Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)
Άλλοτε η Αγιάσος είχε πολλά εργαστήρια, ήταν αυτάρκης σε βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Υπήρχαν σακοποιεία, βυρσοδεψεία, αγγειοπλαστεία, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, μαχαιροποιεία, κετσετζίδικα, ραφεία, καπιστράδικα, σαμαράδικα, παπουτσίδικα και τόσα άλλα. Σήμερα πολλά επαγγέλματα έχουν εκλείψει. Τα περισσότερα εργαστήρια έκλεισαν είτε γιατί ο κόσμος έφυγε στα αστικά κέντρα είτε γιατί τα προϊόντα τους έπαψαν να έχουν ζήτηση…
Ενδεικτικός του βιοτεχνικού οργασμού των Αγιασωτών είναι και ο παρακάτω πίνακας των υποδηματοποιών και των καλφάδων, οι οποίοι εργάζονταν στα 33 παπουτσίδικα που λειτουργούσαν στη δεκαετία 1950-1960 … Τον κατάρτισε ο εκλεκτός φίλος και συνεργάτης μας Γρηγόριος Ιωάννου Παπαπορφυρίου, ο οποίος εργάστηκε κοντά στον πατέρα του ως υποδηματοποιός, προτού φύγει στην Αμερική και εγκατασταθεί στην Αστόρια…
Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους … Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια… Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)
Οχι! Μη φανταστείτε πως το παιχνίδι μας αυτό είχε καμιά σχέση με την αρχαιότατη… τέχνη της κλοπής. Εμείς δεν παίζαμε καν το αγαπημένο παιχνίδι των πόλεων “κλέφτες και αστυνόμοι”, γιατί απλούστατα στο χωριό δεν είχαμε τέτοιου είδους εμπειρίες.
Τα “κλιψίματα” ήταν απλά ένα παιχνίδι τεχνικής και άσκησης των δέκα δακτύλων, ό,τι χρειαζότανε δηλαδή για τις κρύες μέρες του χειμώνα, που τα χιονισμένα καλντερίμια της Αγιάσου προσφερότανε μάλλον για σκι παρά για τρέξιμο και παιχνίδι. Ένα κομμάτι σπάγκος ως ένα μέτρο μακρύς ήταν το μόνο πράγμα, που χρειαζόμαστε, εκτός βέβαια και από έναν τουλάχιστο πρόθυμο συμπαίκτη. Από εκεί και πέρα η διάρκεια και η ποικιλία του παιχνιδιού εξαρτιόταν από την ευλυγισία των δακτύλων, τη φαντασία, τη δοκιμή, την επανάληψη και τέλος την… αποτυχία.
Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο σαφέστερος, αν και η όποια δύναμη της περιγραφής δεν είναι ικανή να δώσει παραστατικά όλη αυτή την πολύπλοκη διαδικασία του παιχνιδιού. Δέναμε λοιπόν τις δυο άκρες του σπάγκου και σχηματιζόταν ένας κύκλος. Κατόπιν πλέκαμε την κλωστή ανάμεσα στα δάκτυλα και των δύο χεριών με ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο και καλούσαμε το συμπαίκτη να μεταφέρει την κλωστή (να την “κλέψει”) στα δικά του δάκτυλα, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο πολύπλοκο… γεωμετρικό σχήμα. Οι κινήσεις ήταν βέβαια προκαθορισμένες και βγαλμένες από προηγούμενη εμπειρία, αλλά η τεχνική και η φαντασία έπαιζαν το δικό τους ρόλο για το σχήμα, που θα προέκυπτε κάθε φορά και δεν μπορούσαμε να το προκαθορίσουμε. Στην επόμενη φάση ο σπάγκος με καινούργιο “κλέψιμο” επέστρεφε στα δάκτυλα του πρώτου παίκτη με ένα καινούργιο πάλι σχήμα, συνήθως πιο πολύπλοκο από το προηγούμενο.
