ΤΟ “ΤΑΝΚΣ”

Παρόλο που ήμαστε παιδιά, που μεγαλώναμε ευθύς μετά τον πόλεμο, τα παιχνίδια μας ήταν γενικά φιλειρηνικά και πολύ λιγότερο πολεμικά. Εξάλλου την εποχή εκείνη δεν είχαμε την αμεσότητα της τηλεοπτικής εικόνας, να μας επηρεάζει, και μόνο κάτι κινηματογραφικά έργα μας θύμιζαν τη φρίκη του πολέμου και μας έφερναν σε επαφή με τις διάφορες πολεμικές μηχανές.

Τη φαντασία μας πάντως πιο πολύ την εξήπταν αυτές οι μυστήριες σιδερένιες μηχανές, που σαν προϊστορικά τέρατα εκινούντο με τις ερπύστριές τους, τσαλακώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και ξερνώντας φωτιά και καταστροφή από τις περίεργες μπούκες τους! Πού να φανταστούμε τότε πως λίγα χρόνια αργότερα (το μαύρο 1967) θα γνωρίζαμε από κοντά την καταπίεση των τανκς με τη σιδερένια πυγμή και το τσαλαπάτημα της ελευθερίας που τα ακολουθούσε. Ας είναι όμως.

Και μια και σαν παιδιά στην εποχή της στέρησης δεν είχαμε καμιά δυνατότητα να αποκτήσουμε τανκς, έστω και πλαστικά, φροντίζαμε να τα κατασκευάσουμε με τα απλά υλικά που διαθέταμε, ενώ τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε η αχαλίνωτη φαντασία μας. Περιμέναμε λοιπόν πώς και πώς να τελειώσει η κλωστή από το καρούλι της μητέρας (καμιά φορά, σαν ήταν βολετό, το βοηθούσαμε κιόλας να τελειώσει πιο γρήγορα), για να πάρουμε το ξύλινο άδειο πια καρούλι, απαραίτητο όμως για το κορμί του «τανκς», που θα μεταμορφωνόταν σε λίγο.

Το «τανκς» (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Το «τανκς»
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Με ένα κοφτερό μαχαίρι, παρμένο κρυφά από το «μαγειριό», την κουζίνα του σπιτιού, κάναμε εγκοπές στις άκρες του καρουλιού, ώστε να αποκτήσει δοντάκια, για να γαντζώνει στο χώμα σαν τις ερπύστριες του «τανκς». Το επόμενο τώρα βήμα της μεταμόρφωσης ήταν πολυπλοκότερο. Παίρναμε ένα κομμάτι ως 10 πόντους λάστιχο (από αυτά που περίσσευαν από τις σφεντόνες μας) και το περνούσαμε μέσα στην τρύπα του καρουλιού. Με ένα μικρό δε καρφάκι το στερεώναμε πάνω στο σώμα του καρουλιού από τη μια μόνο πλευρά, ενώ από την άλλη έμενε ελεύθερο. Στην ελεύθερη τώρα πλευρά του λάστιχου στερεώναμε ένα σπιρτόξυλο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούμε να περιστρέψουμε το λάστιχο αρκετές φορές. Με μια τελευταία και επιτήδεια κίνηση τοποθετούσαμε το σπιρτόξυλο σε μια από τις εγκοπές που είχαμε φτιάξει στις άκρες του καρουλιού. Το «τανκς» μας τώρα ήταν σχεδόν έτοιμο να βαδίσει ενάντια στους… εχθρούς. Το μόνο που του έλειπε ήταν το πολυβόλο, ένα άλλο δηλαδή σπιρτόξυλο κολλημένο στο σώμα του καρουλιού, που παρίστανε την κάννη του κανονιού. Τώρα πια όλα ήταν έτοιμα για τη… μάχη. Μόλις απελευθερώναμε το σπιρτόξυλο, το «τανκς» με τη δύναμη του στριμμένου λάστιχου άρχιζε σιγά σιγά να κινείται, ακόμα και σε ανηφορική επιφάνεια (φρόντιζαν οι… ερπύστριες γι’ αυτό) και να… πυροβολεί προς κάθε κατεύθυνση με το δικό μας… στόμα φυσικά.

