ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους, ένας από τους μύστες της θεατρικής παιδείας, ένας από τους ακάματους εργάτες της προκοπής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου υπήρξε κι ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Συνεχιστής, αλλά κι ανανεωτής μιας μακρόχρονης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1905, όταν ακόμα η Λέσβος στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή, κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1974. Ήταν παιδί του κτηματία Χρύσανθου Χατζηπαναγιώτη από δεύτερο γάμο με τη Μαρία Γυμνάγου. Ετεροθαλή αδέρφια του ήταν η Δέσποινα, σύζυγος Πολυδώρου Αναστασέλη και μητέρα του γνωστού λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, ο Μιχαήλ κι ο Παναγιώτης. Ο Χριστόφας είχε την ατυχία να ορφανέψει σε μικρή ηλικία και από τον πατέρα του και από τη μητέρα του. Η ορφάνια αυτή, όπως ήταν φυσικό, άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτή θα πρέπει ίσως να αναγάγουμε τις διάφορες φοβίες του, να αποδώσουμε την ανασφάλεια που κυριαρχούσε μέσα του, την έλλειψη προσωπικού θάρρους, τα προβλήματα που είχε με τον εαυτό του, την εσωστρέφειά του, τις κάποιες έμμονες ιδέες του. Σε μια ηλικία κρίσιμη, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής, ο Χριστόφας γνώρισε τη στέρηση και τον αβάσταχτο πόνο της.

Όταν τέλειωσε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε με έξοδα του Καλαγανείου Κληροδοτήματος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στην οποία είχαν φοιτήσει πριν απ’ αυτόν κι αρκετοί άλλοι συμπατριώτες του. Κατατάχτηκε στους μαθητές της, μαζί με το συμμαθητή του Ιωάννη Χατζηνικολάου, το Σεπτέμβριο του 1921 κι αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1926. Εδώ του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικά και παιδαγωγικά από εκλεκτούς επιστήμονες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Δυοβουνιώτη, το Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, τον Αμίλκα Αλιβιζάτο, το Σπυρίδωνα Καλλιάφα κι άλλους. Έλαβε το με αριθμό 390/19-6-1926 διδασκαλικό πτυχίο, το οποίο του άνοιγε το δρόμο για τη δημοτική εκπαίδευση. Ο νεαρός Ριζαρείτης ήταν σε θέση, με τα ξεχωριστά του προσόντα, με την άρτιά του κατάρτιση, με τη μουσική του παιδεία, να υπηρετήσει σωστά κι ευσυνείδητα τον τόπο του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)
Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)

Το 1927 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πήρε απολυτήριο από το 22° Σύνταγμα Πεζικού της Ταξιαρχίας Αρχιπελάγους. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, διορίστηκε δάσκαλος στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων Μανταμάδου. Την εποχή αυτή επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Ιωάννης Καπερνάρος. Στο Μανταμάδο ο νεαρός Ριζαρείτης υπηρέτησε μέχρι το 1933 κι άφησε εποχή. Οι Μανταμαδιώτες, άνθρωποι προοδευτικοί και πνευματώδεις, εκτίμησαν τα προσόντα του και τις ικανότητές του και τον βοήθησαν στο έργο του. Ο «αναγνωστηριακός» δάσκαλος δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί μόνο στα διδακτικά του καθήκοντα. Η αγάπη του για τη σκηνή βρήκε διέξοδο σε θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες μάλιστα πήραν μέρος και γυναίκες, πράγμα που αποτελούσε νεοτερισμό κι ερχόταν σ’ αντίθεση με τα ήθη της εποχής. Το 1932 σκηνοθέτησε το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Σκλάβα», το οποίο παρουσίασε ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων «η Ομόνοια» Μανταδάμου.

Το Νοέμβριο του 1933 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης μετατέθηκε στο Β’ μεικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο Αγιάσου και σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1964, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα οι προϋποθέσεις για δραστηριότητες ήταν ασυγκρίτως καλύτερες, το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο. Εδώ ρίζωσε, εδώ βρήκε την οικογενειακή θαλπωρή που στερήθηκε, όταν ακόμα ήταν παιδί. Συμπαραστάτης του από το 1928 η πιστή σύζυγός του Πηνελόπη, με την οποία απόχτησε πέντε γιους, το Μένανδρο, το Στρατή, τον Παναγιώτη, το Βασίλη και το Χρύσανθο, από τους οποίους οι τρεις ακολούθησαν, όπως κι ο ίδιος, το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης επιβολής. Διακρινόταν ανάμεσα στους συναδέλφους της εποχής του, χάρη στα πνευματικά χαρίσματα και στις παιδαγωγικές του δεξιότητες. Οι γνώσεις του ήταν πλατιές, οι ιδέες του προοδευτικές, οι κρίσεις του ξάστερες, η αγάπη του για το παιδί ανεξάντλητη. Η διδασκαλία του ζέσταινε τις τρυφερές νεανικές ψυχές κι η μαγεύτρα αφηγηματική του ικανότητα, η βαριά επιβλητική φωνή του, που με δυσκολία και κρυφά μπορέσαμε να μαγνητοφωνήσουμε όταν ζούσε, ξέκλεβε το μυαλό και το έφερνε κοντά στις πηγές της γνώσης και της παιδείας. Λαύριζε μέσα του ο πόθος της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας της νεολαίας. Η υπερβολική του ευσυνειδησία τον έκανε να θεωρεί δικό του θέμα την κάθε μαθητική περίπτωση. Ήταν φίλος της τάξης και της πειθαρχίας, ήταν η προσωποποίηση του ενδιαφέροντος για το παιδί. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του ήταν ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό. Στο Χατζηπαναγιώτη, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να μάθεις γράμματα. Πολλοί χρωστάμε σ’ αυτόν τις βάσεις, όλοι τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Πολλές φορές εξοργιζόταν – ήταν από τη φύση του ένας νευρικός δάσκαλος – στενοχωριόταν αφάνταστα, άμα συναντούσε την αμέλεια, την απροσεξία, την πνευματική νωθρότητα. Η νευρικότητα βέβαια ζημιώνει το διδακτικό έργο, αλλά δεν είναι εύκολο μπαίνοντας κανείς στο σχολείο να αφήνει έξω τις προσωπικές του αδυναμίες και τα ελαττώματά του. Η αυστηρότητα του Χατζηπαναγιώτη – το όνομά του μπορούσε να λειτουργήσει στα παιδιά και σαν φόβητρο – ήταν γαλβανισμένη με παιδαγωγικό έρωτα. Ας μην ξεχνούμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή αυταρχικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή δασκαλοκεντρική, σε μια εποχή που είχαν θεοποιηθεί ξεπερασμένες σήμερα παιδαγωγικές θεωρίες και μοντέλα. Ας μην ξεχνούμε ακόμα πως το κακό ξεκινούσε από ψηλά, από το Υπουργείο Παιδείας, από τις κεντρικές υπηρεσίες, από τους προϊστάμενους, γενικά από τη δομή και τους μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι τυποποιημένος, να δουλεύει σαν ρομπότ, να εκτελεί απαρέγκλιτα κάθε διαταγή, να τρέμει κάθε ανώτερό του. Το καλούπωμα αυτό για ορισμένους ήταν εύκολο, για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν βασανιστικό, ψυχοκτόνο.

Όταν κάποτε ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου, προϊστάμενος με αυταρχικές ιδέες κι αστυνομική νοοτροπία, βρήκε στην Αγιάσο αξύριστους και χωρίς γραβάτα το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και τον επίσης μακαρίτη δάσκαλο Παναγιώτη Τσόκαρο, έκρινε σωστό να ζητήσει έγγραφη απολογία και να κυκλοφορήσει εγκύκλιο, στην οποία γινόταν λόγος για το θανάσιμο έγκλημά τους. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από ιδιοσυγκρασία φοβόταν υπερβολικά τους επιθεωρητές, όπως φοβόταν και τις ευθύνες. Το 1963, όταν ήρθε έγγραφο να αναλάβει τη διεύθυνση, αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας στον επιθεωρητή: «Θέλεις να ακολουθήσεις στην κηδεία μου, κάνε με διευθυντή». Από όλους τους προϊστάμενους εκείνος που μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά τον ψυχικό κόσμο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου Ιωάννης Τουρνάς. «Όταν θέλεις να έρθω στην τάξη σου, Χριστόφα, θα έρθω όχι για να σε επιθεωρήσω, αλλά για να απολαύσω τη διδασκαλία σου», του έλεγε κάθε φορά. Ήταν ο προϊστάμενος που εκτιμούσε στο πρόσωπο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη τον άνθρωπο, όχι μόνο τον υπάλληλο κι υφιστάμενο. Ως δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης άφησε στην Αγιάσο εποχή. Της παιδαγωγικής του παρουσίας τα χνάρια μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη όλων όσοι διατελέσανε μαθητές του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης δεν περιορίστηκε μονάχα στα πλαίσια του σχολείου, στα διδακτικά του καθήκοντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες, το πάθος του για το θέατρο κι η διάθεσή του για προσφορά τον έφεραν από νωρίς στο Αναγνωστήριο, στο πνευματοκαλλιτεχνικό κέντρο της Αγιάσου, το οποίο από τα τέλη του περασμένου αιώνα ακτινοβολεί στο χώρο της Λέσβου, αλλά και στο πανελλήνιο. Η ζωή του σ’ ένα στενό περιβάλλον θα ήταν ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. Θα έσβηνε σιγά σιγά μέσα στις βιοτικές μέριμνες, μέσα στην καταθλιπτική μόνωση, μέσα στην πνευματική απραγμοσύνη και στον εφησυχασμό. Το Αναγνωστήριο στάθηκε για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη σωτήριο λιμάνι, όπως και για τόσους άλλους Αγιασώτες, και συγχρόνως ανοιχτό πεδίο δράσης και πραγματώσεων. Χωρίς το Αναγνωστήριο ο δάσκαλος θα ήταν άοπλος κι ανίσχυρος στο δύσβατο δρόμο των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, χωρίς το δάσκαλο το Αναγνωστήριο θα καθυστερούσε αισθητά στον τομέα της θεατρικής παράδοσης και της σκηνοθεσίας.