Νηματοπαίγνιο (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Η μεταφορά του σπάγκου από τον ένα συμπαίκτη στον άλλο συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, μέχρι να γίνει κάποιο λάθος στο “κλέψιμο”, να μπερδευτεί ο σπάγκος και να διαλυθεί το σχήμα, οπότε φτου και από την αρχή μέχρι… να βαρεθούμε το παιχνίδι. Εντωμεταξύ όμως είχαμε προλάβει να ονοματίσουμε κάθε σχήμα, που προέκυπτε, με ονόματα που εξήπταν την παιδική μας φαντασία και βλέπαμε στα δάκτυλά μας με τη βοήθεια του σπάγκου, να σχηματίζονται διαδοχικά πότε το ποταμάκι, πότε η κρεβατή (ο αργαλειός), πότε η πολυθρόνα, πότε το κρεβάτι, πότε η ξαπλωτήρα κλπ. κλπ.
Ύστερα από αυτά, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως το παιχνίδι είναι η πνευματική τροφή του παιδιού και πως μ’ αυτό οξύνει τις αισθήσεις του, πλάθει τα συναισθήματά του, καλλιεργεί τη φαντασία του και γενικά μορφοποιεί το χαρακτήρα του; Και δεν είναι ανάγκη τα παιχνίδια να είναι πολύπλοκα, πανάκριβα, ηλεκτρονικά ένα κομμάτι σπάγκος και λίγη φαντασία είναι αρκετά για να γεμίσουν την παιδική ψυχή με χιλιάδες εικόνες και όνειρα.
Το 1962, μου πρότειναν από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου, που τότε στεγαζόταν στο Χάνι, να γράψω την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας. Μου έφεραν ένα δεμένο βιβλίο με κόλλες πενταγράμμου και παρουσία και του Στρατή Τσόκαρου μου είπαν ότι η αμοιβή μου θα είναι πέντε δραχμές η σελίδα και εγώ δέχτηκα. Η αμοιβή μου αυτή τότες ήταν μικρή, γιατί η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη για ένα μουσικό, αλλά επειδή επρόκειτο για το Αναγνωστήριο δέχτηκα. Τότες πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο Πάνος Πράτσος και ταμίας ο φαρμακοποιός Πάνος Ευαγγελινός.
Εγώ την παραδοσιακή μουσική του νησιού μας την ήξερα πολύ καλά, γιατί επί αρκετά χρόνια έπαιζα με την ορχήστρα του πατέρα μου, που μπορώ να πω ότι ήταν ο καλύτερος την εποχή εκείνη, όχι μόνο γιατί ήξερε πάρα πολλά, αλλά και γιατί ό,τι έπαιζε με την τρομπέτα του το χρωμάτιζε, του έδινε ομορφιά. Άρχισα λοιπόν να γράφω συρτά, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, διάφορες μελωδίες και καθιστικά τραγούδια. Έγραφα αρκετό καιρό. Έγραψα στο βιβλίο αυτό και ρουμανικές χόρες και σέρβικα, που τα είχα μάθει από τον πατέρα μου και από το μεγάλο καλλιτέχνη του σαντουριού Γιώργο Χατζέλη ή Καχίνα, με τον οποίο έπαιξα κατά καιρούς.
Τέλος, όταν κάποια μέρα τέλειωσα αυτή τη δουλειά, πήγα στο παλιό Αναγνωστήριο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί ο δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οποίος μου υπόδειξε και έβαλα σε κάποιο σημείο του βιβλίου την υπογραφή μου. Το βιβλίο αυτό υπάρχει στο αρχείο του Αναγνωστηρίου. Από τότες μέχρι σήμερα γράφω. Έγραψα επίσης παραδοσιακή μουσική για το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και έστειλα βιβλίο παραδοσιακής μουσικής στο Υπουργείο Πολιτισμού. Επίσης έχω γραμμένα και πολλά άλλα μουσικά κομμάτια που βρίσκονται στο προσωπικό μου αρχείο.