Παρ’ όλες του όμως τις ατέλειες (βλέπεις δεν ήταν και από τα πιο… εξελιγμένα μοντέλα), στα δικά μας μάτια φάνταζε σαν το πιο άγριο και αιμοβόρο προϊστορικό τέρας, και η νίκη ήταν σίγουρη, για όποιον διέθετε δυο τρία από αυτά έναντι του αντιπάλου, που πάντα υστερούσε ή σε αριθμό ή σε ποιότητα κατασκευής. Ευτυχώς που τα αποτελέσματα της μάχης ήταν αναίμακτα και το πολύ πολύ οι απώλειες να περιορίζονταν σε κάποιο σπασμένο σπιρτόξυλο ή σε κάποιο κομμένο λάστιχο, που αχρήστευε τα πολεμικά μέσα του αντιπάλου. Αλλά γίνεται πόλεμος χωρίς απώλειες;

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 90/1995

ΤΟΥ ΦΑΝΑΡ ΤΣ’ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΓΙΑΔΑΣ

Από την εποχή του Ίκαρου ο άνθρωπος ονειρεύεται να ξεκολλήσει από τη γη, να ανέβει ψηλά, να επικοινωνήσει με το Θεό… Και από τότε που οι αδελφοί Μονγκολφιέροι με την περίφημη “Μονγκολφιέρα” τους, το πρώτο αερόστατο, έκαναν το όνειρο αυτό πραγματικότητα, η εξέλιξη στον τομέα αυτόν υπήρξε αλματώδης, μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή εποχή των υπερηχητικών αεροπλάνων, των πυραύλων και των διαστημοπλοίων.

Μη χειρότερα! Το φανάρι της Αγίας Τριάδας διαφημίζει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν»! (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Μη χειρότερα!
Το φανάρι της Αγίας Τριάδας διαφημίζει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν»!
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο και συμπτωματικό που την ημέρα της γιορτής της Αγίας Τριάδας (του Αγίου Πνεύματος) τη μέρα αυτή διάλεξαν οι Αγιασώτες να στέλνουν μήνυμα στο… Θεό με το περίφημο “φανάρι”, που υψωνόταν μεγαλόπρεπα στον ουρανό μέχρι να χαθεί στα βάθη του ορίζοντα ή να καταπέσει φλεγόμενο, ανάλογα με την περίσταση… και την τέχνη των κατασκευαστών.

Και επειδή εμείς οι μικροί μιμούμαστε συνήθως τους μεγάλους, θα σας περιγράψω την κατασκευή του δικού μας φαναριού, που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μικρογραφία της κατασκευής των μεγάλων. Μάλιστα πολλές φορές το δικό μας φανάρι ξεπερνούσε σε ύψος και διάρκεια πτήσης το φανάρι των μεγάλων.

Τα υλικά για την κατασκευή ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν, η τέχνη όμως και το μεράκι των κατασκευαστών μετρούσαν για την επιτυχία. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να κατασκευαστεί ένας συρμάτινος σκελετός σε σχήμα αβγού από λεπτό σύρμα, για να μην είναι μεγάλο το βάρος. Στη συνέχεια η όλη κατασκευή ντυνόταν με κόλλες χρωματιστές και λεπτές, κολλημένες μεταξύ τους με αλευρόκολλα και στερεωμένες με τον ίδιο τρόπο πάνω στο συρμάτινο σκελετό. Το αερόστατο μας ήταν σχεδόν έτοιμο και του έλειπε μόνο η δύναμη που θα το ύψωνε στον ουρανό.

