ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΑΓΡΙΤΗΣ. Ο κορνετίστας και τρομπονίστας της χτεσινής Αγιάσου

Στις 7-9-2002 είχα την ευκαιρία και συνάμα τη χαρά να πάρω συνέντευξη στην Αγιάσο από τον απόμαχο μουσικό Δημήτριο Ιωάννου Αγρίτη, τον οποίο επισκέφτηκα και δεύτερη φορά, στις 3-1-2003, στο σπίτι του, στην οδό Έλλης, της συνοικίας Αϊ-Γιάννης, για συμπληρωματικά στοιχεία. Επιδίωξή μας να ευαισθητοποιήσουμε με τον τρόπο αυτό τους Αγιασώτες και όχι μόνο, να καλλιεργήσουμε την αρχειακή συνείδηση, να συγκεντρώσουμε χρήσιμο υλικό, φιλολογικό, ιστορικό, λαογραφικό, φωτογραφικό, και στη συνέχεια να το αξιοποιήσουμε.
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 18 Ιουλίου 1917. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου Αγρίτης, που είχε το παρατσούκλι Πατσά, και η Παναγιωτούδα (Μπουτούδ’), κόρη του Νικολάου Ιωάννου Κουλαξίζη ή Κουλαξιζέλη και της Φωτούδας Καραγιάννη. Η Παναγιωτούδα ήταν γνωστή και ως Ιν’κόλινα, από το μικρό όνομα του πατέρα της, που το πήρε και το ψυχοπαίδι, ο Παναγιώτης Κουλαξιζέλης ή Γιαννάκας (Μπώτ’ς του Ν’κόλ’). Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης και συγγένευε με τους άλλους Αγρίτες της Αγιάσου. Η μάνα μου εκτός από καλή νοικοκυρά ήταν και φημισμένη γιάτραινα. Ήξερε από στραμπουλίγματα και σπασίματα χεριών και ποδιών, θεράπευε τον «αφαλό» και έβγαζε από τα μάτια των ραβδιστάδων «αχνούς». Κάποτε, μάλιστα, γιάτρεψε από μόλυνση το μάτι του σιδερά Ζαχαριά Βατρικά, που οι γιατροί της Αθήνας ήθελαν να το βγάλουν και στη θέση του να βάλουν γυάλινο, όπως ήταν τότε της μόδας. Χρησιμοποιώντας κουκούλι μεταξοσκώληκα, αφαίρεσε με μια δυο επιδέξιες κινήσεις το σφηνωμένο σιδεράκι, επάλειψε το μάτι με ασπράδι αβγού και το θάμα έγινε!

 

Μικρότερος μου αδερφός ήταν ο Κώστας. Αυτός γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμιβρίου 1920 και συχωρέθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 68 χρονών. Είχε θήλωμα κύστης, που εξελίχτηκε σε καρκίνο, ο οποίος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες. Υποβλήθηκε σε πολλές εγχειρήσεις και υπόφερε. Σύζυγός του ήταν η Άρτεμη, η κόρη του Τζάνου και της Γιαννούλας Κουδουνέλη. Παιδιά τους ο Δημήτριος και η Παναγιώτα, που μένουν στο Παλαιό Φάληρο, στην Παναγίτσα.

 

Με βάφτισε η Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Αντωνίου Διαμαντή, το γένος Ευστρατίου Κασέτα, που ήταν στολιδού και πάντα καλοφορεμένη. Μου έδωσε τ’ όνομα του παππού μου, αλλά και του γιου της Δημητρίου, ο οποίος πέθανε από βλογιά. Είχε και έναν άλλο γιο στην Αμερική, το Στρατή. Το παρατσούκλι Παγώνα, που το έχω μόνο εγώ, το οφείλω στο εξής περιστατικό. Πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, στην Κατοχή, παίζοντας μια μέρα χαρτιά με το Σταύρο Μπεγιάζη και με το Χριστόφα Συκή, στο καφενείο του δευτέρου, που ήταν στο χώρο του τωρινού σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου, στην Αγορά, έχανα, νεύριαζα και θύμωνα. Ο Συκής, σε κάποια στιγμή, για να με πικάρει περισσότερο, είπε: Θα σι κάνου, Δημητρό, να κλαις σαν του παγόν’! Έτσι από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι σφραγίδα και το Αγρίτης παραμερίστηκε. Πρέπει όμως να βοήθησε στην καθιέρωση και κάτι άλλο. Ντυνόμουνα όμορφα, μερακλίδικα, και φορούσα παπούτσια που έτριζαν. Κάποιοι κοροϊδευτικά έλεγαν: Κ’νιέτι σαν του παγόν’!

Default 4
Ο Δημητριος Αγρίτης πριν από σαράντα πέντε περίπου χρόνια. (PHOTO-OLYMPE ΣΤΡΑΤΗ ΚΑΜΠΑ ΑΓΙΑΣΣΟΣ)
Τέλειωσα το Δημοτικό στην Αγιάσο. Ήθελα να προχωρήσω, γιατί ήμουνα καλός μαθητής και τα μάθαινα τα γράμματα, αλλά δεν είχαμε παράδες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Στυλιανίδης. Δασκάλους είχα τον Ευστράτιο Φωτεινέλη, το Βασίλειο Γαλετσέλη, τον Ηλία Λίβανο (Μπασμπάλη) και το Στρατή Κολαξιζέλη (Κακάβη). Συμμαθητές και συμμαθήτριές μου ήταν ο Βασίλειος Αϊβαλιώτης, ο Δημήτριος Βασιλάκης (Αριστίγια), ο Στρατής Γαββές, η άτυχη Έλλη Ηλιογραμμένου, η Έλλη Παναγιώτου Τάλιου-Παγωτέλη, η Ελένη Τσιβγούλη-Αναστασέλη, η Μύρτα Νιγδέλη-Καβαδέλη, η Μαριάνθη Δημητρίου Ψύρρα και άλλοι.

 

Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπρεπε και εγώ να δουλέψω, όπως και άλλα

παιδιά. Είχαμε κάνει ομάδα και πηγαίναμε στα ξύλα, στο δάσος της Μεγάλης Λίμνης, αλλά και στο Αζόπ, από τα Καμπιά. Τα πουλούσαμε στους φουρνάρηδες, 25 δραχμές το γομάρι. Ο Παναγιώτης Χαλέλης εκτός από τα χρήματα έδινε και ένα παξιμάδι. Στην ομάδα ήμασταν Μπουτζαλιώτες, ο Κομνηνός (Κουμέλ’) Παρασκευαϊδης (Κουλούντζ’), ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που ήταν εγγονός του μουσικοδιδάσκαλου Κομνηνού Αμανίτη, οι Γεωργαντήδες ή Νταλάδες, ο Κώστας και ο Στρατής, ο Κυριάκος Πασχαλιάς, ο Βασίλειος Χρυσάφης (Μπαγνέζος) και ο Τζάνος Κουρός (Κ’τσάφτ’ς). Παράλληλα με τη δουλειά, ανάλογα με την εποχή, μας απασχολούσαν και άλλα. Μαζεύαμε «αξ’νηθρουγούλια» και καμπανάρια, που έμεναν στα αμπέλια μετά τον τρύγο. Εγώ είχα το γάιδαρο του ράφτη Κομνηνού Τσουκαρέλη και με αυτόν κουβαλούσα τα ξύλα.
 

Αυτός που με παρότρυνε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική ήταν ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που έπαιζε βιολί, όπως και ο παππούς του. Μια μέρα, που είχαμε πάει μαζί στα ξύλα, μου πρότεινε ν’ αγοράσω ένα μουσικό όργανο. Η ιδέα του μου άρεσε, αλλά με προβλημάτισε το είδος του οργάνου. Τελικά αποφάσισα και αγόρασα μια κορνέτα, μια τρόμπα. Πήγα, σε ηλικία δεκαεφτά περίπου χρονών, στον Ευστράτιο Ρόδανο (Άννα) και παρακολούθησα συστηματικά μαθήματα. Έδινα 25 δραχμές το μάθημα. Επιθυμία μου ήταν να μου γράψει σκοπούς, για να βγαίνω να παίζω. Θυμάμαι που μου έγραψε το σκοπό «Τα ξύλα». Αργότερα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, προχωρούσα μόνος μου.

