ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΙΧ. ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ (ΧΡΟΝΗΣ)

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Ο πατέρας του Μιχάλης Σουσαμλής ήταν σπουδαίος στην εποχή του κάλφας οικοδομών. Τ’ αδέρφια του όλα μουσικοί επαγγελματίες. Ό ίδιος παραστράτησε κι ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Έφτιαχνε φανάρια, λαδόμπρικα, τζεζβέδες, τυροξύστες, γκιούμια. Ήταν φαναρτζής. Αγαπούσε το επάγγελμά του και δούλευε με μεράκι. Όλα τα χρόνια τα πέρασε μέσα στο Χάνι, όπου είχε και το μαγαζί του.

Η καλλιτεχνική διάθεσή του ξύπνησε κι εκδηλώθηκε το 1916-1918, όταν τον πρωτανέβασαν στη θεατρική σκηνή του Αναγνωστηρίου. Έπαιξε στα έργα του Περεσιάδη «Γκόλφω», «Σκλάβα», «Εσμέ», του Βότσαρη «Η ψυχοκόρη και ο λήσταρχος Κρικέλας», κι απέδωσε θαυμάσια τους ρόλους που υποκρίθηκε, γιατί τους ένιωθε, τους αισθανόταν και τους ζούσε, ας ήταν τα γράμματά του λίγα. Τ’ αποκορύφωμα, το ζενίθ της επιτυχίας του, ήταν στο έργο του Δημ. Κορομηλά «ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στό ρόλο του μπαρμπα – Χρόνη, που του ήρθε καλούπι, κόλλησε καλά, επιβλήθηκε, εκτόπισε κι εξαφάνισε τ’ όνομά του. Κανείς πια δεν τον φώναζε μ’ αυτό. Όλοι τον φώναζαν Χρόνη. Και μεις από δω και πέρα Χρόνη θα τον αναφέρουμε.

anagnostiriosl_039
Διαφάνεια Πάνου Ε. Κολαξιζέλη

Ο Χρόνης αγάπησε τ’ Αναγνωστήριο με το θέατρό του όσο λίγοι και πρόσφερε πολλά, πάρα πολλά. Σύχναζε σ’ αυτό. Οι συζητήσεις που έκανε με τα «φραγκέλια» – έτσι λέγανε τα χρόνια κείνα τους μαθητές του Γυμνασίου και τους φοιτητές – ήταν πάντα για το θέατρο, που του είχε γίνει πάθος. Σηκωνόταν απάνω, μονολογούσε με τη βροντερή φωνή του κι έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει. Και στο μαγαζί του, την ώρα της δουλειάς, άφηνε απ’ το χέρι του τη χαβιά κι έκανε τα ίδια, καθώς επίσης και στον περίπατο πρωί και βράδυ. Όσοι τον έβλεπαν και τον άκουγαν δεν ξαφνιάζονταν και δεν τον παρεξηγούσαν, γιατί τον ήξεραν. Τα «φραγκέλια» παρακολουθούσαν το μονόλογο και τον τρόπο που έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον. Όσες φορές βρέθηκε τ’ Αναγνωστήριο σε κρίση και κινδύνεψε να πέσει σε μαρασμό και νάρκη, ο Χρόνης σαν κλώσσα μάζευε τους νέους και με θεατρική παράσταση, που ήξερε τον τρόπο κι έβρισκε τους κατάλληλους ερασιτέχνες να την πάρουν στα χέρια τους, τ’ αναζωπύρωνε και το κρατούσε.

