Το πανηγύρι της Αγίας Φωτεινής, της Αγια-Φουτιάς, όπως το λέγαμε, πριν από τον πόλεμο του ’40 γινόταν πολύ ωραίο, στη γραφική τοποθεσία των Λάμπου Μύλων. Τότες ζούσε εκεί ο γερο-Παλιβάνης με την πολυμελή του οικογένεια. Με δική του πάντοτε πρωτοβουλία, τη Λαμπροπέμπτη έπρεπε να πάει από το πρωί στους Λάμπου Μύλους η ορχήστρα μας των έξι οργάνων. Όταν φτάναμε εκεί, κατευθυνόμασταν στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, όπου γινόταν η πρωινή λειτουργία. Είχε και μέσα και απέξω πολύ κόσμο και προπαντός γυναίκες. Το ανοιξιάτικο πρωινό ήταν πολύ ευχάριστο.
Όταν τέλειωνε η λειτουργία, ξεκινούσαμε εμείς μπροστά, παίζοντας ένα εμβατήριο, και μετά ερχόταν όλη η οικογένεια του γερο-Παλιβάνη, με αυτόν επικεφαλής και δίπλα του τον οικογενειακό του φίλο, τον υπασπιστή του Κώστα Ηλιογραμμένο (Κουντάρα). Όλη αυτή η πομπή φτάναμε στο κέντρο του χωριού, στο καφενείο των Παλιβάνηδων, όπου σταματούσαμε, για να παίξουμε. Εντωμεταξύ γέμιζε το καφενείο από κόσμο και μέσα και απέξω και άρχιζαν να του σερβίρουν τα γκαρσόνια. Εμείς μπαίναμε στο ιδιαίτερο του καφενείου και η μεγάλη κόρη του Παλιβάνη μας σερβίριζε το φαγητό. Ήταν πλούσιο το γεύμα μας, τυριά, μυζήθρες, γιαούρτια και άλλα. Μετά αρχίζαμε να παίζουμε και σε λίγο άρχιζαν οι χοροί. Παίζαμε μέχρι τη μια και πολλές φορές και μέχρι τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Ο τελευταίος χορός ήταν της οικογένειας των Παλιβάνηδων.
Κάποτε, σ’ αυτό το πανηγύρι, μας πήρε έξω από το χωριό ο Κώστας Ηλιογραμμένος, ο υπασπιστής του γερο-Παλιβάνη. Ήταν πρωί, πριν πάμε ακόμα στη λειτουργία. Αυτός κρατούσε μια μεγάλη ανθοδέσμη. Κρυφτήκαμε σε κάτι θάμνους, δίπλα στον αμαξόδρομο, με τα όργανά μας και περιμέναμε να υποδεχτούμε το γιο του Παλιβάνη, το Νικολή, που ήταν αρραβωνιασμένος τότε με μια κοπέλα από την Πηγή. Κάποτε φάνηκε ο αραμπάς με τους αρραβωνιασμένους. Βγήκε ο Ηλιογραμμένος από την κρύπτη του και τους πρόσφερε την ανθοδέσμη. Εμείς παιανίζοντας πήραμε το δρόμο της επιστροφής…
Ο Στρατής Αναστασέλης κατά σκίτσο εκ του φυσικού του Μίλτη Παρασκευαΐδη
Ο Στρατής Αναστασέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1908, όταν η Λέσβος στέναζε ακόμη κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή. Ήταν παιδί μιας όμορφης φαμίλιας. Ο πατέρας του Πολύδωρος, όπως μας τον παρουσιάζει σε πολλά σημεία του συγγραφικού του έργου, ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ανήσυχος τύπος. Το τσαγκαράδικο που διατηρούσε ήταν στενός χώρος γι’ αυτόν. Ήταν θερμός πατριώτης, που λάτρευε, όπως και τόσοι άλλοι ομοχώριοί του, το γιο του Ψηλορείτη. Θυμητάρι της αγάπης του αυτής το βαφτιστικό όνομα Βενιζέλος, που έδωσε στο υστερότοκο παιδί του. Έγραφε στίχους, επηρεασμένος από τα αρχαϊστικά πρότυπα της εποχής του και από τους δασκάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο
μετέπειτα διαπρεπής φιλόλογος και μεγάλος ευεργέτης Δημήτριος Χατζησπύρου. Χρησιμοποιούσε στην ομιλία του λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, έκανε ταξίδια στη Σμύρνη και στην Αθήνα, κάποτε και για το θεαθήναι, σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματά του, και καταγινόταν με λογής λογής κατασκευές. Το 1928 μάλιστα έλαβε και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση «Σύστημα και μηχανήματα προς ελαιοκομίαν». Αντίθετα, η γυναίκα του Δέσποινα, το Δισπνούλ’, αδερφή του αείμνηστου δασκάλου της Αγιάσου και ταλαντούχου σκηνοθέτη των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, ήταν γυναίκα απλοϊκή, προσηλωμένη στο νοικοκυριό της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Ο Στρατής Αναστασέλης μπήκε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, αφού οι συνθήκες της μεσοπολεμικής περιόδου και οι οικογενειακές εργασιακές ανάγκες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει πέρα από την πρώτη τάξη του γυμνασίου. Δούλεψε σκληρά κοντά στον πατέρα του, που εντωμεταξύ από τσαγκάρης είχε γίνει αυτοκινητιστής. