ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Μακρόνησος, σαν στρατόπεδο “εθνικής αναμόρφωσης”. Δεκάδες χιλιάδες είναι οι στρατιώτες απ’ όλες τις μονάδες, που πέρασαν από το κολαστήριο αυτό. Πολύ περισσότεροι οι “προληπτικώς συλληφθέντες” πολίτες, άντρες και γυναίκες, από κάθε γωνιά της χώρας μας.
Default 2
Αγιασώτες και Αγιασώτισσες κρατούμενοι… Διακρίνονται, από αριστερά, επάνω: 1. Γαβριήλ Ευστρατίου Καλαλές. 2. Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 3. Κατερίνα Ιωάννου Τσουλέλη, το γένος Προδρόμου Λιμπερή. 4. Ευανθία Ευστρατίου Καλαλέ. 5. (;). Κάτω: 1. Φωτεινή Ευστρατίου Πασχαλιά, σύζυγος Ευστρατίου Βαρβάκη. 2. Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά. 3. (;). 4. Αντώνης Ευστρατίου Καλαλές.
Η φιλοσοφία και οι σκοποί των εμπνευστών και ιδρυτών της Μακρονήσου ήταν η εξουθένωση της εαμικής εθνικής αντίστασης και η συντριβή του ΚΚΕ. Ο λαός μας έπρεπε με κάθε μέσο να υποταχτεί, να σκύψει το κεφάλι, να απαρνηθεί κάθε σκέψη για τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Ακόμα έπρεπε να απαρνηθεί την ιστορία που έγραψε, όταν πάλευε με αυτοθυσία ενάντια στους κατακτητές.Η επιλογή της Μακρονήσου για την εφαρμογή ενός σχεδίου ατομικής και ομαδικής τρομοκρατίας, όχι μόνο για τους “μετεκπαιδευόμενους”, αλλά και για όλο το λαό, ήταν ιδανική, λόγω του ότι ήταν χώρος απόλυτα απομονωμένος ως νησί και εύκολα ελεγχόμενος και το βασικότερο κοντά στην Αθήνα.
Default 5
Η Μακρόνησος, ένα από τα κολαστήρια του παρελθόντος…
Η ιστορία της Μακρονήσου αρχίζει μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 και το όργιο της τρομοκρατίας που ακολούθησε. Είχε βέβαια προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ήταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός με οδυνηρές συνέπειες για το δημοκρατικό κίνημα. Από το 1947, που έφτασε το πρώτο αρματαγωγό στη Μακρόνησο, δημιουργήθηκαν τα παρακάτω στρατόπεδα:
Α΄ Τάγμα Σκαπανέων A΄ ΕΤΟ. Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων, καθώς και Στρατόπεδο Γυναικών, όπου μετέφεραν τις γυναίκες από το Τρίκερι το Γενάρη του 1950.• Β΄ Τάγμα Σκαπανέων Β΄ ΕΤΟ. Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και το Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων.• Γ’ Τάγμα Σκαπανέων Γ’ ΕΤΟ. Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953). Το τάγμα αυτό μετατράπηκε σε τεράστιο εργοτάξιο καταναγκαστικών έργων.

Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (Σ.Φ.Α.) 1947-1950. Από τους πρώτους μεταφέρονται εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι από τα Γιούρα.

Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ’ Κ.Π.Α.) 1947-1948.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρονήσου (Σ.Ν.Μ.) 1943-1953. Σ’ αυτό το στρατόπεδο απομονώθηκαν περίπου 1.100 έφεδροι αξιωματικοί και 90 μόνιμοι.

Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Πολιτικών Εξόριστων (1948-1950). Η δύναμη του στρατοπέδου αυτού, το πρώτο εξάμηνο του 1949, θα ξεπεράσει τους 12.000 πολιτικούς εξορίστους.

