ΠΑΠΟΥΤΣΗΔΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΦΑΔΕΣ

Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)
Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)

Άλλοτε η Αγιάσος είχε πολλά εργαστήρια, ήταν αυτάρκης σε βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Υπήρχαν σακοποιεία, βυρσοδεψεία, αγγειοπλαστεία, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, μαχαιροποιεία, κετσετζίδικα, ραφεία, καπιστράδικα, σαμαράδικα, παπουτσίδικα και τόσα άλλα. Σήμερα πολλά επαγγέλματα έχουν εκλείψει. Τα περισσότερα εργαστήρια έκλεισαν είτε γιατί ο κόσμος έφυγε στα αστικά κέντρα είτε γιατί τα προϊόντα τους έπαψαν να έχουν ζήτηση…

Ενδεικτικός του βιοτεχνικού οργασμού των Αγιασωτών είναι και ο παρακάτω πίνακας των υποδηματοποιών και των καλφάδων, οι οποίοι εργάζονταν στα 33 παπουτσίδικα που λειτουργούσαν στη δεκαετία 1950-1960 … Τον κατάρτισε ο εκλεκτός φίλος και συνεργάτης μας Γρηγόριος Ιωάννου Παπαπορφυρίου, ο οποίος εργάστηκε κοντά στον πατέρα του ως υποδηματοποιός, προτού φύγει στην Αμερική και εγκατασταθεί στην Αστόρια…

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

Α. Υποδηματοποιοί με δικά τους εργαστήρια: Αβαγιανός Ιωάννης, Αξιομάκαρος Σταύρος, Βαλεντίνος Μιχαήλ, Βάλεσης Αντώνιος, Βάλεσης Ευστράτιος, Βαλιάτα Αλεξανδρής, Βατρικάς Ιωάννης, Βουρλής Ευστράτιος, Δεμιργκέλης Αναστάσιος, Ζαλπαρίνης Βασίλειος, Καμινέλης Παναγιώτης, Καμπουρέλης Βασίλειος, Καμπουρέλης Ευστράτιος, Καπτανής Παναγιώτης, Καραγιάννης Γεώργιος, Καραγκιοζέλης Κωνσταντίνος, Καραδεμίρης Γεώργιος, Κουνέλης Σπύρος, Κρυνής Σταύρος, Κουρτζέλης Παναγιώτης, Μακρέλης Ευστράτιος, Παπαπορφυρίου Ιωάννης, Παραμυθέλης Παράσχος, Παραμυθέλης Χρίστος, Πασχαλιάς Ιωάννης, Πρινίτης Μιχαήλ, Σταφίδας Παναγιώτης, Τζίνης Δημήτριος, Τσουκαλάς Χριστόφας, Τσουκαρέλης Δημήτριος, Φραντζής Χριστόφας, Χατζηκομνηνός Χριστόφας, Ψυρκούδης Ευστράτιος…

Ο Ιωάννης Παπαπορφυρίου (Τσίρος) ως τα τελευταία του ασκούσε το επάγγελμα του... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)
Ο Ιωάννης Παπαπορφυρίου (Τσίρος) ως τα τελευταία του ασκούσε το επάγγελμα του…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)

Β. Καλφάδες: Αβαγιανός Βασίλειος, Αρβανιτέλης Ευστράτιος, Ασβεστάς Παναγιώτης, Ασπρομάτης Φώτιος (Καβουριά), Καζαντζής Παναγιώτης, Κακαλιός Παναγιώτης, Καλέλης Απόστολος, Καλέλης Ευστράτιος, Καμπουρέλης Μιχαήλ, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κηκίδας Παναγιώτης, Κοντής Ευστράτιος (Σμαρίδα), Κουνής Αντώνιος, Κουνής Στυλιανός, Κουριτάς Κωνσταντίνος, Κουριτάς Παναγιώτης, Κουφέλος Ευστράτιος, Πατέλης Αντώνιος, Οικονόμου Ευστράτιος, Παπαπορφυρίου Γρηγόριος, Παπαπορφυρίου Ευστράτιος, Πρινίτης Ευστράτιος, Πρινίτης Παναγιώτης, Ράπτης Μιχαήλ, Σιάχος Προκόπιος, Σκλεπάρης Ιωάννης, Τζέγκος Παναγιώτης, Ψυρκούδης Παναγιώτης…

Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους ... Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους … Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια... Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)
Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια… Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996

ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού

 Το επάγγελμα του ασβεστοποιού στην Αγιάσο είναι πολύ παλιό. Θα πρέπει να έχει τις ρίζες του από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της. Από τότε δηλαδή που η Αγιάσος άρχισε να συγκροτείται ως οικισμός.

