ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ. Κοινωνικό πλαίσιο και σημασία

Το περιοδικό «Αγία Σιών» άρχισε να εκδίδεται από τον Ιούνιο του 1937 στην Αγιάσο και σταμάτησε τον Ιούνιο του 1941, αφού είχαν εκδοθεί συνολικά 25 τεύχη, κατανεμημένα κατά έτος ως εξής:

Έτος Α’ 1937-1938_8 τεύχη

Έτος Β’ 1938-1939_7 τεύχη

Έτος Γ’ 1939-1940_3 τεύχη

Έτος Δ’ 1940_4 τεύχη

Έτος Ε’ 1941_2 τεύχη

Κάθε τεύχος αποτελείται από 36 σελίδες 17X24,5 εκατοστά. Ο λογότυπος «Αγία Σιών» είναι χαραγμένος με βυζαντινού τύπου χαρακτήρες μέσα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο πλαίσιο, το οποίο κοσμείται με εικόνα της Θεομήτορος βρεφοκρατούσης, εγγεγραμμένης σε κύκλο. Ο πλήρης τίτλος του περιοδικού είναι: «Αγία Σιών. Μηνιαίον Δελτίον του εν Αγιάσω της Λέσβου Ιερού Προσκυνήματος της Θεοτόκου». Εκδιδόμενον υπό της Επιτροπείας αυτού, ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρίου Ιακώβου.

Η πρωτοβουλία για την έκδοση του Δελτίου ανήκει στον τότε πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Προσκυνήματος της Αγιάσου λόγιο θεολόγο Εμμανουήλ Μυτιληναίο και στον ιστορικό της Αγιάσου, διδάσκαλο Στρατή Κολαξιζέλη, οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς αρθρογράφους και χρωματίζουν την ταυτότητα του εντύπου. Ο πρώτος μάλιστα είναι και ο Διευθυντής του. Το περιοδικό τυπώνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Πρωινή» στη Μυτιλήνη.

101_1997_agia-sion

Η «Αγία Σιών» ασχολείται με θέματα θεολογικά και κυρίως θεομητορικά, με την ιστορία και τις ιστορικές πηγές της Αγιάσου, με τη λαογραφία και τις παραδόσεις, καθώς και με την κοινωνική κίνηση, της οποίας κέντρο και κορμό αποτελεί το ιερό προσκύνημα. Ήδη με την εγκριτική επιστολή του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου καθορίζονται τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα κινηθεί το έντυπο: «Το νέον περιοδικόν θ’ ασχοληθή αποκλειστικώς με τα αφορώντα εις το αυτόθι Ιερόν Προσκύνημα και την Αγιάσον». Το περιοδικό, μολονότι προαναγγέλλεται ως «Μηνιαίον Δελτίον», λίγες φορές μπόρεσε να εκδοθεί ανά μήνα. Συνήθως κυκλοφορούν 7-8 τεύχη ανά έτος, πλην του τελευταίου, κατά το οποίο κυκλοφόρησαν μόνο 2.

Η σπουδαιότητα της εκδόσεως τοπικού περιοδικού θεολογικού και ιστορικού-λαογραφικού περιεχομένου, το οποίο μάλιστα εκδιδόταν επί τέσσερα έτη συνεχώς, είναι προφανής. Η «Αγία Σιών» έγινε το βήμα των εντοπίων λογίων και ενθάρρυνε τη δημοσίευση πηγών και ντοκουμέντων για την ιστορία της Αγιάσου. Ο Διευθυντής του Δελτίου Εμμανουήλ Μυτιληναίος δημοσιεύει το «Περισωθέν παλαιόν αρχείον του Ιερού Προσκυνήματος Αγιάσου», το οποίο περιλαμβάνει 266 έγγραφα από το 1752 μέχρι το 1848. Τα έγγραφα αυτά -ιδιωτικά δικαιοπρακτικά στο μεγαλύτερο μέρος τους- έχουν και γενικότερη αξία, γιατί φωτίζουν πτυχές όχι μόνο του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου βίου της Αγιάσου κατά το 18ο και 19ο αιώνα.

Ο Στρατής Κολαξιζέλλης προδημοσιεύει ουσιαστικά το υλικό, που θα αποτελέσει αργότερα το έργο του «Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου». Ο Ευάγγελος Κλεομβρότου, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β’, δημοσιεύει άγνωστα και ανέκδοτα ως τότε ιστορικά έγγραφα για την Αγιάσο από τους παλαιούς κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή και ταξινόμηση των παλαιών βιβλίων της εκκλησίας – το παλαιότερο είναι μία Αγία Γραφή του 1653 – καθώς και η συγκέντρωση, καταγραφή, καθαρισμός από ειδικό τεχνίτη, ταξινόμηση και μουσειακή έκθεση παλαιών φορητών εικόνων, που ανήκαν σε διάφορες οικογένειες της Αγιάσου, μετά από καμπάνια που έγινε μέσω του περιοδικού.

Μέσα από την τακτική στήλη «Χρονικά» ζωντανεύουν και αναδεικνύονται εκδηλώσεις, δραστηριότητες και γεγονότα. Σκιαγραφούνται αξιόλογες ή γραφικές προσωπικότητες της Αγιάσου. Συχνά τα κείμενα και τα χρονικά συνοδεύονται από φωτογραφικά ντοκουμέντα.

Βέβαια η «Αγία Σιών» άνθισε σε έδαφος γόνιμο και ιδιαίτερα πρόσφορο, αφού στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία 1930-1940 σημειώνεται μοναδική εκδοτική κίνηση. Ο Αντώνης Πλάτων καταγράφει έντεκα έντυπα (9 εφημερίδες και 2 περιοδικά), που εκδίδονται στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία αυτή, τα εξής:

Α. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

1. Αγιάσος, από 19.4.1931 ως το 1940. 2. Λαϊκή Φωνή, από 12.2.1932 ως το 1935. 3. Φουρτουτήρα, από το 1932 ως το 1934. 4. Παρατηρητής, από 4.6.1934 ως το Σεπτέμβριο του 1934. 5. Συνεταιριστής, 1934. 6. Επαρχιακή, από 22.6.1935 ως το 1936. 7. Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου, 1935. 8. Ηχώ της Αγιάσου, από 23.2.1936 ως το 1937. 9. Τα Νέα της Αγιάσου, από 4.8.1939 ως τις 25.8.1940.

Β. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

1. Η Φωνή του Συνεταίρου (δεκαπενθήμερο), από 15.6.1932 ως 15.6.1933. 2. Αγία Σιών (μηνιαίο), από Ιούνιο 1937 ως τον Ιούνιο 1941.

Η συμβολή της «Αγίας Σιών» στην καταγραφή της ιστορίας της Αγιάσου, στην ανάδειξη και αξιοποίηση τόσο των προφορικών όσο και των γραπτών πηγών αυτής της ιστορίας, αλλά και στη συγκρότηση και συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας της κοινότητας είναι βεβαία. Αρχισε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πρώτη οίκηση και την ετυμολογία του τοπωνυμίου Αγιάσος, το οποίο συνδέθηκε από τον Στρατή Κολαξιζέλη με την εικονολατρική παράδοση της Λέσβου και με τους Αγίους Τόπους (Ιερουσαλήμ), όπου ο κάθε Αγιασώτης ονειρευόταν να πάει μια φορά στη ζωή του (ιερά αποδημία) και να γίνει χατζής.

