9-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα

23/12/1940

Χιόνια, χιόνια. Ένα γόνατο. Μας φωνάζουν, γίνονται συνεργεία και ανοίγουν το δρόμο. Τ’ αυτοκίνητα πρέπει να φύγουν στην Κορυτσά. Καμιά ξεχωριστή σκηνή σήμερα. Όλοι το βράδυ είμαστε στεναχωρεμένοι. Το δωμάτιό μας οι αξιωματικοί θα το πάρουν για εστιατόριό τους. Εμείς πού θα πάμε; Πρέπει ο αξιωματικός να έρθει σε καλό δωμάτιο κι ο φαντάρος ας κοιμάται στα υγρά. Μια που κοιμάται τι θέλει την πολυτέλεια. Άλλο να τρως ξύπνιος κι άλλο να κρυώνεις κοιμισμένος. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, το δόντι. Κι αυτά τα γράφω τα μεσάνυχτα. Ίσως να μου περάσει ως το πρωί.


24/12/1940

Παραμονή των Χριστουγέννων. Τίποτα το ξεχωριστό. Είμαστε σ’ ένα χωριουδάκι αποκλεισμένοι από κάθε χαρά.


25/12/1940

Η μικρή καμπάνα του χωριού καλεί τους πιστούς. Ο παπάς πήγε σ’ άλλο χωριό να μαζέψει πιο πολλά. Κάτι φαντάροι στην εκκλησία ψέλνουν κι έτσι λειτουργούνται κι οι χωριάτες. Το μεσημέρι μας δίνουν πιλάφι, ένα μήλο και κρασί. Το δόντι μου δεν μ’ αφήνει να συνέλθω. Πάω στο γιατρό. Θα μου δώσει αύριο σημείωμα να πάω να το βγάλω κάπου. Περνάει έτσι η μέρα. Το βράδυ από κάθε σπίτι ακούγονται τα τραγούδια των φαντάρων που το’ ριξαν έξω.


26/12/1940

Πάλι χιονίζει. Συνηθίσαμε πια στην κατάσταση τούτη. Κοπάδια αγριόχηνες περνάνε όλη τη μέρα. Παίρνω σημείωμα για τον οδοντογιατρό στο Αμύνταιο για να το βγάλω μα ο γιατρός είν’ άρρωστος. Στο νοσοκομείο κείτουνται και στους διαδρόμους τραυματίες. Κομμένα πόδια, χέρια, μια κόλαση γεμάτη πληγωμένους. Το δόντι μου πονάει. Δεν έχω πια τη δύναμη ν’ αντέξω στους πόνους. Μ’ αδυνάτισαν τόσο! Γράμμα δεν έχω πάρει ακόμα απ’ τους δικούς μου. Το βράδυ σπίτι μαγειρεύω για όλους τους φαντάρους κρέας με πατάτες. Ευχάριστη απασχόληση. Τρώμε μαζί και κουβεντιάζουμε ως τις 10.


27/12/1940

Πήγα στ’ Αμύνταιο. Ο γιατρός μου’ βαλε φάρμακο μα ξακολουθούν οι πόνοι. Ο καιρός άσχημος. Χιονοθύελλα πάλι.


28/12/1940

Έξω χαλάει ο κόσμος. Τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούν να φύγουν. Οι δρόμοι φράξανε απ’ τα χιόνια. Πάγωσαν όλα. Γράφω όλη μέρα. Βγάζω ένα σατυρικό χειρόγραφο περιοδικό «Ο Ελέφαντας» για την 1η του Γενάρη, έμμετρο. Είμαστε κλεισμένοι σπίτι. Ούτε για φαΐ δεν μπορούμε να βγούμε.


29/12/1940

Ο καιρός ίδιος. Χιόνι κι αέρας. Περνάμε τη μέρα μας σπίτι. Μαγειρεύουμε στη σόμπα και λέμε ιστορίες.


30/12/1940

Ίδια η ζωή μας. Σήμερα είχαμε λιακάδα. Δουλέψαμε αρκετά στ’ αυτοκίνητα.


