ΤΟΥ ΠΟΥΔΑΡ

Του γιατρό του Σάκη τουν θμούμι χρόνια στου Σανατόριου. Τ’ άριζι να κατιβαίν’ πουρπατάμινους απ’ του Σανατόριου στου χουριό, να κνει ένα μπαστούν’ καλαμένιου στου χέριντ τσι σιγά σιγά να ψέν’. Πουλλές φουρές, για να κόψ’ δρόμου, κατέβινι τ’ κατφόρα απ’ του Μπιζάν’ τς Αμπουτζαλιάς. Γοι γριγιές τουν ξέραν. Ήνταν καλός άθριπους τσι πουλλές φουρές τουν σταματούσαν τσι τουν ρουτούσαν για καμιά αρρώστια ή να τς ιξιτάσ’ ιπιτόπου.

Μια γριγιά βρακού, του Φτιχέλ’, μια μέρα τουν σταμάτ’σι.

Ω γιατρέ τσι συ, του διξιό μ’ του πουδάρ’ πουνεί, τσι συ.

-Μμμ… κάν’ γιατρός! Κατέβασε τη βράκα σου να το κοιτάξω.

-Όξαπιδω, τρόμαξι του Φτιχέλ’! Γω ντρέπουμι να τα κατιβάσου στουν άντρα μ’ τσι συ θέλ’ς να τα κατιβάσου καταμισή στου δρόμου.

Μα πώς να το δω μες στη βράκα, παραπουνέστσι γιου γιατρός.

Μι τα πουλλά του Φτιχέλ’ κάτσι πα σ’ ένα πιζλέλ’, έλ’σι του καλαμουβράτσ’ τσι ανέβασι του βρατσί τς ίσιαμι του γόνατου. Γιατρός του είδι, του πασπάτιψι τσι είπι:

Δεν έχει τίποτα, είναι της ηλικίας.

Άγ’ντι, γιατρέ, κάν’ του Φτιχέλ’, τσι του ζιρβό μ’ του πουδάρ’ είνι τς ίδιας τς ηλικίας, φτο όμους ε πουνεί!

 ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991

ΝΑ ΣΦΑΛΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ Σ’ Σ’ ΒΟΛΤΙΣ…

Είχα ανιβεί απ’ τν Αυστραλία σν Αγιάσου ένα καλουτσαίρ’, για να μι δει γη μάνα μ’ τσι να δω τσι του χουριό κουμμάτ’, ύστιρα απί τόσα χρόνια που είχα σ’ ξινιτιά. Μια μέρα μσόβραδα ήθιλα να πάγου στ’ Μυτιλήν’. Εν ίβρισκα μέσου, αλλά για καλή μ’ τύχ’ ίβρα τουν Αντών’ του Μηνά μπρουστά μ’. Θα σι πάρου γω, ρε, έλα στου σταθμό σι καμιά ιμσή ώρα. Θα σ’ απαντέχου στου αυτουκίνητου, είπι τσι γέλασι καλόκαρδα γι Αντών’ς μι του γέλιουντ που μοιάζ’ σα π’ κακαρίζ’ γη πλάδα, άμα κάν’ του αβγό. Άμανι πήγα ίσια κάτου, σα π’ κάνττου μπρουστά τσι μ’ απάντιχι, φάνταζι πιο μιγάλους απ’ τ’ αυτουκίνητουντ. Ίμπαμι μέσα. Αντών’ς κάτσι σα π’ καθίζαν γοι παλιοί γοι ιν’κουτσυροί πα στου γάδαρου. Απ’ τη μια μιριά βάστα του τιμόν’ τσι απ’ τν άλλ’ είχι του χέριντ όξου τσι χάδιβγι τ’ λαμαρίνα, σα π’ χαδέβς του ζο τσι του χτυπάς λαφριγιά πα στου καπνουδέτ’. Άμανι πιάσαμι τς κατφόρις, Αντών’ς ζούβσι τ’ μηχανή τσ’ αφήτσι να τσλα μουναχόντ τ’ αυτουκίνητου, για να μη κάφτ’ τ’ μπιζίνα. Για να τουν κουλακέψου κουμμάτ’, τ’ λέγου. Καλό κάρου έχ’ς, ρε Αντών’. Ναι, συμφών’σι γι Αντών’ς τσι τα χείλιαντ πήγαν στ’ αφτιάντ. Βλέπ’ς του, λέγ’, τίλουγια μουντέν’ στου κατήφορου τσι αφήτσι ντου να τσλα πιο ανιγκασκά. Φουβήθκα, προυπαντός σα που ίπιρνι τς βόλτις. Πιο σιγά, λέγου, ρε Αντών’. Φουβάσι, λέγ’, τσι έκανι πάλι του γέλιουντ. Άμα φουβάσι, να κάν’ς ό,τ’ κάνου γω. Να σφάλεις τα μάτια σ’ σ’ βόλτις!

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991

ΓΙΑΤΙ, ΖΟΥΒΣΙ!

Κουστής Καμπούρς ίρχουντου μια μέρα μι τ’ αυτουκίνητουντ απ’ τ’ Γέρα. Σ’ διακλάδουσ’, σ’ Λάρσου, άναψι φλας κανουνικά τσι έστριψι για τν Αγιάσου, ιλέγχουντας καλά του δρόμου, γιατί είχι τσι τρουχαία. Προυσπάθσι να τα κάν’ ούλα σν ιντέλεια, για να μη δώσ’ αφουρμή, αλλά γιου τρουχουνόμους τουν σταμάτ’σι.

Δώσε τα στοιχεία σου, έχεις κάνει παράβαση.

Γιατί α σ’ δώσου τα στοιχείαμ, τίντα έκανα;

Όταν έπαιρνες τη στροφή, πάτησες πάνω στη γραμμή.

Ε, τσι τι μ’ αυτό, τι γίν’τσι, ζούβσι!

Τιλικά γιου τρουχουνόμους τουν έγραψι τσι πλήρουσι του πθίτκουντ Κουστής δυο ουχτακόσια…

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 65/1991

ΟΥΣΤ, ΟΥΣΤ,ΟΥΣΤ…

Σαμπ πουρπατούσαν στου Σίντνεϊ γιου Τσκαλάς Απουστόλ’ς μι του Γιάνν’ του Γιακμέλ’, χύστσι ένας στσύλους μιγάλους πα στου Γιάνν’ να τουν δαγκάσ’. Γιάνν’ς διμουνίστσι, πλάλι τσι φώναζι ουστ, ουστ, ουστ… Στσύλους αδιαντινά, συνέχεια χύν’ντου απάνουντ, να τουν ξιστσίσ’. Λέγ’ Τσκαλάς: ε ξέρ’ ιλληνικά γιου στσύλους, μη φουνάγ’ς αδιαφόριτα!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 65/1991