Σε επίπεδο κοινωνιολογικό το Δελτίον σφυρηλάτησε τη συλλογική συνείδηση και μνήμη και καλλιέργησε αρετές, όπως η αγαθοεργία, η ευσέβεια και η αλληλεγγύη. Επιβεβαίωσε τον αξιακό κώδικα των Αγιασωτών με την εμμονή στην παράδοση και με την επικύρωση και θετική προβολή των φιλανθρώπων. Όμως δεν απέφυγε την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Συχνά υμνείται ο δικτάτορας Μεταξάς, οι μεταξικές οργανώσεις νεολαίας της Αγιάσου, οι μεταξικοί υπουργοί και ο βασιλιάς που επισκέπτονται το Προσκύνημα. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την αξία του περιοδικού και τη συμβολή του στην ιστορία, αλλά και στη μυθολογία της Αγιάσου.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 101/1997

ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους, ένας από τους μύστες της θεατρικής παιδείας, ένας από τους ακάματους εργάτες της προκοπής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου υπήρξε κι ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Συνεχιστής, αλλά κι ανανεωτής μιας μακρόχρονης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1905, όταν ακόμα η Λέσβος στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή, κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1974. Ήταν παιδί του κτηματία Χρύσανθου Χατζηπαναγιώτη από δεύτερο γάμο με τη Μαρία Γυμνάγου. Ετεροθαλή αδέρφια του ήταν η Δέσποινα, σύζυγος Πολυδώρου Αναστασέλη και μητέρα του γνωστού λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, ο Μιχαήλ κι ο Παναγιώτης. Ο Χριστόφας είχε την ατυχία να ορφανέψει σε μικρή ηλικία και από τον πατέρα του και από τη μητέρα του. Η ορφάνια αυτή, όπως ήταν φυσικό, άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτή θα πρέπει ίσως να αναγάγουμε τις διάφορες φοβίες του, να αποδώσουμε την ανασφάλεια που κυριαρχούσε μέσα του, την έλλειψη προσωπικού θάρρους, τα προβλήματα που είχε με τον εαυτό του, την εσωστρέφειά του, τις κάποιες έμμονες ιδέες του. Σε μια ηλικία κρίσιμη, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής, ο Χριστόφας γνώρισε τη στέρηση και τον αβάσταχτο πόνο της.

Όταν τέλειωσε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε με έξοδα του Καλαγανείου Κληροδοτήματος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στην οποία είχαν φοιτήσει πριν απ’ αυτόν κι αρκετοί άλλοι συμπατριώτες του. Κατατάχτηκε στους μαθητές της, μαζί με το συμμαθητή του Ιωάννη Χατζηνικολάου, το Σεπτέμβριο του 1921 κι αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1926. Εδώ του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικά και παιδαγωγικά από εκλεκτούς επιστήμονες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Δυοβουνιώτη, το Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, τον Αμίλκα Αλιβιζάτο, το Σπυρίδωνα Καλλιάφα κι άλλους. Έλαβε το με αριθμό 390/19-6-1926 διδασκαλικό πτυχίο, το οποίο του άνοιγε το δρόμο για τη δημοτική εκπαίδευση. Ο νεαρός Ριζαρείτης ήταν σε θέση, με τα ξεχωριστά του προσόντα, με την άρτιά του κατάρτιση, με τη μουσική του παιδεία, να υπηρετήσει σωστά κι ευσυνείδητα τον τόπο του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)
Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)

Το 1927 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πήρε απολυτήριο από το 22° Σύνταγμα Πεζικού της Ταξιαρχίας Αρχιπελάγους. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, διορίστηκε δάσκαλος στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων Μανταμάδου. Την εποχή αυτή επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Ιωάννης Καπερνάρος. Στο Μανταμάδο ο νεαρός Ριζαρείτης υπηρέτησε μέχρι το 1933 κι άφησε εποχή. Οι Μανταμαδιώτες, άνθρωποι προοδευτικοί και πνευματώδεις, εκτίμησαν τα προσόντα του και τις ικανότητές του και τον βοήθησαν στο έργο του. Ο «αναγνωστηριακός» δάσκαλος δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί μόνο στα διδακτικά του καθήκοντα. Η αγάπη του για τη σκηνή βρήκε διέξοδο σε θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες μάλιστα πήραν μέρος και γυναίκες, πράγμα που αποτελούσε νεοτερισμό κι ερχόταν σ’ αντίθεση με τα ήθη της εποχής. Το 1932 σκηνοθέτησε το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Σκλάβα», το οποίο παρουσίασε ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων «η Ομόνοια» Μανταδάμου.

Το Νοέμβριο του 1933 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης μετατέθηκε στο Β’ μεικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο Αγιάσου και σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1964, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα οι προϋποθέσεις για δραστηριότητες ήταν ασυγκρίτως καλύτερες, το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο. Εδώ ρίζωσε, εδώ βρήκε την οικογενειακή θαλπωρή που στερήθηκε, όταν ακόμα ήταν παιδί. Συμπαραστάτης του από το 1928 η πιστή σύζυγός του Πηνελόπη, με την οποία απόχτησε πέντε γιους, το Μένανδρο, το Στρατή, τον Παναγιώτη, το Βασίλη και το Χρύσανθο, από τους οποίους οι τρεις ακολούθησαν, όπως κι ο ίδιος, το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης επιβολής. Διακρινόταν ανάμεσα στους συναδέλφους της εποχής του, χάρη στα πνευματικά χαρίσματα και στις παιδαγωγικές του δεξιότητες. Οι γνώσεις του ήταν πλατιές, οι ιδέες του προοδευτικές, οι κρίσεις του ξάστερες, η αγάπη του για το παιδί ανεξάντλητη. Η διδασκαλία του ζέσταινε τις τρυφερές νεανικές ψυχές κι η μαγεύτρα αφηγηματική του ικανότητα, η βαριά επιβλητική φωνή του, που με δυσκολία και κρυφά μπορέσαμε να μαγνητοφωνήσουμε όταν ζούσε, ξέκλεβε το μυαλό και το έφερνε κοντά στις πηγές της γνώσης και της παιδείας. Λαύριζε μέσα του ο πόθος της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας της νεολαίας. Η υπερβολική του ευσυνειδησία τον έκανε να θεωρεί δικό του θέμα την κάθε μαθητική περίπτωση. Ήταν φίλος της τάξης και της πειθαρχίας, ήταν η προσωποποίηση του ενδιαφέροντος για το παιδί. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του ήταν ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό. Στο Χατζηπαναγιώτη, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να μάθεις γράμματα. Πολλοί χρωστάμε σ’ αυτόν τις βάσεις, όλοι τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Πολλές φορές εξοργιζόταν – ήταν από τη φύση του ένας νευρικός δάσκαλος – στενοχωριόταν αφάνταστα, άμα συναντούσε την αμέλεια, την απροσεξία, την πνευματική νωθρότητα. Η νευρικότητα βέβαια ζημιώνει το διδακτικό έργο, αλλά δεν είναι εύκολο μπαίνοντας κανείς στο σχολείο να αφήνει έξω τις προσωπικές του αδυναμίες και τα ελαττώματά του. Η αυστηρότητα του Χατζηπαναγιώτη – το όνομά του μπορούσε να λειτουργήσει στα παιδιά και σαν φόβητρο – ήταν γαλβανισμένη με παιδαγωγικό έρωτα. Ας μην ξεχνούμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή αυταρχικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή δασκαλοκεντρική, σε μια εποχή που είχαν θεοποιηθεί ξεπερασμένες σήμερα παιδαγωγικές θεωρίες και μοντέλα. Ας μην ξεχνούμε ακόμα πως το κακό ξεκινούσε από ψηλά, από το Υπουργείο Παιδείας, από τις κεντρικές υπηρεσίες, από τους προϊστάμενους, γενικά από τη δομή και τους μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι τυποποιημένος, να δουλεύει σαν ρομπότ, να εκτελεί απαρέγκλιτα κάθε διαταγή, να τρέμει κάθε ανώτερό του. Το καλούπωμα αυτό για ορισμένους ήταν εύκολο, για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν βασανιστικό, ψυχοκτόνο.