Ο δεξιοτέχνης τρομπετίστας Ευστράτιος Ρόδανος (1923)
Η δεκαετία του 1930-1940 ήταν εποχή, που είχε ακμή η μουσική σε ολόκληρο το νησί και υπήρχαν αξιόλογες ορχήστρες στη Μυτιλήνη και στα κεφαλοχώρια, στο Πλωμάρι, στη Γέρα, στον Πολιχνίτο… Στην παραδοσιακή μουσική η Αγιάσος προπορευόταν. Τότες τα συγκροτήματα αποτελούνταν ως επί το πλείστον από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπέτα, τρομπόνι και μπάσο. Η ορχήστρα η δικιά μας ήταν αυτή την εποχή στην ακμή της. Τότες διασκέδαζε ο κόσμος με την οργανική μουσική, γι’ αυτό διακρίνονταν οι δεξιοτέχνες των διαφόρων οργάνων. Οι γλεντζέδες φώναζαν τη μουσική στα καφενεία ή στα σπίτια και έπρεπε να είναι και οι έξι, να είναι συμπληρωμένη η ορχήστρα. Πολλές φορές μας φώναζαν να παίξουμε σε κάποιο καφενείο και δε χόρευαν, μόνο άκουγαν τα ωραία παραδοσιακά κομμάτια που παίζαμε, τα σαρκιά, όπως το «Αμάν, Αλλάχ», το «Ισπαχάν», το «Αραβικό», το «Γιασελίμ», κάτι αθάνατα σμυρνιά: το «Ταμπαχανιώτικο», η «Γαλάτα», το «Ματζόρε», το «Μινόρε». Επίσης, όταν μας γύριζαν βόλτα στα καλντερίμια της Αγιάσου, παίζαμε τα ωραία αραβικά του δρόμου. Είχαμε πελατεία τις καλύτερες παρέες της Αγιάσου, όπως οι σοφέρηδες, οι φορτηγατζήδες και άλλοι. Αυτοί μας παίρνανε και καμιά φορά στη Μυτιλήνη. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ χειμωνιάτικο μας κατέβασαν στη Μυτιλήνη και παίζαμε σε κάποιο κεντρικό καφενείο της προκυμαίας, στο οποίο μαζεύτηκε κόσμος και μας άκουγε. Και άλλη μια φορά πάλι οι ίδιοι μας πήγαν σε κάποιο σπίτι του Πατσαβέλα, στη Μυτιλήνη, και ήρθαν απέξω από το σπίτι μουσικοί και έλεγαν «οι Άννες παίζουν». Φίρμα μεγάλη τότες.
Κάποτε, προπολεμικά, μου είπε ο πατέρας μου να σηκωθώ επάνω. Ήταν μεσάνυχτα, Δεκέμβρης του 1933. «Έλα μαζί μας», μου είπε, «να παίξεις βιολί. Θα πάμε σ’ ένα σπίτι, σε γάμο». Εγώ πανικοβλήθηκα. Είχα δυο χρόνια που άρχισα βιολί και του είπα ότι δεν ήμουν έτοιμος να παίξω με ορχήστρα. «Μη φοβάσαι», μου είπε, και έτσι πήγα, με φόβο βέβαια, αλλά μπόρεσα και έπαιξα μέχρι το πρωί. Δεν πέρασαν μερικές μέρες και με ξαναφώναξε. Αυτή τη φορά ήταν ξημέρωμα. «Πάμε να παίξουμε», μου είπε, «στο καφενείο του Λαμπέλη, στο Σταυρί». Ήταν μια παρέα από τις καλύτερες της Αγιάσου. Εκείνη η μέρα μου έμεινε στη μνήμη. Παίζαμε όλη τη μέρα και διαδόθηκε σ’ όλη την Αγιάσο πως παίζει η μουσική στο Σταυρί και πως παίζω κι εγώ βιολί. Τότες δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεόραση και η καλή μουσική ήταν περιζήτητη. Αμέσως ο κόσμος με αγκάλιασε. Ήμουν τότε 18 χρονών παιδί. Από κείνη τη μέρα πια έμεινα μόνιμος στην ορχήστρα του πατέρα μου όλο το χειμώνα του 1933, μέχρι που ήρθε η άνοιξη και στείλαμε τον αδερφό μου Σταύρο στη Μυτιλήνη, σε κάποιον καλλιτέχνη, τον καλύτερο, που λεγόταν μπαρμπα-Μιλτιάδης, για να μάθει κλαρίνο. Το καλοκαίρι του 1934 συμπληρώθηκε η ορχήστρα μας.