Κορυφαίος ασβεστοποιός της Αγιάσου ήταν ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, μαζί με τους πρώτους άλλους ασβεστοποιούς, όπως ήταν ο Βρανέλης, που είχε και το επώνυμο Ασβεστάς, και κάποιος Αρβανιτέλης. Πολύ παλαιός ασβεστάς ήταν και ο Μωυσής.

Η έρευνά μας ανάγεται στην εποχή από το 1870 και μετά. Πριν από το έτος αυτό θα πρέπει να ήταν ασβεστάδες οι γονείς των παραπάνω και θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην Αγιάσο μαζί με τους άλλους πολλούς και διαφόρους επαγγελματίες που είχαν κάποια φοροαπαλλαγή. Συγκεκριμένα ο πρώτος μαρτυρημένος ασβεστοποιός της Αγιάσου, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο πατέρας του Παρασκευά Κουδουνέλη, έλκει την καταγωγή του από την Ήπειρο.

Επίσης γνωστός ασβεστοποιός της δεκαετίας του 1930 και μετέπειτα ήταν ο Παναγιώτης Τσάκωνας, που είχε το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα ασβεστοκάμινο στο Καμπούδι, κάτω από το σημερινό Ίδρυμα Ανιάτων και που έβγαζε 11.000 καντάρια ασβέστη, δηλαδή 484.000 οκάδες.

Οι παραπάνω έβγαλαν επαγγελματίες ασβεστοποιούς, τους γιους των, όπως ο Τζάνος Κουδουνέλης, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο Κλεάνθης Κουδουνέλης και ο Ευστράτιος Κουδουνέλης. Από τους Βρανέληδες (Ασβεστάδες) ασβεστοποιοί βγήκαν ο Χριστόφας Βρανέλης και ο Ευστράτιος Βρανέλης.

Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962... Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει...
Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962… Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει…

Άλλοι που ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν ο Μιχαήλ Κουταλέλης, ο Δημήτριος Κουταλέλης, ο Ιωάννης Σιμέλης, ο Νικόλαος Βέτσικας, ο Αντώνιος Καλατζής, ο Παράσχος Λαμπρινός, ο Ευστράτιος Τοπαλής ή Μπάτα, ο Γρηγόριος Κουδουνέλης (συνεχιστής των Κουδουνέληδων ασβεστοποιών), ο Αθανάσιος Μαϊστρέλης, από τη Μικρασία, και ο γιος του Βασίλειος, που ασχολήθηκε πρόσκαιρα ως ασβεστοποιός και μετά έγινε αγροφύλακας. Άλλοι επαγγελματίες ασβεστοποιοί υπήρξαν ο Ευστράτιος Κωμαΐτης (Γούλα), ο Αθανάσιος Κωμαΐτης (Γούλα) και ο Μιχαήλ Παπαπορφυρίου ή Διακέλης.

Πού λειτουργούσαν τα καμίνια

Ασβεστοκάμινα είχαν κατασκευαστεί και λειτουργούσαν σε όλη την περιφέρεια της Αγιάσου, κυρίως όμως μέσα στον ελαιώνα και μέσα στα ρουμάνια, γιατί εκεί υπήρχε η καύσιμη ύλη, δηλαδή οι πρίνοι και τα κλαδιά από τα κλαδέματα και από τα σκολέματα των ελαιοκτημάτων. Η κυριότερη περιοχή όμως ήταν από το Καμπούδι μέχρι τη Φούσα. Πάνω σ’ όλο αυτό το βουνό υπάρχουν και σήμερα ακόμα διάσπαρτα παντού τα παλιά καμίνια, που μαρτυρούν τον κόπο και τα βάσανα των φτωχών εκείνων βιοπαλαιστών.

