Η ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι δύσκολο, αν μη ακατόρθωτο, να ψηλαφίσει κανείς, μέσα μόνο απ’ τις ποικίλες διηγήσεις των παλιών, τις όμορφες εκείνες εποχές που έζησαν οι πρόγονοί μας, πριν πολλές δεκαετίες, πριν εμείς γεννηθούμε σ’ αυτόν τον τόπο, με την πλούσια πολιτιστική παράδοση και ανάπτυξη στο λόγο και στην τέχνη. Ιδιαίτερα δύσκολο είναι να ζωντανέψουμε τη λαϊκή μας μουσικοχορευτική παράδοση· οι ήχοι πέταξαν, οι γλεντζέδες έφυγαν, τα έθιμα ξεθώριασαν.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ

Ακριβώς σ’ αυτόν τον τομέα της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης το Αναγνωστήριο, πριν τριάντα περίπου χρόνια, απ’ το 1963, με πρωτεργάτη τον πρόεδρό του Πάνο Πράτσο, με συνεργάτη τον αείμνηστο «δάσκαλό μας», γενικό γραμματέα του Αναγνωστηρίου, Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και βοηθούς εκτελεστές τους μουσικούς Στρατή Ψύρρα και Σταύρο Ρόδανο διέβλεψε πρωτοποριακά την αξία του μουσικού μας πλούτου και με τα τότε πενιχρά μέσα έκαμε τις πρώτες ηχογραφήσεις. Καταγράφηκαν σε παρτιτούρες από παλιούς μουσικούς πάνω από πεντακόσιοι σκοποί και λιγότεροι ηχογραφήθηκαν. Το έργο αυτό αξιολογήθηκε, από ειδικούς και μη, εφάμιλλο προς τα κτίρια που στήθηκαν.

Οι στόχοι αυτής της προσπάθειας ήταν υψηλοί. Ο «δάσκαλός μας» με τη χαρακτηριστική φωνή του μας τους θυμίζει: «Πάλι το λαϊκό τραγούδι και τα παλιά νοσταλγικά χορευτικά απ’ την πλούσια συλλογή του λαογραφικού υλικού του Αναγνωστηρίου Αγιάσου ηχογραφούνται και σήμερα. Έτσι πιστεύουμε ότι διασώζουμε απ’ τη φθορά του χρόνου εκλεκτό λαογραφικό υλικό της όμορφής μας κωμοπόλεως Αγιάσου, που το χαρίζουμε στις παρακάτω γενεές και συμβάλλουμε στην προβολή του χιλιοτραγουδισμένου νησιού μας, της Λέσβου, της νύφης του Αιγαίου σ’ όλη την Ελλάδα…».

Το Αναγνωστήριο δεν έπαψε να διασώζει από τότε μέχρι σήμερα τη λαϊκή μουσική μας παράδοση. Έγιναν δεκάδες ηχογραφήσεις και παρουσιάσεις των τραγουδιών. Τα τελευταία χρόνια δημιούργησε την Παιδική Χορωδία με παιδιά από επτά έως δώδεκα χρονώ, που με τη διδασκαλία του Πάνου Πράτσου υλοποιεί αυτό που λέγεται παράδοση. Και παράδοση είναι τούτο: τα μικρά παιδιά του 1994 τραγουδούν και χορεύουν, με ιδιαίτερη αγάπη και προθυμία, τους νοσταλγικούς εκείνους σκοπούς των προπαππούδων και προγιαγιάδων του 1894!

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Ποιες είναι οι ρίζες της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης και ποια πορεία τράβηξε μέχρι το 1935, εποχή που έρχονται στην Αγιάσο τα πρώτα έγχορδα; Πριν προχωρήσω, πρέπει να πω πως ούτε μουσικολόγος είμαι ούτε μουσικός. Είμαι μόνο γοητευμένος με τη μουσική παράδοσή μας και επιγραμματικά αναφέρω στοιχεία που βγαίνουν απ’ την πολύχρονη έρευνά μου, στηριγμένη πάντοτε στην προφορική παράδοση.

Η Αγιάσος ακολουθεί και αυτή στον πολιτιστικό τομέα γενικά την πορεία των άλλων χωριών της Λέσβου. Έχει όμως κάποιες ιδιαιτερότητες πολύ σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, που πηγάζουν από το χώρο, στον οποίο είναι χτισμένη, το Προσκύνημα που διαθέτει και τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν οι παράγοντες αυτοί. Γι’ αυτό, πιστεύω πως κράτησε στοιχεία που δεν κράτησαν άλλα χωριά, δημιούργησε παραλλαγές των μουσικών ακουσμάτων των μικρασιατικών παραλίων ή εμπνεύστηκε καινούργιους μουσικούς δρόμους.

Απελευθερωθήκαμε το 1912 απ’ τον τούρκικο ζυγό και η εξάρτησή μας ήταν σημαντική και καθοριστική απ’ την Ανατολή και την Τουρκία. Η Σμύρνη, αλλά και οι άλλες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων, ήταν οι χώροι επικοινωνίας μας, ιδιαίτερα των Αγιασωτών, που με το Προσκύνημα της Παναγίας είχαμε δοσοληψίες με Σμυρνιούς, Αϊβαλιώτες, Φωκιανούς, Περγαμηνούς…, όχι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτιστικές.

Φυσικό ήταν, λοιπόν, και στο χώρο της μουσικής και του χορού να δεχτούμε και να αγαπήσουμε τα ανατολίτικα μοτίβα και ιδιαίτερα το σμυρνιοπολίτικο ύφος. Καθώς μας διακρίνει η ξεχωριστή αγάπη για το τραγούδι, η ευχέρεια να συνθέτουμε στίχους και μελωδίες και το πάθος για γλέντι και χορό, δημιουργήσαμε αυτό που λέγεται «Μουσικοχορευτική Παράδοση της Αγιάσου».

Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)
Αγιασώτισσες που χορεύουν στην Καρύνη. (Έργο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)

Οι Αγιασώτες τα παλιά τα χρόνια τραγουδούσανε και χορεύανε σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής. Στα γεννητούρια με τις μακρόσυρτες διασκεδάσεις, στους γάμους με τα τραγούδια και τους χορούς της περίστασης, ακόμη και στο θάνατο θέλανε το νεκρώσιμο τους. Οι μουσικές δε σταματούσαν να παίζουν στα πανηγύρια, στα κουιτούκια, στα γλιτώματα, στα σπίτια πολλές φορές, στα κάλαντα, στις πατινάδες, στα ισνάφια. Τρικούβερτο γλέντι γινόταν τις απόκριες και οι γειτονιές αντηχούσαν απ’ τη φωνή του αρχινιστή, του Μεγαλέξανδρου με την περικεφαλαία, που τραγουδούσε τη «Σούσα», τη «Λυγερή» και άλλα. Δεν ήταν μόνο οι οργανωμένες κομπανίες, που σκορπούσαν το κέφι και τον ενθουσιασμό. Αντηχούσαν οι ζουρνάδες και τα νταβούλια και στα κουιτούκια απ’ το 1895 (;) πήραν τη θέση τους και οι λατέρνες.

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες της Αγιάσου, “οι μουσικάντες”, απλοί άνθρωποι, αλλά και ιδιόρρυθμοι, είχαν έρωτα προς την τέχνη της μουσικής, ευαισθησία, δημιουργικότητα. Υπήρξαν εκτελεστές, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργοί. Έτσι, βαπτισμένοι μέσα στους ρυθμούς και τις μελωδίες των προγόνων τους, εμπλούτιζαν τη μουσική και πρόσθεταν νέα στοιχεία, χωρίς να ξεφεύγουν απ’ την κληρονομιά τους.

Η πρώτη οργανωμένη κομπανία πρέπει να υπήρχε στην Αγιάσο πριν το 1875, με όργανα το σαντούρι, το κλαρίνο και την μπασαβιόλα. Το 1902 η ορχήστρα αποτελείται από σαντούρι, κλαρίνο, βιολί και κορνέτα. Στο Μουσείο του Αναγνωστηρίου υπάρχει φωτογραφία της εποχής με αυτή τη σύνθεση. Από το 1913 έχουμε τα “φυσερά” (χάλκινα όργανα) σε πλήρη σύνθεση, με κορνέτα, τρομπόνι, μπάσο και κλαρίνο, πλαισιωμένα με βιολί και σαντούρι. Η ορχήστρα ήταν συναρμολογημένη με τον καλύτερο τρόπο για τις ανάγκες της δουλειάς και των μελωδιών. Υπήρχαν τα πρίμα όργανα και τα βαρύτονα, που εναρμονισμένα, κυριολεκτικά μάγευαν, ενθουσίαζαν, ζέσταιναν τις καρδιές των Αγιασωτών.

