ΑΓΙΑΣΟΣ: 25 ΜΑΡΤΗ ’44

Η ιστορία της Εθνικής μας Αντίστασης, παρ’ όλη τη μέχρι τώρα προσπάθεια να ξεχαστεί, να διαστρεβλωθεί, να αποσιωπηθεί, είναι σ’ όλους μας γνωστή, στον έναν ή άλλο βαθμό. Έχει γίνει ζωντανό σύμβολο αγώνα και δράσης, παρ’ όλο που πολλά γεγονότα της, πολλές πτυχές της είναι ακόμα κρυμμένες και ποικίλες σκοπιμότητες μέχρι σήμερα άφηναν αδιευκρίνιστα πολλά σημεία του καιρού αυτού.

Σήμερα που αρχίζουμε να ξεβγάζουμε από πάνω μας τη σκουριά της ιστορικής μονομέρειας, που προσπαθούμε να δούμε με κριτική σκέψη και διαύγεια τα ιστορικά μας γεγονότα πέρα από θριαμβολογίες, σκοπιμότητες κάθε είδους, επιφανειακές και απλουστευτικές αναλύσεις, απαραίτητο είναι να φέρνουμε στη μνήμη μας, να καταγράφουμε και να καταξιώνουμε όλα εκείνα τα γεγονότα, όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν το κεφάλαιο της Εθνικής Αντίστασης.

Στη Λέσβο ιδιαίτερα η Εθνική Αντίσταση παρουσιάζει σελίδες αγωνιστικής αυτοθυσίας, που μέχρι σήμερα, κάτω από τις γνωστές συνθήκες του διωγμού της, δεν έχουν συγκεντρωθεί. Αν κάποτε γίνει συστηματική συγκέντρωση όλων των στοιχείων και μαρτυριών των χρόνων αυτών, σίγουρα η ύλη αυτή θα είναι σημαντικής συμβολής στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης.

Έτσι, στη διαδικασία της ιδιόρρυθμης αυτής ιστορικής καταγραφής, αναφέρουμε ένα αξιοσημείωτο γεγονός, πραγματικά ιστορική σελίδα, άγνωστη (παλλεσβιακά και πανελλήνια) στα περιστατικά της, την έκτασή της και τη σημασία της. Μόνο τυχαία έχει γίνει λεκτική της αναφορά σε 2-3 σχετικά με την περίοδο εκείνη δημοσιεύματα. Πρόκειται για την αντιστασιακή εκδήλωση στις 25 του Μάρτη του ’44, στην Αγιάσο.

Πριν προχωρήσουμε στην ιστορική έκθεση του γεγονότος, για να συλλάβουμε όλες του τις διαστάσεις και το πληρέστερο νόημά του, σκόπιμο θα είναι να ανατρέξουμε στις κάθε είδους συνθήκες του χώρου της Αγιάσου στην περίοδο αυτή.

Η Αγιάσος της εποχής εκείνης ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μέρη της Λέσβου, αν όχι το σπουδαιότερο, από πλευράς οργάνωσης και μαζικότητας του αριστερού κινήματος. Η απαρχή του ανάγεται στην εποχή ακόμα που δημιουργούνται τα πρώτα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα. Από τη Μικρασιατική καταστροφή κι ύστερα ανδρώνεται και βάζει στέρεα θεμέλια ανάπτυξες του. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δρουν οργανωμένοι πυρήνες του τότε ΚΚΕ, καθ’ όλα τους τα στοιχεία και επακόλουθα (προκηρύξεις, αναγραφή συνθημάτων, συλλήψεις, κακοποιήσεις, φυλακίσεις κλπ.).

Στην περίοδο που ακολουθεί την κατάρρευση του μετώπου, Απρίλης ’41 κι ύστερα, οι συνθήκες και οι συνέπειες της Κατοχής είχαν ιδιαίτερο βάρος στην Αγιάσο. Στο φοβερό χειμώνα του ’42 έχουμε αμέτρητα θύματα πείνας, πολλά από τα οποία ξεψυχούν μέσα στους δρόμους του χωριού. Με φρίκη θυμούνται οι παλιότεροι τα σκελετωμένα παιδιά, που με τις σπαραχτικές τους παρακλήσεις, από πόρτα σε πόρτα, ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί. Ιδιαίτερα τις νύχτες οι φωνές αντάμωναν κι έκαναν στο χωριό ν’ αντηχεί κάτι σαν μακρόσυρτος θρήνος.