Όταν κάποτε ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου, προϊστάμενος με αυταρχικές ιδέες κι αστυνομική νοοτροπία, βρήκε στην Αγιάσο αξύριστους και χωρίς γραβάτα το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και τον επίσης μακαρίτη δάσκαλο Παναγιώτη Τσόκαρο, έκρινε σωστό να ζητήσει έγγραφη απολογία και να κυκλοφορήσει εγκύκλιο, στην οποία γινόταν λόγος για το θανάσιμο έγκλημά τους. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από ιδιοσυγκρασία φοβόταν υπερβολικά τους επιθεωρητές, όπως φοβόταν και τις ευθύνες. Το 1963, όταν ήρθε έγγραφο να αναλάβει τη διεύθυνση, αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας στον επιθεωρητή: «Θέλεις να ακολουθήσεις στην κηδεία μου, κάνε με διευθυντή». Από όλους τους προϊστάμενους εκείνος που μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά τον ψυχικό κόσμο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου Ιωάννης Τουρνάς. «Όταν θέλεις να έρθω στην τάξη σου, Χριστόφα, θα έρθω όχι για να σε επιθεωρήσω, αλλά για να απολαύσω τη διδασκαλία σου», του έλεγε κάθε φορά. Ήταν ο προϊστάμενος που εκτιμούσε στο πρόσωπο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη τον άνθρωπο, όχι μόνο τον υπάλληλο κι υφιστάμενο. Ως δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης άφησε στην Αγιάσο εποχή. Της παιδαγωγικής του παρουσίας τα χνάρια μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη όλων όσοι διατελέσανε μαθητές του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης δεν περιορίστηκε μονάχα στα πλαίσια του σχολείου, στα διδακτικά του καθήκοντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες, το πάθος του για το θέατρο κι η διάθεσή του για προσφορά τον έφεραν από νωρίς στο Αναγνωστήριο, στο πνευματοκαλλιτεχνικό κέντρο της Αγιάσου, το οποίο από τα τέλη του περασμένου αιώνα ακτινοβολεί στο χώρο της Λέσβου, αλλά και στο πανελλήνιο. Η ζωή του σ’ ένα στενό περιβάλλον θα ήταν ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. Θα έσβηνε σιγά σιγά μέσα στις βιοτικές μέριμνες, μέσα στην καταθλιπτική μόνωση, μέσα στην πνευματική απραγμοσύνη και στον εφησυχασμό. Το Αναγνωστήριο στάθηκε για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη σωτήριο λιμάνι, όπως και για τόσους άλλους Αγιασώτες, και συγχρόνως ανοιχτό πεδίο δράσης και πραγματώσεων. Χωρίς το Αναγνωστήριο ο δάσκαλος θα ήταν άοπλος κι ανίσχυρος στο δύσβατο δρόμο των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, χωρίς το δάσκαλο το Αναγνωστήριο θα καθυστερούσε αισθητά στον τομέα της θεατρικής παράδοσης και της σκηνοθεσίας.

Untitled-14
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» από τον «Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου» το 1932, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται από αριστερά: Αμαλία Στρατηγού, Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου, Παναγιώτης Δόγκας, Ειρήνη Τσέγκου, Κλεονίκη Τσέγκου, Δημήτριος Μουτζουρέλης, Χριστόφας Μούχαλος, Αντώνιος Αναστασέλης, Δημήτριος Τσέγκος, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, Παναγιώτης Τσόκαρος, Βασίλειος Στρατηγός και Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

Από παιδί ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης παρακολουθούσε τη θεατρική ερασιτεχνική κίνηση της Αγιάσου, η οποία είχε αρχίσει, σύμφωνα με συγκεκριμένες πληροφορίες, από τον περασμένο αιώνα. Το 1915, ενώ ήταν ακόμα δεκάχρονο παιδί, τόλμησε ν’ ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή, την οποία από τότε αγάπησε κι υπηρέτησε με πάθος. Έπαιξε στο πολύ γνωστό την εποχή εκείνη έργο του Κ. Πέρβελη «Γιαννούλα», στο οποίο είχε λάβει μέρος κι ο επίσης μακαρίτης Στρατής Ιωσηφέλης, ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη του ερασιτεχνικού θεάτρου της Μυτιλήνης. Η μεγάλη του αγάπη για τη σκηνική τέχνη τον έφερνε συχνά στο κατάστημα του φανοποιού Μιλτιάδη Μιχ. Σουσαμλή, του γνωστού με το παρωνύμιο Χρόνης, μέσα στο Χάνι της εκκλησίας της Παναγίας, όπου γίνονταν συζητήσεις πάνω σε θέματα θεάτρου και καταστρώνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιλτιάδης Σουσαμλής ήταν ένας άνθρωπος του λαού με έντονη καλλιτεχνική διάθεση, ένας ασπούδαχτος ηθοποιός, ένας λάτρης του θεάτρου. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1941, του αποδόθηκαν κατά την ημέρα της κηδείας από το Αναγνωστήριο τιμές μεγάλου ευεργέτη, εκφωνήθηκε επικήδειος από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, κι αργότερα, το 1953, ανακηρύχτηκε μεγάλος ευεργέτης του σωματείου.