Με την πάροδο του χρόνου η ορχήστρα μας έγινε διάσημη σ’ όλο το νησί. Μας καλούσαν σε διάφορα χωριά, σε γάμους, σε χοροεσπερίδες, σε πανηγύρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μας στο επάγγελμα του μουσικού. Εγώ όμως δε σταμάτησα να μελετώ σ’ όλη τη ζωή μου. Προσπαθούσα να γίνω καλύτερος στο δύσκολο αυτό όργανο και νομίζω ότι κάτι κατόρθωσα.
Το 1900 το νησί μας ήταν τουρκοκρατούμενο. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 15 χρονών και σ’ αυτή την ηλικία έπαιζε τρομπέτα με την κομπανία του πατέρα του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ’). Ύστερα από πολλά χρόνια, μας διηγείτο πολλά γεγονότα της εποχής εκείνης, όταν ήταν παιδί 15 χρονών. Και θυμάμαι που μας είπε ότι τότες πήγαν να παίξουν σ’ ένα «σουνέτ’», σε κάποιο χωριό και την ώρα που έπαιζαν και διασκέδαζαν, ένας Τούρκος έβαλε ένα φέσι στο κεφάλι του. Επειδή ήταν μικρός, τον έκανε γούστο. Αυτός αμέσως άρπαξε το φέσι και το χτύπησε κάτω. Οι Τούρκοι το θεώρησαν προσβολή και σηκώθηκαν όρθιοι. Ως και οι γέροι Τούρκοι σηκώθηκαν, αλλά το Μαργιουλέλ’, άρπαξε ένα φέσι και το έβαλε στο κεφάλι του. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι μουσικοί. «Να βάλουμε φέσι, να βάλουμε», είπε και έτσι οι Τούρκοι ηρέμησαν. Τέτοια ιστορικά ανέκδοτα μας έλεγε πολλές φορές.
Θυμάμαι επίσης που μας είπε και κάτι άλλο. Παίζανε, μας είπε, σε μια πανήγυρη στη Γέρα και λίγο παραπέρα, σε άλλο καφενείο, έπαιζε η ντόπια μουσική, οι Κουτλήδες, που ήταν καλοί οργανοπαίχτες. Ήρθε κάποιος και τους είπε ότι την ερχόμενη Κυριακή θα γίνει ένας πολύ πλούσιος γάμος και σε λίγο οι συγγενείς θα βγουν να κάνουν βόλτα, ν’ ακούσουν τις μουσικές και να διαλέξουν για το γάμο. Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και πήγαν ν’ ακούσουν τη μουσική των Κουτλήδων. Αυτοί ήταν ενημερωμένοι και έπαιξαν ένα μαρς πολύ ωραία. Ύστερα ήρθαν σε μας. «Γιε μ’», είπε το Μαργιουλέλ’, «παίξε αυτό το ωραίο καραβλάχικο σόλο με την τρομπέτα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να πετύχουμε». Αμέσως αυτός άρχισε το σόλο με την τρομπέτα και τους καθήλωσε. Σε λίγο μπήκαν μέσα και τους έκλεισαν για το γάμο. Μ’ ένα σόλο που έπαιξε πήρανε το γάμο. Και άλλα πολλά μας έλεγε. Σε ηλικία 20 χρονών, το 1905, έφυγε στην Αμερική και εκεί έμεινε 8 χρόνια και επέστρεψε το 1913, οπότε και παντρεύτηκε.
