Η ΠΑΝΑΓΙΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΕΝΘΙΛΗΣ

Στα δεξιά του αμαξωτού δρόμου, που ανεβαίνει από το Σταυρί και κατευθύνεται προς το Σανατόριο, υπάρχει ένα παρακλάδι που οδηγεί στο ναΰδριο της Παναγιούδας της Πενθίλης. Σύμφωνα με αφήγηση του μακαρίτη σήμερα Χριστόφα Σταυρακέλη (πέθανε το 1988), ο οποίος είχε περιβόλι και ερχόταν συχνά σ’ αυτό, κάθε χρόνο, γύρω στα μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου, ανεξήγητη ευωδιά έβγαινε από το δάσος της περιοχής, το οποίο αποτελείται από πεύκα, βάτους και πουρνάρια… Κατά τον ιστορικό Στρατή Κολαξιζέλη, εκεί υπήρχε η Πενθίλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ως τις μέρες μας πολλά λείψανα, σκορπισμένα σ’ ολόκληρη την περιοχή. Μέσα στα περιβόλια έχουν βρεθεί κατά καιρούς παλαιά νομίσματα, τεμάχια από σπασμένα πιάτα, πιθάρια, κεραμίδια και άλλα πήλινα αντικείμενα περασμένων αιώνων. Καθώς μου διηγήθηκε ο Ιωάννης Βαρουτέλης (πέθανε το 1980), ο ομοχώριος Ευστράτιος Τινός, επίσης μακαρίτης σήμερα, βρήκε ένα «ταγάρι» γεμάτο χρυσό, πάνω από το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στη στροφή του δρόμου προς την Παναγιούδα της Πενθίλης, αριστερά, μέσα σε πουρνάρια… Ακόμη στην περιοχή αυτή βρέθηκαν ιερά αντικείμενα. Η αδερφή του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη Ανδρονίκη, σύζυγος Παναγιώτη Σκλεπάρη, ψάχνοντας προπολεμικά για χόρτα στην περιοχή, το μαχαίρι της συνάντησε αντίσταση… Έτσι ανάσυρε από τη γη ένα εικόνισμα μικρού μεγέθους, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αυτό το εικόνισμα δωρίστηκε από την οικογένεια του παπα-Νικόλα Παπουτσέλη στο Προσκύνημα της Παναγίας. Αφού καθαρίστηκε και συντηρήθηκε το 1938 από το Ρώσο τεχνικό Βασίλειο Ραχτσέβσκι, μπήκε σε πινακοθήκη, που είναι αναρτημένη στην τρίτη κολόνα δεξιά, καθώς μπαίνουμε στο Προσκύνημα της Παναγίας.

Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)
Αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι της Παναγιούδας στην Πενθίλη (8 Σεπτεμβρίου 1937).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Δημήτριος Καβαδάς)

Όταν χτιζόταν το νέο ξωκλήσι της Παναγίας της Πενθίλης το 1936, γιατί το παλιό είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει, οι εργάτες βρήκαν ανθρώπινους σκελετούς μεγάλων διαστάσεων! Τα οστά αυτά τα συγκέντρωσαν οι εργάτες και τα έβαλαν για ασφάλεια σε θυρίδες, στους τοίχους του νέου ναϋδρίου, ενώ θα έπρεπε να προσκληθούν ειδικοί επιστήμονες, για να τα μελετήσουν. Αυτό μου διηγήθηκε ο τότε εργαζόμενος Ευστράτιος Περγάμαλης (Κουκόνα).