Μια φωτιά λοιπόν από φρύγανα πεύκου που βγάζουν μπόλικο καπνό ήταν ό,τι έπρεπε για τη δουλειά μας. Κρατούσαμε προσεκτικά από πάνω της το “φανάρι” μας σε κάποια απόσταση ασφάλειας, μέχρι να γεμίσει με καπνό από το άνοιγμα που είχαμε προβλέψει στη βάση. Για ενίσχυση μάλιστα του καπνού καθ’ οδόν προς τα ύψη είχαμε προβλέψει να εφοδιάσουμε την όλη κατασκευή με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο πετρέλαιο και κατάλληλα στερεωμένο με σύρμα μέσα στο φανάρι, που το ανάβαμε την τελευταία στιγμή. Το φανάρι μας τώρα γεμάτο καπνό και ζεστό αέρα γινόταν σιγά σιγά πανάλαφρο και άρχιζε μεγαλόπρεπα να απογειώνεται προς τον ουρανό.

Γεμάτοι περηφάνια για το κατόρθωμα, το παρακολουθούσαμε με το βλέμμα να χάνεται στα ύψη και τα βάθη του ορίζοντα. Η μόνη μας ευχή ήταν νη μη φυσήξει ξαφνικά κανένας δυνατός αέρας, γιατί πολύ εύκολα μπορούσε να ταρακουνήσει το φανάρι μας και τελικά να το πυρπολήσει και να πέσει φλεγόμενο σε κάποια πλαγιά. Ευτυχώς που γύρω από το χωριό δεν υπήρχαν και πολλά πεύκα και έτσι δεν ήταν άμεσος ο κίνδυνος πυρκαγιάς, αλλιώς τι θα βρίσκανε να κάψουνε οι σημερινοί φερέλπιδες… εμπρηστές;

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 88/1995

ΤΟ ΤΣΑΤΑΛΕΛ’

Δε θα ισχυριστώ βέβαια ότι το τσαταλέλ’ είναι πρωτότυπο παιχνίδι της Αγιάσου, αφού μάλλον δεν πρόκειται καν για παιχνίδι, αλλά για όπλο και μάλιστα πολύ αποτελεσματικό και επικίνδυνο στα χέρια του κάθε απρόσεχτου και ανεύθυνου παιδιού. Επειδή δε είναι πανάρχαια εφεύρεση και απλά βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου, είναι και πανελλήνια, ίσως δε και παγκόσμια, γνωστό. Προέρχεται από την εξέλιξη και την προσαρμογή στα νέα υλικά της αρχαίας σφενδόνης, που προορισμό είχε την εκσφενδόνιση σε κάποια απόσταση μιας πέτρας εναντίον του εχθρού. Εντωμεταξύ, με την πάροδο του χρόνου, βρέθηκαν άλλοι αποτελεσματικότεροι τρόποι εξόντωσης των εχθρών (ή και των… φίλων καμιά φορά), και η σφεντόνα απόμεινε στα χέρια των παιδιών, για να χρησιμοποιηθεί εναντίον των ανυπεράσπιστων “πετεινών του ουρανού”.

Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν τα πιτσιρίκια της Αγιάσου της εποχής του ’50 να κυκλοφορούμε άοπλα, όπως ήταν αδιανόητο να κυκλοφορεί καουμπόης στα φαρ ουέστ χωρίς πιστόλι στη μέση. Και, όπως και αλλού έχω αναφέρει, τα δικά μας όπλα επειδή ήταν χειροποίητα, φτιαγμένα με μεράκι, είχαν και την προσωπική σφραγίδα και το ταλέντο του κάθε κατασκευαστή. Από κει και πέρα η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν και από τη δεινότητα στη σκοποβολή του κάθε χρήστη.