Στις αρχές του αιώνα μας οι σκοποί που παίζονταν ήταν συρτοί και μπάλοι, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, καλαματιανά, πηδηχτά. Ιδιαίτερα συγκινούσαν τους Αγιασώτες τα καθιστικά και τα τραγούδια του δρόμου. Χαρακτηριστικό είναι πως τους άγγιζαν σκοποί λυπητεροί, αλλά και ενθουσιώδεις. Αντίφαση που ταιριάζει στο χαρακτήρα του Αγιασώτη. Όμως υπήρχαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί και κάπου ακούγονταν μαντολίνα και κιθάρες. Αυτό συνέβαινε στις ανώτερες τάξεις και στους μορφωμένους, σε πολύ περιορισμένο κύκλο.

Η εισβολή από το 1911 των αντιγραφών της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας δεν επηρέασε καθόλου την παράδοσή μας. Ο Αγιασώτης έμεινε πέρα για πέρα πιστός στις μελωδίες των τραγουδιών, που του μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Δε θεώρησε το ανατολίτικο και αιγαιοπελαγίτικο μοτίβο τούρκικο, όπως έτσι θέλανε να το περάσουνε οι στραμμένοι στη Δύση. Και είναι χαρακτηριστικό τούτο: Ο Αγιασώτης έκανε την επιλογή του, χωρίς να έχει ιδέα από “αυθεντικότητες” ή “καθαρότητες” και διατήρησε ό,τι η φωνή της ψυχής του υπαγόρευε. Τολμώ να πω πως προηγήθηκε των διαπιστώσεων των εθνολόγων και μουσικολόγων και διείδε με την ψυχή του πως η μουσικοχορευτική του παράδοση είναι ελληνική, γιατί κρύβει μέσα της στοιχεία και από το μουσικό σύστημα της κλασικής εποχής και έχει άμεση σχέση με τη βυζαντινή μουσική, όπως και με τη μουσική των γειτόνων λαών της Ανατολής. Τούτο το επισημαίνω ιδιαίτερα, γιατί ορισμένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που λέμε “αγιασώτικα” μπορεί να παρεξηγηθούν και να χαρακτηριστούν ξενόφερτα ή τούρκικα.

 

ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ «ΦΥΣΕΡΩΝ»

Στην καλλιτεχνική εκδήλωση του περασμένου καλοκαιριού, στις 7 Αυγούστου 1994, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα Εκατόχρονα του Αναγνωστηρίου, παρουσιάσαμε μια κομπανία, όπως ήταν στις αρχές του αιώνα μας, τα «φυσερά», με σαντούρι, βιολί, κορνέτα, κλαρίνο, λαουτοκιθάρα. Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί σ’ ολόκληρη τη Λέσβο μπάσο και τρομπόνι.

Η σκέψη αυτή πήγασε απ’ τις διηγήσεις των παλιότερων για κλαρινατζήδες και κορνετίστες, που μάγευαν, άναβαν τα αίματα των χορευτών, τους άδειαζαν τις τσέπες, που «χαλούσαν τον κόσμο» για δυο τρεις μέρες, τότε που οι άνθρωποι χαίρονταν τη ζωή και τη ζούσαν.

Οι παλιοί μελωδικοί σκοποί και τα τραγούδια, παρμένα απ’ την πλούσια μουσικολαογραφική συλλογή του Αναγνωστηρίου, επιλέχτηκαν απ’ τις εκατοντάδες του αρχείου μας, έτσι, για να δώσουν δείγματα και μόνο της μουσικής παράδοσης της Αγιάσου, που για πρώτη φορά εκτελούνται από «φυσερά».

Η αναβίωση της ορχήστρας των «φυσερών», με το χρώμα-ύφος των παλιών μουσικάντηδων, θεωρείται σχεδόν ακατόρθωτο. Εμείς ξεπεράσαμε τα ποικίλα και μεγάλα προβλήματα και με τη συμμετοχή στρατιωτικών μουσικών παρουσιάσαμε τα «φυσερά», τους χορευτές και τους τραγουδιστές μας. Οι χορευτές, παλιοί και νέοι, χόρεψαν γνήσια και απλά, όπως παλιά χόρευαν, χωρίς επιτηδεύσεις και φιγούρες. Την ίδια εκδήλωση παρουσιάσαμε, ύστερα από πρόσκληση του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» της Αθήνας, στις αρχές Νοεμβρίου, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Λέγανε πως παλιά οι Αγιασώτες, καθώς την αυγή ξεκινούσαν για τη δουλειά τους και περνούσαν απ’ τα κουιτούκια, όταν το αποσπερινό γλέντι είχε ανάψει, ξεχνούσαν τον προορισμό τους, μαγεύονταν, άκουγαν στην αρχή και έμπαιναν και αυτοί στο γλέντι, στη συνέχεια.

Είμαστε στις αρχές του αιώνα μας. Ας φανταστούμε μια γειτονιά της Αγιάσου με τα σαχνουσίνια της, τα γραφικά της δρομάκια, στο βάθος το κουιτούκι με τα παλικάρια κι απέναντι τις όμορφες κοπέλες να ρίχνουν στα κλεφτά ερωτικές ματιές υπό την “αυστηρή” επίβλεψη των μανάδων. Στο βάθος του δρόμου ξεπροβάλλουν οι μουσικάντες και πίσω αγκαλιασμένα τα παλικάρια στην καθιερωμένη τους πατινάδα. Ο σκοπός που ακούγεται είναι:

 Τα Νταμπάνια ή Ξύλα

Ενθουσιώδης σκοπός του δρόμου, που είναι συνδεδεμένος με τη στήριξη της σκεπής του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου της Αγιάσου το 1878. Ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός, που αντικαταστάθηκαν οι μύλοι, ώστε όλο το χωριό, με τους βιολιτζήδες μπροστά, βοηθούσαν τους βοδαραμπάδες στην ανηφόρα προς το Καμπούδι, να μεταφέρουν τους τεράστιους καστανίτικους κορμούς-νταμπάνια, που θα στήριζαν τη σκεπή. Πρέπει να είναι εμβατήριο τούρκικο, που το άλλαξαν οι Αγιασώτες και το έφεραν στα μέτρα τους. Η καθεαυτού ονομασία του είναι Κιούρτικο και η μελωδία του είναι μαρς. Το παράγγελναν στις πατινάδες μαζί με ένα αραβικό. Από διηγήσεις του Στρατή Ρόδανου (1885-1960) επί τουρκοκρατίας πήγαιναν και το παίζανε κάθε χρόνο στον Τούρκο διοικητή, στην Αγιάσο, όταν γιόρταζε, τους κέρναγε και τους πλήρωνε καλά. Ξεκίνησε, λοιπόν, από την Αγιάσο, σήμερα παίζεται σ’ όλο το νησί, αλλά αλλαγμένο σε συρτό. Είναι σκοπός του δρόμου, δε χορεύεται στη σωστή του μελωδία, είναι ο κατεξοχήν σκοπός που ξεσηκώνει τους Αγιασώτες. Είναι ο σκοπός μας.

Αραβικό (αράπκου)

Είναι ένας απ’ τους πιο παλιούς σκοπούς (μέσα του 19ου αιώνα) και απ’ τους ωραιότερους. Σκοπός της παρέας, «τσουμπουσλούδκους», όπως τον λέγανε, δηλαδή μεγάλος, που να μην τελειώνει γρήγορα και να γλεντούν οι γλεντζέδες. Αργόσυρτο, γεμάτο παράπονο, φούσκωνε τις ψυχές των παλικαριών, που ξεχείλιζαν από ενθουσιασμό μαζί και κλάμα. Το «αραβικό» αυτό το είχε δώσει ο Παναγιώτης Ρόδανος (1856-1931) σε νότες στον Πάνο Πράτσο το 1930.

Νταμπαχανιώτικο με αμανέ

Ηταν μελωδία σμυρνιά. Το όνομα το πήρε απ’ τα Νταμπάχανα, συνοικία της Σμύρνης. Ήταν ο πιο μερακλίδικος σκοπός και το καθεαυτού «νταμπαχανιώτικο» που παράγγελναν οι Αγιασώτες. Οι παλιοί μουσικοί της Αγιάσου το άλλαξαν και έβαλαν κομμάτια από άλλα νταμπαχανιώτικα και το έκαναν πιο μερακλωμένο. Στο τέλος έκλεινε με τη «χήρα» και ένα «τσάκισμα», αγιασώτικη επινόηση. Στο «νταμπαχανιώτικο» ο αμανές ήταν απαραίτητος. Ο αμανές στο χώρο τον αιγαιοπελαγίτικο εθεωρείτο ανώτερο είδος τραγουδιού, μιλούσε κυρίως για θάνατο και στην πλειονότητα είναι ένα μοιρολόγι. Αποτελείται από πλούσιους αυτοσχεδιασμούς και τον τραγουδούσε ο καλλίφωνος της παρέας:

Αχ, όσο μπορείς, καρδούλα μου,

– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,

κρύβε βαθιά τον πόνο,

για να μην ξέρει ο καθείς,

– αμάν, οχ γιαρέμ, οχ αμάν -,

με τι μεράκι λιώνω.