Untitled-14
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» από τον «Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου» το 1932, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται από αριστερά: Αμαλία Στρατηγού, Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου, Παναγιώτης Δόγκας, Ειρήνη Τσέγκου, Κλεονίκη Τσέγκου, Δημήτριος Μουτζουρέλης, Χριστόφας Μούχαλος, Αντώνιος Αναστασέλης, Δημήτριος Τσέγκος, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, Παναγιώτης Τσόκαρος, Βασίλειος Στρατηγός και Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

Από παιδί ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης παρακολουθούσε τη θεατρική ερασιτεχνική κίνηση της Αγιάσου, η οποία είχε αρχίσει, σύμφωνα με συγκεκριμένες πληροφορίες, από τον περασμένο αιώνα. Το 1915, ενώ ήταν ακόμα δεκάχρονο παιδί, τόλμησε ν’ ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή, την οποία από τότε αγάπησε κι υπηρέτησε με πάθος. Έπαιξε στο πολύ γνωστό την εποχή εκείνη έργο του Κ. Πέρβελη «Γιαννούλα», στο οποίο είχε λάβει μέρος κι ο επίσης μακαρίτης Στρατής Ιωσηφέλης, ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη του ερασιτεχνικού θεάτρου της Μυτιλήνης. Η μεγάλη του αγάπη για τη σκηνική τέχνη τον έφερνε συχνά στο κατάστημα του φανοποιού Μιλτιάδη Μιχ. Σουσαμλή, του γνωστού με το παρωνύμιο Χρόνης, μέσα στο Χάνι της εκκλησίας της Παναγίας, όπου γίνονταν συζητήσεις πάνω σε θέματα θεάτρου και καταστρώνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιλτιάδης Σουσαμλής ήταν ένας άνθρωπος του λαού με έντονη καλλιτεχνική διάθεση, ένας ασπούδαχτος ηθοποιός, ένας λάτρης του θεάτρου. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1941, του αποδόθηκαν κατά την ημέρα της κηδείας από το Αναγνωστήριο τιμές μεγάλου ευεργέτη, εκφωνήθηκε επικήδειος από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, κι αργότερα, το 1953, ανακηρύχτηκε μεγάλος ευεργέτης του σωματείου.

Το πυρετικό ενδιαφέρον του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη για το Αναγνωστήριο, η αυτοκατάρτισή του σε θέματα θεάτρου κι η ασυνήθιστη δραστηριότητά του δεν άργησαν να εκτιμηθούν. Το 1923 απονεμήθηκε από το Αναγνωστήριο σ’ αυτόν και σ’ άλλους ο τίτλος του ερασιτέχνη, επειδή δίδαξαν ερασιτεχνικά και προς όφελος του σωματείου τα έργα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Γκόλφω» και «Η Σκλάβα». Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στην οποία πρωτοεμφανίστηκαν γυναίκες. Από το 1925 πήρε το προβάδισμα κι ανάλαβε τη σκηνοθετική φροντίδα των ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως κι άλλοι κατά καιρούς ασχολήθηκαν με τη σκηνοθεσία. Από τους παλαιούς αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, ο οποίος σκηνοθέτησε πολλά έργα και συνεργάστηκε στενά με το Αναγνωστήριο και με το «Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1925 ως παράρτημα του πρώτου.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης έδωσε όλο του το είναι στην υπόθεση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Με συνεχείς προσπάθειες κατόρθωσε να ανυψώσει τη σκηνοθεσία και να εξασφαλίσει λαμπρές παραστάσεις. Παρακολουθούσε τη θεατρική κίνηση, το ρεπερτόριο της εποχής, έβρισκε τους ικανούς συνεργάτες, διάκρινε τους ταλαντούχους ερασιτέχνες, έκανε διανομή των ρόλων, έτσι που να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, άρχιζε εξαντλητικές πρόβες κι έδινε στον τόπο του, παρ’ όλο που στην αρχή τα μέσα ήταν πολύ φτωχά και περιορισμένα, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού κι εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και κατόρθωνε πάντοτε να ασκεί επίδραση στους μαθητευόμενους ηθοποιούς – ερασιτέχνες, να επιβάλλει την πειθαρχία, να διεγείρει το φιλότιμο και να εκμεταλλεύεται με καταπληκτική μαεστρία την καλλιτεχνική δυνατότητα όλων. Είχε τον τρόπο να γεννά τον έρωτα για το θέατρο και στους άλλους, να δονεί τις ευαίσθητες χορδές τους, να θέτει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικής του παρουσίας. Ήταν άνθρωπος συνεργάσιμος, σεβόταν τις απόψεις των άλλων, παραδεχόταν τα σφάλματά του. Πολλές φορές είχε εκρήξεις θυμού, φουρτούνιαζε, διαβολοέστελνε, αλλά η έξαψη διαρκούσε λίγο, για να δώσει τη σειρά της στη γαλήνη και στη φιλικότητα.

Προπολεμικά ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης σκηνοθέτησε αρκετά έργα, που τα ανέβασε στη σκηνή το Αναγνωστήριο κι ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1926 ως παράρτημα του πρώτου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μόνο εκείνα, για τα οποία έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τον ίδιο ή από άλλες πηγές: 1) Franz Grillparzer «Το στοιχειό του πύργου» (1929), Τίμου Μωραϊτίνη «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν», Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ» (1931), Αλεξάνδρου Bisson «Η Άγνωστος» (1931), Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» (1932), Σπύρου Μελά «Το χαλασμένο σπίτι» (1936), Baudoin Daubigny «Οι δύο λοχίαι» (1937), «Ανησυχίαι πενθερού» (1937).

Στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα, οι δύσκολες καταστάσεις στάθηκαν πραγματική τροχοπέδη στη δράση του Αναγνωστηρίου. Ύστερα από 52 χρόνια έμελλε το σωματείο να διαλυθεί σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 183/1946) και να περιέλθει η περιουσία του για διαφύλαξη, όπως όριζε το Καταστατικό, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέχρις ότου ήθελε ιδρυθεί νέο σωματείο με τον ίδιο σκοπό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1952, με εγκριτική απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 305), το Αναγνωστήριο επανιδρύθηκε, για να συνεχίσει την πολύπλευρη δράση του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, της πείνας, της δυστυχίας, του κατατρεγμού, των πολιτικών παθών και της τρομοκρατίας, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οικογενειάρχης δάσκαλος, ο γνήσιος δημοκράτης, ο πολέμιος του φασισμού – έμειναν ιστορικοί οι καβγάδες του με τον αχώριστο φίλο και συγγενή του, αλλά θαυμαστή των Γερμανών Ευστράτιο Χριστοφαρή ή Καμπά – υπόφερε πάρα πολύ. Είχε οργανωθεί, όπως και τόσοι άλλοι Αγιασώτες, στο ΕΑΜ. Είχε μάλιστα κάνει κι ομιλίες, πράγμα που το χρησιμοποιούσαν αργότερα κακόβουλοι παράγοντες. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκδήλωσης της 25ης Μαρτίου 1944, η οποία είχε ερεθίσει σε μεγάλο βαθμό τους Γερμανούς. Στα χρόνια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι έκρυβε όπλα, γι’ αυτό και τον έδειραν στην Αστυνομία. Σωστά ειπώθηκε πως «έβαλαν χέρι στην αγία τράπεζα». Ήταν η πράξη αυτή μια πικρή μετακατοχική εμπειρία ενός αγαθού ανθρώπου, ενός αγνού ‘Ελληνα.

Με την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου άρχισε μια νέα εποχή, χαράχτηκε ένας νέος δρόμος πνευματοκαλλιτεχνικών πραγματώσεων. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης και σκηνοθέτησε πάρα πολλά έργα, Ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Συνεργάστηκε στενά με πολλά δυναμικά στελέχη και ιδιαίτερα με τον εκλεκτό συμπαραστάτη του Πάνο Πράτσο, άξιο πρόεδρο του ιδρύματος, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. «Εναν τέτοιο θερμουργό ονειρεύτηκα και αμέσως από την πρώτη στιγμή γινήκαμε αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες», μου έγραψε στην από 28 Σεπτεμβρίου 1971 επιστολή του, όταν του είχα ζητήσει πληροφορίες για το ερασιτεχικό θέατρο Αγιάσου.

Το είδος, στο οποίο η συνεργασία του τιμώμενου με τον Πάνο Πράτσο απόδωσε περισσότερο, είναι η οπερέτα. Χάρη στη μουσική κατάρτιση του Πάνου Πράτσου, στις σκηνοθετικές προσπάθειες του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και στην καλλιτεχνική συμμετοχή του κεραμιστή-ζωγράφου Χαράλαμπου Πανταζή, καθώς κι άλλων στελεχών, το Αναγνωστήριο μπόρεσε να παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία μουσικά κι άλλα έργα και να αποσπάσει ευμενέστατα σχόλια. Η παρουσίαση οπερετών από έναν ερασιτεχνικό όμιλο αποτελεί πραγματικό άθλο.

Όλα τα έργα που σκηνοθετήθηκαν από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου μας είναι γνωστά. Άφθονες πληροφορίες υπάρχουν στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, στα προγράμματα, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κι αλλού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο εκείνα τα έργα στα οποία εργάστηκε ως σκηνοθέτης, μόνος του ή με άλλους, όπως τον Πάνο Πράτσο ή το Γιάννη Αλεντά, από το 1954 μέχρι το 1972: Δημητρίου Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» (1954), Νικολάου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (1954), Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» (1933, 1954 και 1965), Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955,1956 και 1967), καθώς επίσης και «Η τύχη της Μαρούλας» (1956), Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1957), Στρατή Αναστασέλη «Ζαμπνιές» (1957), σε συνεργασία με το Χριστόφα Κανιμά, Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού» (1958), Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα» (1960), Αθηνάς Σημηριώτη – Γ. Πομόνη «Θαλασσινές αγάπες» (1961), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1962, 1963), καθώς επίσης και «Το κορίτσι της γειτονιάς» (1963), Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» (1964), Αλέκου Σακελλάριου – Χρίστου Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1966), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Η γυναίκα του δρόμου» (1970), Παντελή Χορν «Το φιντανάκι» (1972), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (1972) και Γεωργίου Μουτζουρέλη «Ο ανάποδος που έγινε αρνί» (1972).

