ΤΟ “ΤΛΑΠ”

Θα ήμουνα στην εβδόμη Γυμνασίου (σημερινή αντιστοιχία με τη Β’ Λυκείου), όταν πρωτοαρχίζαμε το μάθημα της φυσικής. Δυνάμεις, στερεά, υγρά, αέρια και τα λοιπά. Είμαστε στο μάθημα της συμπίεσης των αερίων και στις δυνάμεις που δημιουργούνται και ο καθηγητής προσπαθεί με σχήματα στον πίνακα (πού όργανα αυτή την εποχή!) να μας εξηγήσει… τα ανεξήγητα.

Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του μαθήματος, ένας συμμαθητής μου με φωνάζει ψιθυριστά και μου λέει “Ε Γιάνν’, του τλάπ, κάνοντας παράλληλα και τη χαρακτηριστική κίνηση. Σκάσαμε βέβαια στα γέλια όλη η παρέα και μας πέταξε έξω ο καθηγητής, γιατί δεν μπορούσαμε να του εξηγήσουμε ότι ο συμμαθητής μας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά, με μια και μόνη ηχοποίητη λέξη “τλάπ”, επιβεβαίωσε πανηγυρικά ότι είχε κατανοήσει απόλυτα την πεμπτουσία του μαθήματος.

Με αυτό το ηχηρό “τλάπ” αυτόματα η μνήμη μας γύρισε κάμποσα χρόνια πίσω στις γειτονιές της Αγιάσου, όταν πιτσιρίκια της σκανταλιάς και της ανεμελιάς ψάχναμε με ποιο παιχνίδι θα σκοτώσουμε την ώρα μας.

Και ξαφνικά, έτσι χωρίς προσυνεννόηση – αλήθεια, ποια μαγική δύναμη επηρέαζε τη συμπεριφορά μας και καθόριζε το είδος του παιχνιδιού που θα παίζαμε, ακόμα δεν μπορώ να την εξηγήσω – οι γειτονιές γέμιζαν από τους δυνατούς ήχους των “τλαπιών” και αλίμονο στον περαστικό που θα τον έβρισκε κατακούτελα το… βόλι. Μην ανησυχείτε όμως, γιατί τα βόλια μας ήταν γενικά ακίνδυνα, κάτι σαν τις… πλαστικές σφαίρες που χρησιμοποιούν σήμερα στις διαδηλώσεις.

Θα απορείτε λοιπόν τι επιτέλους ήταν το “τλάπ”. Όπως έχω εξηγήσει και σε προηγούμενα σημειώματα, η φύση του χωριού μας παρείχε σε αφθονία ό,τι υλικά χρειαζόμαστε για τα παιχνίδια μας. Έτσι και για το “τλάπ” το πρώτο που έπρεπε να εφευρεθεί ήταν ένα καλό κομμάτι από κουφοξυλιά, από το θαμνώδες φυτό που το λένε και σαμπούκο και κάνει κάτι άσπρα λουλούδια την άνοιξη με πολύ λεπτό και μεθυστικό άρωμα.

Έπρεπε λοιπόν πρώτα να κοπεί από τον κορμό ένα χοντρό κομμάτι μήκους 20 – 25 εκατοστών και διαμέτρου 4 ή 5 εκατοστών. Ο κορμός του θάμνου αυτού παρουσιάζει την ιδιομορφία στο κέντρο του να υπάρχει ένα μέρος που δεν είναι ξυλώδες, αλλά πορώδες σαν ψίχα ψωμιού, από όπου και το όνομά του “κουφοξυλιά”. Η ψίχα αυτή μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί και έτσι γινόταν ένα είδος σωλήνα με παχιά τοιχώματα.

