ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Ψάχνοντας κάποιο παραμελημένο συρτάρι, σταμάτησα για λίγο, καθώς βρέθηκα μπροστά σε ανάκατες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, από τα παλιά. Διερωτήθηκα πώς τις είχα αφημένες έτσι. Τις άπλωσα στο τραπέζι και, καθώς ήμουν ήρεμη εκείνη τη στιγμή, μαγνητίστηκα από την αλλοκαιρινή γοητεία, μπροστά σε πόζες, τραβηγμένες στο σπίτι ή στο φωτογραφείο εκείνων των καιρών.
Default 2
Ο γραφικός λαϊκός ζωγράφος και περιοδεύων φωτογράφος Γρηγόρης Γεωργίου Λημναίος, καταγόμενος από το Δικελί της Μικράς Ασίας, ποζάρει, στο γέρμα του ανήμπορου βίου του, μπροστά στα κάγκελα του Γυμνασίου της Μυτιλήνης.(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
 

Η αξία της φωτογραφίας σε όλο το μεγαλείο της. Η ομορφιά κάποιων άλλων καιρών, στο διαχρονικό ασπρόμαυρο, λες και ήθελε να μου μιλήσει. Να μου πει ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά, να παραπονεθεί, γιατί την παραμέλησα στο βαθύ καρυδένιο συρτάρι. Φωτογραφίες του αδικοχαμένου μου παππού, του Μιλτιάδη Δημητρίου Χουτζαίου, καθώς του στέρησε τη ζωή ένας συγχωριανός του, στα 27 του χρόνια… Τις τράβηξε ο αδελφός του, ο μεγάλος φωτογράφος της αλλοτινής εποχής, ο Σίμος Χουτζαίος. Απλωμένες οι φωτογραφίες στο τραπέζι, με φέρνουν πίσω και προσπαθώ να πλησιάσω πρόσωπα και βλέμματα, που ίσως μου πούνε ιστορίες από το χτες, γνωστές και άγνωστες.
 

 

Θυμάμαι κάποια πόζα, που μας τράβηξε, όταν ήμαστε παιδιά, ένας πολύ καλός φωτογράφος, μέσα στην αυλή του εργαστηρίου του. Είχε μια φωτογραφική μηχανή τρίποδη, με ένα κουτί ψηλά και με φακό σκεπασμένο με ένα μαύρο μανίκι. Ήταν ο Στρατής Καμπάς, πολύ μερακλής στη δουλειά του. Θυμάμαι πως παιδευόταν ώρα πολλή, για να είναι τέλεια η φάτσα που θα απεικόνιζε στο γυαλιστερό χαρτί… Δίπλα του είχε και ένα κουβαδάκι με νερό, για να ξεπλένει τις φωτογραφίες. Έλεγε ένα σωρό αστεία, ελπίζοντας ότι θ’ αποσπάσει ένα αμυδρό χαμόγελο από τα φοβισμένα μεταπολεμικά παιδιά και ότι θα έχει τέλειο αποτέλεσμα στη δουλειά του. Ένα βρακοφόρο άνδρα θυμάμαι πως τον παίδευε αρκετή ώρα, για να τον καταφέρει ν’ αγκαλιάσει ελαφρά τη βρακοφόρα γυναίκα του στον ώμο, καθώς αυτός αντιδρούσε, επηρεασμένος από την τούρκικη νοοτροπία που τον βάραινε τόσα χρόνια. Ίδρωνε και ξαναΐδρωνε ο Καμπάς, ώσπου να καταφέρει το «χουιλού» τον Αγιασώτη, ν’ αλλάξει πόζα στη φωτογραφία του.
 

 

Άλλος μερακλής στη φωτογράφηση ήταν ο στρουμπουλός Προκοπής Κουρκουλής, με τα φανταχτερά κοντομάνικα πουκάμισα, δώρα του φίλου του, του μετανάστη… Πανταχού παρών, σε κάθε εκδήλωση, στην κλειστή συντηρητική κοινωνία της Αγιάσου, καλαμπουρτζής και αθυρόστομος. Στο ιλουστρασιόν χαρτί, με ασπρόμαυρο μοτίβο απεικόνιζε ό,τι φεύγει από τη σύντομη ζωή μας και δεν ξαναγυρίζει πια.
 

 

Αντίζηλος του Κουρκουλή ο χαρισματικός Στρατής ο Χουτζαίος. Ανέβαινε από τη Μυτιλήνη, ακόμη και μέσα στα χιόνια, στην αγαπημένη του Αγιάσο, και ήταν κι αυτός κοσμαγάπητος. Σπεσιαλίστας στη δουλειά του, με μεγάλη υπομονή, φωτογράφιζε κάθε εβδομάδα τους γιους μου, για να έχω πάντα ζωντανές τις μορφές τους μέσα από τις φωτογραφίες τους. Ήταν τότε που τα παιδιά γελούσαν ανέμελα και δεν ήταν φοβισμένα από τραυματικά γεγονότα, που κάποτε πλήγωσαν κάποια άλλα… Πάντα αναρωτιόμουνα, όταν έβλεπα στις παλιές φωτογραφίες μια βλοσυρή δασκάλα και γύρω της αγέλαστα, συνοφρυωμένα παιδιά, που τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, κατά τον ποιητή…
 

 

Ακολουθεί ο Δουκάκης ο Χουτζαίος, πρόσφατα μακαρίτης, αεικίνητος και σεβνταλής για τη δουλειά του. Μάλλον προσπαθούσε να βαδίζει στα χνάρια του πατέρα του, του Σίμου. Του φωτογράφου των προπάππων, των πάππων και των πατεράδων μας, του καλλιτέχνη των ιστορικών και λαογραφικών φωτογραφιών, κάποιες από τις οποίες διασώθηκαν στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε πριν από χρόνια. Σε γυρίζουν πίσω, στο πέρασμα του χρόνου, και ζεις νοερά σε άλλες μακρινές εποχές…

Default 5
Ο Δουκάκης-Στυλιανός Σίμου Χουτζαίος (1926-2005) έκλεισε την οικογενειακή παράδοση της καλλιτεχνικής, ιστορικής και λαογραφικής φωτογραφίας. (Τη φωτογραφία παραχώρησε η Αργυρώ Δουκάκη Χουτζαίου)
Άλλος χαρισματικός του είδους του ήταν ο Μυτιληνιός Γρηγόρης Λημναίος, γνωστός με το απαξιωτικό παρατσούκλι «Γλίτζους», λάτρης της αγιασώτικης γενιάς. Κατέγραψε ήθη, έθιμα, λεσβιακά τοπία και πρόσωπα.
 

 

Στη δεκαετία του ’60 κι αργότερα οι φωτογράφοι δεν προλάβαιναν να ξεκουραστούν, καθώς οι υποψήφιοι μετανάστες χρειάζονταν φωτογραφίες. Τα υπερατλαντικά προξενιά μόνο με το φωτογραφικό φακό έφερναν από κοντά τα ζευγάρια από τις μακρινές πατρίδες του πλανήτη μας. Κάποτε ο Κουρκουλής, φωτογραφίζοντας μια κακομούτσουνη κοπέλα, από την Αγιάσο, της είπε: Γέλασι, μουρή Μαρ’γούλ’, μη σι δει γι Αμιρικάνους τσ’ απουχ’πήσ’! Όταν ετοίμασε τη φωτογραφία και την είδε αυτή, του είπε: Ρε Κουρκουλή, γω είμι έγιουτ’; Μη χειρότιρα! Κι ο Κουρκουλής της απάντησε: Εμ μηδί Θιος ένι μπόρισι α σι σ’νιφέρ’, γω θα σι σουλουπώσου!
 