Μέσα σε τέτοιες εξουθενωτικές συνθήκες έρχονται τα πρώτα μηνύματα από την ίδρυση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, η μαζικότερη οργάνωση της Κατοχής, γρήγορα αγκαλιάζει όλα τα στρώματα του πληθυσμού και παίρνει έναν πανεθνικό χαρακτήρα. Η Λέσβος τότε, κάθε προοδευτικής κοινωνικοπολιτικής κίνησης, αναδείχνεται χώρος ιδιαίτερης οργανωτικής δύναμης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, παρ’ όλη τη μειονεκτική θέση από πλευράς γεωγραφικής που έχει ένα νησί.

Η Αγιάσος γρήγορα κι αυτή απαντάει στο προσκλητήριο κι αρχίζει να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της. Η κινητοποίηση πια τώρα έχει πάρει έναν πλατύ χαρακτήρα. Στις γραμμές του ΕΑΜ μπαίνουν άνθρωποι κάθε επαγγέλματος και ταξικής προέλευσης. Η πλειοψηφία των εγγραμμάτων και διανοουμένων του χωριού, επανδρώνει την οργάνωση και βρίσκεται επικεφαλής της.

Το Μάρτη του ’44 η κεντρική οργάνωση του ΕΑΜ Λέσβου, στη Μυτιλήνη, παίρνει απόφαση να γιορταστεί η εθνική επέτειος στα διάφορα μέρη, με ανοιχτές εκδηλώσεις και σε πλαίσια τέτοια που να φαίνεται πως πρόκειται για κάτι το οργανωμένο, όχι όμως και να δοθούν προσχήματα δίωξης και ενδεχομένως αντιποίνων από τις γερμανικές αρχές Κατοχής.

Στην οργάνωση της Αγιάσου, όταν γίνεται γνωστή η απόφαση, καταρτίζεται πλατιά επιτροπή, που θα προετοίμαζε το γιορτασμό. Πράγματι στις 25 του Μάρτη, αφού η εκδήλωση είχε γίνει γνωστή σ’ όλο το χωριό, με πρωτοφανή συμμετοχή των κατοίκων του, που είχαν κατακλύσει το χώρο της Αγοράς και τους γύρω δρόμους, αρχίζει στο μεγάλο κεντρικό καφενείο, στην «Καφενταρία», με ομιλίες για την εθνική γιορτή και το νόημά της, απαγγελίες ποιημάτων και τέλος τον Εθνικό Ύμνο. Η εκδήλωση τυπικά είχε τελειώσει. Όμως σε τέτοιες στιγμές τα τυπικά στοιχεία δεν αρκούν για να ολοκληρωθεί κάτι. Το συγκεντρωμένο πλήθος δε διαλύεται. Ο καταπιεσμένος από την τετράχρονη φασιστική Κατοχή λαός, στη μέρα της εθνικής του γιορτής αποζητάει τρόπο να εκφραστεί, να ξεσπάσει, να βροντοφωνάξει για « το δίκιο και τη λευτεριά».

Από το παλιό οίκημα του Αναγνωστηρίου, που βρισκόταν παράπλευρα στην «Καφενταρία», στο «Χάνι» της Εκκλησιάς, μεταφέρεται στην αγορά η σημαία του Ιδρύματος, όπου και ξεδιπλώνεται. Επακολουθούν επευφημίες και ζητωκραυγές, ενώ ο συγκεντρωμένος όγκος με την ελληνική σημαία μπροστά, περιέρχεται τους κεντρικούς δρόμους του χωριού, τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια της Αντίστασης.

Όταν η πορεία αυτή έφτασε στο γεφύρι του «Σταυριγιού», ο νεαρός τότε αγωνιστής της Αριστεράς -μακαρίτης σήμερα – Μιχάλης Συνοδινός ανέβηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι και μίλησε ανοιχτά πια εναντίον των Γερμανών, μέσα σ’ ένα ξεχειλισμένο, από άκρατο ενθουσιασμό και παλμό, πλήθος.