Πώς ετοιμαζόταν το καμίνι

Ανάλογα με τη χωρητικότητα που επιθυμούσε ο ασβεστοποιός, ανοιγόταν με τον κασμά και με τα άλλα διαθέσιμα τότε εργαλεία (λοστοί, βαριές, φτυάρια, σφυριά) ένας λάκκος. Η βάση του λάκκου μετά χτιζόταν στο κάτω μέρος από μέσα και γύρω γύρω σε ύψος 60 πόντων περίπου με λυγδόπετρες, που δεν ασβεστοποιούνται, και πάνω από τις λυγδόπετρες πάλι ολύγυρα στο λάκκο γινόταν πατούρα από λυγδόπετρα.

Το εσωτερικό χτίσιμο, πάνω από την πατούρα, συνεχιζόταν πια με μαρμαρόπετρα και με λάσπη. Έτσι το καμίνι ήταν έτοιμο, αφού φυσικά είχαν αφήσει και την πόρτα του καμινιού, από την οποία θα το «τάιζαν» με κλαδιά ή ξύλα. Να σημειωθεί ότι και η πόρτα κατασκευαζόταν από λυγδόπετρες, για να μην ασβεστοποιηθεί και καταρρεύσει. Αυτή ήταν η υποδομή του ασβεστοκάμινου, που αργότερα θα φορτωνόταν με μαρμαρόπετρα για ασβεστοποίηση.

Πώς φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο

Αφού έβρισκαν το νταμάρι από μάρμαρο, έβγαζαν με λοστούς, με βαριοπούλες και καμιά φορά και με φουρνέλα τις πέτρες, τις οποίες στη συνέχεια τεμάχιζαν με τη μικρή βαριοπούλα και το σφυρί σε διάφορα κομμάτια, μικρά, μεσαία, μεγάλα.

Έτσι άρχιζαν από την πατούρα να χτίζουν το καμίνι, δηλαδή τοποθετούσαν τις πέτρες που θα ασβεστοποιούνταν. Στη βάση έβαζαν τις μικρές, μετά τις μεσαίες και στο πάνω μέρος – στον τρούλο, όπως τον έλεγαν – έβαζαν τις μεγάλες πέτρες, που τις έλεγαν «κλειδί», γιατί εκεί, σ’ αυτό το σημείο, έκλεινε, «κλείδωνε» το καμίνι. Το κλειδί ήταν και ο καλύτερος ασβέστης, γιατί βρισκόταν στο κέντρο της φωτιάς και ψηνόταν καλά.

Πώς συγκεντρωνόταν η καύσιμη ύλη

Από τα ρουμάνια κόβανε τους πρίνους και τους κάνανε δεμάτια. Κάθε δεμάτι είχε οχτώ αγκαλιές κλαδιά. Από τους ελαιώνες μάζευαν τα κλαδέματα και τα σκολέματα και τα έκαναν επίσης δεμάτια. Όλα αυτά τα δεμάτια τα στέριωναν με δυο μεγάλες πέτρες, για να μην τα πάρει ο αέρας, μέχρι που να ξεραθούν και να έρθει η ώρα τους να χρησιμοποιηθούν.

Αφού φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο και ήταν έτοιμο να δεχτεί τη φωτιά, κουβαλούσαν τα δεμάτια γύρω από το καμίνι. Για τη μεταφορά τους χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο δίχαλο, ένα «τσατάλι» περίπου δυο μέτρων. Το τσατάλι το κάρφωναν πάνω στο δέμα, δηλαδή το έμπηγαν μέσα με δύναμη και με μεγάλη επίσης προσπάθεια το σήκωναν ψηλά και το τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους. Έτσι μετέφεραν όλα τα δεμάτια κοντά στο καμίνι. Ανάλογα με τη χωρητικότητα του καμινιού απαιτείτο και ανάλογος αριθμός δεματιών. Για ένα ασβεστοκάμινο π.χ. 4.000 οκάδων απαιτούντο 180-200 δεμάτια κλαδιά.