31/12/1940

Πήγα στη Φλώρινα για το δόντι μου. Κανείς δε μου δίνει σημασία. Είναι τόσοι οι τραυματίες που ένας πονόδοντος είναι ασήμαντο πράμα. Φεύγω χωρίς αποτέλεσμα. Πόνεσε η καρδιά μου. Χέρια πόδια κομμένα, μάτια βγαλμένα, μια κόλαση πληγωμένων.

Το βράδυ σπίτι έρχονται παιδιά και μας ψέλνουν τα κάλαντα. Τα βάλαμε να πούνε τραγούδια σχολικά.

-Παρακαλώ, παρακαλώ 
μητέραν και πατέραν
γαρ γαρ αμάν
Την θάλασσαν πείσαν τσαϊρ (περιβόλι) 
Την Άρτεν(Αρτέμιδα) έπαρ κι έλα,
οφ οφ αμάν.
Η Κρσάρα (κότα) πίη νερόν 
και τερί σον ουρανόν
έρτε και ο πετεινόν
κρούετιν ένα φτερόν

δηλ. Η κότα πίνει νερό και
τηράει στον ουρανό,
έρχεται κι ο πετεινός
και της χτυπάει ένα φτερό.

Ο Σταβρίς ο Κεμεντζές 
με κάμποσα παιδιά
επήρεν την παρέανατ
κι ερούξε τα χωρία 
κι επήγε στα χωριά.

Μας θυμίζουν τα σπίτια μας μέρα που είναι. Μπορεί να κλαίνε αυτή τη στιγμή σπίτι. Είναι οι μέρες τούτες που κάθε άνθρωπος ζητάει τον δικό του. Πόσα σπίτια σήμερα είναι σκοτεινά κι άραχνα!

Νεπε Χάμπω, ντο ένε ατό το 
χάλις εσέν θαφτάω σε
γάδαρον και σύρωτο δουκάλις=

Τι είναι Χάμπω αυτό το χάλι σου,
εσένα θα κάνω γάιδαρο να τραβάω το καπίστρι σου.

Σι Τσαπίκλισας την μπόρτα 
χιομάτο ιν παπία
έφααν και χόρτασαν τις
Στάβρετσος φαντία.

Η γριά σπιτονοικοκυρά μας μας δίνει λίγη πίτα και ξηρές αχλάδες. Είναι το γλύκισμα της βραδιάς μας. Έτσι η σκέψη μας χορταίνει με τις περιπλανήσεις που κάνει στα περασμένα ευτυχισμένα χρόνια. Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

«Ο θεός έπλασεν την θάλασσαν φαρδίαν και πλατείαν κι ουκ άφησεν μιαν πάντζουρον (παράθυρο) να βλέπουν τα χαμψίαν»

Ναι, δεν άφησε ένα παράθυρο να βλέπουν τα χαψιά.

Είναι 2¼ το πρωί και ξαγρυπνώ μπρος στην γκαζόλαμπα καπνίζοντας. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το δόντι πονάει φοβερά. Μέσα στους γιατρούς είμαστε μα αυτοί δεν έχουν καιρό. Είναι τόσοι οι πληγωμένοι!

Η πιπιλομάτενα,ουγέ αναθεμάτεναν 
αν κι δι τε μαν τε ναν
εγώ θα κλεφτάτεναν=

Η πιπιλομάταινα που ανάθεμά την που αν δε μου την δώσετε εγώ θα την κλέψω.

Σιν Τραπεζούντας σο λιμάς (λιμάνι) 
κιντάν τρια παπόριε.
Το έναν περ (πήρε) τα σίδερα
και τ’ άλλο σιλατσίδες (επιβάτες)
το πίον και μικρότερον
περ όμορφες κουτσίδες (κορίτσια)
Ο ήλεν (ήλιος) εβασίλεψεν 
σαράτσια (στα ράτσια) μερέα 
(βασίλεψε πίσω απ’ τα βουνά)
Ντη κόριτσι το φίλεμα
μιρίζ τρανταφιλέα.
Νέπε νέπε Θόδωρε 
όλε σενέν άπορε
πάτις τρος τιν καβουρμόν
και βαρέσκεσε σορμόν.
Τρως το ξύγαλαν το στίπον
και αροθυμάς στον ύπνον.

