Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Αναρίθμητοι είναι αυτοί που έχουν γράψει για την Αγιάσο και για το προσκύνημά της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ηλίας Βενέζης, που τόσο αγάπησε το νησί μας και που τόσο δέθηκε μαζί του. Το γλαφυρό σχετικό κείμενο του κρίναμε σκόπιμο, ευκαιριακά, να το αναδημοσιεύσουμε από το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό της Μητρόπολης Μυτιλήνης «Ο Ποιμήν» (έτος ΚΑ \ Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1959, αριθ. 8-9, σσ. 277-281). Οφείλουμε να σημειώσουμε ενημερωτικά ότι τηρήσαμε την ορθογραφία της δημοσίευσης και ότι προσθέσαμε φωτογραφίες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Σήμερα θα πάμε στη Λέσβο. Όχι για να γνωρίσουμε την πόλι της Μυτιλήνης ή το νησί ολόκληρο. Αλλά για να επισκεφθούμε ένα μονάχα μέρος του, μια μικρή πολιτεία ξακουστή σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο και στα παράλια της Μικρασίας: στην Αγιάσο. Είνε στην καρδιά του νησιού κάτω από τον λεσβιακόν Όλυμπο. Και είνε το λίκνο του θαύματος. Εκεί είνε το προσκύνημα της Παναγίας του Λουκά, που επί γενεές γενεών του Αιγαιοπελαγίτικου και του Μικρασιατικού Ελληνισμού εστάθηκε η παραμυθία και η ελπίδα.

Στεφανωμένη απ’ τον Όλυμπο, κυκλωμένη απ’ τα δάση με τις ελιές και με τις καστανιές, πνιγμένη στην πρασινάδα και στα νερά, η Αγιάσος είνε ένα μέρος μαγευτικό. Κι οι Αγιασιώτες κι οι Αγιασιώτισσες είνε ένας τόνος μοναδικός σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο. Από τα παλαιότερα χρόνια, όταν η ζωή των χωριών ήταν πολύ περιωρισμένη, στην Αγιάσο υπήρχε ένας αέρας ελευθερίας ανάμεσα στους νέους και στις νέες, ένας αέρας κεφιού και χαράς, ένας τόνος αριστοφανικός, χωρίς ψεύτικες σεμνοτυφίες. Οι νέες φορούσαν μεταξωτά σαλβάρια, χρωματιστά, το ένα πάνω στ’ άλλο, στολίζονταν με γαρούφαλα και με λουλούδια, τα παλληκάρια του χωριού ντύνονταν τις βράκες τους. Τώρα, όσο πάει λιγοστεύουν οι γυναίκες που φορούν σαλβάρια και τα παλληκάρια ντύνονται «φράγκικα». Αλλά ο αέρας πνέει πάντα ο ίδιος πάνω στα πρόσωπα της Αγιάσου.

Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα...
Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα…

Η μεγάλη εκκλησία της, η περιώνυμη, είνε το «κατοικητήριον» της αρχαίας εικόνος της Παναγίας της λεγομένης «του Λουκά». Αυτήν την εικόνα λένε τα χρονικά πως την είχε φέρει απ’ την Ιερουσαλήμ ο ιερεύς Αγάθων ο Εφέσιος στον καιρό των εικονομάχων, τότε που ήταν εξόριστη στη Λέσβο η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Είχε την επιγραφή: «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών». Ο καλός γέροντας διδάσκαλος της Αγιάσου, ο Στρατής Κολαξιζέλλης, που έγραψε σε τεύχη πολλά, με πίστι και αφοσίωσι στον τόπο του συγκινητική, τον «θρύλον και την ιστορίαν της Αγιάσου», γράφει πως από την Αγίαν Σιών, συντομώτερα την Αγία-σων, και με μια λέξι και ένα τόνο την Αγίασον, έγινε η Αγιάσος.

Με τα χρόνια που περνούσαν, με τους αιώνες των κατατρεγμών του Γένους, η Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου ξαπλώνει ολοένα στους αιγαιοπελαγίτικους πληθυσμούς την παραμυθίαν της. «Η εκκλησία της Παναγίας εις τα χρόνια των δεινών εξεδήλωσε το πένθος αυτής δια την υποδούλωσιν, επιχρίσασα την εικόνα της Παναγίας με ασπράδια αυγών αναμεμιγμένα με την στάκτην των κηρίων. Ξεκρέμασε και το σήμαντρον, δια να μη ερεθίζη με τον ήχον του τα νεύρα των τυχόν διερχομένων Τούρκων. Δια να κάνη δε το προσκλητήριον των καλογήρων, των μαθητών του σχολείου και των λαϊκών κατοίκων, διώρισε ένα υπάλληλον, τον κράχτην, ο οποίος περνών από τα κελλία και τις οικίες κτυπούσε τις θύρες λέγων: «Ορίστε εις την Εκκλησίαν!».