 

Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ' (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)
Αναμνηστική φωτογραφία από γλέντι Αγιασωτών, στις αρχές του αιώνα. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Στρατής Ρόδανος (τρομπόνι), Ψύρρας ή Μαντάτσ’ (κλαρίνο), Παναγιώτης Ρόδανος (βιολί) και Αριστείδης Πολυπάθου ή Βατσίνα (σαντούρι)

Ισπαχάν

Στις αρχές του αιώνα μας, στην Αγιάσο, υπήρχαν γλεντζέδες, που είχαν μανία να πάρουν τη μουσική, όχι να χορέψουν, αλλά ν’ ακούν διαλεχτές ανατολίτικες μελωδίες, τα σαρκιά. Τέτοιες μελωδίες διάταζαν και μετά το χορό, ιδιαίτερα τις αυγές, όταν ήταν πλέον μερακλωμένοι. Μεγάλη πέραση είχε, όταν το παίζανε με τα «φυσερά»… Ακούγονταν όλα τα όργανα, από το ένα μέχρι το άλλο, σε άριστο συνδυασμό. Απολάμβαναν, κερνούσαν και σπούσαν. Αυτή ήταν η διασκέδαση. Το όνομα Ισπαχάν αραβικό, μάλλον πόλη. Το ύφος του ανατολίτικο, πένθιμο, και ο ρυθμός του αργός. Η μελωδία αυτή μαζί με τα συρτά ήταν η τροφή των μουσικάντηδων, δηλαδή τους απέφεραν πολλά χρήματα. Το γλυκό παίξιμο των φυσερών έδιδε στη μελωδία κάτι το ξεχωριστό.

 

Ανάθεμα τον αίτιο

Οι παλιοί σκοποί της Αγιάσου δεν είχαν λόγια. Υπάρχει όμως με λόγια το παραπάνω καθιστικό. Είναι ίσως το πιο παλιό τραγούδι στην Αγιάσο. Τα λόγια υπήρχαν. Οι Αγιασώτες το θυμούνται απ’ τους πατεράδες τους πριν το 1850. Μοιάζει με μοιρολόγι, τραγούδι του αποχωρισμού, αναθεματίζει τον αίτιο του χωρισμού δυο ερωτευμένων νέων της παλιάς εποχής. Μ’ αυτό είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι μουσικολόγοι Σίμων Καράς και Φοίβος Ανωγειανάκης. Ο κανονικός ρυθμός του είναι αργός, όπως παλιά το τραγουδούσαν, σε αντίθεση προς το διαφορετικό χρώμα που πήγε να του δώσει ο Σίμων Καράς στις ηχογραφήσεις του. Τα λόγια του γεμάτα πόνο και παράπονο:

Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το ‘χει αμαρτία,

να χωριστούμ’, αγάπη μου, χωρίς καμιά αιτία.

Συ μπαχτσές τσι γω φιντάνι,

να σ’ απαρνηθώ δεν κάνει.

 

Αγάπα με, πουλάκι μου, όπως μ’ αγάπας πρώτα,

τα ξένα λόγια μην ακούς,, μόν’ την καρδιά σου ρώτα.

Σάλτα τσ’ άρπα μ’ απ’ του κύμα,

μη πνιγώ τσ’ έχεις το κρίμα.

 

Θα το ‘χω το παράπονο σε όλη τη ζωή μου

κι όταν σε συλλογίζομαι θα λιώνει το κορμί μου.

Κλαι η καρδιά μ’ τσι δε μιρώνει

σαν της ερημιάς τ’ αηδόνι.

 

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά και έχε γεια, χρυσό μου,

πιάσε πως ήταν όνειρο τον αποχωρισμό μου.

Έχε γεια τσι γω παγαίνου

μι τ’ αχείλι του καμένου.

 

Σαν το κεράκι έλιωσα

Η πατινάδα, δηλαδή η βόλτα μέσα στις γειτονιές, ήταν απαραίτητο μέρος του γλεντιού. Με το βασίλεμα του ήλιου, τα παλικάρια αγκαλιασμένα έβαζαν τη μουσική μπροστά και τραβούσαν για τις γειτονιές με τα κουιτούκια. Σωστό πανηγύρι. Μοναδικός τρόπος ν’ αρπάξουν την κλέφτικη ματιά της αγαπητικιάς τους. Ο έρωτας, ο μεγάλος τύραννος του παλικαριού που αγαπά και δε βρίσκει ανταπόκριση, καταντάει τυραννία που δεν μπορεί να παραβγεί με τίποτα. Ασήκωτο το παράπονο του.

«Σαν το κεράκι έλιωσα»: σκοπός του δρόμου. Η μελωδία υπήρχε στις αρχές του αιώνα μας. Τα λόγια μπήκαν ύστερα από τον Πάνο Πράτσο, ο οποίος και στο μουσικό μέρος πρόσθεσε στο τέλος το σόλο, για να κλείσει ομαλά, σύμφωνα με τον τονισμό του.

Τόσο σκληρή και άπονη δεν το ‘λπιζα για να ‘σαι,

να λιώνει το κορμάκι μου και να μην το λυπάσαι.

Δε με λυπάσαι, δεν πονείς, δε βλέπεις, δεν πιστεύεις,

σαν το κεράκι έλιωσα, έσβησα, έλιωσα

και συ ακόμα με παιδεύεις.

 

Κάφτει μι γήλιους, κάφτει μι, κάφτει μι τσι του κάμα,

σα π’ μ’ έκαψι γη αγάπη σου, δε μ’ έκαψι άλλου πράμα.

Κάλλια να μι φαρμάκουνις, παρά να μι πιδεύεις,

είνι τα χείλια σου ρακί, ροζακί, είνι γιατρός

και όταν θέλεις με γιατρεύεις.

 

Ίδρους κρυγιός μι πιριχά, όταν σι δω κουντά μου,

και ένας καπνός απί φουτιά βγαίν’ από την καρδιά μου.

Σαν του μουρό κατάντησα, όπου δεν έχει γνώση,

στα χέρια σου που έμπλεξα, αλίμονο μπερδεύτηκα

και τώρα ποιος θα με γλιτώσει

(δυο φορές και σόλο βιολί).

 

 Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι

Το Σταυρί, η γνωστή συνοικία της Αγιάσου, είναι χιλιοτραγουδισμένο. Τα παλιά τα χρόνια ήταν ο τόπος πρωινής συνάντησης των ερωτευμένων, όταν ξεκινούσαν οι κοπέλες και τα παλικάρια, κατά εκατοντάδες, για το λιομάζεμα, πριν ακόμα φέξει. Ο ερωτευμένος νέος παρακαλεί να μην τελειώσει αυτή η όμορφη στιγμή, διατεθειμένος να ξαγρυπνά μερόνυχτα για το χατίρι της καλής του. Δύσκολες οι εποχές για τους ερωτευμένους.

«Στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι». Γρήγορο, με στίχους γεμάτους καημό και παράπονο. Η μελωδία του πολύ παλιά. Την είχε σιγοτραγουδήσει ο παπα-Κανιμάς στον Πάνο Πράτσο, όπως τη θυμόταν από παλιούς, και μετά ο τελευταίος έβαλε και τα λόγια. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως το στίχο:

«Στου Σταυρί τσι στουν Απέσου

στρώσε μου, κυρά, να πέσου» τον είχε πει το “Καλ’καντέλ’, γι Αμιρικάνους”. Τη δεύτερη στροφή

«Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,

να κατιβούν γοι πουταμοί, να μη παγαίνου ακόμα» την πήρε απ’ το «Λιουλόγου» του Παπανικόλα, επειδή του άρεσε.

Ανέλυσα σαν το κερί, κάηκα σαν λιβάνι,

με το σεβντά σ’ αρρώστησα και ποιος θενά με γιάνει.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί στου μουνουπάτι,

βάσανα, βάσανα που ‘χ’ η αγάπη.

Ω θε μου, βρέξε, χιόνισε, κάνι βαρύ χειμώνα,

να κατιβούν γοι πουταμοί, να μην παγαίνου ακόμα.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί πα στου γιουφύρι

ξαγρυπνώ, ξαγρυπνώ για θκο σ’ χατίρι.