Το 1992, με παρότρυνε ο Στρατής Χατζηφώτης, υπάλληλος του Ο.Τ.Ε. Αγιάσου, ν’ αρχίσω να διδάσκω ενόργανη μουσική σε κορίτσια και αγόρια, στο Αναγνωστήριο. Εγώ στην αρχή δίστασα, μετά όμως δέχτηκα, Ήταν σύμφωνος και ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος. Μέσα σε μια εβδομάδα γράφτηκαν γύρω στους 25 μαθητές, κορίτσια και αγόρια. Τα μαθήματα άρχισαν. Μου έφερε ο Στρατής Χατζηφώτης και πέντε έξι μικρά κιθαρόνια. Η αρχή για μένα ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να διδάξω τέσσερα όργανα: βιολί, κιθάρα, μπουζούκι και μαντολίνο. Και η ειδικότητά μου ήταν στο βιολί και στο μαντολίνο. Πήρα όμως μεθόδους μουσικής των παραπάνω οργάνων και κατόρθωσα να διδάξω και τα τέσσερα όργανα με μεγάλη επιτυχία. Οι μαθητές κάθε βράδυ έρχονταν και μέρα με τη μέρα προόδευαν. Η αμοιβή μου ήταν τριακόσιες δραχμές το μάθημα από τον κάθε μαθητή και ένα μηνιαίο δώρο των 15.000 δραχμών από το Αναγνωστήριο. Η διδασκαλία της μουσικής βάσταξε με πολλούς μαθητές γύρω στα τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό κάναμε εφτά εμφανίσεις στη σκηνή του Θεάτρου του Αναγνωστηρίου με μεγάλη επιτυχία, με ελεύθερη είσοδο. Ο κόσμος της Αγιάσου έτριβε τα μάτια του. Πάνω στη σκηνή δεκατρία κορίτσια και αγόρια, με τα όργανα στο χέρι, όταν άρχισαν να παίζουν, τα χειροκροτήματα ήταν ατέλειωτα. Πέρασα ευτυχισμένες στιγμές εκείνη την εποχή για το μεγάλο κατόρθωμα που πέτυχα. Στις συναυλίες αυτές έλαβε μέρος και η Παιδική Χορωδία του Πάνου Πράτσου με τραγούδια σμυρνέικα. Αυτή τη στιγμή που γράφω, οι μαθητές έμειναν πέντε έξι, γιατί μεγάλωσαν και πήγαν στο Γυμνάσιο και Λύκειο και έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας.
“Πενία τέχνας κατεργάζεται” λέγανε πολύ σοφά οι Αρχαίοι. Γι’ αυτό και μεις, γνήσιοι απόγονοι τους, μια και λόγω πενίας δεν είχαμε παιχνίδια αγοραστά, τέχνας κατεργαζόμαστε. Και η φαντασία και η εφευρετικότητά μας έκαναν θαύματα. Τα πιο απλά υλικά στα χέρια μας, χρησιμοποιώντας πάντα και την πείρα των μεγαλυτέρων, μετατρέπονταν σε πολύπλοκες κατασκευές, που όξυναν το νου, καλλιεργούσαν τη δεξιοτεχνία των χεριών και τελικά μας διασκέδαζαν ανέξοδα.
Για παράδειγμα, τι μπορείς να κάνεις με ένα καρύδι, εκτός από το να το σπάσεις και να το φας; Μα μπορείς με λίγη υπομονή και πολύ κόπο να το μετατρέψεις σε “καρδίστιργια”. Όλα τα υλικά που χρειάζονταν ήταν απλά και εύκολα να βρεθούν. Και φυσικά σαν τις συνταγές της μαμάς, χρειαζόμαστε πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο ξερό καρύδι, που έπρεπε να τριφτεί ώρα πολλή πάνω σε άγρια πέτρα από τις δυο πλάγιες μεριές του, ώστε να λεπτύνει το φλούδι μονάχα στο σημείο αυτό.