Default 8
Κρατούμενες στη Μακρόνησο. Μεταξύ τους διακρίνονται η Μαρία Παντελή Πατερέλη, η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά και ο μικρός Άρης Κυριάκου Πασχαλιάς…
Τα χρόνια αυτά πολλοί είναι οι Αγιασώτες που πέρασαν για “αναμόρφωση”, είτε ως στρατιώτες είτε ως πολιτικοί κρατούμενοι. Από αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω: Ευστράτιος Παναγιώτου Αβδελέλης, Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης, Νικόλαος Αγρίτης, Κωνσταντίνος Βασιλείου Ανεζίνος, Ιωάννης Γρηγορίου Βέτσικας, Ιωάννης Παναγιώτου Ιακώβου, Γεώργιος Προκοπίου Καζαντζής, Παναγιώτης Νικολάου Κακαλιός, Ευστράτιος Καλαντζής, Αντώνιος Φωτίου Καναρέλης, Παναγιώτης Ευστρατίου Καπάτος, Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα), Οδυσσέας Ευστρατίου Κλήμος, Ιωάννης Χριστόφα Κουρβανιός, Γεώργιος Προδρόμου Λιμπερής, Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής, Πρόδρομος Λιμπερής, Παναγιώτης Θεοδώρου Μαγλογιάννης, Σαραντινός Μιλτιάδη Μαλιάκας, Παναγιώτης Μαλούκης, Βασίλειος Θεμιστοκλή Νουλέλης, Γεώργιος Κωνσταντή Παπάνης (Λιόλιας), Δημήτριος Παναγιώτου Σαρέλης, Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου, Φώτιος Αντωνίου Τζανής, Βασίλειος Παναγιώτου Τσιβγούλης, Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης, Παναγιώτης Τσοκαρέλης και Προκόπιος Ευστρατίου Χριστοφαρής. Και πολλοί άλλοι πέρασαν από εκεί, λόγω των δημοκρατικών τους φρονημάτων ή λόγω του ότι είχαν συγγενείς μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και ο εμφύλιος είχε λήξει στρατιωτικά στο Γράμμο το 1949, εδώ το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950, με το θάνατο των Αντωνίου Αγρίτη, Χαράλαμπου Θεοδοσίου, Παναγιώτη Καρέτου ή Καρετέλη, Ελευθερίου Παπαθανασίου και Κυριάκου Πασχαλιά. Έτσι συναντάμε οικογένειες ολόκληρες να είναι εκτοπισμένες, άντρες και γυναίκες, ακόμα και γονείς, σε μεγάλη ηλικία, μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Κορυφαία εγκληματική πράξη κατά των κρατουμένων αποτελεί το μακελειό στο Α’ ΕΤΟ στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, με αδιευκρίνιστο ακόμα αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία από τη Μακρόνησο (Ιούλης 1949).

Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: 1.(;). 2.Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα ).3.Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου. 4.(;). 5.Ευστράτιος Καλαντζής. 6.Νικόλαος Αγρίτης. 7.Πρόδρομος Λιμπερής.
Καθήμενοι: 1. Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης. 2.Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης. 3.(;). 4.Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 5.Παναγιώτης Τσοκαρέλης. (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου. Παραχωρήθηκε από το Γεώργιο Σάββα)

Ο ελληνικός λαός, με τις εκλογές του 1950 και με την ευεργετική επίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Διέλυσε τα στρατόπεδα της Μακρονήσου το 1954, τα όποια όμως με ελάχιστους φαντάρους διατηρούνται έως το 1957.Από το 1961, με τη μεταστέγαση και των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (Σ.Φ.Α.) στο Μπογιάτι, το ελληνικό κράτος παρέδωσε τον ιστορικό χώρο στην καταστροφική μανία του χρόνου, του ανθρώπου και των συμφερόντων. Μέχρι και δημοπρασία προκήρυξε για την αποξήλωση των μνημείων της ντροπής και την πώληση χρήσιμων δομικών υλικών. Το επίσημο κράτος επιχειρούσε να κρύψει την ντροπή του με την έμμεση ή άμεση καταστροφή του “Νέου Παρθενώνα”, που το ίδιο δημιούργησε. Χρειάστηκε μεγάλος και μακροχρόνιος αγώνας, για να κηρυχτεί, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, ολόκληρο το νησί ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων διατηρητέα μνημεία.
Default 14
Γυναικόπαιδα σε στρατόπεδο (πιθανότατα, Ικαρία 1947-1948). Μεταξύ τους διακρίνονται η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά, η Μαριάνθη Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Μαρία Παναγιώτου Χρυσάφη, η Βλοτίνα Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Νεφέλη Παντελή Πατερέλη…

