Η ΑΓΙΑΣΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΓΔΟΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ. Ενδιαφέρουσα καταγραφή των ετών 1917-1918

Αγιάσος, μια πανέμορφη κωμόπολη της Λέσβου, με εργατικούς και πανέξυπνους κατοίκους, που με τα παλικαρίσια φερσίματα τους έδωσαν το «παρών» σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές της ιστορίας του νησιού μας. Έζησαν όλοι μαζί αγαπημένοι, σαν ένα βουερό μελίσσι, και αυτό φαίνεται και από την παρακάτω πιστότατα (χωρίς διορθωτικές παρεμβάσεις), αναδημοσιευόμενη καταγραφή των σελίδων 196-197 «Οδηγού», ο οποίος βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο και ο οποίος αναφέρεται στις αρχές του αιώνα μας και συγκεκριμένα στα έτη 1917-1918.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ

ΑΠΑΣΣΟΣ
(Κάτοικοι 7.000)
Κοινότης τον νομού και της νήσου Μυτιλήνης. Αποτελείται εκ της ομωνύμου πρωτευούσης. Ωνομάσθη εκ του πρώτου αυτής θεμελιωτού Μοναχού Αγίου Άσσου, μονάσαντος ενταύθα, κατά σχετικήν παράδοσιν, περί το έτος 1150. Είνε η τρίτη σημαίνουσα πόλις της Λέσβου. Απέχει της Μυτιλήνης ώρας 4 δι’ οδού αμαξιτής. Είνε εκτισμένη επί μαγευτικής τοποθεσίας επί ύψους 100 μέτρων εις τα ΒΑ πρανή του όρους Όλυμπος. Έχει ωραίον κοινοτικόν κήπον, της «Παναγίας» καλούμενον και εκτεινόμενον προς τα νότια της πόλεως. Παρ’ αυτήν, εις θέσιν «Πιτζίλια», διατηρούνται ερείπια της αρχαίας «Πενθίλης», επί λόφου δε προς τα ΒΔ λείψανα ενετικού φρουρίου, το «Κάστρο» ή «Καστέλλι». Κοινότης πλουσία έχουσα μεγίστην κτηματικήν περιουσίαν.
Default 4
Γνωστή άλλοτε στην Αγιάσο ήταν και η πανάρχαια πιλητική τέχνη.,.Στη φωτογραφία (1945;) διακρίνονται, από αριστερά, ο Ευστράτιος Σαββέλης (Πατάτα), ο Ευστράτιος Προκοπίου Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς), ο Ευστράτιος Τραγέλης και ο πιλητής (κετσετζής) Προκόπιος Χατζηκομνηνός (Κολλυβάς).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Ευστράτιος Προκοπίου Χατζηκομνηνός. Sydney) 

Προϊόντα Γεωργικά: Κάστανα 150-160.000 οκάδες, οπώραι, έλαιον, όσπρια, δημητριακά, κηπεύσιμα εκλεκτά.

Μάρμαρα ερυθρόχροα.
Βιομηχανικά: Πήλινα αγγεία, δέρματα κατειργασμένα, κέραμοι, οινοπνευματώδη ποτά, σάκκοι, υφάσματα, μάχαιραι κλπ.

Αρχαί: Ειρηνοδικείον. Πταισματοδικείον. Υποθηκοφυλακείον. Συμβολαιογραφεία. Αστυνομία.

Ναοί: Αγία Τριάς. Θεοτόκος Κοίμησις μετ’ εικόνος της Θεοτόκου θεωρουμένης θαυματουργού.

Σχολεία: Ημιγυμνάσιον κλπ. (Όρα Εκπαίδευσις εις τον Γενικόν Οδηγόν Λέσβου). [Ημιγυμνάσιον: Καθηγηταί δύο. Διευθυντής: Νουλέλης Θεόφιλος. Μαθηταί 34. Δημ. εξατάξιον Αρρένων: Διδάσκαλοι 7. Διευθυντής: Παπουτσιδάκης Ιωάννης. Μαθηταί 419. Δημ. Πεντατάξιον Θηλέων: Διδασκάλισσαι 5. Διευθύντρια: Χριστοφορίδου Μαριάνθη. Μαθήτριαι 289].