89_1995_tsatalel1

Αλλά ας δούμε πρώτα τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής. Το πρώτο που έπρεπε να εξασφαλισθεί ήταν ένα διχαλωτό κλαδί με απόλυτη συμμετρία συνήθως από ελιά (τι πιο πρόχειρο ξύλο στην Αγιάσο!) ή ακόμα καλύτερα από πουρνάρι που είναι και πιο γερό ξύλο. Αφού κοβόταν στο κατάλληλο μέρος, ώστε να δημιουργηθεί ένα τέλειο Υ, έπρεπε να ξεραθεί και να λειανθεί κατάλληλα με ράσπα και γυαλόχαρτο. Το βασικό τσαταλέλ’ τώρα είναι έτοιμο και προχωρούμε στο δεύτερο στάδιο. Από το ψιλικατζίδικο του Ορφανού έπρεπε να αγοράσουμε ένα ζευγάρι τετράγωνα μαύρα ή γκρι λάστιχα, ειδικά για τη δουλειά μας. Σε περιόδους έλλειψης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ένα κομμάτι από σαμπρέλα φορτηγού, αφού κοβόταν με πολύ κοφτερό ψαλίδι σε ισόπαχες λουρίδες. Μόνο που στη δεύτερη αυτή περίπτωση τα λάστιχα αυτά για να τεντωθούν ήθελαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη, χώρια που δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρούμε το ψαλίδι της μάνας μας, που πάντα το είχε σε απίθανα σημεία καταχωνιασμένο για το… φόβο των Ιουδαίων. Και τώρα το τρίτο στάδιο. Απαραίτητο συμπλήρωμα στην όλη κατασκευή το πετσάκι, ένα μικρό κομμάτι δέρμα αδιάβροχο, για να είναι μαλακό και ανθεκτικό, κατάλληλο για το ρόλο του γεμιστήρα που θα έπαιζε. Και καλά να βρισκότανε στο σπίτι κανένα παλιό παπούτσι να του κόψουμε τη γλώσσα (στην ανάγκη ας ήταν και καινούργιο), αλλιώς έπρεπε να παρακαλάμε με τις ώρες τα “Καμνέλια”. Ευτυχώς που τα “Καμνέλια” ήταν στην ίδια περίπου ηλικία με μας και καταλάβαιναν τον πόνο μας. Αμα λοιπόν ήταν στα καλά τους, και έλειπε από το μαγαζί καρσί στον καφενέ της Τζιτζίνας ο πατέρας τους, μας έκοβαν κανένα κομμάτι δέρμα στη ζούλα, για να ολοκληρώσουμε την κατασκευή. Τώρα πια δεν έμενε τίποτα άλλο παρά η συναρμολόγηση των κομματιών. Με ένα καλό κομμάτι σπάγκο και με πολλή τέχνη δέναμε τα λάστιχα από τη μια άκρη πάνω στο ξύλινο τσαταλέλ’ και στην άλλη άκρη δέναμε το πετσάκι, αφού του κάναμε δυο κατάλληλες τρύπες. Επιτέλους το όπλο μας ήταν έτοιμο και δε μας έλειπαν παρά μόνο… οι σφαίρες. Ευτυχώς από πέτρες η Αγιάσος άλλο τίποτα, αλλά μη θαρρείτε πως όλες οι πέτρες ήταν κατάλληλες. Έπρεπε με τις ώρες να γυρίζουμε στους δρόμους και στα χαλάσματα, για να βρούμε μικρές στρογγυλές λίτρες, να γεμίσουμε τις τσέπες μας. Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα, οι τσέπες μας να γίνονται κατάβαρες σαν γκαστρωμένες, αλλά ποιος νοιαζότανε για τέτοιες λεπτομέρειες.