Default 9
Το δελτίο ταυτότητας του Δημητρίου Αγρίτη, ως μέλους του Σωματείου Μουσικών Λέσβου (23-12-1955)
 

Αρχικά συνεργάστηκα ως μουσικός με το βιολιτζή Κομνηνό Παπουτσέλη, με τον Προκόπιο Μπουρλή, που ήταν φούρναρης, αλλ’ έπαιζε και μπάσο, και με το σαντουριέρη Κωστή Καχιλέλη. Αν δεν κάνω λάθος, πρωτοέπαιξα το 1937 στο καφενείο του Αγγελή Καραγιάννη, που ήταν στη θέση του σημερινού καφενείου του Σταύρου Ψαρρού. Προπολεμικά επίσης πήγαινα στο Αμπελικό και συνεργαζόμουνα με τους ντόπιους Βερβέρηδες (Φράγκους), τους γιους του καφετζή Νικολάου Βερβέρη (Φράγκου), τον Αντώνη, που έπαιζε κλαρίνο, και το Σωκράτη, που έπαιζε βιολί. Στο χωριό αυτό γίνονταν τα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου και συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Το 1938, επιστρέφοντας κάποια μέρα από το Αμπελικό, πληροφορήθηκα πως στο χωριό μας έγινε ένα φοβερό έγκλημα, με θύματα συγγενείς του Νικολάου Καζαντζή (Καρακάση).

 

Ήμουνα της κλάσης του 1938 και στις 28 Οκτωβρίου κατατάχτηκα στον 7ο Λόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού Μυτιλήνης, στο οποίο διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Μπαλής. Το 22ο Σύνταγμα Πεζικού μαζί με το 18ο Σύνταγμα Σάμου και με το 23ο Σύνταγμα Χίου ανήκαν στη XIII Μεραρχία. Ως μουσικός πήγα στη στρατιωτική μπάντα. Λοχαγό στον 7ο Λόχο είχα το Μανόλη Οικονομάκη. Επιλοχεύων ήταν κάποιος Μαρινάτος, από τη Μόρια. Θυμάμαι πως στον 6ο Λόχο, διοικητής του οποίου ήταν ο λοχαγός Τριχιάς, υπηρετούσε ως δόκιμος ο συχωριανός Γεώργιος Πασχαλίδης, που ήταν ο πιο μερακλής αξιωματικός. Στον 6ο Λόχο υπηρετούσε τότε και ο Σαμιώτης ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Μελαχρινίδης, που αργότερα εκτελέστηκε στο μέτωπο της Αλβανίας. Η μπάντα έδρευε στον Άγιο Γεώργιο Μυτιλήνης, στο Τζαμί. Απέναντι ήταν το σπίτι του διοικητή της Ασφάλειας Γαλούση. Στην μπάντα υπήρχαν μόνιμοι και κληρωτοί. Από τους μόνιμους Λέσβιους θυμάμαι το δεκανέα Ευστράτιο Μυρσίνη, από το Πλωμάρι, ο οποίος αργότερα αποστρατεύτηκε ως ταγματάρχης, το δεκανέα κορνετίστα Θεόδωρο Παπά, από το Μεσαγρό, και τον ανθυπασπιστή Μανόλη Συκά, από τον Πολιχνίτο. Κληρωτοί στην μπάντα ήμασταν οι Σαμιώτες Πρόδρομος Σοφατζής και Ιωάννης Διακογεωργίου, οι Πλωμαρίτες Γεώργιος Πατρέλης και Ιωάννης Παντελέλης, ο Δημήτριος Μπουρλέλης ή Στεριανέλης, από την Πλαγιά, ο Χαράλαμπος Γιάννου, από το Μανταμάδο, ο Στρατής Κουτσaφτής, από το Μεσαγρό, ο δεκανέας Ερμόλαος Ζωγράφος, από τον Παλαιόκηπο, ο Όμηρος Μεταξάς από την Ερεσό, γιος του κλαριντζή Κώτσου Μεταξά, οι Τουρκογιάννηδες, ο Μιχάλης και ο αδερφός του, ο Παλαιοκηπιανός Κώστας Τσόλος, ο Αμπελικιώτης Σωκράτης Βερβέρης ή Φράγκος και ο Κατωτριάτης Χαράλαμπος Δάλας, ο πατέρας των αδελφών Δάλα, οι οποίοι κάνουν σήμερα γεωτρήσεις.

 

Στη Μυτιλήνη υπηρέτησα 28 μήνες. Έπρεπε ν’ απολυθώ το 1940, αλλά εντωμεταξύ κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και με κράτησαν. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω μουσική. Ανανεώναμε το ρεπερτόριο της Μεραρχίας. Με την κήρυξη του πολέμου ήρθαμε για ένα διάστημα στους Λάμπου Μύλους, αλλά μετά κατεβήκαμε πάλι στη Μυτιλήνη. Εμείς, οι άντρες της μπάντας, εγκατασταθήκαμε στην περιοχή Μέλαγκας, στον πύργο του Μαν’τάπ’. Ο Εφοδιασμός ήταν στη Σκούντα. Αποστολή μας ήταν η ψυχαγωγία των οπλιτών. Στη Μυτιλήνη παραβγάζαμε τους στρατιώτες, που προορίζονταν για το μέτωπο και που έφευγαν με μεταγωγικά. Αρχιμουσικός μας ήταν ο Γεράσιμος Κανιόρος, ο οποίος ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αποσπάστηκε σε άλλη μονάδα και ήρθε στη θέση του ο επίσης μόνιμος Λάκης Κυριακίδης, ο οποίος έπαιζε κορνέτα.

 

Τέλη του 1940 είχαμε έρθει με το καράβι «Έλλη» 10 έφεδροι της μουσικής στον Πειραιά, για να προωθηθούμε στο Σύνταγμά μας, αν και έπρεπε να περιμένουμε σχετική διαταγή. Ανάμεσά μας ήταν ο δεκανέας Δημήτριος Μπολέτης, από το Μαρούσι, και ο Αθηναίος Μίμης Μακρίδης, που έπαιζε κορνέτα. Πήγαμε στην Αθήνα, στο Φρουραρχείο, αλλά δεν μπορούσαν να μας στείλουν στο μέτωπο, όπου ήταν η μονάδα μας, γιατί δεν είχε εκδοθεί ακόμη η σχετική διαταγή. Γυρίζαμε από εδώ και από εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά ζητήσαμε ακρόαση και παρουσιάστηκα αυτοπροσώπως στον Παπάγο, ο οποίος ενέκρινε την αναχώρησή μας για το μέτωπο. Στο Γουδί μας έδωσαν από δυο μουλάρια. Ταξιδέψαμε με το τρένο και φτάσαμε στη Φλώρινα, τη μέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, την Πρωτοχρονιά του 1941. Μέσω Κρυσταλλοπηγής φτάσαμε με τα ζώα στην Κορυτσά, από όπου μας έστειλαν σε αποδεκατισμένες μονάδες. Πρέπει να πω πως δεν είχαμε κανονική εκπαίδευση στα όπλα.

 

Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 ήμουνα στην Αλβανία, αποσπασμένος στη X Μεραρχία. Θυμάμαι την Άνω Μογλίτσα, την Κάτω Μογλίτσα, το Μοράβα… Αρρώστησα και αναγκάστηκαν να με κατεβάσουν σε ορεινό χειρουργείο και στη συνέχεια να με προωθήσουν στο Αναρρωτήριο της Κορυτσάς «Τούρτουλη», γιατί μου βρήκαν 140 σφυγμούς. Τελευταία πήγαμε στην Κομμένη Πέτρα, στο ύψωμα 2800. Από τα Τίρανα μας χώριζε ένα ύψωμα.