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο μαθητευόμενος έφηβος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο τιμόνι και έριξε γέφυρες επαφής, που του επέτρεψαν να επικοινωνεί καθημερινά όχι μόνο με την πρωτεύουσα, αλλά και με τις κωμοπόλεις και τα πολυάριθμα χωριά του νησιού. Η επικοινωνία αυτή, που βάσταξε αρκετά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότηση, πλούτιζε ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Στρατή Αναστασέλη και του αβγάτιζε τα λαογραφικά θησαυρίσματα, που αφειδώλευτα του πρόσφερε η γενέτειρά του.
Η Αγιάσος υπήρξε για το Στρατή Αναστασέλη ορμητήριο, εργαστήρι, τροφός, δροσιστική ανάβρα λαϊκού πολιτισμού. Εδώ πρωταντίκρισε το φως του ήλιου, εδώ έπιασε το κοντύλι και έμαθε τα γράμματα του σχολειού, εδώ χάρηκε το παιχνίδι, εδώ δημιούργησε δεσμούς αγάπης και έκανε γκαρδιακό φίλο τον αμίμητο χωρατατζή Κώστα Βουλβούλη, που τα καμώματά του έγιναν ξεκαρδιστικές ιστορίες, εδώ μερακλώθηκε και χόρεψε λεβέντικα σε κουϊτούκια και σε πανηγύρια, εδώ ένιωσε τους γλυκασμούς της νιότης, εδώ γνώρισε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, τη Βαγγελιώ, που του χάρισε δυο γιους, τον Οδυσσέα και τον Πολύδωρο, εδώ συναναστράφηκε με όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου, με μικρούς και με μεγάλους, με φτωχούς και με πλούσιους, με ασπούδαχτους και με λόγιους, με άσημους και με επίσημους.
Ο Στρατής Αναστασέλης (αριστερά) με το συμπατριώτη του ράφτη Πάνο Δούκα Γριμανέλη, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στη Μυτιλήνη, στο 22° Σύνταγμα (1928)
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων στον Πειραιά, στις 9 Οκτωβρίου 1933. Διακρίνονται, από αριστερά, ο φοιτητής της Νομικής Στρατής Καβαδέλης, ο αμίμητος χωρατατζής σοφέρ Κώστας Βουλβούλης, ο συνάδελφος του Στρατής Αναστασέλης και ο επίσης φοιτητής της Νομικής Γιάννης Γιαννάκης
Η μάνα του Στρατή Αναστασέλη, το «Δισπνούλ’», σαν τι να συζητά με τις γειτόνισσές της, τη Βλοτίνα Π. Καπτανή (αριστερά) και τη Βασιλική Καρέ (δεξιά); (Φωτογραφία Στρατή Αναστασέλη, 1938)
Ο Στρατής Αναστασέλης μπορεί να μην είχε τίτλους σπουδών, όπως άλλοι, διέθετε όμως περίσσια αγάπη για τον τόπο του, βαθιά εκτίμηση για τα γνήσια δημιουργήματα του λαού και έντονη διάθεση προσφοράς για την προαγωγή του πολιτισμού. Η γνωριμία του με το Στρατή Παπανικόλα, το διευθυντή του «Τρίβολου», του ξύπνησε από το 1932 το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και για τα γλωσσικά ιδιώματα της Λέσβου και κυρίως για το ιδίωμα της Αγιάσου. Όπως η διψασμένη γη ρουφά το βρόχινο νερό, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης δροσιζόταν ολοχρονίς στη βρυσομάνα της λαϊκής μας παράδοσης. Μάζευε ασταμάτητα λαογραφικό και γλωσσικό υλικό και το αξιοποιούσε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε σατιρικά ποιήματα, σε διηγήματα, σε αφλουγές, σε αποκριάτικες σάτιρες, σε θεατρικά έργα και σε άλλα κείμενά του, δημοσιευμένα και μη, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Ο μελετητής της φιλολογικής και της εθιμικής λαογραφίας, αλλά και ο γλωσσολόγος μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία, καμινευμένα στο συγγραφικό έργο του Στρατή Αναστασέλη, όπως είναι τα τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις, οι παραδόσεις, οι θρύλοι, οι προλήψεις, η λαϊκή ιατρική, τα έθιμα, οι λογής λογής τελετές και τα πανηγύρια (του προφήτη Ηλία (Άγλια), της Παναγιάς της Αγιασώτισσας), η τοπική βιοτεχνία, η οποία άλλοτε άνθιζε στην κωμόπολη, τα κύρια ονόματα (βαφτιστικά, οικογενειακά, παρανόμια), οι αρχαϊσμοί, που επιβιώνουν στο ιδίωμα, οι ξένες και οι δάνειες λέξεις, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα.