Παιδί Θόδωρε όλοι σε λένε άπορε πολύ έφαγες καβουρμά και κοιμήθηκες πολύ, τρως το γιαούρτι το πολύ ξινό και θυμώνεις στον ύπνο σου.

Σικοσάρα (κότα) πα σορμάν (στο ρουμάνι) 
Πα σορμόν σερέβ χορτάρε
κι οξοπίς φορι τορτάρε
και μαραιν τα παλικάρε.

Η κότα πάει στο ρουμάνι και γυρεύει χορτάρι και ξοπίσω (έρχεται) φορεί κάλτσες και μαραίνει τα παλικάρια.

Αυτά γράφτηκαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Ήρθανε παιδιά και τραγούδησαν.

6-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Η μέρα τούτη στάθηκε μια απ’ τις πιο δύσκολες κι ανάποδες της ζωής μου. Γράφω τούτες τις γραμμές στις 12-12-40 γιατί χτες δεν βρήκα καιρό

11/12/1940

Η μέρα τούτη στάθηκε μια απ’ τις πιο δύσκολες κι ανάποδες της ζωής μου. Γράφω τούτες τις γραμμές στις 12-12-40 γιατί χτες δεν βρήκα καιρό. Ήταν η μέρα για ξεκούραση μα στις 11 το πρωί έρχεται μια διαταγή και ο λαχνός πέφτει σε μένα και σ’ άλλους 7. Επικεφαλής είναι ένας νεαρός δόκιμος. Φορτώνουμε πυρομαχικά απ’ τη Φλώρινα. Εγώ παίρνω 22 κάσες οβίδες εκρηκτικές απ’ τ’ αεροδρόμιο. Επικίνδυνο φορτίο, με μια προστριβή γινόμαστε στάχτη, μα αυτό είναι τυχερό. Ξεκινάμε στις 5 τ’ απόγευμα. Ανεβαίνουμε το βουνό, ανηφοριά 19 χιλιόμετρα. Στο 15ο χιλιόμετρο χιονίζει. Ομίχλη και το χιόνι παγωμένο. Τ’ αμάξια ντελαπάρουν. Σταματάμε και πάλι ξεκινάμε. Βάζω τις αλυσίδες και σε λίγο μένω μόνος. Τίποτα δε βλέπω, ο δρόμος δε φαίνεται και ο αέρας φέρνει το χιόνι και το στοιβάζει στα τζάμια. Είμαι βρεμένος απ’ το πέρασμα των αλυσίδων. Προχωρώ με κόπο. Ένα αμάξι γκρεμισμένο. Κατεβαίνουμε απ’ την άλλη μεριά το βουνό. Το χιόνι με ζαλίζει. Δε βλέπω. Τουλίπες σαν πλατανόφυλλα ……….   Ως την Κορυτσά το ίδιο μαρτύριο. Φτάνουμε στις 10½. Εδώ βρέχει. Κρυώνω. Δε βρίσκουμε άσυλο. Πού να κοιμηθούμε; Γυρνώ βρεμένος με την ελπίδα να βρω τον αδερφό μου. Τίποτα. Ας είχα έναν δικό μου! Μπαίνω μέσα σ’ ένα κτίριο. Ένας λόχος ειν’ εδώ. Ρωτώ το σκοπό αν μπορώ να μείνω. Πάω στο μαγειρείο. Ανάβει φωτιά. Ο μάγερας είναι χωριανός μου. Ω, τι τύχη! Ο Κ. Μπρουσκέλης. Μου κάνουν φασκόμηλο. Το ρουφώ και συνέρχουμαι στη φωτιά. Κοιμάμαι μες το μαγειρείο μαζί τους. Τα ξημερώματα ξυπνώ. Κρυώνουν τα πόδια μου τρομερά. Βλέπω τον Κώστα κι απ’ τον ύπνο, καθώς είμαι ζαλισμένος δεν τον γνωρίζω. Πού βρίσκουμαι; Τώρα σκέφτουμαι πόσο δυστυχισμένος ειν’ ο άνθρωπος. Είμαι σκεπασμένος με μια Ιταλική κουβέρτα, λάφυρο του πολέμου. Ποιος να την σκεπάζονταν πριν; Τι φοβερό. Ίσως νά ‘ναι ο ιδιοχτήτης της κουβέρτας σκοτωμένος. Ίσως. Πονάνε τα νεφρά μου.