Η οργανωτική επιτροπή, παρ’ όλο που η εκδήλωση θα γινότανε μέσα σ’ ένα «νόμιμο», κατά κάποιο τρόπο, κλίμα, ωστόσο είχε πάρει τα μέτρα της από ενδεχόμενη παρουσία των Γερμανών. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως στην Αγιάσο δεν υπήρχε Γερμανικός Σταθμός και λίγες φορές είχαν κάνει την εμφάνισή τους τυπικά. Στη θέση «Λάρσος», στα μισά περίπου της απόστασης Αγιάσου – Μυτιλήνης, είχαν εγκατασταθεί σκοπιές, οι οποίες σε περίπτωση εμφάνισης των Γερμανών θα ειδοποιούσαν με φωτιές, αντίστοιχες σκοπιές στα υψώματα της Αγιάσου. Οι σκοπιές συνεχίστηκαν και για δυο μέρες ακόμα, ένα λογικό χρόνο, στον οποίο θα μπορούσαν οι Γερμανοί να πληροφορηθούν την εκδήλωση και να επέμβουν. Την 3η μέρα τα μέτρα ασφάλειας χαλάρωσαν και για τον επιπρόσθετο λόγο πως εκείνη τη μέρα, 28 Μάρτη, είχε χιονίσει σ’ ένα μέτρο περίπου.

Οι Γερμανοί όμως, πληροφορημένοι από την πρώτη κιόλας μέρα, διάλεξαν τη μέρα αυτή ακριβώς για να αιφνιδιάσουν. Με μεγάλες δυνάμεις καταφθάνουν από το δημόσιο δρόμο και στήνουν πολυβόλα στις άκρες του χωριού, σε σημείο τέτοιο που να ελέγχουν κάθε δυνατή έξοδο. Συγχρόνως αρχίζουν να γαζώνουν τον καθένα που γίνεται αντιληπτός να διαφεύγει. Από τις ριπές των πολυβόλων σκοτώνεται επιτόπου ο Στρατής Γραμμέλλης κι ένα 15χρονο κορίτσι, η Ελένη Τζαναβάρη.

pasxalias
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ

Στο δρόμο που τραβάει έξω από το χωριό, λίγο πιο πάνω από το νεκροταφείο, ήταν συγκεντρωμένα αρκετά άτομα της οργάνωσης του ΕΑΜ της Αγιάσου που στα δευτερόλεπτα των διαστημάτων δυο ριπών, προσπαθούσαν νά διαφύγουν. Και στο σημείο αυτό θα σταθούμε σε μια ηρωική και τραγική περίπτωση. Ο Στρατής Πασχαλιάς, μέλος της οργάνωσης, τραυματίζεται στην προσπάθειά του να διαφύγει. Οι Γερμανοί καταφθάνουν, για να τον συλλάβουν σε κακά χάλια. Επάνω του υπάρχει ένα χαρτί με ονόματα κι ένα περίστροφο. Ο Στρατής Πασχαλιάς στο ολιγόχρονο και κρίσιμο αυτό διάστημα μασάει και καταπίνει το χαρτί με τα ονόματα και δεν προλαβαίνει να πετάξει από πάνω του το όπλο, το μοναδικό στοιχείο που θα τον ενοχοποιούσε. Οι Γερμανοί, πεπεισμένοι για την «ενοχή» του, τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο κι αρχίζουν να τον θεραπεύουν. Όταν τελειώνει η θεραπεία, τον οδηγούν στην Γκεστάπο της Μυτιλήνης για ανάκριση. Δε μίλησε. Σύμφωνα με πληροφορίες της οργάνωσης, στα κρατητήρια της κομαντατούρας, έκανε αποτυχημένη απόπειρα αυτοπυρπόλησης, ακριβώς για να μη μιλήσει. Λίγο αργότερα τουφεκίστηκε μαζί μ’ άλλους πατριώτες στα Τσαμάκια.

13748218503_f5be319d38_o
ΣΤΡΑΤΗΣ ΓΡΑΜΜΕΛΗΣ

Αλλά οι Γερμανοί δε σταματούν ως εδώ. Αφού πιάσουν 40 ομήρους τυχαία, όσους βρήκαν στην αγορά, τους συγκεντρώνουν σ’ ένα καφενείο και τους μεταφέρουν στη Μυτιλήνη, στο χώρο της Ακαδημίας, που λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Από αυτούς άλλους αφήνουν ελεύθερους κι άλλους κλείνουν στις φυλακές. Οι τελευταίοι ελευθερώνονται αργότερα από ομάδα «κομάντος», που είχε έρθει από τη Μ. Ανατολή.