 

Με την επίθεση των Γερμανών στα οχυρά της Μακεδονίας και την είσοδό τους στη χώρα, οπισθοχωρήσαμε και εμείς στο μέτωπο της Αλβανίας. Εγώ με το Σαμιώτη Ιωάννη Διακογεωργίου ξεκινήσαμε με τα πόδια από την Κομμένη Πέτρα, φτάσαμε στα σύνορα και θέλαμε να κατεβούμε στην Αθήνα. Προτού φτάσουμε στην Καλαμπάκα, συναντήσαμε Γερμανούς και παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Οι Γερμανοί έσπαζαν τα όπλα και τα πετούσαν. Εδώ υπήρχαν σταθμευμένα στο δρόμο λεωφορεία, ένα από τα οποία, μάλιστα, έγραφε «ΑΓΙΑΣΟΣ». Οι Γερμανοί μας διέταξαν να τα βγάλουμε από το δρόμο, για να περάσουν τ’ άρματά τους. Φορούσαμε τα στρατιωτικά ρούχα, γιατί δεν ήταν εύκολο να προμηθευτούμε άλλα. Πεινούσαμε και για να επιβιώσουμε αναγκαζόμασταν να κλέβουμε. Φτάσαμε στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα. Εδώ σούβλιζαν αρνιά και πουλούσαν κρέας, αλλά δεν είχαμε χρήματα για ν’ αγοράσουμε. Μετά από μέρες κατεβήκαμε στο Σταθμό Λαρίσης και στη συνέχεια στον Πειραιά, στα Καμίνια. Εδώ συνάντησα το συχωριανό μου Κώστα Πανάγη. Για να εξοικονομήσουμε τα προς το ζην ζητιανεύαμε. Ο Κώστας είχε τυλίξει το πόδι του με επίδεσμο και έκανε τον τραυματία και εγώ έκανα πως τον υποβάσταζα, για να πετύχει το κόλπο. Κάποια οικογένεια συγκινήθηκε, μας έδωσε κατάλυμα και μας περιέθαλψε. Πεινούσαμε, είχαμε ψείρες. Όταν προθυμοποιήθηκαν να φροντίσουν και το πόδι του «τραυματία», αλλάζοντας τους επιδέσμους, είπαμε πως την προηγούμενη μέρα πήγαμε κάπου και έκαναν αλλαγή οι Γερμανοί. Τελικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε, για να μη ρεζιλευτούμε.

Default 12
Ως κιθαρίστας ο Δημήτριος Αγρίτης (δεύτερος από δεξιά) με ξένους μουσικούς και με τραγουδίστρια, στο Κέντρο διασκέδασης ( Πάρκο της Καρυάς), που εκμεταλλευόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης.
 

Για να πάμε στο νησί, έπρεπε να εξοικονομήσουμε τα ναύλα μας. Ο Παναγιώτης Γλεζέλης, ο πλούσιος συμπατριώτης μας, που ήταν εγκαταστημένος στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος της Ford, έδινε από ένα πενηντάρι στους Αγιασώτες. Με καΐκι ήρθαμε στο Πλωμάρι, ο Παναγιώτης Μαριγλής, ο γιος του Ευριπίδη, και εγώ. Από το Πλωμάρι όμως δεν ξέραμε να έρθουμε στην Αγιάσο με τα πόδια, γιατί ήταν νύχτα. Ο Μαριγλής έδωσε σ’ έναν Πλωμαρίτη 200 δραχμές και μας έφερε στ’ αγιασώτικα. Φτάσαμε χαράματα στο «Σκουτ’νό» στο κτήμα του Καραγιάννη (Ατζιλέλ’). Από εκεί και πέρα ήξερα το δρόμο.

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκα ως μουσικός. Συνεργάστηκα με το Γεώργιο Ζαφειρίου (Ζουγή), με τον Προκόπιο Μιχαήλ Σουσαμλή, με το Ραφαήλ Σουσαμλή και με το Θεόφιλο Ψύρρα. Κάθε Σαββατοκύριακο παίζαμε σε χωριά και επιστρέφαμε στην Αγιάσο τη Δευτέρα. Παίρναμε ως αμοιβή από ένα σακίδιο «τσολάκια». Τότε δεν είχε πολλά παπούτσια. Ο συνάδελφος Ραφαήλ Σουσαμλής μας είχε κάνει «τσοκαρέτες», που ήταν ένα είδος τσόκαρα με μεντεσέδες από κάτω. «Τσοκαρέτες» έφτιαχνε και ο Θεόδωρος Καραμανλής, ο Ανανίας. Τα παπούτσια, για να μη χαλάνε, τα είχαμε στα σακίδια και τα φορούσαμε, όταν φτάναμε κοντά στο χωριό. Τα «τσολάκια» τα δίναμε στο Γεώργιο τον Κλόκα, τον μετέπειτα οπωροπώλη και φιστικά. Παίρναμε σιτάρι, το κάναμε «κουρκούτη» με το μύλο και τη μαγειρεύαμε.

 

Πηγαίναμε σε πολλά χωριά, στο Αμπελικό, στα Βασιλικά, στα Βατερά, στο Βούρκο, στη Βρίσα, στη Μόρια, στα Μυστεγνά, στα Πάφλα, στη Σκάλα Πολιχνίτου, στο Πλωμάρι, όπου υπήρχαν πλούσιοι γλεντζέδες, όπως ο Γεώργιος Δαδιώτης, ο Λαγουμίδης ή Λαγός και άλλοι, στο Καμένο χωριό, όπου παραθέριζαν οι Πλωμαρίτες, και αλλού. Ο Λαγός, όταν ύστερα από πολλά χρόνια μας συνάντησε, μας είπε: Δεν ήξερα πως το γήρας είναι η πιο μεγάλη ασθένεια! Μόνο στην Ερεσό και στο Σίγρι δεν πήγαμε. Ήμασταν γυρολόγοι. Στα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου παίρναμε πολλά χρήματα.

Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από χοροεσπερίδα που πραγματοποιήθηκε, επί βασιλείας, στον Κινηματογράφο «Όλυμπος» (Αποκριές 1958;). Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Παπάνης, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Χαρίλαος Ρόδανος και Δημήτριος Αγρίτης. Κάτω, δεύτερος από αριστερά, ο ειρηνοδίκης Αγιάσου Ναούμ…
 

Δεν έφτανε που πήγα στο μέτωπο της Αλβανίας, επιστρατεύτηκα και κατά τον Εμφύλιο και υπηρέτησα ένα χρόνο. Κατατάχτηκα στο 58ο Τάγμα Εθνοφρουράς Θεσσαλονίκης, στον 3ο Λόχο. Μαζί μου ήταν και οι συχωριανοί Βασίλειος Νουλέλης (Ρουδιά), Οδυσσέας Κλήμος, Γεώργιος Χατζηπαυλής, Ευστράτιος Αβδελέλης, Κώστας Πανάγης, Μιχαήλ Γαλετσέλης (Καρίπης) και Στρατής Γαββές. Από αυτούς οι τέσσερις πρώτοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο. Τον τελευταίο τον αιχμαλώτισαν οι αντάρτες. Από τη Θεσσαλονίκη προωθηθήκαμε στο Τσοτίλι και μας αποσπάσανε. Εγώ τοποθετήθηκα στο Λόχο Στρατηγείου της 22ας Ταξιαρχίας και είχα λογαχό τον Ανδρέα Γαλάνη. Εδώ δεν ήρθα ως μουσικός, αλλά ως ημιονηγός. Ανέβηκα στο Βίτσι και στην οροσειρά Μάλι Μάδι. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι το λοχία Φώτιο Καναρέλη (Μπούκατο), το Στρατή Βουνάτσο (Κνα), το γιο του Χαρίλαου, που ήταν καταδρομείς, το Στρατή Χατζηφώτη, το Γεώργιο Χρυσάφη και άλλους. Υπηρέτησα κοντά στον ταξίαρχο πεζικού Δημήτριο Μαρκόπουλο, που καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν ο πιο κακός, ο πιο σκληρός άνθρωπος. Έσφαζε και σκότωνε αντάρτες. Τα αφτιά του είχαν πάθει από κρυοπαγήματα. Όταν έμαθε πως είμαι από την Αγιάσο, με ρώτησε αν γνωρίζω τον αξιωματικό Φώτιο Τάλιο και του είπα ναι. Έτσι με κράτησε και έγινα σαν ιδιαίτερός του.

 

Στο Μάλι Μάδι μας κυνήγησαν οι αντάρτες και οπισθοχωρήσαμε. Ο ταξίαρχος τραυματίστηκε. Εγώ παράτησα το τουφέκι και το έβαλα στα πόδια. Έφτασα στον Αλιάκμονα ποταμό και κρύφτηκα. Μετά ανασυνταχτήκαμε στο χωριό Απόσκεπος Καστοριάς. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι στον Απόσκεπο τον Κώστα Πανάγη, το Λευτέρη Καζαντζή (Καρακάση), το Δημήτριο Κουρβανιό (Καρότο) και το Στρατή Ρουμπάπη (Αφαλή). Όσοι πέρασαν τον ποταμό θεωρήθηκε ότι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ειπώθηκε, μάλιστα, πως όσοι παράτησαν τα όπλα τους θα τουφεκιστούν. Εγώ βρήκα και πήρα ένα άλλο. Το όπλο όμως αυτό αποδείχτηκε πως ήταν κλεμμένο και πως δεν ήταν το δικό μου, γιατί είχε άλλον αριθμό. Τελικά ομολόγησα πως το δικό μου το έχασα και πως βρήκα ένα άλλο πεταμένο και το πήρα. Έτσι γλίτωσα.