Στάδιο δεύτερο: Αφού το ξεκουφαίναμε με μια μεγάλη πρόκα, κόβαμε ένα άλλο λεπτό τώρα κομμάτι ξύλου, συνήθως από ελιά, πάχους τέτοιου, ώστε να μπορεί να κινείται ελεύθερα μέσα στο “τλάπ” σαν έμβολο. Φροντίζαμε ακόμα το έμβολο να είναι λίγο πιο κοντό από το μήκος του σωλήνα και στο ένα του άκρο να έχει ένα ρόζο χοντρό, ώστε να φρενάρει και να μη χώνεται ολόκληρο μέσα στο σωλήνα. Τώρα το “τλάπ” ήταν σχεδόν έτοιμο και έλειπαν μόνο τα βόλια που θα το ενεργοποιούσαν.

Το πιο κατάλληλο υλικό για να μετατραπεί σε βόλι ήταν ένα κομμάτι σχοινί που το μαδούσαμε και μετά το μασούσαμε αρκετή ώρα μέχρι να μαλακώσει και να πάρει το σχήμα που θέλαμε.

(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
(Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)

Επιτέλους η ώρα της δράσης! Με το ένα βόλι φράζαμε τη μια άκρη του σωλήνα. Το δεύτερο το τοποθετούσαμε στην άλλη άκρη, και μετά ακουμπούσαμε το έμβολο από τη χοντρή του πλευρά στην αγκράφα της ζωστήρας του παντελονιού (για να μη μας πληγώνει) και το άλλο του άκρο έμπαινε λίγο στο σωλήνα, που ήταν ήδη φραγμένος με τα βόλια και από τις δυο μεριές.

Τέλος με μια απότομη κίνηση αναγκάζαμε το έμβολο να εισχωρήσει βίαια στο σωλήνα. Από δω και πέρα το λόγο είχαν… οι νόμοι της φυσικής, που λέγαμε περί συμπίεσης των αερίων. Ένας δυνατός και ξηρός κρότος “τλαπ” ακουγόταν και το ένα βόλι εκσφενδονιζόταν σε μια απόσταση ανάλογη της δύναμης και της ικανότητας… του πυροβολητή. Τρέχα, μετά, να το βρεις, να το μαζέψεις και φτου κι απ’ την αρχή. Φτου στην κυριολεξία, γιατί το σαλιώναμε πάλι, για να ξαναπάρει το σχήμα και να κάνει καλή έμφραξη στο σωλήνα.

Μη μου πείτε πως δεν ήταν διασκεδαστικό και… γευστικότατο το παιχνίδι μας! Πφ! Μιλάτε κι εσείς οι σημερινοί για παιχνίδια!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 86/1995

ΟΙ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ

Άλλοτες το τζάκι, η γωνιά, όπως το έλεγαν οι παλιότεροι, ήταν ο αφαλός του σπιτιού. Μάζευε κοντά του όλη τη φαμίλια, προπαντός τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες, όταν το κρύο αντρείευε και τα στοιχειά της φύσης λυσσομανούσαν. Η μέσα τιμητική θέση ήταν για τους μεγάλους, για τον παππού και για τη γιαγιά, για τον πατέρα και για τη μάνα. Στο έξω μέρος, πλάι στο κατώφλι της γωνιάς, αραδιάζονταν στο στρωμένο τσουπί ή στην καρπέτα τα μωρά, χρησιμοποιώντας κάποτε μαξιλαράκια ή και σκαμνάκια. Η φωτιά πολεμούσε με τα ξύλα που της αντιστέκονταν, αφήνοντας δω κι εκεί αστράκια, σημάδι αλλαξοκαιριάς ή και «αφλουγής». Έγλειφε λαίμαργα με τις κοκκινωπές γλωσσίτσες της τον τέντζερη ή το τέστο, που καμάρωναν στη ράχη της πυροστιάς κι ανάδιναν λογής λογής μυρουδιές. Το πήλινο τσουκάλι παραδίπλα άγγιζε διακριτικά τη χόβολη κι όλο διψούσε και ζητούσε τη δροσιά του κρύου νερού. Το μπρίκι ήταν πάντοτε σ’ επιφυλακή για καφέ ή για ζεστό. Τα κάστανα παραχώνονταν με τη μασιά κι αν δεν ήταν χαρακωμένα με το μαχαίρι ή δαγκωμένα στην άκρη πετάγονταν κι έκαναν κρότο, παρασέρνοντας κάποτε μαζί τους στάχτες και καρβουνάκια. Η πύρα, παρ’ όλο που δεν άπλωνε σ’ όλη την κάμαρη -μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα-, όμως ξεμάργωνε το κορμί, ραχάτευε τα κουρασμένα μέλη, μέρευε την ψυχή κι έλυνε τη γλώσσα για όμορφες ιστορίες, για παραμύθια.

Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη
Το παραδοαιακό σπίτι. Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη

Το τζάκι δούλευε σχεδόν ολοχρονίς. Σταματούσε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί ο κόσμος συνήθως μαγείρευε στις αυλές, στο ύπαιθρο. Ήθελε και τούτο την ανάπαυσή του, τη φροντίδα του, τις διακοπές του. Οι νοικοκυρές το έντυναν με το δαντελωτό «καπτέλι» και με το φαντό «πκαροπάνι», το αρμάτωναν με λογής λογής χρειαζούμενα μικροαντικείμενα, αλλά και με θυμητάρια, το συγύριζαν κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί ήταν η βιτρίνα του σπιτιού. Καλοί γειτόνοι το αρμάρι, όπου φύλαγαν το ψωμί και τα φαγητά, άλλα και η πιατοθήκη με το τακίμι της. Δεν έλειπαν και οι θυρίδες για το μπρίκι, για το καφεκούτι, για τη ζαχαριέρα, για το αλατερό, για το δαδί…

Κοντά σ’ όλα όμως και ο «πκαρής», η καπνοδόχος, είχε τις απαιτήσεις του. Ήθελε κι αυτός τα στολίδια του, για να μπορεί να φιγουράρει στα ύψη. Γι’ αυτά φρόντιζαν οι χτιστάδες, που ήταν τεχνίτες με γούστο και με περίσσιο μεράκι. Ζητούσε μια φορά το χρόνο και το καθάρισμά του και τούτο χρειαζόταν το μάστορά του, τον καπνοδοχοκαθαριστή. Ο καπνός που ανηφόριζε παιχνιδίζοντας άφηνε ίχνη στα τοιχώματα, που με τον καιρό γίνονταν ένα σκληρό μαύρο πουρί, που το έλεγαν καπνιά. Μ’ αυτό μουτζούρωναν το πρόσωπο τους οι καρνάβαλοι. Μ’ αυτό, ανακατεμένο με λάδι, μπλάστρωναν τις πληγές των ζώων οι πρακτικοί γιατροί κι οι γιάτρισσες. Η σκόνη του εξάλλου ήταν γιατρικό και για τα σπασίματα.

Η φωτιά που πύρωνε τη χαρά των ανθρώπων είχε και τους κινδύνους της. Οι μεγάλοι τους γνώριζαν και φοβόντουσαν. Πόσα σπίτια και πόσα χωριά δε λαμπάδιασαν στα χρόνια που πέρασαν; Πόσα γιαγκίνια δεν έμειναν στη μνήμη των γερόντων; Τα παιδιά όμως δεν ήξεραν, γι’ αυτό κι έκαναν χάζι, κάθε φορά που άναβε κάποιος «πκαρής». Ήταν γι’ αυτά ένα παιχνίδι, μια διασκέδαση. «Πήρι φουτιά», «ίψι πκαρής» φώναζαν με χαρά, κάποτε όμως και με αγωνία, στις περιπτώσεις που χτυπούσε δαιμονισμένα η καμπάνα της εκκλησιάς. Στην αρχή ξελοχούσε ο «πκαρής», ντουμάνιαζε, βούιζε. Φλόγες θυμωμένες ξεπετιούνταν από τ’ ανοίγματα κι έζωναν το «καπέλο» του. Σιγά σιγά όμως αδυνάτιζαν και τελικά έσβηναν. Μάρτυρας μόνο ο αγέρας, που είχε μολευτεί και μύριζε κάπνα.

Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος να καθαρίσει τον «πκαρή» του, γιατί αν έπιανε φωτιά μπορούσε να μεταδοθεί στην ξυλεία της στέγης, από κει στα «χατίλια» κι ύστερα ν’ αγκαλιάσει όλο το σπίτι. Κοντά στο δικό του κινδύνευε και το σπίτι του γείτονα. Άλλος φώναζε τον καπνοδοχοκαθαριστή, του έδινε κάτι, σε χρήμα ή σε είδος, και «φουκαλιούσε» τον «πκαρή». Άλλος φρόντιζε μόνος του να τον καθαρίσει. Υπήρχαν κι αυτοί που έβαζαν επίτηδες φωτιά κι έκαιγαν τις καπνιές. Διάλεγαν μέρες βροχερές ή χιονιάδες, για να είναι μικρότερος ο κίνδυνος, αλλά και για ν’ αποφύγουν το πρόστιμο που πλήρωναν οι παραβάτες.

Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του...
Ο Προκοπής Γαβές με τα σύνεργα της δουλειάς του…

Το επάγγελμα του καπνοδοχοκαθαριστή δεν το είχαν σε υπόληψη. Μουτζούρικη δουλειά, βλέπεις, περιφρονημένη. Δεν καταδεχόταν να την κάνει ο καθένας, αλλά κι αν την έκανε δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνο σ’ αυτή για το καθημερνό ψωμί της φαμίλιας του. Έπρεπε να έχει και άλλο «ζαναχάτι».

Τα εργαλεία της δουλειάς του καπνοδοχοκαθαριστή ήταν δυο τρία «τούμπα», σωλήνες μεταλλικοί. Βίδωνε τον ένα στον άλλο, ανάλογα με το ύψος του ταβανιού και του «πκαρή». Στο άκρο του ενός εφάρμοζε έναν κόφτη, μια ξύστρα, σαν αυτή που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές, για να ξεκολλούν τη ζύμη από τη σκάφη. Στο άκρο του άλλου έδενε μια «φρουκαλιά», ένα είδος σκούπας από ξερούς «αξίστες» ή από θυμάρι ή από πρίνο. Ο καπνοδοχοκαθαριστής μαντιλοδενόταν, έμπαινε στο άνοιγμα του «πκαρή» κι άρχιζε να ξύνει τα τοιχώματα. Οι καπνιές κομμάτια κομμάτια ξεκολλούσαν κι έπεφταν κάτω με θρύμματα και σκόνη. Όταν τέλειωνε η πρώτη δουλειά, άρχιζε το «φρουκάλ’μα». Ό,τι άφηνε η ξύστρα, το έριχνε κάτω η «φρουκαλιά». Ο καπνοδοχοκαθαριστής γινόταν αγνώριστος, όταν τέλειωνε είχε το κακό του χάλι. Γινόταν μαύρος σαν Αράπης κι η αμοιβή του ψίχουλα.

Καπνοδοχοκαθαριστές παλιότερα στην Αγιάσο ήταν οι δυο Προκόπηδες, ο Κακαλιός κι ο Γαβές. Το δεύτερο τον θυμόμαστε καλά, πριν από τριάντα χρόνια που συχωρέθηκε. Ψηλός, μαυριδερός, κακογερασμένος, κατατρεγμένος από τη ζωή. Ήταν φαμελίτης – είχε τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι – κι έκανε κατά καιρούς πολλές δουλειές, για να τα βγάζει πέρα. Νεωκόρος της Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, φροντιστής του ξωκλησιού στο Καστέλι, ιεροψάλτης εξ ακοής ως αγράμματος, καθαριστής των δημοτικών αποχωρητηρίων, βοηθός του λατερνατζή Ξενοφώντα Σουσαμλή, οργανοπαίχτης – ήταν ειδικός στο ντέφι -, λούστρος, νεκροθάφτης…