Εκεί, σ’ αυτήν την εκκλησία, ήταν το «κρυφό σχολειό», όπου οι λόγιοι καλόγεροι βεβαίωναν τα παιδιά, «με ύφος προφητών», ότι θα έρθη το πλήρωμα του χρόνου. Εκεί ήταν ο ξενώνας των ταξιδιωτών και των προσκυνητών, το νοσοκομείο των αρρώστων, το ψυχιατρείο των ψυχοπαθών.

Είχα μάθει κι εγώ να την ακούω, παιδί, εκεί στα παράλια της Μικρασίας, που ζούσαμε, την Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου, την Παναγία της Αγιάσου. Όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής την ήξεραν και την προσκυνούσαν. Όπως η Παναγία της Τήνου στην άλλη άκρη του Αιγαίου, η Παναγία της Αγιάσου σ’ ετούτα τα νερά, τα κοντινά στην Τουρκία, επώπτευε τα πάντα: Τις καρδιές των ανθρώπων, την ελπίδα και την χίμαιρα. Όλοι στην Αιολική γη, στις πιο κρυφές τους ώρες, στη χαρά και στον κίνδυνο, καταφεύγανε σ’ εκείνη και της ζητούσανε, πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε την ελπίδα, πότε τη δύναμι της καρτερίας, πότε τη βοήθεια.

Εκεί, στα μέρη της Ανατολής, ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία στο πρόσωπο του Τούρκου ήταν πάντα ασίγαστος. Οι αλύτρωτοι Έλληνες εκεί, έπρεπε να μελετούν πάντα στα κρυφά τ’ όνομα της Ελλάδας και να κρύβουνε πίσω απ’ τα εικονίσματα τα μαυρισμένα απ’ τον καιρό, τα λαχεία του Εθνικού Στόλου, που δίνανε στα βασιλικά καράβια βοήθεια. Οι μαννάδες, οι αρραβωνιαστικές, οι γερόντοι, τα παλληκάρια – όλα σ’ όλες τις δύσκολες ώρες τους τ’ αποθέτανε στα πόδια της Παναγίας της Αγιάσου. Ως και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού την Παναγία της Αγιάσου είχανε προστάτισσά τους. Κάνανε το κοντραμπάντο των όπλων, του καπνού, κινδυνεύοντας να χτυπηθούνε κάθε στιγμή με τον Τούρκο, για κέρδος. Όμως τότε οι καιροί ήταν άλλοι, υπήρχε μια αγνότητα, ακόμα και στους κοντραμπατζήδες. Κι αυτοί πίσω από τα όπλα και τον καπνό – το λαθρεμπόριο τους – βλέπανε την Ελλάδα. Και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού και των Μοσχονησιών, όταν τα πράματα τούς έρχονταν ζόρικα, γυρίζανε τα μάτια τους καταπάνω στον Όλυμπο, στο γυμνό βράχο τον ψηλότερο του νησιού, και ξέροντας πως η Παναγία ξαγρυπνά κάτω απ’ τον βράχο, μες στα χρυσά της χρώματα, την παρακαλούσανε να τους παρασταθή.

Και η Παναγία της Αγιάσου σπάνια αρνιότανε τη χάρι της. Όλες οι ψυχές σ’ ετούτα τα μέρη, τα θαλασσινά και ταραγμένα, της χρωστούσανε. Και ο άνθρωπος μπορεί να ξεχνά το χρέος του στον άνθρωπο, όμως ποτέ το χρέος στο Θεό. Γι’ αυτό είχε πάντα να λέη στον πλαϊνό του, στα παιδιά του, στα εγγόνια του, για τη χάρι της, που ξαγρυπνούσε εκεί στην Αγιάσο, κοντά στα δάση με τις καστανιές, κοντά στις βρακούσες τις Αγιασιώτισσες, μες στα πλατάνια και στη βουή των νερών.

Έτσι έμαθα κι’ εγώ, στα παιδικά μου χρόνια, για την Παναγία της Αγιάσου. Όταν ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο, πάνω στη Λέσβο, και στα παράλια της Μικρασίας, οι γυναίκες, οι γερόντισσες κι οι κοπέλλες ντύνονταν για χάρι της στα μαύρα. Κι όλοι κι όλες το ονειρεύονταν: πότε να αξιωθούνε να περάσουνε τη θάλασσα, κι από κει πέρα να πάνε πεζή όλο το δρόμο, να βρίσκωνται στην Αγιάσο την παραμονή της Παναγίας, κι εκεί να ξενυχτήσουνε, με την προσευχή και στο θυμίαμα, ικετεύοντας.