Κατόπιν με ένα μυτερό σουγιά ή άλλο ανάλογο εργαλείο ανοίγαμε δυο τρύπες αντικριστές, ίσα ίσα να χωράει ένα ξύλο στο πάχος και στο μήκος ενός μολυβιού. Κατόπιν από τις τρύπες ξεκουφαίναμε (αδειάζαμε) το περιεχόμενο του καρυδιού, ώστε να μείνει μόνο το εξωτερικό σκληρό περίβλημα, ό,τι έπρεπε δηλαδή, για να μεταβληθεί το άδειο πλέον καρύδι σε ηχείο. Μια τρίτη τέλος τρύπα μικρότερη έπρεπε να ανοιχτεί σε ένα ακόμα σημείο, στο κέντρο του καρυδιού.
Τώρα δεν έμενε πια παρά να βρούμε ευκαιρία να κλέψουμε το σφοντύλι (ένα μικρό κομμάτι ξύλο σε σχήμα κουραμπιέ) από το αδράχτι της γιαγιάς. Το αδράχτι ήταν το ξύλινο εκείνο εργαλείο, με το οποίο έκλωθαν το νήμα οι παλιές γυναίκες του χωριού. Και στις δυο περιπτώσεις το σφοντύλι έπαιζε το ρόλο του εξισορροποιητικού βαριδιού. Εάν λοιπόν εξασφαλίζαμε και το σφοντύλι, το παιχνίδι μας ήταν σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει και να δώσει εκείνον το μελωδικότατο (για τα δικά μας βέβαια αυτιά!) ήχο κρρρ-κρρρ-κρρρ.
Πώς γινόταν τώρα όλη η συνδεσμολογία. Πώς λέμε στις συνταγές τρόπος παρασκευής; Παίρναμε ένα μικρό και γερό κομμάτι σπάγκο. Τον περνούσαμε από τη μικρή τρύπα του καρυδιού και τον δέναμε σφιχτά στη μέση του ξύλου που είχε σχήμα και μέγεθος μολυβιού, όπως προαναφέραμε. Κατόπιν περνούσαμε το ξύλο στις δυο αντικριστές τρύπες του καρυδιού και τέλος στην κορυφή του ξύλου προσαρμόζαμε σφιχτά το σφοντύλι για αντίβαρο. Το παιχνίδι μας τώρα ήταν έτοιμο να λειτουργήσει.
Η καρδίστιργια (Σχέδιο Σοφίας Οικονομάκη)
Με τα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού κρατούσαμε σταθερά το καρύδι από τις δυο κορυφές και με το δεξί χέρι τραβούσαμε το σπάγκο, που προηγουμένως είχαμε προσεκτικά τυλίξει γύρω στο ξύλο. Πριν καλά καλά ξετυλιχτεί, χαλαρώναμε το τράβηγμα και με την αδράνεια τυλιγότανε ξανά στο ξύλο, αλλά ανάποδα. Και η κίνηση αυτή συνεχιζόταν αδιάκοπα (τράβηγμα-χαλάρωμα) μέχρι που ή να κάνεις κάποιο λαθεμένο χειρισμό ή…να σε κατσαδιάσει κανένας μεγάλος, που τον ενοχλούσε το διαρκές κρρρ-κρρρ, που ακουγότανε, καθώς στριφογύριζε η όλη κατασκευή.
Αλλά αυτή ήταν η μοίρα μας. Πού να καταλάβει ο κάθε μεγάλος ότι η μελωδία της ευτυχίας δεν είναι απαραίτητα Μότσαρτ, αλλά μπορεί να είναι ένα διαρκές κρρρ-κρρρ, αρκεί να βγαίνει από μια καρδίστιργια, που την έκανες μόνος σου και με τόσο κόπο!