Στις μέρες μας δεν έχουν στάχτη τα περισσότερα τζάκια. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν οι συνήθειες. Τώρα έγιναν είδος διακοσμητικό, κοστίσιμο. Οι ιστορίες του παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς λιγόστεψαν. Οι καλικάντζαροι δεν μπαίνουν πια από τον «πκαρή», όπως άλλοτε το δωδεκαήμερο. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης κατεβαίνει, για να αφήσει τα δώρα του στα παιδιά. Οι καπνοδοχοκαθαριστές πάνε να γίνουν αχρείαστοι. Ένα μικρό διάστημα δούλεψε ο Γιώργος Προκοπίου, ο Τζίφος. Τα τελευταία χρόνια κι ο μεγάλος γιος του Προκόπη Γαβέ, το «Νικέλ’», κάνει αργά και που αυτή τη δουλειά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Τα καλοριφέρ, οι θερμάστρες πετρελαίου, οι ξυλόσομπες, οι ηλεκτρικές κουζίνες, οι στόφες, τα πετρογκάζ, τα αερόθερμα, τα «μάτια» έβγαλαν ουσιαστικά το τζάκι από το παλιό σπίτι, το αχρήστεψαν…

Πύργος Ηλείας, 27.2.1992

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 68/1992

ΤΟ ΡΟΥΔΑΝ’

Πρώτη μέρα στο σχολείο πριν 40 τόσα χρόνια και θαρρώ πως ήταν χθες. Το «τρουβάδ’» (πάνινη σχολική τσάντα) στον ώμο, με την πλάκα μέσα και ένα κομμάτι σπασμένο κοντύλι, καμιά τριανταριά κουτσούβελα της προκοπής (για να θυμηθούμε και λίγο τον Εφταλιώτη) μαζευτήκαμε γύρω από τη δασκάλα μας, τη Μαμώλινα, θεός σχωρέσ’ την, για να μάθουμε… γραφήν και ανάγνωσιν.

Η δασκάλα τράβηξε μια μακριά ίσια γραμμή στον πίνακα, έφτιαξε και ένα μεγάλο κουλούρι, ίσα ίσα να ακουμπά επάνω στη γραμμή και μας είπε ότι αυτό είναι το «ρουδάν’», που τρέχει πάνω στο δρόμο και δεν πρέπει ούτε να ανεβαίνει πάνω από τη γραμμή ούτε να πέφτει από κάτω.

Σαν γύρισα το μεσημέρι στο σπίτι, με ρώτησε η μάνα μου τι μάθαμε την πρώτη μέρα στο σχολείο. Της απάντησα πως μάθαμε για το «ρουδάν’» και μάλιστα συμπλήρωσα πως το σχολείο είναι εύκολο πράγμα, αφού μας μαθαίνουν παιχνίδια, που ήδη τα ξέρουμε. Και η μάνα μου τι λες, βρε, αυτό που μάθατε είναι το γράμμα όμικρον. Και η δική μου απάντηση: Όχι, είναι το «ρουδάν’»! Ξέρεις εσύ καλύτερα από την κυρία μας; Δασκάλα είσαι εσύ; Και έκλεισα οριστικά τη συζήτηση. Μετά άρπαξα το «ρουδάν’» πίσω από την πόρτα και βγήκα τρέχοντας στο δρόμο για… μελέτη και πρακτική εξάσκηση. Καημένα χρόνια, πώς τρέχετε πιο γρήγορα κι από το «ρουδάν’»!