 

Αργότερα κυκλοφόρησαν στο εμπόριο οι πρώτες μικρές φωτογραφικές μηχανές. Κάποτε ο πατέρας μου, με μια τέτοια μηχανή μας πήγε τα παιδιά, να φωτογραφηθούμε στα Κουρκουλούτσια. Εγώ είχα πολύ βήχα, θυμάμαι, και καθώς ήθελε να στείλει τις φωτογραφίες στο θείο μας στη Νέα Υόρκη, για να δει τα κοστουμάκια μας, που αυτός μας τα έστειλε, νευρίασα τον πατέρα μου και μου έδωσε ένα χαστούκι, που με πλήγωσε στην ψυχή, καθώς ήμουν 8-9 χρόνων μόνο. Ποτέ δεν ήθελα να με κακομεταχειρίζονται οι μεγάλοι. Αυτή η φωτογραφία πάντα με γυρίζει πίσω και με λυπεί. Τα οικογενειακά λευκώματα μάς ταξιδεύουν στο κοντινό και στο μακρινό παρελθόν και μας κάνουν να ξαναζούμε νοερά στιγμές όμορφες και άσχημες, κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα, που δε ζουν πια. Μας κάνουν να πιστεύουμε πως ο ιστός της ζωής μας είναι πολύ λεπτός και εύθραυστος και πως η αξία της ασπρόμαυρης διαχρονικής φωτογραφίας είναι ό,τι πιο πολύτιμο για τις μετέπειτα γενιές. Αυτό συνέβαινε, όταν η τεχνολογία δεν είχε να μας χαρίσει κάμερες και έγχρωμες παραστάσεις της ζωής, αλλά και ούτε την οθόνη της TV, για να ξαναζωντανεύει ανθρώπους και υποθέσεις, που έχουν γραφεί στο μακρινό παρελθόν.
 

 

Αποδίδουμε φόρο τιμής στους αξέχαστους φωτογράφους, που ακούραστα περπάτησαν τα ανηφορικά καλντερίμια της πανέμορφης παραδοσιακής μας Αγιάσου, για να χαρίσουν στους μετέπειτα αναμνήσεις και συγκινήσεις μέσα από το ασπρόμαυρο χαρτί της τέχνης τους με την αλλοκαιρινή γοητεία του.

ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ – ΧΟΥΤΖΑΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 160/2007

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ. Ένας δεξιοτέχνης του βιολιού

Default 1
Ο δεξιοτέχνης του βιολιού Χαρίλαος Ρόδανος… Από τη χοροεσπερίδα του «Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών» στο Κέντρο της Αγιάσου «Φαμάκα» (6-8-1996)
Ο Νίκος Διονυσόπουλος στην έκδοση “Λέσβος Αιολίς”. Τραγούδια και χοροί της Λέσβου» γράφει, αναφερόμενος στους μουσικούς της Αγιάσου (σελ. 81):«Ο Χαρίλαος και ο Σταύρος Ρόδανος, οι τελευταίοι μουσικοί από την περίφημη αγιασώτικη κομπανία «Οι Άννες», εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο το αγιασώτικο μουσικό χρώμα. Το γεγονός ότι ένα πλούσιο ρεπερτόριο από παλιούς σκοπούς και τραγούδια επιβιώνει ως τις μέρες μας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία και στη μουσική τους μνήμη. Ο Χαρίλαος είναι η περίπτωση του λαϊκού βιολιστή, του οποίου η μουσική παιδεία τίθεται στην υπηρεσία της παραδοσιακής μουσικής…».
Προσωπικά θυμάμαι το Χαρίλαο Ρόδανο εδώ και πολλά χρόνια να μη λείπει από καμιά μουσική εκδήλωση στην Αγιάσο: πανηγύρια, γλέντια, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου, χοροεσπερίδες και άλλα. Οι ήχοι του βιολιού του, πραγματικά μαγευτικοί, ευφραίνουν την ψυχή, κερδίζουν το ζεστό χειροκρότημα. Η δεξιοτεχνία του αναγνωρίζεται απ’ όλους, γι’ αυτό άλλωστε και οι σόλο εκτελέσεις παραδοσιακών και κλασικών συνθέσεων είναι απολαύσεις μοναδικές. Στην πλάτη του έχει οκτώ δεκαετίες ζωής και πάνω από εξήντα χρόνια μουσικής προσφοράς. Όταν συζητάς μαζί του, νιώθεις τα μουσικά πράγματα από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα να παρουσιάζονται ζωντανά μπροστά σου. Είναι πραγματικά βαρύ το φορτίο του πολιτισμού που κουβαλά στις πλάτες του, ανεξάντλητος ο πλούτος των εμπειριών του, ατέλειωτες οι γνώσεις του. Ανταμώσαμε το πρωί της Κυριακής του Πάσχα σ’ ένα καφενείο της Αγιάσου. Αρχικά κουβεντιάσαμε για τις δύο πρόσφατες κυκλοφορίες, μια του Συλλόγου Αγιασωτών και μία του Πανεπιστημίου Αιγαίου και των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στις οποίες συμμετείχε. Γρήγορα όμως ανοίξαμε τη συζήτηση και σε άλλα θέματα. Χείμαρρος αληθινός ο Χαρίλαος, σε προκαλεί και σε προσκαλεί να τον ρωτάς συνέχεια και σε καθηλώνει με τις γνώσεις του. Γέμισα το μπλοκάκι μου με σημειώσεις, χωρίς βέβαια να εξαντλήσω το θέμα. Με την ικανοποίηση όμως ότι κάτι απέσπασα τον ευχαρίστησα και ανανεώσαμε το ραντεβού και για μια άλλη φορά.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Χαρίλαος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το Νοέμβριο του 1914. Ο πατέρας του Στρατής ήταν μουσικός και παρέδιδε μαθήματα μαντολίνου και πνευστών. Σε ηλικία 15 χρόνων ο Χαρίλαος αγόρασε μαντολίνο και άρχισε μαθήματα, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο με νότες. Όταν ολοκλήρωσε τη μέθοδο, άρχισε να βοηθά τον πατέρα του και να παραδίδει και ο ίδιος μαθήματα μαντολίνου. Στα 1930 έπαιζε στο κέντρο του «Κήπου της Παναγίας» στην Αγιάσο μια ορχήστρα, που ο βιολιστής της ήταν Ούγγρος. Ο Χαρίλαος μαγεύτηκε από τους ήχους του βιολιού που άκουγε για πολλές μέρες και αποφάσισε να μάθει βιολί. Το 1931 αρχίζει μαθήματα βιολιού στον παππού του Παναγιώτη, που ήταν κι αυτός μουσικός. Επειδή δεν είχε χρήματα να αγοράσει βιολί, ταχυδρομεί γράμμα σε μία θεία του στην Αμερική και της ζητάει να του στείλει ένα βιολί. Εκείνη ανταποκρίνεται στέλνοντας ένα φτηνό βιολί, που για προσωρινά τον ικανοποιούσε. Το 1932 πεθαίνει ο παππούς του και ο εγγονός, αφού κληρονόμησε το βιολί, άρχισε να αγοράζει και μεθόδους. Ήταν τέτοια η επιθυμία του, που ενώ το πρωί δούλευε ως μαθητευόμενος επιπλοποιός, το βράδυ μελετούσε βιολί. Το 1933 η κομπανία του πατέρα του τον κάλεσε να παίξει σ’ ένα γάμο. Εκείνος αρχικά δίστασε, αλλά πήγε. Έπαιζε όλη τη νύχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μαζί με τις 700 δραχμές, πάρα πολλά λεφτά για τα χρόνια εκείνα, κέρδισε τη φήμη του πολύ καλού οργανοπαίχτη. Σε λίγες μέρες μια παρέα Αγιασωτών που διασκέδαζε στο Σταυρί κάλεσε την κομπανία και ζήτησε και το «μικρό». Με τη δεύτερη εμφάνισή του καθιερώθηκε και δούλεψε επαγγελματικά μέχρι το 1935 που πήγε στρατιώτης.