Η φωτιά έμπαινε συνήθως πολύ πρωί, γιατί χρειαζόταν ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενης τροφοδότησης, για να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Γι’ αυτή τη δουλειά ασχολούνταν οπωσδήποτε δυο άτομα. Ο ένας τροφοδοτούσε το καμίνι. Με τη βοήθεια ενός σιδερένιου δίχαλου, «τσαταλιού», έπαιρνε τα δέματα και τα έσπρωχνε από την πόρτα μέσα στο καμίνι. Ο άλλος έφερνε τα γύρω δεμάτια κοντά στο πρώτο. Επειδή όμως ο πρώτος καιγόταν από τις φωτιές, κουραζόταν πολύ, διψούσε και πεινούσε, γινόταν εναλλαγή στο έργο τους. Μετά είκοσι τέσσερις ώρες τροφοδοσίας τελείωνε το έργο της ασβεστοποίησης και χρειαζόταν στη συνέχεια ένα ακόμα εικοσιτετράωρο, για να κρυώσει το καμίνι και για να αρχίσει το έργο της εκφόρτωσής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια ως καύσιμη ύλη χρησιμοποίησαν μόνο ξύλα (κουτούκια πεύκων) ή εκχυλισμένο ελαιοπυρήνα. Ο Γιάννης Σιμέλης (Σνάν’) είναι ο πρώτος στην Αγιάσο που χρησιμοποίησε μηχάνημα εκτόξευσης μέσα στο καμίνι εκχυλισμένου ελαιοπυρήνα.

Εκφόρτωση του καμινιού

Ειδοποιούνταν τέσσερις έως πέντε κιρατζήδες (αγωγιάτες), οι οποίοι με τα μουλάρια τους αναλάμβαναν τη μεταφορά του ασβέστη στο χωριό, μέσα σε τρίχινα τσουβάλια. Να σημειωθεί ότι κάθε αγωγιάτης έφερνε δυο ζεύγη τσουβάλια, ώστε το ένα ζεύγος να μένει στο καμίνι για γέμισμα, μέχρι που να επανέλθει ο ίδιος στο καμίνι, και τούτο για να μη χάνεται χρόνος.

Αν είχε βρεθεί προηγουμένως ο αγοραστής του ασβέστη, το προϊόν παραδινόταν κατευθείαν στην οικοδομή του. Αν όχι, αποθηκευόταν, συνήθως στα σπίτια, μέσα σε παλιά κιούπια, βαρέλια ή στέρνες και σκεπαζόταν αεροστεγώς για να μη λιώσει, μέχρι που να πουληθεί. Πάντως φρόντιζαν – και τους συνέφερε αυτό – να έχουν βρει προηγουμένως τον πελάτη. Αποθήκευση συνήθως γινόταν όταν έκλεινε ο καιρός, για να έχουν κάποιο στοκ το χειμώνα, που κατά κανόνα απόφευγαν το κάψιμο του καμινιού, εκτός βέβαια αν υπήρχε και την εποχή αυτή αγοραστικό ενδιαφέρον.

Δυσκολίες του επαγγέλματος

Το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν επίπονο και σκληρό. Το παραγόμενο είδος φτωχό, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Οι κόποι, τα ξενύχτια δεν έφερναν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η ζήτηση ήταν μικρή, πολλές φορές τελείως ανύπαρκτη, γιατί εξαρτιόταν από την οικονομική ευρωστία του κάθε ενδιαφερόμενου. Η γενική οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε αισιοδοξία και δεν έκανε τον καθένα να ασχοληθεί με το επάγγελμα αυτό. Όσοι βρέθηκαν επαγγελματίες ασβεστοποιοί πάλεψαν σκληρά. Πολλοί εγκατέλειψαν το επάγγελμα και στράφηκαν σε άλλες εργασίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και η νέα τεχνική. Η χρησιμοποίηση του τσιμέντου έδρασε σε βάρος της χρήσης του ασβέστη. Έτσι από 15 και πλέον επαγγελματίες ασβεστοποιούς στο τέλος έμειναν ουσιαστικά δυο, ο Ιωάννης Σιμέλης (Σνάν’), που συνέχισε το επάγγελμα ως το τέλος της ζωής του και ο Γρηγόριος Ευστρατίου Κουδουνέλης, που το 1964 μετανάστευσε στη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι τα έτη 1935-1936 οι ασβεστοποιοί Αγιάσου, για να αποφύγουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, συνέστησαν την «Εταιρεία Ασβεστοποιών Αγιάσου» η οποία λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια διαλύθηκε λόγω ασυμφωνίας των εταίρων της.