Όταν ήταν αρχιερατικός επίτροπος ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Γ. Μυτιληναίος, οργανώθηκε γιορτή και από τότε κάθε χρόνο με πομπή μεταφερόταν στολισμένη η μεγάλη εικόνα της Παναγίας μέσα σε ανοιχτό αυτοκίνητο. Αφού τέλειωνε ο όρθρος στο ναό της Παναγίας, ξεκινούσε η πομπή με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Προπορεύονταν τα παιδιά, ντυμένα με ιερατικές στολές και κρατώντας εξαπτέρυγα, οι τέσσερις εφημέριοι του ιερού ναού της Παναγίας και ο διάκονος, ο οποίος σ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς θυμιάτιζε την ιερή εικόνα. Τα πρώτα χρόνια που καθιερώθηκε η γιορτή, στις 8 Σεπτεμβρίου, δρομολογούσαν και λεωφορείο το οποίο μετέφερε προσκυνητές από το Σταυρί. Σήμερα η γιορτή αυτή έχει ατονήσει. Μεταφέρεται βέβαια άλλη εικόνα της Παναγίας, τελείται λειτουργία και μεταφέρεται ξανά η εικόνα στο ναό με κωδωνουκρουσίες…

Διατηρώ ιερές αναμνήσεις από τη γραφική τοποθεσία της Πενθίλης, γιατί σε νεαρή ηλικία υπήρξα μέλος της «Χριστιανικής Αδελφότητας η Θεοτόκος», την οποία είχε ιδρύσει ο τότε εφημέριος του ιερού Προσκυνήματος ριζαρείτης οικονόμος Παναγιώτης Στόικος. Απαρτιζόταν από 150 μέλη και είχε καταστατικό, εγκεκριμένο από το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, καθώς και σφραγίδα που έγραφε γύρω γύρω «Χριστιανική Αδελφότης Αγιάσου, η Θεοτόκος», με χρονολογία 1932 και με σταυρό στο κέντρο. Επίσης υπήρχε δανειστική βιβλιοθήκη για τα μέλη της. Ποιος έχει σήμερα τη σφραγίδα, το καταστατικό και τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αδελφότητας, δε γνωρίζω. Κάθε Κυριακή και Τετάρτη απόγευμα γινόταν ομιλία από τον πρόεδρο ιερέα Παναγιώτη Στόικο. Έκτακτα όμως μιλούσαν στα μέλη της Αδελφότητας και οι ιεροκήρυκες που έρχονταν στον ιερό ναό της Παναγίας. Οι ιεροκήρυκες αυτοί ήταν ο Ιωάννης Καψιμάλης και ο Χριστόδουλος Παπαγιάννης. Η επέτειος της Αδελφότητας γιορταζόταν τη μέρα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ολα τα μέλη της Αδελφότητας ξεκινούσαμε από τον Απέσο και περπατώντας ανεβαίναμε στο ξωκλήσι της Παναγίας. Στη γιορτή αυτή συμμετείχε και ο οργανωμένος σύλλογος οργανοπαικτών Αγιάσου.

Εκφράζουμε την ευχή ν’ αναβιώσει η ωραία αυτή γιορτή, όπως καθιερώθηκε προπολεμικά από τον τότε αρχιερατικό επίτροπο Εμμανουήλ Μυτιληναίο…

ΑΓΙΑΣΙΩΝΙΤΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΑΛΛΟΥΓΥΡΙΔΑ ΤΣΙ ΚΑΜΤΣΙ

Εσείς την ξέρετε με το όνομα σβούρα, γιατί, καθώς γυρίζει με ταχύτητα, ένα διαρκές σβου, ου, ακούγεται, που της έδωσε και το ηχοποίητο όνομά της. Και ποιο παιδί δεν έχει παίξει με το περίεργο αυτό κατασκεύασμα, που καρφώνεται με τη μύτη στο χώμα και περιστρέφεται σαν τρελό, όταν του δώσεις την κατάλληλη κίνηση με ένα κομμάτι σπάγγο, που με επιδεξιότητα τυλίγεται γύρω του.

