Με την ευκαιρία της 77ης επετείου της απελευθέρωσης του νησιού μας από τον τουρκικό ζυγό, κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε στους αναγνώστες μας δυο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, που έχουν σχέση με την Αγιάσο. Το πρώτο αναφέρεται στη διαμάχη Αγιασωτών-Πλωμαριτών, για το ποιοι θα αφοπλίσουν και θα συλλάβουν την τουρκική φρουρά Αγιάσου, και το δεύτερο στην απερίσκεπτη πράξη ενός Αγιασώτη νταή, του Δημητρίου Νυμφίου. Η αναδημοσίευση γίνεται από την εφημερίδα της Μυτιλήνης «Σάλπιγξ» του 1912.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΤΑ ΕΝ ΑΓΙΑΣΣΩ
Το παρελθόν Σάββατον νέοι μεταβάντες εις Αγιάσσον υπό κάποιον Σιταράν το επώνυμον, απήτησαν παρά του εκεί δεκανέως της χωροφυλακής την παράδοσιν εαυτού τε και των υπ’ αυτόν 4 χωροφυλάκων. Τούτου δε αρνηθέντος, το εκ Πλωμαριτών σώμα έλαβε θέσεις απέναντι του εν τη πλατεία πολιτών βριθούσης αγοράς υποδιοικητηρίω (sic), εν ω ευρίσκοντο οι ρηθέντες χωροφύλακες υπό την προστασίαν του εκεί Αρχιερατικού Επιτρόπου και των λοιπών αρχών εγκρίτων πολιτών και τινων οπλοφόρων εις ους ανετέθη η φρούρησις της πόλεως κατά ληστρικών επιθέσεων. Επί τέλους επελθούσης συνεννοήσεως μεταξύ των αξιοτίμων μελών της Κοινότητος και του αυτοκαλουμένου αρχηγού, απήλθεν ο κ. Σιταράς μετά των λοιπών και ούτως απεσοβήθη σύγκρουσις μεταξύ Αγιασωτών και Πλωμαριτών, μη εννοούντων των πρώτων να παραδώσωσιν εις τους δευτέρους τους εις αυτούς εμπιστευθέντας αυτούς χωροφύλακας, και υποδειξάντων αυτοίς ότι τελεσφορωτέρα θα είνε η δράσις των αν απήρχοντο παρά το πλευρόν του Ελληνικού στρατού. Το επισφαλές της θέσεώς των εννοήσαντες οι χωροφύλακες, εζήτησαν ως χάριν όπως, άοπλοι και υπό συνοδείαν ενόπλων πολιτών του Αρχ. Επιτρόπου, του Δημάρχου, των Δημογερόντων και των άλλων εγκρίτων της κοινότητος πολιτών, μεταφερθώσι και παραδοθώσι τω αρχηγώ της κατοχής και ούτως αποφύγωσιν ενδεχομένην κατ’ αυτών επίθεσιν. Συμφώνως λοιπόν τη επιθυμία των ταύτη, ελθόντες προχθές υπό την ειρημένην συνοδείαν παρεδόθησαν τω αρχηγώ της κατοχής μετά του οπλισμού των ευγνωμονούντες τους προφυλάξαντας αυτούς από ενδεχομένην κατ’ αυτών βίαν.
(Εφ. «Σάλπιγξ» (Μυτιλήνης), 13 Νοεμβρίου 1912 (580), σ. 3)
ΕΠΙΤΟΠΙΑ
ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟΝ ΤΕΡΑΣ
Αγιασώτες της εποχής του μεσοπολέμου. Διακρίνονται από αριστερά ο Παναγιώτης (Μποτ’ς) Γιαννάκας (όρθιος), ο Δημήτριος Νύμφιος (όρθιος), ο Παναγιώτης (Μπόταρος) Τσουλέλης και ο Σταύρος Στεφανής.
