
ΠΡΑΤΗΡΙΟ ΚΑΛΑΜΑΡΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ
Από της 8ης Ιουνίου ήρξατο λειτουργούν εν Αγιάσσω πρατήριον πωλήσεως αλεύρων, πιτύρων, ζυμαρικών υπό την διεύθυνσιν του κ. Δημητρίου Κορομηλά.
Αναγνωστήριο του λεσβιακού εντύπου και φωτογραφικού φακού
Από της 8ης Ιουνίου ήρξατο λειτουργούν εν Αγιάσσω πρατήριον πωλήσεως αλεύρων, πιτύρων, ζυμαρικών υπό την διεύθυνσιν του κ. Δημητρίου Κορομηλά.
Μια από τις εκδηλώσεις του Ιουνίου είναι και τ’ Άγιστρου, οι φωτιές δηλαδή που ανάβονται στους δρόμους κατά την ημέρα της εορτής των γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου
Τ’ ΑΓΙΣΤΡΟΥ
Μια από τις εκδηλώσεις του Ιουνίου είναι και τ’ Άγιστρου, οι φωτιές δηλαδή που ανάβονται στους δρόμους κατά την ημέρα της εορτής των γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου (Αγιού Γιαννιού, τ’ Λιουτρουπιού). Ίσως να ‘ναι τούτη η εκδήλωση ένα απομεινάρι από τις αρχαίες πυρολατρίες, κατά τις οποίες ανάβονταν φωτιές για τη λατρεία κάποιου θεού, για τον εξευμενισμό του, για καθαρισμό και εξαγνισμό από τις αμαρτίες. Η σημαδιακή επίσης ημέρα, κατά την οποία γίνεται η εκδήλωση αυτή (τ’ Αγιού Γιαννιού-Λιουτρουπιού), κατά την οποία παίρνει πλέον τροπή ο ήλιος και μπαίνουμε στο θερινό ηλιοστάσιο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι με τις φωτιές αυτές (άγιστρου) καλωσορίζουμε το καλοκαίρι και με τις εκδηλώσεις μας αποσκοπούμε στο να είναι καλό και φιλικό μαζί μας.
Αποσπερού λοιπόν οι κοπέλες, μόλις βασίλευε ο ήλιος, μάζευαν ξερά κλαδιά σε διάφορα κεντρικά σημεία μέσα στις γειτονιές, στα οποία έβαζαν φωτιά και κατόπιν πηδούσαν πάνω από τις φλόγες. Στο «χορό της φωτιάς» όμως αυτό έπαιρναν μέρος και τα παλικάρια και άλλοι μεγαλύτεροι στην ηλικία. Όλοι πηδούσαν τη φωτιά με την ελπίδα να γίνει «πέτρα το κεφάλι τους» και «σίδερο η μέση τους», δηλαδή γεροί και δυνατοί. Στη φωτιά πηδούσαν οι περισσότεροι τρεις φορές και από την ίδια κατεύθυνση. Στις φωτιές αυτές έκαναν και ένα είδος «τηγανόπιτας» από αλεύρι, μέλι (για να γλυκάνουν τις επιθυμίες τους) και αλάτι. Την πίτα αυτή την έψηναν «πα στ’ άγιστρου». Κατόπιν μοιραζόντουσαν την πίτα μεταξύ τους οι κοπέλες, την οποία έτρωγαν, όταν πήγαιναν για ύπνο, ή έβαζαν κάτω από το προσκέφαλό τους. Πίστευαν ότι έτσι όποιον Άγιο δουν στον ύπνο τους, τ’ όνομα αυτού του Αγίου θα έχει και ο μέλλοντας σύζυγός τους. Αλλά τ’ Άγιστρου είχε και τα παρεπόμενά του. Οι φωτιές στους δρόμους, τα γέλια και τα τραγούδια ενοχλούσαν και ορισμένους «ραχατλίδες», που ήθελαν να κοιμηθούν νωρίς, ή και μερικούς παράξενους. Τότες άρχιζαν οι φωνές, τα κυνηγητά, το σβήσιμο της φωτιάς και τα καταβρέγματα.