 
Μετά τον πόλεμο του ’40, με τον πατέρα του, τον αδελφό του και άλλους μουσικούς συγκροτούν κομπανία με έγχορδα και πνευστά, ξακουστή σε όλο το νησί με την προσωνυμία «Άννις». Από το 1959, εξαιτίας της μετανάστευσης, μειώνεται ο κόσμος στα χωριά και οι δουλειές λιγοστεύουν απελπιστικά. Αναγκάζεται να κατέβει στη Μυτιλήνη και να δουλέψει σε διάφορα κέντρα, με πρώτο ένα «καμπαρέ» πολυτελείας της εποχής, το «FEMINA», που είχε ένα πλούσιο πρόγραμμα και του έδινε πολλά χρήματα. Στη Μυτιλήνη μένει μέχρι το 1975 που επιστρέφει στην Αγιάσο, την οποία βέβαια δεν είχε εγκαταλείψει, αφού συμμετείχε τόσο στις εκδηλώσεις του «Αναγνωστηρίου» όσο και στις γιορτές και στα πανηγύρια του χωριού. Συνεργάζεται με την οικογένεια Ζαφειρίου και δημιουργούν νέα ορχήστρα. Από το 1990, στο χώρο του Αναγνωστηρίου αρχίζει να παραδίδει μαθήματα βιολιού, μαντολίνου, κιθάρας και μπουζουκιού στα παιδιά του χωριού, δημιουργώντας παιδική ορχήστρα. Μέχρι σήμερα ο Χαρίλαος, παρά τα 83 του χρόνια, αεικίνητος, προσηνής και δημιουργικός, παρέα με το βιολί του εξακολουθεί να παραδίδει μαθήματα, να συμμετέχει στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου, στις μικρές και στις μεγάλες χαρές των Αγιασωτών τόσο στο χωριό όσο και στην Αθήνα.

 

– Κύριε Χαρίλαε, ύστερα από τόσα χρόνια στις ορχήστρες, πότε νομίζετε ότι οι άνθρωποι διασκέδαζαν καλύτερα;
– Τα παλιότερα χρόνια, πριν από το 1960, οι άνθρωποι αισθάνονταν την καλή μουσική και ξεχώριζαν τους καλούς μουσικούς. Ευχαριστιόνταν πολύ να ακούνε, να τραγουδάνε και να χορεύουν παραδοσιακά και σμυρνέικα τραγούδια. Πολλές φορές οι ορχήστρες έπαιζαν μέχρι το πρωί και οι γλεντιστάδες δεν πήγαιναν στη δουλειά. Προτιμούσαν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους. Οι καινούργιες γενιές δεν καταλαβαίνουν, δεν αισθάνονται την καλή μουσική, δεν ξεχωρίζουν το ωραίο από το άσχημο. Διασκεδάζουν με κατασκευάσματα που δεν έχουν μουσικότητα ούτε στίχο ούτε τίποτα. Η τηλεόραση και η δισκοπαραγωγή έχουν χαλάσει και το μουσικό αισθητήριο και την «ακουστική» των νέων ανθρώπων.

 

– Ποιος νομίζετε ότι φταίει γι’ αυτή την αλλαγή; – Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Θα σου πω μερικούς.
– Φταίνε οι μουσικοί που έβγαλαν από το ρεπερτόριο τους τα παραδοσιακά και τα σμυρνέικα τραγούδια. Φταίνε οι οργανοπαίκτες που όταν παίζουν χρησιμοποιούν μηχανήματα με πολλά βατ, τα οποία είναι πολύ ενοχλητικά στους κλειστούς αλλά και στους ανοιχτούς χώρους. Αυτοί οι θόρυβοι χαλάνε, παραμορφώνουν τη μουσική και δε γίνονται δεκτοί από τα αυτιά των ακροατών. Φταίνε και τα ΜΜΕ που προβάλλουν συνεχώς φτηνά μουσικά κατασκευάσματα,, παρασύροντας τους νέους και αλλοιώνοντάς τους το μουσικό αισθητήριο.

 

– Παλιότερα διασκέδαζε ο κόσμος περισσότερο ή σήμερα;
– Παλιότερα οι άνθρωποι διασκέδαζαν περισσότερο και διασκέδαζαν πραγματικά. Συγκινούνταν από τη μουσική και συμμετείχαν στα γλέντια. Σήμερα έχουν χορτάσει από την τηλεόραση, το βίντεο και τις κασέτες και δείχνουν αδιαφορία. Γι’ αυτό άλλωστε οι μοναδικές δημόσιες διασκεδάσεις είναι κάποιες χοροεσπερίδες. Παλιότερα κάθε λίγο και λιγάκι είχαμε και ένα γλέντι: σε σπίτια, σε καφενεία, σε πλατείες.

 

– Ποιοι ήταν οι πιο γλεντζέδες στο νησί;
– Πολύ γλεντζέδες ανθρώπους είχαν τα Βασιλικά, η Αγία Παρασκευή, η Συκαμιά, η Γέρα, η Συκούντα, το Ίππειος, το Πλωμάρι και η Αγιάσος. – Μουσικούς καλύτερους είχαμε παλιότερα ή σήμερα;

 

– Η Λέσβος παλιότερα ήταν ξακουστή για τους μουσικούς της.
– Την ονόμαζαν Κέρκυρα, γιατί είχε πολλές και καλές ορχήστρες, τόσο λαϊκές όσο και ελαφρές ευρωπαϊκές και σπουδαγμένους μουσικούς, με γνώσεις και μουσική παιδεία. Οι περισσότεροι από τους καινούργιους, κυρίως τα μπουζούκια, δεν ξέρουν μουσική. Μαθαίνουν πρακτικά και παίζουν από κασέτες. Δεν είναι σε θέση ούτε νότες να διαβάσουν ούτε διασκευή να κάνουν. Σήμερα το νησί μας πάσχει τόσο από μουσικούς όσο και από ορχήστρες.

 

– Ποιες αλλαγές έφερε στις ορχήστρες και στα μουσικά πράγματα η εμφάνιση του μπουζουκιού;
– Το μπουζούκι μπήκε στις ορχήστρες ύστερα από το 1950 και αμέσως έγινε αρχηγός και τα άλλα όργανα έγιναν δευτερεύοντα. Πριν, αρχηγός ήταν το βιολί. Με την είσοδο του μπουζουκιού αλλάξανε οι συνθέσεις των τραγουδιών και όλα έγιναν σε στιλ μπουζουκιού. Οι αλλαγές που έφερε ήταν προς το χειρότερο, γιατί το μπουζούκι δε δένει με όλα τα όργανα. Πολλές φορές μοιάζει ξένο. Γι’ αυτό άλλωστε και στα δημοτικά τραγούδια δεν υπάρχει μπουζούκι, δεν έχει θέση. Στη δημοτική μουσική πρωταγωνιστούν τα άλλα έγχορδα και τα πνευστά, το μπουζούκι δεν ταυτίζεται μαζί τους, δε χωράει. Γενικά πιστεύω ότι το μπουζούκι χάλασε τη μουσική μας.