Τώρα πια πάνοπλοι είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο σαφάρι στις γύρω εξοχές του χωριού και αλίμονο στα μικρόπουλα που θα αψηφούσαν τη σκοπευτική μας δεινότητα. Συνήθως τέλειωναν την εφήμερη ζωή τους… σουβλιστά στη θράκα, χωρίς καν να μείνουν στην… ιστορία σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Και στην ανάγκη, σαν δε βρίσκαμε αρκετά μικρόπουλα, τη μανία μας την πλήρωνε κανένα απρόσεχτο σπιτικό περιστέρι ή και κλωσόπουλο. Αρκετά συχνά βέβαια πλήρωνε τη νύφη και κανένα τζάμι της γειτονιάς με όλες τις παραπέρα συνέπειες. Αλλά τι να γίνει! Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν και θύματα και ατυχήματα και… πολεμικές αποζημιώσεις!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995

ΤΑ ΛΑΜΠΡΙΓΙΑΤΚΑ

Το Πάσχα είναι μέρα χαράς, αγάπης, ειρήνης. Εμείς όμως οι Έλληνες είμαστε, ως γνωστόν, ανάποδος λαός. Καταφέρνουμε λοιπόν να εκδηλώνουμε τη χαρά μας με πολεμικές εκδηλώσεις, με κροτίδες, με ντουφεκιές, με βαρελότα και έτσι μετατρέπουμε το βράδυ της Ανάστασης από νύχτα ειρήνης σε μέρα (από τις λάμψεις!) εμπόλεμων πρώτης γραμμής.

Και από τη… μάχη αυτή δε λείπουν δυστυχώς ούτε οι τραυματίες (πολύ συνηθισμένο) ούτε οι νεκροί (καμιά φορά). Εμ λαός με τέτοια ιστορία, γεμάτη πολέμους και περιπέτειες, δε θα μπορούσε να αντιδρά και πιο ήρεμα! Και βέβαια πρωταγωνιστές σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, ποιος άλλος από μας τα παιδιά, που προετοιμαζόμαστε βδομάδες πριν γι’ αυτή τη νύχτα της μεγάλης έκρηξης.

Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Βαρελότο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Ο πόλεμος όμως θέλει και πολεμοφόδια, γι’ αυτό όλο και κάποιο κατώι κάποιου σπιτιού της γειτονιάς θα μεταμορφωνόταν λίγο πριν από κάθε Πάσχα σε… εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού. Και μιλάμε για οργανωμένη μαζική παραγωγή από βαρελότα και πολύκροτα, τόσα πολλά, ώστε στο άψε σβήσε μπορούσαμε να μετατρέψουμε την εκκλησία σε… Σεράγεβο!

Αρχίζαμε λοιπόν με την προμήθεια των υλικών. Το πιο δύσκολο ήταν το μαύρο μπαρούτι, που χρειαζόμαστε και που έπρεπε να το αγοράσουμε με τη βοήθεια πάντα κάποιου μεγαλύτερου ξάδερφου, γιατί σ’ εμάς δύσκολα έδιναν τα μαγαζιά – βέβαια υπήρχε και η περίπτωση της λαθροχειρίας από τις προμήθειες του κυνηγού της οικογένειας, αλλά αυτό είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά! Κατόπιν χρειαζόμαστε χοντρό στρατσόχαρτο και το πιο κατάλληλο ήταν από χάρτινα τσουβάλια που χρησιμοποιούσαν για τις ζωοτροφές, που τα βρίσκαμε σχετικά εύκολα.

Με αυτά τα βασικά υλικά άρχιζε η κατασκευή του βαρελότου (λέξη ιταλικής προέλευσης) ή με το ελληνικό του όνομα «τρίγωνο», εξαιτίας του σχήματός του. Κόβαμε το χαρτί σε λουρίδες πάχους ως 10 εκατοστών και μήκους 60-70. Μετά, αφού βάζαμε στην άκρη του χαρτιού λίγα γραμμάρια μπαρούτι, αρχίζαμε να το διπλώνουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί στο τέλος ένα τρίγωνο αρκετά φουσκωτό, στο μέγεθος και στο σχήμα που έχουν τα σημερινά τρίγωνα που αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο. Στο τέλος με λίγη αλευρόκολλα κολλούσαμε την άκρη του χαρτιού και το βαρελότο ήταν σχεδόν έτοιμο.