Προχθές μετηνέχθη ενταύθα σιδηροδέσμιος ο αντάρτης Δημήτριος Προκόπη Νύμφιος. Ούτος διαπράξας διαφόρους κλοπάς και προβάς εις πράξεις μη συμβιβαζομένας προς το έντιμον του εθελοντού επάγγελμα επεπλήχθη σφοδρώς υπό τίνος λοχίου. Αντί όμως να σωφρονισθή, μόλις έστρεψε τα νώτα ο λοχίας, εξήγαγε το περίστροφον και εξεκένωσεν όλας τας βολάς εναντίον του. Ευτυχώς ουδεμία εκ τούτων προσέβαλε τον λοχίαν.
Μετά την πράξιν του ταύτην ο κακούργος ηθέλησε να διαφύγη αλλά συλληφθείς εκρατήθη αμέσως και απεστάλη ενταύθα.
Κατάγεται εξ Αγιάσσου. Έχει όμως από ετών αποκηρυχθή υπό των συμπατριωτών του διά την διαγωγήν του εξ αιτίας της οποίας πολλάκις επεσκέφθη τας φυλακάς.
(Εφ. «Σάλπιγξ» (Μυτιλήνης), 8 Δεκεμβρίου 1912, (593), σ.3).
Τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία για τους Αγιασώτες, αλλά και για όλους τους μετανάστες, ήταν πολύ δύσκολα. Τα προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Δεν ξέραμε τη γλώσσα, δεν είχαμε εξασφαλισμένη στέγη. Όπλα μας ο ενθουσιασμός και η δημιουργική διάθεση. Ριχνόμασταν από την πρώτη μέρα στη δουλειά, στη βιοπάλη, για να μπορέσουμε να μαζέψουμε το καπάρο, deposit το λέγανε, ν’ αγοράσουμε σπίτι, να νοικοκυρευτούμε. Τον πρώτο καιρό μέναμε στο νοίκι, σε δωμάτια με άλλους, πολλές φορές δυο και τρεις οικογένειες σ’ ένα σπίτι. Όπως ήταν φυσικό, συνέβαιναν κάποτε κωμικοτραγικά γεγονότα, σαν το παρακάτω που θα σας διηγηθώ. Δυο χωριανοί μας έμεναν σε δωμάτιο ενός σπιτιού που ανήκε σε Κύπρια. Κάθε Παρασκευή απόγευμα έβαζαν τα λερά ρούχα στο πλυσταριό, σ’ ένα μισό βαρέλι με σαπουνάδα, για να φουσκώσει η «γάζα» και το πρωί το Σάββατο να μπορέσουν να τα πλύνουν πιο εύκολα. Μια Παρασκευή όμως ήρθε από την Κύπρο, μετανάστρια κι αυτή, η αδερφή της σπιτονοικοκυράς. Καθώς ήταν πρωτάρα και ανημέρωτη, έριξε στη σαπουνάδα, που νόμισε πως είναι της αδερφής της, και τα δικά της ρούχα. Πρωί πρωί το Σάββατο οι χωριανοί μας ανασκουμπώθηκαν για το πλύσιμο. Βούτηξε το χέρι ο ένας στο βαρέλι και έβγαλε με έκπληξη ένα κομπινεζόν. Το σήκωσε ψηλά να ξενερίσει, και απευθυνόμενος στο συγκάτοικο του, που επίσης παραξενεύτηκε και κοίταζε σαν χαζός, του είπε: τσιάδε, ε Στυλιάν’, εν του ‘ξιρα πους βαγς τσι κουμπινιζόν απουκάτου!
Αναμνηστική φωτογραφία κατά την αναχώρηση μεταναστών της Αυστραλίας (Μελβούρνη). Διακρίνονται ο παραγγελιοδόχος της Αγιάσου Πάνος Μαϊστρέλης, η σύζυγος του Ανδρέα Λιακατέλη, ο μακαρίτης σήμερα Παναγιώτης Βαρβάκης, κοπέλες και κοριτσόπουλα…
Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε στην Αυστραλία τα πρώτα χρόνια και που το αντιμετωπίζουμε ακόμα και σήμερα, είναι η γλώσσα. Δυσκολευόμασταν, κυρίως όταν είχαμε δοσοληψίες με κρατικές υπηρεσίες, με τράπεζες, αλλά και με ιδιώτες. Οι διερμηνείς τότες ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και πού να τους βρεις. Το μεγάλο δράμα ήταν με τους γιατρούς. Οι γονείς έπαιρναν μαζί τους τα παιδιά τους, που μάθαιναν εγγλέζικα στο σχολείο. Τώρα βέβαια όλα τα κρατικά νοσοκομεία έχουν διερμηνείς και πολλοί γιατροί μιλούν ελληνικά, αλλά «αρμένκα».