Πέρασαν από τότε, από κείνα τα παιδικά χρόνια μας, πολλά. Και σχεδόν όλα αλλάξανε: αλλάξανε οι πατρίδες μας, η γη μας, το αίσθημά μας, ο τρόπος που δεχόμαστε τη φιλία, την ευτυχία και το θάνατο, ο ρυθμός που σκοτώνουμε μέσα μας τη γαλήνη της καλής πράξεως που ήταν αποκούμπι των πατέρων μας. Όλα γινήκαν δύσκολα, όλοι βιάζονταν να φτάσουν όπου είνε να φτάσουν, το καλό και το κακό άρχισαν να μη ξεχωρίζουν καθαρά, να μη έχη περίγραμμα ο χαρακτήρας και η συνείδησι. Συχνά ωστόσο ανακαλύπτουμε πως κάτι μένει καθαρό, αναλλοίωτο.

Θα σας περιγράψω τώρα μιαν εικόνα της θεωρίας των πιστών που οδεύουν, παραμονή της Παναγίας, να προσκυνήσουν τη χάρι της στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου. Η μέρα είνε ζεστή του καλοκαιριού, καίει ο ήλιος αποθεμένος στα δάση των ελαιών της Μυτιλήνης. Φυσά γερό μελτέμι που σηκώνει σύννεφα τη σκόνη στους δρόμους που πάνε στην Αγιάσο. Κι’ εκεί μες στη σκόνη, μες στο μελτέμι και στον ήλιο, βρίσκουμε τις μάννες και τους παππούδες μας να συνεχίζουν, στα πρόσωπα των σημερινών ανδρών και γυναικών της Λέσβου, το τιμιώτερο αυτού του τόπου: την παράδοσι. Αμέτρητες θεωρίες, άνθρωποι χιλιάδες, γυναίκες και παιδιά και παλληκά-ρια και γερόντοι, οι πιο πολλοί ντυμένοι στα μαύρα, άλλοι στολισμένοι τα καλά τους, άλλοι άρρωστοι, οι πιο πολλοί κι’ οι πιο πολλές ξυπόλυτες, ανηφορίζουν με τα πόδια, κάνοντας σε πέντε-έξη ώρες το δρόμο για να φτάσουν στην Αγιάσο. Στάζει ο ίδρος απ’ τα πρόσωπά τους, γίνεται λάσπη με τη σκόνη, τα μάτια τους είνε βαθουλωμένα απ’ τη νηστεία και την αγρύπνια και απ’ την κούρασι. Πολλές γυναίκες βαδίζουν έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω από την ράχη τους. Είνε μαρτυρικό. Όμως, κανένας δεν το βάζει κάτω. Γιατί εκεί πέρα, στα δάση με τις καστανιές που θα φτάσουν – στην Παναγιά – είνε η ελπίδα.

Τέλος φτάνω στο χωριό, στην Αγιάσο. Πολλές γυναίκες αρχίζουν να κάνουν το δρόμο, από κει και πέρα ως στην εκκλησιά, σερνάμενες στα γόνατα πάνω στο καλντερίμι. Έτσι είχαν το τάμα τους. Ο πόνος είνε δριμύς. Όμως, εκτός απ’ το συσπασμένο πρόσωπο, απ’ τα πανιασμένα χείλια, τίποτα δεν ακούγεται, κανένας βόγγος. Βόγγους ακούς μόνο στους αρρώστους που κείτονται, πατείς με πατώ σε, σ’ όλη την αυλή της εκκλησιάς και που τους έχουν φέρει εκεί για να γυρέψουν έλεος απ’ την Παναγιά. Στην είσοδο του Ναού, όπου ο συνωστισμός είνε μέγας, τα πρόσωπα που φτάνουνε, σκονισμένα και ξάγρυπνα και νηστικά, άξαφνα φωτίζονται από βίαιη λάμψι. Εκεί στο βάθος κατασκεπασμένη από χρυσάφι, αυστηρή και γαλήνια, μ’ εκείνη την απόκοσμη ηρεμία που μπόρεσαν να δώσουν μόνο οι βυζαντινοί αγιογράφοι, περιμένει η Παναγιά η Αγιασιώτισσα. Βουρκώνουν τα στραγγισμένα μάτια, καθώς την αντικρύζουνε, οι καρδιές χτυπούν, η ψυχή αγαλλιά, όλα χάνουν το περίγραμμα του παρόντος, γίνονται επαύριον, ελπίδα για ό,τι είνε νάρθη, καρτερία για ό,τι είνε νάρθη.