Τα θεατρικά έργα που έπαιζε τ’ Αναγνωστήριο ήταν έργα του βουνού, ειδυλλιακά, με την αθάνατη φουστανέλα. Μ’ αυτή γνώρισε κι ήξερε το θέατρο ο Αγιασώτης. Για πρώτη φορά το 1925 ανέβασαν στη σκηνή έργο σύγχρονο, σαλονιού, το «Κόκκινο πουκάμισο» του Σπύρου Μελά. Ο Χρόνης προσπάθησε να ματαιώσει την παράσταση, χωρίς να το καταφέρει. Συνέχεια διαμαρτυρόταν και φώναζε πως καταστρέφουν το θέατρο, πως αυτό που θα έπαιζαν δεν είναι θέατρο, αλλά μασκαραλίκι. Δεν μπορούσε να το χορτάσει το μυαλό του, όπως και πολλών άλλων Αγιασωτών, πως υπάρχει θέατρο χωρίς φουστανέλα.

Ο Χρόνης ήταν και πρωτοπόρος του αθλητισμού. Το 1930 που αναγνωρίστηκε ως αθλητικό σωματείο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «Όλυμπος», στις πρώτες εκλογές πρόεδρο βγάλανε το Χρόνη, αντιπρόεδρο το Μιχάλη Χατζηευστρατίου, γραμματέα τον Αντώνιο Ηρ. Αναστασέλη, ταμία τον Παναγιώτη Αρ. Πολυπάθου και σύμβουλο το Δημήτριο Μουτζουρέλη. Ο Χρόνης φάνηκε αντάξιος της τιμής, που του κάνανε. Στις μέρες της προεδρίας του κατάφερε πολλά και μεγάλα.

Άρχισε με τη θεατρική παράσταση «Μια νύχτα μια ζωή. . .» του Σπύρου Μελά, που δόθηκε στις 25.12.1930 και 4.1.1931. Κατόρθωσαν ν’ ανεβάσουν στη σκηνή για τους γυναικείους ρόλους γυναίκες, τη Μύρτα Αμανίτη και τη Νίνα Σουρλάγκα. Επειδή δε βρέθηκε το τρίτο γυναικείο πρόσωπο, αναγκάστηκε να το υποδυθεί ο Βασίλης Ιακώβου. Ήταν η δεύτερη φορά που στη σκηνή ανέβαιναν γυναίκες. Ακόμα κατόρθωσε για πρώτη φορά να οργανωθεί και να δοθεί στις 14 καί 21.2.1931 χορός στην Αγιάσο, παρ’ όλες τις αντιδράσεις. Την ίδια εποχή ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο που καρποφόρησε. Κυκλοφόρησε στις 19.4.1931, την Κυριακή του Θωμά, το πρώτο φύλλο της «Αγιάσου». Εκδότες ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Παναγιώτης Ευαγγελινός.

Με αίτησή του ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου ζήτησε από την τότε Κοινότητα να του παραχωρήσει το κεραμοποιείο της, στο Καμπούδι, για γήπεδο. Η Κοινότητα όχι μόνο το παραχώρησε, αλλά επιχορήγησε το Σύλλογο και με 2000 δραχμές. Με το ίδιο ποσό επιχορήγησε το Σύλλογο κι η εκκλησία της Παναγίας. Με αίτησή του ζήτησε κι από το Υπουργείο Παιδείας χρηματική ενίσχυση για εκβραχισμό του κεραμοποιείου. Με ενέργειες του τότε φοιτητή Στρατή Καβαδέλλη επιχορηγήθηκε μέ 20000 δραχμές.

Ο Σύλλογος με επικεφαλής τον πρόεδρο Χρόνη σαν εργάτη άρχισε τον εκβραχισμό και την ισοπέδωση του κεραμοποιείου. Ο Χρόνης, πρωτοπόρος της αθλητικής ιδέας, παρόλο που δούλευε για πρώτη φορά σε βαριά χειρωνακτική εργασία, απέδιδε όσο δυο εργάτες. Μέσα σ’ ένα μήνα το κυπαρισσένιο του κορμί άρχισε να γέρνει και το πρόσωπό του να παίρνει το χρώμα του γηπέδου, από τον ήλιο. Αυτά πρόσφερε ο Χρόνης στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου σαν πρώτος πρόεδρος του.