Στο μεταξύ οι Αρχές Κατοχής, πληροφορημένες για καλά για τα «έκτροπα» της Αγιάσου, αρχίζουν να καταζητούν συγκεκριμένα πια άτομα. Σαν υπεύθυνους πρωταίτιους αναζητούν τους Στρατή Αναστασέλλη (Τασιό), Στρατή Καβαδέλλη, Μαρίκα Κοντούλη, Όμηρο Κοντούλη, Βασίλη Νουλέλλη, Μιχάλη Συνοδινό, Παναγιώτη Τζανετή, Σωκράτη Φραντζή. Από τους καταζητούμενους δεν πιάνεται κανένας. Η Μαρίκα κι ο Όμηρος Κοντούλης, καθώς κι ο Παναγιώτης Τζανετής, περνούν στη Μ. Ανατολή. Οι υπόλοιποι κατόρθωσαν να καταφύγουν στο βουνό. Εκεί αρχίζει η σύνδεσή τους με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Λέσβου, καθώς και ο εξοπλισμός μικροομάδων, από όπλα που μαζί τους έφεραν οι καταδιωγμένοι ή από αυτά της οργάνωσης που ήταν φυλαγμένα σε κρύπτες.

Στην Αγιάσο τώρα ένας παγερός φόβος και μια βουβή αγωνία κυριαρχεί. Αν τα στημένα πολυβόλα των Γερμανών θα επαναλάβουν μια τραγωδία όμοια με εκείνη των Καλαβρύτων. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου, μεταδίδοντας το γεγονός, μιλά ήδη για μια τέτοια τραγωδία. Τα τελευταίου τύπου οπλοπολυβόλα, που είχαν μεταφερθεί από τη γραμμή «Μαζινό», είχαν στηθεί και σε αρκετή απόσταση από την Αγιάσο, σε θέση βολής προς αυτήν. Έτσι είχαν γίνει αντιληπτά από τις διάφορες αντιστασιακές ομάδες, οι οποίες πιστεύοντας πως κάτι σοβαρό συμβαίνει στην Αγιάσο, μετέδωσαν από τον ασύρματο της Βαρειάς τις τέτοιες πληροφορίες στο Ραδιοφωνικό Σταθμό του Λονδίνου. Πραγματικά οι προθέσεις των Γερμανών κάτι ανάλογες πρέπει να ήταν.

Συγκεκριμένες πληροφορίες αναφέρουν πως ο μακαρίτης Δεσπότης της Μυτιλήνης Ιάκωβος, μεσολάβησε επίμονα στις Γερμανικές Αρχές για τη σωτηρία της Αγιάσου.

Ένα όμως είναι βέβαιο. Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει, πως, αν σκοτωνόταν έστω κι ένας στρατιώτης τους, τα αντίποινα θά ‘ταν σκληρά και θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Η οργάνωση που είχε εξοπλιστεί κι είχε καταφύγει εξολοκλήρου σχεδόν στο βουνό, διαισθάνθηκε κάτι τέτοιο και δεν προχώρησε σε πράξεις βίας εναντίον των Γερμανών.

25-28 Μάρτη ’44. Άλλη μια πτυχή, άλλη μια σελίδα της Αντίστασης στην Αγιάσο, στη Λέσβο, στην Ελλάδα. Δηλωτική της αυθόρμητης, της ηρωικής, της μαζικής συμμετοχής του λαού μας στην υπόθεση της λευτεριάς του και της προόδου του. Πρωταγωνιστές της, επώνυμοι και ανώνυμοι άνθρωποι της μάζας, άλλοι ζουν κι αναπολούν, πικραμένοι ίσως κι απογοητευμένοι καμιά φορά, τις μεγαλειώδεις εκείνες μέρες, άλλοι έχουν χαθεί στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο κι άλλοι έχουν χαθεί ή καμφθεί βιολογικά. Σίγουροι βέβαια είναι και είμαστε όλοι, πως, παρ’ όλους τους δύσκολους καιρούς που ήρθαν μετά, παρ’ όλες τις ήττες, τα πισωγυρίσματα, τη μη δικαίωση του αγώνα αυτού, τίποτε δεν ήταν ανώφελο και τίποτα δεν πήγε χαμένο. Σήμερα μένουν τα μηνύματα και τα σύμβολα αυτού του αγώνα, μένει ο προβληματισμός, η ενόραση και η διδαχή για το μέλλον.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 09/1982