Αφού κάναμε αρκετά κομμάτια, έπρεπε να κατασκευάσουμε και να τοποθετήσουμε το φιτίλι, το ζωτικότερο σημείο της όλης κατασκευής. Παίρναμε λοιπόν λίγο μπαρούτι και το μουσκεύαμε με οινόπνευμα (κλεμμένο από το ντουλάπι της γιαγιάς που το είχε για εντριβές) μέχρι να γίνει ένας πολτός. Μέσα στον πολτό βαφτίζαμε κομμάτια σπάγγου και μετά τα αφήναμε να ξεραθούν, πράγμα που γινόταν πολύ γρήγορα λόγω της εξάτμισης του οινοπνεύματος. Τα φιτίλια μας τώρα ήταν έτοιμα. Τέλος με ένα μυτερό καρφί ανοίγαμε μια τρύπα μέχρι την καρδιά του βαρελότου και χώναμε ένα κομμάτι φιτίλι μέχρι να ακουμπήσει στο μπαρούτι. Τα πυρομαχικά αυτού του τύπου ήταν τώρα έτοιμα για τη μεγάλη νύχτα.

Περισσότερο περίπλοκη ήταν η κατασκευή του πολύκροτου (του πολυβόλου δηλαδή, όπως λέει και το όνομά του). Στην περίπτωση αυτή το άπλωμα του μπαρουτιού στο χαρτί και το τύλιγμα ήταν διαφορετικά. Οι λουρίδες τώρα του χαρτιού διπλώνονταν κατά πλάτος και γίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας σωλήνας γεμάτος μπαρούτι, που τον τσακίζαμε μετά, κατά μήκος, σε 5-6 σημεία και τον δέναμε με σπάγγο πολύ σφιχτά, αφού κάναμε τα ανάλογα κολλήματα στο χαρτί. Τέλος τοποθετούσαμε με τον ίδιο τρόπο το φιτίλι σε μια αρχή και τώρα είχαμε αντί μιας, πέντε ή έξι εκρήξεις σε ρυθμό πολυβόλου. Τέλος για συμπλήρωμα ετοιμάζαμε και από ένα δυο κλειδιά ο καθένας για το ενδεχόμενο της έλλειψης άλλων πυρομαχικών. Θα απορείτε ίσως πώς τα κλειδιά μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά μας. Όλα γίνονται όμως, όταν υπάρχει λίγη φαντασία. Και πρώτα πρώτα, όταν μιλάμε για κλειδιά, εννοούμε τις κλειδάρες εκείνες που είχαν οι… καστρόπορτες των σπιτιών της Αγιάσου που ζύγιζαν κοντά ένα κιλό το καθένα. Αυτά συνήθως ήταν… θηλυκά με μια βαθιά τρύπα στην άκρη και γι’ αυτό ήταν κατάλληλα για τη δουλειά μας. Παίρναμε λοιπόν το κλειδί από κάποια άχρηστη κλειδαριά και βάζαμε στην τρύπα πέντε έξι κεφάλια από σπίρτα. Μετά βάζαμε μέσα στην τρύπα μια μεγάλη και χοντρή πρόκα. Με ένα κομμάτι σύρμα δέναμε το κεφάλι της πρόκας και την άλλη του σύρματος τη δέναμε στο κεφάλι του κλειδιού.