Όλος ο κόσμος χαίρεται, χαίρεται και γλεντίζει

και μένα η καρδούλα μου σαν κάρβουνο μαυρίζει.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί τσι στουν Απέσου,

στρώσε μου, στρώσε μου, κυρά, να πέσου.

Αφήνω τη καληνυχτιά, πέσε, γλυκά κοιμήσου

και στ’ όνειρο σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.

Στου Σταυρί, στου Σταυρί θ’ ανταμουθούμι,

τα παράπουνα, τα παράπουνα να πούμι.

Αυτά τα τραγούδια απετέλεσαν το πρώτο μέρος, τα καθιστικά. Το δεύτερο μέρος περιείχε τραγούδια χορευτικά.

Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου... (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Μουσικοί και χορευτές της παλιάς Αγιάσου… (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)

Ωραία Μπουτζαλιά

Οι Αγιασώτες χόρευαν σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Χόρευαν συρτά και μπάλους, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα και καλαματιανά σμυρνέικα. Ένα καθαρά αγιασώτικο τραγούδι, που χορεύεται και σαν συρτό, είναι η “Ωραία Μπουτζαλιά”, τραγούδι τονισμένο σε σμυρνέικη μελωδία που υπήρχε. Παλιά δεν το χόρευαν, απλώς το τραγουδούσαν. Έχει ένα ενθουσιαστικό χρώμα. Ξεκίνησε απ’ την ωραία συνοικία της Μπουτζαλιάς, τότε που ήκμαζε το κουιτούκι του Δημητρίου Ρούγκου. Εκεί σύχναζαν μέρα νύχτα πολλοί γλεντζέδες, «τ’ αλάνια τς Μπουτζαλιάς», και πάνω στα γλέντια τους σκάρωναν και τετράστιχα, για να πειράξουν το Ρούγκο, που ήταν χήρος με δυο μικρά παιδιά, αλλά και υπομονετικός, χωρίς να παρεξηγιέται μ’ αυτά που του κάνανε.

Ωραία Μποντζαλιά μου, που ‘σταν καμπαναριό

τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους σουστό πουταναριό.

Ωραία Μπουτζαλιά μου, στα μαύρα να ντυθείς,

‘χάσις την Κλεανθίτσα, δε θα την ξαναδείς.

Ρε Ρούγκου Δημητρό, πλέρουσί του του μουρό

τσι σα δε του πληρώσεις, θα του πληρώσου γω.

Ανάθιμά σι, Καλαλέ, που έκλιψις τα χράμια

τσι πήγις τσι τα έφαγις μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

Γιου Δημητρός γιου Ρούγκους τσι Αθανάσ’ς τ’ Κουρτσιάδ,

δέσ’μου θέλιν π’ του λιμό τσι ρίξ’μου μες στου πγάδ.

 

Συρτός της νύφης

Πολύ παλιός και πολύ γνωστός είναι ο συρτός της νύφης, σμυρνιός με αμανέ. Το συρτό στην Αγιάσο τον χόρευαν δυο δυο. Τον χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη. Μ’ αυτόν άρχιζε ο χορός και τον παίζανε μέχρι να σηκωθούν να χορέψουν όλοι.

Χαιρόστε, να χαιρόμαστε, γιατί καιρός διαβαίνει κι όποιος θα μπει στη μαύρη γη πίσω δεν ξαναβγαίνει.

Αυτή είναι η προτροπή που βγαίνει μέσα απ’ τους φιλοσοφημένους στίχους του αμανετζή, την όμορφη στιγμή του γάμου, όπου μόνο η χαρά ταιριάζει.

 

Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων... (Φωτογραφία Χουτζαίου)
Στιγμιότυπο από το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (Άγλια), πριν από τον πόλεμο. Οι μουσικοί προπορεύονται των καβαλαραίων… (Φωτογραφία Χουτζαίου)

Καρσιλαμάς μυτιληνιός

Μετά το συρτό διάταζαν καρσιλαμάδες. Είναι πιο γρήγοροι απ’ τα ζεϊμπέκικα και μαλακοί. Τους χόρευαν άνδρες και γυναίκες αντικριστά, χωρίς τραγούδι. Τον καρσιλαμά που ονομάζουμε «μυτιληνιό» το 1978 ο Σίμων Καράς τον ηχογράφησε στο Αναγνωστήριο και από τότε οι εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που αναφέρονται στη Λέσβο, αρχίζουν με τη μελωδία του. Μαζί με τον αγιασώτικο αποτελούν τα διαμάντια της μουσικής μας παράδοσης.

Πες μου, φως μου, στο θεό σου, μ’ αγαπάς για με γελάς,

να με περιπαίζεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.

Άνοιξε τα χειλάκια σου και πες μου μιαν αλήθεια,

με τα σωστά σου μ’ αγαπάς ή με τα παραμύθια.

Μου λένε να μη σ’ αγαπώ, μου λένε να σ’ αφήσω,

δίχως εσένα, μάτια μου, πώς ημπορώ να ζήσω;

 

Καρσιλαμάς αγιασώτικος

Ετσι τον παράγγελναν τα παλικάρια με τα σαλβάρια. Πολύ ζωηρός στο ύφος του, με κοψίματα και τινάγματα, ξεσήκωνε και τις πέτρες, ιδιαίτερα όταν αντάμωνε σε αρμονία ο ήχος του κλαρίνου του Κακούργου και της κορνέτας της Άννας, του Στρατή Ρόδανου. Δεν έχει λόγια, έχει όμως μέσα του το παράπονο.

 

Γαρουφαλιά

Στα πανηγύρια, στους γάμους και στα γλιτώματα, που στις παρέες βρίσκονταν και γυναίκες, συνηθιζόταν να χορεύεται και ο σμυρνιός καλαματιανός από πολλούς μαζί. Ορισμένοι στίχοι υπήρχαν με το όνομα Γαρουφαλιά, προστέθηκαν όμως και μερικοί από τον Πάνο Πράτσο.

Μ’ αγαπάς, Γαρουφαλιά μου, μ’ αγαπάς για με γελάς,

να με κοροϊδεύεις θέλεις, τον καιρό σου να περνάς.

Όσο μου κάνεις πείσματα, χαίρομαι και γλεντίζω,

κατέχω το πως μ’ αγαπάς και δεν κακοκαρδίζω.

Καρδιά μου που ‘σταν λεύτερη, ποιος σου ‘πε ν’ αγαπήσεις

και πού ‘σουνα βασίλισσα, σκλάβα να καταντήσεις.

 

Φωκιανό

Τα ζεϊμπέκικα, κι αυτά, με το αρρενωπό τους ύφος, χορεύονταν κυρίως από άνδρες. Η προέλευσή τους φαίνεται αρχαιοελληνική, γιατί, όπως γράφει ο Σίμων Καράς «η φυλή των ζεϊμπέκων, που ίσως ήταν ιωνικής καταγωγής, κληρονόμησε αρχαιοελληνικούς χορευτικούς ρυθμούς, αφού το ρυθμικό σχήμα των εννέα χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Σαπφούς». Το φωκιανό είναι βαρύ ζεϊμπέκικο, πολύ παλιό. Το παράγγελναν ιδιαίτερα στην Αγιάσο οι βαρύδες και γονάτιζαν όταν το χόρευαν. Και σήμερα, όταν οι χορευτές διατάξουν ένα βαρύ παλιό ζεϊμπέκικο, οι μουσικάντες βάζουνε το «φωκιανό».

 

Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)
Στιγμιότυπο χορού με μαχαίρι, από τις «Αιολικές Εκδηλώσεις» (1970). (Πίνακας Αναγνωστηρίου, έργο Armen (1971). Δωρεά Ζάνου Γουγουτά)

Χορός με το μαχαίρι

Ένας πολύ χαρακτηριστικός χορός της Αγιάσου είναι ο χορός με το μαχαίρι. Μιμικός χορός, δύσκολος, τον χόρευαν τα Τινέλια στην Αγιάσο και συνεχίζοντας την παράδοση ο μόνος σήμερα που τον χορεύει είναι ο απόγονος τους Βασίλης Τινέλης. Στην αρχή τον χόρευαν αυθόρμητα, αρπάζοντας απ’ το τζάκι τη μασιά, επειδή δεν άφηνε η αστυνομία το μαχαίρι. Χρειάζεται ο χορευτής να έχει δεξιοτεχνία, σταθερότητα στο χέρι, ακρίβεια στις κινήσεις, που γίνονται αστραπιαία. Ο συγχορευτής ακίνητος και απαθής. Βαρύς και επιβλητικός ο χορός, κάπου προκαλεί το φόβο και την αγωνία, αλλά και το γέλιο. Λόγια δεν υπήρχαν. Μετά, το 1963, το τόνισε ο Πάνος Πράτσος.