Ο Στρατής Αναστασέλης από πολύ νωρίς συνδέθηκε με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», του οποίου μάλιστα διατέλεσε και αντιπρόεδρος, κατά τα έτη 1936-1937. Υπηρέτησε το ερασιτεχνικό θέατρο ως ηθοποιός, αλλά και ως συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα, γραμμένα βασικά στο αγιασώτικο ιδίωμα, δοκιμάστηκαν στη σκηνή και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Τα έργα αυτά είναι το πολυπαιγμένο σκετς «Ζαμπνιές» (1957) και η τρίπρακτη ηθογραφία «Γοί ψόφ’», που παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία το Σεπτέμβριο του 1944, αρχικά στον Κήπο της Παναγίας και στη συνέχεια στον «Ορφέα» της Μυτιλήνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι 7.000 οκάδες λάδι, που αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις, διατέθηκαν για τους σεισμόπληκτους της Κλειούς.
Ο Στρατής Αναστασέλης έδωσε το παρών και στο αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο μάλιστα έγραψε και μια μικρή κατατοπιστική μελέτη το 1973. Με το καρναβάλι, που συνδυάζει σατιρικό λόγο και θέαμα, ασχολήθηκε από το 1938-1975 και το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο είχε καθιερώσει, προς τιμήν του ευεργέτη Θεόδωρου Κουκουβάλα, το λεγόμενο «Βάλειο Διαγωνισμό». Οι αποκριάτικες σάτιρες του Στρατή Αναστασέλη ήταν δουλεμένες με τέχνη και αγκάλιαζαν ενδιαφέροντα θέματα της επαρχιακής, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής και της παγκόσμιας επικαιρότητας. Απηχούσαν το χιούμορ, το καυστικό πνεύμα, την παρρησία της γνώμης και το δημοκρατικό προσανατολισμό του δημιουργού τους. Ψυχαγωγούσαν, ενημέρωναν, καυτηρίαζαν, προβλημάτιζαν, δίδασκαν, συνέτιζαν.
Ο Στρατής Αναστασέλης ως το βασίλεμα της ζωής του δεν αλλαξοπίστησε, δεν τον ξεμαύλισαν οι σειρήνες του χαμού. Στάθηκε βράχος ριζιμιός του νησιού μας. Καθημερνή έγνοια του ο τόπος του, το χωριό του, οι άνθρωποι του. Με την πολύχρονη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά του διαπότισε το περιβάλλον και μπήκε στο πάνθεο των ψυχών μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα, γιατί κατάφερε να πλησιάσει τον περιφρονημένο λαό, να αξιοποιήσει τη λαλιά του, να ιστορίσει με το κοντύλι και με το χρωστήρα τα έργα του, τα μικρά τα μεγάλα, ν’ ανθολογήσει το πνεύμα του, να τρυγήσει τους αξετίμητους θησαυρούς του. Υπήρξε μπροστάρης με την απλότητα των πράξεών του, με τη λεβεντιά της σκέψης του, με τη μαγεία του λόγου του.