Η δική μας όμως εφευρετικότητα, την οποία υπαγόρευε η ανάγκη προσαρμογής του παιχνιδιού στα δεδομένα της Αγιάσου, του άλλαξε λίγο τη μορφή, τη χρήση και τελικά και το όνομα, που δε μας ικανοποιούσε πια. Ας γίνω λίγο πιο σαφής, για να δείτε με λεπτομέρεια όλα τα στάδια της προσαρμογής και του ξαναβαφτίσματος. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να εξασφαλίσουμε τη μισή δραχμή, που χρειαζόταν για την αγορά της σβούρας από το «Κουρβανέλ» και σας βεβαιώνω ότι αυτό δεν ήταν πάντα και πολύ εύκολο. Ευτυχώς που μερικοί άνθρωποι είχαν την… καλή συνήθεια να πεθαίνουν και την εποχή εκείνη (όπως πάντα) και έτσι εμείς τα πιτσιρίκια τρέχαμε σαν τρελοί να προλάβουμε να «φουρέσουμι» (να βάλουμε δηλ. στην κηδεία τα ειδικά άμφια και να σηκώσουμε τα εξαπτέρυγα), για να μας δώσουν, εκτός από τα κόλλυβα, και καμιά δραχμή ή και ολόκληρο δίδραχμο σ’ αυτόν που σήκωνε το σταυρό), για τον κόπο μας. Πώς λέει το ευαγγέλιο «με τον ιδρώτα του προσώπου σου να κερδίζεις την επιούσια… σβούρα σου». «Αμ’ έπος, αμ’ έργον» λοιπόν.

Μετά την αγορά της σβούρας άρχιζε η… χειρουργική επέμβαση. Με ένα «καρδουψάλ’δου» (μια τανάλια δηλαδή) της βγάζαμε τη σιδερένια μύτη και στη θέση της καρφώναμε ένα καρφί με πλατύ ημισφαιρικό κεφάλι, από αυτά που καρφώναμε στις σόλες, στις αρβύλες μας, για να μη λιώνουν εύκολα.

Τώρα η σβούρα μας ήταν έτοιμη να ξαναβαφτιστεί και το όνομα αυτής «αλλουγυρίδα»!! Όνομα και πράμα δηλαδή, γιατί μετά τη χειρουργική επέμβαση, όταν άρχιζε η περιστροφή της (και θα δείτε πώς) η αλλουγυρίδα μας δεν έμενε σταθερή σε ένα μέρος, αλλά στριφογύριζε αλλού κι αλλού (αλλουγυρίδα) σαν παλαβή. Ίσως βέβαια το έκανε αυτό, για να αποφύγει τα χτυπήματά μας, όπως το αφηνιασμένο άλογο αποφεύγει το καμουτσίκι.

Θα μου πείτε τι σχέση έχει η σβούρα (συγνώμην η αλλουγυρίδα ήθελα να πω) με το καμουτσίκι. Εμ δεν τα είπαμε όλα ακόμα. Δε σας είπα από την αρχή ότι η εφευρετικότητά μας έκανε πάντα το θάμα της; Γιατί νομίζετε κάναμε όλη την προηγούμενη χειρουργική επέμβαση με κίνδυνο να μας… πεθάνει ο ασθενής; Έπρεπε να του αλλάξουμε τα πόδια, για να μπορεί να στριφογυρίζει στο μοναδικό επίπεδο μαρμαροστρωμένο χώρο που διαθέταμε, δηλαδή το προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας. (Για μας ο χώρος αυτός ήταν ιερότερος και από το ιερό της εκκλησίας, γιατί με την απλοχωριά του μας γέμιζε τις ατελείωτες ώρες του παιχνιδιού. Αν έλειπε και το «Κουμλέλ’» ο καντηλανάφτης, τόσο πιο καλά θα ήταν τα πράγματα, αλλά ο άτιμος ήταν εφτάψυχος και σαββατογεννημένος και δεν τον έπιαναν οι κατάρες μας).

Το «μαστίγωμα» της σβούρας... (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «μαστίγωμα» της σβούρας… (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Στο παιχνίδι μας τώρα. Με μια επιδέξια κίνηση των δακτύλων δίναμε την πρώτη περιστροφική κίνηση στην αλλουγυρίδα μας και μετά με ένα απότομο και δυνατό χτύπημα με το «καμτσί» που είχαμε ετοιμάσει (ένα κανονικό καμουτσίκι, για άλογα δηλαδή) την κάναμε να στριφογυρίζει με δύναμη αλλού κι αλλού σαν αλλοπαρμένη. Και μόλις πήγαινε να ηρεμήσει λίγο, δώσ’ του καινούρια «καμτσικιά» στα πλευρά και δώσ’ του να συνεχίζει το αφηνιασμένο στριφογύρισμα σαν εκστασιασμένος δερβίσης του τούρκικου στρατού.