Είχα το προνόμιο να ξαναπάω στην Αγιάσο εδώ και δυο μήνες μαζί με τον Μεγάλον Δεσπότη της Μυτιλήνης, τον κύριον Ιάκωβον. Προσκυνήσαμε την Παναγία του Λουκά, γύρω μας ήταν οι ιερείς και οι διάκοι και τα παιδιά του σχολείου με λουλούδια στα χέρια και οι κορούλες της Αγιάσου. Προσκυνήσαμε, ακούσαμε το ιστορικό της Παναγιάς απ’ τον υπέργηρο πια διδάσκαλο της Αγιάσου, τον Κολαξιζέλλη, ακούσαμε τις σοφές πληροφορίες του Δεσπότη, πήγαμε στα λαμπρά Αναγνωστήρια της Αγιάσου, στον τάφο του τέκνου της Αγιάσου και σοφού ακαδημαϊκού Γρ. Παπαμιχαήλ, πήγαμε στο Σανατόριο που, παλαίοντας σκληρά, έκαμε πριν από χρόνια εκεί, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος, που έφυγε τόσο πικραμένος απ’ τον κόσμο τούτον.

Όταν το βράδυ ξεκινούσαμε να φύγουμε, είχαμε αφήσει εκεί, στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου, την καρδιά μας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995

 

ΤΟ “ΤΛΑΠ”

Θα ήμουνα στην εβδόμη Γυμνασίου (σημερινή αντιστοιχία με τη Β’ Λυκείου), όταν πρωτοαρχίζαμε το μάθημα της φυσικής. Δυνάμεις, στερεά, υγρά, αέρια και τα λοιπά. Είμαστε στο μάθημα της συμπίεσης των αερίων και στις δυνάμεις που δημιουργούνται και ο καθηγητής προσπαθεί με σχήματα στον πίνακα (πού όργανα αυτή την εποχή!) να μας εξηγήσει… τα ανεξήγητα.

Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του μαθήματος, ένας συμμαθητής μου με φωνάζει ψιθυριστά και μου λέει “Ε Γιάνν’, του τλάπ, κάνοντας παράλληλα και τη χαρακτηριστική κίνηση. Σκάσαμε βέβαια στα γέλια όλη η παρέα και μας πέταξε έξω ο καθηγητής, γιατί δεν μπορούσαμε να του εξηγήσουμε ότι ο συμμαθητής μας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά, με μια και μόνη ηχοποίητη λέξη “τλάπ”, επιβεβαίωσε πανηγυρικά ότι είχε κατανοήσει απόλυτα την πεμπτουσία του μαθήματος.

Με αυτό το ηχηρό “τλάπ” αυτόματα η μνήμη μας γύρισε κάμποσα χρόνια πίσω στις γειτονιές της Αγιάσου, όταν πιτσιρίκια της σκανταλιάς και της ανεμελιάς ψάχναμε με ποιο παιχνίδι θα σκοτώσουμε την ώρα μας.

Και ξαφνικά, έτσι χωρίς προσυνεννόηση – αλήθεια, ποια μαγική δύναμη επηρέαζε τη συμπεριφορά μας και καθόριζε το είδος του παιχνιδιού που θα παίζαμε, ακόμα δεν μπορώ να την εξηγήσω – οι γειτονιές γέμιζαν από τους δυνατούς ήχους των “τλαπιών” και αλίμονο στον περαστικό που θα τον έβρισκε κατακούτελα το… βόλι. Μην ανησυχείτε όμως, γιατί τα βόλια μας ήταν γενικά ακίνδυνα, κάτι σαν τις… πλαστικές σφαίρες που χρησιμοποιούν σήμερα στις διαδηλώσεις.

Θα απορείτε λοιπόν τι επιτέλους ήταν το “τλάπ”. Όπως έχω εξηγήσει και σε προηγούμενα σημειώματα, η φύση του χωριού μας παρείχε σε αφθονία ό,τι υλικά χρειαζόμαστε για τα παιχνίδια μας. Έτσι και για το “τλάπ” το πρώτο που έπρεπε να εφευρεθεί ήταν ένα καλό κομμάτι από κουφοξυλιά, από το θαμνώδες φυτό που το λένε και σαμπούκο και κάνει κάτι άσπρα λουλούδια την άνοιξη με πολύ λεπτό και μεθυστικό άρωμα.

Έπρεπε λοιπόν πρώτα να κοπεί από τον κορμό ένα χοντρό κομμάτι μήκους 20 – 25 εκατοστών και διαμέτρου 4 ή 5 εκατοστών. Ο κορμός του θάμνου αυτού παρουσιάζει την ιδιομορφία στο κέντρο του να υπάρχει ένα μέρος που δεν είναι ξυλώδες, αλλά πορώδες σαν ψίχα ψωμιού, από όπου και το όνομά του “κουφοξυλιά”. Η ψίχα αυτή μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί και έτσι γινόταν ένα είδος σωλήνα με παχιά τοιχώματα.