Βάσανα, καημοί, ως πότε το κορμάκι μου θα τρώτε.

Θάνατο θα προτιμήσω, παρά να σ’ αλησμονήσω.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.

Ω λιγνό μου κυπαρίσσι, θάνατος θα μας χωρίσει.

Δε σ’ αρνούμαι, κρύα βρύση, ω λιγνό μου κυπαρίσσι.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ ‘, έχασα του λουγισμό μ.

Το φεγγάρι πήρε βόλτα, στης αγάπης μου την πόρτα.

Αγαπώ σι τσι του ξέρεις, το ‘μαθες τσι δε μι θέλεις.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ’.

Το μαντίλι σου τινάζεις και θαρρώ πως με φωνάζεις.

Το μαντίλι σου διπλώνεις και θαρρώ πως με μαλώνεις.

Οχ, Αγιάσου μ’ τσι χουριό μ’, έχασα του λουγισμό μ.

 

Αγιά μου, Παναγιά μου

Οι χορευτές έπρεπε να κλείσουν με τον πηδηχτό χορό «Βάλ’ του μαζουμένου» ήταν η παραγγελία. Έδιναν και ονόματα, όπως «Μαλαματένια». Λεγόταν και χόρες. Υπήρχαν πολύ δύσκολες χόρες, μάλλον ρουμάνικες με ευρωπαϊκό στιλ και με κάποιες παραλλαγές στη σύνθεση. Σε ορισμένες υπήρχαν και λόγια. Το «Αγιά μου, Παναγιά μου» είναι ένα πηδηχτό, πολύ παλιό ως μελωδία, αλλά με λόγια που τα έβαλε ο Πάνος Πράτσος. Και πάλι ο ερωτευμένος επικαλείται τη βοήθεια της Παναγιάς της Αγιασώτισσας και των Αγίων, να βοηθήσουν ν’ ανταποκριθεί το ταίρι του στην αγάπη του.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Γρηγόρη μου,

βοήθα το πουλί μου να ‘ρθει στη γνώμη μου.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Άγιου Στυλιανέ,

βοήθα το πουλί μου, για να μου πει το ναι.

Έλα, χάρε, έλα, χάρε, την ψυχή σκύψε, πάρε,

έλα, πλέλι μ’, μι τα μένα, να πιρνάς χαριτουμένα.

Σε αγαπώ, τι κέρδισα, κοντεύω να πεθάνω

κι η αιτία είσαι συ που τη ζωή μου χάνω.

Μαύρισε γη καρδούλα μου σαν του παπά του ράσου,

μηδί θα τραγουδήσου πια μηδί θενά γιλάσου.

Μι τα σένα θέλου να ‘μι, πα σ’ ένα βουνό καλά ‘μι.

Τρέχουν τα ματέλια μ’, τρέχουν σαν τα σύννιφα που βρέχουν.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσι Αγιού Λιφτέρη μου,

βοήθα το πουλί μου να γίνει ταίρι μου.

Αγιά μου, Παναγιά μου τσ’ Αγιά μου Φωτεινή,

λαμπάδα θα σ’ ανάψου για μια μελαχρινή.

Έχι την κρυφά, πουλί μου, την αγάπη τη δική μου,

Αγιασώτισσά μου γλάστρα μι τα λούλουδά σου τ’ άσπρα.

 

Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984). (Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)
Ο κλαρινίστας Στρατής Αχ. Σουσαμλής με τον τυμπανιστή Αριστή Μουτζουρέλη (Λαγό). Στιγμιότυπο από θεατρική παράσταση του Αναγνωστηρίου (12 Αυγούστου 1984).
(Από το Αρχείο του Αναγνωστηρίου)

Πολύ πλούσια η μουσικοχορευτική μας παράδοση. Τα παραπάνω αποτελούν μια πρώτη συνοπτική προσέγγιση και ένα μικρό δείγμα τραγουδιών και σκοπών, που οι πρόγονοι μας παλιά τραγουδούσαν και χόρευαν. Κι εμείς σήμερα με περηφάνια λέμε πως είναι δικά μας και τα τραγουδούμε και τα χορεύουμε. Υπάρχει σκέψη να γίνει μια έκδοση όλου του μουσικολαογραφικού υλικού, που έχει συγκεντρώσει το Αναγνωστήριο και έχω καταγράψει και εγώ σε κασέτες με διηγήσεις παλιών γλεντζέδων και μουσικών της Αγιάσου.

Τις πληροφορίες για τη σύνθεση της εργασίας μου μου τις έδωσαν ο Πάνος Πράτσος, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Βασίλειος Χατζηπαναγιώτης και ο Δημήτριος Αγρίτης. Τους ευχαριστώ.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 91-92/1995

ΤΑ ΛΑΜΠΡΙΓΙΑΤΚΑ

Το Πάσχα είναι μέρα χαράς, αγάπης, ειρήνης. Εμείς όμως οι Έλληνες είμαστε, ως γνωστόν, ανάποδος λαός. Καταφέρνουμε λοιπόν να εκδηλώνουμε τη χαρά μας με πολεμικές εκδηλώσεις, με κροτίδες, με ντουφεκιές, με βαρελότα και έτσι μετατρέπουμε το βράδυ της Ανάστασης από νύχτα ειρήνης σε μέρα (από τις λάμψεις!) εμπόλεμων πρώτης γραμμής.

Και από τη… μάχη αυτή δε λείπουν δυστυχώς ούτε οι τραυματίες (πολύ συνηθισμένο) ούτε οι νεκροί (καμιά φορά). Εμ λαός με τέτοια ιστορία, γεμάτη πολέμους και περιπέτειες, δε θα μπορούσε να αντιδρά και πιο ήρεμα! Και βέβαια πρωταγωνιστές σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, ποιος άλλος από μας τα παιδιά, που προετοιμαζόμαστε βδομάδες πριν γι’ αυτή τη νύχτα της μεγάλης έκρηξης.

Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Ο πόλεμος όμως θέλει και πολεμοφόδια, γι’ αυτό όλο και κάποιο κατώι κάποιου σπιτιού της γειτονιάς θα μεταμορφωνόταν λίγο πριν από κάθε Πάσχα σε… εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού. Και μιλάμε για οργανωμένη μαζική παραγωγή από βαρελότα και πολύκροτα, τόσα πολλά, ώστε στο άψε σβήσε μπορούσαμε να μετατρέψουμε την εκκλησία σε… Σεράγεβο!

Αρχίζαμε λοιπόν με την προμήθεια των υλικών. Το πιο δύσκολο ήταν το μαύρο μπαρούτι, που χρειαζόμαστε και που έπρεπε να το αγοράσουμε με τη βοήθεια πάντα κάποιου μεγαλύτερου ξάδερφου, γιατί σ’ εμάς δύσκολα έδιναν τα μαγαζιά – βέβαια υπήρχε και η περίπτωση της λαθροχειρίας από τις προμήθειες του κυνηγού της οικογένειας, αλλά αυτό είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά! Κατόπιν χρειαζόμαστε χοντρό στρατσόχαρτο και το πιο κατάλληλο ήταν από χάρτινα τσουβάλια που χρησιμοποιούσαν για τις ζωοτροφές, που τα βρίσκαμε σχετικά εύκολα.

Με αυτά τα βασικά υλικά άρχιζε η κατασκευή του βαρελότου (λέξη ιταλικής προέλευσης) ή με το ελληνικό του όνομα «τρίγωνο», εξαιτίας του σχήματός του. Κόβαμε το χαρτί σε λουρίδες πάχους ως 10 εκατοστών και μήκους 60-70. Μετά, αφού βάζαμε στην άκρη του χαρτιού λίγα γραμμάρια μπαρούτι, αρχίζαμε να το διπλώνουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί στο τέλος ένα τρίγωνο αρκετά φουσκωτό, στο μέγεθος και στο σχήμα που έχουν τα σημερινά τρίγωνα που αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο. Στο τέλος με λίγη αλευρόκολλα κολλούσαμε την άκρη του χαρτιού και το βαρελότο ήταν σχεδόν έτοιμο.

Αφού κάναμε αρκετά κομμάτια, έπρεπε να κατασκευάσουμε και να τοποθετήσουμε το φιτίλι, το ζωτικότερο σημείο της όλης κατασκευής. Παίρναμε λοιπόν λίγο μπαρούτι και το μουσκεύαμε με οινόπνευμα (κλεμμένο από το ντουλάπι της γιαγιάς που το είχε για εντριβές) μέχρι να γίνει ένας πολτός. Μέσα στον πολτό βαφτίζαμε κομμάτια σπάγγου και μετά τα αφήναμε να ξεραθούν, πράγμα που γινόταν πολύ γρήγορα λόγω της εξάτμισης του οινοπνεύματος. Τα φιτίλια μας τώρα ήταν έτοιμα. Τέλος με ένα μυτερό καρφί ανοίγαμε μια τρύπα μέχρι την καρδιά του βαρελότου και χώναμε ένα κομμάτι φιτίλι μέχρι να ακουμπήσει στο μπαρούτι. Τα πυρομαχικά αυτού του τύπου ήταν τώρα έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα.