Μια συμπατριώτισσά μας που είχε έρθει στην Αυστραλία να δει την παντρεμένη κόρη της, παραπονιόταν για κάποιες αδιαθεσίες. Η κόρη της είχε κάμποσα χρόνια εδώ, αλλά το εγγλέζικο λεξιλόγιο της ήταν πολύ περιορισμένο, ένα γιες και ένα νο. Αποφάσισε να πάει τη μάνα της σ’ ένα γιατρό που ήταν και Έλληνας. Η άρρωστη είπε πώς αισθάνεται και ο γιατρός αφού την εξέτασε της έγραψε και μια συνταγή. Περνώντας από το φαρμακείο, πήρανε τα φάρμακα. Όταν έφτασαν στο σπίτι και ανοίξανε το πακετάκι, παραξενεύτηκαν γιατί πρώτη φορά έβλεπαν μεγάλα χάπια. Η μάνα προσπάθησε να καταπιεί ένα αλλά αυτό δεν κατέβαινε με τίποτα. Δοκιμάσαν να το κόψουν κομμάτια, αλλά και αυτό δε γινόταν. Τελικά βρήκαν μια λύση. Κολλήσαν ένα με λευκοπλάστ στον ώμο, γιατί η κόρη κατάλαβε πως ο γιατρός μιλούσε για από πίσω. Πέρασαν πολλές ώρες, αλλά η άρρωστη δεν είδε κανένα όφελος. Το βράδυ ήρθε ο άντρας της κόρης και του είπαν τα καθέκαστα. Του έδειξαν και τα μεγάλα χάπια, που δεν καταπίνονταν με τίποτα. Ο άνθρωπος έπεσε από τα σύννεφα τις κατσάδιασε: Ζαλζμένις είστι τσι γοι δυο. Έγιουτα εν είνι χάπια, είνι υπόθιτα, που τα βάζιν απουπίσω, οχ πα σ’ κτάλα, χαμλά, έφτου π’ ξέριτι…
Με τη γλώσσα είχα και εγώ στην αρχή πολλά προβλήματα, παρόλο που έκανα αρκετά μαθήματα μέσα στο καράβι, με το οποίο πηγαίναμε στην Αυστραλία. Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτούς που μιλούσαν εγγλέζικα, προπαντός κάτι γέρους που τα μασούσαν. Με τον καιρό όμως τα κατάφερα, συνήθισε το αυτί μου.