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η συμβολή του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αγιάσου. Μόνο όσοι έχουν πείρα πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι ικανοί να ακριβοζυγίσουν τους κόπους και τις θυσίες του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης πρωτοστάτησε ακόμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Το 1935, όταν πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο φιλόλογος Ηλίας Κουφέλης, οργάνωσε στην Καφενταρία μαζί με άλλους στις 25 Δεκεμβρίου «Μουσικοφιλολογική Βραδιά», η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στο πρόγραμμα της παραπάνω εκδήλωσης αναγράφονται, εκτός των άλλων, είκοσι οχτώ μέλη της Χορωδίας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Το επόμενο έτος, στις 25 Δεκεμβρίου 1936, πρωτοστάτησε πάλι με τη Χορωδία σε μουσικοφιλολογική βραδιά, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στην Καφενταρία. Λίγο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 1937, κατάρτισε τμήμα εκκλησιαστικής Χορωδίας, η οποία έψαλλε στην εκκλησία μόνο κατά τις επίσημες εορτές. Το 1939 έλαβε μέρος και σ’ άλλη αξιόλογη μουσικοφιλολογική βραδιά, η οποία οργανώθηκε για να τιμηθούν ο τότε μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου κι άλλοι επίσημοι. Ακόμα θα πρέπει να σημειώσουμε πως διατέλεσε γενικός γραμματέας του Αναγνωστηρίου για πρώτη φορά το 1935, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κι αργότερα σ’ όλα τα διοικητικά συμβούλια για δώδεκα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1962 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1974, και σύμβουλος από 8 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι που πέθανε.

Η δράση του και η συμβολή του στην ανύψωση του Αναγνωστηρίου εκτιμήθηκαν πάρα πολύ απ’ όλους και ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό και από τους ανθρώπους των γραμμάτων. Από το 1937 ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο ιστορικός της Αγιάσου, τον συγκαταριθμεί ανάμεσα σ’ εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο για το σωματείο. Το προηγούμενο έτος μάλιστα είχε εκτιμηθεί η μέχρι τότε προσφορά του και ανακηρύχτηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου. Το 1974 το τότε Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Πάνος Πράτσος, προέπεμψε με κάθε τιμή τον εκλεκτό εταίρο στην αιώνια κατοικία του. Στις 24 Ιουλίου 1977 το ίδρυμα, οργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο για να τιμήσει παλαιούς αναγνωστηριακούς, έκρινε σκόπιμο να εξάρει την προσωπικότητα του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη με ομιλητή τον επίτιμο δικηγόρο Γιάννη Γιαννάκη. Μαρτυρίες τιμής αποτελούν και τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς για τον αείμνηστο δάσκαλο στα διάφορα λεσβιακά έντυπα.

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)
Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)

Όλοι θυμούνται το φανατικό τοπικιστή, που δεν άλλαζε το χωριό του με τίποτε, που γι’ αυτό θυσίασε κάθε πιθανή προσωπική εξέλιξη και πρόοδο. Τον πακτωλό της καλοσύνης, της αγαθότητας, της τιμιότητας και της αρετής, τον άνθρωπο που ήταν αδύνατο να βλάψει ή να κακολογήσει συνάνθρωπο, έστω κι αν ήταν εχθρός του. Τον αφιλοχρήματο και αφιλοκερδή, που πληρωνόταν για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με την ηθική ικανοποίηση. Τον εραστή της απλότητας των τρόπων, της συμπεριφοράς και της εμφάνισης, που προτιμούσε σαν άλλος κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης το τσαλακωμένο και λιγδιασμένο ρούχο και το παλιό και λιωμένο παπούτσι, που αντιπαθούσε τους επιδειξίες, τους ανθρώπους της θεαματικής προβολής. Τον αναζητητή του περιθωρίου και της σκιάς, τον άνθρωπο που απόφευγε τη δημοσιότητα, τις φωτογραφήσεις, τις ηχογραφήσεις, που δεν μπόρεσε σ’ όλη του τη ζωή να κατανικήσει τη μεγάλη μετριοφροσύνη του. Τον ευσυνείδητο δουλευτή, που έπρεπε να φέρει σε πέρας την εργασία που είχε αναλάβει από δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από παρακίνηση άλλων. Το φίλο του λαού, που μπορούσε να κάνει παρέα μ’ όλους, ακόμα και μ’ αυτούς, που οι περισσότεροι τους περιφρονούσαν και τους απόφευγαν. Τον πρόθυμο συντρέχτη κάθε αδύνατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε πονεμένου. Τον καλλιτέχνη που μεταστοιχείωνε τον ελεύθερο χρόνο του σε πολύτιμη προσφορά στον τόπο του, που διεύρυνε τους ορίζοντες της θεατρικής παιδείας των συγχωριανών του. Το μάγο αφηγητή, το γνώστη της παλαιάς Αγιάσου, της ιστορίας, των θρύλων και των παραδόσεών της, το ευρετήριο του αμίμητου θείου του Ξενοφώντα Σουσαμλή (Ξινόφ’), του οποίου τα ανέκδοτα δεν έπαψαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ίσαμε τις μέρες μας. Τον αξιοπρεπή που δεν ανεχόταν ταπεινώσεις, τον ειλικρινή που έπρεπε να του φερθείς τίμια, να του μιλήσεις με λόγια σταράτα. Τον οργίλο, που θύμωνε και ξεθύμωνε γρήγορα, για να γίνει άκακο αρνί, πράο ανθρωπάκι. Το χαμηλόθωρο, σκυφτό περιπατητή της Αγιάσου, που μοίραζε το χρόνο του στην οικογένειά του, στο σχολείο, όσο υπηρετούσε, στο Αναγνωστήριο και γιατί όχι και στο καφενείο του Στρατή Πληγωνιάτη για κανένα ουζάκι, που τον έφερνε στο κέφι, έλυνε τη γλώσσα του και του άνοιγε διεξόδους, για να ξεχνά κάποια βασανιστικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Τον άνθρωπο της χαράς και της παρέας, τον εύθυμο, τον ομιλητικό, το θυμόσοφο, το ξενύχτη, αν το καλούσε η περίσταση. Τον αποδεκτό απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, Αγιασώτη, αυτόν που τίμησε την προσωνυμία «δάσκαλος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΠΥΡΟΥ

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1864. Ήταν παιδί ευκατάστατης οικογένειας, του κτηματία Χατζησπύρου Χατζηδημητριού και της Ρήγαινας Δ. Ντομάνη, συγγενούς του γνωστού μουσικοδιδάσκαλου Γεωργίου του Λεσβίου. Είχε τέσσερα αδέρφια, το Θεοφάνη (1854-1918), τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από την πρώτη σύζυγό του Αικατερίνη Παναγιώτη Βαμβουρέλη, τον Παναγιώτη, ο οποίος τραυματίστηκε βαριά σε κτήμα, στην περιφέρεια Απέσος, και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1906, την Αφροδίτη (1865-1937), η οποία παντρεύτηκε τον Ασωματιανό κτηματία Λεωνίδα Γεωργίου Σαμοθρακή, και την Ευαγγελούδα (1877-1916), η οποία παντρεύτηκε τον Αγιασώτη έμπορο Δημήτριο Ευστρατίου Πράτσο (Βράτσου, Μπράτσου).

Ο πατέρας του Χατζησπύρος Χατζηδημητρίου, υιοθετημένο παιδί του Χατζηδημητρίου Φρατζέλη, πέθανε πλήρης ημερών τον Ιούνιο του 1912. Υπήρξε κοινοτικός παράγοντας επί πολλά χρόνια (δημογέροντας, έφορος σχολείων, επιθεωρητής εφορείας σχολείων, εξελεγκτής). Ήταν άνθρωπος με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, αλλά με μεγάλη έφεση για τα γράμματα, την οποία κληροδότησε και στο γιο του. «Αυτός ο ζήλος, γράφει ο Γεώργιος Βαλέτας, τον έκανε να σπουδάσει με κάθε τρόπο το γιο του στην Αθήνα και στη Γερμανία και να τον αναδείξει σπουδαίο φιλόλογο και γυμνασιάρχη της Μυτιλήνης (1899)» Ήταν ένας ζηλωτής του έργου του Βενιαμίν του Λεσβίου. Σ’ αυτόν οφείλονται και δυο χειρόγραφα -αντίγραφα έργων του Βενιαμίν του Λεσβίου, τα οποία φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. (Α. Στοιχεία Μεταφυσικής, συνταχθέντα παρά Βενιαμήν (sic) του Λεσβίου, αντιγραφέντα δε παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου, κατά το έτος 1892. Β. Στοιχεία Ηθικής (sic), συνταχθέντα παρά του σοφού Βενιαμήν (sic) εκ Πλωμαρίου της Λέσβου, αντιγραφέντα δε κατά το έτος 1896 παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου εξ Αγιάσου).

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου λειτουργούσαν Δημοτικό Σχολείο Αρρένων, Δημοτικό Σχολείο Θηλέων, που λεγόταν και Παρθεναγωγείο, Ελληνικό Σχολείο Αρρένων και από το 1885 Ημιγυμνάσιο Αρρένων, με μια τάξη το πρώτο έτος και από το 1886 με δυο τάξεις, από το οποίο μπορούσε κανείς να πάει στις δυο ανώτερες τάξεις του τετρατάξιου Γυμνασίου Μυτιλήνης και να πάρει Απολυτήριο.

80_1994_xatzispiroy1
Προσωπογραφία Δημητρίου Χατζησπύρου, φιλοτεχνημένη στο Μόναχο από το γνωστό ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο

Το 1890, σε ηλικία 26 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παρέχει το «Βαθμολόγιον 1885-1901» του Γυμνασίου της Μυτιλήνης, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Μυτιλήνης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου έλαβε Απολυτήριο Δ’ τάξης. Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Μυτιλήνης ήταν τότε ο Γρηγόριος Βερναρδάκης, διαπρεπής κλασικός φιλόλογος, μετέπειτα καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου. Το ίδιο έτος έλαβε Απολυτήριο και ο επίσης Αγιασώτης Χριστόφας Αντωνίου Καρατζάς (1870-1947), ο μετέπειτα φαρμακοποιός της Μυτιλήνης, αδερφός του λαμπρού θεολόγου Ευστρατίου Καρατζά (1867-1907).