Στάδιο δεύτερο: Αφού το ξεκουφαίναμε με μια μεγάλη πρόκα, κόβαμε ένα άλλο λεπτό τώρα κομμάτι ξύλου, συνήθως από ελιά, πάχους τέτοιου, ώστε να μπορεί να κινείται ελεύθερα μέσα στο “τλάπ” σαν έμβολο. Φροντίζαμε ακόμα το έμβολο να είναι λίγο πιο κοντό από το μήκος του σωλήνα και στο ένα του άκρο να έχει ένα ρόζο χοντρό, ώστε να φρενάρει και να μη χώνεται ολόκληρο μέσα στο σωλήνα. Τώρα το “τλάπ” ήταν σχεδόν έτοιμο και έλειπαν μόνο τα βόλια που θα το ενεργοποιούσαν.

Το πιο κατάλληλο υλικό για να μετατραπεί σε βόλι ήταν ένα κομμάτι σχοινί που το μαδούσαμε και μετά το μασούσαμε αρκετή ώρα μέχρι να μαλακώσει και να πάρει το σχήμα που θέλαμε.

(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Επιτέλους η ώρα της δράσης! Με το ένα βόλι φράζαμε τη μια άκρη του σωλήνα. Το δεύτερο το τοποθετούσαμε στην άλλη άκρη, και μετά ακουμπούσαμε το έμβολο από τη χοντρή του πλευρά στην αγκράφα της ζωστήρας του παντελονιού (για να μη μας πληγώνει) και το άλλο του άκρο έμπαινε λίγο στο σωλήνα, που ήταν ήδη φραγμένος με τα βόλια και από τις δυο μεριές.

Τέλος με μια απότομη κίνηση αναγκάζαμε το έμβολο να εισχωρήσει βίαια στο σωλήνα. Από δω και πέρα το λόγο είχαν… οι νόμοι της φυσικής, που λέγαμε περί συμπίεσης των αερίων. Ένας δυνατός και ξηρός κρότος “τλαπ” ακουγόταν και το ένα βόλι εκσφενδονιζόταν σε μια απόσταση ανάλογη της δύναμης και της ικανότητας… του πυροβολητή. Τρέχα, μετά, να το βρεις, να το μαζέψεις και φτου κι απ’ την αρχή. Φτου στην κυριολεξία, γιατί το σαλιώναμε πάλι, για να ξαναπάρει το σχήμα και να κάνει καλή έμφραξη στο σωλήνα.

Μη μου πείτε πως δεν ήταν διασκεδαστικό και… γευστικότατο το παιχνίδι μας! Πφ! Μιλάτε κι εσείς οι σημερινοί για παιχνίδια!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 86/1995

ΟΙ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ

Άλλοτες το τζάκι, η γωνιά, όπως το έλεγαν οι παλιότεροι, ήταν ο αφαλός του σπιτιού. Μάζευε κοντά του όλη τη φαμίλια, προπαντός τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες, όταν το κρύο αντρείευε και τα στοιχειά της φύσης λυσσομανούσαν. Η μέσα τιμητική θέση ήταν για τους μεγάλους, για τον παππού και για τη γιαγιά, για τον πατέρα και για τη μάνα. Στο έξω μέρος, πλάι στο κατώφλι της γωνιάς, αραδιάζονταν στο στρωμένο τσουπί ή στην καρπέτα τα μωρά, χρησιμοποιώντας κάποτε μαξιλαράκια ή και σκαμνάκια. Η φωτιά πολεμούσε με τα ξύλα που της αντιστέκονταν, αφήνοντας δω κι εκεί αστράκια, σημάδι αλλαξοκαιριάς ή και «αφλουγής». Έγλειφε λαίμαργα με τις κοκκινωπές γλωσσίτσες της τον τέντζερη ή το τέστο, που καμάρωναν στη ράχη της πυροστιάς κι ανάδιναν λογής λογής μυρουδιές. Το πήλινο τσουκάλι παραδίπλα άγγιζε διακριτικά τη χόβολη κι όλο διψούσε και ζητούσε τη δροσιά του κρύου νερού. Το μπρίκι ήταν πάντοτε σ’ επιφυλακή για καφέ ή για ζεστό. Τα κάστανα παραχώνονταν με τη μασιά κι αν δεν ήταν χαρακωμένα με το μαχαίρι ή δαγκωμένα στην άκρη πετάγονταν κι έκαναν κρότο, παρασέρνοντας κάποτε μαζί τους στάχτες και καρβουνάκια. Η πύρα, παρ’ όλο που δεν άπλωνε σ’ όλη την κάμαρη -μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα-, όμως ξεμάργωνε το κορμί, ραχάτευε τα κουρασμένα μέλη, μέρευε την ψυχή κι έλυνε τη γλώσσα για όμορφες ιστορίες, για παραμύθια.

Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη
Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη

Το τζάκι δούλευε σχεδόν ολοχρονίς. Σταματούσε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί ο κόσμος συνήθως μαγείρευε στις αυλές, στο ύπαιθρο. Ήθελε και τούτο την ανάπαυσή του, τη φροντίδα του, τις διακοπές του. Οι νοικοκυρές το έντυναν με το δαντελωτό «καπτέλι» και με το φαντό «πκαροπάνι», το αρμάτωναν με λογής λογής χρειαζούμενα μικροαντικείμενα, αλλά και με θυμητάρια, το συγύριζαν κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί ήταν η βιτρίνα του σπιτιού. Καλοί γειτόνοι το αρμάρι, όπου φύλαγαν το ψωμί και τα φαγητά, άλλα και η πιατοθήκη με το τακίμι της. Δεν έλειπαν και οι θυρίδες για το μπρίκι, για το καφεκούτι, για τη ζαχαριέρα, για το αλατερό, για το δαδί…

Κοντά σ’ όλα όμως και ο «πκαρής», η καπνοδόχος, είχε τις απαιτήσεις του. Ήθελε κι αυτός τα στολίδια του, για να μπορεί να φιγουράρει στα ύψη. Γι’ αυτά φρόντιζαν οι χτιστάδες, που ήταν τεχνίτες με γούστο και με περίσσιο μεράκι. Ζητούσε μια φορά το χρόνο και το καθάρισμά του και τούτο χρειαζόταν το μάστορά του, τον καπνοδοχοκαθαριστή. Ο καπνός που ανηφόριζε παιχνιδίζοντας άφηνε ίχνη στα τοιχώματα, που με τον καιρό γίνονταν ένα σκληρό μαύρο πουρί, που το έλεγαν καπνιά. Μ’ αυτό μουτζούρωναν το πρόσωπο τους οι καρνάβαλοι. Μ’ αυτό, ανακατεμένο με λάδι, μπλάστρωναν τις πληγές των ζώων οι πρακτικοί γιατροί κι οι γιάτρισσες. Η σκόνη του εξάλλου ήταν γιατρικό και για τα σπασίματα.

Η φωτιά που πύρωνε τη χαρά των ανθρώπων είχε και τους κινδύνους της. Οι μεγάλοι τους γνώριζαν και φοβόντουσαν. Πόσα σπίτια και πόσα χωριά δε λαμπάδιασαν στα χρόνια που πέρασαν; Πόσα γιαγκίνια δεν έμειναν στη μνήμη των γερόντων; Τα παιδιά όμως δεν ήξεραν, γι’ αυτό κι έκαναν χάζι, κάθε φορά που άναβε κάποιος «πκαρής». Ήταν γι’ αυτά ένα παιχνίδι, μια διασκέδαση. «Πήρι φουτιά», «ίψι πκαρής» φώναζαν με χαρά, κάποτε όμως και με αγωνία, στις περιπτώσεις που χτυπούσε δαιμονισμένα η καμπάνα της εκκλησιάς. Στην αρχή ξελοχούσε ο «πκαρής», ντουμάνιαζε, βούιζε. Φλόγες θυμωμένες ξεπετιούνταν από τ’ ανοίγματα κι έζωναν το «καπέλο» του. Σιγά σιγά όμως αδυνάτιζαν και τελικά έσβηναν. Μάρτυρας μόνο ο αγέρας, που είχε μολευτεί και μύριζε κάπνα.

Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος να καθαρίσει τον «πκαρή» του, γιατί αν έπιανε φωτιά μπορούσε να μεταδοθεί στην ξυλεία της στέγης, από κει στα «χατίλια» κι ύστερα ν’ αγκαλιάσει όλο το σπίτι. Κοντά στο δικό του κινδύνευε και το σπίτι του γείτονα. Άλλος φώναζε τον καπνοδοχοκαθαριστή, του έδινε κάτι, σε χρήμα ή σε είδος, και «φουκαλιούσε» τον «πκαρή». Άλλος φρόντιζε μόνος του να τον καθαρίσει. Υπήρχαν κι αυτοί που έβαζαν επίτηδες φωτιά κι έκαιγαν τις καπνιές. Διάλεγαν μέρες βροχερές ή χιονιάδες, για να είναι μικρότερος ο κίνδυνος, αλλά και για ν’ αποφύγουν το πρόστιμο που πλήρωναν οι παραβάτες.

Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του...
Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του…

Το επάγγελμα του καπνοδοχοκαθαριστή δεν το είχαν σε υπόληψη. Μουτζούρικη δουλειά, βλέπεις, περιφρονημένη. Δεν καταδεχόταν να την κάνει ο καθένας, αλλά κι αν την έκανε δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο σ’ αυτή για το καθημερνό ψωμί της φαμίλιας του. Έπρεπε να έχει και άλλο «ζαναχάτι».

Τα εργαλεία της δουλειάς του καπνοδοχοκαθαριστή ήταν δυο τρία «τούμπα», σωλήνες μεταλλικοί. Βίδωνε τον ένα στον άλλο, ανάλογα με το ύψος του ταβανιού και του «πκαρή». Στο άκρο του ενός εφάρμοζε έναν κόφτη, μια ξύστρα, σαν αυτή που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές, για να ξεκολλούν τη ζύμη από τη σκάφη. Στο άκρο του άλλου έδενε μια «φρουκαλιά», ένα είδος σκούπας από ξερούς «αξίστες» ή από θυμάρι ή από πρίνο. Ο καπνοδοχοκαθαριστής μαντιλοδενόταν, έμπαινε στο άνοιγμα του «πκαρή» κι άρχιζε να ξύνει τα τοιχώματα. Οι καπνιές κομμάτια κομμάτια ξεκολλούσαν κι έπεφταν κάτω με θρύμματα και σκόνη. Όταν τέλειωνε η πρώτη δουλειά, άρχιζε το «φρουκάλ’μα». Ό,τι άφηνε η ξύστρα, το έριχνε κάτω η «φρουκαλιά». Ο καπνοδοχοκαθαριστής γινόταν αγνώριστος, όταν τέλειωνε είχε το κακό του χάλι. Γινόταν μαύρος σαν Αράπης κι η αμοιβή του ψίχουλα.

Καπνοδοχοκαθαριστές παλιότερα στην Αγιάσο ήταν οι δυο Προκόπηδες, ο Κακαλιός κι ο Γαβές. Το δεύτερο τον θυμόμαστε καλά, πριν από τριάντα χρόνια που συχωρέθηκε. Ψηλός, μαυριδερός, κακογερασμένος, κατατρεγμένος από τη ζωή. Ήταν φαμελίτης – είχε τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι – κι έκανε κατά καιρούς πολλές δουλειές, για να τα βγάζει πέρα. Νεωκόρος της Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, φροντιστής του ξωκλησιού στο Καστέλι, ιεροψάλτης εξ ακοής ως αγράμματος, καθαριστής των δημοτικών αποχωρητηρίων, βοηθός του λατερνατζή Ξενοφώντα Σουσαμλή, οργανοπαίχτης – ήταν ειδικός στο ντέφι -, λούστρος, νεκροθάφτης…

Στις μέρες μας δεν έχουν στάχτη τα περισσότερα τζάκια. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν οι συνήθειες. Τώρα έγιναν είδος διακοσμητικό, κοστίσιμο. Οι ιστορίες του παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς λιγόστεψαν. Οι καλικάντζαροι δεν μπαίνουν πια από τον «πκαρή», όπως άλλοτε το δωδεκαήμερο. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης κατεβαίνει, για να αφήσει τα δώρα του στα παιδιά. Οι καπνοδοχοκαθαριστές πάνε να γίνουν αχρείαστοι. Ένα μικρό διάστημα δούλεψε ο Γιώργος Προκοπίου, ο Τζίφος. Τα τελευταία χρόνια κι ο μεγάλος γιος του Προκόπη Γαβέ, το «Νικέλ’», κάνει αργά και που αυτή τη δουλειά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Τα καλοριφέρ, οι θερμάστρες πετρελαίου, οι ξυλόσομπες, οι ηλεκτρικές κουζίνες, οι στόφες, τα πετρογκάζ, τα αερόθερμα, τα «μάτια» έβγαλαν ουσιαστικά το τζάκι από το παλιό σπίτι, το αχρήστεψαν…

Πύργος Ηλείας, 27.2.1992

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

ΤΟ ΡΟΥΔΑΝ’

Πρώτη μέρα στο σχολείο πριν 40 τόσα χρόνια και θαρρώ πως ήταν χθες. Το «τρουβάδ’» (πάνινη σχολική τσάντα) στον ώμο, με την πλάκα μέσα και ένα κομμάτι σπασμένο κοντύλι, καμιά τριανταριά κουτσούβελα της προκοπής (για να θυμηθούμε και λίγο τον Εφταλιώτη) μαζευτήκαμε γύρω από τη δασκάλα μας, τη Μαμώλινα, θεός σχωρέσ’ την, για να μάθουμε… γραφήν και ανάγνωσιν.