12/12/1940

Ο Μιχάλης Πασχαλιάς (Φωτογραφία Αντώνη Πρωτοπάτση. 1942)

Όλη μέρα περιμένω να ξεφορτώσουμε. Γυρνώ στην πόλη. Μπαίνω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και χαζεύω τις σοκολάτες. Ένας φαντάρος ψωνίζει. Ακούω τη φωνή του και στέκομαι απομωραμένος. Είναι ο Μιχάλης Πασχαλιάς. Φιλιόμαστε. Πόσο έχουμε αλλάξει κι οι δυο! Στο καφενείο τα λέμε κάμποση ώρα και σε λίγο χωρίζουμε.

Γυρνάμε στη Ροδώνα στις 9 το βράδυ. Ο επιλοχίας ο Μαγκάς στο δωμάτιό μας είναι άρρωστος. Έρχεται ο γιατρός. Του δίνει συμβουλές, φάρμακα όμως δεν υπάρχουν. Τώρα πρέπει να κοιμηθώ, είμαι άγρυπνος και τα μάτια μου κλείνουν.


13/12/1940

Ξεκούραση σήμερα. Ξεκούραση του αυτοκινήτου. Δουλεύουμε όλη μέρα, καθαρίζουμε. Τίποτα ξεχωριστό. Τη νύχτα στο δωμάτιο δεν κλείνουμε μάτι. Ο επιλοχίας Μαγκάς ξεφωνίζει απ’ τους πόνους. Μες τον ύπνο μου ακούω φωνές. Κάνει εμετό και φωνάζει. – Στρατή αδερφέ μου, σώσε με! Τον κρατώ στην αγκαλιά μου τρομαγμένος. Τίποτα δεν μπορεί να του σταματήσει τους πόνους. Το πρωί τον πάνε στο νοσοκομείο.


14/12/1940

Στις 8 φεύγουμε για την Κορυτσά. Το ταξίδι σχετικά καλό. Ο δρόμος απ’ τη Φλώρινα γεμάτος χιόνια. Συνεργεία και τρακτέρ ανοίγουν το δρόμο.

Στην κορυφή του βουνού βρίσκουμε ένα συνεργείο από κοπέλες του Αντάρτικου που σκάβουν τους πάγους. Σταματώ και τους δίνω το παγούρι με το κονιάκ. Ντρέπουνται

– Σας το κερνάει το κορίτσι μου. – Να ζήσετε, μου εύχονται και πίνουν γελαστές.

Φτάνουμε στην Κορυτσά. Βρίσκω τον Πάνο Τζανή. Ψωνίζω μεταξωτά.

Φεύγουμε στις 5 μμ.

Ο δρόμος απ’ την Καστοριά έχει παγώσει. Ατέλειωτη φάλαγγα από 120 αυτοκίνητα πάει μπροστά και στην ανηφοριά μουγκρίζουν και σκαρφαλώνουν με κόπο. Σταματούν και πάλι ξεκινούν. Γλίστρα. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και μ’ αλυσίδες. Γκρεμίζονται 4. Το πρωί στις 4½ φτάνουμε στη βάση μας. 13½ ώρες ταξίδι. Τι μαρτύριο είναι τούτο! Όλο και χειρότερα πάνε τα ταξίδια μου κι είμαστε ακόμα στο Δεκέμβριο. Θεέ μου τι χειμώνας είναι στη Μακεδονία!

4-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ.

Θαρείς κι όλα ημέρωσαν. Το κρύο είναι τσουχτερό μα ο ήλιος που βγήκε ύστερα από τόσες μέρες το μαλακώνει. Σήμερα ξεκουραστήκαμε. Το βράδυ φορτώνουμε τ’ αυτοκίνητα κριθάρι. Αύριο θα πάμε στην Κορυτσά

05/12/1940

Θαρείς κι όλα ημέρωσαν. Το κρύο είναι τσουχτερό μα ο ήλιος που βγήκε ύστερα από τόσες μέρες το μαλακώνει. Σήμερα ξεκουραστήκαμε. Το βράδυ φορτώνουμε τ’ αυτοκίνητα κριθάρι. Αύριο θα πάμε στην Κορυτσά.