Κρατώντας τώρα την όλη κατασκευή από το σύρμα με μια απότομη κίνηση χτυπούσαμε την πρόκα με το κλειδί σε έναν τοίχο. Αποτέλεσμα; Ένας δυνατός κρότος ή καμιά φορά και κάποιο χέρι τραυματισμένο από θραύσματα του κλειδιού, αν δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό ή αν η δόση των σπίρτων έπεφτε μεγαλύτερη.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και τους φελλούς με την εκρηκτική ύλη στη μέση, που τους βάζαμε σε ειδικά πιστολάκια και έκαναν διαβολεμένο θόρυβο. Επειδή όμως τα πιστολάκια χαλούσαν εύκολα, η εφευρετικότητά μας έκανε και εδώ το θαύμα της. Ανακαλύψαμε ένα καινούργιο σύστημα πυροδότησης των φελλών, που μας διευκόλυνε κιόλας να τους πετούμε μακριά και να σκάνε μπροστά σε κείνους που θέλαμε να τρομάξουμε. Παίρναμε ένα κομμάτι σύρμα και του δίναμε σχήμα ενός μικρού κύκλου χωρίς να ενώνονται τελείως τα άκρα του. Ανάμεσα στις δύο άκρες του σύρματος προσαρμόζαμε το φελλό και το πετούσαμε ψηλά. Με το που έπεφτε η όλη κατασκευή στο έδαφος, το σύρμα πυροδοτούσε το φελλό και το τρόμαγμα του ανύποπτου περαστικού ήταν… εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό!

87_1995_lamprigiatka2
Πολύκροτο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Μια φορά μάλιστα συνέβη και το εξής απίστευτο. Μια γειτονοπούλα μου επέστρεφε από το γαλατά με ένα πιάτο γιαούρτι που την είχε στείλει να αγοράσει η μάνα της. (Την εποχή εκείνη το γιαούρτι το πουλούσαν χύμα με την οκά, από μεγάλες πήλινες κούπες κατευθείαν στο πιάτο του καταναλωτή). Εγώ είχα έτοιμο το σύρμα με το φελλό και το πέταξα ψηλά, για να πέσει μπροστά της και να την τρομάξει. Για κακή μου τύχη όμως ο φελλός πέφτει μέσα στο πιάτο με το γιαούρτι και εκεί εξερράγη, κάνοντας το γιαούρτι κατάμαυρο από την καπνιά. Στη συνέχεια το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του τρομαγμένου κοριτσιού και γίνεται χίλια κομμάτια. Η συνέχεια της ιστορίας καταντά θλιβερή, γιατί έφαγα διπλό το ξύλο της χρονιάς μου: και από τη μάνα του κοριτσιού και από τη δική μου, που υποχρεώθηκε να πληρώσει και το σπασμένο πιάτο με το περιεχόμενο του.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στη διήγησή μας. Κάποτε τέλειωναν όλες αυτές οι προετοιμασίες, ενώ παράλληλα πλησίαζε η μεγάλη ώρα της Ανάστασης. Τώρα όλη η παλιοπαρέα με τις τσέπες, τους κόρφους και όπου αλλού, γεμάτες από πυρομαχικά, είχαμε αραδιαστεί σε κάποιο ψηλό σημείο στο προαύλιο της εκκλησίας και σαν καλοί χριστιανοί με το αναμμένο κεράκι στο χέρι περιμέναμε το “Χριστός Ανέστη”. Και πριν καλά καλά τελειώσει ο παπάς τη φράση του, μια ομοβροντία από μαζικές εκρήξεις συντάραζε το χώρο της εκκλησίας. Τα βαρελότα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν φωτιά από τα αναμμένα κεράκια και μετά εκσφενδονίζονταν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των πιστών και… όποιον πάρει ο χάρος. Οι γυναίκες, αλαλιασμένες έτρεχαν να απομακρυνθούν πατείς με πατώ σε. Η όλη επιχείρηση πάντως δεν κράταγε πάνω από ένα δυο λεπτά, γιατί όλο και κάποιος χωροφύλακας θα μας έπαιρνε στο κυνήγι, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Αλλά πού να μας πιάσει, που ήμαστε όλοι κατοστάρηδες και εκείνος βέβαια δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στο νυχτερινό κυνηγητό στα καλντερίμια του χωριού. Εμείς πάντως ήμαστε ικανοποιημένοι που και κείνη τη χρονιά είχαμε καταφέρει να μετατρέψουμε τη νύχτα της Ανάστασης σε νύχτα του… Αγίου Βαρθολομαίου. Του χρόνου πάλι βλέπουμε!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995