Η παρέα μας ήταν δεμένη πολύ με το Χρόνη. Τον εκτιμούσαμε και τον σεβόμασταν, γιατί ήταν άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα. Κι ο Χρόνης όμως μας αγαπούσε όλους. Σα βάζαμε στο φούρνο γιουβέτσι, ήταν αδύνατο να μην του βρει «ξούρια». Πότε πως δεν έχει «ζ’μέλ(ι) για βούτ’μα», πότε πως η σάλτσα ήρθε λίγη, πότε πως δεν είναι καλά βρασμένο κι άλλα. Δικαιολογούσε τους φουρνάρηδες, γιατί δεν είχαν τον καιρό να φροντίζουν το γιουβέτσι που θέλει πολλή επιστασία. Και λυπόταν που δεν είχε τον καιρό να ψήσει αυτός το γιουβέτσι στο μαγαζί του, πάνω στο «π’χανέλ(ι)», για να μας δείξει ποιο είναι το γιουβέτσι, που να τρώμε και να γλείφουμε τα δαχτύλια μας.

Ο Χρόνης έγινε και κινηματογραφικός αστέρας. Το φθινόπωρο του 1930, όταν ήρθε στην Αγιάσο ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος με συνεργείο για να γυρίσει το έργο του Λόγγου «Δάφνις και Χλόη», έκρινε το Χρόνη κατάλληλο να υποκριθεί το ρόλο του Φιλητά. Ένα γράμμα με τη φίρμα της «Φίνος Φίλμς», που πήρε ο Χρόνης απ’ την Αθήνα και τον ειδοποιούσε να είναι έτοιμος για το γύρισμα μιας καινούργιας ταινίας, τον ξεσήκωσε. Επειδή δε βρήκε βαλίτσα – στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν στην επαρχία βαλίτσες -, ετοιμαζόταν να κατασκευάσει ο ίδιος κι ύστερα να πουλήσει τα εργαλεία του και να κλείσει το μαγαζί του, για ν’ αρχίσει να διαβάζει, γιατί μπορούσε να γυρίσουν καμιά «Φαύστα» ή κανένα «Οθέλλο». Με το ζόρι τον συγκρατούσαμε από τον κατήφορο που πήρε. Καταλάγιασε, σαν πήρε άλλο γράμμα που τού’ γραφε πως το γύρισμα της ταινίας αναβλήθηκε.

Ο Χρόνης ήταν πια γεροντοπαλίκαρο. Δεν τα έθετε όμως κάτω. Ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης δεν τον εγκατέλειπε. Φώλιαζε πάντα μες στα σγουρά ποιητικά μαλλιά του και του δημιουργούσε στη φαντασία λογής λογής ειδύλλια. Καμιά από τις κοπέλες, τις οποίες ερωτευόταν ο ίδιος ή του έλεγαν άλλοι πως τον αγαπούν, δεν είχε ιδέα. Πίστευε ό,τι και να του έλεγαν για τις κοπέλες που κατά τη φαντασία του αγαπούσε, όσο απίθανο κι αδύνατο στην πραγματοποίησή του κι αν ήταν. Όπως ότι μια κοπέλα που τον αγαπούσε κατάπιε ένα «γ’δόχειρου» για ν’ αυτοκτονήσει κι ευτυχώς που την προλάβανε, κι άλλα τέτοια. Όταν ο αδερφός του Αχιλλέας του είπε ν’ αφήσει τα ονειροπολήματα και να προσπαθήσει να συνέλθει, γιατί, από αυτές που νομίζει και πιστεύει πως τον αγαπούν, δεν πρόκειται να τον παντρευτεί καμιά ούτε και στη δεύτερη παρουσία, ο Χρόνης απάντησε πως είναι όλες έτοιμες, αλλά αυτός δεν αποφασίζει. Κι είπε στον Αχιλλέα να παρακαλεί κι αυτός να πάρει τη μεγάλη απόφαση, για ν’ αγοράσει στο γιο του, το Στρατή, όχι ένα μόνο κλαρίνο που ήθελε, αλλά μια αραμπαδιά.