Δεν πρέπει να ξεχαστούν και οι σύζυγοι των ασβεστοποιών, που στα σπίτια τους πουλούσαν λιανικώς ασβέστη και έβγαζαν το σχετικό χαρτζιλίκι τους. Γι’ αυτό και το χωριό ήταν πάντα πεντακάθαρο και κάτασπρο, γιατί υπήρχε και σχετική αστυνομική διάταξη γι’ αυτό.

Άδεια ασβεστοποίησης

Πρέπει να σημειωθεί ότι για να καεί κάθε καμίνι χρειαζόταν προηγουμένως σχετική άδεια του Δασαρχείου Μυτιλήνης. Έπρεπε να πληρωθεί πρώτα ο φόρος, που ήταν ανάλογος με τη χωρητικότητα του καμινιού, και για το σκοπό αυτό ερχόταν επιτόπου ο δασικός υπάλληλος και μετρούσε στο καμίνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι φτωχοί αυτοί βιοπαλαιστές πήγαιναν για το σκοπό αυτό στη Μυτιλήνη με τα πόδια. Αν δεν έβγαζαν άδεια και αν τους ανακάλυπταν, επιβαλλόταν βαρύ πρόστιμο και το καμίνι δεν έφτανε για την πληρωμή του.

Τι γινόταν σε περίπτωση βροχής

Κατά κανόνα τα καμίνια ψήνονταν το καλοκαίρι, γιατί τότε χτίζονταν και τα γιαπιά και υπήρχε ζήτηση. Όταν καμιά φορά συνέβαινε να πέσει απότομη βροχή, γινόταν το εξής: Όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, γιατί η θερμοκρασία του ήταν υψηλή, περίπου 2.000 βαθμοί και το νερό της βροχής που έπεφτε γινόταν ατμός και τη νύφη την πλήρωναν οι ασβεστοποιοί που το τροφοδοτούσαν και που γίνονταν μουσκίδι. Όταν όμως είχε πια καεί το καμίνι και βρισκόταν στο στάδιο του εικοσιτετράωρου, για να κρυώσει, ο ασβεστοποιός, όπου κι αν βρισκόταν, μέρα ή νύχτα, έπρεπε να τρέξει στο καμίνι του και να το προστατέψει με κάθε τρόπο, για να αποφύγει την καταστροφή.

Η γιορτή των ασβεστοποιών

Το σινάφι των ασβεστοποιών Αγιάσου γιόρταζε τη γιορτή του στις 20 Ιουλίου, δηλαδή του Αϊ-Λια. Τη μέρα εκείνη ξεχνιούνταν οι κόποι και τα βάσανά τους και το έριχναν έξω. Στα καφενεία που σύχναζαν στρώνονταν τα τραπέζια με εκλεκτούς μεζέδες, με γιουβέτσια και με ποτά. Έτσι άρχιζαν πρώτα τα λιανοτράγουδα κι όταν έφταναν στο κέφι έστελναν και ειδοποιούσαν τα νταούλια και τα βιολιά. Και κατέφθαναν εκεί οι περίφημες κομπανίες της Αγιάσου. Το γλέντι αυτό κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Κορυφαίος στο επάγγελμα, αλλά και κορυφαίος στο γλέντι αυτό ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, ο οποίος δεν έχανε ποτέ τη γιορτή αυτή κι ας γκρίνιαζε η συμβία του Μαριγώ. Μια φορά κανείς γλεντάει τη φτώχεια του!