83_1994_roudan1

Αλήθεια τι κόπος, τι ψάξιμο, τι αγωνία μέχρι να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε το περιπόθητο στεφάνι από τσέρκι, που θα μας χάριζε ατέλειωτες ώρες τρέξιμο μέχρι ξεθεώματος. Αλλά ποιος λογάριαζε όλα αυτά; Λίγο το ‘χες να διαθέτεις το δικό σου «ρουδάν’» και να κάνεις τρέχοντας όλες αυτές τις περίτεχνες φιγούρες και να συναγωνίζεται με τους φίλους σου σε ταχύτητα και δεξιοτεχνία; Κι ακόμα περισσότερο να βλέπεις θολό από το φθόνο το μάτι του γειτονόπουλου, που δε διέθετε δική του… ρόδα. Να σε παρακαλάει με τις ώρες να του δανείσεις το δικό σου για μια βόλτα και συ να αρνείσαι συνήθως υπεροπτικά ή τέλος να του το παραχωρείς για λίγο με άκρα συγκατάβαση. Και με το δίκιο σου βέβαια! Γιατί, για να βρεθεί το πολύτιμο τσέρκι, έπρεπε να σπαταληθούν ώρες πολλές στο ψάξιμο για κανένα χαλασμένο και πεταμένο βαρέλι. Άντε μετά χωρίς εργαλεία να το διαλύσεις και να βγάλεις το κεντρικό τσέρκι, που ήταν το καλύτερο, γιατί τα υπόλοιπα ήταν συνήθως λοξά και δεν μπορούσες να τα κατευθύνεις στο να κρατούν μια ίσια πορεία.

Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αμ τον κίνδυνο να σε μαγκώσει ο Γιαννατσής, ο ποτοποιός, και να σου σπάσει τα παΐδια, πού τον πας; Θα μου πεις ποιος του ‘πε να αφήσει έξω από το μαγαζί του το βαρέλι με τα ολοκαίνουρια τσέρκια, σκέτη πρόκληση. Φταίμε εμείς που του το κάναμε φύλλο και φτερό και την άλλη μέρα βρήκε μόνο τα ξύλα και βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες;

Και άντε επιτέλους βρέθηκε με όποιο τρόπο το «ρουδάν’». Τώρα χρειαζόμαστε και τη «ζεύλα», δηλαδή το ειδικό εργαλείο για την οδήγηση. Καινούριος πάλι μπελάς. Άντε να παρακαλάς με τις ώρες το Δμήτ’ το Καμπιρέλ’ (το γιο του σιδερά ντε) να σου βρει και να σου στραβώσει κατάλληλα το σίδερο-οδηγό του ροδανιού, εργαλείο εντελώς απαραίτητο για τις φιγούρες και τη δεξιοτεχνία στην οδήγηση.

Ε, μετά από όλα αυτά είναι για να δανείζεις στον πάσα ένα τη ρόδα σου; Ζωή κι αυτή!

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 83/1994

Η ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Hμείς, το ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικό γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτον ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματα μας…

Με αυτά τα λόγια οι Έλληνες της Πελοποννήσου στις 26 Μαρτίου 1821 δήλωναν στους προξένους την αμετάκλητη απόφασή τους να πολεμήσουν, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα, ζητούσαν τη βοήθεια «όλων των χριστιανών βασιλείων» στο δίκαιο αγώνα τους. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε ξεσπάσει η Επανάσταση.

Η έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια μέρα μόνο ούτε συγχρόνως σε όλες τις περιοχές, αν και είχε οριστεί ως μέρα γενικής εξέγερσης η 25η Μαρτίου. Πολλοί παράγοντες και τοπικές ιδιομορφίες συνετέλεσαν, ώστε η Επανάσταση να αρχίσει πριν από την 25η Μαρτίου και ακόμη άλλες περιοχές να προηγηθούν στην εξέγερση και άλλες να ακολουθήσουν, η έναρξη δηλαδή της Επανάστασης να γίνει σταδιακά, να κλιμακωθεί σε χρόνο μικρότερο από δυο μήνες, ενώ μεμονωμένες εξεγέρσεις έγιναν και αργότερα.