Default 5
Ο Χαρίλαος Ρόδανος με το σαντουριέρη Κώστα Ζαφειρίου και τον κιθαρίστα αδελφό του Σταύρο Ρόδανο (Αγιάσος 1994). (Λέσβος Αιολίς. Τραγούδια και χοροί της Λέσβου. Συλλογή-επιμέλεια: Νίκος Διονυσόπουλος, [Αθήνα 1996], σ. 89)
– Γιατί πιστεύετε ότι η παραδοσιακή μουσική συγκινεί και αρέσει;
– Η παραδοσιακή μουσική, τα δημοτικά και τα σμυρνέικα τραγούδια είναι βγαλμένα από τη ζωή και την ψυχή των απλών ανθρώπων, είναι βιώματα, φέρνουν αναμνήσεις και προκαλούν συγκίνηση. Η παραδοσιακή μουσική είναι αθάνατη, γιατί είναι πραγματική, δεν είναι κατασκεύασμα της στιγμής, για να καταναλωθεί δύο τρεις μήνες και μετά να εξαφανιστεί. Εγώ προσωπικά έκανα και κάνω αγώνα για να τη διασώσω. Έχω γράψει σε νότες 200 περίπου παραδοσιακούς σκοπούς, αλλά δεν έχω χρήματα να τα εκδώσω. Έχω κάνει ηχογραφήσεις στο Αναγνωστήριο και έχω παίξει σε πέντε δίσκους του Συλλόγου Αγιασωτών, του Σίμωνα Καρρά και του Νίκου Διονυσόπουλου. Από το 1990 κάνω μαθήματα σε μικρά παιδιά, δημιούργησα παιδική ορχήστρα και έκανα εφτά εμφανίσεις με τους μαθητές μου.

 

– Κύριε Χαρίλαε, είσαστε ευχαριστημένος από την αναγνώριση της προσφοράς σας;
– Τα τελευταία χρόνια η προσφορά, το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη μουσική αναγνωρίστηκαν από πολλούς. Χρήματα δεν έχω κερδίσει. Άλλωστε και τώρα που κάνω μαθήματα δεν έχω οικονομική υποστήριξη από κανένα φορέα. Μέχρι το 1993 έπαιρνα κάποια χρήματα από τη ΝΕΛΕ, μετά όμως τα έκοψαν. Εγώ όμως δεν μπορούσα να σταματήσω τη δουλειά που είχα ξεκινήσει. Δεν μπορούσα να διώξω τα παιδιά, να κόψω το σεβντά τους. Συνεχίζω να διδάσκω και ικανοποιούμαι που αύριο κάποια από αυτά θα λένε ότι με είχανε δάσκαλο. Πάντως το χειροκρότημα που έχω κερδίσει είναι ανεκτίμητο. Γι’ αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος.(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. «Αιολικά Νέα». Δευτέρα 5 Μαΐου 1997, αρ. φύλλου 1834, σ. 20).

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 108/1998

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΑΛΕΣΗΣ. Άρχων Υμνωδός του Οικουμενικού Θρόνου

Ύφος ψαλτικό, κωνσταντινουπολίτικο. Φωνή απαλή, μελωδική. Ο ήχος της γεμίζει την εκκλησία της Παναγίας. Αν αφεθείς, στο άκουσμά της, μέσα στο χώρο το μυστηριακό, ρίγος συγκίνησης σε κυριεύει. Συμπλήρωσε εξήντα χρόνια στο ψαλτήρι επάνω. Επιδιώξαμε και είχαμε την ευτυχία να συζητήσουμε μαζί του. Απλός, προσηνής, ουσιαστικός, ειλικρινής, ευχάριστος.Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1926. Ο πατέρας του Αντώνης Βάλεσης, γεννημένος το 1887, ήταν τσαγκάρης. Η μητέρα του Μαριγούλα, το γένος Παναγιώτη Στεφανή, εξαδέλφη του παπα-Αλκιβιάδη Στεφανή, γεννημένη το 1886, ήταν αγρότισσα.Στο Δημοτικό Σχολείο, διευθυντή είχε τον Ευστράτιο Λιάκατο. Όταν πήγε στο τότε Ημιγυμνάσιο, τελείωσε την πρώτη τάξη και στη δεύτερη, σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, τον βρήκε ο πόλεμος του 1940.

Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και καλοί χριστιανοί, τον οδήγησαν προς την εκκλησία. Ντυνόταν παπαδάκι και έψελνε μαζί με άλλα παιδιά στο αριστερό ψαλτήρι, κοντά στον Παναγιώτη Καβαδά. Στο δεξιό ψαλτήρι ήταν ο Αθανάσιος Πούπουρας, ψάλτης Κωνσταντινουπολίτης, το ύφος του οποίου επηρέασε σημαντικά τον Στρατή. Η αγάπη του προς τους εκκλησιαστικούς ύμνους και η σωστή φωνή του τον οδήγησαν να γίνει μέλος της Χορωδίας του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, όπου συνάντησε μεγαλύτερους και ώριμους ερασιτέχνες της ψαλτικής, τους Ραφαήλ Σουσαμλή, Στρατή Αλτιπαρμάκη, Χαρίλαο Κορομηλά, Νίκο Τσεσμελή και άλλους.

Η άλλη του αγάπη, μετά την εκκλησία, ήταν το ποδόσφαιρο και η ομάδα του χωριού, ο «Όλυμπος», με τις μπλε-άσπρες φανέλες, στη διοίκηση του οποίου ήταν οι Δημήτριος Παπάνης, Νικόλαος Πιτιάς, Γιάννης Γούναρης, Γιώργος Κουτσκουδής, Αριστής Τζανετής και Απόλλων Στάικος. Ο πρώτος από αυτούς διαπίστωσε το ποδοσφαιρικό ταλέντο του μικρού Στρατή Βάλεση και τον προόριζε για τη βασική ομάδα.

Η επίθεση όμως των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, καθώς και η κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς την άνοιξη του 1941, άλλαξαν πολλά πράγματα. Πρώτα πρώτα σταμάτησε το σχολείο. Πού μυαλό για ποδόσφαιρο. Η κατοχή ήταν σκληρή. Η ανέχεια μεγάλη. Θυμάται πως υπήρξε περίοδος, που για 40 μέρες στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί ούτε κάστανα ούτε μήλα και πως στην οικογένεια έτρωγαν μόνο χόρτα και ελιές. Γύρω στο 1944, φίλοι του στο χωριό, ο Γρηγόρης Δημητρίου Παπουτσέλης (Παπέλ’) και ο Γιώργος Ταμβακέλης, που ήταν μαθητές, στη βυζαντινή μουσική, του δασκάλου Παναγιώτη Καβαδά, τον προέτρεψαν να παρακολουθήσει κι αυτός μαθήματα. Τους άκουσε και διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον Καβαδά, για έξι μήνες, αρκετούς για ν’ αποκτήσει γερές βάσεις, αφού, όπως ο ίδιος λέει, «ο Καβαδάς ήταν πολύ καλός δάσκαλος». Ο δάσκαλος του πήγε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ως ψάλτης. Ο Στρατής τον ακολούθησε και το 1945, σε ηλικία 19 χρονών, ορίστηκε αριστερός ψάλτης της εκκλησίας για ένα χρόνο. Εκεί τον άκουσε ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Α’ και είπε στον πρωτοπρεσβύτερο της Παναγίας, τον Νικόλα Παπουτσέλη: «τον αριστερό της Αγίας Τριάδας να τον κατεβάσεις στην Παναγία». Έτσι, το 1946 παίρνει το διορισμό του ως αριστερός ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας. Δεξιά έψελνε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πολύ καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής.

