4-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Θαρείς κι όλα ημέρωσαν. Το κρύο είναι τσουχτερό μα ο ήλιος που βγήκε ύστερα από τόσες μέρες το μαλακώνει. Σήμερα ξεκουραστήκαμε. Το βράδυ φορτώνουμε τ’ αυτοκίνητα κριθάρι. Αύριο θα πάμε στην Κορυτσά

05/12/1940

Θαρείς κι όλα ημέρωσαν. Το κρύο είναι τσουχτερό μα ο ήλιος που βγήκε ύστερα από τόσες μέρες το μαλακώνει. Σήμερα ξεκουραστήκαμε. Το βράδυ φορτώνουμε τ’ αυτοκίνητα κριθάρι. Αύριο θα πάμε στην Κορυτσά.


6/12/1940

Πρωί ξυπνάμε. Ρόφημα, παίρνουμε εφόδια, βενζίνη και τροφή και ξεκινάμε όλη η φάλαγγα. 40 αυτοκίνητα στη σειρά. 126 χιλιόμετρα μέσω Φλωρίνης. Ο δρόμος πάνω απ’ τη Φλώρινα είναι γεμάτος χιόνι κι ανεβαίνουμε 19½ χιλιόμετρα ανηφοριά. Περνάμε πάνω απ’ τα σύννεφα. Ένας ήλιος λούζει τις βουνοκορφές. Κάτου ο κάμπος φαίνεται σαν ο ήλιος διαπερνά τα σύννεφα σαν από αεροπλάνο. Εργάτες σκάβουν τους πάγους κι ανοίγουν το δρόμο. Τρακτέρ δουλεύουν για τον ίδιο σκοπό. Ατέλειωτη σειρά απ’ αυτοκίνητα σκαρφαλώνει τα ψηλά βουνά. Είναι απ’ όλες τις μοίρες όλα τ’ αυτοκίνητα της Ελλάδας που τροφοδοτούν τους φαντάρους της πρώτης γραμμής. Περνούμε τα σύνορα. Κάπου έχουν ανατινάξει κάτι βράχους οι Ιταλοί για να φράξουν το δρόμο. Παντού τα σημάδια του πολέμου. Συρματοπλέγματα, λάκκοι θεόρατοι από βόμβες, και τα χωριά που συναντούμε είναι ερειπωμένα απ’ τους βομβαρδισμούς. Αρβανίτες χωριάτες με τα φέσια τ’ άσπρα πολεμούν και σιάζουν δρόμους. Κοντεύουμε την Κορυτσά. Δύο βουνά στέκονται επιβλητικά με τις χιονισμένες τους πλαγιές. Είναι το ‘λβαν και το Μοράβα κι ανάμεσά τους περνάει ο δρόμος.

ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ

Προχωρούμε. Κάπου βρίσκουμε κανόνια που έπεσαν λάφυρα στα χέρια του στρατού μας. Η Κορυτσά φαίνεται. Πλάι στο δρόμο νιόσκαφοι τάφοι μαρτυρούν πως κρύβουν μέσα τους αγγαλιαστούς πολλούς  πολεμιστές Έλληνες και Ιταλούς. Όλοι τους παιδιά μανάδων που μαυροφόρεσαν. Κρύος που είναι ο θάνατος! Καημένα παιδιά! Δεξιά μας είναι αεροδρόμιο τέως Ιταλικό. Τρία αεροπλάνα καμένα στις άκρες του κείτουνται. Μπαίνουμε στην Κορυτσά. Μεγάλη κίνηση. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Είναι σήμερα τ’ Αϊ Νικόλα. Παντού στρατιώτες. Τραυματίες, αιχμάλωτοι Ιταλοί φορτώνονται στ’ αυτοκίνητα και στέλνονται πίσω στην Αθήνα. Ξεφορτώνουμε σ’ ένα στρατώνα Ιταλικό. Το πυροβολικό μας τον έχει ρημάξει. Έμαθα πως ο αδερφός μου ο Αντώνης βρίσκεται στην Κορυτσά. Τον γυρεύω παντού κι αυτός εμένα μα δεν μπορούμε να συναντηθούμε. Φεύγω λυπημένος στις 5 τ’ απόγεμα. Νύχτα κι έχω 152 χιλ. να τρέξω μέσον Καστοριάς. Ο συνοδηγός μου είναι ένα απλοϊκό παιδί από το Σουφλί. Μου διηγείται τη ζωή του κι ένα σωρό πράματα. Η μοναξιά κι ο στρατός πώς ενώνει τους ανθρώπους!