ΜΠΙΖΕΡ’ΣΙΣ…

Γη μέρα είνι χ’μουνιάτ’σα τσι δε δ’λέβγιτι. Σ’μαζουμέν’ ένα γύρου στ’ σόμπα, κουβιντιάζιν γοι ιν’κουτσυροί μες στ’ Καλφαγιάνν’ του καφινέ. 10 γη ώρα του προυί. Να τσι προυβαίν’ απ’ τ’ αντ’γών’ Νέστουρας τ’ Αρβαν’τέλ’.

Άμα ν’ έμπ’ μέσα, να μην τουν μ’λήξ’ κανές, α δούμι τί θα πει, πιτά ένας.

Μουνουγνουμίζιν ούλ’ ντουν τσι παρατίζιν τν άφλουγή μουνουμιάς. Ανοίγ’ τ’ πόρτα τ’ καφινιδιού Νέστουρ’ς τσι θαρρείς πς εινι νικρουταφείου καφινές. Φύλλου ξιρό δεν κ’νιέτι.

Καλ’μέρα, λέγ’ Νέστουρ’ς.

Άθριπους δε βγάζ’ άχιν’.

Καλ’μέρα είπα, ξουνουλέγ’ Νέστουρ’ς.

Κανές δεν ανιμίζιτι. Ούλ’ βαστγιόντι μη γιλάσιν. Δε βάσταξι πλια Νέστουρ’ς. Κάτι πά σι μια καρέγλα τσι μουνουλουγεί:

Ε, Νέστουρα, μπιζέρ’σις να τά’ βρ’ς τα γρούνια χουρτασμένα!!!

ΣΦΙΧΤΣ

περοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 02/1981

ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ ΜΑΣ ΕΛ(Ι)ΠΙ!

Δεν είνι πουλύς τσιρός που γη τρουχαία πιάσι του Χαραλάμπ’ του Δούκαρου, που πάγινι στ’ Βρισά μι του σαραβαλέλι ντ, ένα αγρουτικό όπελ, μουντέλου τ’ 55. Τ’ γυρέψαν τν άδεια, του τρίγουνου, τν ασφάλεια, τό’ να, τ’ άλλου. Στου τέλους γυρέψασί ντ τσι του φαρμακείου, πό’ν του είχι. Αραθύμ’σι κουμματέλ(ι) Χαραλάπ’ς, δένι βάσταξι τσ’ είπι:

Σα πουλλά έ γυρεύγιτι! Έδιου κουτζάμ’ Αγιάσου τσι δεν έχ(ι) φαρμακείου, τσι θα ν’ έχ(ι) του σαραβαλέλ(ι)!

ΓΙΑΝΝ’Σ ΑΠΙΣΩΤ’Σ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 05/1981

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΑΛΛΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Υστερα από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας στην Αγιάσο, τα υφαντά και οι κρεβατές αραίωσαν αισθητά. Μια μια εξαφανίστηκαν οι υφάντρες, που μείνανε πια μόνο ανάμνηση παλιά. Τώρα ζωντανεύουν στη φαντασία -όπως καλή ώρα – όσων φέρνουν και ρίχνουν προς τα κει το μυαλό. Άλλοτε, ως το 1922, υπήρχαν αρκετές υφάντρες και τα περισσότερα σπίτια, τουλάχιστον όσα είχαν κορίτσια, είχανε τον αργαλειό τους, που ακουγόταν στη γειτονιά από τις αυλές, τις ξαυλές και τ’ αξάτα ο ρυθμικός κρότος του.

