές. Τα κάνανε όμως όλα χαλάλι για το χατίρι της μικρής που λέγει το τραγούδι.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος και η καλπάζουσα εξέλιξη σάρωσαν και άλλαξαν τα πάντα. Ύστερα από το 1945-46, που έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι, άλλαξαν και γύρισαν τα πράματα ανάποδα. Οι κοπέλες απόχτησαν μια σχετική ελευθερία. Μπορούσαν να βγαίνουν με τις παρέες τους και τις φιλενάδες τους βόλτα, χωρίς πίσω τους να ακολουθούν οι μητέρες τους. Από του Αγίου Δημητρίου ως της Αγίας Τριάδας οι κοπέλες βγαίνουν στο Καμπούδι. Περνώντας από τα καφενεία, το «Νέο κόσμο» του Μαρίνου Ζαφείρη, «Τα δώδεκα αδέρφια» του Στρατή Καρέτου (Ράρας), τη «Χαραυγή» του Ιγνάτη Γεωργαντή (Κουτσλιάς) πηγαινοέρχονται ως τα Κουρκουλούτσια. Κι όταν αρχίζει να νυχτώνει τραβούν για το Σταυρί, το Καζίνο. Έτσι το λέγανε ως το 1923, που, ένας Μυτιληνιός ενοικιαστής του, επειδή έχει το σχήμα βαποριού, του έδωσε το όνομα Φαμάκα, ενός από τα δυο αιγυπτιακά βαπόρια, που έκαναν τη γραμμή Χίου-Πειραιά. Από τότες μέχρι σήμερα πήρε και διατηρεί το όνομα αυτό.
Ύστερα από της Αγίας Τριάδας τα σύρτα φέρτα μεταφέρονταν στον κάτω δρόμο, στην είσοδο του χωριού. Οι κοπέλες με τις παρέες τους περνούν αγκαζέ από τα καφενεία του Βασίλη Γραμμέλη, όπου σήμερα το Αναγνωστήριο, του τότε Νίκου Βουλβούλη, σημερινό Γιάννη Δαγιέλη (Κατσαμπού), των αδελφών Στρατή, Γιάννη και Προκόπη Δουλαδέληδων και το δημοτικό κέντρο, την Τραγιάσκα, όπως το έλεγαν, επειδή έμοιαζε με τραγιάσκα, του τότε Γρηγόρη Χατζηραβδέλη, και κάνουν τον περίπατό τους μέχρι και πέρα από το κτίριο της παλιάς ηλεκτρομηχανής του Αλαμανέλη. Πίσω τους ακολουθούσαν τα παλικάρια. Χωρίς προφυλάξεις, χωρίς καρδιοχτύπια, χωρίς τον παραμικρό φόβο, ο ένας δίπλα στον άλλο λεν τους καημούς των. Παρακολουθούν τη μόδα, αρχίζοντας από το φουρό, πέρασαν στο μάξι και στη μίνι φούστα, φτάσανε στα παντελόνια και στα σορτς, λίγα βέβαια ακόμα. Πηγαίνουν στο σινεμά και στα κέντρα μόνες τους κι ακόμα δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη κι έθιμα.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

Η ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΑΛΛΟΤΕΣ

Οι κάτοικοι τότε νήστευαν όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όλο το Σαραντάμερο, τις νηστείες των Αγίων Αποστόλων, του Δεκαπενταυγούστου, του Σταυρού και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, υπήρχον όμως και πολλά φαγητά νηστίσιμα, «θαλασσινά» της Πύρρας εις σωρούς, ταραμάδες της Ρωσίας εκλεκτοί, μαύρο χαβιάρι στις βαρέλλες, γλώσσες παστωμένες, και ρόζα Σαχαλίνης.
Από την ημέραν του Ευαγγελισμού, ή από την Κυριακήν των Βαΐων, ερρίπτοντο πυροβολισμοί εις εκδήλωσιν χαράς δια το αναμενόμενον Πάσχα, χωρίς να επεμβαίνη η αστυνομία.
Την Μεγάλην Παρασκευήν Τούρκοι της Μικράς Ασίας έφερον προς πώλησιν κοπάδια αρνίων και εριφίων. Την ιδίαν ημέραν εκρεμάζετο ο σπαγκοραμμένος Βριγιός εις την Πλατείαν της Άνω Αγοράς, εκεί δε ευρίσκετο έως την Δευτερανάστασιν” (Στρατή Π. Κολαξιζέλη, Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου. Τεύχος τέταρτον. Μυτιλήνη 1950, σ. 404).

Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
Ο μπισκιτζής (πριονιστής) Γεώργιος Χατζηνικολάου, με τη σύζυγό του Μαριγώ, το γένος Τακιδέλη, με την κόρη του Καλλιόπη, σύζυγο Γεωργίου Κυπρίου και το Ριζαρείτη γιο του, μετέπειτα δάσκαλο, Γιάννη. Στο μέσον ο αδερφός του Παπααρτέμης, κατά κόσμον Αβραάμ, σεβάσμιος εξομολόγος της παλαιάς εποχής.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Π. Χατζηπαναγιώτης).
  • Κυριακή των Βαΐων (τ’ Βαγιού).

Βάγια βάγια του Βαγιώ
τρώνι ψάρια τσι κουλιό.

Εξαντλημένος ο κόσμος από τη σκληρή νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. Μια πρόχειρη ματιά όξω από τα ψαράδικα αρκεί να στο αποδείξει. Ουρά ο κόσμος να πάρουν κάνα κολιό, «σκουμπριγιά», ή ό,τι άλλο ψάρι βρουν, να φάνε λίγο, «να πιάσουν τον αφαλό τους», να κάνουν και το έθιμο.
Με την άλλη μέρα το πρωί, μόλις απολύσει η εκκλησία, τρέχουν οι γυναίκες με το βαγιόκλαδο στο χέρι για το σπίτι, να προλάβουν τις δουλειές τους. Στο δρόμο οι καθιερωμένες ευχές.
Τσι τ’ χρόν’, Μάριγω.
Τσι τ’ χρόν’, μουρή. Θιος βουλ(ι)κά α τα φέρν(ι).
Τρέχουν οι νοικοκυρές στο σπίτι, να βγάλουν τα ρούχα τους «τα σκουλιάτκα», να βάλουν την ποδιά, να ξύσουν τα ψάρια, ν’ ανάψουν τη φωτιά, να κάνει κάρβουνα, να τα ψήσουν, να τα περιχύσουν λαδολέμονο, να μοσχολοβήσει ο τόπος. Οι άντρες τραβούν στην αγορά, στον «κάμπο». Στο καφενείο θα πιουν τον καφέ τους, θα πουν τα πολιτικά τους, θα συζητήσουν χίλια δυο… Το βράδυ βγαίνει ο Νυμφίος. «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…» και σβήνουν τα φώτα στην εκκλησιά. Η Μ. Εβδομάδα μπήκε για καλά.

  • Μεγάλη Δευτέρα (Μιγάλ(ι) μαχαίρα).

Νηστεία αυστηρή στο σπίτι. Ούτε λάδι. Θα μεταλάβει ο κόσμος τη Μ. Πέμπτη και πρέπει να προετοιμαστεί. Προετοιμασίες γίνονται και στα σπίτια. Να πλυθούν τα ρούχα, να καθαριστεί λίγο το σπίτι για τη Λαμπρή που έρχεται.

  • Μεγάλη Τρίτη (Μιγάλ(ι) κρίσ’)

Οι προετοιμασίες στα σπίτια συνεχίζονται. Το βράδυ όλος ο κόσμος θα πάει πάλι στην εκκλησιά. Κι είναι μεγάλη η βραδιά. Θα πουν απόψε «τς Κασσιανής του τρουπάρ’» (Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπετούσα γυνή…). Και παρακολουθεί ο κόσμος μ’ ανοιχτό το στόμα το πασίγνωστο αυτό κι όμορφο τροπάρι.