Το πυρετικό ενδιαφέρον του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη για το Αναγνωστήριο, η αυτοκατάρτισή του σε θέματα θεάτρου κι η ασυνήθιστη δραστηριότητά του δεν άργησαν να εκτιμηθούν. Το 1923 απονεμήθηκε από το Αναγνωστήριο σ’ αυτόν και σ’ άλλους ο τίτλος του ερασιτέχνη, επειδή δίδαξαν ερασιτεχνικά και προς όφελος του σωματείου τα έργα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Γκόλφω» και «Η Σκλάβα». Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στην οποία πρωτοεμφανίστηκαν γυναίκες. Από το 1925 πήρε το προβάδισμα κι ανάλαβε τη σκηνοθετική φροντίδα των ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως κι άλλοι κατά καιρούς ασχολήθηκαν με τη σκηνοθεσία. Από τους παλαιούς αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, ο οποίος σκηνοθέτησε πολλά έργα και συνεργάστηκε στενά με το Αναγνωστήριο και με το «Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1925 ως παράρτημα του πρώτου.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης έδωσε όλο του το είναι στην υπόθεση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Με συνεχείς προσπάθειες κατόρθωσε να ανυψώσει τη σκηνοθεσία και να εξασφαλίσει λαμπρές παραστάσεις. Παρακολουθούσε τη θεατρική κίνηση, το ρεπερτόριο της εποχής, έβρισκε τους ικανούς συνεργάτες, διάκρινε τους ταλαντούχους ερασιτέχνες, έκανε διανομή των ρόλων, έτσι που να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, άρχιζε εξαντλητικές πρόβες κι έδινε στον τόπο του, παρ’ όλο που στην αρχή τα μέσα ήταν πολύ φτωχά και περιορισμένα, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού κι εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και κατόρθωνε πάντοτε να ασκεί επίδραση στους μαθητευόμενους ηθοποιούς – ερασιτέχνες, να επιβάλλει την πειθαρχία, να διεγείρει το φιλότιμο και να εκμεταλλεύεται με καταπληκτική μαεστρία την καλλιτεχνική δυνατότητα όλων. Είχε τον τρόπο να γεννά τον έρωτα για το θέατρο και στους άλλους, να δονεί τις ευαίσθητες χορδές τους, να θέτει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικής του παρουσίας. Ήταν άνθρωπος συνεργάσιμος, σεβόταν τις απόψεις των άλλων, παραδεχόταν τα σφάλματά του. Πολλές φορές είχε εκρήξεις θυμού, φουρτούνιαζε, διαβολοέστελνε, αλλά η έξαψη διαρκούσε λίγο, για να δώσει τη σειρά της στη γαλήνη και στη φιλικότητα.

Προπολεμικά ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης σκηνοθέτησε αρκετά έργα, που τα ανέβασε στη σκηνή το Αναγνωστήριο κι ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1926 ως παράρτημα του πρώτου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μόνο εκείνα, για τα οποία έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τον ίδιο ή από άλλες πηγές: 1) Franz Grillparzer «Το στοιχειό του πύργου» (1929), Τίμου Μωραϊτίνη «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν», Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ» (1931), Αλεξάνδρου Bisson «Η Άγνωστος» (1931), Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» (1932), Σπύρου Μελά «Το χαλασμένο σπίτι» (1936), Baudoin Daubigny «Οι δύο λοχίαι» (1937), «Ανησυχίαι πενθερού» (1937).

Στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα, οι δύσκολες καταστάσεις στάθηκαν πραγματική τροχοπέδη στη δράση του Αναγνωστηρίου. Ύστερα από 52 χρόνια έμελλε το σωματείο να διαλυθεί σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 183/1946) και να περιέλθει η περιουσία του για διαφύλαξη, όπως όριζε το Καταστατικό, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέχρις ότου ήθελε ιδρυθεί νέο σωματείο με τον ίδιο σκοπό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1952, με εγκριτική απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 305), το Αναγνωστήριο επανιδρύθηκε, για να συνεχίσει την πολύπλευρη δράση του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, της πείνας, της δυστυχίας, του κατατρεγμού, των πολιτικών παθών και της τρομοκρατίας, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οικογενειάρχης δάσκαλος, ο γνήσιος δημοκράτης, ο πολέμιος του φασισμού – έμειναν ιστορικοί οι καβγάδες του με τον αχώριστο φίλο και συγγενή του, αλλά θαυμαστή των Γερμανών Ευστράτιο Χριστοφαρή ή Καμπά – υπόφερε πάρα πολύ. Είχε οργανωθεί, όπως και τόσοι άλλοι Αγιασώτες, στο ΕΑΜ. Είχε μάλιστα κάνει κι ομιλίες, πράγμα που το χρησιμοποιούσαν αργότερα κακόβουλοι παράγοντες. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκδήλωσης της 25ης Μαρτίου 1944, η οποία είχε ερεθίσει σε μεγάλο βαθμό τους Γερμανούς. Στα χρόνια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι έκρυβε όπλα, γι’ αυτό και τον έδειραν στην Αστυνομία. Σωστά ειπώθηκε πως «έβαλαν χέρι στην αγία τράπεζα». Ήταν η πράξη αυτή μια πικρή μετακατοχική εμπειρία ενός αγαθού ανθρώπου, ενός αγνού ‘Ελληνα.

Με την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου άρχισε μια νέα εποχή, χαράχτηκε ένας νέος δρόμος πνευματοκαλλιτεχνικών πραγματώσεων. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης και σκηνοθέτησε πάρα πολλά έργα, Ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Συνεργάστηκε στενά με πολλά δυναμικά στελέχη και ιδιαίτερα με τον εκλεκτό συμπαραστάτη του Πάνο Πράτσο, άξιο πρόεδρο του ιδρύματος, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. «Εναν τέτοιο θερμουργό ονειρεύτηκα και αμέσως από την πρώτη στιγμή γινήκαμε αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες», μου έγραψε στην από 28 Σεπτεμβρίου 1971 επιστολή του, όταν του είχα ζητήσει πληροφορίες για το ερασιτεχικό θέατρο Αγιάσου.

Το είδος, στο οποίο η συνεργασία του τιμώμενου με τον Πάνο Πράτσο απόδωσε περισσότερο, είναι η οπερέτα. Χάρη στη μουσική κατάρτιση του Πάνου Πράτσου, στις σκηνοθετικές προσπάθειες του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και στην καλλιτεχνική συμμετοχή του κεραμιστή-ζωγράφου Χαράλαμπου Πανταζή, καθώς κι άλλων στελεχών, το Αναγνωστήριο μπόρεσε να παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία μουσικά κι άλλα έργα και να αποσπάσει ευμενέστατα σχόλια. Η παρουσίαση οπερετών από έναν ερασιτεχνικό όμιλο αποτελεί πραγματικό άθλο.

Όλα τα έργα που σκηνοθετήθηκαν από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου μας είναι γνωστά. Άφθονες πληροφορίες υπάρχουν στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, στα προγράμματα, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κι αλλού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο εκείνα τα έργα στα οποία εργάστηκε ως σκηνοθέτης, μόνος του ή με άλλους, όπως τον Πάνο Πράτσο ή το Γιάννη Αλεντά, από το 1954 μέχρι το 1972: Δημητρίου Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» (1954), Νικολάου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (1954), Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» (1933, 1954 και 1965), Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955,1956 και 1967), καθώς επίσης και «Η τύχη της Μαρούλας» (1956), Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1957), Στρατή Αναστασέλη «Ζαμπνιές» (1957), σε συνεργασία με το Χριστόφα Κανιμά, Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού» (1958), Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα» (1960), Αθηνάς Σημηριώτη – Γ. Πομόνη «Θαλασσινές αγάπες» (1961), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1962, 1963), καθώς επίσης και «Το κορίτσι της γειτονιάς» (1963), Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» (1964), Αλέκου Σακελλάριου – Χρίστου Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1966), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Η γυναίκα του δρόμου» (1970), Παντελή Χορν «Το φιντανάκι» (1972), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (1972) και Γεωργίου Μουτζουρέλη «Ο ανάποδος που έγινε αρνί» (1972).