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, προτού αρχίσει πανεπιστημιακές σπουδές, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, χρημάτισε ελληνοδιδάσκαλος στην ιδιαίτερη του πατρίδα. Εργάστηκε με νεανικό ενθουσιασμό για την πρόοδο των μαθητών του. Δεν περιοριζόταν μόνο στη μετάδοση ξερών γνώσεων, αλλά στόχευε παράλληλα και στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, διδάσκοντας με θάρρος, παρά τις τουρκικές δεσμεύσεις, την ένδοξη ιστορία της φυλής, όπως προκύπτει από περιστατικά, τα οποία μου διηγήθηκαν Αγιασώτες που τον γνώρισαν, αλλά και από την όλη του δράση. Διδάσκαλόν μας είχομεν ήρωα Χατζησπύρον, αδιακόπως ενεργών, καλώς τον σπόρον σπείρων… έλεγε σ’ ένα στιχοπλόκημά του ο μαθητής του Πολύδωρος Αντωνίου Αναστασέλης (1876-1947), ο πατέρας του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη.

Η λήψη του Απολυτηρίου από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης το 1890 απετέλεσε την αφετηρία για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο μητρώο των φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου και κατατάχτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, όπως φαίνεται από το οικείο Πιστοποιητικό, το οποίο υπογράφουν ο τότε πρύτανης Γεώργιος Μιστριώτης, καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και φανατικός υπέρμαχος της καθαρεύουσας, και ο γραμματέας Αριστομένης Προβελέγγιος, ο γνωστός Σιφνιός ποιητής. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, όπως προκύπτει από το με αριθμό 792/19 Σεπτεμβρίου 1891 Αποφοιτήριο, το οποίο υπογράφουν ο πρύτανης Παύλος Ιωάννου, καθηγητής της εγχειρητικής, και ο πρώην κοσμήτορας Γεώργιος Χατζιδάκης, ο γνωστός γλωσσολόγος.

Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου θέλησε να συμπληρώσει τις σπουδές του σε ξένα πανεπιστήμια, όπως έκαναν και άλλοι Έλληνες. Προτίμησε, κατά τη συνήθεια της εποχής, να μεταβεί στη Γερμανία. «Τώρα, έγραφε το 1869 αρθρογράφος του ελληνικού περιοδικού του Παρισιού «Μυρία Οσα», οι πλείστοι λαμβάνουσι τον δρόμον της Γερμανίας, φρονιμώτατα ούτω ποιούντες, διότι εκεί και αι διασκεδάσεις είναι ολιγώτεραι και η διδασκαλία υγιεστέρα και αι δαπάναι μικρότεροι». Αυτό το αυστηρό κλίμα ταίριαζε περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Δημητρίου Χατζησπύρου και άφησε έντονα την επίδρασή του επάνω της.

Μετά το πέρας των σπουδών του στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, ήρθε στη Γερμανία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το Νοέμβριο του 1891. Στην πόλη αυτή της Θουριγγίας έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1892, δηλαδή δύο εξάμηνα (χειμερινό εξάμηνο 1891/1892 και θερινό εξάμηνο 1892). Στο Πανεπιστήμιο αυτό είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να παρακολουθήσει ενδιαφέροντα μαθήματα, που δίδασκαν διαπρεπείς καθηγητές, όπως ο φιλόλογος και ιστορικός Heinrich Gelzer, ο γλωσσολόγος Berthold Delbruck, πατέρας και ιδρυτής της συγκριτικής σύνταξης των ιαπετικών ή ινδογερμανικών γλωσσών, ο λατινιστής Georg Goetz και άλλοι, που αναγράφονται στην τρίτη σελίδα του αποδεικτικού σπουδών.

80_1994_xatzispiroy2
Πιστοποιητικό εγγραφής του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Ιένας (13 Νοεμβρίου 1891)

Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στη Λειψία, στο μεγάλο αυτό πνευματικό κέντρο της Γερμανίας, και φοίτησε στο φημισμένο Πανεπιστήμιό της, όπως φαίνεται από το Πιστοποιητικό εγγραφής, το οποίο υπογράφει ο γνωστός φιλόλογος Justus Hermannus Lipsius (1834-1920), με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1892. Είχε την ευκαιρία και εδώ να παρακολουθήσει μέχρι 25 Απριλίου 1893 λαμπρούς καθηγητές, το Lipsius, που προαναφέραμε, το γλωσσολόγο Karl Brugmann και το λατινιστή Otto Ribbeck, του οποίου το σημαντικό έργο «Geschichte der Romischen Dichtung» (Ιστορία της Ρωμαϊκής Ποίησης) μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον πανεπιστημιακό Σπυρίδωνα Κ. Σακελλαρόπουλο και εκδόθηκε στη σειρά της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης.

Στις 10 Μαΐου 1893 ο Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο Koniglich Bayerische Friedrich-Alexanders-Universitat της Ερλάγγης, όπου παρακολούθησε μαθήματα επί δύο εξάμηνα, θερινό του 1893 και χειμερινό 1893/1894, και είχε καθηγητές τον κλασικό φιλόλογο Iwan Muller, ο οποίος το 1893 ήρθε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, το Falckenberg, το Romer, το Suchs και τον Pohlmann, οι οποίοι αναγράφονται στο Πιστοποιητικό, το οποίο έχει ημερομηνία 13 Μαρτίου 1894.

Στη συνέχεια, μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Ερλάγγης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στο Μόναχο και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο στις 23 Απριλίου του 1894. Πόσο διάρκεσαν οι σπουδές του στο Πανεπιστήμιο αυτό δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, γιατί δε βρήκα το Πιστοποιητικό σπουδών. Πάντως στην πόλη αυτή, την οποία αγάπησε ιδιαίτερα, έμεινε μέχρι το 1896, αλλά την επισκέφτηκε και αργότερα και διέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα (1902-1907), όπως προκύπτει από τις σωζόμενες επιστολές του, αλλά και από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του (ονοματογράφηση, τοποχρονολογίες) σε βιβλία του, τα οποία σήμερα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. Για τελευταία, ίσως, φορά επισκέφτηκε τη Γερμανία το 1920, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει το με αριθμό 1847 από Μυτιλήνη/18 Νοεμβρίου 1919 Διαβατήριό του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Μόναχο υπήρχε από παλαιά ανθηρή ελληνική παροικία και Ελληνικός Σύλλογος και ότι σπούδαζαν πολλοί Έλληνες, από τους οποίους ορισμένοι διακρίθηκαν αργότερα στα γράμματα, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην πολιτική και αλλού, όπως ο Ιωάννης Βαλαωρίτης, ο Νικόλαος Δόσιος, ο Αναστάσιος Μάλτος, ο Λέσβιος ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Γεώργιος Σωτηριάδης, ο Χρίστος Τσούντας, ο Δημήτριος Φίλιος και άλλοι. Εδώ έδρασε και ο Γερμανός (Βαυαρός) φιλόλογος και ιδρυτής της Βυζαντινολογίας Karl Krumbacher (1856-1909), ο οποίος μάλιστα σε επιστημονικό ταξίδι του στην Ελλάδα και στην Τουρκία, από τον Οκτώβριο του 1884 έως το Μάιο του 1885, επισκέφτηκε και τη Λέσβο και μας έδωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο «Griechische Reise» (Ελληνικό ταξίδι), που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1886.

Ο Krumbacher κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο και στη Λειψία επιζήτησε και συνδέθηκε με προσωπική γνωριμία και φιλία με πολλούς Έλληνες φοιτητές. Από αυτούς ζητούσε και μάθαινε λεπτομέρειες της νεότερης ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και λαογραφίας. Αργότερα, όπως φαίνεται, συνδέθηκε και με το Δημήτριο Χατζησπύρου. Από αυτόν, καθώς και από το Γεώργιο Ιακωβίδη, τον οποίο προαναφέραμε, ζητούσε πληροφορίες για τη λεσβιακή διάλεκτο. Αυτό προκύπτει από μια εργασία του γλωσσολόγου και λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη για το «Έποικα», το αγιασώτικο ποίκα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Byzantinische Zeitschrift» IX (1900), σσ. 658-663) και αναδημοσιεύτηκε αργότερα σε βιβλίο του. Στη μελέτη αυτή ο Γιάννης Ψυχάρης αξιοποιεί τις πληροφορίες που έδωσαν στον Krumbacher ο Δημήτριος Χατζησπύρου και ο Γεώργιος Ιακωβίδης.

Στο Μόναχο είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να γνωριστεί με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Εδώ γνώρισε και το ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο, ο οποίος μάλιστα του φιλοτέχνησε την προσωπογραφία, η οποία περιήλθε στον ανεψιό και βαφτιστικό του Πάνο Πράτσο και σήμερα βρίσκεται στο Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου.

Στη Γερμανία ο Δημήτριος Χατζησπύρου, παράλληλα με τις σπουδές του, είναι πιθανόν και να εργάστηκε. Στη διαθήκη του πατέρα του Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 29 Σεπτεμβρίου 1906, αναγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κληροδοτούνται και σ’ αυτόν και δικαιολογείται η διαφορά που παρουσιάζουν, συγκρινόμενα προς τα αντίστοιχα των άλλων κληρονόμων. «Ικανοποιεί και τούτον, καθότι και δια τας σπουδάς του επί έτη εν Γερμανία ως φιλολόγου, εν μέρει συνέδραμε και συνετέλεσε», δηλαδή ο διαθέτης πατέρας του.

Η μακρόχρονη παραμονή στη Γερμανία επέτρεψε στο Δημήτριο Χατζησπύρου να λάβει άρτια φιλολογική μόρφωση και παράλληλα να δεχτεί επιδράσεις από τα τότε ιδεολογικά ρεύματα. Οι σπουδές του ήταν συστηματικές και μπορούσαν να του ανοίξουν το δρόμο για κατάληψη σημαντικών θέσεων.