 

Μέχρι το 1944-1945 πήγαινα βοηθητικός στην κομπανία των Ρόδανων. Αργότερα όμως, από το 1947 και εδώ, συνεργάστηκα κανονικά ως τρομπονίστας με τους Ρόδανους. Πρέπει να πω πως έπαιζα και κιθάρα και τζαζ. Στις 6-3-1955 παντρεύτηκα τη Μαρία Ηλιογραμμένου Τσουκαρέλη. Το μυστήριο έγινε στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε. Δεν ευτύχησα ν’ αποκτήσω παιδιά. Συνταξιοδοτήθηκα το 1985. Έμεινα ο τελευταίος μουσικός φυσερού οργάνου στην Αγιάσο. Το 1960 πήγα με τους Ρόδανους στη Μυτιλήνη και εργάστηκα το χειμώνα στο Κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατάρα, του Γιώργου και του Μιχάλη, που και οι τρεις σήμερα είναι πεθαμένοι. Από αυτούς παντρεμένος ήταν μόνο ο Μιχάλης, που έχει τρεις κόρες. Οι Ρόδανοι συνέχισαν να εργάζονται στη Μυτιλήνη. Εγώ έμεινα στην Αγιάσο και συνεργάστηκα με το Γρηγόρη Κουρβανιό και με το Στρατή Σουσαμλή (Σιλέμ’). Στη Μυτιλήνη έφυγε και ο καλός σαντουριέρης Στρατής Ψύρρας ή Μουζού, που εργάστηκε στον «Ξενύχτη» του Στρατή Παναγιώτη Κουταλέλη, για να συμπληρώσει ένσημα του ΙΚΑ.

Default 18
Αναμνηστική φωτογραφία της λαϊκής ορχήστρας, που έλαβε μέρος στην παρουσίαση το 1965 από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» της δραματικής οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου «Η καρδιά του πατέρα». Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί: Ευστράτιος Παπάνης, Δημήτριος Αγρίτης, Πάνος Πράτσος (πρόεδρος του Αναγνωστηρίου), Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), Κώστας Ευριπίδη Ζαφειρίου και Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο).
 

Η παρουσία μου σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε χοροεσπερίδες, σε σχολικές εκδηλώσεις, σε γλέντια, σε θεατρικές παραστάσεις, ήταν έντονη. Για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» έπαιξα αρκετές φορές, κυρίως σε οπερέτες. Θυμάμαι τα έργα «Η τύχη της Μαρούλας», για το οποίο κάναμε επί 60 μέρες πρόβες, «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα». Επίσης έπαιξα ως μουσικός στο έργο «Στραβογιώργης», το οποίο παρουσίασε ο Γυμναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Όλυμπος», σε σκηνοθεσία Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Τζίνης. Θυμάμαι πως το έργο παίχτηκε στο «Φουλίδ’» και πως πήρε μέρος σ’ αυτό το «Μαρικέλ’», η κόρη του Προκοπίου Στεφάνου. Επίσης έπαιξα για τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχνικό Όμιλο «Το Μπουρίνι» Μυτιλήνης, στα έργα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη και «Ο Βουρκόλακας» του Εφταλιώτη. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε και την ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», τη βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Μυριβήλη, που σκηνές της ο Κώστας Αριστόπουλος γύρισε στην Αγιάσο. Μας φώναξε για τη σκηνή που αφορούσε κάποιον που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Τέλεσαν λοιπόν το τρισάγιο στο Νεκροταφείο μας και κάναμε μια πρόβα. Βάλαμε το πένθιμο, δηλαδή το αγιασώτικο, και τρελάθηκε ο Αριστόπουλος από τη χαρά του. Το έβαλε μάλιστα και ως προανάκρουσμα, πριν αρχίσει το έργο. Ηθοποιοί ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Βασίλης Κολοβός, ο Χρίστος Τσαγανέας, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Μουσικοί ήμασταν ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Γιάννης Σουσαμλής ή Κακούργος, ο Ευριπίδης Ζαφειρίου, ο Κώστας Ευριπίδη Ζαφειριού, ο Ευστράτιος Παπάνης και εγώ.

 

Η παρουσία μου σε Κέντρα της Αγιάσου από το 1950 και μετά, μαζί με τους άλλους μουσικούς, ήταν συνεχής. Της «Παναγίας» άλλη φορά γινόταν το πανηγύρι στην Αγορά, στην Καφενταρία και στα άλλα καφενεία. Μετά άλλαξε, έφερναν δηλαδή τραγουδίστριες. Εμείς κατεβήκαμε στου Παναγιώτη Καμαρού και παίζαμε. Εργαστήκαμε επί ένα χρόνικό διάστημα και στο Κέντρο «Χαραυγή», της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί όπου σήμερα είναι χτισμένο το Αναγνωστήριο. Το Κέντρο αυτό το δούλευε τότε ο Βασίλης Γραμμέλης, ο οποίος είχε φέρει και μια χορεύτρια, την Καίτη, που έλεγε και κανένα τραγουδάκι. Αν θυμάμαι καλά, έφερε και το Σπύρο Ζαγοραίο με τη γυναίκα του Ζωή, που συνεργάστηκαν μαζί μας. Έπειτα πήγαμε στο Κέντρο του Γρηγόρη Χατζηραβδέλη ή Σουλουγάνη, ο οποίος είχε φέρει και ένα μπαλέτο, με το Βασίλη BANΣΤΑΝ, που ήταν ένας μεγάλος χορευτής με δύσκολο πρόγραμμα. Ο Χατζηραβδέλης είχε την πλατεία, το πάρκο. Δουλεύαμε με μεροκάματο. Στον καθένα έδινε 40 δραχμές, καθώς και τα τυχερά, αν παίρναμε. Ήταν σωστός άνθρωπος. Και κανένας πελάτης να μην ερχόταν, πλήρωνε όχι μόνο εμάς, αλλά και ό,τι νούμερο είχε, γιατί έφερνε καλές τραγουδίστριες. Κάποτε έφερε μια που έπαιρνε 600 δραχμές τη μέρα. Την είχε κλείσει για 15 μέρες. Τις καθημερινές όμως έρχονταν στο Κέντρο πολύ λίγοι πελάτες, γιατί το πιοτό είχε 1,70, ενώ αντίκρυ, στου Δουλά, είχε 1,50 και τον προτιμούσαν, με αποτέλεσμα να μπαίνει μέσα το Κέντρο. Για να τιμωρήσει τους απέναντι, πήγε και πήρε ένα τόπι κάμποτο και έφραξε όλο το δρόμο. Είχαμε τότε δυο τραγουδίστριες, τη Ζωζώ και τη Νανά, και υπήρχαν πελάτες «Ζωζωικοί» και «Νανικοί». Έπειτα περάσαμε στου Γρηγόρη Δουλαδέλη. Παίζαμε με ποσοστά, δηλαδή είκοσι τοις εκατό στις καθαρές εισπράξεις. Παίξαμε πολλά χρόνια. Περάσαμε καλά, γιατί ο Γρηγόρης και η Βαγγελιώ ήταν καλοί άνθρωποι. Από τον Απρίλιο μέχρι της Αγίας Τριάδας παίζαμε στη Φαμάκα. Είχαμε και εκεί τραγουδίστριες. Το Κέντρο το είχε ο Ιωάννης Τραγέλης. Πέρασαν πολλοί από τη Φαμάκα, που ανήκε στο Δημήτριο και στη Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Ζερδελέλη, που είχαν τέσσερις κόρες, πολύ αγαπημένες. Η Ευστρατία, ήταν σύζυγος του Φωτίου Βερβέρη, η Αγγελική είχε το Χριστόφα Φραντζή, η Σοφία το Νίκο Τσουλέλη και αργότερα το Γιάννη Πατράκη και η Γιώτα τον Ιωάννη Τραγέλη. Εδώ παίζαμε πολλά καλοκαίρια.