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΛ. ΚΟΥΔΟΥΝΕΛΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 84/1994

ΟΙ ΚΕΤΣΕΤΖΗΔΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Άλλοτε στην Αγιάσο υπήρχαν «πιλητές», κετσετζήδες. Η τέχνη τους , είχε πέραση, το προϊόν τους ήταν περιζήτητο σ’ όλο το νησί, ακόμα κι έξω απ’ αυτό. Το δούλευαν οι σαμαράδες, τότε που τα υποζύγια ήταν πολλά. Έντυναν μ’ αυτό τα σαμάρια. Στο πάνω μέρος, κάτω από το δέρμα, έβαζαν λεπτό κετσέ, ενώ στο κάτω, που ακουμπούσε στη ράχη και στα πλευρά, έβαζαν χοντρό, για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το δούλευαν οι καπιστράδες και το ’βαζαν στις μεσιές και στους «καπνουδέτες» (καπουλοδέτες). Το χρησιμοποιούσαν οι τσομπάνηδες, γιατί μ’ αυτό γίνονταν οι ασήκωτες αχειρίδωτες κουκουλάτες κάπες, τα «κιπινέτσια», που προστάτευαν από τις βροχές, τα χιόνια και τις παγωνιές. Επίσης το χρησιμοποιούσαν κάποτε κάποτε κι οι νοικοκυρές σαν καρπέτα. Οι μανάδες το έβαζαν στις κούνιες…

Τα κετσετζήδικα ήταν στο Σταυρί. Φαίνεται πως θα λειτουργούσαν από πολύ παλιά. Οι γεροντότεροι θυμούνται δυο απ’ αυτά. Ίσως να μη χρειάζονται και περισσότερα. Το ένα το είχε ο Πάνος Κτενάς (Χτένα), που έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του Περικλή – κοντά στην Καμάρα, από δεξιά, καθώς αρχίζει ο κατήφορος της Πατωμένης. Ένα διάστημα στον ίδιο χώρο ο Πάνος Κτενάς είχε εστιατόριο -καφενείο, ασκούσε άλλο επάγγελμα. Τώρα είναι ερείπιο. Το άλλο το είχε ο Προκοπής Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς), κάτω από το κέντρο Φαμάκα, προτού φτάσουμε στα σκαλιά. Και τούτο από καιρό έπαψε να λειτουργεί.

Εκτός από τον Πάνο Κτενά και τον Προκόπη Χατζηκομνηνό, υπήρχαν κι άλλοι που δούλεψαν στα κετσετζήδικα. Απ’ αυτούς αναφέρουμε το Στρατή Κτενά, το Χριστόφα Χατζηκομνηνό, το Γρηγόρη Γεωργίου Συναδινό (Βαρού), που διακρίθηκε κι ως ερασιτέχνης του Αναγνωστηρίου, τον Ηλία Χριστόφα Σιάχο, τον Παναγιώτη Νικολάου Νουλέλη (Ρουδιά), ο οποίος μετά, για ένα διάστημα, άνοιξε δικό του εργαστήρι στην Αθήνα, τον Ευάγγελο Ντογραματζή (Φουνιά), το Στρατή Δούκα Γριμανέλη, το μακαρίτη Προκόπη Σαβέλη (Πατάτα) και τα παιδιά του και κυρίως τον Αναστάση που είναι στην Αυστραλία. Επειδή ήταν περιορισμένος ο αριθμός τους, δεν είχαν σινάφι, όπως άλλοι επαγγελματίες. Ήταν ίσως προσκολλημένοι στους τσερβουλάδες – καπιστράδες, που είχαν προστάτη τον Άγιο Σπυρίδωνα και γιόρταζαν στις 12 Δεκεμβρίου.

ketsetzides
Το δοξάρι κι οι δουλευτές του. Διακρίνονται από αριστερά ο Γρηγόρης Συναδινός (Βαρού) κι ο Ηλίας Σιάχος.
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)

Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν τ’ αρνόμαλλα. Τ’ αγόραζαν από τους τσομπάνηδες, αλλά κι από τους βυρσοδέψες, τους ταμπάκηδες. Τα ταμπάκικα ή ταμπακόμαλλα τα προτιμούσαν, γιατί ήταν περασμένα από ασβεστερές και ξαίνονταν πιο εύκολα, αλλά και γιατί ήταν πιο φτηνά. Αν δεν επαρκούσαν τα «εγχώρια», αγόραζαν κι από άλλα χωριά του νησιού, αλλά κι από αλλού. Σε μικρές ποσότητες χρησιμοποιούσαν και γουρουνότριχες, για να σφίγγει ο κετσές, να «ψήνεται», όπως έλεγαν.