Λογύδριο που εκφωνήθηκε στις 13-4-1997 στον κινηματογράφο «Αθήναιον», κατά το φιλολογικό μνημόσυνο του Στρατή Αναστασέλη, που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Α.Σ.Α.).
Αν προσπαθούσε κάποιος να εντοπίσει τους παράγοντες που έχουν κάνει γνωστή την Αγιάσο σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό, θα έπρεπε οπωσδήποτε να δώσει το ανάλογο μερτικό σ’ ένα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, σε ένα δεξιοτέχνη του σαντουριού, σ’ έναν αυτοδίδακτο «μαέστρο», που γνώρισε το σαντούρι στα έξι του χρόνια, το ερωτεύτηκε παράφορα και από τότε δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» δεν έχει ανάγκη από δημοσιότητα, δε χρειάζεται πορτρέτα και παρουσιάσεις, αφού πάμπολλες φορές οι εφημερίδες, τα περιοδικά και η τηλεόραση έχουν ασχοληθεί μαζί του. Αν σήμερα συζητάμε με το Γιάννη Σουσαμλή, είναι γιατί θέλουμε να γνωρίσουμε ορισμένες άγνωστες πτυχές της πενηνταεξάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας, αλλά συγχρόνως και για να μεταφέρουμε ένα μεγάλο του παράπονο.
Μουσικός απ’ τα γεννοφάσκια
Ο Κακούργος γεννήθηκε το 1928 στην Αγιάσο. Οι γονείς του ήταν από το Κορδελιό της Σμύρνης. «Πριν δέκα γενιές – μας τονίζει – ήταν μουσικοί, μαραγκοί, αρχιτέκτονες και ζωγράφοι. Το σόι των Σουσαμλήδηδων ήταν το πιο καλλιτεχνικό. Ο πατέρας μου έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα. Αλλά το κύριό του ήταν το κλαρίνο. Επειδή ήταν και μαραγκός, είχε κατασκευάσει ένα μικρό σαντουράκι με όλες τις νότες βέβαια. Μου έδειξε τις κλίμακες πάνω στο σαντούρι και ξεκίνησα να παίζω από έξι χρονών. Ο πατέρας μου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Εγώ όμως δεν το αποχωρίστηκα ποτέ. Το αγάπησα, το ερωτεύτηκα, το πόνεσα απ’ την πρώτη στιγμή. Το κρατώ στα χέρια μου 10 ώρες την ημέρα. Το σαντούρι είναι δύσκολο όργανο. Θέλει να παθιαστείς μαζί του. Εγώ παίζω 56 χρόνια και το πάθος μου δεν έχει σβήσει. Χωρίς εγωισμό πιστεύω ότι έγινα ένας απ’ τους καλύτερους σαντουριέρηδες της Ελλάδας. Αυτοσχεδιάζω διάφορα ταξιμάκια, φαντασίες, κλέφτικα, και παίζω τραγούδια της Μικράς Ασίας, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, απτάλικα, τσιφτετέλια, καλαματιανά, σέρβικα». Σταματάει για λίγο να μιλάει, πιάνει στα χέρια του τις μπαγκέτες και καλεί με τις νότες τους τουρίστες, που ανηφορίζουν προς το μαγαζί του. «Το όνομά μου είναι Κακούργος, φωνάζει. Εγώ όμως είμαι ο πιο άκακος άνθρωπος του κόσμου».
Αν και άκακος… Κακούργος το παρατσούκλι
«Όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός, στο μητρικό του σπίτι είχε σκοτώσει μια «κάτα» (γάτα) και ο παππούς μου, αφού τον έδειρε, γιατί σκότωσε την «κάτα», του είπε: «Ρε κακούργε άνθρωπε, που σκότωσες τ’ κάτα μας. Είσαι χειρότερος κακούργος και απ’ αυτόν που σκοτώνει έναν άνθρωπο». Και από τότε του έμεινε το παρατσούκλι. Όταν γεννήθηκα εγώ, τον ακολουθούσα στα πανηγύρια και καθόμουν δίπλα του, για ν’ ακούω τη μουσική. Έλεγαν τότε όλοι οι άνθρωποι που μας έβλεπαν: «Γιου Κακούργους τσι του Κακουργέλ’». Από τότε το κληρονόμησα και το κρατώ σαν καλλιτεχνικό παρατσούκλι. Το όνομά μου είναι Γιάννης Σουσαμλής, αλλά αν δεν πεις Κακούργος δεν πρόκειται να με βρεις». Ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, παίζει ένα μικρό σκοπό και σηκώνεται, για να διαφημίσει τα τσουκαρέλια του σε μια άλλη παρέα από ξένους, που πλησίασαν το μαγαζί του.