 

Ευκαιριακά ήθελα να πω λίγα και για τον Κωνσταντίνο Φραντζή, το σημερινό σεβασμιότατο μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο. Όταν πηγαίναμε στο πάλκο, ερχόταν και κάθιζε αμίλητος κοντά μας και μας βοηθούσε στα όργανα. Φορούσε ένα καπελάκι με την κουκουβάγια, το πηλήκιο. Εκτός από τον Κωνσταντίνο ερχόταν και ο αδερφός του, ο Τάκης, μακαρίτης σήμερα. Αυτός ήταν πολύ ζωηρός. Καθόταν κοντά μου και κοίταζε τι «κατσπουδιά» θα κάνει. Έπιανε την «πατήτιρια» του τζαζ, για να μην μπορώ να παίξω. Και ο Κωνσταντίνος φώναζε: Τάκη, φρόνιμα! Ο Κωνσταντίνος φαινόταν από μικρός πως θα προοδέψει».

Default 21
Τα μουσικά όργανα του Δημητρίου Αγρίτη, τοποθετημένα με τάξη σε πατάρι του σπιτιού, έπαψαν πια να ηχούν…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 3-1-2003)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 135/2003

Η ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Hμείς, το ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικό γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτον ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματα μας…

Με αυτά τα λόγια οι Έλληνες της Πελοποννήσου στις 26 Μαρτίου 1821 δήλωναν στους προξένους την αμετάκλητη απόφασή τους να πολεμήσουν, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα, ζητούσαν τη βοήθεια «όλων των χριστιανών βασιλείων» στο δίκαιο αγώνα τους. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε ξεσπάσει η Επανάσταση.

Η έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια μέρα μόνο ούτε συγχρόνως σε όλες τις περιοχές, αν και είχε οριστεί ως μέρα γενικής εξέγερσης η 25η Μαρτίου. Πολλοί παράγοντες και τοπικές ιδιομορφίες συνετέλεσαν, ώστε η Επανάσταση να αρχίσει πριν από την 25η Μαρτίου και ακόμη άλλες περιοχές να προηγηθούν στην εξέγερση και άλλες να ακολουθήσουν, η έναρξη δηλαδή της Επανάστασης να γίνει σταδιακά, να κλιμακωθεί σε χρόνο μικρότερο από δυο μήνες, ενώ μεμονωμένες εξεγέρσεις έγιναν και αργότερα.

Η Επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε από την Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες μέρες, από 21 έως 28 Μαρτίου, είχε γενικευτεί και είχε επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες της, οι οποίες κινήθηκαν με την ίδια προθυμία. Ο χρόνος της έναρξής της προσδιορίστηκε από τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια που είχαν προηγηθεί. Σύσσωμη η Πελοπόννησος και μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς είχαν ως τα τέλη Μαρτίου ξεσηκωθεί. Από τα νησιά το πρώτο που επαναστάτησε ήταν οι Σπέτσες. Συγχρόνως ή αμέσως μετά την επανάσταση των Σπετσών ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά τους νησιά, Πόρος, Αίγινα και Σαλαμίνα. Στις 10 Απριλίου επαναστάτησαν και τα Ψαρά, που μαζί με την Ύδρα και τις Σπέτσες αποτελούσαν την κύρια ναυτική δύναμη του έθνους.

Ενώ λοιπόν η Επανάσταση άρχισε να επεκτείνεται και στα νησιά, στη Λέσβο η τουρκική διοίκηση πήρε σειρά από μέτρα, για να αποτρέψει τη μεταλαμπάδευσή της. Ο καπετάν Πασάς εξέδωσε διαταγή «να επιδειχθεί δύναμη και να τρομοκρατηθούν και οι άλλες (μη επαναστατημένες) περιοχές. Οι περιουσίες των επαναστατών να κατάσχονται και να εξανδραποδίζονται οι οικογένειές τους». (Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελληνική Επανάσταση κατά τους Τούρκους ιστορικούς, Αθήνα I960).

Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στη Λέσβο. Οι Τούρκοι, έχοντας υπόψη τους τις κινήσεις των Φιλικών της Μυτιλήνης, εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Όσοι ήταν ανακατεμένοι στις επαναστατικές ετοιμασίες κατέφυγαν στα βουνά.

Αν αφαιρέσουμε κάποιες μικρές προσπάθειες ξεσηκωμού στη Λέσβο, το επαναστατικό κίνημα, μ’ όλο το προπαρασκευαστικό του στάδιο, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί ως την τελευταία του φάση, τον ένοπλο αγώνα. Παρ’ όλο που οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήδη από τις αρχές του αιώνα είχαν γίνει γνωστές στο νησί, παρ’ όλο που τα τραγούδια του Ρήγα είχαν αρχίσει να τραγουδιούνται από τους Λέσβιους, παρ’ όλο που ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Παλαιολόγος Λεμονής είχαν μεταφέρει στη Λέσβο τις επαναστατικές ιδέες της «Φιλικής Εταιρείας» και είχαν μυήσει αρκετούς ντόπιους, η Λέσβος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1821. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης στο άρθρο του «Η Λέσβος κατά το 1821» (περ. “Τα Ψαρά”, 37,38,39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1983) προσδιορίζει τους βασικούς λόγους που εμπόδισαν την εξέγερση της Λέσβου. “Στο νησί δεν υπήρχε αντάρτικο, κλέφτες και αρματολοί, ο στρατιωτικός δηλαδή πυρήνας, που θα σήκωνε το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον ενός στρατού οργανωμένου, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου. Τα μυαλά του «μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» δεν έλειψαν ποτέ, και στους χρόνους του ξεσηκωμού πλήθυναν, αλλά δεν υπήρχε στρατιωτική παράδοση, απαραίτητη για μια επιτυχημένη διεξαγωγή του αγώνα… Ο ανεφοδιασμός του νησιού σε όπλα και πυρομαχικά, και γενικά η διατήρηση του μετώπου σ’ αυτό, θα ‘ταν συνεχώς υπό την αίρεση του τουρκικού στόλου, που εύκολα και γρήγορα θα κατέβαινε από τις βάσεις του στα Στενά. Ακόμα και η απέναντι Μικρασία ήταν ακένωτη πηγή ενισχύσεων για τους Τούρκους και κοντινή. Πεινασμένοι και φανατισμένα άτακτα στίφη ήταν πρόθυμα να περάσουν από τη Μικρασία στα νησιά για πλιάτσικο και ανεμπόδιστη σφαγή. Τα τρία μεγάλα κάστρα, Μυτιλήνης, Μολύβου, Σιγρίου, καλά οχυρωμένα και εφοδιασμένα, θα ‘πρεπε να πολιορκηθούν από στεριά και θάλασσα, για να πέσουν. Ο διοικητής της Μυτιλήνης είχε τα δικά του πλοία, και στο σημερινό Δημοτικό Κήπο υπήρχαν ναυπηγεία σουλτανικά που ‘φτιαχναν και φρεγάδες ακόμα“.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές εκείνης της περιόδου, η γεωγραφική θέση της Λέσβου στάθηκε ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στην εξέγερση της. Η Λέσβος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια και τα στενά των Δαρδανελίων και επομένως ήταν εύκολη η καταστολή της επανάστασής της με στρατεύματα, που μπορούσαν να μεταφέρουν οι Τούρκοι με ευχέρεια από το απέναντι μέρος. Εκτός απ’ αυτό, η γεωγραφική της θέση είχε δημιουργήσει δυο πολύ σοβαρά εμπόδια στην εξέγερσή της: ότι χρησιμοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Επανάστασης από τον τουρκικό στόλο ως ναυτική βάση και ότι το νησί θεωρήθηκε θέση στρατηγικής σημασίας και ενισχύθηκαν από την αρχή σημαντικά οι φρουρές του με επιπρόσθετους στρατιώτες. Φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα, η «Le Spectateur Oriental» (Ανατολικός Θεατής), που έβγαινε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αναφέρει στο φύλλο της 19ης Απριλίου 1821 ότι 3.000 Τούρκοι υπό τη διοίκηση ενός πασά έφτασαν στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε ελληνικό σπίτι να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο σπίτια που επιτάχθηκαν από τους στρατιώτες (Στρατή I. Αναγνώστου, Ανεξερεύνητες γραπτές πηγές της Λέσβου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περ. “Ελιόφως”, τεύχος 8-9, 1994).