Η επεξεργασία άρχιζε από το «στοίβασμα». Έτσι λεγόταν η ξάνση, το «λανάρισμα» των μαλλιών. Αυτή γινόταν μ’ ένα καμπυλωτό πλατανίτικο δοξάρι, στο οποίο ήταν προσαρμοσμένη μια γερή χορδή, η «κόρδα», όπως την έλεγαν. Έβαζαν μπροστά τα μαλλιά, χτυπούσαν μ’ έναν κόπανο τη χορδή κι αυτή τα πετούσε στην άκρη και τα έξαινε.

Τα ξασμένα μαλλιά, στη συνέχεια, τα άπλωναν σε μια ψάθα, που ήταν φτιαγμένη από καλάμια και καζίλι. Είχε διαστάσεις ίσαμε 10 μέτρα μήκος και 4 μέτρα φάρδος. Το πρώτο αυτό στρώμα το έβρεχαν με λιωμένο σαπούνι, το «ψχουρντίζαν», για να πετύχει η συγκόλληση. Μετά έκαναν ρολό την ψάθα και την πατούσαν με τα πόδια, για να καθίσουν τα μαλλιά (κλότσμα). Στη συνέχεια την άνοιγαν, έβαζαν δεύτερη πάτωση, έριχναν σαπούνι, την έκαναν πάλι ρολό, όπως και πριν. Αυτή η δουλειά συνεχιζόταν, ώσπου να δέσει καλά το μαλλί. Μετά γινόταν το στάφνισμα, το κόψιμο σε μικρότερα κομμάτια, το άπλωμά τους σε τσόλια, το βρέξιμό τους με ζεστό σαπουνόνερο και το νέο «κλότσμα». Αυτό ήταν και το τελευταίο στάδιο. Ο κετσές μετά πια ήταν έτοιμος.

Οι Αγιασώτες κετσετζήδες κάλυπταν τις ανάγκες όχι μόνο του χωριού τους, αλλά κι άλλων χωριών. Στη Μυτιλήνη μάλιστα είχαν κάτι σαν πρατήριο του προϊόντος τους. Πήγαιναν και στα χωριά, στη Γέρα, στο Πλωμάρι, ακόμα και στη διπλανή Χίο. Σήμερα δεν υπάρχουν πια κετσετζήδικα. Γίνεται εισαγωγή κετσέδων απ’ αλλού. Όσοι εργάστηκαν σ’ αυτή την τέχνη αναγκάστηκαν να την παρατήσουν, ν’ αναζητήσουν άλλο βιοποριστικό επάγγελμα…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 27/1985

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΑΛΛΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Υστερα από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας στην Αγιάσο, τα υφαντά και οι κρεβατές αραίωσαν αισθητά. Μια μια εξαφανίστηκαν οι υφάντρες, που μείνανε πια μόνο ανάμνηση παλιά. Τώρα ζωντανεύουν στη φαντασία -όπως καλή ώρα – όσων φέρνουν και ρίχνουν προς τα κει το μυαλό. Άλλοτε, ως το 1922, υπήρχαν αρκετές υφάντρες και τα περισσότερα σπίτια, τουλάχιστον όσα είχαν κορίτσια, είχανε τον αργαλειό τους, που ακουγόταν στη γειτονιά από τις αυλές, τις ξαυλές και τ’ αξάτα ο ρυθμικός κρότος του.