Το 1899, λίγο προτού ανατείλει ο εικοστός αιώνας, ο Δημήτριος Χατζησπύρου κατέλαβε την επίζηλη θέση του Γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Μυτιλήνης, του ανώτατου εκείνη την εποχή εκπαιδευτηρίου της Λέσβου, την οποία τίμησαν από το 1840, έτος ίδρυσης, λόγιοι άνδρες, ο Νικόλαος Αργυριάδης, ο Γεώργιος Αριστείδης ή Πάππης, ο Χριστόφας Λαίλιος και οι μετέπειτα πανεπιστημιακοί Γρηγόριος Βερναρδάκης και Πέτρος Παπαγεωργίου. Η γυμνασιαρχία του στάθηκε σύντομη (1899-1900). «Ανεξάρτητος οικονομικά, γράφει ο Παναγιώτης Σαμάρας, μετά το 1900 αποσύρθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου και έζησε ως τα τελευταία του».

Συνεργάτες του στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης είχε ο Δημήτριος Χατζησπύρου το Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη, μετέπειτα καθηγητή της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ακαδημαϊκό, τον Ιωάννη Ολύμπιο, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε Γυμνασιάρχης, το Στυλιανό Δ. Μεταξά, το Μιχαήλ I. Μιχαηλίδη, τον Ιγνάτιο Ευστρατιάδη, το Δ. Δημητριάδη και το Δ. Γκίκα. Στους παραπάνω καθηγητές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Αγιασώτη θεολόγο Ευστράτιο Αντωνίου Καρατζά, ο οποίος για λόγους υγείας αποσύρθηκε το 1902.

Επί γυμνασιαρχίας του Δημητρίου Χατζησπύρου στεγάστηκε σε νέο κτίριο το Παρθεναγωγείο της Μυτιλήνης, το οποίο διοικητικά υπαγόταν, όπως και όλα τα κατώτερα σχολεία, στο Γυμνάσιο. Για τα εγκαίνιά του και για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ζαφειρίου Βουρνάζου, που έγιναν το Σεπτέμβριο του 1899, μας δίνει πληροφορίες σε ανταπόκρισή του σε εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ο καθηγητής Μ.Ι. Μιχαλίδης, ο γνωστός βιογράφος του Δημητρίου Βερναρδάκη, τον οποίο προαναφέραμε.

Η γυμνασιαρχία του Δημητρίου Χατζησπύρου ήταν σύντομη και δεν έδωσε περιθώρια ευρύτερου προγραμματισμού και πλούσιας δράσης, όπως συνέβη με άλλους. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, ο Χατζησπύρου ήταν άνθρωπος σοβαρός, αγέλαστος, εσωστρεφής, απλός στους τρόπους, απερηφάνευτος, εχθρός κάθε εθιμοτυπίας, πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Ο modus vivendi που ακολουθούσε φαίνεται ότι παρεξηγήθηκε και αποτέλεσε σημείο τριβής με την Εφορεία των Σχολείων της πρωτεύουσας. Η μυτιληναϊκή αριστοκρατία είχε απαιτήσεις από το Γυμνασιάρχη. Έπρεπε να κινείται με άμαξα, να γευματίζει σε πολυτελή εστιατόρια, να πίνει τον ερατεινό του με πρόσωπα σημαίνοντα, να εμφανίζεται σε δεξιώσεις, να διατηρεί το «κύρος» του. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως απόφευγε τις πολλές επιδείξεις. Προτιμούσε το Αγιασώτικο Μετόχι στη Μυτιλήνη και τους απλοϊκούς θαμώνες του. Δε θεωρούσε κακό να ανοίξει το «μεσάλι» του και να γευματίσει κοντά τους. Ήταν φιλάργυρος, «σφιχτός» για τον εαυτό του, λιτοδίαιτος, όπως και πολλοί από αυτούς που διακρίθηκαν ως ευεργέτες.

Η γυμνασιαρχία του, παρ’ όλο που ήταν σύντομη, ενθάρρυνε τους Αγιασώτες γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Κατά τη διάρκειά της οι Αγιασώτες μαθητές ήταν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνολικά έντεκα.

Το Δημήτριο Χατζησπύρου τον διαδέχτηκε ο φιλόλογος Σπυρίδων Μωραΐτης και αυτόν μετά από υπηρεσία επίσης ενός σχολικού έτους ο Ιωάννης Ολύμπιος (1901-1907). Πρέπει να έφυγε πικραμένος και απογοητευμένος. Διέξοδο βρήκε και πάλι στο Μόναχο, όπου έμεινε πέντε χρόνια, από το 1902-1907, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω.

Από τότε που επέστρεψε στη Λέσβο ως το θάνατό του, ο Δημήτριος Χατζησπύρου δραστηριοποιήθηκε σε πολλούς τομείς. Απερίσπαστος από οικογενειακές φροντίδες, εργάστηκε για την προκοπή του τόπου και διαπότισε το περιβάλλον της μικρής κοινωνίας της γενέτειράς του Αγιάσου. Υπήρξε κατηχητής του λαού, πολίτης φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών, ικανός κοινοτάρχης, δραστήριο στέλεχος διαφόρων σωματείων, πολιτιστικών, αγροτικών, πολιτικών, ευσυνείδητος δάσκαλος, έφορος των σχολείων, επίτροπος του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, χαρισματικός ρήτορας, εργάτης της κοινωνικής πρόνοιας, αγνός οραματιστής. Άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον τόπο που αγάπησε. Οι παλαιοί Αγιασώτες μέχρι σήμερα αναφέρουν περιστατικά από τη ζωή του και τον μνημονεύουν με σεβασμό, με πολλή εκτίμηση. Ο λόγιος και ανθρωπιστής Δημήτριος Χατζησπύρου με τις πράξεις του άνοιξε το μακρύ δρόμο της μνήμης.

Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)
Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)

Στις 8 Νοεμβρίου 1912 οι Λέσβιοι υποδέχτηκαν με παραλήρημα χαράς τα ελληνικά στρατιωτικά αγήματα. Την επόμενη μέρα Επιτροπή Προκρίτων της Αγιάσου κατέβηκε στη Μυτιλήνη και εξέφρασε τη βαθιά ευγνωμοσύνη των κατοίκων προς τη Στρατιωτική Διοίκηση. Λίγο αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζανετής, ο οποίος είχε διοριστεί προσωρινά από τη Στρατιωτική Διοίκηση Μυτιλήνης αστυνόμος Αγιάσου και ο δάσκαλος Ευστράτιος Κολαξιζέλης, συγκάλεσαν τους συμπολίτες των στην Αγορά και τους ενημέρωσαν για τις ενέργειες των Τούρκων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να διεκδικούν τα ελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς επίσης και για τους διπλωματικούς χειρισμούς και τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Συντάχτηκε ψήφισμα, με το οποίο οι Αγιασώτες διαδήλωναν τη θέλησή τους για την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Την ίδια μέρα έγινε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία προς τιμήν του αξιωματικού Σκοπελίτη και των 55 πεζοναυτών, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αγιάσο από την προηγούμενη. Κατά τη δοξολογία «ωμίλησεν ευφραδέστατα ο τέως γυμνασιάρχης Μυτιλήνης κ. Δ. Χ”Σπύρος και ο αστυνόμος Αγιάσου κ. Ε. Τζαννετής», γράφει σε ανταπόκρισή του στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» ο Αγιασώτης δημοσιογράφος Αλκιβιάδης Μαριγλής. Την επόμενη μέρα, στις 3 Δεκεμβρίου 1912, έγινε επίδοση του ψηφίσματος στη Στρατιωτική Διοίκηση και στα Προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μυτιλήνη. «Υπερχίλιοι Αγιασώτες, γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, με την ελληνική σημαία και με τις μουσικές έκαμνον ενθουσιαστικές παρελάσεις εις τους δρόμους της Μυτιλήνης και την Αγοράν ψάλλοντες τον Εθνικόν ύμνον, το «Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι» και άλλα άσματα πατριωτικά, και φωνάζοντες το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος». Ενώθηκαν με αυτούς και πάρα πολλοί Μυτιληναίοι και όσοι ήσαν εκείνη την ημέρα από τα χωριά, και έτσι το συλλαλητήριο των Αγιασωτών δια την ενσωμάτωσιν της Λέσβου εις το σώμα της Ελλάδος πήρε παλλεσβιακήν μορφήν».

 Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ο Δημήτριος Χατζησπύρου έκρινε προσφορότερη την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ζητούσε να ταχθεί η Ελλάδα με το μέρος των Αγγλογάλλων. Αντίθετα το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε «Λαϊκό», ήταν φορέας της πολιτικής της ουδετερότητας και των αντισυμμαχικών τάσεων. Η παραταξιοποίηση σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς ήταν έκδηλη και στη Λέσβο. Στην Αγιάσο μάλιστα, καθώς γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, «ο ιατρός Ευστράτιος Δούκαρος που σπούδασε στη Γαλλία εξεδηλώθη ως φανατικός αντιβενιζελικός και ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρος που σπούδασε στη Γερμανία εξεδηλώθη ως φανατικός βενιζελικός».

Στις 29 Μαρτίου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» γιόρτασε τη 10η επέτειο της ίδρυσής του. Ο Πρόεδρός του Δημήτριος Χατζησπύρου, στο τέλος της λογοδοσίας του, « προυκάλεσε πάντας όπως ζητωκραυγάσωσιν υπέρ του δαφνοστεφούς Βασιλέως, ευχόμενος όπως νέαι δάφναι και νέα τρόπαια εξάρωσιν έτι μάλλον την αίγλην του θρόνου Αυτού. Ο κ. Πρόεδρος προυκάλεσε κατόπιν τους παρεστώτας όπως ζητωκραυγάσωσιν και υπέρ Εκείνου, όστις έδωκεν ημίν το φως της ελευθερίας δια της μεγαλουργού αυτού δράσεως, ευχηθείς όπως ταχέως και πάλιν αναλάβη εις τας στιβαράς αυτού χείρας τας ηνίας του κράτους επ’ αγαθώ της πατρίδος. Και εν ζήτω ο Βενιζέλος εκάλυψε τας τελευταίας λέξεις του Προέδρου».