Περισσότερο περίπλοκη ήταν η κατασκευή του πολύκροτου (του πολυβόλου δηλαδή, όπως λέει και το όνομά του). Στην περίπτωση αυτή το άπλωμα του μπαρουτιού στο χαρτί και το τύλιγμα ήταν διαφορετικά. Οι λουρίδες τώρα του χαρτιού διπλώνονταν κατά πλάτος και γίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας σωλήνας γεμάτος μπαρούτι, που τον τσακίζαμε μετά, κατά μήκος, σε 5-6 σημεία και τον δέναμε με σπάγγο πολύ σφιχτά, αφού κάναμε τα ανάλογα κολλήματα στο χαρτί. Τέλος τοποθετούσαμε με τον ίδιο τρόπο το φιτίλι σε μια αρχή και τώρα είχαμε αντί μιας, πέντε ή έξι εκρήξεις σε ρυθμό πολυβόλου. Τέλος για συμπλήρωμα ετοιμάζαμε και από ένα δυο κλειδιά ο καθένας για το ενδεχόμενο της έλλειψης άλλων πυρομαχικών. Θα απορείτε ίσως πώς τα κλειδιά μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά μας. Όλα γίνονται όμως, όταν υπάρχει λίγη φαντασία. Και πρώτα πρώτα, όταν μιλάμε για κλειδιά, εννοούμε τις κλειδάρες εκείνες που είχαν οι… καστρόπορτες των σπιτιών της Αγιάσου που ζύγιζαν κοντά ένα κιλό το καθένα. Αυτά συνήθως ήταν… θηλυκά με μια βαθιά τρύπα στην άκρη και γι’ αυτό ήταν κατάλληλα για τη δουλειά μας. Παίρναμε λοιπόν το κλειδί από κάποια άχρηστη κλειδαριά και βάζαμε στην τρύπα πέντε έξι κεφάλια από σπίρτα. Μετά βάζαμε μέσα στην τρύπα μια μεγάλη και χοντρή πρόκα. Με ένα κομμάτι σύρμα δέναμε το κεφάλι της πρόκας και την άλλη του σύρματος τη δέναμε στο κεφάλι του κλειδιού.

Κρατώντας τώρα την όλη κατασκευή από το σύρμα με μια απότομη κίνηση χτυπούσαμε την πρόκα με το κλειδί σε έναν τοίχο. Αποτέλεσμα; Ένας δυνατός κρότος ή καμιά φορά και κάποιο χέρι τραυματισμένο από θραύσματα του κλειδιού, αν δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό ή αν η δόση των σπίρτων έπεφτε μεγαλύτερη.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και τους φελλούς με την εκρηκτική ύλη στη μέση, που τους βάζαμε σε ειδικά πιστολάκια και έκαναν διαβολεμένο θόρυβο. Επειδή όμως τα πιστολάκια χαλούσαν εύκολα, η εφευρετικότητά μας έκανε και εδώ το θαύμα της. Ανακαλύψαμε ένα καινούργιο σύστημα πυροδότησης των φελλών, που μας διευκόλυνε κιόλας να τους πετούμε μακριά και να σκάνε μπροστά σε κείνους που θέλαμε να τρομάξουμε. Παίρναμε ένα κομμάτι σύρμα και του δίναμε σχήμα ενός μικρού κύκλου χωρίς να ενώνονται τελείως τα άκρα του. Ανάμεσα στις δύο άκρες του σύρματος προσαρμόζαμε το φελλό και το πετούσαμε ψηλά. Με το που έπεφτε η όλη κατασκευή στο έδαφος, το σύρμα πυροδοτούσε το φελλό και το τρόμαγμα του ανύποπτου περαστικού ήταν… εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό!

87_1995_lamprigiatka2
Πολύκροτο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μια φορά μάλιστα συνέβη και το εξής απίστευτο. Μια γειτονοπούλα μου επέστρεφε από το γαλατά με ένα πιάτο γιαούρτι που την είχε στείλει να αγοράσει η μάνα της. (Την εποχή εκείνη το γιαούρτι το πουλούσαν χύμα με την οκά, από μεγάλες πήλινες κούπες κατευθείαν στο πιάτο του καταναλωτή). Εγώ είχα έτοιμο το σύρμα με το φελλό και το πέταξα ψηλά, για να πέσει μπροστά της και να την τρομάξει. Για κακή μου τύχη όμως ο φελλός πέφτει μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι και εκεί εξερράγη, κάνοντας το γιαούρτι κατάμαυρο από την καπνιά. Στη συνέχεια το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του τρομαγμένου κοριτσιού και γίνεται χίλια κομμάτια. Η συνέχεια της ιστορίας καταντά θλιβερή, γιατί έφαγα διπλό το ξύλο της χρονιάς μου: και από τη μάνα του κοριτσιού και από τη δική μου, που υποχρεώθηκε να πληρώσει και το σπασμένο πιάτο με το περιεχόμενο του.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στη διήγησή μας. Κάποτε τέλειωναν όλες αυτές οι προετοιμασίες, ενώ παράλληλα πλησίαζε η μεγάλη ώρα της Ανάστασης. Τώρα όλη η παλιοπαρέα με τις τσέπες, τους κόρφους και όπου αλλού, γεμάτες από πυρομαχικά, είχαμε αραδιαστεί σε κάποιο ψηλό σημείο στο προαύλιο της εκκλησίας και σαν καλοί χριστιανοί με το αναμμένο κεράκι στο χέρι περιμέναμε το “Χριστός Ανέστη”. Και πριν καλά καλά τελειώσει ο παπάς τη φράση του, μια ομοβροντία από μαζικές εκρήξεις συντάραζε το χώρο της εκκλησίας. Τα βαρελότα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν φωτιά από τα αναμμένα κεράκια και μετά εκσφενδονίζονταν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των πιστών και… όποιον πάρει ο χάρος. Οι γυναίκες, αλαλιασμένες έτρεχαν να απομακρυνθούν πατείς με πατώ σε. Η όλη επιχείρηση πάντως δεν κράταγε πάνω από ένα δυο λεπτά, γιατί όλο και κάποιος χωροφύλακας θα μας έπαιρνε στο κυνήγι, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Αλλά πού να μας πιάσει, που ήμαστε όλοι κατοστάρηδες και εκείνος βέβαια δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στο νυχτερινό κυνηγητό στα καλντερίμια του χωριού. Εμείς πάντως ήμαστε ικανοποιημένοι που και κείνη τη χρονιά είχαμε καταφέρει να μετατρέψουμε τη νύχτα της Ανάστασης σε νύχτα του… Αγίου Βαρθολομαίου. Του χρόνου πάλι βλέπουμε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995

ΣΤΡΑΤΗΣ ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ

Ο Στρατής Σουσαμλής, ο κλαρινίστας της Αγιάσου... (Φωτογραφία Γρηγόρη Κουρβανιού. Αγιάσος, 2-5-1984)
Ο Στρατής Σουσαμλής, ο κλαρινίστας της Αγιάσου…
(Φωτογραφία Γρηγόρη Κουρβανιού. Αγιάσος, 2-5-1984)

Ο Στρατής Σουσαμλής είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο στις 20 Μαΐου 1920. Ήταν το πρώτο από τα εφτά παιδιά της φαμίλιας του βιολιστή Αχιλλέα Σουσαμλή και της Μαριγώς Παπάνη (Λιόλια). Από μικρός έδειξε το ταλέντο του, όπως και τα αδέρφια του, ο τραγουδιστής Πάνος (Σάμης), ο επίσης τραγουδιστής και κιθαρίστας Μάριος, ο βιολιστής Βασίλης και ο εμπνευσμένος ποιητής, φίλος και συνεργάτης μας, Όμηρος. Συνεχιστές όλοι τους της μακρόχρονης οικογενειακής καλλιτεχνικής, σε πολλούς τομείς, παράδοσης των Σουσαμλήδων. Δάσκαλος του στάθηκε ο πατέρας του. Έμαθε να παίζει βιολί, κιθάρα, ακορντεόν, αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν το κλαρίνο. Αναδείχθηκε σε δεξιοτέχνη κλαρινίστα. Ήξερε να παίζει και παλιά παραδοσιακά και μοντέρνα ευρωπαϊκά και μάλιστα μπορούσε να μεταπηδά, με μεγάλη ευκολία και άνεση, από το ένα είδος στο άλλο, πράγμα που είναι αρκετά δύσκολο.