Ο Χρόνης πήρε μέρος και στην αγιασώτικη ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα Κανιμά, που γράφτηκε για την Έκθεση Μυτιλήνης και που πρωτοπαίχτηκε στις 17 Ιούλη 1933 μέσα στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Στην Αγιάσο παίχτηκε την ίδια χρονιά στον Κήπο της Παναγίας.

Τελευταία φορά ο Χρόνης ανέβηκε στη σκηνή το 1939, όταν παίχτηκε η ίδια ηθογραφία. Πάντα υποδυόταν το ρόλο του Ιν(ι)κόλα. Θα ανέβαινε πολλές φορές ακόμα, αν δε μεσολαβούσε ο πόλεμος του 1940 κι η Γερμανική Κατοχή με τις χίλιες δυο στερήσεις. Η συμπαθητική μορφή του Χρόνη, του ανθρώπου με το κυπαρισσένιο κορμί, με τα ποιητικά σγουρά μαλλιά και με τη βροντερή φωνή, έσβησε στις 3 Δεκέμβρη 1941. Ο θάνατος του παθιασμένου για το θέατρο, τον αθλητισμό και τον έρωτα λύπησε τους αναγνωστηριακούς και την κοινωνία της Αγιάσου. Η Διοίκηση του Αναγνωστηρίου, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Καβαδέλλης, στο με αριθμό 63 πρακτικό της 3 Δεκέμβρη 1941 πήρε την απόφαση να του αποδώσει τιμές μεγάλου ευεργέτη και το επίτιμο μέλος Χριστόφας Χρ. Χατζηπαναγιώτης να εκφωνήσει λόγο και να τον αποχαιρετίσει. Επιφυλάχθηκε να του αποδώσει τις δέουσες τιμές σε κατάλληλο χρόνο. Ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου είχε διαλυθεί τότες. Για την καλή ανάμνησή του πίνακάς του βρίσκεται στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου. Από ψηλά ο Χρόνης βλέπει και καμαρώνει το Αναγνωστήριο, που υπηρέτησε ο πατέρας του ως πρόεδρός του, στα πρώτα του βήματα, κι ύστερα αυτός, να στέκει γερά και να στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτίριο, όπως το ονειρευόταν από χρόνια κι όπως του αξίζει. Οι λίγες καί φτωχές αυτές γραμμές ας θεωρηθούν ως φιλολογικό του μνημόσυνο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 4-5/1981

ΟΧ’ ΟΥΛ’ ΑΚΟΜΑ

Ξινόφς, σάμπ’ γύρζι μια Τσυριατσή τσι χάζιβγι μες στου Κάμπου, μπρουστά στου πριβουλέλ’ τς Καφινταρίας, είδι ένα ταξί που σταμάτ’σι μπρουστάντ. Απού μέσα ίβγι ένας ξένους. Ξιντιμπιλιάστσι κουμμάτ’, ανέσανι βαθιά, λόγιαξι τριγύρου τα βνα, καρσί στουν Άγλια, ικανουποιημένους τσι είπι στου Ξινόφ’:

-Τι ωραίο μέρος! Εδώ περάσατε όλη σας τη ζωή;

-Όχ’ ούλ’ ακόμα, απάντ’σι Ξινόφς.

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 63/1991

ΟΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Από πολύ μικρός είχα τη μανία να ρωτώ τους γέρους και να μαθαίνω πράγματα που δεν τα ήξερα. Για τη λατέρνα, που από την πρώτη στιγμή κίνησε το ενδιαφέρον μου, ρώτησα τον παππού μου. Απ’ αυτόν έμαθα για την τύχη της στο χωριό μας.