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Μακρόνησος είναι ένα νησί μνημείων και μαρτυρίων και ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη του λαού μας ως τόπος βασανισμού και πόνου και ως σύμβολο αντίστασης στη βία και στο βιασμό της συνείδησης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 105/1998

ΠΑΠΟΥΤΣΗΔΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΦΑΔΕΣ

Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)
Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)

Άλλοτε η Αγιάσος είχε πολλά εργαστήρια, ήταν αυτάρκης σε βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Υπήρχαν σακοποιεία, βυρσοδεψεία, αγγειοπλαστεία, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, μαχαιροποιεία, κετσετζίδικα, ραφεία, καπιστράδικα, σαμαράδικα, παπουτσίδικα και τόσα άλλα. Σήμερα πολλά επαγγέλματα έχουν εκλείψει. Τα περισσότερα εργαστήρια έκλεισαν είτε γιατί ο κόσμος έφυγε στα αστικά κέντρα είτε γιατί τα προϊόντα τους έπαψαν να έχουν ζήτηση…

Ενδεικτικός του βιοτεχνικού οργασμού των Αγιασωτών είναι και ο παρακάτω πίνακας των υποδηματοποιών και των καλφάδων, οι οποίοι εργάζονταν στα 33 παπουτσίδικα που λειτουργούσαν στη δεκαετία 1950-1960 … Τον κατάρτισε ο εκλεκτός φίλος και συνεργάτης μας Γρηγόριος Ιωάννου Παπαπορφυρίου, ο οποίος εργάστηκε κοντά στον πατέρα του ως υποδηματοποιός, προτού φύγει στην Αμερική και εγκατασταθεί στην Αστόρια…

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

Α. Υποδηματοποιοί με δικά τους εργαστήρια: Αβαγιανός Ιωάννης, Αξιομάκαρος Σταύρος, Βαλεντίνος Μιχαήλ, Βάλεσης Αντώνιος, Βάλεσης Ευστράτιος, Βαλιάτα Αλεξανδρής, Βατρικάς Ιωάννης, Βουρλής Ευστράτιος, Δεμιργκέλης Αναστάσιος, Ζαλπαρίνης Βασίλειος, Καμινέλης Παναγιώτης, Καμπουρέλης Βασίλειος, Καμπουρέλης Ευστράτιος, Καπτανής Παναγιώτης, Καραγιάννης Γεώργιος, Καραγκιοζέλης Κωνσταντίνος, Καραδεμίρης Γεώργιος, Κουνέλης Σπύρος, Κρυνής Σταύρος, Κουρτζέλης Παναγιώτης, Μακρέλης Ευστράτιος, Παπαπορφυρίου Ιωάννης, Παραμυθέλης Παράσχος, Παραμυθέλης Χρίστος, Πασχαλιάς Ιωάννης, Πρινίτης Μιχαήλ, Σταφίδας Παναγιώτης, Τζίνης Δημήτριος, Τσουκαλάς Χριστόφας, Τσουκαρέλης Δημήτριος, Φραντζής Χριστόφας, Χατζηκομνηνός Χριστόφας, Ψυρκούδης Ευστράτιος…

Ο Ιωάννης Παπαπορφυρίου (Τσίρος) ως τα τελευταία του ασκούσε το επάγγελμα του... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)
Ο Ιωάννης Παπαπορφυρίου (Τσίρος) ως τα τελευταία του ασκούσε το επάγγελμα του…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)