ΚΛΗΔΟΥΝΑΣ
Την ίδια μέρα, κατά την οποία ανάβονταν τ’ άγιστρα, ετοιμαζόταν και ο «Κλήδουνας». Έπαιρναν δηλαδή ένα πήλινο δοχείο, αργότερα ένα κουβαδάκι, το οποίο γέμιζαν με νερό. Μέσα σ’ αυτό έριχναν τα «ριζικά» ή «σημάδια», διάφορα δηλαδή μικροαντικείμενα (κουμπιά, δαχτυλίδια, δαχτυλήθρες κτλ.), τα οποία ονοματιζόντουσαν από πριν. Το καθένα δηλ. ανήκε και σε μια ορισμένη κοπέλα. Κατόπιν το δοχείο σκεπαζόταν μ’ ένα πανί και το έβαζαν μέσα σε φούρνο που έβλεπε ανατολικά. Με την αύριο έπαιρναν το δοχείο, το έβαζαν στη μέση και γύρω γύρω μαζεύονταν οι κοπέλες και πολύς άλλος κόσμος. Ένα παιδί, γονατιστό δίπλα στο δοχείο, σκεπαζόταν με το ύφασμα του «Κλήδουνα» και είχε την υποχρέωση να βγάζει τα πράγματα που είχαν ρίξει μέσα. Οι πιο πνευματικοί λοιπόν και στιγμιαίοι ποιητάδες, από αυτούς που ήτανε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Κλήδονα, έφτιαχναν ένα ανάλογο δίστιχο, και το παιδί το σκεπασμένο έβγαζε ένα ριζικό. Το δίστιχο που είχε προηγηθεί ήταν χρησμός για την κοπέλα στην οποία ανήκε το ριζικό. Όταν τέλειωναν τα πράγματα τα οποία είχανε ρίξει μέσα στον Κλήδονα, οι ενδιαφερόμενες κοπέλες έπιναν από το νερό του Κλήδονα και το κρατούσαν μέσα στο στόμα τους χωρίς να το καταπιούν, μέχρι να ακούσουν ένα όνομα ή να μάθουν το όνομα του πρώτου περαστικού. Πίστευαν έτσι ότι αυτό το όνομα θα είχε και ο μέλλοντας σύζυγός τους. Άλλοτε πάλι, μόλις άδειαζε ο Κλήδονας, χωρίς όμως να το πάρουν είδηση οι γύρω, αυτός που ήτανε σκεπασμένος με το πανί σηκωνότανε απότομα και τους κατέβρεχε. Γι’ αυτό όλοι είχανε το νου τους. Οι άνδρες βέβαια δεν έδιναν και πολλή σημασία σ’ όλα αυτά, γι’ αυτό και πολλές φορές αναποδογύριζαν τον Κλήδονα και τις συγκεντρωμένες κοπέλες τις κατάβρεχαν. Ένεκα τούτου και σήμερα, όταν ακούμε λόγια που δεν έχουν καμιά σημασία, τα λέμε «λόγια του κλήδονα» ή «αυτά να τα πεις στον κλήδονα». Ο αείμνηστος ιστορικός και λαογράφος της Αγιάσου Στρατής Κολαξιζέλης ή Κακάβης μας παραθέτει και ορισμένα δίστιχα από αυτά που λεγόντουσαν στον Κλήδονα από τους στιγμιαίους ποιητάδες.
Ανοίξιτι του κλήδουνα να βγει χαριτουμένους,
να κατιβεί γιου βασιλιάς μι τ’ άστρα στουλισμένους.
Καρσί μου ήρτις τσ’ έκατσις σαν ήλιους, σα φιγγάρι,
τσι ρούφηξις του αίμα μου σαν άγριου λιουντάρι.
Μικρή μαλαματένια που φαίνεις του πανί,
τ’ αντρούμ μια καναβάτσα τσι μόνα ένα βρατσί.
Σώπα, κόρημ, μη φουνάζεις του τζιρό μην ανιγκάζεις
τσι τσιρός θα σι τουν φέρ’ ντάσταν ντάσταν με στου χερ
Τελειώνοντας, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε και τις άοκνες προσπάθειες που γίνονται στο χωριό μας για την αναβίωση όλων αυτών των παλαιών εθίμων. Έτσι σ’ όλους θα είναι γνωστή η αναβίωση του εθίμου αυτού του Κλήδονα, που γίνεται κάθε χρόνο με μεγάλη επιτυχία και πλήθος κόσμου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΑΛΕΝΤΑΣ
ΠΗΓΗ: περιοδικό «ΑΓΙΑΣΟΣ» τ. 53/1989
Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα
Με το παρανόμι του Καμπάς τον ήξεραν, όπως κι άλλους, μέσα στο χωριό. Με το επίθετο Xριστοφάρης τον ήξεραν πολύ λίγοι. Ήταν μουσικός. Έπαιζε τρομπόνι με την κομπανία των Ρόδανων – Σουσαμλήδων, που ήταν άφταστη στους χορούς και στα ρεμπέτικα. Την ξέρανε στα χωριά του Πολιχνίτου και κυρίως της Γέρας, όπου τους φώναζαν ταχτικά ως το 1939-1940, που παίζανε μερόνυχτα κι όχι σπάνια και βδομάδα σωστή. Είχε και μπάρμπα μουσικό, που ήταν παντρεμένος στη Γέρα, το Γιώργο Καμπά. Έπαιζε κλαρίνο με την κομπανία των Νείρων, που ήταν άφταστη στα ευρωπαϊκά και στις καντάδες, με τον καλλίφωνο τραγουδιστή και μουσικό (τρομπόνι) Θεοφάνη, που ήταν γαμπρός του Καμπά.