Default 2
Ανταλλαγή αναμνηστικών σε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεξιά διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Ο Στρατής ήδη είχε ερωτευθεί τη μουσική αυτή, τόσο πολύ, που εκτός της μελέτης που έκανε μόνος του παρακολουθούσε τις εκτελέσεις των ύμνων όλων των καλών ψαλτάδων της Μυτιλήνης. Εξελίχθηκε και βελτιώθηκε τόσο πολύ, που κάποια μέρα, στο παπουτσίδικο του πατέρα του, όπου βοηθούσε, ο παλιός του δάσκαλος, ο Καβαδάς, του λέει: «Εμ τώρα συ πρέπ’ να δείχτ’ς σι μένα…».Ευγνωμονεί το δάσκαλο του, που τον κατηύθυνε σωστά στα μονοπάτια της βυζαντινής μουσικής και σε ανταπόδοση του καλού που του έκανε, κάθε χρόνο, την ημέρα των ψυχών, μαζί με τους γονείς και τους νονούς του μνημονεύει και το όνομα του Παναγιώτη Καβαδά.Το 1949 στρατεύτηκε και παρουσιάστηκε μαζί με 17 Αγιασώτες, τον Παναγιώτη Βουνάτσο, τονΣτρατή Γεωργαλά και άλλους, στο Κέντρο Διαβιβάσεων, στο Βόλο. Σε 18 μέρες αποσπάστηκε στο Χαϊδάρι και εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής. Υπηρέτησε 37 μήνες, μέχρι το 1952.
Γύρισε στο χωριό και βρήκε τη μεγάλη του αγάπη, την ποδοσφαιρική ομάδα «Όλυμπος», διαλυμένη. Ορισμένοι όμως δραστήριοι παλιοί φίλαθλοι, όπως ο Στρατής Γαββές, ο Στρατής Βέτσικας και άλλοι, κατάφεραν και οργάνωσαν ξανά την ομάδα, με τη συμβολή του Στρατή Βάλεση και του γυμνασιάρχη Κώστα Τζηρίδη. Μάλιστα, με πρόταση του ίδιου του Στρατή, τα χρώματα της ομάδας, από μπλε-άσπρο έγιναν πράσινο-άσπρο. Κι αυτό, γιατί ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού. Στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του καινούργιου «Ολύμπου» ήταν ο δήμαρχος Στρατής Τραγάκης, ο Στρατής Γαββές, ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Παναγιώτης Βλαστάρης και ο ίδιος ο Στρατής Βάλεσης.Ευτυχής συγκυρία για την ομάδα: την εποχή αυτή ήρθε στην Αγιάσο ως γυμναστής στο Γυμνάσιο ο Χρίστος Μητσιώνης, άριστος επιθετικός ποδοσφαιριστής και αργότερα προπονητής στην ομάδα. Μαζί του ο «Όλυμπος» είχε πολύ καλές στιγμές.Ο Στρατής έπαιξε πέντε χρόνια ως αμυντικός. Θυμάται τη μαζική παρουσία του κόσμου. Κάθε αγώνα παρακολουθούσαν πάρα πολλοί θεατές, ιδιαίτερα εκδηλωτικοί, κυρίως στα παιχνίδια με τον «Αιγέα», την ποδοσφαιρική ομάδα του Πλωμαρίου. Το κάθε παιχνίδι, με την ομάδα αυτή, χαρακτηριζόταν από έντονο πάθος και από τις δυο πλευρές.
Για τους αγώνες αυτούς ο Στρατής θυμάται δυο περιστατικά και τα δυο στο Πλωμάρι. Την ομάδα μας, πάντα συνόδευε μεγάλος αριθμός φιλάθλων, στους αγώνες της έξω από το χωριό. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας φιλόλογος καθηγητής στο Γυμνάσιο, ο Κώστας Μπουζέας. Ψηλός, αδύνατος, σοβαρός, βαρήκοος, άριστος επιστήμονας, σεβαστός από τους μαθητές και από την κοινωνία της Αγιάσου. Φανατικός οπαδός του «Ολύμπου». Σ’ έναν αγώνα λοιπόν, στο Πλωμάρι, διαιτητής ήταν ο δικηγόρος Χιωτέλης, που αδικούσε κατάφωρα τον «Όλυμπο». Ο Μπουζέας καθόταν απέναντι από το γήπεδο, σ’ ένα μπαλκόνι. Αγανακτισμένος ο Μπουζέας από την αδικία, κατέβηκε μέσα στο γήπεδο και άρχισε να προτρέπει τους παίκτες ν’ αποχωρήσουν. Αντέδρασε ο διαιτητής και λέει στον Μπουζέα: «αν αποχωρήσουν, η ομάδα θα τιμωρηθεί. Είμαι δικηγόρος και ξέρω τους νόμους». Και ο Μπουζέας: «Απορώ, κύριε Χιωτέλη, τίνα σχέσιν έχει η υψηλόφρων θέμις με τα κάτω άκρα». Και η ομάδα αποχώρησε. Σ’ έναν άλλον πάλι αγώνα, έγινε ένα φάουλ εις βάρος του «Αιγέα», έξω από την περιοχή του. Τρέχει ο Δημήτριος Προκοπίου Τσαμπλάκος (Μανάρικος) να το χτυπήσει. Ο Στρατής, έχοντας εμπιστοσύνη σε γερό αριστερό του σουτ, τον εμποδίζει και εκτελεί ο ίδιος το φάουλ. Η μπάλα μπαίνει στα δίχτυα, τα τρυπά, χτυπά στον απέναντι τοίχο και κατεβάζει ένα κομμάτι σοβά. Σε χρόνο μηδέν, κατεβαίνει ο πρόεδρος του «Αιγέα» και λέει στον Στρατή: «πιο σιγά, θα σκοτώσεις κανέναν άνθρωπο». Όταν πρόεδρος του «Ολύμπου» ήταν ο Στρατής Τζίνης, ο Σύλλογος ανέβαζε και θεατρικές παραστάσεις για την ενίσχυσή του. Σε μια από αυτές, στην κωμωδία του Ψαθά «Φον Δημητράκης», με σκηνοθέτη τον Ηλία Ψυρκούδη, έλαβε μέρος και ο Στρατής.
Default 6
Ο Ευστράτιος Βάλεσης με άλλους ιεροψάλτες κατεβαίνει από την εξέδρα υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη, για να λάβει μέρος στη μεγάλη πομπή, στις 12-8-2006, στην Αγιάσο
Ας γυρίσουμε όμως στην ψαλτική. Όταν απολύθηκε από το στρατό, το 1952, στη θέση του αριστερού ψάλτη είχε τοποθετηθεί ο Προκόπης Λιγέλης. Σ’ ένα χρόνο φεύγει ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Λιγέλης ορίζεται δεξιός και κατεβαίνει πάλι ως αριστερός ψάλτης από την Αγία Τριάδα, όπου είχε πάει ο Στρατής Βάλεσης. Μέχρι το θάνατο του Λιγέλη διακόνησε στο αριστερό ψαλτήρι.Με τη γυναίκα του τη Σοφία, το γένος Παναγιώτη Παπάνη, ειδώθηκαν και αλληλοερωτεύθηκαν σε μια κηδεία. Οι επαφές τότε γίνονταν με νεύματα. Η σχέση, αδιάλειπτη για τρία χρόνια, οδήγησε στο γάμο το 1955. Καρποί του γάμου είναι ο Αντώνης (1959), απόφοιτος της Νομικής και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που ασχολείται έντονα με τη δημοσιογραφία. Ακόμη ένας γιος, ο Παναγιώτης (1965), είναι ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.
Default 9
Στιγμιότυπο από την ακολουθία του Όρθρου της Εορτής της 15ης Αυγούστου, στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιάσου, όπου χοροστάτησε η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Στο δεξιό ψαλτήρι διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Εξήντα χρόνια λοιπόν διακονίας στην ψαλτική τέχνη. Πώς αυτό να περάσει απαρατήρητο; Έτσι, κάποιο βράδυ του Αυγούστου, μετά το Μεγάλο Εσπερινό της παραμονής της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, στο Συνοδικό της Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος παρουσίασε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο το δεξιό ψάλτη και του έπλεξε το εγκώμιο. Εντελώς αυθόρμητα ο Πατριάρχης, για να δείξει τη μεγάλη του ικανοποίηση για τον άνθρωπο αυτό, τον ονομάζει «Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού Θρόνου», οφίκιο που θα του αποδοθεί στις 23 Οκτωβρίου από το Μητροπολίτη Μυτιλήνης.
Default 12
Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μετά την αναγόρευση του Ευστρατίου Βάλεση σε Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού θρόνου, του χαρίζει εικόνα της Παναγίας. Παρίστανται οι Σεβ. Μητροπολίτες Μυτιλήνης Ιάκωβος (αριστερά) και Δημήτριος Σεβαστείας (δεξιά), καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Συκής
Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα στο Χριστοφίδειο Γυμναστήριο Αγιάσου.
Άξιος ο Στρατής ο Βάλεσης. Τον ευχαριστούμε. Για τα τόσα χρόνια προσφοράς του στην εκκλησία και στο χωριό. Γι’ αυτό που είναι. Για την καλοσύνη του, την ευπρέπεια και την ταπεινοφροσύνη. Και γιατί μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του, για δυο ώρες, όλα όσα αφορούν τη ζωή του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 158/2007