Τα τσουκαρέλια
«Γω τα κάνω, γω τα πλιω. Είναι όλα ξύλινα και χειροποίητα. Τσουκαρέλια για «μπιμπελό», σαΐτες, ανεμίτσες, ροδάνια, κρεβατούδες, σταυρέλια, αδράχτια, σκεπαρνάκια, πριονάκια και άλλα. Ξεκίνησα πριν 20 χρόνια να φτιάχνω μεγάλα τσόκαρα για τις γυναίκες, που περπατούσαν στα καλντερίμια της Αγιάσου. Όταν πια εξαφανίστηκε αυτό το «είδος», το γύρισα στα διακοσμητικά». Τα τσουκαρέλια όμως είναι συμπληρωματική απασχόληση. Το μεγάλο πάθος είναι το σαντούρι. Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος.
Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983… (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
«Ψοφούν» για το σαντούρι
«Το σαντούρι είναι το πιο πλούσιο όργανο. Είναι «γεμάτο», ηχητικό. Όταν είσαι δεξιοτέχνης και το παίζεις καλά, είναι μια ολόκληρη ορχήστρα. Κάποτε ήταν περιφρονημένο όργανο. Ο κόσμος αδιαφορούσε γι’ αυτό. Τον συγκινούσε μόνο το μπουζούκι. Τώρα όμως όλοι «ψοφούν» για το σαντούρι». Παρ’ όλη όμως τη μεγάλη του δεξιοτεχνία στο σαντούρι, ο Κακούργος δε βγήκε πολλές φορές έξω από τα σύνορα της Λέσβου. Αν και η συμμετοχή του στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» τον έκανε διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα, αν και δέχτηκε πολλές προσκλήσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Γιάννης Σουσαμλής τα τελευταία οχτώ χρόνια έχει «κλειστεί» στο μαγαζάκι του.
Πάντα μέσα στα σύνορα
«Πριν τριάντα πέντε χρόνια συμμετείχα στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου. Έχω ανεβάσει θέατρα, οπερέτες, κωμωδίες. Πήγα και στην Αθήνα μερικές φορές, στις εκδηλώσεις που έκανε ο Σύλλογος Αγιασωτών. Αρκετές φορές πήρα μέρος και στη «Γιορτή του ούζου». Ύστερα απ’ τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», όπου έπαιζα έναν πένθιμο σκοπό, που συγκίνησε όλη την Ελλάδα και με έκανε πασίγνωστο, δέχτηκα πολλές προτάσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ήταν υπουργός Αιγαίου ο κ. Πέτρος Βάλβης, με κάλεσε και μου πρότεινε να εκπροσωπήσω το Υπουργείο σε κάτι εκδηλώσεις, που θα γίνονταν στην Αφρική. Εγώ όμως δε δέχτηκα, και αν κάποτε δεν έφευγα απ’ τη Λέσβο, τώρα πια δε φεύγω ούτε απ’ την Αγιάσο. Είμαι απογοητευμένος απ’ την Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την κουβέντα του και μπαίνουν μέσα στο μαγαζί δυο τουρίστες. Συζητάει λίγο μαζί τους, παίζει ένα συρτό, φωτογραφίζεται, πουλάει δυο κασέτες.
Το μεγάλο παράπονο
Παρά το διάλειμμα όμως που μεσολάβησε, ο Κακούργος επανέρχεται στο παράπονο του. «Όλα τα χρόνια ήμουν ανασφάλιστος. Πριν δέκα χρόνια πήγα και γράφτηκα στον ΟΓΑ. Κάθε δυο χρόνια, ο ανταποκριτής του ΟΓΑ στην Αγιάσο μου σφράγιζε το βιβλιάριο. Πέρυσι είχα οχτώ παιδιά και τα μάθαινα σαντούρι αφιλοκερδώς. Ήθελα να διαδοθεί το όργανο. Επειδή όμως έκανα μαθήματα, δε μου σφράγισαν το βιβλιάριο. Από τότε και γω πεισμάτωσα και σταμάτησα τα μαθήματα. Έχω παράπονα απ’ την Πολιτεία, τη Νομαρχία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ιδρύσει μια σχολή, για να μη χαθεί η παράδοση. Τρεις σαντουριέρηδες έχουμε μείνει σ’ όλη την Ελλάδα. Το σαντούρι είναι γνήσιο, λαϊκό παραδοσιακό όργανο. Δεν πρέπει να χαθεί. Το κράτος όμως δε βοήθησε και δε βοηθάει καθόλου. Κανένας δε με πλησίασε να μου κάνει μια πρόταση, να ανοίξουμε μια σχολή, να πάω κάπου να διδάξω. Γι’ αυτό και γω έχω κλειστεί στο μαγαζί και παίζω μόνο για μένα και για το μεροκάματο. Επιτρέπεται να είμαι ανασφάλιστος;»
Αν στον Κακούργο αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο απ’ το ξακουστό όνομα της Αγιάσου, του ανήκει και μια μεγάλη σελίδα στο βιβλίο της λαϊκής μας παράδοσης. Ίσως, έστω και αργά, θα πρέπει κάποιοι να ενδιαφερθούν, για να μην κλείσει αυτή η σελίδα. Γιατί αυτό θα ήταν κρίμα για όλους μας.