Την πρώτη λατέρνα, καταπώς μου διηγήθηκε, την έφερε στην Αγιάσο από την Πόλη ο Προκόπιος Τσιχλής , κατά το 1900, ίσως και νωρίτερα. Όταν την έφερε, έγινε το έλα και να δεις, δεν έπαιρνε ανάσα από την πολλή δουλειά. Οι τότε σατιρογράφοι μάλιστα πήραν αφορμή από το γεγονός αυτό, έγραψαν στίχους και τους έβαλαν σκοπό μέσα στη λατέρνα. Οι στίχοι ήταν επιτυχημένοι και έλεγαν:

Ήρτι τ’ όργαλου τ’ Τσιχλή
τσ’ έπιξί μας τρεις σκουποί,
πήρι τα γρουσέλια μας
τσι τα δικαρέλια μας.
 

Στη συνέχεια έβαλαν σκοπό στη λατέρνα άλλους στίχους, τους οποίους εμπνεύστηκαν οι σατιρογράφοι από ένα άλλο γεγονός. Κάποιος Αγιασώτης, ονομαζόμενος Καλαλές, έκλεψε κάτι «χράμια», τα πούλησε και με τα χρήματα που πήρε οργάνωσε γλέντι μαζί με άλλους όμοιούς του. Οι στίχοι αυτοί έλεγαν:

Θα σι σκουτώσου, Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
 

Ένα άλλο περιστατικό, που έγινε σκοπός της λατέρνας, είναι δεμένο με το Δημητρό Ρούγκο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε πιάσει κάποιο παιδί, για να κάνει βρομοδουλειά μαζί του. Οι στίχοι έλεγαν:

Βρε Ρούγκου Δημητρό,
πλήρουσί του του μουρό,
γη, σα δεν του πληρώσ’ς,
να του πληρώσου γω.
 

Και ένα άλλο γεγονός, που ίσως ήταν και το τελευταίο της περιόδου εκείνης. Κάποια όμορφη Μπουτζαλιώτισσα, που την έλεγαν Κλεανθίτσα, άφησε την Αγιάσο και έφυγε στα ξένα. Οι Αγιασώτες έγραψαν τους αποχαιρετιστήριους στίχους.

Ουραία Μπουτζαλιά μου,
που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γι Ρούγκους
σουστό πουταναριό.
Ουραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
γιατί την Κλεανθίτσα
δε θα την ξαναδείς.
 

Ίσως να υπήρξαν και άλλοι στίχοι για την Μπουτζαλιά και για το Ρούγκο. Η Μπουτζαλιά άκμαζε, γιατί ήταν η πιο πλούσια συνοικία του χωριού, λόγω της εργατικότητας των κατοίκων. Όλα τα σπίτια ήταν εργαστήρια λογής λογής. Οι γυναίκες ύφαιναν και είχαν πολλά φλουριά και λίρες, που αποκόμιζαν από τα είδη που παρήγαγαν και πουλούσαν σ’ όλο το νησί. Ο Ρούγκος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ήταν άνθρωπος της δουλειάς, καπάτσος. Γνώριζε τα πάντα, εκμεταλλευόταν το «ταλέντο» του και ζούσε σε βάρος των άλλων.

Τους σκοπούς τους πέρναγε στις λατέρνες πρώτα ο θείος μου ο Στρατής Ρόδανος. Θυμάμαι πως κουβαλούσαν τη λατέρνα μέσα στο σοκάκι, έξω από τα σπίτια μας. Με ένα άσπρο παγιαυλί στο στόμα ο θείος μου ρύθμιζε τους στίχους και έκανε τη συναρμολόγηση ολόκληρου του σκοπού.

kourtsiad
Ο Αθανάσιος Καμαρός ή Κουρτσάδης (αριστερά) με τον Παναγιώτη Αντώνα, που περνούσε σκοπούς στις λατέρνες.