Παρ’ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν και στη Λέσβο αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις τόσο κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, όσο και αργότερα. Από αυτές τις επιχειρήσεις ξεχωρίζει η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821. Η είδηση της πυρπόλησης προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι όμως δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, αφού οι Τούρκοι προχώρησαν αμέσως σε συλλήψεις, σφαγές και εκτελέσεις. Η ομαδική σφαγή, γνωστή με το όνομα “μεγάλο τζουλούσι“, που πρέπει να έγινε την ίδια μέρα με την πυρπόληση του δίκροτου, αποδεικνύει την εκδικητικότητα των Τούρκων, αλλά και την αποφαστικότητά τους να μην επιτρέψουν να πάρει διαστάσεις ο ξεσηκωμός στο νησί.

Από αυτό τον αγώνα δεν έλειψε η Αγιάσος. Σύμφωνα με το Στρατή Αναγνώστου, στο φύλλο της 17 Μαΐου 1822 της παραπάνω φιλοτουρκικής γαλλόφωνης εφημερίδας σημειώνονται τα παρακάτω: “Η Λέσβος έχει 67 ελληνικά και τουρκικά χωριά. Μεταξύ αυτών των χωριών το Πλωμάρι με 4.000 σπίτια και η Αγιάσος με πάνω από 2.000 σπίτια είναι τα πιο σημαντικά και ολωσδιόλου κατοικημένα από Έλληνες. Και τα δυο αυτά χωριά προσχώρησαν στην ελληνική Επανάσταση και ο πασάς του νησιού βάδισε εναντίον τους” (Στρατή I. Αναγνώστου, ό.π.).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε θα καρποφορήσει καμιά πολεμική επιχείρηση. Η Λέσβος δε θα μπορέσει να επαναστατήσει. Θα υπομείνει τον τουρκικό ζυγό για άλλα 90 χρόνια. Η πολυπόθητη λευτεριά θα έρθει για το νησί μας το 1912.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995

ΟΙ ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

Στο τεύχος αυτό κρίνουμε καλό να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στην Αγιάσο, στις 25 Αυγούστου 1983, ο Παναγιώτης Χρυσάνθου Χατζηπαναγιώτης. Η αφήγησή του παρουσιάζει ενδιαφέρον και καλύπτει σε γενικές γραμμές το χρονικό διάστημα από το 1914 μέχρι το 1922. Γίνονται αναφορές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία (1919), καθώς και στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Η αφήγηση είναι σύντομη κι απλή. Παρουσιάζει αρκετά κενά κι έτσι δεν είναι εύκολη η παρακολούθηση των κινήσεων και της δράσης των μονάδων στις οποίες υπηρέτησε ο αφηγητής. Πρέπει να σημειωθεί πως είναι δύσκολο, ύστερα από εβδομήντα περίπου χρόνια, να δώσει κανείς με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τα πολεμικά γεγονότα που έζησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Παναγιώτης Χατζηπαναγιώτης
Ο αφηγητής Παναγιώτης Χρυσ. Χατζηπαναγιώτης

Γεννήθηκα στην Αγιάσο το 1893. Μας έκαναν δυο κλάσεις, 13Α και 13Β. Την πρώτη την πήραν το Γενάρη και τη δεύτερη λίγο αργότερα, το Μάρτη του 1914. Εγώ ανήκα στη δεύτερη. Κατατάχτηκα στη Μυτιλήνη. Το νησί είχε λευτερωθεί. Από τη Μυτιλήνη πήγαμε στη Θεσσαλονίκη την ίδια χρονιά. Το 1916 που έγινε το κίνημα, εγώ βρισκόμουνα ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Τη χρονιά αυτή μας είχαν απολύσει για ένα διάστημα, αλλά μετά μας ξανακαλέσανε.

Ο λόχος μου ανήκε στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Έκανα αρχικά στα Πορόια. Εδώ είχε φυλάκια με πέτρες. Οι κάτοικοι ήταν βουλγαρόφωνοι, δεν ήξεραν ελληνικά. Το 1917 μας πήγαν στα Βοδενά κι από εκεί στο Μοναστήρι, στα Βιτώλια. Εδώ φυλάγαμε τη γραμμή. Μετά το Μοναστήρι πήγαμε στο Σκρα, αλλά δεν πήραμε μέρος στις επιχειρήσεις. Αυτές τις ανέλαβαν άλλα Συντάγματα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, το 5ο και το 6ο. Το δικό μας το Σύνταγμα μεταφέρθηκε στην Πελοπόννησο και στρατολογούσαμε με έδρα την Τρίπολη. Πήγαμε και στη Σπάρτη, στο Γύθειο, όπου ο Βενιζέλος είχε φυλακισμένους τους βασιλικούς. Μετά τη στρατολογία ανεβήκαμε πάλι στο Μακεδονικό Μέτωπο. Εγώ δεν πήρα μέρος στις επιχειρήσεις του Σκρα. Πήραν μέρος όμως πολλοί άλλοι Αγιασώτες και μερικοί απ’ αυτούς σκοτώθηκαν, όπως ο Γεώργιος Σουλογάνης, ο κουνιάδος του Στρατή Μπαριτέλη.

Το 1919 πήρα μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Ήταν κι άλλοι Αγιασώτες, αλλά δε θυμάμαι κανέναν. Εγώ κατατάχτηκα στο

17/1983
Ανάμνηση από τη Θεσσαλονίκη. Εικονίζονται από αριστερά ο Παναγιώτης Ακαμάτης κι ο Χριστόφας Σπ. Αϊβαλιώτης, που πέθανε από τις κακουχίες του πολέμου στις 17-9-1920 στην Αγιάσο.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Βασίλης Χρ. Αϊβαλώτης)

1ο Πεζικό Σύνταγμα. το οποίο πήρε άντρες που έπρεπε να απολυθούν. Δεν ήταν μονάδα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους.

Πήρα μέρος με Σύνταγμα της Χ Μεραρχίας στις επιχειρήσεις του Εσκί Σεχίρ. Αργότερα τραβήξαμε στο Σαγγάριο και πήραμε μέρος στις εκεί επιχειρήσεις. Μετά τα μεσάνυχτα οι Τούρκοι μας έκαναν συνέχεια αιφνιδιασμούς, μας χτυπούσε τακτικός στρατός. Μέραρχο είχαμε τον Πέτρο Σουμίλα. Στις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου ήμουνα δεκανέας, ενώ στην Ουκρανία στρατιώτης. Αργότερα όσοι πήραν μέρος στις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου έγιναν λοχίες.

Κατά την οπισθοχώρηση είχαμε τους Τσερκέζους που μας οδηγούσαν. Αυτοί αγαπούσαν τους Έλληνες. Πίσω μας βρίσκαμε Τούρκους, γιατί δεν είχε γίνει καλά η εκκαθάριση. Εμείς φτάσαμε στα Μουδανιά κι από εκεί περάσαμε στη Ραιδεστό. Εδώ ήταν αναρχία, έδερναν τους αξιωματικούς, γύρευαν απολυτήρια. Είχαν περάσει αναρχικά στοιχεία. Το τάγμα μας έφερε την τάξη. Κάτσαμε μέχρι που να εκκενωθεί η Ανατολική Θράκη. Μετά απολύθηκα κι ήρθα στη Μυτιλήνη“.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983

17/1983
Όταν κάποτε οι Τούρκοι στρατολογούσαν τους Έλληνες…
Ο οδοντίατρος Αρχοντής Κοντούλης, αξιωματικός, ανάμεσα σε δύο Τούρκους συναδέλφους του

ΑΓΙΑΣΟΣ: 25 ΜΑΡΤΗ ’44

Η ιστορία της Εθνικής μας Αντίστασης, παρ’ όλη τη μέχρι τώρα προσπάθεια να ξεχαστεί, να διαστρεβλωθεί, να αποσιωπηθεί, είναι σ’ όλους μας γνωστή, στον έναν ή άλλο βαθμό. Έχει γίνει ζωντανό σύμβολο αγώνα και δράσης, παρ’ όλο που πολλά γεγονότα της, πολλές πτυχές της είναι ακόμα κρυμμένες και ποικίλες σκοπιμότητες μέχρι σήμερα άφηναν αδιευκρίνιστα πολλά σημεία του καιρού αυτού.