6/12/1940

Πρωί ξυπνάμε. Ρόφημα, παίρνουμε εφόδια, βενζίνη και τροφή και ξεκινάμε όλη η φάλαγγα. 40 αυτοκίνητα στη σειρά. 126 χιλιόμετρα μέσω Φλωρίνης. Ο δρόμος πάνω απ’ τη Φλώρινα είναι γεμάτος χιόνι κι ανεβαίνουμε 19½ χιλιόμετρα ανηφοριά. Περνάμε πάνω απ’ τα σύννεφα. Ένας ήλιος λούζει τις βουνοκορφές. Κάτου ο κάμπος φαίνεται σαν ο ήλιος διαπερνά τα σύννεφα σαν από αεροπλάνο. Εργάτες σκάβουν τους πάγους κι ανοίγουν το δρόμο. Τρακτέρ δουλεύουν για τον ίδιο σκοπό. Ατέλειωτη σειρά απ’ αυτοκίνητα σκαρφαλώνει τα ψηλά βουνά. Είναι απ’ όλες τις μοίρες όλα τ’ αυτοκίνητα της Ελλάδας που τροφοδοτούν τους φαντάρους της πρώτης γραμμής. Περνούμε τα σύνορα. Κάπου έχουν ανατινάξει κάτι βράχους οι Ιταλοί για να φράξουν το δρόμο. Παντού τα σημάδια του πολέμου. Συρματοπλέγματα, λάκκοι θεόρατοι από βόμβες, και τα χωριά που συναντούμε είναι ερειπωμένα απ’ τους βομβαρδισμούς. Αρβανίτες χωριάτες με τα φέσια τ’ άσπρα πολεμούν και σιάζουν δρόμους. Κοντεύουμε την Κορυτσά. Δύο βουνά στέκονται επιβλητικά με τις χιονισμένες τους πλαγιές. Είναι το ‘λβαν και το Μοράβα κι ανάμεσά τους περνάει ο δρόμος.

ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ

Προχωρούμε. Κάπου βρίσκουμε κανόνια που έπεσαν λάφυρα στα χέρια του στρατού μας. Η Κορυτσά φαίνεται. Πλάι στο δρόμο νιόσκαφοι τάφοι μαρτυρούν πως κρύβουν μέσα τους αγγαλιαστούς πολλούς  πολεμιστές Έλληνες και Ιταλούς. Όλοι τους παιδιά μανάδων που μαυροφόρεσαν. Κρύος που είναι ο θάνατος! Καημένα παιδιά! Δεξιά μας είναι αεροδρόμιο τέως Ιταλικό. Τρία αεροπλάνα καμένα στις άκρες του κείτουνται. Μπαίνουμε στην Κορυτσά. Μεγάλη κίνηση. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Είναι σήμερα τ’ Αϊ Νικόλα. Παντού στρατιώτες. Τραυματίες, αιχμάλωτοι Ιταλοί φορτώνονται στ’ αυτοκίνητα και στέλνονται πίσω στην Αθήνα. Ξεφορτώνουμε σ’ ένα στρατώνα Ιταλικό. Το πυροβολικό μας τον έχει ρημάξει. Έμαθα πως ο αδερφός μου ο Αντώνης βρίσκεται στην Κορυτσά. Τον γυρεύω παντού κι αυτός εμένα μα δεν μπορούμε να συναντηθούμε. Φεύγω λυπημένος στις 5 τ’ απόγεμα. Νύχτα κι έχω 152 χιλ. να τρέξω μέσον Καστοριάς. Ο συνοδηγός μου είναι ένα απλοϊκό παιδί από το Σουφλί. Μου διηγείται τη ζωή του κι ένα σωρό πράματα. Η μοναξιά κι ο στρατός πώς ενώνει τους ανθρώπους!