Μια μέρα μπήκα σ’ ένα σούπερ-μάρκετ, να πάρω τρόφιμα, σε κονσέρβες κυρίως, μια και ήμουνα εργένης και δεν ήταν εύκολο να μαγειρεύω πάντοτε. Έπιασα μια μικρή χαρτόκουτα, έβαλα μέσα τα πράγματα που ήθελα και περίμενα στη σειρά, για να πληρώσω. Πίσω μου ήταν μια γριά Αυστραλέζα. Μου είπε κάτι, αλλά επειδή δεν την κατάλαβα, έκανα πως δεν την άκουσα. Έβαλα τα πράγματά μου στον πάγκο και κοίταζα μπροστά, αλλά η γρια επανάλαβε, ό,τι είπε προηγουμένως. Νόμισα πως λέει ότι πήρα τα πράγματά της και ήμουν εξαγριωμένος. Η γριά τρίτωσε και εγώ ήμουνα έτοιμος να τη βρίσω με αυτά που ήξερα. Στην αρχή μαθαίνει κανένας τις βρισιές και μετά όλα τα άλλα. Κάποιος δικός μας όμως κατάλαβε την παρεξήγηση και έδωσε τη λύση. Με ακούμπησε στην πλάτη και με ρώτησε αν είμαι Έλληνας. Του απάντησα ναι και μου εξήγησε πως η γριά μού έλεγε πως το κουτί είναι μικρό, πως θα σπάσει και πως θα πέσουν τα ψώνια μου. Τι να κάνω, έπρεπε να επανορθώσω. Ζήτησα συγνώμη από τη γριά στα εγγλέζικα, πλήρωσα και πήρα το δρόμο για το σπίτι ντροπιασμένος…
Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που έγραψε το παρακάτω κείμενο για την Αγιάσο ο Γ. Χ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ στο βιβλίο του «Μέγας οδηγός της νήσου Λέσβου (Μυτιλήνης) 1935-1936-1937». (Τύποις «ΦΙΛΚΟ». Αθήναι). Μέσα από αυτό βλέπουμε ανθρώπους και επαγγέλματα που σήμερα δεν υφίστανται πια. Οι πρώτοι ακολούθησαν τη φυσική τερματική ανθρώπινη οδό, ενώ τα δεύτερα – τα περισσότερα – σκεπάστηκαν από την «πρόοδο» των καιρών μας και μαζί τους χάθηκε και η ανθρώπινη ζεστασιά. Στόχος της αναδημοσίευσης είναι να μη μένουν στη λησμονιά αυτοί που έφυγαν για πάντα και εμείς οι νεότεροι να γνωρίζουμε τις ασχολίες και τα έργα τους…
ΠΡΟΚΟΠΗΣ I. ΠΑΠΑΛΑΣ
ΑΓΙΑΣΣΟΣ
Είναι έδρα της ομωνύμου Κοινότητος, εις ην υπάγονται και οι εξοχικοί συνοικισμοί Άγιος Δημήτριος και Καρίνα (ορθό: Καρίνη) επί της αμαξιτής οδού Μυτιλήνης – Πολυχνίτου. Συνορεύεται με τας Κοινοτήτας: Ασωμάτου, Ιππίου, Σκούντας, Κεραμιών, Κάτω Τρίτους, Μυχούς, Λάμπου Μύλων (αποτελούντων πρώην τον Δήμον Αγιάσσου). Σήμερον η κωμόπολις αριθμεί 6.000 περίπου κατοίκους, ασχολουμένους εις την παραγωγήν ελαιολάδων, καστάνων, καρυδίων, οπωρικών (μήλα, κεράσια, αχλάδια, βύσσινα κλπ.)
Συγκοινωνεί με την Μυτιλήνην δι’ αμαξιτής οδού 27 χλμ. Σταθμός αυτοκινήτων εν Μυτιλήνη το Αγιασώτικον χάνι (οδός Αγ. Συμεών). Τιμή εισιτηρίου δρχ. 25. Προσεχώς θα εκτελεσθή η αμαξιτή οδός Σανατορίου – Μεγαλοχωρίου (Καμένου χωριού) [Πλωμαρίου].
Ναοί. Κοίμησις της Θεοτόκου. Εορτάζει την 15 Αυγούστου, οπότε συρρέει πολύς κόσμος, ανερχόμενος εις 30-40 χιλ. Ιερείς: Θεόκτ. Σοσσώνης, αρχιερατ. επίτροπος, Β. Δεμερτζής, Σταύρ. Παπαευστρατιού, Παν. Στάικος – Αγία Τριάς, Ιερεύς Νικ. Πατσέλλης – Ζωδόχος Πηγή, ναΐδριον, όπου αγίασμα Παναγίας – Άγιος Δημήτριος εις τον ομώνυμον εξοχικόν συνοικισμόν. (4 χλμ.). Εξωκλήσια (τα κυριώτερα): Ταξιάρχης ή Καστρέλλι, Αγ. Παρασκευή, Αγ. Iωάννης, Αγ. Κων/νος, Αγ. Ευστράτιος, Αγ. Βασίλειος.