Φτάνουμε στις 10 τη νύχτα στη βάση μας. Δεν έχω όρεξη, δεν τρώγω και νιώθω πολύ κουρασμένος. Ύπνος γλυκός. Ξυπνώ και συλλογιέμαι για κείνα που πέρασαν. Ένα πρόσωπο αχνοφέγγει μες το σκοτάδι σαν παρηγοριά. Το κορίτσι που άφησα στο χωριό κει κάτου. Βαγγελίτσα παρηγοριά μου κι ελπίδα μου. Ψάχνω το φυλαχτό μου και τη συλλογιέμαι.

Η Βαγγελίτσα (ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ)

Το πρωί ήρθε μια γριά μες το δωμάτιο του χαμόσπιτου που κοιμόμαστε αγκαλιά με το Στρατή Δουκάκη. Ήρθε ν’ ανάψει τη σόμπα. Θυμάμαι τη μάνα μου και δακρύζω. Είναι η γιαγιά του σπιτιού. Μιλάει τα Λαζικά . Είναι απ’ τον Καύκασο. Μας περιποιείται σαν μάνα.

3-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ. του Πολυδώρου και της Δέσποινας της Κλάσεως 1928

Φτάσαμε το πρωί στο Αρμενοχώρι, τελευταίο σταθμό. Το δόντι πονάει. Είναι δυο νύχτες και δυο μέρες τώρα

2/12/1940

Όλη μέρα ταξίδι. Νυχτώνει. χιόνια. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Το δόντι μου πονάει φοβερά. Νευριασμένος, κουρασμένος με πόνους συνεχίζω το ταξίδι για τη Φλώρινα.


3/12/1940

Περάσαμε τη Δράμα και τώρα τη Δοϊράνη. Βρήκαμε τον Κ. Σοφιαδή.

Το πρωί τη 4-12-40 φτάνουμε στη Σαλονίκη.


4/12/1940

Φτάσαμε το πρωί στο Αρμενοχώρι, τελευταίο σταθμό. Το δόντι πονάει. Είναι δυο νύχτες και δυο μέρες τώρα. Το κρύο μας περουνιάζει. Όλοι φυσάνε τα χέρια τους. Χάλια. Τ’ αυτοκίνητα σχηματίζουν φάλαγγα και φτάνουμε στη Φλώρινα. Μας πάνε στην Κλαδόραχη στη Μοίρα 3η Θεσ/νικης. Ένας ανθ/γος είναι σαν διάνος φουσκωμένος. Του λέω να μ’ αφήσει να βγάλω το δόντι μου.

Σκάσε ρε, στην Αλβανία θα σ’ το βγάλουν οι Ιταλοί.