Φτάνουμε στις 10 τη νύχτα στη βάση μας. Δεν έχω όρεξη, δεν τρώγω και νιώθω πολύ κουρασμένος. Ύπνος γλυκός. Ξυπνώ και συλλογιέμαι για κείνα που πέρασαν. Ένα πρόσωπο αχνοφέγγει μες το σκοτάδι σαν παρηγοριά. Το κορίτσι που άφησα στο χωριό κει κάτου. Βαγγελίτσα παρηγοριά μου κι ελπίδα μου. Ψάχνω το φυλαχτό μου και τη συλλογιέμαι.

Η Βαγγελίτσα (ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ)

Το πρωί ήρθε μια γριά μες το δωμάτιο του χαμόσπιτου που κοιμόμαστε αγκαλιά με το Στρατή Δουκάκη. Ήρθε ν’ ανάψει τη σόμπα. Θυμάμαι τη μάνα μου και δακρύζω. Είναι η γιαγιά του σπιτιού. Μιλάει τα Λαζικά . Είναι απ’ τον Καύκασο. Μας περιποιείται σαν μάνα.

3-Ημερολόγιο του δεκανέα αυτοκινήτων Αναστασέλλη Ευστρ. του Πολυδώρου και της Δέσποινας της Κλάσεως 1928

Φτάσαμε το πρωί στο Αρμενοχώρι, τελευταίο σταθμό. Το δόντι πονάει. Είναι δυο νύχτες και δυο μέρες τώρα

2/12/1940

Όλη μέρα ταξίδι. Νυχτώνει. χιόνια. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Το δόντι μου πονάει φοβερά. Νευριασμένος, κουρασμένος με πόνους συνεχίζω το ταξίδι για τη Φλώρινα.


3/12/1940

Περάσαμε τη Δράμα και τώρα τη Δοϊράνη. Βρήκαμε τον Κ. Σοφιαδή.

Το πρωί τη 4-12-40 φτάνουμε στη Σαλονίκη.


4/12/1940

Φτάσαμε το πρωί στο Αρμενοχώρι, τελευταίο σταθμό. Το δόντι πονάει. Είναι δυο νύχτες και δυο μέρες τώρα. Το κρύο μας περουνιάζει. Όλοι φυσάνε τα χέρια τους. Χάλια. Τ’ αυτοκίνητα σχηματίζουν φάλαγγα και φτάνουμε στη Φλώρινα. Μας πάνε στην Κλαδόραχη στη Μοίρα 3η Θεσ/νικης. Ένας ανθ/γος είναι σαν διάνος φουσκωμένος. Του λέω να μ’ αφήσει να βγάλω το δόντι μου.

Σκάσε ρε, στην Αλβανία θα σ’ το βγάλουν οι Ιταλοί.

Τώρα κοντά στον πονόδοντο έχω και μια πληγή στην καρδιά απ’ τα λόγια του. Παίρνω τα χωράφια και σκέφτουμαι. Τι θα γίνει; Πώς θα το υποφέρω; Ο θεός το ξέρει. Βραδιάζει. Σ’ ένα ρέμα βρισκόμαστε. Πού θα κοιμηθούμε; Κάτω απ’ ένα γεφύρι που δίπλα κυλάνε ακάθαρτα νερά του χωριού. Οι φαντάροι ανάβουν φωτιά και ζεσταίνονται. Είμαστε ναυτικοί. Κάποιος φαντάρος φέρνει 3 λάχανα. Τα μασάμε. Είναι τόσο γλυκά για την πείνα μας! Το κρύο λάχανο μουδιάζει τα δόντια και ο πόνος γίνεται γενικός σ’ όλα, μα η πείνα είναι τόση που όλα τούτα παραμερίζονται. Μέσα στην απελπισία τους έρχεται ο διοικητής της μοίρας του Ελέφαντα. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή και ενέργεια. Μας παίρνει στη δύναμη της μοίρας του κι έτσι ο ελέφαντας μού γίνεται το πιο συμπαθητικό ζώο. Τραβάμε νύχτα 35 χλμ., περνούμε το Αμύντιο και φτάνουμε στη βάση της Μοίρας στο χωριό Ροδώνα. Όλοι μας υποδέχουνται πρόσχαρα. Μας δίνουν φαΐ, κουβέρτες, σταφίδες, τσιγάρα, κονιάκ. Όλα ξεχάστηκαν.

Ο Στρατής Αναστασέλης στη μοίρα «Ελέφαντας»