Σε ορισμένες γειτονιές, στο δρόμο, μπορούσες να δεις στην Αγιάσο τις γυναίκες που «διάζονταν» το πανί και «παραμάτιζαν», μετρώντας κι ανοίγοντας το στημόνι στα μασούρια και τα καρφιά που στήριζαν -μπήγανε στον τοίχο. Μπορούσες να δεις ακόμη, ανεβαίνοντας στο Σταυρί και στην Πουτζαλιά, να κάνουν το ίδιο με το «καζίλι» οι «μουτάφηδες», που έφτιαναν διάδρομους, βελέντζες και τσόλια, χοντρά πανιά στον όρθιο αργαλειό τους. Οι κρεβατές – αργαλειοί των σπιτιών ήτανε οριζόντιες. Παλαιότερα, το 19ο αιώνα, που γνώρισε άνθηση οικονομική η Λέσβος, στο σημείο του σπιτικού αργαλειού η Αγιάσος, όπως και στην υφαντική και σ’ όλες τις βιοτεχνίες, παρουσίασε μεγάλη ακμή. Από την άνθηση του είδους αυτού της λαϊκής τέχνης, σήμερα θυμούνται μόνο όσοι έχουν διαβάσει το γνωστό (;) ποίημα – με το συμβολισμό του χρόνου, της προσδοκίας και της δουλειάς – του Αργύρη Εφταλιώτη, τον «αργαλειό» …

Γι’ αυτό και οι «φασιές», οι ποικιλίες των υφασμένων ρούχων – πανιών στην κρεβατή, ηχούν παράξενα και μόνο αμυδρή εικόνα είναι δυνατόν να δώσουν, έτσι άχρωμες και ξεθωριασμένες που παρουσιάζονται εδώ και που φυσικά, επιδέχονται, σηκώνουν και περιμένουν συμπλήρωμα. Καταλαβαίνετε πως η αφθονία και η τυποποίησή τους προϋποθέτει εξασκημένες, ειδικές υφάντρες που υπήρχαν ασφαλώς και ξεχώριζαν στο όνομα και στη δουλειά τους. Δυστυχώς δεν έχουμε παρά να προσφέρουμε ονομαστικά, αχνά και μόνο, τις φασιές. Μακάρι αξιότεροι να παραθέσουν και τα χρωματιστά σχέδιά τους – έστω μουσειακά, για να τους ευγνωμονούμε.

Αλατζάς, αστραπή, αρφανό.
Δαχτ’λιά, διουρέλ’, δίμ’του.
Ιλ’γουδέκατου (λ’γουδέκατου), ιμταρέλ’.
Θύρα.
Ζαχαρέλ’.
Καφασέλ’ (καφασουτό), κιναρουτό, κουλουτσθόπ’τα (με κίτρινη φασιά), καρύδα.
Λιαλιάτσ’, λουκούμ’, λ’γουδέκατου (πιο πάνω).
Μαντανέλ’, μαλαντάν, μανταμαδιώτ’κου (ξεσηκωμένο ίσως από το Μανταμάδο), μανταμαδιουτέλ’, μουνουγουφέλ’ (γέρνει από τη μια μεριά), μουνόθυρου (με μια πόρτα…), μουνότριγιου, μουνότιριου.
Ξέρασμα, ξιρασματέλ’.
Πιν’ταρέλ’.
Σαραντάρ’, Σουπγιρούδα (πλατύ σχέδιο σουπιέρας), σταυρέλ’, σταφύλ’, στουρέλ’.
Τ’πλίκ του μάτ’, ταμπακέρα, τσουχόφ, τριγιουδέλ’, τούβλου.
Χ’νόματου (σχέδιο μάτι χήνας), χαγιαλιά.
Ψαθέλ’, φειριαρέλ’ (ο χρωματισμός του θυμίζει…).
 

Από τις φασιές – πατήματα: η χ’νόματ’ είναι δύσκολη και σύνθετη. Ακόμη πιο πολύ δύσκολη και σύνθετη είναι η φασιά σουπιέρα παραμάτς. Για δείγμα παραθέτω ένα δυο απλούστερες: Τσουχόφ: ακριγιανό ζιρβό, ακριγιανό διξιό, μισιό ζιρβό, διξιό μισιό, δυο ακριγιανά. Δίμ’του: ακριγιανό διξιό, ακριγιανό ζιρβό, μισιό διξιό, ζιρβό μισιό. Σταυρέλ’: ακριγιανό μ’ ακριγιανό, μισιό μι μισιό. Μουνόθυρου: μια μι μια.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983