Και θα μας έβρισκε το βράδυ κάποια ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, ξεθεωμένους από το τρέξιμο και τις αλύπητες καμτσικιές, εκτός κι αν προλάβαινε το «Κουμλέλ’» και μας μετέτρεπε εμάς τώρα σε τρελές από το τρέξιμο «αλλουγυρίδες», καθώς θα μας κυνήγαγε με κάποιο αυτοσχέδιο «καμτσί». Εμείς πάντως ήμαστε ευτυχισμένοι (αχ αυτή η ανέμελη παιδική ηλικία!!), γιατί εκτός από όλα τα άλλα είχαμε γίνει και εντελώς ανέξοδα «νονοί» (όχι βέβαια της νύχτας) αλλά της σβούρας, που την ξαναβαφτίσαμε και μάλιστα τόσο πετυχημένα «αλλουγυρίδα». Άξιοι νονοί δε νομίζετε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Η κοπέλα της Λέσβου, ως που να φθάση σε ηλικία που έπρεπε ν’ αρβωνιαστή κι ακόμα πέρα, άλλο δεν έκαμε παρά να υφαίνει η ίδια τα προικιά της. Όλοι οι γάμοι της παληότερης εποχής ήσαν «συνοικέσια». Ο έρωτας έπαιζε πολύ δεύτερο ρόλο. Με δυο λόγια η κοπέλα δεν είχε λόγο στην εκλογή. Ας σημειωθή ακόμα πως μόλις αρραβωνιαζότανε η κόρη έπαυε να βγαίνη έξω, εξόν με τα πεθερικά της ή με τον μνηστήρα της, αλλά και πάλι συνοδεία πεθερικών. Πολύ συνηθισμένο ήταν να γίνονται αρραβώνες με πρόσωπα που έλειπαν και η κόρη δε γνώριζε καθόλου τον αρραβωνιαστικό.

Κάποτε ο αρραβωνιαστικός φθάνει και μπαίνει στο σπίτι θριαμβευτικά…. Το δημοτικό τραγούδι της Λέσβου βάζη στο στόμα της αρραβωνιασμένης τα παρακάτω:

Διαμάντι δαχτυλίδι

στου χέρι μ’ έβαλι

κ’ εξήντα μαχμουντιέδις

μπρουστά μου έρριξη,

και τρία φουστανάκια

ευθύς μου έκοψη

του ένα συρματένιου

του άλλου σιριτί

τσι τ’ άλλου ώ νουνέ μου

από χρυσό κλαδί.

Ακόμα και σήμερα στα χωριά της Γέρας τουλάχιστον διατηρούνται λιγοστά από τα έθιμα. Τα παληά όμως εκείνα ήσαν γραφικά, άφθαστα, σε μια ψυχική διάθεση που χαρακτήριζε το επίσημο γεγονός των παληών συνοικεσίων.

Ένα παλιό λαϊκό επίσης τραγούδι σατιρίζει το έθιμο που δε γνωριζώντουσαν συνήθως οι αρραβωνιασμένοι που άφευκτα έπρεπε και νά παντρευτούν. Το χώρισμα ήταν καταστροφή σωστή. Να το σατυρικό πνεύμα του λαού.

Mι πατρέψαν οι γουνιοί μου

δίχους νάχουν τη βουλή μου

τσι μι δόσαν μια γυναίκα

αψηλή σα κιρκινέκα

Tσι μι δόσαν έν’ αμπέλ’

vα χουρεί λαγός να μπαίν.

ΝΕΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΣ, 01-12-1951

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ

Α. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

… Χριστούγεννα! Η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης! Όμορφη, νοσταλγική. Ολονών η καρδιά χτυπά τούτες τις μέρες κάπως διαφορετικά. Νιες και νιοι, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, όλοι αισθάνονται αλλιώτικα. Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθείς, στην πιο απόμερη γωνιά της ελληνικής γης κι αν σταματήσεις, αυτές τις μέρες κάτι διαφορετικό θα δεις να γίνεται. Κάτι που σε παίρνει από τη μονοτονία της καθημερινότητας και σε πάει σε κόσμους άλλους. Κάτι που σε ξανακάνει παιδί, σε γεμίζει νοσταλγία και αγάπη, σου ανοίγει την καρδιά διάπλατα, την κάνει πιο τρυφερή. Κάτι το μεγάλο!…

Είναι λοιπόν δυνατόν να μη χτυπήσουν και στην Αγιάσο τούτες οι μέρες κάποια άλλη νότα; Στην Αγιάσο τη σπινθηροβόλα, την πνευματική, την όμορφη, την εφευρέτρα; Η Αγιάσος η θρησκευτική δε θα ενσωματωθεί με τις μέρες αυτές, για να τις γιορτάσει με όλο της το είναι; Όμορφα και ζεστά έθιμα! Ρομαντικά, νοσταλγικά! Πρόσωπα χαρούμενα! Καρδιές γελαστές. Μερακλίδικες προετοιμασίες….

Παραμονές Χριστουγέννων! Όλοι σε αναβρασμό. Μικροί και μεγάλοι. Μοσκομυρίζονται και καθαρίζονται τα σπίτια. Συγχαίρονται κι αυτά, μαζί με τους νοικοκύρηδές τους, τις γιορτές αυτές τις μεγάλες. Αγοράζονται, από τα μπακάλικα, τα υλικά για τα γλυκά που θα φτιάξει κάθε σπίτι και όλα τα απαραίτητα, για το γιορτινό φαγοπότι.

Ρούχα και παπούτσια, σε πρώτη γραμμή. Και φτάνουμε στο κυριότερο. Στο κρεατικό. Νήστευε ο κόσμος τότες και το περίμενε πώς και πώς! Παραμονές Χριστουγέννων, σφαζόντουσαν πολλά ντόπια γουρούνια, για το κρέας της φαμελιάς. Απ’ αυτό παστώνανε το λαρδί (χοιρινό) σε ξύλινα βαρέλια. Τούτο το είχανε για αργότερα, που τρώγεται ψημένο ή και ωμό και είναι ένας θαυμάσιος μεζές. Επίσης γεμίζανε και μακριά, μοσκομυριστά λουκάνικα.

Παραμονή Χριστουγέννων και η οικογένεια όλη ετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή. Τα ζεστά μελωμένα φνίτσια, τα πασπαλισμένα με ψιλοκομμένο καρύδι, και με την καρυδοπαπούδα, στο μέσον, μοσκοβολούν στο αρμάρι. Τα ρούχα, σιδερωμένα και κολαρισμένα, περιμένουν στην κρεμάστρα το ξημέρωμα. Τα παπούτσια, καλογυαλισμένα, αστραποβολούν. Απόψε, θα κοιμηθούν νωρίς, γιατί με την αύριο θα ξυπνήσουν χαράματα, για να παν στην εκκλησιά. Κάλαντα τούτες τις μέρες, παλιά δε λέγανε, ούτε την Πρωτοχρονιά. Τα ‘λεγαν μόνο την παραμονή των Φώτων.

Β. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Παραμονές Πρωτοχρονιάς και δε θα βρεις Αγιασώτισσα, που να μην είναι ανασκουμπωμένη μέχρι τους αγκώνες, και γεμάτα ζύμες τα χέρια της. Φτιάχνουν τις βασιλόπιτες και βιάζονται να τις παν στο φούρνο, που κι αυτός δουλεύει τώρα ασταμάτητα. Τις βασιλόπιτες παλιότερα τις κάνανε όλοι σχεδόν « αλπανάβατις », με τα φύλλα. Αυτές γίνονται από φύλλα ζύμης, που άνοιγαν με την ματσόβεργα πάνω στο σοφρά. Τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο και ανάμεσά τους μπόλικη κανέλα και άλλα μπαχαρικά, και βέβαια ζάχαρη.