Ήταν πολυτεχνίτης, χωρίς να είναι και ερημοσπίτης, όπως θέλει το λαϊκό ρητό. Είχε το καφενείο με τα μπαλκόνια πάνω στο γεφύρι, στο Σταυρί, (σημερινό σπίτι Στρατή Στεφάνου). Έκανε έπιπλα, καρέκλες, χτένια, καρούλια, σαγίτες για τις κρεβατές, αδράχτια κι άλλα. Με επινόησή του, που πρόσθεσε στα πόδια ραπτομηχανής, το ξασμένο και λαναρισμένο μαλλί, που θα έκανε στο αδράχτι γρίζα μια γυναίκα σε δέκα μέρες, το έκανε μόνο σε εφτά και όλο ντούζ’κο (το ίδιο). Απ’ τα θεμέλια έχτισε κι αποτέλειωσε ένα καλύβι του στις Λάμπες. Ακόμα έκανε και βάρκα του Κυνηγετικού Ομίλου για το κυνήγι της πάπιας στη Μεγάλη Λίμνο. Κι όλα αυτά αυτοδίδαχτος. Ό,τι δουλειά κι αν καταπιανόταν, την έβγαζε πέρα. Και ό,τι έβγαινε απ’ τα χέρια του ήταν σωστό καλλιτέχνημα και μιλούσε.
Στη φωτογραφική τέχνη που ασχολήθηκε, όταν παράτησε το όργανό του, χρειάστηκε να παρακολουθήσει λίγες μέρες κοντά στον πρόσφυγα φωτογράφο Παν. Χατζέλη, για να μάθει την τέχνη. Το 1927 που ο Χατζέλης μετέφερε το φωτογραφείο στη Μυτιλήνη, για να χτίσουν το σημερινό Ξενώνα, που στεγάζει την Αστυνομία και το Αγρονομείο, δημιούργησε δικό του φωτογραφείο στον Κάτω Κάμπο, δίπλα στο σπίτι του Παν. Κωμαΐτη.
Οι Καμπάδες που φτάσαμε είχαν διαψεύσει το παρατσούκλι τους, που στην τουρκική θα πει χοντρός. Απεναντίας ήταν κανονικοί στο σώμα και στο μυαλό όλοι τους ξυράφια κι όχι καμπάδες.
Θαύμαζε παθολογικά τους Γερμανούς (χωρίς να είναι φίλος τους) για τις προόδους, τις εφευρέσεις και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Με τρεις νεαρούς Γερμανούς τουρίστες, που πέρασαν το 1937 παίζοντας ερασιτεχνικά ακορντεόν, που δεν είχε διαδοθεί ακόμα εδώ στην Ελλάδα, ήταν ξετρελαμένος με το παίξιμο και τα όργανά τους. Τους πήρε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε. Όταν τον ρωτήσαμε, αν τον τραχανά που τους πρόσφερε τον πήρανε για στόκο και τον κολλούσαν στα τζάμια, πειράχτηκε πολύ.