Η δασκάλα τράβηξε μια μακριά ίσια γραμμή στον πίνακα, έφτιαξε και ένα μεγάλο κουλούρι, ίσα ίσα να ακουμπά επάνω στη γραμμή και μας είπε ότι αυτό είναι το «ρουδάν’», που τρέχει πάνω στο δρόμο και δεν πρέπει ούτε να ανεβαίνει πάνω από τη γραμμή ούτε να πέφτει από κάτω.

Σαν γύρισα το μεσημέρι στο σπίτι, με ρώτησε η μάνα μου τι μάθαμε την πρώτη μέρα στο σχολείο. Της απάντησα πως μάθαμε για το «ρουδάν’» και μάλιστα συμπλήρωσα πως το σχολείο είναι εύκολο πράγμα, αφού μας μαθαίνουν παιχνίδια, που ήδη τα ξέρουμε. Και η μάνα μου τι λες, βρε, αυτό που μάθατε είναι το γράμμα όμικρον. Και η δική μου απάντηση: Όχι, είναι το «ρουδάν’»! Ξέρεις εσύ καλύτερα από την κυρία μας; Δασκάλα είσαι εσύ; Και έκλεισα οριστικά τη συζήτηση. Μετά άρπαξα το «ρουδάν’» πίσω από την πόρτα και βγήκα τρέχοντας στο δρόμο για… μελέτη και πρακτική εξάσκηση. Καημένα χρόνια, πώς τρέχετε πιο γρήγορα κι από το «ρουδάν’»!

83_1994_roudan1

Αλήθεια τι κόπος, τι ψάξιμο, τι αγωνία μέχρι να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε το περιπόθητο στεφάνι από τσέρκι, που θα μας χάριζε ατέλειωτες ώρες τρέξιμο μέχρι ξεθεώματος. Αλλά ποιος λογάριαζε όλα αυτά; Λίγο το ‘χες να διαθέτεις το δικό σου «ρουδάν’» και να κάνεις τρέχοντας όλες αυτές τις περίτεχνες φιγούρες και να συναγωνίζεται με τους φίλους σου σε ταχύτητα και δεξιοτεχνία; Κι ακόμα περισσότερο να βλέπεις θολό από το φθόνο το μάτι του γειτονόπουλου, που δε διέθετε δική του… ρόδα. Να σε παρακαλάει με τις ώρες να του δανείσεις το δικό σου για μια βόλτα και συ να αρνείσαι συνήθως υπεροπτικά ή τέλος να του το παραχωρείς για λίγο με άκρα συγκατάβαση. Και με το δίκιο σου βέβαια! Γιατί, για να βρεθεί το πολύτιμο τσέρκι, έπρεπε να σπαταληθούν ώρες πολλές στο ψάξιμο για κανένα χαλασμένο και πεταμένο βαρέλι. Άντε μετά χωρίς εργαλεία να το διαλύσεις και να βγάλεις το κεντρικό τσέρκι, που ήταν το καλύτερο, γιατί τα υπόλοιπα ήταν συνήθως λοξά και δεν μπορούσες να τα κατευθύνεις στο να κρατούν μια ίσια πορεία.

Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αμ τον κίνδυνο να σε μαγκώσει ο Γιαννατσής, ο ποτοποιός, και να σου σπάσει τα παΐδια, πού τον πας; Θα μου πεις ποιος του ‘πε να αφήσει έξω από το μαγαζί του το βαρέλι με τα ολοκαίνουρια τσέρκια, σκέτη πρόκληση. Φταίμε εμείς που του το κάναμε φύλλο και φτερό και την άλλη μέρα βρήκε μόνο τα ξύλα και βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες;

Και άντε επιτέλους βρέθηκε με όποιο τρόπο το «ρουδάν’». Τώρα χρειαζόμαστε και τη «ζεύλα», δηλαδή το ειδικό εργαλείο για την οδήγηση. Καινούριος πάλι μπελάς. Άντε να παρακαλάς με τις ώρες το Δμήτ’ το Καμπιρέλ’ (το γιο του σιδερά ντε) να σου βρει και να σου στραβώσει κατάλληλα το σίδερο-οδηγό του ροδανιού, εργαλείο εντελώς απαραίτητο για τις φιγούρες και τη δεξιοτεχνία στην οδήγηση.

Ε, μετά από όλα αυτά είναι για να δανείζεις στον πάσα ένα τη ρόδα σου; Ζωή κι αυτή!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 83/1994