  • Μεγάλη Τετάρτη (Χριστός ιπιάστσι)

Αναβρασμός στο χωριό και ιδιαίτερα στον παιδόκοσμο. Όσα δε μετάλαβαν στο σκολειό, θα μεταλάβουν αύριο, και πρέπει απόψε να φιλήσουν τα χέρια, να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους, να πάρουν καμιά καψούλα ή κανένα βαρελότο, για το Πάσχα. Τ’ απόγευμα θα παν στο ευχέλαιο. «Θα φτσιλιαστεί» ο κόσμος, για να μεταλάβει, κι όταν πάει στο σπίτι θα πλυθεί καλά, και τ’ απόνερα θα τα ρίξει κάπου παράμερα, να μην πατεί τα ευχέλαια.

  • Μεγάλη Πέμπτη (Κότσιν(ι) Πέμτ’)

Πολυάσχολη μέρα. Να σφαχτούν τ’ αρνιά, να βαφτούν τ’ αβγά, να γίνουν οι κουλούρες και τα κουλούρια. Μόλις μεταλάβει ο κόσμος, κατευθείαν στο σπίτι. Περιμένουν πολλές δουλειές. Τ’ αβγά βάφονται πολύχρωμα. Άλλα κόκκινα, άλλα πράσινα, κίτρινα, μπλε. Και τα ομορφότερα απ’ όλα τα πλουμιστά, με το λουλούδι. Κολλούν ένα φυλλαράκι πάνω, το δένουν με μια ψιλή γυναικεία κάλτσα και το ρίχνουν στην μπογιά. Βγάζοντας μετά την κάλτσα και το φυλλαράκι, μένει το πλουμί. Οι κοπέλες μαζεύουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα παιδιά γυροφέρνουν όξω από τα σπίτια, να πουλήσουν καμιά μπογιά, να βγάλουν τίποτε.
Μπουγιές για τ’ αβγάαα…, φωνάζουν. Το βράδυ, «τα δώδικα βγατζέλια», η Σταύρωση… «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

  • Μεγάλη Παρασκευή (Κλιάματα τσι δαρμοί)

Μέρα πένθους σήμερα. «Βάφουν» μαύρο τον αγέρα οι καμπάνες των εκκλησιών. Όλος ο κόσμος το πρωί στην εκκλησιά. Θα γίνει η αποκαθήλωση και ο ενταφιασμός του Κυρίου. Τα παιδιά όλη μέρα πάνω στο καμπαναριό σημαίνουν πένθιμα τις καμπάνες. Το μεσημέρι στο σπίτι φαγητό δεν έχει (Μιγάλ(ι) Παραστσιβγή σήμιρα). Το απόγευμα θα πάμε καμιά βόλτα και στην άλλη εκκλησιά να δούμε «ποιο πιτάφλιου είνι πιο όμουρφου». Συνάμα γυναίκες γύρω γύρω στα επιτάφια λένε το καταλόγι της Παναγιάς (τραγδούν του πιτάφλιου), να παρηγορήσουν τη Θεοτόκο. Το βράδυ η περιφορά των επιταφίων. Κοπέλες ψέλνουν τα εγκώμια (Ω γλυκύ μου έαρ…, μονοφωνεί η πλέον καλλίφωνη). Κατά τη συνάντηση της πομπής των επιταφίων και των δυο εκκλησιών στην αγορά γίνεται ο συναγωνισμός για το ποιος επιτάφιος θα σηκωθεί ψηλότερα απ’ αυτούς που τον κρατούν. Τέλος θα «γκζντουρήξιν τα πιτάφλια».