Τα τελευταία χρόνια όμως, όλο και χάνει έδαφος η παραδοσιακή αυτή λιχουδιά, λόγω του ότι είναι δύσκολη λίγο στο φτιάξιμό της (ποιός ανοίγει φύλλο σήμερα;) και γιατί είναι κάπως βαρυστόμαχη. Τη θέση της πήρε σήμερα η «ανιβατή», που κάνουμε με προζύμι και που ‘ναι, όπως αυτή που συνηθίζεται στις μέρες μας.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς επίσης θα πάρουν και το «αμίλητο νερό». Θα τρέξουν οι νιες σε μια βρύση έξω (στου Ηλιογραμμένου, στου Μπαχτσέ και αλλού) και θα γεμίσουν το κουμάρι τους νερό, χωρίς όμως να βγάλουν μιλιά στο δρόμο. Χρειάζεται κι αυτό για το ποδαρικό.

Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς και γέμιζαν τ’ Αγιασώτικα σοκάκια με φωνές παιδικές: «Πουδαρκό μι τουν Άγιου Βασίλ’». Να πώς μας το λέει η Ειρήνη Καμπούρη το ποδαρικό. «Ανήμερα τ’ Αγιού Βασλιού, ταχτέρ ταχτέρ, τα μουρά παίρνιν απ’ τις ακκλησιές ένα ακόνισμα τσι γυρίζιν στα σπίτια τσι φουνάζιν: «Πουδαρκό για τουν Άγιου Βασίλ’». Οι νκουτσαράδις ανοίγιν τ’ πόρτα τσι παίρνιν τουν Άγιου μέσα, τουν θυμιάζιν τσι κάνιν του πουδαρκό.Ύστιρα δίνιν τουν Άγιου πίσου στα μουρά μαζί μι του μπαξίσ’ μια δικάρα γή ένα φνίτσ’. Έφτη τ’ μέρα έ το’ χιν σι καλό να παν να χιριτούν στα σπίτια, γιατί πήγι τ’ ακόνισμα τσ’ έκανιντουν του χιριτσμό. Τα.παλκάρια κόβγιν βόλτις στα σουκάτσια τσι γνέφτιν πι καρσί τς αγαπτσέσντουν. Τσι τα κάλαντα, όξου απ’ τ’ πόρτα λέγασιντα τα μουρά. Γιου νκουτσύρς έρχτι του μπαξίσ’ απ’ του παναθύρ’, για να μη μπαίνιν μέσα στου σπίτ’ οι καλαντστάδις τσι βλέπιν τ’ γιαβουκλού».

Επίσης ο Στρατής Κολαξιλέλης μας λέει: «Το ποδαρικό για τον καινούργιο χρόνο γινόταν από μικρά παιδιά, τα οποία, επειδή δεν έχουν αμαρτίες, φέρνουν καλοτυχιά. Με τη φράση «γεια χαρά, τσ’ Άγιους Βασίλς, καλουχρουνιά να δώσ’ ου Θιος», τα παιδιά ράντιζαν τα δωμάτια με νερό και σπούσαν καταγής το κουμάρι κι ένα ρόδι, λέγοντας «όπως είναι το ρόδι γεμάτο, έτσι να είναι και του νοικοκύρη το σπίτι απ’ όλα τα αγαθά».

Τα κάλαντα τα έλεγαν μόνο την παραμονή των Φώτων.

Επειδή από την Καμάδα των ελιών (1850) δε γινόντανε επισκέψεις, οι ευχές για τον καινούργιο χρόνο, λεγόντανε μεταξύ των γυναικών στις εκκλησίες, μεταξύ δε των ανδρών στα καφενεία.

Τσι τ’ χρόν, Μάριελ’. Καλή Χρουνιά.

Φχαριστώ, μουρ’ Άμιρσέλ’. Καλουχρουνιά ας δώσ’ ου Θιός.