Τώρα κοντά στον πονόδοντο έχω και μια πληγή στην καρδιά απ’ τα λόγια του. Παίρνω τα χωράφια και σκέφτουμαι. Τι θα γίνει; Πώς θα το υποφέρω; Ο θεός το ξέρει. Βραδιάζει. Σ’ ένα ρέμα βρισκόμαστε. Πού θα κοιμηθούμε; Κάτω απ’ ένα γεφύρι που δίπλα κυλάνε ακάθαρτα νερά του χωριού. Οι φαντάροι ανάβουν φωτιά και ζεσταίνονται. Είμαστε ναυτικοί. Κάποιος φαντάρος φέρνει 3 λάχανα. Τα μασάμε. Είναι τόσο γλυκά για την πείνα μας! Το κρύο λάχανο μουδιάζει τα δόντια και ο πόνος γίνεται γενικός σ’ όλα, μα η πείνα είναι τόση που όλα τούτα παραμερίζονται. Μέσα στην απελπισία τους έρχεται ο διοικητής της μοίρας του Ελέφαντα. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή και ενέργεια. Μας παίρνει στη δύναμη της μοίρας του κι έτσι ο ελέφαντας μού γίνεται το πιο συμπαθητικό ζώο. Τραβάμε νύχτα 35 χλμ., περνούμε το Αμύντιο και φτάνουμε στη βάση της Μοίρας στο χωριό Ροδώνα. Όλοι μας υποδέχουνται πρόσχαρα. Μας δίνουν φαΐ, κουβέρτες, σταφίδες, τσιγάρα, κονιάκ. Όλα ξεχάστηκαν.

Ο Στρατής Αναστασέλης στη μοίρα «Ελέφαντας»

2-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ. του Πολυδώρου και της Δέσποινας της Κλάσεως 1928

Στη βάρκα πήραμε ένα σκυλί που το ταΐζαμε στη Μοίρα. Απ’ το μουράγιο κουνούν οι γνωστοί μαντήλια κι εγώ τους κουνώ το πόδι του σκύλου

25/11/1940

Ως τις 25-11-40 είμαι στη δύναμη της Μοίρας Μυτιλήνης. Περνώ καλά ανάμεσα σ’ ανθρώπους που γνωρίζω κι ύστερα είμαι κοντά στ’ αδέρφια μου Μαριάνθη, Μήτσο και Γιωργίτσα. Ο Αντώνης ο αδερφός μου βρίσκεται στο μέτωπο οδηγός σε αυτοκίνητο του στρατηγού Ραζή Σ.


26/11/1940

Είμαστε 24 για ταξίδι. Έχω 9 άνδρες για την 5η Μοίρα Αλεξανδρούπολης. Μπαίνουμε στο καράβι. Στη βάρκα πήραμε ένα σκυλί που το ταΐζαμε στη Μοίρα. Απ’ το μουράγιο κουνούν οι γνωστοί μαντήλια κι εγώ τους κουνώ το πόδι του σκύλου. Όλοι γελάνε με δάκρυα στα μάτια και μας φωνάζουν, Στο καλό…

Φουρτούνα μεγάλη. Σκοτάδι στο καράβι. Δε βλέπουμε κι όπου βρεθούμε εκεί πρέπει να ξημερωθούμε. Μας δίνουν σωσίβια. Τα φοράμε και γελούμε. Ειν’ αστείο να πας καλά κι άξαφνα ένα υποβρύχιο ή ένα αεροπλάνο να σ’ αναγκάζει να κολυμπάς. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Φτάνουμε στο Πειραιά το πρωί της 27-11-40.

Τρώμε στην Αθήνα και κοιμόμαστε με το Στρατή Δουκάκη στο σπίτι της ξαδέρφης του.

ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ, ΔΟΥΚΑΚΗΣ
Ο Στρατής Αναστασέλης δεξιά κι ο Στρατής Δουκάκης αριστερά, όταν υπηρετούσαν στη Σ. 6 Μοίρα Ελ. Αυτοκινήτων

27/11/1940

Μια μέρα και μια νύχτα στην Αθήνα. Δεν μπορούμε να συνέρθουμε απ’ τ’ άσχημο ταξίδι.


28/11/1940

Το μεσημέρι ξεκινάμε για την Αλεξανδρούπολη με το τρένο. Τρίτη θέση κι όμως ως τη Σαλονίκη έχουμε ταξίδι καλό. Οι θέσεις αρκετά καλές μα ύπνος εδώ δεν κολλάει.


29/11/1940

Φτάνουμε στη Σαλονίκη και φεύγουμε το μεσημέρι για την Αλεξανδρούπολη

Όλη νύχτα ταξίδι. Το τρένο είναι φορτηγό. Υποφέρουμε, κρυώνουμε. Ξηροφαγία κι όλα τ’ άσχημα απόψε.