Το καλοκαίρι του 1938 που ήρθε από το Μόναχο, όπου σπούδαζε, ο Πάνος Κολαξιζέλης κι απ’ την Αθήνα ο Πάνος Πανανής, που ήταν δημ. υπάλληλος, για να του εξάψουν πιο πολύ το θαυμασμό που είχε για τους Γερμανούς, συναγωνίζονταν ποιος θα του πει το πιο μεγάλο και τερατώδικο ψέμα. Ο Κολαξιζέλης του είπε πως απ’ τα ράχτα, που έχουμε μπόλικα και άχρηστα, οι Γερμανοί βγάζουν το καλύτερο μαλλί. Κι ο Πανανής, πιο τερατολόγος, του είπε πως στην Αθήνα κάποιος έχει φέρει μια ράτσα κότες απ’ τη Γερμανία, που, όταν γίνουν δυο χρονώ, αντί αβγά γεννούν πλέλια, φτάνει στην τροφή τους μέρα παρά μέρα να τους δίνεις και ζωικές τροφές (κρέας, ψάρια) και να τις έχεις σε ζεστό μέρος το χειμώνα. Αυτό δεν το χώρεσε το μυαλό του κι αντέδρασε. Με την επιβεβαίωση του Κολαξιζέλη και την υπόσχεση του Πανανή, πως θα φροντίσει να του στείλει μια κότα απ’ την Αθήνα, προσποιήθηκε πως το δέχτηκε. Όταν γύρισε ο Κομνηνός Τσοκαρέλης απ’ την Αθήνα όπου είχε πάει του έφερε μια παράξενη μαύρη γυμνολαίμισσα κότα μέσα σε μια κλούβα. Οι αμφιβολίες του άπιστου Θωμά διαλύθηκαν μεμιάς σαν καπνός. Κατουρημένος απ’ τη χαρά του για το πρωτάκουστο απόχτημά του, την έδειχνε καμαρωτός και περήφανος στα καφενεία και στο δρόμο που τραβούσε για το σπίτι του, στην Μπουτζαλιά. Στα καφενεία και στις γειτονιές οι συζητήσεις ήταν για την κότα που γεννά τα πλέλια. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος. Εντολή στη γυναίκα του, το Βγενιώ, να την έχει σαν τα δυο της τα μάτια. Γιατί, όσο αξίζει η κότα, δεν αξίζουν και οι δυο τους (ήταν άτεκνοι). Την είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Μα αυτή και έβρεχε και έσταζε παντού κι όπου τύχαινε. Το Βγενιώ τραβούσε τα μαλλιά της για τη φορτούνα που ήρθε στο κεφάλι της, με τις κουτσουλιές που δεν πρόφταινε να καθαρίζει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έφτασε ο καιρός και φύγανε στις Λάμπες για τις ελιές. Μαζί τους πήραν και την κότα.
Μια μέρα, χωρίς να προσέξει και να το καταλάβει, δεν έκλεισε καλά την πόρτα του καλυβιού ο Καμπάς. Μαυρισμένα τα μάτια της κότας από το μεγάλο περιορισμό που την είχαν, βρήκε την ευκαιρία και ξεπόρτισε. Ώσπου να σηκωθεί να βγει έξω ο Καμπάς, η κότα έγινε άφαντη. Ευτυχώς που έφυγε απ’ τον ίδιο και δεν έφυγε απ’ το Βγενιώ. Τι θα γινόταν και γω δεν ξέρω. Όσο περνούσαν οι μέρες και δε βρισκόταν η κότα, τόσο μεγάλωνε η στεναχώρια του Καμπά. Αντίθετα το Βγενιώ χαιρόταν, γιατί γλύτωσε από τις κουτσουλιές της, που δεν προλάβαινε να καθαρίζει, και τη φασαρία της, που έκανε άνω κάτω τα πάντα μέσα στο σπίτι.
Ανέβηκαν στο χωριό, για να κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Την παραμονή των Φώτων, κατά το έθιμο, πήγαμε και του είπαμε τα κάλαντα, με τα παρακάτω στιχάκια που κάναμε.
Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι,
και τα τραγούδια που θα πεις, καλά να τα θυμάσαι.
Γοι φίλοι σου γοι Γερμανοί, που ‘ρταν απ’ άλλου τόπου,
του τραχανό που τς φίλιψις τουν πήρανε για στόκου.
Μην απαντέγς για να γιννήσ’ γη όρθα, που στείλαν, πλέλια,
θαν αφαν’στείς να τνη ταγίγς χαψέλια τσ’ αντιρέλια.
Σ’ τούτο το σπίτι που ‘ρταμι τα κάλαντα να πούμε,
χρόνια πολλά και ευτυχή, για να του ευχηθούμε…
Με τα στιχάκια αυτά άναψε σαν μπαρούτι και φούσκωσε σαν τη θάλασσα. Να πάρει την πιστογεμή; να μας πετάξει κανά κουμάρι; έδωσε τόπο στην οργή, έκανε τα πικρά γλυκά. Την ώρα που μας κερνούσε το Βγενιώ, κουνώντας το κεφάλι της, δαγκάνοντας τα χείλη της και δείχνοντας τον με τα μάτια της, μας έλεγε πως ήταν όλος φωτιά και λαύρα. Μας ευχαρίστησε μ’ ένα πικρό, γεμάτο φαρμάκι χαμόγελο που δεν μπόρεσε να κρύψει, μα ούτε και να γλυκάνει λίγο.
Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα. Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα. Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά. Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.
Παπανικόλας, Στρατής Αναστασέλης (πίσω), Κομνηνός Τσοκαρέλης και Μιλτιάδης Σκλεπάρης
Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982
Οι πληροφορίες που βρήκαμε στα αρχεία του Αναγνωστηρίου μπορεί να είναι λίγες και φτωχές. Είναι όμως οι πιο σημαντικές και ακριβείς, αυτές που ζητούσαμε. Αφού μας πληροφορούν
του κ. ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΚΛΕΠΑΡΗ
Στη σελίδα 66 της 10 Ιουλίου 1907 γράφει: “Καθαρόν περίσσευμα ευεργετικής παραστάσεως υπέρ του Αναγνωστηρίου δοθείσης υπό του εξ Αθηνών ηθοποιού κ. Ανδρέα Φιλιππίδου γροσ. 188″. Και στη σελίδα 73 της 15 Οκτωβρίου 1907 γράφει: “Έξοδα κατά την ευεργετικήν παράστασιν γροσ. 2,20 παράδες”.
Από δω καταλαβαίνει κανείς πως ενημερώνοντο τα βιβλία.
Στη σελίδα 90 στις 11 Αυγούστου 1908 γράφει: “Περίσσευμα Α’ παραστάσεως γρόσ. 130 και Β’ παραστάσεως γρόσια 135,30 παράδες”. Στη σελίδα 93 στις 28 Αύγουστου 1908: “εις μεταφορικά σανίδων σκηνής γρόσ. 6″. Αυτή είναι και η τελευταία πληροφορία.
Σημ. Στο βιβλίο εσόδων και εξόδων και των πρακτικών αναγράφονται μόνον οι παραστάσεις που δίνονταν για λογαριασμό του Αναγνωστηρίου. Οι άλλες παραστάσεις που ήταν συχνές και που δίνονταν χειμώνα καλοκαίρι, άλλες για διαφόρους φιλανθρωπικούς σκοπούς και άλλες για σκοπούς που δεν μπορούσαν να γραφούν στα βιβλία. Όπως για την αγορά εθνικών λαχείων του στόλου, για την ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνος απ’ τον τουρκικό ζυγό, την αγορά κρυφά εφημερίδων ελληνικών την «Νέαν Ημέραν» της Τεργέστης και την «Αμάλθειαν» της Σμύρνης κλπ.
Οι πληροφορίες που βρήκαμε στα αρχεία του Αναγνωστηρίου μπορεί να είναι λίγες και φτωχές. Είναι όμως οι πιο σημαντικές και ακριβείς, αυτές που ζητούσαμε. Αφού μας πληροφορούν από πότε άρχισαν να δίνονται θεατρικές παραστάσεις και μας αναφέρουν και πρόσωπα μου παίρναν μέρος σ’ αυτές. Δεν μας έδωσαν καμιά πληροφορία για τον εμπνευστήν και δημιουργόν του Ερασιτεχ. θεάτρου. Όταν όμως συνδυάσουμε το όνομα του Ιωάννου Αμανίτη που ελέγετο απ’ τους παλιούς πως αυτός με τη παρέα του πρωτοστατούσε και έδινε παραστάσεις, όταν στα πρακτικά υπ’ αριθ. 59 της 15/3/1902 που αναφέρει τα πρόσωπα του θεάτρου, πρώτο φέρεται το όνομα του Ιωαν. Αμανίτη, στα πρακτικά υπ’ αριθ. 69 της 20/5/1902 και υπ’ αριθ. 70 χωρίς χρονολογία που αυτός είναι πρόεδρος του Αναγνωστηρίου, κι όταν γνωρίσαμε τον ζωντανό, τον ενθουσιώδη , τον μερακλή, και γλεντζέ και μάλιστα στην ηλικία που τον φθάσαμε δεν μας μένει καμιά αμφιβολία πως αυτός πρέπει να είναι ο δημιουργός του Ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Αν κανείς μπορεί να αποδείξει το αντίθετο είμεθα πρόθυμοι να το δεχτούμε και να ανακαλέσουμε. Κάνουμε τη σκέψη πως μπορεί στη δημιουργία του Ερασιτεχνικού θεάτρου να συνέβαλε και ο Αναστ. Γιαννακόπουλος που φέρεται μέλος του Δ/κου Συμβουλίου του Αναγνωστηρίου το 1897 που δημιουργήθηκε το Ερασιτεχνικό θέατρο.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ, 10/07/1972