Από νωρίς ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και ήταν μέλος του Σωματείου Μουσικών Μυτιλήνης. Συνεργάστηκε με πολλές κομπανίες. Άφησε εποχή η ορχήστρα του Κήπου της Παναγίας (1955 – 1957), που την αποτελούσαν ο ίδιος, τα αδέρφια του Μάριος και Βασίλης, ο ξάδερφος του Παναγιώτης Προκοπίου Σουσαμλής (τύμπανα) και οι μακαρίτες σήμερα Παναγιώτης Μαλούκης (ακορντεόν) και Γρηγόρης Κουρβανιός (μπουζούκι). Ιδιαίτερη στάθηκε η αγάπη του και για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», που το βοήθησε σε πολλές μουσικές εκδηλώσεις – θεατρικές παραστάσεις (οπερέτες, ηθογραφίες).

Το 1974 έπαψε ν’ ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική και εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Αθήνα. Εδώ συνεργάστηκε από την πρώτη στιγμή με το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγιασωτών». Ήταν παρών σε κάθε εκδήλωσή του. Έπαιζε για τον εαυτό του, για τους συμπατριώτες του, για τους φίλους του. Το 1989 μόνο, για ένα χρονικό διάστημα, δίδαξε μουσική σε νέα παιδιά της Αγιάσου, στα πλαίσια των προγραμμάτων Λαϊκής Επιμόρφωσης του Υπουργείου Πολιτισμού…

Υπήρξε καλός οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας. Παντρεύτηκε το 1950 τη Δέσποινα Βασιλείου Μαλούκη και απόχτησε τρία παιδιά, τον Προκόπη, ο οποίος επί πολλά χρόνια ήταν ενεργό μέλος του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών», τη Χριστοφία και το Γρηγόρη. Επίσης ήταν άνθρωπος με δημοκρατικές αρχές. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και το 1947 εκτοπίστηκε στη Ζάκυνθο, όπως έγινε και με πολλούς άλλους πατριώτες, στα δύσκολα χρόνια των πολιτικών παθών και της μισαλλοδοξίας…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Αναρίθμητοι είναι αυτοί που έχουν γράψει για την Αγιάσο και για το προσκύνημά της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ηλίας Βενέζης, που τόσο αγάπησε το νησί μας και που τόσο δέθηκε μαζί του. Το γλαφυρό σχετικό κείμενο του κρίναμε σκόπιμο, ευκαιριακά, να το αναδημοσιεύσουμε από το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό της Μητρόπολης Μυτιλήνης «Ο Ποιμήν» (έτος ΚΑ \ Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1959, αριθ. 8-9, σσ. 277-281). Οφείλουμε να σημειώσουμε ενημερωτικά ότι τηρήσαμε την ορθογραφία της δημοσίευσης και ότι προσθέσαμε φωτογραφίες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Σήμερα θα πάμε στη Λέσβο. Όχι για να γνωρίσουμε την πόλι της Μυτιλήνης ή το νησί ολόκληρο. Αλλά για να επισκεφθούμε ένα μονάχα μέρος του, μια μικρή πολιτεία ξακουστή σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο και στα παράλια της Μικρασίας: στην Αγιάσο. Είνε στην καρδιά του νησιού κάτω από τον λεσβιακόν Όλυμπο. Και είνε το λίκνο του θαύματος. Εκεί είνε το προσκύνημα της Παναγίας του Λουκά, που επί γενεές γενεών του Αιγαιοπελαγίτικου και του Μικρασιατικού Ελληνισμού εστάθηκε η παραμυθία και η ελπίδα.

Στεφανωμένη απ’ τον Όλυμπο, κυκλωμένη απ’ τα δάση με τις ελιές και με τις καστανιές, πνιγμένη στην πρασινάδα και στα νερά, η Αγιάσος είνε ένα μέρος μαγευτικό. Κι οι Αγιασιώτες κι οι Αγιασιώτισσες είνε ένας τόνος μοναδικός σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο. Από τα παλαιότερα χρόνια, όταν η ζωή των χωριών ήταν πολύ περιωρισμένη, στην Αγιάσο υπήρχε ένας αέρας ελευθερίας ανάμεσα στους νέους και στις νέες, ένας αέρας κεφιού και χαράς, ένας τόνος αριστοφανικός, χωρίς ψεύτικες σεμνοτυφίες. Οι νέες φορούσαν μεταξωτά σαλβάρια, χρωματιστά, το ένα πάνω στ’ άλλο, στολίζονταν με γαρούφαλα και με λουλούδια, τα παλληκάρια του χωριού ντύνονταν τις βράκες τους. Τώρα, όσο πάει λιγοστεύουν οι γυναίκες που φορούν σαλβάρια και τα παλληκάρια ντύνονται «φράγκικα». Αλλά ο αέρας πνέει πάντα ο ίδιος πάνω στα πρόσωπα της Αγιάσου.

Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα...
Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα…

Η μεγάλη εκκλησία της, η περιώνυμη, είνε το «κατοικητήριον» της αρχαίας εικόνος της Παναγίας της λεγομένης «του Λουκά». Αυτήν την εικόνα λένε τα χρονικά πως την είχε φέρει απ’ την Ιερουσαλήμ ο ιερεύς Αγάθων ο Εφέσιος στον καιρό των εικονομάχων, τότε που ήταν εξόριστη στη Λέσβο η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Είχε την επιγραφή: «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών». Ο καλός γέροντας διδάσκαλος της Αγιάσου, ο Στρατής Κολαξιζέλλης, που έγραψε σε τεύχη πολλά, με πίστι και αφοσίωσι στον τόπο του συγκινητική, τον «θρύλον και την ιστορίαν της Αγιάσου», γράφει πως από την Αγίαν Σιών, συντομώτερα την Αγία-σων, και με μια λέξι και ένα τόνο την Αγίασον, έγινε η Αγιάσος.

Με τα χρόνια που περνούσαν, με τους αιώνες των κατατρεγμών του Γένους, η Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου ξαπλώνει ολοένα στους αιγαιοπελαγίτικους πληθυσμούς την παραμυθίαν της. «Η εκκλησία της Παναγίας εις τα χρόνια των δεινών εξεδήλωσε το πένθος αυτής δια την υποδούλωσιν, επιχρίσασα την εικόνα της Παναγίας με ασπράδια αυγών αναμεμιγμένα με την στάκτην των κηρίων. Ξεκρέμασε και το σήμαντρον, δια να μη ερεθίζη με τον ήχον του τα νεύρα των τυχόν διερχομένων Τούρκων. Δια να κάνη δε το προσκλητήριον των καλογήρων, των μαθητών του σχολείου και των λαϊκών κατοίκων, διώρισε ένα υπάλληλον, τον κράχτην, ο οποίος περνών από τα κελλία και τις οικίες κτυπούσε τις θύρες λέγων: «Ορίστε εις την Εκκλησίαν!».

Εκεί, σ’ αυτήν την εκκλησία, ήταν το «κρυφό σχολειό», όπου οι λόγιοι καλόγεροι βεβαίωναν τα παιδιά, «με ύφος προφητών», ότι θα έρθη το πλήρωμα του χρόνου. Εκεί ήταν ο ξενώνας των ταξιδιωτών και των προσκυνητών, το νοσοκομείο των αρρώστων, το ψυχιατρείο των ψυχοπαθών.

Είχα μάθει κι εγώ να την ακούω, παιδί, εκεί στα παράλια της Μικρασίας, που ζούσαμε, την Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου, την Παναγία της Αγιάσου. Όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής την ήξεραν και την προσκυνούσαν. Όπως η Παναγία της Τήνου στην άλλη άκρη του Αιγαίου, η Παναγία της Αγιάσου σ’ ετούτα τα νερά, τα κοντινά στην Τουρκία, επώπτευε τα πάντα: Τις καρδιές των ανθρώπων, την ελπίδα και την χίμαιρα. Όλοι στην Αιολική γη, στις πιο κρυφές τους ώρες, στη χαρά και στον κίνδυνο, καταφεύγανε σ’ εκείνη και της ζητούσανε, πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε την ελπίδα, πότε τη δύναμι της καρτερίας, πότε τη βοήθεια.