Β. Καλφάδες: Αβαγιανός Βασίλειος, Αρβανιτέλης Ευστράτιος, Ασβεστάς Παναγιώτης, Ασπρομάτης Φώτιος (Καβουριά), Καζαντζής Παναγιώτης, Κακαλιός Παναγιώτης, Καλέλης Απόστολος, Καλέλης Ευστράτιος, Καμπουρέλης Μιχαήλ, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κηκίδας Παναγιώτης, Κοντής Ευστράτιος (Σμαρίδα), Κουνής Αντώνιος, Κουνής Στυλιανός, Κουριτάς Κωνσταντίνος, Κουριτάς Παναγιώτης, Κουφέλος Ευστράτιος, Πατέλης Αντώνιος, Οικονόμου Ευστράτιος, Παπαπορφυρίου Γρηγόριος, Παπαπορφυρίου Ευστράτιος, Πρινίτης Ευστράτιος, Πρινίτης Παναγιώτης, Ράπτης Μιχαήλ, Σιάχος Προκόπιος, Σκλεπάρης Ιωάννης, Τζέγκος Παναγιώτης, Ψυρκούδης Παναγιώτης…

Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους ... Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους … Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια... Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)
Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια… Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996

ΟΙ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ

Άλλοτες το τζάκι, η γωνιά, όπως το έλεγαν οι παλιότεροι, ήταν ο αφαλός του σπιτιού. Μάζευε κοντά του όλη τη φαμίλια, προπαντός τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες, όταν το κρύο αντρείευε και τα στοιχειά της φύσης λυσσομανούσαν. Η μέσα τιμητική θέση ήταν για τους μεγάλους, για τον παππού και για τη γιαγιά, για τον πατέρα και για τη μάνα. Στο έξω μέρος, πλάι στο κατώφλι της γωνιάς, αραδιάζονταν στο στρωμένο τσουπί ή στην καρπέτα τα μωρά, χρησιμοποιώντας κάποτε μαξιλαράκια ή και σκαμνάκια. Η φωτιά πολεμούσε με τα ξύλα που της αντιστέκονταν, αφήνοντας δω κι εκεί αστράκια, σημάδι αλλαξοκαιριάς ή και «αφλουγής». Έγλειφε λαίμαργα με τις κοκκινωπές γλωσσίτσες της τον τέντζερη ή το τέστο, που καμάρωναν στη ράχη της πυροστιάς κι ανάδιναν λογής λογής μυρουδιές. Το πήλινο τσουκάλι παραδίπλα άγγιζε διακριτικά τη χόβολη κι όλο διψούσε και ζητούσε τη δροσιά του κρύου νερού. Το μπρίκι ήταν πάντοτε σ’ επιφυλακή για καφέ ή για ζεστό. Τα κάστανα παραχώνονταν με τη μασιά κι αν δεν ήταν χαρακωμένα με το μαχαίρι ή δαγκωμένα στην άκρη πετάγονταν κι έκαναν κρότο, παρασέρνοντας κάποτε μαζί τους στάχτες και καρβουνάκια. Η πύρα, παρ’ όλο που δεν άπλωνε σ’ όλη την κάμαρη -μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα-, όμως ξεμάργωνε το κορμί, ραχάτευε τα κουρασμένα μέλη, μέρευε την ψυχή κι έλυνε τη γλώσσα για όμορφες ιστορίες, για παραμύθια.

Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη
Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη

Το τζάκι δούλευε σχεδόν ολοχρονίς. Σταματούσε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί ο κόσμος συνήθως μαγείρευε στις αυλές, στο ύπαιθρο. Ήθελε και τούτο την ανάπαυσή του, τη φροντίδα του, τις διακοπές του. Οι νοικοκυρές το έντυναν με το δαντελωτό «καπτέλι» και με το φαντό «πκαροπάνι», το αρμάτωναν με λογής λογής χρειαζούμενα μικροαντικείμενα, αλλά και με θυμητάρια, το συγύριζαν κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί ήταν η βιτρίνα του σπιτιού. Καλοί γειτόνοι το αρμάρι, όπου φύλαγαν το ψωμί και τα φαγητά, άλλα και η πιατοθήκη με το τακίμι της. Δεν έλειπαν και οι θυρίδες για το μπρίκι, για το καφεκούτι, για τη ζαχαριέρα, για το αλατερό, για το δαδί…

Κοντά σ’ όλα όμως και ο «πκαρής», η καπνοδόχος, είχε τις απαιτήσεις του. Ήθελε κι αυτός τα στολίδια του, για να μπορεί να φιγουράρει στα ύψη. Γι’ αυτά φρόντιζαν οι χτιστάδες, που ήταν τεχνίτες με γούστο και με περίσσιο μεράκι. Ζητούσε μια φορά το χρόνο και το καθάρισμά του και τούτο χρειαζόταν το μάστορά του, τον καπνοδοχοκαθαριστή. Ο καπνός που ανηφόριζε παιχνιδίζοντας άφηνε ίχνη στα τοιχώματα, που με τον καιρό γίνονταν ένα σκληρό μαύρο πουρί, που το έλεγαν καπνιά. Μ’ αυτό μουτζούρωναν το πρόσωπο τους οι καρνάβαλοι. Μ’ αυτό, ανακατεμένο με λάδι, μπλάστρωναν τις πληγές των ζώων οι πρακτικοί γιατροί κι οι γιάτρισσες. Η σκόνη του εξάλλου ήταν γιατρικό και για τα σπασίματα.

Η φωτιά που πύρωνε τη χαρά των ανθρώπων είχε και τους κινδύνους της. Οι μεγάλοι τους γνώριζαν και φοβόντουσαν. Πόσα σπίτια και πόσα χωριά δε λαμπάδιασαν στα χρόνια που πέρασαν; Πόσα γιαγκίνια δεν έμειναν στη μνήμη των γερόντων; Τα παιδιά όμως δεν ήξεραν, γι’ αυτό κι έκαναν χάζι, κάθε φορά που άναβε κάποιος «πκαρής». Ήταν γι’ αυτά ένα παιχνίδι, μια διασκέδαση. «Πήρι φουτιά», «ίψι πκαρής» φώναζαν με χαρά, κάποτε όμως και με αγωνία, στις περιπτώσεις που χτυπούσε δαιμονισμένα η καμπάνα της εκκλησιάς. Στην αρχή ξελοχούσε ο «πκαρής», ντουμάνιαζε, βούιζε. Φλόγες θυμωμένες ξεπετιούνταν από τ’ ανοίγματα κι έζωναν το «καπέλο» του. Σιγά σιγά όμως αδυνάτιζαν και τελικά έσβηναν. Μάρτυρας μόνο ο αγέρας, που είχε μολευτεί και μύριζε κάπνα.

Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος να καθαρίσει τον «πκαρή» του, γιατί αν έπιανε φωτιά μπορούσε να μεταδοθεί στην ξυλεία της στέγης, από κει στα «χατίλια» κι ύστερα ν’ αγκαλιάσει όλο το σπίτι. Κοντά στο δικό του κινδύνευε και το σπίτι του γείτονα. Άλλος φώναζε τον καπνοδοχοκαθαριστή, του έδινε κάτι, σε χρήμα ή σε είδος, και «φουκαλιούσε» τον «πκαρή». Άλλος φρόντιζε μόνος του να τον καθαρίσει. Υπήρχαν κι αυτοί που έβαζαν επίτηδες φωτιά κι έκαιγαν τις καπνιές. Διάλεγαν μέρες βροχερές ή χιονιάδες, για να είναι μικρότερος ο κίνδυνος, αλλά και για ν’ αποφύγουν το πρόστιμο που πλήρωναν οι παραβάτες.

Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του...
Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του…

Το επάγγελμα του καπνοδοχοκαθαριστή δεν το είχαν σε υπόληψη. Μουτζούρικη δουλειά, βλέπεις, περιφρονημένη. Δεν καταδεχόταν να την κάνει ο καθένας, αλλά κι αν την έκανε δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο σ’ αυτή για το καθημερνό ψωμί της φαμίλιας του. Έπρεπε να έχει και άλλο «ζαναχάτι».

Τα εργαλεία της δουλειάς του καπνοδοχοκαθαριστή ήταν δυο τρία «τούμπα», σωλήνες μεταλλικοί. Βίδωνε τον ένα στον άλλο, ανάλογα με το ύψος του ταβανιού και του «πκαρή». Στο άκρο του ενός εφάρμοζε έναν κόφτη, μια ξύστρα, σαν αυτή που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές, για να ξεκολλούν τη ζύμη από τη σκάφη. Στο άκρο του άλλου έδενε μια «φρουκαλιά», ένα είδος σκούπας από ξερούς «αξίστες» ή από θυμάρι ή από πρίνο. Ο καπνοδοχοκαθαριστής μαντιλοδενόταν, έμπαινε στο άνοιγμα του «πκαρή» κι άρχιζε να ξύνει τα τοιχώματα. Οι καπνιές κομμάτια κομμάτια ξεκολλούσαν κι έπεφταν κάτω με θρύμματα και σκόνη. Όταν τέλειωνε η πρώτη δουλειά, άρχιζε το «φρουκάλ’μα». Ό,τι άφηνε η ξύστρα, το έριχνε κάτω η «φρουκαλιά». Ο καπνοδοχοκαθαριστής γινόταν αγνώριστος, όταν τέλειωνε είχε το κακό του χάλι. Γινόταν μαύρος σαν Αράπης κι η αμοιβή του ψίχουλα.

Καπνοδοχοκαθαριστές παλιότερα στην Αγιάσο ήταν οι δυο Προκόπηδες, ο Κακαλιός κι ο Γαβές. Το δεύτερο τον θυμόμαστε καλά, πριν από τριάντα χρόνια που συχωρέθηκε. Ψηλός, μαυριδερός, κακογερασμένος, κατατρεγμένος από τη ζωή. Ήταν φαμελίτης – είχε τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι – κι έκανε κατά καιρούς πολλές δουλειές, για να τα βγάζει πέρα. Νεωκόρος της Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, φροντιστής του ξωκλησιού στο Καστέλι, ιεροψάλτης εξ ακοής ως αγράμματος, καθαριστής των δημοτικών αποχωρητηρίων, βοηθός του λατερνατζή Ξενοφώντα Σουσαμλή, οργανοπαίχτης – ήταν ειδικός στο ντέφι -, λούστρος, νεκροθάφτης…

Στις μέρες μας δεν έχουν στάχτη τα περισσότερα τζάκια. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν οι συνήθειες. Τώρα έγιναν είδος διακοσμητικό, κοστίσιμο. Οι ιστορίες του παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς λιγόστεψαν. Οι καλικάντζαροι δεν μπαίνουν πια από τον «πκαρή», όπως άλλοτε το δωδεκαήμερο. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης κατεβαίνει, για να αφήσει τα δώρα του στα παιδιά. Οι καπνοδοχοκαθαριστές πάνε να γίνουν αχρείαστοι. Ένα μικρό διάστημα δούλεψε ο Γιώργος Προκοπίου, ο Τζίφος. Τα τελευταία χρόνια κι ο μεγάλος γιος του Προκόπη Γαβέ, το «Νικέλ’», κάνει αργά και που αυτή τη δουλειά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Τα καλοριφέρ, οι θερμάστρες πετρελαίου, οι ξυλόσομπες, οι ηλεκτρικές κουζίνες, οι στόφες, τα πετρογκάζ, τα αερόθερμα, τα «μάτια» έβγαλαν ουσιαστικά το τζάκι από το παλιό σπίτι, το αχρήστεψαν…

Πύργος Ηλείας, 27.2.1992

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992