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η συμβολή του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αγιάσου. Μόνο όσοι έχουν πείρα πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι ικανοί να ακριβοζυγίσουν τους κόπους και τις θυσίες του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης πρωτοστάτησε ακόμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Το 1935, όταν πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο φιλόλογος Ηλίας Κουφέλης, οργάνωσε στην Καφενταρία μαζί με άλλους στις 25 Δεκεμβρίου «Μουσικοφιλολογική Βραδιά», η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στο πρόγραμμα της παραπάνω εκδήλωσης αναγράφονται, εκτός των άλλων, είκοσι οχτώ μέλη της Χορωδίας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Το επόμενο έτος, στις 25 Δεκεμβρίου 1936, πρωτοστάτησε πάλι με τη Χορωδία σε μουσικοφιλολογική βραδιά, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στην Καφενταρία. Λίγο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 1937, κατάρτισε τμήμα εκκλησιαστικής Χορωδίας, η οποία έψαλλε στην εκκλησία μόνο κατά τις επίσημες εορτές. Το 1939 έλαβε μέρος και σ’ άλλη αξιόλογη μουσικοφιλολογική βραδιά, η οποία οργανώθηκε για να τιμηθούν ο τότε μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου κι άλλοι επίσημοι. Ακόμα θα πρέπει να σημειώσουμε πως διατέλεσε γενικός γραμματέας του Αναγνωστηρίου για πρώτη φορά το 1935, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κι αργότερα σ’ όλα τα διοικητικά συμβούλια για δώδεκα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1962 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1974, και σύμβουλος από 8 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι που πέθανε.

Η δράση του και η συμβολή του στην ανύψωση του Αναγνωστηρίου εκτιμήθηκαν πάρα πολύ απ’ όλους και ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό και από τους ανθρώπους των γραμμάτων. Από το 1937 ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο ιστορικός της Αγιάσου, τον συγκαταριθμεί ανάμεσα σ’ εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο για το σωματείο. Το προηγούμενο έτος μάλιστα είχε εκτιμηθεί η μέχρι τότε προσφορά του και ανακηρύχτηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου. Το 1974 το τότε Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Πάνος Πράτσος, προέπεμψε με κάθε τιμή τον εκλεκτό εταίρο στην αιώνια κατοικία του. Στις 24 Ιουλίου 1977 το ίδρυμα, οργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο για να τιμήσει παλαιούς αναγνωστηριακούς, έκρινε σκόπιμο να εξάρει την προσωπικότητα του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη με ομιλητή τον επίτιμο δικηγόρο Γιάννη Γιαννάκη. Μαρτυρίες τιμής αποτελούν και τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς για τον αείμνηστο δάσκαλο στα διάφορα λεσβιακά έντυπα.

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)
Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)

Όλοι θυμούνται το φανατικό τοπικιστή, που δεν άλλαζε το χωριό του με τίποτε, που γι’ αυτό θυσίασε κάθε πιθανή προσωπική εξέλιξη και πρόοδο. Τον πακτωλό της καλοσύνης, της αγαθότητας, της τιμιότητας και της αρετής, τον άνθρωπο που ήταν αδύνατο να βλάψει ή να κακολογήσει συνάνθρωπο, έστω κι αν ήταν εχθρός του. Τον αφιλοχρήματο και αφιλοκερδή, που πληρωνόταν για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με την ηθική ικανοποίηση. Τον εραστή της απλότητας των τρόπων, της συμπεριφοράς και της εμφάνισης, που προτιμούσε σαν άλλος κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης το τσαλακωμένο και λιγδιασμένο ρούχο και το παλιό και λιωμένο παπούτσι, που αντιπαθούσε τους επιδειξίες, τους ανθρώπους της θεαματικής προβολής. Τον αναζητητή του περιθωρίου και της σκιάς, τον άνθρωπο που απόφευγε τη δημοσιότητα, τις φωτογραφήσεις, τις ηχογραφήσεις, που δεν μπόρεσε σ’ όλη του τη ζωή να κατανικήσει τη μεγάλη μετριοφροσύνη του. Τον ευσυνείδητο δουλευτή, που έπρεπε να φέρει σε πέρας την εργασία που είχε αναλάβει από δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από παρακίνηση άλλων. Το φίλο του λαού, που μπορούσε να κάνει παρέα μ’ όλους, ακόμα και μ’ αυτούς, που οι περισσότεροι τους περιφρονούσαν και τους απόφευγαν. Τον πρόθυμο συντρέχτη κάθε αδύνατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε πονεμένου. Τον καλλιτέχνη που μεταστοιχείωνε τον ελεύθερο χρόνο του σε πολύτιμη προσφορά στον τόπο του, που διεύρυνε τους ορίζοντες της θεατρικής παιδείας των συγχωριανών του. Το μάγο αφηγητή, το γνώστη της παλαιάς Αγιάσου, της ιστορίας, των θρύλων και των παραδόσεών της, το ευρετήριο του αμίμητου θείου του Ξενοφώντα Σουσαμλή (Ξινόφ’), του οποίου τα ανέκδοτα δεν έπαψαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ίσαμε τις μέρες μας. Τον αξιοπρεπή που δεν ανεχόταν ταπεινώσεις, τον ειλικρινή που έπρεπε να του φερθείς τίμια, να του μιλήσεις με λόγια σταράτα. Τον οργίλο, που θύμωνε και ξεθύμωνε γρήγορα, για να γίνει άκακο αρνί, πράο ανθρωπάκι. Το χαμηλόθωρο, σκυφτό περιπατητή της Αγιάσου, που μοίραζε το χρόνο του στην οικογένειά του, στο σχολείο, όσο υπηρετούσε, στο Αναγνωστήριο και γιατί όχι και στο καφενείο του Στρατή Πληγωνιάτη για κανένα ουζάκι, που τον έφερνε στο κέφι, έλυνε τη γλώσσα του και του άνοιγε διεξόδους, για να ξεχνά κάποια βασανιστικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Τον άνθρωπο της χαράς και της παρέας, τον εύθυμο, τον ομιλητικό, το θυμόσοφο, το ξενύχτη, αν το καλούσε η περίσταση. Τον αποδεκτό απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, Αγιασώτη, αυτόν που τίμησε την προσωνυμία «δάσκαλος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού

 Το επάγγελμα του ασβεστοποιού στην Αγιάσο είναι πολύ παλιό. Θα πρέπει να έχει τις ρίζες του από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της. Από τότε δηλαδή που η Αγιάσος άρχισε να συγκροτείται ως οικισμός.