Ο ΚΛAPINTΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

Στις 26 Αυγούστου 2003, παραμονή του Αγίου Φανουρίου, επισκέφτηκα στο σπίτι του, στην οδό Σαρανταπόρου, στα σύνορα Αμυγδαλιάς-Μπουτζαλιάς, τον κλαριντζή Μιχάλη Μουτζουρέλη ή Λαγό και του πήρα συνέντευξη. Η καθυστέρηση της δημοσίευσής της οφείλεται στο ότι ήθελα να τη συμπληρώσω με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία της προπολεμικής και της μεταπολεμικής σκληρής πραγματικότητας. Το πλήθος των ανειλημμένων υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την εφησυχαστική αναβλητικότητα, δε μου επέτρεψαν να φέρω σε πέρας την εργασία πριν από την αποδημία στην Ξάνθη, στις 20 του Οκτώβρη του 2005, του καλού φίλου και συνεργάτη, ο οποίος θάφτηκε την επομένη στη γενέτειρά του, στο Κοιμητήρι της Περασιάς. Η παρούσα δημοσίευση δεν παρέλκει, αφού η μνήμη της επωφελούς δράσης των ανθρώπων πρέπει να είναι διαχρονική.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης αυτής αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά το συνάδελφο Γρηγόρη Μιχ. Μουτζουρέλη, για όσες φωτογραφίες έθεσε στη διάθεσή μου, αλλά και το συνεργάτη Παναγιώτη Μιχ. Κουτσκουδή, για το χρήσιμο ενημερωτικό υλικό που μου προώθησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στις 19 Ιουλίου 1921 στην Αγιάσο. Γονείς μου ο Γρηγόρης Δημήτρη Μουτζουρέλης ή Λαγός και η Αικατερίνη (Κατίνα) Δημήτρη Λαλά*. Με τους Λαλάδες, που λέγονται «Ζιμπικούδια», δεν είχε η μητέρα μου συγγένεια. Πρόκειται για συνωνυμία. Ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης, είχε πρόβατα, αλλά καταγινόταν και με αγροτικές δουλειές, όπως και η μητέρα μου. Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, βοσκίζοντας τα πρόβατά του στην «Αγια-Φουτιά», στις Λάμπες, κειτόταν σε μια αλυγαριά, τυλιγμένος στη χλαίνη του. Ένας περαστικός, που ήταν από την περιοχή και που λεγόταν, θαρρώ, Παναγιώτης Τρανταλής, τον είδε και του είπε: Ε Γληγόρ’, σα λαγός κάθισι! Απ’ αυτό έμεινε το παρατσούκλι Λαγός, που το έχουμε και εμείς. Ηταν όμως και γρήγορος και περπατούσε πολύ. Ίσως και αυτό να συνετέλεσε στο να του μείνει το Λαγός.
Default 3
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί, Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Μουτζουρέλης, Στρατής Παπάνης, Στρατής Ψύρρας, Δημήτρης Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ως τσομπάνης ο πατέρας μου έπαιζε φλογέρα. Κάποτε ένας Αγιασώτης έμπορας έφερε από τη Σμύρνη ένα ζουρνά, για να τον παίξουν τις Απόκριες. Τον έδωσαν στον πατέρα μου, που έπαιζε καλή φλογέρα, και αυτός τον κράτησε. Από τότε έγινε ζουρνατζής και συνέχισε το επάγγελμα, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την κτηνοτροφία. Ζουρνά έπαιζε τα χρόνια αυτά και ένας άλλος Αγιασώτης, ο Αντρέας Χατζηκινάκης (Αντριγιάς του Χατζηκινάν’). Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου ως οργανοπαίχτης και σιγά σιγά καθιερώθηκε. Έλεγε μάλιστα πως το μουσικό όργανο που έπαιζε το λένε «ζορινά» και όχι «ζουρνά», γιατί είναι δύσκολο. Απαιτεί αντοχή, θέλει γερά πνευμόνια. Όταν έπαιζε, φούσκωνε, «κνηκάτιζε». Τα «τσαμπ’νάρια» του ζουρνά του τα προμηθευόταν στην αρχή από τη Σμύρνη. Μετά όμως έμαθε να τα φτιάχνει ο ίδιος. Πήγαινε στη Λάρσο, στα «γκιόλια», έκοβε άμεστα καλάμια και με αυτά έφτιαχνε τα «τσαμπ’νάρια», όπως του είχαν δείξει.Ο πατέρας μου πέθανε το 1941. Βοηθό του είχε τον πρωτότοκο γιο του, τον Ανέστη ή Αριστή, γεννημένο το 1913, και μακαρίτη σήμερα, ο οποίος έπαιζε νταβούλι. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, πολλά στόματα, και έπρεπε να δουλέψουμε, για να επιβιώσουμε. Εκτός από τον Αριστή και από εμένα ήταν η Δέσποινα, χήρα του Γιώργου Τακιδέλη (Μαν’τάπ’), και οι επίσης μακαρίτες Γιώργος και Γιάννης. Γεννήθηκαν και δυο άλλα παιδιά, η Αγγελική και ο Δημήτρης, αλλά πέθαναν σε μικρή ηλικία.Στο Δημοτικό γράφτηκα το 1928. Την πρώτη χρονιά πήγα στο «Αγριγιώτ’κου». Στη δευτέρα τάξη μας χώρισαν. Χώρια οι Μπουτζαλιώτες, χώρια οι Αγριγιώτες. Εγώ πήγα στο «Μπουτζαλιώτ’κου». Στην πρώτη τάξη είχα δάσκαλο το Βασίλη το Γαλετσέλη. Δεν ήταν τόσο καλός δάσκαλος. Δεν ήταν σαν τον Κακάβη και σαν το Φωτεινέλη. Στις άλλες τάξεις είχα δασκάλους το Φωτεινέλη, τον Κολαξιζέλη (Κακάβη), το Λίβανο (Μπασμπαλέλ’), την Καλυψώ Κωντή-Χατζηγιάννη και την Αντιγόνη Τακιδέλη (Ξ’νέλινα), που ήταν καλή δασκάλα. Πήγα και στην έκτη τάξη, αλλά δεν την τέλειωσα. Τα χρόνια ήταν άσχημα, φτωχικά. Έπρεπε να δουλέψουμε όλοι, για να ζήσουμε. Υπήρχαν στο χωριό και τάξεις Ημιγυμνασίου, με διευθυντή τον Ευάγγελο Γαρμπή, αλλ’ εγώ δεν ήταν δυνατόν να πάω. Μετά το Ημιγυμνάσιο, για να τελειώσεις, έπρεπε να πας στη Μυτιλήνη. Ήμουνα καλός μαθητής και έμαθα πολλά από τους δασκάλους μου. Θυμάμαι πως το σχολείο ήταν μεικτό, πως πηγαίναμε όλες τις μέρες, πρωί-απόγευμα, εκτός από την Κυριακή και το απόγευμα του Σαββάτου. Οι τάξεις είχαν μεγάλα θρανία, στα οποία κάθονταν τέσσερα παιδιά. Το μάθημα το αντιγράφαμε από τον πίνακα στο τετράδιο, για να το μάθουμε και για να το πούμε στο δάσκαλο την άλλη μέρα. Τα βιβλία ήταν λιγοστά. Εκτός από τα άλλα, θυμάμαι που μας έμαθε στην τρίτη τάξη, το 1931, μια προσευχή ο Κακάβης. Την έγραψε στον πίνακα, την αντιγράψαμε και πήγαμε στην Αγία Τριάδα. Ήταν Σάββατο. Γονατίσαμε και είπαμε την προσευχή, που ήταν για την αγωνιζόμενη Κύπρο: Κύριε, συ που ακούς την προσευχή μας ευλόγησε, να διαλύσουν τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν τ’ αδέλφια μας της Κύπρου και χάρισε τους το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας, και να δοξάζουμε και να υμνούμε το άγιο όνομά σου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η προσευχή αυτή και τη θυμάμαι ακόμη. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι τα συσσίτια. Τρώγαμε στο σχολείο. Από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Γυμνάγο, που ήταν γιος του Γεωργίου Γυμνάγου και της Ελένης Κουκουσά, της αδερφής του Ευστρατίου Κουκουσά, ο οποίος διατέλεσε Προσωπάρχης της Διεύθυνσης Αγροτικής Ασφάλειας, τον Παναγιώτη Αριστοφάνη Μολυβιάτη, το Βασίλη Παναγιώτη Πανάγη, τον Παναγιώτη Ευστρατίου Ανδρικού (Τσαμπλάκο), την Προκοπία Κουλάνη, τη Γρηγορία Μιλτιάδη Νουλέλη, που παντρεύτηκε αργότερα το δάσκαλο Παναγιώτη Νουλέλη (Ρουδιά), την προσφυγίνα Σοφία Χατζηκώστα, που έφυγε στην Αμερική, και άλλους.
Default 6
Στο Κέντρο του Βασίλη Γραμμέλη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη». Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Παπάνης, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, η τραγουδίστρια (ντιζέζ), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης (τζαζ) και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Όταν έφυγε το 1934 φαντάρος ο αδερφός μου Αριστής, τον διαδέχτηκα εγώ και βοηθούσα με το νταβούλι τον πατέρα μου στα διάφορα πανηγύρια, αλλά και σε γάμους και σε άλλα γλέντια και λογής λογής εκδηλώσεις. Έπαιξα τη χρονιά αυτή και στο γνωστό πανηγύρι του Ταύρου και το θυμάμαι πολύ καλά. Τις μουσικές εξορμήσεις μου στα διάφορα χωριά, Αγία Παρασκευή, Γέρα, Πηγή, Καγιάνι, Κάτω Τρίτος, Ίππειος, Ασώματος, Κεραμιά, Μυχού, Πολιχνίτο, Βασιλικά, Μανταμάδο, Βρίσα, Παναγιούδα, αλλά και σε άλλα, τις συνέχισα και αργότερα με τον αδερφό μου, όταν αποστρατεύτηκε. Παράλληλα όμως καταγινόμουνα και με αγροτικές δουλειές, γιατί η μουσική, από την οποία παίρναμε, βέβαια, χρήματα, ήταν ευκαιριακή απασχόληση για τους περισσότερους οργανοπαίχτες. Εξάλλου δεν ήμασταν οι μόνοι μουσικάντες. Υπήρχαν και άλλοι, οργανωμένοι σε κομπανίες. Έπρεπε επομένως με κάθε τρόπο να βοηθώ τη φαμίλια μας.Όταν απολύθηκε ο Αριστής, ήθελε να μάθει κλαρίνο. Πήγε κατά το 1937 με τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον Κακούργο, στο Ίππειος και δοκιμάσανε το κλαρίνο του μουσικού και αργότερα καφετζή Αντώνη Βρανά. Το αγόρασε τότες τεσσεράμισι χιλιάρικα που ήταν κολόνες. Όπως ήταν φυσικό, πήγε στον Κακούργο να μάθει να παίζει. Πήρε δυο μαθήματα, αλλά σταμάτησε. Όταν ήρθε στο σπίτι, είπε στη μητέρα μας: Δεν ξαναπάω πια. Αμα ξαναπάω θα πεθάνω. Το φοβήθηκε το όργανο και σταμάτησε κάθε προσπάθεια.
Default 9
Η φωτογραφία και τα στοιχεία της ταυτότητας του Μιχάλη Μουτζουρέλη ως μουσικού. Στην προμετωπίδα του παρόντος εικοσιτετρασέλιδου σταχωμένου δελτίου, διαστάσεων 10 x 9 εκ., αναγράφονται τα παρακάτω: ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΛΕΣΒΟΥ. ΕΔΡΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ. ΑΡΙΘ. ΕΓΚΡ. 123/1935 ΠΡΩΤΟΔ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕΛΟΥΣ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΝ.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα ζήτησα να το πάρω εγώ το κλαρίνο, χωρίς χρήματα, για να μάθω. Ο Αριστής ήταν τσιγκούνης και δε μου το έδινε. Τελικά όμως τον κατάφερα και μου το έδωσε. Το πήρα στο σπίτι και άρχισα να το παίζω αλά φλογέρα. Είχα καταπιαστεί κάπως και με το μουσικό όργανο του πατέρα μας, δηλαδή με το ζουρνά. Συνέχισα έτσι ένα δυο χρόνια και σιγά σιγά έπιασα και κάτι έκανα. Εγώ δεν πήγα σε δάσκαλο. Είμαι αυτοδίδαχτος. Λίγο με καθοδήγησε, μια μέρα που ήρθε στο σπίτι, ο Αχιλλέας Σουσαμλής, καλός μουσικός, βιολιστής. Μια άλλη φορά με φώναξε ο Σταύρος ο Ρόδανος, που τότες έπαιζε κλαρίνο, και με έμαθε κάποια στοιχεία.Πρώτη φορά έπαιξα κλαρίνο στο δικό μας στέκι, στου Λαγού το «κουιτούκ’». Έπαιζαν οι Σουσαμλήδες, ο Αχιλλέας, ο Προκόπης, ο Ραφαήλ, ο Στρατής (Σιλέμ’ς) και ο Γιώργος Ζαφειρίου (Ζουγή). Απουσίαζε ο Κακούργος, γιατί ήταν μανισμένος και συνεργαζόταν τότες με τις Άννες, δηλαδή με τους Ρόδανους. Μια μέρα που καθυστέρησε να έρθει στην κομπανία ο Σιλέμ’ς, ο οποίος γάμπριζε, μου είπε ο Ραφαήλ να φέρω το κλαρίνο μου και να τον αντικαταστήσω προσωρινά. Ήμουνα αρχάριος και φοβόμουνα. Γύρεψαν οι πελάτες συρτό. Ντρέτα εγώ με τους άλλους. Παίξαμε τρεις τέσσερις σκοπούς και τα κατάφερα. Εντωμεταξύ ήρθε ο Σιλέμ’ς και εγώ ως αναπληρωματικός σταμάτησα. Παρ’ όλο που εγώ δεν ήθελα, ο Ραφαήλ επέμενε και μου έδωσε μερίδιο, για σεβντά, για να με ενθαρρύνει. Ετσι συνέχισα και καθιερώθηκα.
Default 12