Σήμερα που αρχίζουμε να ξεβγάζουμε από πάνω μας τη σκουριά της ιστορικής μονομέρειας, που προσπαθούμε να δούμε με κριτική σκέψη και διαύγεια τα ιστορικά μας γεγονότα πέρα από θριαμβολογίες, σκοπιμότητες κάθε είδους, επιφανειακές και απλουστευτικές αναλύσεις, απαραίτητο είναι να φέρνουμε στη μνήμη μας, να καταγράφουμε και να καταξιώνουμε όλα εκείνα τα γεγονότα, όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν το κεφάλαιο της Εθνικής Αντίστασης.

Στη Λέσβο ιδιαίτερα η Εθνική Αντίσταση παρουσιάζει σελίδες αγωνιστικής αυτοθυσίας, που μέχρι σήμερα, κάτω από τις γνωστές συνθήκες του διωγμού της, δεν έχουν συγκεντρωθεί. Αν κάποτε γίνει συστηματική συγκέντρωση όλων των στοιχείων και μαρτυριών των χρόνων αυτών, σίγουρα η ύλη αυτή θα είναι σημαντικής συμβολής στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης.

Έτσι, στη διαδικασία της ιδιόρρυθμης αυτής ιστορικής καταγραφής, αναφέρουμε ένα αξιοσημείωτο γεγονός, πραγματικά ιστορική σελίδα, άγνωστη (παλλεσβιακά και πανελλήνια) στα περιστατικά της, την έκτασή της και τη σημασία της. Μόνο τυχαία έχει γίνει λεκτική της αναφορά σε 2-3 σχετικά με την περίοδο εκείνη δημοσιεύματα. Πρόκειται για την αντιστασιακή εκδήλωση στις 25 του Μάρτη του ’44, στην Αγιάσο.

Πριν προχωρήσουμε στην ιστορική έκθεση του γεγονότος, για να συλλάβουμε όλες του τις διαστάσεις και το πληρέστερο νόημά του, σκόπιμο θα είναι να ανατρέξουμε στις κάθε είδους συνθήκες του χώρου της Αγιάσου στην περίοδο αυτή.

Η Αγιάσος της εποχής εκείνης ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μέρη της Λέσβου, αν όχι το σπουδαιότερο, από πλευράς οργάνωσης και μαζικότητας του αριστερού κινήματος. Η απαρχή του ανάγεται στην εποχή ακόμα που δημιουργούνται τα πρώτα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα. Από τη Μικρασιατική καταστροφή κι ύστερα ανδρώνεται και βάζει στέρεα θεμέλια ανάπτυξες του. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δρουν οργανωμένοι πυρήνες του τότε ΚΚΕ, καθ’ όλα τους τα στοιχεία και επακόλουθα (προκηρύξεις, αναγραφή συνθημάτων, συλλήψεις, κακοποιήσεις, φυλακίσεις κλπ.).

Στην περίοδο που ακολουθεί την κατάρρευση του μετώπου, Απρίλης ’41 κι ύστερα, οι συνθήκες και οι συνέπειες της Κατοχής είχαν ιδιαίτερο βάρος στην Αγιάσο. Στο φοβερό χειμώνα του ’42 έχουμε αμέτρητα θύματα πείνας, πολλά από τα οποία ξεψυχούν μέσα στους δρόμους του χωριού. Με φρίκη θυμούνται οι παλιότεροι τα σκελετωμένα παιδιά, που με τις σπαραχτικές τους παρακλήσεις, από πόρτα σε πόρτα, ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί. Ιδιαίτερα τις νύχτες οι φωνές αντάμωναν κι έκαναν στο χωριό ν’ αντηχεί κάτι σαν μακρόσυρτος θρήνος.

Μέσα σε τέτοιες εξουθενωτικές συνθήκες έρχονται τα πρώτα μηνύματα από την ίδρυση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, η μαζικότερη οργάνωση της Κατοχής, γρήγορα αγκαλιάζει όλα τα στρώματα του πληθυσμού και παίρνει έναν πανεθνικό χαρακτήρα. Η Λέσβος τότε, κάθε προοδευτικής κοινωνικοπολιτικής κίνησης, αναδείχνεται χώρος ιδιαίτερης οργανωτικής δύναμης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, παρ’ όλη τη μειονεκτική θέση από πλευράς γεωγραφικής που έχει ένα νησί.

Η Αγιάσος γρήγορα κι αυτή απαντάει στο προσκλητήριο κι αρχίζει να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της. Η κινητοποίηση πια τώρα έχει πάρει έναν πλατύ χαρακτήρα. Στις γραμμές του ΕΑΜ μπαίνουν άνθρωποι κάθε επαγγέλματος και ταξικής προέλευσης. Η πλειοψηφία των εγγραμμάτων και διανοουμένων του χωριού, επανδρώνει την οργάνωση και βρίσκεται επικεφαλής της.

Το Μάρτη του ’44 η κεντρική οργάνωση του ΕΑΜ Λέσβου, στη Μυτιλήνη, παίρνει απόφαση να γιορταστεί η εθνική επέτειος στα διάφορα μέρη, με ανοιχτές εκδηλώσεις και σε πλαίσια τέτοια που να φαίνεται πως πρόκειται για κάτι το οργανωμένο, όχι όμως και να δοθούν προσχήματα δίωξης και ενδεχομένως αντιποίνων από τις γερμανικές αρχές Κατοχής.

Στην οργάνωση της Αγιάσου, όταν γίνεται γνωστή η απόφαση, καταρτίζεται πλατιά επιτροπή, που θα προετοίμαζε το γιορτασμό. Πράγματι στις 25 του Μάρτη, αφού η εκδήλωση είχε γίνει γνωστή σ’ όλο το χωριό, με πρωτοφανή συμμετοχή των κατοίκων του, που είχαν κατακλύσει το χώρο της Αγοράς και τους γύρω δρόμους, αρχίζει στο μεγάλο κεντρικό καφενείο, στην «Καφενταρία», με ομιλίες για την εθνική γιορτή και το νόημά της, απαγγελίες ποιημάτων και τέλος τον Εθνικό Ύμνο. Η εκδήλωση τυπικά είχε τελειώσει. Όμως σε τέτοιες στιγμές τα τυπικά στοιχεία δεν αρκούν για να ολοκληρωθεί κάτι. Το συγκεντρωμένο πλήθος δε διαλύεται. Ο καταπιεσμένος από την τετράχρονη φασιστική Κατοχή λαός, στη μέρα της εθνικής του γιορτής αποζητάει τρόπο να εκφραστεί, να ξεσπάσει, να βροντοφωνάξει για « το δίκιο και τη λευτεριά».

Από το παλιό οίκημα του Αναγνωστηρίου, που βρισκόταν παράπλευρα στην «Καφενταρία», στο «Χάνι» της Εκκλησιάς, μεταφέρεται στην αγορά η σημαία του Ιδρύματος, όπου και ξεδιπλώνεται. Επακολουθούν επευφημίες και ζητωκραυγές, ενώ ο συγκεντρωμένος όγκος με την ελληνική σημαία μπροστά, περιέρχεται τους κεντρικούς δρόμους του χωριού, τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια της Αντίστασης.

Όταν η πορεία αυτή έφτασε στο γεφύρι του «Σταυριγιού», ο νεαρός τότε αγωνιστής της Αριστεράς -μακαρίτης σήμερα – Μιχάλης Συνοδινός ανέβηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι και μίλησε ανοιχτά πια εναντίον των Γερμανών, μέσα σ’ ένα ξεχειλισμένο, από άκρατο ενθουσιασμό και παλμό, πλήθος.