Η Επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε από την Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες μέρες, από 21 έως 28 Μαρτίου, είχε γενικευτεί και είχε επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες της, οι οποίες κινήθηκαν με την ίδια προθυμία. Ο χρόνος της έναρξής της προσδιορίστηκε από τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια που είχαν προηγηθεί. Σύσσωμη η Πελοπόννησος και μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς είχαν ως τα τέλη Μαρτίου ξεσηκωθεί. Από τα νησιά το πρώτο που επαναστάτησε ήταν οι Σπέτσες. Συγχρόνως ή αμέσως μετά την επανάσταση των Σπετσών ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά τους νησιά, Πόρος, Αίγινα και Σαλαμίνα. Στις 10 Απριλίου επαναστάτησαν και τα Ψαρά, που μαζί με την Ύδρα και τις Σπέτσες αποτελούσαν την κύρια ναυτική δύναμη του έθνους.

Ενώ λοιπόν η Επανάσταση άρχισε να επεκτείνεται και στα νησιά, στη Λέσβο η τουρκική διοίκηση πήρε σειρά από μέτρα, για να αποτρέψει τη μεταλαμπάδευσή της. Ο καπετάν Πασάς εξέδωσε διαταγή «να επιδειχθεί δύναμη και να τρομοκρατηθούν και οι άλλες (μη επαναστατημένες) περιοχές. Οι περιουσίες των επαναστατών να κατάσχονται και να εξανδραποδίζονται οι οικογένειές τους». (Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελληνική Επανάσταση κατά τους Τούρκους ιστορικούς, Αθήνα I960).

Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στη Λέσβο. Οι Τούρκοι, έχοντας υπόψη τους τις κινήσεις των Φιλικών της Μυτιλήνης, εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Όσοι ήταν ανακατεμένοι στις επαναστατικές ετοιμασίες κατέφυγαν στα βουνά.

Αν αφαιρέσουμε κάποιες μικρές προσπάθειες ξεσηκωμού στη Λέσβο, το επαναστατικό κίνημα, μ’ όλο το προπαρασκευαστικό του στάδιο, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί ως την τελευταία του φάση, τον ένοπλο αγώνα. Παρ’ όλο που οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήδη από τις αρχές του αιώνα είχαν γίνει γνωστές στο νησί, παρ’ όλο που τα τραγούδια του Ρήγα είχαν αρχίσει να τραγουδιούνται από τους Λέσβιους, παρ’ όλο που ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Παλαιολόγος Λεμονής είχαν μεταφέρει στη Λέσβο τις επαναστατικές ιδέες της «Φιλικής Εταιρείας» και είχαν μυήσει αρκετούς ντόπιους, η Λέσβος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1821. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης στο άρθρο του «Η Λέσβος κατά το 1821» (περ. “Τα Ψαρά”, 37,38,39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1983) προσδιορίζει τους βασικούς λόγους που εμπόδισαν την εξέγερση της Λέσβου. “Στο νησί δεν υπήρχε αντάρτικο, κλέφτες και αρματολοί, ο στρατιωτικός δηλαδή πυρήνας, που θα σήκωνε το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον ενός στρατού οργανωμένου, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου. Τα μυαλά του «μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» δεν έλειψαν ποτέ, και στους χρόνους του ξεσηκωμού πλήθυναν, αλλά δεν υπήρχε στρατιωτική παράδοση, απαραίτητη για μια επιτυχημένη διεξαγωγή του αγώνα… Ο ανεφοδιασμός του νησιού σε όπλα και πυρομαχικά, και γενικά η διατήρηση του μετώπου σ’ αυτό, θα ‘ταν συνεχώς υπό την αίρεση του τουρκικού στόλου, που εύκολα και γρήγορα θα κατέβαινε από τις βάσεις του στα Στενά. Ακόμα και η απέναντι Μικρασία ήταν ακένωτη πηγή ενισχύσεων για τους Τούρκους και κοντινή. Πεινασμένοι και φανατισμένα άτακτα στίφη ήταν πρόθυμα να περάσουν από τη Μικρασία στα νησιά για πλιάτσικο και ανεμπόδιστη σφαγή. Τα τρία μεγάλα κάστρα, Μυτιλήνης, Μολύβου, Σιγρίου, καλά οχυρωμένα και εφοδιασμένα, θα ‘πρεπε να πολιορκηθούν από στεριά και θάλασσα, για να πέσουν. Ο διοικητής της Μυτιλήνης είχε τα δικά του πλοία, και στο σημερινό Δημοτικό Κήπο υπήρχαν ναυπηγεία σουλτανικά που ‘φτιαχναν και φρεγάδες ακόμα“.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές εκείνης της περιόδου, η γεωγραφική θέση της Λέσβου στάθηκε ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στην εξέγερση της. Η Λέσβος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια και τα στενά των Δαρδανελίων και επομένως ήταν εύκολη η καταστολή της επανάστασής της με στρατεύματα, που μπορούσαν να μεταφέρουν οι Τούρκοι με ευχέρεια από το απέναντι μέρος. Εκτός απ’ αυτό, η γεωγραφική της θέση είχε δημιουργήσει δυο πολύ σοβαρά εμπόδια στην εξέγερσή της: ότι χρησιμοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Επανάστασης από τον τουρκικό στόλο ως ναυτική βάση και ότι το νησί θεωρήθηκε θέση στρατηγικής σημασίας και ενισχύθηκαν από την αρχή σημαντικά οι φρουρές του με επιπρόσθετους στρατιώτες. Φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα, η «Le Spectateur Oriental» (Ανατολικός Θεατής), που έβγαινε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αναφέρει στο φύλλο της 19ης Απριλίου 1821 ότι 3.000 Τούρκοι υπό τη διοίκηση ενός πασά έφτασαν στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε ελληνικό σπίτι να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο σπίτια που επιτάχθηκαν από τους στρατιώτες (Στρατή I. Αναγνώστου, Ανεξερεύνητες γραπτές πηγές της Λέσβου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περ. “Ελιόφως”, τεύχος 8-9, 1994).