Κορυφαίος ασβεστοποιός της Αγιάσου ήταν ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, μαζί με τους πρώτους άλλους ασβεστοποιούς, όπως ήταν ο Βρανέλης, που είχε και το επώνυμο Ασβεστάς, και κάποιος Αρβανιτέλης. Πολύ παλαιός ασβεστάς ήταν και ο Μωυσής.

Η έρευνά μας ανάγεται στην εποχή από το 1870 και μετά. Πριν από το έτος αυτό θα πρέπει να ήταν ασβεστάδες οι γονείς των παραπάνω και θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην Αγιάσο μαζί με τους άλλους πολλούς και διαφόρους επαγγελματίες που είχαν κάποια φοροαπαλλαγή. Συγκεκριμένα ο πρώτος μαρτυρημένος ασβεστοποιός της Αγιάσου, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο πατέρας του Παρασκευά Κουδουνέλη, έλκει την καταγωγή του από την Ήπειρο.

Επίσης γνωστός ασβεστοποιός της δεκαετίας του 1930 και μετέπειτα ήταν ο Παναγιώτης Τσάκωνας, που είχε το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα ασβεστοκάμινο στο Καμπούδι, κάτω από το σημερινό Ίδρυμα Ανιάτων και που έβγαζε 11.000 καντάρια ασβέστη, δηλαδή 484.000 οκάδες.

Οι παραπάνω έβγαλαν επαγγελματίες ασβεστοποιούς, τους γιους των, όπως ο Τζάνος Κουδουνέλης, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο Κλεάνθης Κουδουνέλης και ο Ευστράτιος Κουδουνέλης. Από τους Βρανέληδες (Ασβεστάδες) ασβεστοποιοί βγήκαν ο Χριστόφας Βρανέλης και ο Ευστράτιος Βρανέλης.

Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962... Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει...
Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962… Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει…

Άλλοι που ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν ο Μιχαήλ Κουταλέλης, ο Δημήτριος Κουταλέλης, ο Ιωάννης Σιμέλης, ο Νικόλαος Βέτσικας, ο Αντώνιος Καλατζής, ο Παράσχος Λαμπρινός, ο Ευστράτιος Τοπαλής ή Μπάτα, ο Γρηγόριος Κουδουνέλης (συνεχιστής των Κουδουνέληδων ασβεστοποιών), ο Αθανάσιος Μαϊστρέλης, από τη Μικρασία, και ο γιος του Βασίλειος, που ασχολήθηκε πρόσκαιρα ως ασβεστοποιός και μετά έγινε αγροφύλακας. Άλλοι επαγγελματίες ασβεστοποιοί υπήρξαν ο Ευστράτιος Κωμαΐτης (Γούλα), ο Αθανάσιος Κωμαΐτης (Γούλα) και ο Μιχαήλ Παπαπορφυρίου ή Διακέλης.

Πού λειτουργούσαν τα καμίνια

Ασβεστοκάμινα είχαν κατασκευαστεί και λειτουργούσαν σε όλη την περιφέρεια της Αγιάσου, κυρίως όμως μέσα στον ελαιώνα και μέσα στα ρουμάνια, γιατί εκεί υπήρχε η καύσιμη ύλη, δηλαδή οι πρίνοι και τα κλαδιά από τα κλαδέματα και από τα σκολέματα των ελαιοκτημάτων. Η κυριότερη περιοχή όμως ήταν από το Καμπούδι μέχρι τη Φούσα. Πάνω σ’ όλο αυτό το βουνό υπάρχουν και σήμερα ακόμα διάσπαρτα παντού τα παλιά καμίνια, που μαρτυρούν τον κόπο και τα βάσανα των φτωχών εκείνων βιοπαλαιστών.

Πώς ετοιμαζόταν το καμίνι

Ανάλογα με τη χωρητικότητα που επιθυμούσε ο ασβεστοποιός, ανοιγόταν με τον κασμά και με τα άλλα διαθέσιμα τότε εργαλεία (λοστοί, βαριές, φτυάρια, σφυριά) ένας λάκκος. Η βάση του λάκκου μετά χτιζόταν στο κάτω μέρος από μέσα και γύρω γύρω σε ύψος 60 πόντων περίπου με λυγδόπετρες, που δεν ασβεστοποιούνται, και πάνω από τις λυγδόπετρες πάλι ολύγυρα στο λάκκο γινόταν πατούρα από λυγδόπετρα.

Το εσωτερικό χτίσιμο, πάνω από την πατούρα, συνεχιζόταν πια με μαρμαρόπετρα και με λάσπη. Έτσι το καμίνι ήταν έτοιμο, αφού φυσικά είχαν αφήσει και την πόρτα του καμινιού, από την οποία θα το «τάιζαν» με κλαδιά ή ξύλα. Να σημειωθεί ότι και η πόρτα κατασκευαζόταν από λυγδόπετρες, για να μην ασβεστοποιηθεί και καταρρεύσει. Αυτή ήταν η υποδομή του ασβεστοκάμινου, που αργότερα θα φορτωνόταν με μαρμαρόπετρα για ασβεστοποίηση.

Πώς φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο

Αφού έβρισκαν το νταμάρι από μάρμαρο, έβγαζαν με λοστούς, με βαριοπούλες και καμιά φορά και με φουρνέλα τις πέτρες, τις οποίες στη συνέχεια τεμάχιζαν με τη μικρή βαριοπούλα και το σφυρί σε διάφορα κομμάτια, μικρά, μεσαία, μεγάλα.

Έτσι άρχιζαν από την πατούρα να χτίζουν το καμίνι, δηλαδή τοποθετούσαν τις πέτρες που θα ασβεστοποιούνταν. Στη βάση έβαζαν τις μικρές, μετά τις μεσαίες και στο πάνω μέρος – στον τρούλο, όπως τον έλεγαν – έβαζαν τις μεγάλες πέτρες, που τις έλεγαν «κλειδί», γιατί εκεί, σ’ αυτό το σημείο, έκλεινε, «κλείδωνε» το καμίνι. Το κλειδί ήταν και ο καλύτερος ασβέστης, γιατί βρισκόταν στο κέντρο της φωτιάς και ψηνόταν καλά.

Πώς συγκεντρωνόταν η καύσιμη ύλη

Από τα ρουμάνια κόβανε τους πρίνους και τους κάνανε δεμάτια. Κάθε δεμάτι είχε οχτώ αγκαλιές κλαδιά. Από τους ελαιώνες μάζευαν τα κλαδέματα και τα σκολέματα και τα έκαναν επίσης δεμάτια. Όλα αυτά τα δεμάτια τα στέριωναν με δυο μεγάλες πέτρες, για να μην τα πάρει ο αέρας, μέχρι που να ξεραθούν και να έρθει η ώρα τους να χρησιμοποιηθούν.