Στις 3 Μαΐου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» ανακήρυξε σε επίσημη συνεδρίαση ως υποψήφιο βουλευτή τον επανεκλεγέντα πρόεδρο του Δημήτριο Χατζησπύρου. Ηταν οι πρώτες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος Λέσβιοι ως ελεύθεροι Έλληνες πολίτες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παραιτημένος αυτή την εποχή από την κυβέρνηση, επισκέφτηκε και τη Λέσβο. Ήρθε μάλιστα και στην Αγιάσο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές και τον αποθέωσαν. Υπήρχαν δύο συνδυασμοί που εκπροσωπούσαν τη Λέσβο, τη Σαμοθράκη και τον Αγιο Ευστράτιο: 1) Ο Συνδυασμός Φιλελευθέρων Λέσβου. 2) Άλλος Βενιζελικός Συνδυασμός. Σ’ αυτόν ανήκε ο Αγιασώτης δικηγόρος, που προαναφέραμε, Ευστράτιος Τζανετής. 3) Βενιζελικοί υποψήφιοι εκτός συνδυασμού. Αυτοί ήταν τρεις, ο δικηγόρος και δημοσιογράφος Νικόλαος Παρίτσης, ο γιατρός Ορέστης Κυπριανός και ο Δημήτριος Χατζησπύρου.

Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο – οι εκλογές έγιναν στις 31 Μαΐου 1915 – και ο Δημήτριος Χατζησπύρου ακολουθεί την ενωτική γραμμή του Συνδυασμού των Φιλελευθέρων Λέσβου, η οποία φαίνεται στην Προκήρυξή τους της 14ης Μαΐου 1915. «Συμπατριώται, αποδοθείσης, θεία συνάρσει, μετά μακραίωνα δουλείαν δια των ευκλεών άθλων του Εθνικού Στρατού και Στόλου και δια της διπλωματικής περινοίας του εξόχου εκ Κρήτης πολιτευτού, της ελευθερίας εις την ημετέραν Λέσβον υπαχθείσαν ούτως υπό το σκήπτρον του ενδόξου και πολυφιλήτου ημών Άνακτος, του Στρατηλάτου Κωνσταντίνου IB’, εγκαινιάζομεν επί χρυσαίς ελπίσι τον πρώτον παρ’ ημίν εκλογικόν αγώνα, εν εποχή μεγάλων ιστορικών γεγονότων και μεταπλάσεων». Λίγο αργότερα οι Έλληνες θα διχαστούν, θα αλληλομισηθούν και θα οδηγήσουν την πατρίδα τους σε περιπέτειες και συμφορές. Η βουλευτική προκήρυξη του Δημητρίου Χατζησπύρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σάλπιγξ», διευθυντής, ιδιοκτήτης και υπεύθυνος της οποίας ήταν ο επίσης υποψήφιος βουλευτής, δικηγόρος Νικόλαος Κ. Παρίτσης, τον οποίο προαναφέραμε.

Συμπολίται.
Κατερχόμενος εις τον εκλογικόν αγώνα ως υποψήφιος βουλευτής, λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω προς τους εκλογείς συμπολίτας μου ότι τασσόμενος υπό την σημαίαν των Φιλελευθέρων και την ηγεσίαν του εκ Κρήτης μεγαλοφυούς πολιτικού ανδρός, θέλω αγωνισθή, όση μοι δύναμις, πιστός εις τας αρχάς του κόμματος, έχων ως πρόγραμμά μου το πρόγραμμα του φιλελευθέρου κόμματος. Όσον δε αφορά τα τοπικά συμφέροντα, θέλω προσπαθήσει, όση μοι δύναμις, υπέρ θεραπείας των κακώς εχόντων και ενισχύσεως των τοπικών συμφερόντων είτε ταύτα την γεωργίαν αποβλέπουσι και το εμπόριον και την βιομηχανίαν είτε τας περί την συγκοινωνίαν και την δημοσίαν ασφάλειαν ελλείψεις είτε τους λοιπούς εν γένει κλάδους. Υπό τοιαύτας αρχάς και τοιούτον πρόγραμμα εκτιθέμενοι, θέλομεν αγωνισθή παρά το πλευρόν των Φιλελευθέρων μέχρις εσχάτων, εάν μας τιμήση η ψήφος των συμπολιτών μας.

Ο υποψήφιος Βουλευτής Δ. Χατζησπύρου Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ευτύχησε να μπει στο ελληνικό κοινοβούλιο. Εξακολούθησε όμως να συμμετέχει στα κοινά και να αγωνίζεται για τα συμφέροντα του τόπου του, από διάφορες άλλες επάλξεις και γραμμές.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ήταν μόνο διανοούμενος. Ήταν και άνθρωπος της δράσης και των πραγματώσεων, Από πολύ νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα τοπικά προβλήματα και εργάστηκε για τη λύση τους ως δημότης, ως μέλος σωματείων, ως πολιτικός παράγοντας, ως κοινοτάρχης. Προτεραιότητα είχαν η εκπαίδευση, η κοινωνική πρόνοια, το προσφυγικό, η οδοποιία, η ύδρευση, η καθαριότητα. Παραλείποντας πολλά, θα αρκεστούμε σε δύο μονάχα χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Το 1921, όταν Πρόεδρος της τότε Κοινότητας ήταν ο γιατρός Παναγιώτης Σκλεπάρης, επιτροπή από την Αγιάσο επέδωσε στο Γενικό Διοικητή Λέσβου Αντώνιο Σπηλιωτόπουλο αίτηση των κατοίκων για την κατασκευή διακλάδωσης της αμαξιτής οδού Μυτιλήνης-Αγιάσου, η οποία θα άρχιζε από τις εξαντλητικές για τους μετακινούμενους επιβάτες στροφές και θα οδηγούσε συντομότερα και κατευθείαν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και στην Αγορά. Την αίτηση αυτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της Μυτιλήνης, την οποία διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας, «μόνον 6 άτομα εξ όσων εδόθη αύτη προς υπογραφήν ηρνήθησαν να υπογράψωσι, και τούτο διότι τα άτομα ταύτα έχουν ακίνητα επί της παλαιάς οδού και φοβούνται ότι δια της προτεινομένης διαρρυθμίσεως θα χάσωσι ταύτα μέρος της αξίας των». Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, και ο Δημήτριος Χατζησπύρου, του οποίου το σπίτι ήταν στη συνοικία Καμπούδι, ήταν αρχικά αντίθετος με την κατασκευή του κάτω δρόμου, του δρόμου της Περασιάς. Ήρθε μάλιστα σε ρήξη με το συνεργάτη και φίλο του Στέφανο Βρανιάδη, ο οποίος είχε ακίνητα στην Καρυά. Αργότερα όμως κυριάρχησε ωριμότερη σκέψη και υποχώρησαν τα προσωπικά μπροστά στο κοινό συμφέρον. Ο δεύτερος αυτοκινητόδρομος κατασκευάστηκε το 1923, όταν Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάσου ήταν ο Δημήτριος Χατζησπύρου.

80_1994_xatzispiroy4
Η σφραγίδα του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου (1929)

Επί προεδρίας Δημητρίου Χατζησπύρου έγινε και ρύθμιση των χρεών της Κοινότητας προς το Νοσοκομείο. Ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης, σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 19 Ιουλίου του 1868, αφιέρωσε τρία ελαιοκτήματα στο Νοσοκομείο Αγιάσου, το οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί. «Θέλω, γράφει στη διαθήκη του ο μεγάλος ευεργέτης, ίνα πωληθώσι ταύτα παρά των επιτρόπων της παρούσης διαθήκης μου, των κάτωθεν αναφερομένων, εν ειλικρινεί συνειδήσει, και το ποσόν των χρημάτων χορηγηθή τοις Εφόροις του ανεγερθησομένου Νοσοκομείου και εναποτεθή εις τόκον παρ’ αυτοίς εν ασφαλέσι μέρεσι, όπως εκ του τόκου αυτών νοσηλεύωνται οι ασθενείς». Η Κοινότητα Αγιάσου είχε πωλήσει ένα μέρος της περιουσίας του ιεροδιακόνου Βασιλείου Μιχαηλίδη, η οποία ήταν αφιερωμένη στο Νοσοκομείο. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο οποίος από το 1910 ήταν Έφορος του Νοσοκομείου, για να εξοφλήσει το χρέος της Κοινότητας, παραχώρησε στο Νοσοκομείο το «παλαιό» λεγόμενο ελαιοτριβείο και το μισό Κήπο του Δημητρίου Γλεζέλη, τα οποία ήταν κτήματα της εκκλησίας, αλλά το 1919 παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα.

Το 1894, όταν ιδρύθηκε το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου βρισκόταν στο Μόναχο. Αργότερα όμως, όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, εργάστηκε φιλότιμα για την προαγωγή του σωματείου. Διετέλεσε Πρόεδρός του από 19 Σεπτεμβρίου 1912-18 Νοεμβρίου 1913, Αντιπρόεδρος από 12 Απριλίου 1917-21 Ιανουαρίου 1918 και από 20 Μαΐου 1921-10 Αυγούστου 1924. Σύμβουλος από 18 Νοεμβρίου 1913-12 Απριλίου 1917, καθώς επίσης και Έφορος. Το 1927, επί προεδρίας Πάνου Ευαγγελινού, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος του σωματείου, το 1928 ευεργέτης και το 1930 μεγάλος ευεργέτης αυτού.

Οταν ζούσε ακόμα ο Δημήτριος Χατζησπύρου, δώρισε στο Αναγνωστήριο αρκετά αξιόλογα βιβλία, αξίας πολλών χιλιάδων δραχμών, όπως αναφέρεται στη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1935, σε εποχή κομματικού φανατισμού και παθών. Τα βιβλία αυτά όφειλε η Εφορεία του Νοσοκομείου μαζί με τη Διαχειριστική Επιτροπή να τα πάρει πίσω, «καθόσον το σωματείον τούτο, επιλήσμον γενόμενον της αποστολής του, έπαυσε να εκπληροί τον προορισμόν του και συνεπώς εξέλιπε και ο σκοπός δια τον οποίον εδώρισε ταύτα εις αυτό, και ούτω η δωρεά του αύτη κατέστη νόμω ανακλητή και άκυρος, καθότι εξέλιπον αι προϋποθέσεις υφ’ ας εγένετο η δωρεά των βιβλίων του προς αυτό». Η ανάκληση αυτή ήταν αποτέλεσμα δυσαρέσκειας του δωρητή. Η πλούσια βιβλιοθήκη του περιελάμβανε κυρίως βιβλία σχετικά με την αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία, ελληνικά και ξενόγλωσσα, κυρίως γερμανικά (λεξικά, γραμματολογικά, στερεότυπες εκδόσεις, μεταφράσεις κ.ά.). Η βιβλιοθήκη αυτή κινδύνεψε από πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε από ανάφλεξη αναμμένης πυρήνας στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου, στο Καμπούδι, την πρωτοχρονιά του 1932. Πολλά βιβλία του διατηρούν ως σήμερα ίχνη αυτής της πυρκαγιάς, για την οποία μας δίνει πληροφορίες η τοπική εφημερίδα «Αγιάσος».