Παρ’ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν και στη Λέσβο αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις τόσο κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, όσο και αργότερα. Από αυτές τις επιχειρήσεις ξεχωρίζει η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821. Η είδηση της πυρπόλησης προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι όμως δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, αφού οι Τούρκοι προχώρησαν αμέσως σε συλλήψεις, σφαγές και εκτελέσεις. Η ομαδική σφαγή, γνωστή με το όνομα “μεγάλο τζουλούσι“, που πρέπει να έγινε την ίδια μέρα με την πυρπόληση του δίκροτου, αποδεικνύει την εκδικητικότητα των Τούρκων, αλλά και την αποφαστικότητά τους να μην επιτρέψουν να πάρει διαστάσεις ο ξεσηκωμός στο νησί.

Από αυτό τον αγώνα δεν έλειψε η Αγιάσος. Σύμφωνα με το Στρατή Αναγνώστου, στο φύλλο της 17 Μαΐου 1822 της παραπάνω φιλοτουρκικής γαλλόφωνης εφημερίδας σημειώνονται τα παρακάτω: “Η Λέσβος έχει 67 ελληνικά και τουρκικά χωριά. Μεταξύ αυτών των χωριών το Πλωμάρι με 4.000 σπίτια και η Αγιάσος με πάνω από 2.000 σπίτια είναι τα πιο σημαντικά και ολωσδιόλου κατοικημένα από Έλληνες. Και τα δυο αυτά χωριά προσχώρησαν στην ελληνική Επανάσταση και ο πασάς του νησιού βάδισε εναντίον τους” (Στρατή I. Αναγνώστου, ό.π.).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε θα καρποφορήσει καμιά πολεμική επιχείρηση. Η Λέσβος δε θα μπορέσει να επαναστατήσει. Θα υπομείνει τον τουρκικό ζυγό για άλλα 90 χρόνια. Η πολυπόθητη λευτεριά θα έρθει για το νησί μας το 1912.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 87/1995