Αφού φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο και ήταν έτοιμο να δεχτεί τη φωτιά, κουβαλούσαν τα δεμάτια γύρω από το καμίνι. Για τη μεταφορά τους χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο δίχαλο, ένα «τσατάλι» περίπου δυο μέτρων. Το τσατάλι το κάρφωναν πάνω στο δέμα, δηλαδή το έμπηγαν μέσα με δύναμη και με μεγάλη επίσης προσπάθεια το σήκωναν ψηλά και το τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους. Έτσι μετέφεραν όλα τα δεμάτια κοντά στο καμίνι. Ανάλογα με τη χωρητικότητα του καμινιού απαιτείτο και ανάλογος αριθμός δεματιών. Για ένα ασβεστοκάμινο π.χ. 4.000 οκάδων απαιτούντο 180-200 δεμάτια κλαδιά.

Η φωτιά έμπαινε συνήθως πολύ πρωί, γιατί χρειαζόταν ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενης τροφοδότησης, για να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Γι’ αυτή τη δουλειά ασχολούνταν οπωσδήποτε δυο άτομα. Ο ένας τροφοδοτούσε το καμίνι. Με τη βοήθεια ενός σιδερένιου δίχαλου, «τσαταλιού», έπαιρνε τα δέματα και τα έσπρωχνε από την πόρτα μέσα στο καμίνι. Ο άλλος έφερνε τα γύρω δεμάτια κοντά στο πρώτο. Επειδή όμως ο πρώτος καιγόταν από τις φωτιές, κουραζόταν πολύ, διψούσε και πεινούσε, γινόταν εναλλαγή στο έργο τους. Μετά είκοσι τέσσερις ώρες τροφοδοσίας τελείωνε το έργο της ασβεστοποίησης και χρειαζόταν στη συνέχεια ένα ακόμα εικοσιτετράωρο, για να κρυώσει το καμίνι και για να αρχίσει το έργο της εκφόρτωσής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια ως καύσιμη ύλη χρησιμοποίησαν μόνο ξύλα (κουτούκια πεύκων) ή εκχυλισμένο ελαιοπυρήνα. Ο Γιάννης Σιμέλης (Σνάν’) είναι ο πρώτος στην Αγιάσο που χρησιμοποίησε μηχάνημα εκτόξευσης μέσα στο καμίνι εκχυλισμένου ελαιοπυρήνα.

Εκφόρτωση του καμινιού

Ειδοποιούνταν τέσσερις έως πέντε κιρατζήδες (αγωγιάτες), οι οποίοι με τα μουλάρια τους αναλάμβαναν τη μεταφορά του ασβέστη στο χωριό, μέσα σε τρίχινα τσουβάλια. Να σημειωθεί ότι κάθε αγωγιάτης έφερνε δυο ζεύγη τσουβάλια, ώστε το ένα ζεύγος να μένει στο καμίνι για γέμισμα, μέχρι που να επανέλθει ο ίδιος στο καμίνι, και τούτο για να μη χάνεται χρόνος.

Αν είχε βρεθεί προηγουμένως ο αγοραστής του ασβέστη, το προϊόν παραδινόταν κατευθείαν στην οικοδομή του. Αν όχι, αποθηκευόταν, συνήθως στα σπίτια, μέσα σε παλιά κιούπια, βαρέλια ή στέρνες και σκεπαζόταν αεροστεγώς για να μη λιώσει, μέχρι που να πουληθεί. Πάντως φρόντιζαν – και τους συνέφερε αυτό – να έχουν βρει προηγουμένως τον πελάτη. Αποθήκευση συνήθως γινόταν όταν έκλεινε ο καιρός, για να έχουν κάποιο στοκ το χειμώνα, που κατά κανόνα απόφευγαν το κάψιμο του καμινιού, εκτός βέβαια αν υπήρχε και την εποχή αυτή αγοραστικό ενδιαφέρον.

Δυσκολίες του επαγγέλματος

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν επίπονο και σκληρό. Το παραγόμενο είδος φτωχό, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Οι κόποι, τα ξενύχτια δεν έφερναν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η ζήτηση ήταν μικρή, πολλές φορές τελείως ανύπαρκτη, γιατί εξαρτιόταν από την οικονομική ευρωστία του κάθε ενδιαφερόμενου. Η γενική οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε αισιοδοξία και δεν έκανε τον καθένα να ασχοληθεί με το επάγγελμα αυτό. Όσοι βρέθηκαν επαγγελματίες ασβεστοποιοί πάλεψαν σκληρά. Πολλοί εγκατέλειψαν το επάγγελμα και στράφηκαν σε άλλες εργασίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και η νέα τεχνική. Η χρησιμοποίηση του τσιμέντου έδρασε σε βάρος της χρήσης του ασβέστη. Έτσι από 15 και πλέον επαγγελματίες ασβεστοποιούς στο τέλος έμειναν ουσιαστικά δυο, ο Ιωάννης Σιμέλης (Σνάν’), που συνέχισε το επάγγελμα ως το τέλος της ζωής του και ο Γρηγόριος Ευστρατίου Κουδουνέλης, που το 1964 μετανάστευσε στη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι τα έτη 1935-1936 οι ασβεστοποιοί Αγιάσου, για να αποφύγουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, συνέστησαν την «Εταιρεία Ασβεστοποιών Αγιάσου» η οποία λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια διαλύθηκε λόγω ασυμφωνίας των εταίρων της.

Δεν πρέπει να ξεχαστούν και οι σύζυγοι των ασβεστοποιών, που στα σπίτια τους πουλούσαν λιανικώς ασβέστη και έβγαζαν το σχετικό χαρτζιλίκι τους. Γι’ αυτό και το χωριό ήταν πάντα πεντακάθαρο και κάτασπρο, γιατί υπήρχε και σχετική αστυνομική διάταξη γι’ αυτό.

Άδεια ασβεστοποίησης

Πρέπει να σημειωθεί ότι για να καεί κάθε καμίνι χρειαζόταν προηγουμένως σχετική άδεια του Δασαρχείου Μυτιλήνης. Έπρεπε να πληρωθεί πρώτα ο φόρος, που ήταν ανάλογος με τη χωρητικότητα του καμινιού, και για το σκοπό αυτό ερχόταν επιτόπου ο δασικός υπάλληλος και μετρούσε στο καμίνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι φτωχοί αυτοί βιοπαλαιστές πήγαιναν για το σκοπό αυτό στη Μυτιλήνη με τα πόδια. Αν δεν έβγαζαν άδεια και αν τους ανακάλυπταν, επιβαλλόταν βαρύ πρόστιμο και το καμίνι δεν έφτανε για την πληρωμή του.

Τι γινόταν σε περίπτωση βροχής

Κατά κανόνα τα καμίνια ψήνονταν το καλοκαίρι, γιατί τότε χτίζονταν και τα γιαπιά και υπήρχε ζήτηση. Όταν καμιά φορά συνέβαινε να πέσει απότομη βροχή, γινόταν το εξής: Όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, γιατί η θερμοκρασία του ήταν υψηλή, περίπου 2.000 βαθμοί και το νερό της βροχής που έπεφτε γινόταν ατμός και τη νύφη την πλήρωναν οι ασβεστοποιοί που το τροφοδοτούσαν και που γίνονταν μουσκίδι. Όταν όμως είχε πια καεί το καμίνι και βρισκόταν στο στάδιο του εικοσιτετράωρου, για να κρυώσει, ο ασβεστοποιός, όπου κι αν βρισκόταν, μέρα ή νύχτα, έπρεπε να τρέξει στο καμίνι του και να το προστατέψει με κάθε τρόπο, για να αποφύγει την καταστροφή.