Τρία χρόνια μετά το θάνατο του, το 1938, το Διοικητικό Συμβούλιο του Αναγνωστηρίου ζήτησε με έγγραφό του από την Εφορεία του Νοσοκομείου και την Εκτελεστική Επιτροπή της Διαθήκης του Δημητρίου Χατζησπύρου την προσωρινή παραχώρηση και τοποθέτηση των βιβλίων του στην αίθουσα του σωματείου, μέχρις ότου ιδρυθεί και λειτουργήσει το νέο νοσοκομείο. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και έτσι παραχωρήθηκαν, με πρωτόκολλο που συντάχτηκε στις 5 Ιουνίου 1938, 452 συνολικά βιβλία, τα οποία σήμερα πια αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του Αναγνωστηρίου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στα βιβλία αυτά ήταν και χειρόγραφα-αντίγραφα των έργων του Βενιαμίν Λεσβίου, τα οποία ανήκαν στο Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω.

80_1994_xatzispiroy5
Δίπλωμα του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, με το οποίο αναγνωρίζει το Δημήτριο Χατζησπύρου ευεργέτη (5 Ιουνίου 1928)

Βιβλία του Δημητρίου Χατζησπύρου, εκτός από το Αναγνωστήριο, υπάρχουν και στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου Αγιάσου, στο δωμάτιο 3, τα οποία όμως δεν μπόρεσα να δω. Σύμφωνα με πληροφορία, αρκετά βιβλία της Βιβλιοθήκης του Χατζησπύρου υπήρχαν στο παλαιό ενιαίο Γυμνάσιο Αγιάσου. Σήμερα υπάρχουν μερικά στη Βιβλιοθήκη του Λυκείου Αγιάσου, στο οποίο περιήλθαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, μετά το διαχωρισμό των σχολείων σε Γυμνάσιο-Λύκειο.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου υπήρξε ανθρωπιστής, με την ευρύτερη σημασία του όρου. Κάτω από τον επίπαγο της αποκρουστικής για πολλούς σοβαρότητάς του κυλούσε ο πακτωλός της ευγένειας των αισθημάτων, της καλοσύνης, της φιλανθρωπίας. Εργάστηκε από πολύ νωρίς στον κοινωνικό τομέα. Πρωτοστάτησε σε πολλές προσπάθειες, που απέβλεπαν στο συνάνθρωπο που αναξιοπαθούσε. Πήρε μέρος σε εθνικοκοινωνικούς εράνους και πρόσφερε όχι μόνο υπηρεσίες, αλλά και αξιόλογα χρηματικά ποσά. Στόχος του να βοηθήσει τον άρρωστο, το γέρο, το φτωχό. Σε επιμνημόσυνο λόγο του, αναφερόμενος στους ευεργέτες και δωρητές του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, δίνει και το δικό του πιστεύω «Οι αοίδιμοι ούτοι άνδρες εφλέγοντο από ένα ιερόν πόθον πώς να έλθουν όσον το δυνατόν αποτελεσματικώτερον αρωγοί εις την πάσχουσαν τάξιν των απόρων. Και προς τον σκοπόν τούτον ηγωνίζοντο και εμόχθουν καθ’ όλον αυτών τον βίον, υποβαλλόμενοι αγογγύστως εις μεγάλους περιορισμούς, ήσκουν αυστηράν οικονομίαν, έζων βίον λιτότατον, εις εν και μόνον αποβλέποντες, πώς να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν περιουσίαν προωρισμένην διά την ίδρυσιν Νοσοκομείου, εις το οποίον να ευρίσκουν άσυλον και νοσηλείαν οι απόκληροι ούτοι. Ανελογίζοντο την οικτράν θέσιν εις την οποίαν επόμενον είναι να περιέλθη ένας άνθρωπος στερούμενος των πάντων, όταν πέση κλινήρης και δεν έχη τα μέσα να καλέση ιατρόν προς επίσκεψίν του, δεν έχη χρήματα δια να αγοράση τα αναγκαιούντα προς θεραπείαν του φάρμακα, δεν έχη άνθρωπον να τον παραστέκεται παρά την κλίνην, να του αλλάξη την πληγήν, να του επιδέση τα τραύματα, να του προσφέρη εν κύπελλον γάλακτος ή έστω και εν ποτήριον ύδατος, δια να δροσίση τα καιόμενα χείλη του».

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδεσε το όνομά του κυρίως με το Νοσοκομείο Αγιάσου ως Έφορος αυτού από το 1910 και αργότερα ως Αντιπρόεδρος της Εφορείας αυτού ως το 1935, έτος του θανάτου του. Δεν είναι βέβαια ο μόνος. Ο ίδιος στους επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνούσε κάθε χρόνο, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας, δοξολογούσε τους πρωτοπόρους ιδρυτές, ευεργέτες και αφιερωτές του Ιερού Νοσοκομείου, τους οποίους αξίζει και εμείς να μνημονεύσουμε.

Πρώτος συνέλαβε την ιδέα ίδρυσης Νοσοκομείου στην Αγιάσο ο γιατρός Μιχαήλος Χρυσαφουλιός. Αυτός σπούδασε τον περασμένο αιώνα στην Πίζα και άσκησε το επάγγελμά του στη Ρόδο, όπου και πέθανε. Προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, συνέταξε διαθήκη και όρισε όλη η περιουσία του να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση Νοσοκομείου στην Αγιάσο. Φοβούμενος μάλιστα μήπως κάποιοι αθετήσουν την τελευταία του θέληση, διατύπωσε στη διαθήκη του ένα φρικτό επιτίμιο, επικαλούμενος τις κατάρες των τριακοσίων δεκαοχτώ Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Δεύτερος μνημονεύεται ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης. Αυτός όρισε να εκποιηθεί η περιουσία του και να ανεγερθεί Νοσοκομείο στην Αγιάσο. Αν όμως οι συμπατριώτες του αμελούσαν, όριζε η περιουσία του να περιέλθει σε άλλο Νοσοκομείο.

Στη συνέχεια θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε τη θεία του Βασιλείου Μιχαηλίδη Χατζηρήγαινα Χ. Γεωργίου, το μοναχό Χατζηπαναγιώτη Μιχαηλίδη, τον Παναγιώτη Χατζηραβδέλη, την Ελένη Δ. Λιβάνου, τον Παναγιώτη Λίβανο, τον Παναγιώτη Βαλασόπουλο από τη Σπάρτη, σύζυγο της Βασιλικής Μιχαήλ Ασπρομάτη, τον Παναγιώτη Παπουτσή, το Δημήτριο Λιγέλη, το Σταύρο Νουλέλη, ο οποίος δώρισε το μεγάλο οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε το Νοσοκομείο, τον Παναγιώτη Χατζησαραντινού, τον Ευστράτιο Αλεντά και τον Παναγιώτη Σαπουναδέλη ή Σαπναδέλη (Τοκιστή). Ο τελευταίος, ενώ ζούσε ακόμα και υπήρχαν άμεσοι συγγενείς του, δώρισε το 1905 στο Νοσοκομείο το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο του.

Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, επειδή στο Νοσοκομείο της Αγιάσου λειτουργούσε μόνο λαϊκό ιατρείο και στο Νοσοκομείο της Μυτιλήνης από το 1898 δε γίνονταν δεκτοί οι φτωχοί Αγιασώτες άρρωστοι, αποφάσισε να χτίσει ένα μεγάλο νοσοκομείο, με διάφορα ιατρικά τμήματα. Η ιδέα αυτή δεν επικροτήθηκε από όλους. Ο εγκατεστημένος στη Μυτιλήνη λαμπρός Αγιασώτης γιατρός Ευστράτιος Δούκαρος τόνιζε πως δεν είναι δυνατή η επάνδρωση ενός νοσοκομείου στην Αγιάσο με γιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Συνιστούσε να παραμείνει το νοσοκομείο που υπήρχε, να λειτουργεί ως σταθμός πρώτων βοηθειών και να βρεθεί τρόπος να δέχεται και πάλι το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης τους Αγιασώτες ασθενείς που ήταν άποροι. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως δεν έδωσε σημασία στις υποδείξεις αυτές, αλλά έθεσε το 1926 το θεμέλιο λίθο ενός μεγάλου και επιβλητικού νοσοκομείου, το οποίο όμως ποτέ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει όπως ο ίδιος το οραματίστηκε.

Το Νοσοκομείο της Αγιάσου πέρασε από διάφορα στάδια. Το 1929 επισημοποιήθηκε με την επωνυμία «Ιερόν Νοσοκομείον Αγιάσου». Αρχικά στεγάστηκε στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου και ονομαζόταν «Κλινική Δ. Χατζησπύρου» του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου. Αργότερα, το 1943, εγκαταστάθηκε στο κτίριο, το οποίο εντωμεταξύ είχε ανοικοδομηθεί.