Η οργανωτική επιτροπή, παρ’ όλο που η εκδήλωση θα γινότανε μέσα σ’ ένα «νόμιμο», κατά κάποιο τρόπο, κλίμα, ωστόσο είχε πάρει τα μέτρα της από ενδεχόμενη παρουσία των Γερμανών. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως στην Αγιάσο δεν υπήρχε Γερμανικός Σταθμός και λίγες φορές είχαν κάνει την εμφάνισή τους τυπικά. Στη θέση «Λάρσος», στα μισά περίπου της απόστασης Αγιάσου – Μυτιλήνης, είχαν εγκατασταθεί σκοπιές, οι οποίες σε περίπτωση εμφάνισης των Γερμανών θα ειδοποιούσαν με φωτιές, αντίστοιχες σκοπιές στα υψώματα της Αγιάσου. Οι σκοπιές συνεχίστηκαν και για δυο μέρες ακόμα, ένα λογικό χρόνο, στον οποίο θα μπορούσαν οι Γερμανοί να πληροφορηθούν την εκδήλωση και να επέμβουν. Την 3η μέρα τα μέτρα ασφάλειας χαλάρωσαν και για τον επιπρόσθετο λόγο πως εκείνη τη μέρα, 28 Μάρτη, είχε χιονίσει σ’ ένα μέτρο περίπου.

Οι Γερμανοί όμως, πληροφορημένοι από την πρώτη κιόλας μέρα, διάλεξαν τη μέρα αυτή ακριβώς για να αιφνιδιάσουν. Με μεγάλες δυνάμεις καταφθάνουν από το δημόσιο δρόμο και στήνουν πολυβόλα στις άκρες του χωριού, σε σημείο τέτοιο που να ελέγχουν κάθε δυνατή έξοδο. Συγχρόνως αρχίζουν να γαζώνουν τον καθένα που γίνεται αντιληπτός να διαφεύγει. Από τις ριπές των πολυβόλων σκοτώνεται επιτόπου ο Στρατής Γραμμέλλης κι ένα 15χρονο κορίτσι, η Ελένη Τζαναβάρη.

pasxalias
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ

Στο δρόμο που τραβάει έξω από το χωριό, λίγο πιο πάνω από το νεκροταφείο, ήταν συγκεντρωμένα αρκετά άτομα της οργάνωσης του ΕΑΜ της Αγιάσου που στα δευτερόλεπτα των διαστημάτων δυο ριπών, προσπαθούσαν νά διαφύγουν. Και στο σημείο αυτό θα σταθούμε σε μια ηρωική και τραγική περίπτωση. Ο Στρατής Πασχαλιάς, μέλος της οργάνωσης, τραυματίζεται στην προσπάθειά του να διαφύγει. Οι Γερμανοί καταφθάνουν, για να τον συλλάβουν σε κακά χάλια. Επάνω του υπάρχει ένα χαρτί με ονόματα κι ένα περίστροφο. Ο Στρατής Πασχαλιάς στο ολιγόχρονο και κρίσιμο αυτό διάστημα μασάει και καταπίνει το χαρτί με τα ονόματα και δεν προλαβαίνει να πετάξει από πάνω του το όπλο, το μοναδικό στοιχείο που θα τον ενοχοποιούσε. Οι Γερμανοί, πεπεισμένοι για την «ενοχή» του, τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο κι αρχίζουν να τον θεραπεύουν. Όταν τελειώνει η θεραπεία, τον οδηγούν στην Γκεστάπο της Μυτιλήνης για ανάκριση. Δε μίλησε. Σύμφωνα με πληροφορίες της οργάνωσης, στα κρατητήρια της κομαντατούρας, έκανε αποτυχημένη απόπειρα αυτοπυρπόλησης, ακριβώς για να μη μιλήσει. Λίγο αργότερα τουφεκίστηκε μαζί μ’ άλλους πατριώτες στα Τσαμάκια.

13748218503_f5be319d38_o
ΣΤΡΑΤΗΣ ΓΡΑΜΜΕΛΗΣ

Αλλά οι Γερμανοί δε σταματούν ως εδώ. Αφού πιάσουν 40 ομήρους τυχαία, όσους βρήκαν στην αγορά, τους συγκεντρώνουν σ’ ένα καφενείο και τους μεταφέρουν στη Μυτιλήνη, στο χώρο της Ακαδημίας, που λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Από αυτούς άλλους αφήνουν ελεύθερους κι άλλους κλείνουν στις φυλακές. Οι τελευταίοι ελευθερώνονται αργότερα από ομάδα «κομάντος», που είχε έρθει από τη Μ. Ανατολή.

Στο μεταξύ οι Αρχές Κατοχής, πληροφορημένες για καλά για τα «έκτροπα» της Αγιάσου, αρχίζουν να καταζητούν συγκεκριμένα πια άτομα. Σαν υπεύθυνους πρωταίτιους αναζητούν τους Στρατή Αναστασέλλη (Τασιό), Στρατή Καβαδέλλη, Μαρίκα Κοντούλη, Όμηρο Κοντούλη, Βασίλη Νουλέλλη, Μιχάλη Συνοδινό, Παναγιώτη Τζανετή, Σωκράτη Φραντζή. Από τους καταζητούμενους δεν πιάνεται κανένας. Η Μαρίκα κι ο Όμηρος Κοντούλης, καθώς κι ο Παναγιώτης Τζανετής, περνούν στη Μ. Ανατολή. Οι υπόλοιποι κατόρθωσαν να καταφύγουν στο βουνό. Εκεί αρχίζει η σύνδεσή τους με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Λέσβου, καθώς και ο εξοπλισμός μικροομάδων, από όπλα που μαζί τους έφεραν οι καταδιωγμένοι ή από αυτά της οργάνωσης που ήταν φυλαγμένα σε κρύπτες.

Στην Αγιάσο τώρα ένας παγερός φόβος και μια βουβή αγωνία κυριαρχεί. Αν τα στημένα πολυβόλα των Γερμανών θα επαναλάβουν μια τραγωδία όμοια με εκείνη των Καλαβρύτων. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου, μεταδίδοντας το γεγονός, μιλά ήδη για μια τέτοια τραγωδία. Τα τελευταίου τύπου οπλοπολυβόλα, που είχαν μεταφερθεί από τη γραμμή «Μαζινό», είχαν στηθεί και σε αρκετή απόσταση από την Αγιάσο, σε θέση βολής προς αυτήν. Έτσι είχαν γίνει αντιληπτά από τις διάφορες αντιστασιακές ομάδες, οι οποίες πιστεύοντας πως κάτι σοβαρό συμβαίνει στην Αγιάσο, μετέδωσαν από τον ασύρματο της Βαρειάς τις τέτοιες πληροφορίες στο Ραδιοφωνικό Σταθμό του Λονδίνου. Πραγματικά οι προθέσεις των Γερμανών κάτι ανάλογες πρέπει να ήταν.

Συγκεκριμένες πληροφορίες αναφέρουν πως ο μακαρίτης Δεσπότης της Μυτιλήνης Ιάκωβος, μεσολάβησε επίμονα στις Γερμανικές Αρχές για τη σωτηρία της Αγιάσου.

Ένα όμως είναι βέβαιο. Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει, πως, αν σκοτωνόταν έστω κι ένας στρατιώτης τους, τα αντίποινα θά ‘ταν σκληρά και θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Η οργάνωση που είχε εξοπλιστεί κι είχε καταφύγει εξολοκλήρου σχεδόν στο βουνό, διαισθάνθηκε κάτι τέτοιο και δεν προχώρησε σε πράξεις βίας εναντίον των Γερμανών.

25-28 Μάρτη ’44. Άλλη μια πτυχή, άλλη μια σελίδα της Αντίστασης στην Αγιάσο, στη Λέσβο, στην Ελλάδα. Δηλωτική της αυθόρμητης, της ηρωικής, της μαζικής συμμετοχής του λαού μας στην υπόθεση της λευτεριάς του και της προόδου του. Πρωταγωνιστές της, επώνυμοι και ανώνυμοι άνθρωποι της μάζας, άλλοι ζουν κι αναπολούν, πικραμένοι ίσως κι απογοητευμένοι καμιά φορά, τις μεγαλειώδεις εκείνες μέρες, άλλοι έχουν χαθεί στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο κι άλλοι έχουν χαθεί ή καμφθεί βιολογικά. Σίγουροι βέβαια είναι και είμαστε όλοι, πως, παρ’ όλους τους δύσκολους καιρούς που ήρθαν μετά, παρ’ όλες τις ήττες, τα πισωγυρίσματα, τη μη δικαίωση του αγώνα αυτού, τίποτε δεν ήταν ανώφελο και τίποτα δεν πήγε χαμένο. Σήμερα μένουν τα μηνύματα και τα σύμβολα αυτού του αγώνα, μένει ο προβληματισμός, η ενόραση και η διδαχή για το μέλλον.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 09/1982