Η γιορτή των ασβεστοποιών

Το σινάφι των ασβεστοποιών Αγιάσου γιόρταζε τη γιορτή του στις 20 Ιουλίου, δηλαδή του Αϊ-Λια. Τη μέρα εκείνη ξεχνιούνταν οι κόποι και τα βάσανά τους και το έριχναν έξω. Στα καφενεία που σύχναζαν στρώνονταν τα τραπέζια με εκλεκτούς μεζέδες, με γιουβέτσια και με ποτά. Έτσι άρχιζαν πρώτα τα λιανοτράγουδα κι όταν έφταναν στο κέφι έστελναν και ειδοποιούσαν τα νταούλια και τα βιολιά. Και κατέφθαναν εκεί οι περίφημες κομπανίες της Αγιάσου. Το γλέντι αυτό κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Κορυφαίος στο επάγγελμα, αλλά και κορυφαίος στο γλέντι αυτό ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, ο οποίος δεν έχανε ποτέ τη γιορτή αυτή κι ας γκρίνιαζε η συμβία του Μαριγώ. Μια φορά κανείς γλεντάει τη φτώχεια του!

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – Τ’ ΑΡΑΜΠΑΔΕΛ’

Εμείς τα παιδιά της Αγιάσου, της εποχής του ’50, είχαμε πολύ νωρίτερα αντιληφθεί την ανάγκη της απόκτησης Ι.Χ. Κανείς δε γινόταν «κάποιος» στην κοινωνία μας, αν δε διέθετε το ανάλογο τετράτροχο. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο, απρόσωπο προϊόν κάποιας βιομηχανικής παραγωγής, αλλά όχημα χειροποίητο αξίας, φτιαγμένο με μεράκι, με εφευρετικότητα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Αν έχουν μάλιστα διασωθεί ακόμα μερικές από αυτές μας τις κατασκευές, σίγουρα σήμερα θα έχουν μεγάλη(…) συλλεκτική αξία για το πρωτότυπο «ντιζάιν» και τη μοναδική και απαράμιλλη προσωπικότητα. Και μάλιστα εμείς, πρωτοπόροι της τεχνολογίας από τότε, φτιάχναμε τις κατασκευές μας καθαρά οικολογικές, με ανακυκλώσιμα υλικά και χωρίς να επιβαρύνουμε καθόλου το περιβάλλον με… φωτοχημικό νέφος.

Και τώρα που σίγουρα εξήψα τη φαντασία σας, ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος.

Λέξη μαγική και θορυβώδης το αραμπαδέλ’, που ακόμα και σήμερα ξυπνά στ’ αυτιά μου ήχους και μετά εικόνες ανεξίτηλες, που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη, όπως και κάθε άλλη σημαντική έννοια, που γέμιζε την παιδική μας ψυχή. Το «αραμπαδέλ’» ήταν μια δύσκολη κατασκευή, που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εργαλεία κατάλληλα και υλικά δυσεύρετα για μας. Οι πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν κάποιο μεγαλύτερο αδερφό ή ακόμα καλύτερα κάποιο συγγενή μαραγκό για την εξασφάλιση των βασικών υλικών που ήταν τα ξύλα.

Με ξύλα γερά και ανθεκτικά φτιαχνόταν πρώτα το «σασί», που θα σήκωνε και το υπόλοιπο βάρος της κατασκευής. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα ήθελε ο κεντρικός άξονας, γιατί σ’ αυτόν θα προσαρμόζονταν το τιμόνι και οι άξονες των τροχών. Το πάτωμα απαιτούσε λεπτά και ανθεκτικά σανίδια, καρφωμένα με πολλή προσοχή, για να μην αφήνουν κενά και για να αντέχουν το βάρος ενός έως δύο επιβατών, ανάλογα με το… μοντέλο.

Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ». (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Αγιασώτικο «αραμπαδέλ ».
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Και πάμε τώρα στα δύσκολα. Το πιο δυσεύρετο, αλλά εντελώς απαραίτητο υλικό, ήταν η κεντρική βίδα με παξιμάδι, που συνέδεε σταυροειδώς τον άξονα των μπροστινών τροχών με τον κεντρικό άξονα (ας πούμε το διαφορικό), ώστε να δίνει τη δυνατότητα να στρίβει αξιοπρεπώς το όχημα, σύμφωνα με τις εντολές του οδηγού. Αφού εξασφαλιζόταν κι αυτό, έμενε πια το…σημαντικότερο, δηλαδή οι ρόδες. Εδώ άρχιζαν τα πολύ δύσκολα.

Έπρεπε να εξασφαλισθεί ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου ισόπαχο, ξερό και ιδιαίτερα ανθεκτικό, διαμέτρου 20-25 εκατοστών. Με το πριόνι ή ακόμη καλύτερα στην κορδέλα έπρεπε να κοπούν φέτες πάχους 5-6 εκατοστών, που θα μετατρέπονταν σε ρόδες (κύριες και ρεζέρβες). Τέλος με ειδικό εργαλείο και πολλή υπομονή έπρεπε να ανοιχτεί σε κάθε ρόδα η κεντρική τρύπα, για να προσαρμοστεί στο λίγο λεπτότερο άξονα, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη περιστροφή. Τώρα πια, με την προσθήκη και του τιμονιού, το «αραμπαδέλ » ήταν έτοιμο για δράση, αρκεί να εξασφαλιζόταν και η ανάλογη πίστα για τα… ράλι. Βλέπεις τα καλντερίμια της Αγιάσου δεν ήταν ο καλύτερος δρόμος για ένα άνετο και ασφαλές ταξίδι. Το πλακόστρωτο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας ήταν ό,τι έπρεπε, αλλά το «Κουμλέλ » (ο καντηλανάφτης) δυστυχώς για μας ήταν πανταχού παρών και είχε και βαρύ χέρι, αν μας έπιανε.

Περιοριζόμαστε λοιπόν σε όποιο μικρό χωμάτινο κατηφορικό δρομάκο μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε και εκεί γίνονταν κόντρες, αγώνες ταχύτητας και ευελιξίας, ακόμα και… ατυχήματα. Και όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, δεν έλειπαν ούτε κι αυτά (ασήμαντα ή και σοβαρά), αφού ελλείψει χώρων μέχρι και η ταράτσα της δεξαμενής του χωριού χρησιμοποιήθηκε για πίστα αγώνων. Και οι φίλοι και συμμαθητές Νίκος Πατσής και Κομνηνός Σαμοθρακής θα θυμούνται ακόμα το «σάλτο μορτάλε», που πραγματοποίησαν από το ύψος της δεξαμενής, και τις μέρες που πέρασαν στο νοσοκομείο.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 82/1994