Είναι 2 τα μεσάνυχτα. Φτάνουμε στη Δράμα. Το τρένο δεν πάει πιο πέρα. Μένουμε στη Δράμα. Πάμε στο ξενοδοχείο. Ένας ανώτερος αξιωματικός βρίσκεται στο σαλόνι.


– Στρατιώτης στο ξενοδοχείο! Μπρος να πάτε ρε στο Σύνταγμα να κοιμηθείτε.
– Δεν έχουμε κουβέρτες κ. Ταγματάρχα.
– Να κόψετε το λαιμό σας, γκρεμισθείτε. 

Εμείς δεν γκρεμιστήκαμε μήτε το λαιμό μας κόψαμε μόνο που αλλάξαμε ξενοδοχείο. Ξημέρωσε. Ο ύπνος ο λίγος ήταν βάλσαμο. Ύπνος γλυκός που τον χάσαμε τόσες μέρες.


30/11/1940

Όλη μέρα στη Δράμα. Το τρένο φεύγει στις 11 το βράδυ.

Φτάνουμε με τις ίδιες περιπέτειες στην Αλεξανδρούπολη την Κυριακή το μεσημέρι στις 1-12-40


1/12/1940

Βρέχει λάσπη. Ώσπου να φτάσουμε στη Μοίρα είμαστε βρεμένοι και χωμένοι στη λάσπη. Μας δίνουν τυρί και ψωμί, το ίδιο φαΐ μέρες τώρα. Βραδιάζει και μας ετοιμάζουν για το μέτωπο. Μας δίνουν αυτοκίνητα, κράνη, ξηρά τροφή. Είναι 3 το πρωί και μας ξυπνάνε. Μας βάζουν σ’ ένα φορτηγό και μας πάνε στο τρένο. Τ’ αυτοκίνητα φορτωμένα. Βρέχει.

1-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ. του Πολυδώρου και της Δέσποινας της Κλάσεως 1928

Τ’ άκουγα και μου φαινόταν περίεργο πώς μπορούν να κάνουν πόλεμο οι άνθρωποι του 1940. Κι όμως ήρθε η μέρα τούτη κι’ όσο να’ μουνα ενάντιος στους πολέμους τώρα βρίσκω πως δεν μπορεί αλλιώς να γίνει. Έτσι κι εγώ κοντά σ’ όλα τα νιάτα ντύθηκα στο χακί κι αρχίζω τη ζωή του φαντάρου

28/10/1940

Τ’ άκουγα και μου φαινόταν περίεργο πώς μπορούν να κάνουν πόλεμο οι άνθρωποι του 1940. Κι όμως ήρθε η μέρα τούτη κι’ όσο να’ μουνα ενάντιος στους πολέμους τώρα βρίσκω πως δεν μπορεί αλλιώς να γίνει μια κι άθελά μας τραβιούμαστε στο μακελειό απ’ ένα τρελό κακούργο το Φασίστα που σαν ύαινα κόλλησε στο ψοφίμι της Ευρώπης ο αρχιρεκλαμαδόρος το αίσχος που λέγεται Μπενίτο Μουσολίνι. Έτσι κι εγώ κοντά σ’ όλα τα νιάτα ντύθηκα στο χακί κι αρχίζω τη ζωή του φαντάρου.

Οι επιστρατευόμενοι οδηγοί Λέσβου με ένα λεωφορείο, κατά πάσαν πιθανότητα επίτακτο, αποθανατίζονται το 1940 στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Πρώτος, από αριστερά, όρθιος ο αμίμητος χωρατατζής της Αγιάσου Κώστας Βουλβούλης (με τα χέρια στις τσέπες), ενώ τέταρτος (καθήμενος στον «ουρανό» του λεωφορείου) ο δεκανέας Στυλιανός Ιωάννη Μαστραντωνάς (Βιλάκ’). Δεύτερος, απο δεξιά μπροστά, πιθανότατα ο Στρατής Ιωάννη Δουκάκης