Και στα παπούτσια τους οι Αγιασώτες ήταν μερακλήδες. Εννοώ τα παπούτσια που φορούσαν, καθημερνή και σκόλη, όταν έβγαιναν στην Αγορά, όταν εκκλησιάζονταν, όταν κατέβαιναν στη Μυτιλήνη, στη χώρα, όπως έλεγαν την πρωτεύουσα παλιότερα…Και τούτο, γιατί είχαν και χοντροπάπουτσα λογής λογής, που τα φορούσαν στα κτήματα και δεν ήταν μπορετό να τα βάφει κανείς…
Ο αγαπητός σε όλους Γιάννης Καμάτσος (Βουλιώτ’ς) πήρε θέση στην Αγορά, ανάμεσα στο κρεοπωλείο του Στυλιανού Σκορδά και το παντοπωλείο του Γιώργου Χατζησάββα, και περιμένει πελατεία…
Λίγο πριν την απελευθέρωση και μετά αρκετοί λούστροι δούλεψαν στην Αγιάσο, για να βγάλουν το ψωμί τους, αλλά και για να ικανοποιήσουν την καλαισθησία των χωριανών τους και των ξένων, που για διάφορους λόγους επισκέπτονταν το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Γράφω στη συνέχεια, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα και τα παρατσούκλια όσων θυμήθηκα ή μπόρεσα να βρω, σκαλίζοντας τη θύμηση παλιότερών μου. Αν βέβαια μου διέφυγε κανένας ή αν έκανα κανένα λάθος, ζητώ την επιείκειά σας…
Αβδελέλης Στρατής, Ανεμέλης Νίκος, Βουρλής Στρατής ή Κουλουκότσ’, Γαβές Νίκος ή Τσίτα, Γαβές Προκοπής, Γλεζέλης Σταύρος ή Γυαλένια, Δουγραματζής Βαγγέλης ή Φουνιάς (μετοίκησε στη Μυτιλήνη), Καλαντζής Στρατής ή βουβός το Χράμ’, Καλαντζής Προκοπής ή Βασλές, Καμάτσος Αντώνης ή Τσαούσ’ς, Καμάτσος Γιάννης ή Βουλίώτ’ς, Καμάτσος Σπύρος ή Νταγούτ’ς, Κουκουβάλας Δημήτρης ή Μπαχάρ’ (μετοίκησε στον Πολιχνίτο), Κουρκουλής Γιάννης ή Λαφέλ’, Κουτσούλης Προκοπής ή Κουταλής, Λεγκίνος Γρηγόρης ή Παππούς, Μαϊστρέλης Δημήτρης ή Αρνάδα, Σαλαβάτης Αντώνης ή Λέων, Ταράνης Παναγιώτης ή Αρχόντισσα, Ψύρρας Θανάσης ή Μαντάτσ’, Ψύρρας Μιχάλης ή Μαντάτσ’, Ψύρρας Φίλιππας ή Μαντάτσ’.
Κάθε λούστρος είχε το κασελάκι του, αρματωμένο με βούρτσες και με λογής λογής μπουκαλάκια γιομάτα μπογιές. Υπήρχαν βέβαια κι αυτοί που δεν είχαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Δημήτρης Μαϊστρέλης, ο οποίος νοίκιαζε το κασελάκι που διέθετε ο Παναγιώτης Σφιντλάς, ένας γέρος βρακάς, που το σπίτι του ήταν στην Αγία Τριάδα…