ΓΩ ΤΣΛΕΛ’, ΣΥ ΜΑΛΟΥΤΣ’

Προπολεμικά στην Αγιάσο ζούσε το Τσλελ’, ένας χαμάλης που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Κάθε μέρα πηγαίνοντας στο σπίτι του, περνούσε έξω από το φούρνο του Σάββα (Φίδ’). Κάποτε ένας γκεβεζές θέλοντας να γελάσει με τη φτώχεια του άλλου, έδεσε ένα χιλιάρικο στην άκρη μιας κλωστής και το ‘βαλε στο δρόμο. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο και παρατηρούσε τι γινόταν έξω από το φούρνο. Εκτελώντας το συνηθισμένο δρομολόγιο του το Τσλελ’, είδε το χιλιάρικο κι έσκυψε να το πιάσει. Το χιλιάρικο όμως “περπατούσε” και το Τσλέλ’, νομίζοντας ότι το φύσαγε ο αέρας, το ακολούθησε. Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι κάποιος του έκανε καλαμπούρι. Στενοχωρέθηκε γι’ αυτό τον εμπαιγμό και απευθυνόμενος στο δράστη είπε: Ε πειράζ’, θαν έρτ’ τσι γη στσης γη ώρα. Σήμιρα γω Τσλέλ’ τσι συ Μαλούτσ’! Στουν άλλου κόσμου γω Μαλούτσ’ τσι συ Τσλελ’! Ο Βασίλης ο Μαλούκης ήταν τότες ο “Ωνάσης” της Αγιάσου.

ΕΡΜΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 53/1989

ΕΞ ΠΑΡΑΣΟΛΙΑ ΘΕΛΟΥΜΙ

Κάποτε ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, ένας παλαιός βιολιτζής της Αγιάσου, κάλεσε τον ανιψιό του Ραφαήλ Σουσαμλή, που ήταν επίσης μουσικός, αλλά καταπιανόταν και με άλλες δουλειές, να μετασύρει το σπίτι του που βρισκόταν πάνω από τον κήπο της Παναγίας. Ο Ραφαήλ πήγε στο σπίτι και πάσχισε να πιάσει τους «σταλαμούς». Έκανε όμως προχειροδουλειά, το μετάσυρμα δεν ήταν της προκοπής. Έπειτα από λίγες μέρες συναντήθηκαν στην αγορά και πάνω στην κουβέντα ο Ραφαήλ ρώτησε το θείο του, για το κεραμίδι αν έχουν προβλήματα, όπως είχαν προηγουμένως. Τότε ο Αχιλλέας απάντησε: «Εξ άτουμα είμαστι, ανιψιέ, εξ παρασόλια θέλουμι!»

(Από διήγηση Όμηρου Σουσαμλή)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 53/1989

ΓΗ ΣΦΗΓΚΑ ΤΣΙ ΓΙΟΥ ΠΡΙΝΟΥΣ

Πριν από πολλά χρόνια στην Αγιάσο ο Μιλτιάδης Νουλέλης, ο γνωστός με το παρατσούκλι Σφήγκα, κι ο Λευτέρης Καραφίλης ή Πρίνος αποφάσισαν ν’ ασχοληθούν με το ξυλεμπόριο. Ο πρώτος είχε ένα απέραντο κτήμα με πλούσια ξυλεία κι ο δεύτερος επιχειρηματικό πνεύμα. Στην αρχή η δουλειά πήγαινε καλά και υπήρχαν κέρδη. Αργότερα όμως οι συνεταίροι τα χάλασαν και διέλυσαν την επιχείρησή τους. Ήταν κι οι δυο σέρτικοι και δε δέχονταν μύγα στο σπαθί τους. Σε μια λογομαχία τους ο Μιλτιάδης είπε:

Πρόσιξι καλά, γιατί γω είμι Σφήγκα τσι τσιντρώνου!

Ο συνεταίρος ανταπάντησε και τον αποστόμωσε εύστοχα:

Τσι γω, ρε Μιλτιάδη, είμι Πρίνους τσι δε βουστσίζουμι!

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 52/1989

ΘΑ ΠΛΗΡΟΥΝΙ ΤΟΥ ΠΑΤΟΥΜΑ

Πριν από μερικά χρόνια δυο Αγιασώτες ελαιοχρωματιστές, τα παιδιά του μακαρίτη ασπούδαχτου λόγιου “Σαρίκ'”, έβαφαν στην Αθήνα το διαμέρισμα του Πάνου του Δούκαρου. Η γυναίκα του, όπως συνηθίζουν, είχε απλώσει στο πάτωμα λογής λογής παλιές εφημερίδες. Όλες όμως ήταν δεξιές. Όταν ήρθε ο Πάνος το μεσημέρι στο σπίτι και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε, οι μάστορες παραπονέθηκαν δήθεν, για να τον πειράξουν:

– Καλά, ρε Μπάνου, τόσις ιφημιρίδις ίπλουσι γη γναίκα σ’ στου πάτουμα, χάστσι να βάλ’ τσ’ ένα “Ριζουσπάστ'”!

Ο Πάνος που αμέσως μπήκε στο νόημα σηκώθηκε, έψαξε λίγο, βρήκε την εφημερίδα που ήθελε, και είπε:

– Τσι “Ριζουσπάστ'” έχου, ρε πιδιά, να τους! Ε ντουν ίπλουσι όμους γη Λέν’, γιατί ε θανί πατούσιτι απάνουντ τσι θα τα πλήρουνι ούλα του πάτουμα…

ΕΡΜΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 51/1989