Γυμναστικές επιδείξεις στο Γυμναστήριο της Αγιάσου το 1954. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Ψύρρας, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Μέχρι που ζούσε ο πατέρας μας, συνεργαζόμουνα μαζί του. Μετά το θάνατο του συνεργάστηκα με τον Αριστή και δημιουργήσαμε ένα φτηνό σχήμα, που είχε πέραση, που το ζητούσαν πολλοί. Η συνεργασία με τον αδερφό μου βάσταξε κυρίως ως τη χρονιά που έπιασε αγροφύλακας και αναγκάστηκε να περιορίσει τις άλλες δραστηριότητές του. Πρέπει να τονίσω πως στα χρόνια του Εμφυλίου τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί δεν έδιναν άδειες λόγω καταστάσεως. Θυμάμαι που πήγαμε με τον Αριστή το 1947 στο Καγιάνι, στις 7 και στις 8 Νοεμβρίου, παραμονή και ανήμερα των Ταξιαρχών. Από τη Μυτιλήνη πήρε άδεια ο καφετζής μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα. Αντίθετα ο σταθμάρχης της Βαρειάς, ο νωματάρχης, έδωσε άδεια μέχρι τις δυόμισι.Αργότερα συνεργάστηκα με πολλούς μουσικούς της Αγιάσου. Τριάμισι χρόνια περίπου δούλεψα με την κομπανία των Ρόδανων. Τρία περίπου χρόνια δούλεψα με την κομπανία την οποία αποτελούσαν ο Κομνηνός Παπουτσέλης (βιολί), ο αόμματος Στρατής Καυλακώνης (ακορντεόν), που δεν ήταν από την Αγιάσο, ο Σταύρος Κλήμος ή Κουντό (μπουζούκι) και ο Χριστόφας Συκής (κιθάρα). Ακόμη δούλεψα με τους Σουσαμλήδες. Επίσης δούλεψα κατά καιρούς με τους μουσικούς Γιάννη Σουσαμλή (Κακούργο), Πάνο Τζιτζίνα, Στρατή Ψύρρα (Μουζού), Γιάννη Μουτζουρέλη, Στρατή Αλτιπαρμάκη (Ρουγίδ’), Ευριπίδη Ζαφειρίου (Καζίνο), που αρχικά έπαιζε μπουζούκι και μετά έπιασε το κλαρίνο, Δημήτρη Αγρίτη (Παγώνα), Κώστα Ζαφειρίου, καθώς και με άλλους. Πρέπει να προσθέσω πως συμμετείχα και σε κάποιες εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου.
Default 15
Στις 28-10-1954, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου του ΟΧΙ, οι μουσικοί περιφέρονται στο χωριό και παίζουν εμβατήρια. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γιώργος Ζαφειρίου, ο Σταύρος Ρόδανος (νταούλι), ο Νικόλαος Ρόδανος, ο Τάκης Ζαφειρίου, ο Στρατής Ψύρρας, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Στρατής Παπάνης, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Στρατής Σουσαμλής.
Ήμουνα κλάση 1942. Τα χρόνια της Κατοχής και αυτά που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και για την πατρική μου οικογένεια, όπως και για όλους τους άλλους. Στρατεύτηκα το Νοέμβρη του 1946. Τότες κάλεσαν τις κλάσεις του 1940, 1941, 1942. Παρουσιαστήκαμε στη Μυτιλήνη. Μας έκλεισαν σε κάποιο σχολείο. Διοικητής ήταν ο Αντώνης Καμπαδέλης. Εκφώνησε μάλιστα και λόγο και μάθαμε πως θα πάμε στη Θράκη. Φύγαμε με το καράβι «Αρντένα». Ήμασταν η πρώτη αποστολή. Συνοδός μας ο αξιωματικός Μαγκότσος. Φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Θυμάμαι τους Αγιασώτες συστρατιώτες μου, το Γιώργο Σταύρου Γεωργαντή, θείο του δασκάλου Προκόπη Γεωργαντή, το Βασίλη Βαγιάνη Αβαγιανό, που πριν από χρόνια πέθανε, αν δεν κάνω λάθος, στην Αργεντινή, το Βασίλη Παναγιώτη
Default 18
Ο διευθυντής του περιοδικού παίρνει συνέντευξη από το Μιχάλη Μουτζουρέλη. (Αγιάσος, 26-8-2003)
Πανάγη, το Βασίλη Σταύρου Βασιλάκη (Αριστίγια), τον Ευστράτιο Γρηγόρη Βαγιάνα, τον Παναγιώτη-Βασίλη Ιωάννη Κορομηλά, τον Αντώνη Παναγιώτη Βερδούκα, τον Ευστράτιο Αχιλλέα Σουσαμλή, το Σιλέμ’, το Βασίλη Παναγιώτη Παραμυθέλη, που τραυματίστηκε αργότερα από νάρκη, το Νίκο Σπανό. Ανάμεσά μας ήταν και ο Μυτιληνιός Αλέκος Ζαχαριάδης, που πέθανε πριν από κανά δυο χρόνια. Θυμάμαι που ένας αξιωματικός τον ρώτησε τι του είναι ο Νίκος Ζαχαριάδης και αυτός απάντησε: Είμαστε ξαδέρφια! Ντυθήκαμε και ενταχτήκαμε στον Γ’ Λόχο, αλλά δεν πήραμε μέρος σε επιχειρήσεις. Οι εαμικοί που δεν ψηφίσαμε στις εκλογές του 1946, για επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ήμασταν ανεπιθύμητοι και μας έδιναν κίτρινο χαρτί για τα μετόπισθεν. Περάσαμε και από Υγειονομική Επιτροπή. Σε μένα βρέθηκε μυοκαρδίτιδα και βρογχικός κατάρρους. Ζήτησα να γυρίσω στο χωριό, να πουλήσω την κατσίκα που είχαμε και να «ξιγυριφτώ»! Ο γιατρός όμως μου είπε: Δε χρειάζεται, θα περάσουν με τον καιρό! Εντωμεταξύ ήρθε και η δεύτερη αποστολή. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν ο Παναγιώτης Βασίλη Μακαρώνης και ο Χριστόφας Αλκιβιάδη Γυρέλης, η Σουμπάρα, που τον γύρισαν πίσω. Με το καράβι που έφερε τη δεύτερη αποστολή ξαπόστειλαν τους περισσότερους και ανάμεσα σ’ αυτούς και εμένα. Έμειναν ο Βασίλης Παραμυθέλης, ο Νίκος Σπανός, ο Παναγιώτης Μακαρώνης…
Default 21
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλης με τη συμβία του Χαρίκλεια Παναγιώτη Σάββα.
Στις 3 του Γενάρη του 1954 παντρεύτηκα τη Χαρίκλεια Σάββα, την κόρη του Παναγιώτη και της Ουρανίας Σάββα (Φίδ’). Αποκτήσαμε δυο παιδιά, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι παντρεμένος με την Αδαμαντία Ερμολάου Χρυσάφη και υπηρετεί ως δάσκαλος στην Ξάνθη, και την Ουρανία, σύζυγο του Κώστα Γιώργου Αλτιπαρμπάκη, η οποία πέθανε το 1984 από μετεγχειρητική αιμορραγία αμυγδαλεκτομής. Έχω τέσσερα εγγόνια, δυο από το γιο, τη Χαρίκλεια και την Κατερίνα, και δυο από την κόρη, το Γιώργο και το Μιχάλη».*Στο Ληξιαρχείο αναγράφεται ως θυγατέρα Βασιλείου Μαΐστρέλη.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 157/2006