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδειξε την αγάπη του και προς τον άνθρωπο της τρίτης ηλικίας. «Εάν τυχόν, αναγράφεται στη διαθήκη του, κατά την αποβίωσίν του ήθελον ευρεθή έλαια ή άλλα προϊόντα ανήκοντα εις αυτόν, υποχρεούται η Διαχειριστική Επιτροπή να φροντίση δια την εκποίησιν ταύτην υπό τους μάλλον επωφελεστέρους όρους και την είσπραξιν του αντιτίμου αυτών. Το δε εκ της εκποιήσεως προϊόν και τα τυχόν ευρεθησόμενα μετρητά, αι εν Τραπέζαις καταθέσεις, ομολογίαι, πολύτιμα αντικείμενα, θα αποτελέσωσι όλα ομού εν ποσόν δια του οποίου θα φροντίση η Διαχειριστική Επιτροπή να αγοράση εν κτήμα το οποίον μετά της εν Αγιάσω <εν> συνοικία Καμπούδι ιδιοκτήτου οικίας του διαθέτου θα αποτελέσωσι τον πυρήνα της ιδρύσεως Γηροκομείου, χρησιμοποιούμενης προς τούτο της εν λόγω οικίας του, εκτός εάν η Εφορεία κρίνη προσφορώτερον να χρησιμοποιήση προς τον σκοπόν τούτον αριθμόν τινα δωματίων του Νοσοκομείου, επιφυλάσσουσα δι’ άλλην χρήσιν την οικίαν του. Εις το ούτω ιδρυόμενον Γηροκομείον δύνανται να εισέρχωνται κατά πρώτον αιτήσει των γέροντες, αφού δια συμβολαιογραφικής πράξεως μεταβιβάσωσιν επ’ ονόματι του την περιουσίαν των, επιφυλασσομένης της Εφορείας δια την αποδοχήν απόρων, μέχρις εξασφαλίσεως των απαραιτήτων αποθεματικών κεφαλαίων».

Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν έχει να παρουσιάσει συγγραφικό έργο. Δε μας άφησε κανένα βιβλίο, καμιά σοβαρή φιλολογική εργασία. Η έρευνά μου και προς αυτή την κατεύθυνση δεν απέδωσε καρπούς. Εκφωνούσε όμως λόγους, επικήδειους-επιμνημόσυνους, πανηγυρικούς. Κάποιοι από αυτούς, που είναι δημοσιευμένοι σε εφημερίδες, μαρτυρούν τη ρητορική του δεινότητα, αλλά παράλληλα και το εύρος των πνευματικών του ενδιαφερόντων. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, σύμφωνα με πληροφορίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον άκουσαν πολλές φορές, ήταν χαρισματικός ομιλητής και κατάφερνε πάντοτε να επιβάλλεται και να συγκινεί το ακροατήριο με τον από στήθους καθαρευουσιάνικο λόγο του. Από τους λόγους του θα μπορούσαμε δειγματοληπτικά να αναφέρουμε τους παρακάτω: 1) Το λόγο που εκφώνησε στην Αγορά της Αγιάσου, στις 8 Νοεμβρίου 1931, κατά το συλλαλητήριο που οργάνωσαν οι κάτοικοι υπέρ της αγωνιζόμενης Κύπρου. 2) Το λόγο που εκφώνησε κατά το μνημόσυνο των δωρητών του Ιερού Νοσοκομείου το 1932, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας. 3) Το λόγο που εκφώνησε κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Παναγιώτη Σαπουναδέλη στις 14 Ιουνίου 1931. 4) Την ομιλία που πραγματοποίησε στις 10 Ιουλίου 1932, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της «Εθνικιστικής Οργάνωσης Αγιάσου» με θέμα «Αι παραδοξολογίαι του Φαλμεράγερ και οι νεώτεροι Έλληνες».

Το 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έμελλε να δοκιμαστεί μαζί με πολλούς άλλους δημοκράτες. Όπως είναι γνωστό, την 1 Μαρτίου 1935 εκδηλώθηκε το Κίνημα, το οποίο οργάνωσαν δημοκρατικοί αξιωματικοί και του οποίου την ηγεσία αποδέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το κίνημα αυτό βέβαια απέτυχε. Οι κινηματίες, αλλά και πολλοί άλλοι οπαδοί, καταδιώχτηκαν και πέρασαν από έκτακτα στρατοδικεία. Στις 5 Μαΐου 1935 μάλιστα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος εντωμεταξύ είχε καταφύγει στη Γαλλία.

Με το μέρος των κινηματιών τάχτηκαν πολλοί Λέσβιοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Χατζησπύρου. Συμπαθών ήταν και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου (1878-1958). Όπως μας πληροφορεί η αντιβενιζελική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Το Φως», διευθυντής της οποίας ήταν ο Αθανάσιος Γκράβαλης, από την Αγιάσο στάλθηκε το παρακάτω τηλεγράφημα προς τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό των Θρησκευμάτων, την Ιερή Σύνοδο και τις αθηναϊκές εφημερίδες «Τύπος» και «Βραδυνή»: «Λαός Αγιάσου ευλαβώς αξιοί απομάκρυνσιν Μητροπολίτου Ιακώβου, διαπράξαντος μυρίας αυθαιρεσίας και παρανομίας και τέλος συνταχθέντος με Εθνοκτόνον Επανάστασιν και υποστηρίξαντος σκανδαλωδώς σφετεριστάς κρατικής εξουσίας». Το τηλεγράφημα υπέγραψαν ο Πρόεδρος της Κοινότητας Γεώργιος Αλεντάς, καθώς επίσης και οι Ευστράτιος Αλεντάς, εκ μέρους του Αγροτικού Συμβουλίου, Δημήτριος Χατζησπύρου, εκ μέρους της Εφορείας του Νοσοκομείου, και Ευστράτιος Μαγλογιάννης, εκ μέρους της Λαϊκής Πολιτικής Οργάνωσης. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δοκίμασε μεγάλη λύπη τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εξαιτίας αυτής της υπογραφής, την οποία, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλλον υπέκλεψαν, όταν ήταν κατάκοιτος. Τη στάση αυτή των Αγιασωτών καταδίκασε η δημοκρατική παράταξη, όπως φαίνεται και από ανταπόκριση της 8ης Ιουλίου 1935, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος», με τίτλο «Η ζωή της υπαίθρου. Νέα από την Αγιάσο» και με υπογραφή το ψευδώνυμο «Ορεινός». «Τα έκτροπα που έγιναν και εδώ απ’ τους ανθρώπους της Ζούγκλας είναι περιττόν να τ’ αναφέρω. Τα ξέρετε. Οι άνθρωποι αυτοί δεν σεβάσθησαν και τα πλέον αγαπητά και ιερά πρόσωπα της Λέσβου, σαν τον λατρευτό μας Μητροπολίτη. Τι να πεις λοιπόν γι’ αυτούς τους κανίβαλους».

Την εποχή αυτή, όπως είναι γνωστό, έχουμε αναζωπύρωση παθών, στερέωση του αντιβενιζελισμού και ανάληψη πρωτοβουλίας για παλινόρθωση της δυναστείας των Glucksburg. Στις 9 Ιουνίου 1935 έγιναν, μετά την κατάργηση της Γερουσίας, εκλογές Εθνοσυνέλευσης, από τις οποίες απείχαν όλα τα κόμματα της βενιζελικής παράταξης. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Γεώργιος Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση με τον I. Θεοτόκη και κατάργησαν τη δημοκρατία με ψήφισμα, το οποίο επικύρωσε η Εθνοσυνέλευση. Στις 25 Νοεμβρίου 1935 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ με το διάδοχο Παύλο επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Στις 15 Ιουνίου 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδωσε την προσωπική μάχη και νικήθηκε. Την επόμενη μέρα κηδεύτηκε με δαπάνη του Ιερού Νοσοκομείου. Οι συμπατριώτες του τον προέπεμψαν με τιμές στην τελευταία του κατοικία. Το παλαιό ελαιοτριβείο εσύριζε κατά την ώρα της εκφοράς. Το νεκρό αποχαιρέτησαν με επικήδειους λόγους ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου εκ μέρους της Εφορείας του Ιερού Νοσοκομείου ως πρόεδρος αυτής, ο Ευάγγελος Παπασταματίου, ο Περικλής Τζανετής εκ μέρους της Κοινότητας και ο δάσκαλος Στρατής Κολαξιζέλης εκ μέρους της Επιτροπείας του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ψηφίσματα εξέδωσαν το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, η Επιτροπεία του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, η Εφορεία του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, η Κοινότητα Αγιάσου, καθώς επίσης και η «Λαϊκή Πολιτική Οργάνωσις Αγιάσου», πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ευστράτιος Μαγλογιάννης.

Στις 15 Ιουνίου 1935, δηλαδή την ίδια μέρα που αναγγέλθηκε ο θάνατος του, δημοσιεύτηκε και η διαθήκη του, με την οποία κατέστησε γενικό κληρονόμο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του το Νοσοκομείο Αγιάσου.

Για τη διαχείριση της περιουσίας που άφησε στο Νοσοκομείο ο Δημήτριος Χατζησπύρου όρισε ιδιαίτερη επιτροπή, αποτελούμενη από τον εκάστοτε ειρηνοδίκη Αγιάσου ή το νόμιμο αναπληρωτή του ως πρόεδρο, και από τους Γεώργιο Λεωνίδα Σαμοθρακή, Ευστράτιο Αθανασίου Αλεντά (Μουλαδούλα), Ανδρέα Ιωάννη Δουκάκη και Παναγιώτη Ευστρατίου Βαμβουρέλη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 80/1994

Στις 20 Αυγούστου 1989 το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου οργάνωσε στην αίθουσα της βιβλιοθήκης φιλολογικό μνημόσυνο, για να τιμήσει το λόγιο και ευεργέτη Δημήτριο Χατζησπύρου (1864-1935). Ομιλητής ήταν ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Ο λόγος του, με τις αναγκαίες βιβλιογραφικές και άλλες συμπληρώσεις, δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών «Λεσβιακά» (Μυτιλήνη 1993, τόμος ΙΔ’, σσ. 249-296).

 

 

 

ΤΙ ΕΣΤΙ ΠΡΟΣΚΟΠΟΣ

lesvos_19141210_proskopismos-ΒΑΣΙΛΙΑΣ,ΛΕΣΒΟΣ,ΜΕΛΑΣ,ΠΡΟΣΚΟΠΟΙ

ΛΕΣΒΟΣ, 10-12-1914

ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΙΣ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

proini_19381208_didaskalia-dimotikis-ΔΗΜΟΤΙΚΗ,ΜΕΤΑΞΑΣ,ΠΡΩΙΝΗ,ΣΧΟΛΕΙΑ

ΠΡΩΙΝΗ, 08-12-1938