Σε ορισμένες γειτονιές, στο δρόμο, μπορούσες να δεις στην Αγιάσο τις γυναίκες που «διάζονταν» το πανί και «παραμάτιζαν», μετρώντας κι ανοίγοντας το στημόνι στα μασούρια και τα καρφιά που στήριζαν -μπήγανε στον τοίχο. Μπορούσες να δεις ακόμη, ανεβαίνοντας στο Σταυρί και στην Πουτζαλιά, να κάνουν το ίδιο με το «καζίλι» οι «μουτάφηδες», που έφτιαναν διάδρομους, βελέντζες και τσόλια, χοντρά πανιά στον όρθιο αργαλειό τους. Οι κρεβατές – αργαλειοί των σπιτιών ήτανε οριζόντιες. Παλαιότερα, το 19ο αιώνα, που γνώρισε άνθηση οικονομική η Λέσβος, στο σημείο του σπιτικού αργαλειού η Αγιάσος, όπως και στην υφαντική και σ’ όλες τις βιοτεχνίες, παρουσίασε μεγάλη ακμή. Από την άνθηση του είδους αυτού της λαϊκής τέχνης, σήμερα θυμούνται μόνο όσοι έχουν διαβάσει το γνωστό (;) ποίημα – με το συμβολισμό του χρόνου, της προσδοκίας και της δουλειάς – του Αργύρη Εφταλιώτη, τον «αργαλειό» …

Γι’ αυτό και οι «φασιές», οι ποικιλίες των υφασμένων ρούχων – πανιών στην κρεβατή, ηχούν παράξενα και μόνο αμυδρή εικόνα είναι δυνατόν να δώσουν, έτσι άχρωμες και ξεθωριασμένες που παρουσιάζονται εδώ και που φυσικά, επιδέχονται, σηκώνουν και περιμένουν συμπλήρωμα. Καταλαβαίνετε πως η αφθονία και η τυποποίησή τους προϋποθέτει εξασκημένες, ειδικές υφάντρες που υπήρχαν ασφαλώς και ξεχώριζαν στο όνομα και στη δουλειά τους. Δυστυχώς δεν έχουμε παρά να προσφέρουμε ονομαστικά, αχνά και μόνο, τις φασιές. Μακάρι αξιότεροι να παραθέσουν και τα χρωματιστά σχέδιά τους – έστω μουσειακά, για να τους ευγνωμονούμε.

Αλατζάς, αστραπή, αρφανό.
Δαχτ’λιά, διουρέλ’, δίμ’του.
Ιλ’γουδέκατου (λ’γουδέκατου), ιμταρέλ’.
Θύρα.
Ζαχαρέλ’.
Καφασέλ’ (καφασουτό), κιναρουτό, κουλουτσθόπ’τα (με κίτρινη φασιά), καρύδα.
Λιαλιάτσ’, λουκούμ’, λ’γουδέκατου (πιο πάνω).
Μαντανέλ’, μαλαντάν, μανταμαδιώτ’κου (ξεσηκωμένο ίσως από το Μανταμάδο), μανταμαδιουτέλ’, μουνουγουφέλ’ (γέρνει από τη μια μεριά), μουνόθυρου (με μια πόρτα…), μουνότριγιου, μουνότιριου.
Ξέρασμα, ξιρασματέλ’.
Πιν’ταρέλ’.
Σαραντάρ’, Σουπγιρούδα (πλατύ σχέδιο σουπιέρας), σταυρέλ’, σταφύλ’, στουρέλ’.
Τ’πλίκ του μάτ’, ταμπακέρα, τσουχόφ, τριγιουδέλ’, τούβλου.
Χ’νόματου (σχέδιο μάτι χήνας), χαγιαλιά.
Ψαθέλ’, φειριαρέλ’ (ο χρωματισμός του θυμίζει…).
 

Από τις φασιές – πατήματα: η χ’νόματ’ είναι δύσκολη και σύνθετη. Ακόμη πιο πολύ δύσκολη και σύνθετη είναι η φασιά σουπιέρα παραμάτς. Για δείγμα παραθέτω ένα δυο απλούστερες: Τσουχόφ: ακριγιανό ζιρβό, ακριγιανό διξιό, μισιό ζιρβό, διξιό μισιό, δυο ακριγιανά. Δίμ’του: ακριγιανό διξιό, ακριγιανό ζιρβό, μισιό διξιό, ζιρβό μισιό. Σταυρέλ’: ακριγιανό μ’ ακριγιανό, μισιό μι μισιό. Μουνόθυρου: μια μι μια.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983