Μετά τον Τσιχλή λατερνατζήδες στην Αγιάσο ήταν ο Σωκράτης ο Βάλεσης (Μασόνους), ο Μήτσος τ’ Αγλάγ(ι), ο Θανάσης Καμαρός ή Κουρτσιάδης και ο Πάνος η Χτένα. Από δω και πέρα άρχισε να βασιλεύει το άστρο της λατέρνας, όπως και τόσα άλλα. Έπαψαν ν’ ακούγονται το νταβούλι του Λαγού, καθώς και ο ζουρνάς και η γκάιντα, που έπαιζε ο Ανδρέας Κινάνης. Σε κάθε κουϊτούκι μέσα στο χωριό στάθμευε και μια λατέρνα. Τότες που βγαίναμε πατινάδα, να δούμε τις «γιαβουκλούδες» μας, που μας περίμεναν, κάναμε πρώτα ρεφενέ για τα έξοδα και την αμοιβή της λατέρνας, και μετά ξεκινούσαμε. Και τούτο, γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν πολλά χρήματα, όπως τώρα. Το τάλιρο ήταν άλλοτε ίσαμε μυλόπετρα για μας.

Ένα διάστημα οι μουσικές ήταν ανύπαρκτες, γιατί όλοι οι μουζικάντες ήταν στρατευμένοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κυρίως όμως μετά το 1922, άρχισαν να οργανώνονται οι κομπανίες. Δυο ήταν ξακουστές σ’ όλο το νησί. Η μια ήταν του θείου μου, του Στρατή Ρόδανου, και η άλλη του Παναγιώτη Σουσαμλή (Κακούργου). Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα μπουζούκια. Στη μεταξική περίοδο θυμάμαι ότι είχαμε, εκτός από τις δυο γνωστές κομπανίες , και πέντε μικρά άλλα συγκροτήματα, που είχαν διάφορα όργανα.

Ο θείος μου Στρατής Ρόδανος ήταν και αυτοδίδακτος ταλαντούχος δάσκαλος μουσικής. Ένα σπίτι, που ανήκε σε μια θεια μου που ήταν στην Αμερική, το είχε ωδείο. Από το πρωί ως το βράδυ αυτή ήταν η δουλειά του. Έβγαζε τσιράκια, μουσικούς. Αναρίθμητοι οι μαθητές του. Έπαιζε μια τρόμπα, που δεν πιστεύω να έπαιζε άλλος κανείς. Όταν έπαιζε σε παρέα καλή, χαιρόσουν να τον ακούς. Είναι αμέτρητες οι φορές που γλέντησα μαζί του και δεν είναι δυνατόν να σας δώσω να καταλάβετε το μέτρο της μεγάλης του αξίας. Και ο Παναγιώτης Σουσαμλής όμως ήταν άφταστος. Το κλαρίνο του ήταν αδύνατο να το παίξει άλλος.

stoixio
Αναμνηστική φωτογραφία από την Αγία Παρασκευή Λέσβου (9 Οκτωβρίου 1938), στην οποία είχαν μεταβεί οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου “η Ανάπτυξις” Αγιάσου και παρουσίασαν το δράμα του Φραγκίσκου Γκρίλλπαρτσερ “Το στοιχειό του Πύργου”. Διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Στεφάνου, ο Βασίλειος Ρόδανος, γιος του Στρατή Ρόδανου, ο Πάνος Πράτσος, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, και ο Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).

Εάν ζούσαν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, θα γίνονταν σε πολύ λίγο χρόνο εκατομμυριούχοι και θα τους θαύμαζε όλος ο κόσμος. Εγώ τους απόλαυσα. Δε θυμάμαι να πέρασε βδομάδα, χωρίς να τους χαρώ. Ακόμα και στο Σανατόριο τους πήγαμε, μέσα στα χιόνια, με τον Κώστα Βουλβούλη.

Χρυσά αξέχαστα χρόνια! Πολλές φορές ξετυλίγονται μέσα στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, που κρατά την ανάσα μου και εύχομαι να μη φτάσει ποτέ στο τέλος. Έφυγαν τα χρόνια τα καλά και τα τρισευτυχισμένα και ήρθαν τα άχαρα και τα δυστυχισμένα.