Εκεί, στα μέρη της Ανατολής, ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία στο πρόσωπο του Τούρκου ήταν πάντα ασίγαστος. Οι αλύτρωτοι Έλληνες εκεί, έπρεπε να μελετούν πάντα στα κρυφά τ’ όνομα της Ελλάδας και να κρύβουνε πίσω απ’ τα εικονίσματα τα μαυρισμένα απ’ τον καιρό, τα λαχεία του Εθνικού Στόλου, που δίνανε στα βασιλικά καράβια βοήθεια. Οι μαννάδες, οι αρραβωνιαστικές, οι γερόντοι, τα παλληκάρια – όλα σ’ όλες τις δύσκολες ώρες τους τ’ αποθέτανε στα πόδια της Παναγίας της Αγιάσου. Ως και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού την Παναγία της Αγιάσου είχανε προστάτισσά τους. Κάνανε το κοντραμπάντο των όπλων, του καπνού, κινδυνεύοντας να χτυπηθούνε κάθε στιγμή με τον Τούρκο, για κέρδος. Όμως τότε οι καιροί ήταν άλλοι, υπήρχε μια αγνότητα, ακόμα και στους κοντραμπατζήδες. Κι αυτοί πίσω από τα όπλα και τον καπνό – το λαθρεμπόριο τους – βλέπανε την Ελλάδα. Και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού και των Μοσχονησιών, όταν τα πράματα τούς έρχονταν ζόρικα, γυρίζανε τα μάτια τους καταπάνω στον Όλυμπο, στο γυμνό βράχο τον ψηλότερο του νησιού, και ξέροντας πως η Παναγία ξαγρυπνά κάτω απ’ τον βράχο, μες στα χρυσά της χρώματα, την παρακαλούσανε να τους παρασταθή.

Και η Παναγία της Αγιάσου σπάνια αρνιότανε τη χάρι της. Όλες οι ψυχές σ’ ετούτα τα μέρη, τα θαλασσινά και ταραγμένα, της χρωστούσανε. Και ο άνθρωπος μπορεί να ξεχνά το χρέος του στον άνθρωπο, όμως ποτέ το χρέος στο Θεό. Γι’ αυτό είχε πάντα να λέη στον πλαϊνό του, στα παιδιά του, στα εγγόνια του, για τη χάρι της, που ξαγρυπνούσε εκεί στην Αγιάσο, κοντά στα δάση με τις καστανιές, κοντά στις βρακούσες τις Αγιασιώτισσες, μες στα πλατάνια και στη βουή των νερών.

Έτσι έμαθα κι’ εγώ, στα παιδικά μου χρόνια, για την Παναγία της Αγιάσου. Όταν ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο, πάνω στη Λέσβο, και στα παράλια της Μικρασίας, οι γυναίκες, οι γερόντισσες κι οι κοπέλλες ντύνονταν για χάρι της στα μαύρα. Κι όλοι κι όλες το ονειρεύονταν: πότε να αξιωθούνε να περάσουνε τη θάλασσα, κι από κει πέρα να πάνε πεζή όλο το δρόμο, να βρίσκωνται στην Αγιάσο την παραμονή της Παναγίας, κι εκεί να ξενυχτήσουνε, με την προσευχή και στο θυμίαμα, ικετεύοντας.

Πέρασαν από τότε, από κείνα τα παιδικά χρόνια μας, πολλά. Και σχεδόν όλα αλλάξανε: αλλάξανε οι πατρίδες μας, η γη μας, το αίσθημά μας, ο τρόπος που δεχόμαστε τη φιλία, την ευτυχία και το θάνατο, ο ρυθμός που σκοτώνουμε μέσα μας τη γαλήνη της καλής πράξεως που ήταν αποκούμπι των πατέρων μας. Όλα γινήκαν δύσκολα, όλοι βιάζονταν να φτάσουν όπου είνε να φτάσουν, το καλό και το κακό άρχισαν να μη ξεχωρίζουν καθαρά, να μη έχη περίγραμμα ο χαρακτήρας και η συνείδησι. Συχνά ωστόσο ανακαλύπτουμε πως κάτι μένει καθαρό, αναλλοίωτο.

Θα σας περιγράψω τώρα μιαν εικόνα της θεωρίας των πιστών που οδεύουν, παραμονή της Παναγίας, να προσκυνήσουν τη χάρι της στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου. Η μέρα είνε ζεστή του καλοκαιριού, καίει ο ήλιος αποθεμένος στα δάση των ελαιών της Μυτιλήνης. Φυσά γερό μελτέμι που σηκώνει σύννεφα τη σκόνη στους δρόμους που πάνε στην Αγιάσο. Κι’ εκεί μες στη σκόνη, μες στο μελτέμι και στον ήλιο, βρίσκουμε τις μάννες και τους παππούδες μας να συνεχίζουν, στα πρόσωπα των σημερινών ανδρών και γυναικών της Λέσβου, το τιμιώτερο αυτού του τόπου: την παράδοσι. Αμέτρητες θεωρίες, άνθρωποι χιλιάδες, γυναίκες και παιδιά και παλληκά-ρια και γερόντοι, οι πιο πολλοί ντυμένοι στα μαύρα, άλλοι στολισμένοι τα καλά τους, άλλοι άρρωστοι, οι πιο πολλοί κι’ οι πιο πολλές ξυπόλυτες, ανηφορίζουν με τα πόδια, κάνοντας σε πέντε-έξη ώρες το δρόμο για να φτάσουν στην Αγιάσο. Στάζει ο ίδρος απ’ τα πρόσωπά τους, γίνεται λάσπη με τη σκόνη, τα μάτια τους είνε βαθουλωμένα απ’ τη νηστεία και την αγρύπνια και απ’ την κούρασι. Πολλές γυναίκες βαδίζουν έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω από την ράχη τους. Είνε μαρτυρικό. Όμως, κανένας δεν το βάζει κάτω. Γιατί εκεί πέρα, στα δάση με τις καστανιές που θα φτάσουν – στην Παναγιά – είνε η ελπίδα.

Τέλος φτάνω στο χωριό, στην Αγιάσο. Πολλές γυναίκες αρχίζουν να κάνουν το δρόμο, από κει και πέρα ως στην εκκλησιά, σερνάμενες στα γόνατα πάνω στο καλντερίμι. Έτσι είχαν το τάμα τους. Ο πόνος είνε δριμύς. Όμως, εκτός απ’ το συσπασμένο πρόσωπο, απ’ τα πανιασμένα χείλια, τίποτα δεν ακούγεται, κανένας βόγγος. Βόγγους ακούς μόνο στους αρρώστους που κείτονται, πατείς με πατώ σε, σ’ όλη την αυλή της εκκλησιάς και που τους έχουν φέρει εκεί για να γυρέψουν έλεος απ’ την Παναγιά. Στην είσοδο του Ναού, όπου ο συνωστισμός είνε μέγας, τα πρόσωπα που φτάνουνε, σκονισμένα και ξάγρυπνα και νηστικά, άξαφνα φωτίζονται από βίαιη λάμψι. Εκεί στο βάθος κατασκεπασμένη από χρυσάφι, αυστηρή και γαλήνια, μ’ εκείνη την απόκοσμη ηρεμία που μπόρεσαν να δώσουν μόνο οι βυζαντινοί αγιογράφοι, περιμένει η Παναγιά η Αγιασιώτισσα. Βουρκώνουν τα στραγγισμένα μάτια, καθώς την αντικρύζουνε, οι καρδιές χτυπούν, η ψυχή αγαλλιά, όλα χάνουν το περίγραμμα του παρόντος, γίνονται επαύριον, ελπίδα για ό,τι είνε νάρθη, καρτερία για ό,τι είνε νάρθη.

Είχα το προνόμιο να ξαναπάω στην Αγιάσο εδώ και δυο μήνες μαζί με τον Μεγάλον Δεσπότη της Μυτιλήνης, τον κύριον Ιάκωβον. Προσκυνήσαμε την Παναγία του Λουκά, γύρω μας ήταν οι ιερείς και οι διάκοι και τα παιδιά του σχολείου με λουλούδια στα χέρια και οι κορούλες της Αγιάσου. Προσκυνήσαμε, ακούσαμε το ιστορικό της Παναγιάς απ’ τον υπέργηρο πια διδάσκαλο της Αγιάσου, τον Κολαξιζέλλη, ακούσαμε τις σοφές πληροφορίες του Δεσπότη, πήγαμε στα λαμπρά Αναγνωστήρια της Αγιάσου, στον τάφο του τέκνου της Αγιάσου και σοφού ακαδημαϊκού Γρ. Παπαμιχαήλ, πήγαμε στο Σανατόριο που, παλαίοντας σκληρά, έκαμε πριν από χρόνια εκεί, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος, που έφυγε τόσο πικραμένος απ’ τον κόσμο τούτον.

Όταν το βράδυ ξεκινούσαμε να φύγουμε, είχαμε αφήσει εκεί, στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου, την καρδιά μας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995