  • Μέγα Σάββατο (Ούλ(ι) γοι Βριγιοί στου θάνατου)

Μέρα χαράς πλέον σήμερα. «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…». Στην εκκλησιά σκορπιούνται βαγιόφυλλα. Κοινωνάει και σήμερα ο κόσμος. Ύστερα προετοιμασίες για το βραδινό αναστάσιμο τραπέζι. Βράζει τ’ αρνί στο «τζιτζιρέ» για να γίνει η βραδινή σούπα. Γεμίζουν τ’ αρνί, να ’ναι μισοέτοιμο για αύριο, που έχει πάλι «διφτιρανάστασ’ στν Αγια-Τριγιάδα». Οι εκκλησιές γιορτινοστολίζονται. Βγάλανε πια τα μαύρα.
Μεσάνυχτα χτυπά η καμπάνα για την Ανάσταση.

Σήκου, μουρή Μαργέλ(ι), θα ν’ ανιστήσιν.

Τίντα ’νι, μουρή, σήμανι τσιόλα.

Στην τσέπη τα σπίρτα και τ’ αβγά για ν’ αναστηθούν. «Άφραστον θαύμα», απόψε, χαρούμενα τα πρόσωπα όλων. Σβήνουν τα φώτα και «δεύτε λάβετε φως…». Ξαναφωτίζεται η εκκλησιά με φως αναστημένο. Κι ύστερα όλοι στην αυλή. Μπροστά στην εξέδρα για το «Χριστός ανέστη», και χαλάει ο κόσμος από τα βαρελότα, τις καψούλες, τις τράκες. Οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα. Γυρίζοντας στην εκκλησιά, οι πόρτες κλειστές. Πρέπει να βροντοφωνάξει ο παπάς το «άρατε πύλας…», για ν’ ανοιχτούν. Και θα γίνει η αναστάσιμη θεία λειτουργία, η ομορφότερη όλης της χρονιάς. Ο κόσμος θα κάτσει να πάρει την ευχή, να ευχηθεί το «Χριστός ανέστη», κι ύστερα γρήγορα στο σπίτι, με τη λαμπάδα και το φως στο χέρι. Στην είσοδο του σπιτιού θα κάνει ένα σταυρό με την κάπνα της λαμπάδας και ύστερα θα μπει. Θ’ ανάψει το καντήλι κι ύστερα η αχνιστή σούπα περιμένει για τ’ αναστάσιμο φαγοπότι.

  • Κυριακή του Πάσχα «Πανήγυρις πανηγύρεων»

Γέλια, χαρές, γιορτινοί στολισμοί. Σήμερα καλημέρα δεν υπάρχει. Μόνο «Χριστός ανέστη», «αληθώς ανέστη». Όλοι, μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες με τα «λαμπριγιάτκα» τους, ανεβαίνουν στην Αγια-Τριάδα για τη Δευτερανάσταση. Το απόγευμα γίνεται η Δευτερανάσταση στην κάτω εκκλησιά, στην Παναγιά. Θα πετάξουν και το ποτήρι. Όποιος το πιάσει μεγάλη χαρά γι’ αυτόν.
Κλείνοντας αναφέρουμε και κάτι από τα πιο παλιά χρόνια, για το οποίο κάνει λόγο και ο ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης. «Τ’ Διφτιρανάστασ’ κριμάζαν του Βριγιό στου πλάτανου τ’ απάνου κάμπου. Τσι μαζιβγόνταν τα παλκάρια, μι τα τσόχ(ι)να τα βρατσιά τσι μι τα τφέτσια τσ’ άμα ν’ ακούγαν του «Ξστος ανέστ’» τς Λαμπρής, λέγαν τσι του χουρατό»:
Ανάστα ου Θιός,
κρίνουν τη γη,
σήκου, Αμιρσούδα,
να φάμι του τυρί.

Καλή Ανάσταση λοιπόν. Σ’ όλους, όπου κι αν βρίσκονται. Χριστός ανέστη, σ’ όλης της γης τα πέρατα! Άρατε πύλας οι άρχοντες της γης, να μπει η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η αδελφοσύνη.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 33/1986