(Αγιάσος, 19 Απριλίου 1987)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989

ΕΠΙΚΗΡΥΞΗ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΥ…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η χώρα μας γνώρισε την αγριότητα του εμφύλιου πολέμου. Σκοπιμότητες; συμφέροντα, ιδεολογικές διαφορές την έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Όλοι οι Έλληνες έζησαν έντονα μια εποχή φανατισμού, μισαλλοδοξίας, τρομοκρατίας, βίας… Χωρίς πάθος και χωρίς προκατάληψη αναδημοσιεύουμε δύο υπουργικές αποφάσεις και εγκρίσεις (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 30 Σεπτεμβρίου 1946, τεύχος δεύτερον, αριθμός φύλλου 161, σσ. 938-939), που έχουν σχέση με Γεραγώτες και Αγιασώτες αντάρτες…

 

Αριθ. πρωτ. 34/417/3

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας», 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών δια την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν:

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 6 από 4-7-46 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι 1) Καβαρινός Εμμανουήλ του Ιωάννου, 2) Καραβατάκης Γεώργιος του Δημητρίου, 3) Παππάς ή Παπαδημητρίου Τρύφων του Νικολάου, κάτοικοι Σκοπέλου-Γέρας-Μυτιλήνης, 4) Σκοπελίτης Ιωάννης του Σταύρου, 5) Σκοπελίτης Γεώργιος του Σταύρου, κάτοικοι Παλαιοκήπου-Γέρας, διότι διωκόμενοι άπαντες δυνάμει ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης δι’ εγκληματικήν δράσιν των φυγοδικούσι και ηνωμένοι εις ομάδα παρανόμως οπλοφορούσαν και επιδιδομένην εις τρομοκρατικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων πολιτών της περιφερείας Γέρας.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς τριών μεν εκατομμυρίων (3.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, ενός δε εκατομμυρίου (1.000.000) διά την αποτελεσματικήν κατάδειξιν εις τας αρμοδίας Αρχάς εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων ληστών.

 

*Αριθ. πρωτ. 34/417/5

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας, 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών» διά την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν.

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 10 από 1 -8-1946 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι

1) Αγρίτης Γεώργιος του Νικολάου, ετών23,

2) Γανέλλης Ευστράτιος του Ιωάννου, ετών 42,

3) Καρέτας Δούκας του Ευστρατίου, ετών 34,*

5) Τσουλέλλης Ιωάννης του Παναγιώτου, ετών 25,

6) Αγρίτης Αντώνιος του Νικολάου, ετών 38 και

7) Σουσαμλής Όμηρος του Αχιλλέως, ετών 25,

άπαντες εξ Αγιάσσου-Λέσβου, διότι βαρυνόμενοι με εγκληματικάς πράξεις και διωκόμενοι δυνάμει των υπ’ αριθ. 1033 και 27/46 ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης και των υπ’ αριθ. 328 και 342/46 Βουλευμάτων των Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, φεύγοντες δε την σύλληψιν ηνώθησαν εις ομάδα και φέρουν παρανόμως πολεμικά όπλα και επιδίδονται εις τρομοκρατικάς και εγκληματικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων κατοίκων της περιφερείας Αγιάσου.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς εξ μεν εκατομμυρίων (6.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, τριών δε εκατομμυρίων (3.000.000) διά την αποτελεσματικήν εις τας αρμοδίας Αρχάς κατάδειξιν εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων.

Η παρούσα ισχύει από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Εν Αθήναις τη 19 Σεπτεμβρίου 1946.

Ο Υπουργός Σ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ

*Στη δημοσιευόμενη υπουργική απόφαση παραλείπεται, πιθανότατα από τυπογραφικό λάθος, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και η ηλικία του με αύξοντα αριθμό 4 αντάρτη.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991