Γ. ΦΩΤΑ

Τα Φώτα είναι η τελευταία από τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου. Μ’ αυτή κλείνουν οι μέρες αυτές (είναι βέβαια και η γιορτή του Άι-Γιάννη, στις 7 του Γενάρη) και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Στις εκκλησίες γίνεται, παραμονή κι ανήμερα, ο Μεγάλος Αγιασμός. Ο κόσμος με τα μπουκάλια στα χέρια θα τρέξει να πάρει τον Αγιασμό. Τον αγιασμό της παραμονής, τον θέλει για τα σπίτια και τα χωράφια. Τον αγιασμό της κυρίως ημέρας τον πίνουνε, αφού βέβαια νηστέψουν την Παραμονή όλη μέρα. Την παραμονή επίσης θα γυρίσει κι ο παπάς ένα-ένα τα σπίτια, και θα τ’ αγιάσει.

Η παραμονή των Φώτων είναι και η μέρα των καλάντων. Από νωρίς προετοιμάζονται τα παιδιά, βρίσκουν τις παρέες τους, ακονίζουν το λαιμό τους και περιμένουν, ώρα με την ώρα, να βραδιάσει, να πάρουν σβάρνα τα σπίτια. Μ ένα καλάθι στο χέρι γυρνάνε από πόρτα σε πόρτα, λένε τα κάλαντα και περιμένουν στο τέλος στην πόρτα για το φιλοδώρημα. Άλλοι ρίχνουν στο καλάθι πορτοκάλια, μανταρίνια, σύκα, καρύδια, φνίτσια, κι άλλοι, οι πιο κουβαρντάδες, δίνουν και λεφτά. Στο τέλος θα κάτσει όλη η παρέα να μοιράσει ό,τι μάζεψε. Σήμερα το καλάθι πια δε φέρνει γύρα τους δρόμους. Τα παιδιά το μπαξίσι τους το παίρνουν μόνο σε λεφτά. Κάλαντα λέγαν και τα παλικάρια. Πήγαιναν στο σπίτι, όπου έμενε η γιαβουκλού τους και για να την καλαντήσουν, αλλά και για να ανταλλάξουν καμιά ματιά.

– Α τα πούμι;

– Άιντι ρε πέτι τα!

Άρχισι, γλώσσαμ, άρχισι,

άρχισι μη φουβάσι

τσι τα τραγούδια που θα πεις –

καλά να τα θυμάσι.

 

Σ’ τούτα τα σπίτια που ‘ρταμε

τα ψηλουκαμουμένα,

άγγελοι τα ζουγράφισαν

μι διαμαντένια πένα.

 

Σ’ τούτα τα σπίτια που ‘ρταμι

πέτρα να μη ραγίσει

κι ου νοικοκύρης του σπιτιού

χίλια χρόνια να ζήσει.

 

Αφέντημ, είσι άξιους,

είσι τσι τιμημένους

τσ’ απ’ όλους μες στη γειτουνιά

ισύ ‘σι ξακουσμένους.

 

Εσένα πρέπ’, αφέντη μου,

καράβι ν’ αρματώσεις

τσι τα κουπιά του καραβιού

να τα μαλαματώσεις.

 

Σήκου, κυράμ, να στουλιστείς

να πας ταχιά στα Φώτα,

που θα βαφτίσιν του Χριστό

τσ’ είνι μιγάλη δόξα.

 

Σήκου, κυράμ, να στουλιστείς,

να πας στην εκκλησιά σου,

άσπρα ζουμπούλια πέφτουνι

απ’ την περπατηξιά σου.

 

Την κόρη σου τη μοναχή

μην την παντρέψς ακόμα,

γιατί θα στείλιν προυξινιά

από τη Βαβυλώνα.

 

Είπαμι τσ’ απουείπαμι,

ας πούμε τσι του χρόνου.

Του χρόνου τσι τ’ αντίχρονου

να’μαστε ινουμένοι…

 

Φέρ’ μας πανέρια κάστανα,

πανέρια πουρτουκάλια,

φέρ’ μας τσ’ ένα γλυκό κρασί

να πιουν τα καλαντάρια.

Άιντι τσι τ’ χρόν’!

Ου Θιος α δώσ’!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 44/1988