Πανηγύρεις: Την 15ην Αυγούστου εις τον Ναόν Θεοτόκου της θαυματουργού.

Default 7
Φίρμα του παλαιού παντοπωλείου του Σταύρου Βασιλείου Παπουτσέλη, το οποίο βρισκόταν στο «Χάνι», απέναντι από την άλλοτε στέγη του Δημαρχείου… (Φωτογραφία Δημητρίου Αμπουλού. Αγιάσος 1987)
Επαγγελματίαι

Αγγειοπλαστεία: Κουρζής Ευστ., Κουρτζής Ηλίας, Τζίνης Βασίλειος, Τζίνης Προκόπιος.

Αγγειοπωλεία: Τάλιος Ευστ., Χατζησταύρου Δημ.

Αρτοποιεία: Ανδριώτης Ευστρ., Βαλέτσας Ευστρ., Κλήμου Ευστρ., Παπάζογλου Ν., Παραμυθιώτης Θεόδ., Σάββα Ευστρ., Χαλέλης Ευστ. Παν., Χαλέλης Ν. Παν.

Ασβεστοποιεία: Κωδωνέλλης Παρ.

Γαλακτοπωλεία: Ζαμπαδέλης Θεοδ.

Εδωδιμοπωλεία: Βοροντέλης Παν., Γαβές Γρηγόριος, Ευαγγελινού Ευστ., Ζεϊμπέκης Γεώργιος, Ηλιογραμμένος Γ., Κακλαμάνος Ηλίας, Κολομούνδος Θεόφιλος, Κοντενέλης Ευστ., Κοντινού Παν., Μαριγλής Ευριπ., Νουλέλης Θεμ., Οικονόμου Γ., Παπένης Προκόπης, Σάββας Αν., Σαμσαρδέλλης Απ., Σκλεπάρης Ευστ., Τράγος Ε., Χατζηβασιλείου Βασίλειος, Χατζημυλής Π., Χατζηφώτης Ευστ., Χριστοφαρής Παν., Χριστοφής Γρηγ., Χριστοφής Παν.

Ιατροί: Μαριγλής Θεμιστοκλής, Σκληπάρης Παν., Τζανετής Ιωάν.

Ιχθυοπωλεία: Βουνάτσος Γεώργ., Δόγγος Ευστρ., Τζίτζικας Ευστρ., Τοράνης Βασίλειος.

Καφενεία: Ανδρικού Παν., Γληζέλης Παν., Ζερδιλέλλης Δημ., Καρατζάς Ευστράτιος, Κοντανού Παν., Κουτουρατζής Παν., Κωμαΐτου Παν., Μάγειρας Άνθιμος, Μαγλουγιάννης Παν., Μαραγκός Κωνσταντίνος, Μπογιατζής Ευστρ., Νέδρας Θεμιστοκλής, Πληγηνιάτης Γεώργ., Πολυπάθου Παν., Πουδεράς Μιχαήλ, Σεμέλης Βασ., Σεμέλης Ευστρ., Σουσαμλής Παν., Στιάνου Παν., Τάλιος Μιχ., Χατζηεμμανουήλ Θεμιστ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηπαναγιώτου Αθαν., Χατζηραβδέλης Δημ., Ψυρούκης Παν.

Κουρεία: Μαριγλής Σοφοκλής, Νταγκέλης Παν., Πατράκης Προκ., Πλημαρτέλης Ευστρ., Τοπανλής Γρηγόριος.

Κρεοπωλεία: Τσόκαρος Αντ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηκομνηνού Ευστρ., Χατζηκομνηνού Νικ.

Μαγειρεία: Νίδρας Νεοκλής, Πασχαλιάς Κωνστ.

Μαχαιροποιεία: Μαμήλης Παν., Παπουτσής Χαρ.

Οδοντοϊατροί: Καραφύλλης Ευστρ.

Οινοπνευματοπωλεία: Ανδρικού Παν., Βαρουτέλης Ευστρ., Γαβές Γρηγ., Γερέλλης Θεμ., Γρηψέλλης Παναγ., Δόγκος Ευστρ., Ζερουτιλέλλης Δημ., Καρατζάς Ευστρ., Κοντανέλλης Παν., Κοντανού Παν., Κωμαΐτου Παν., Μάγειρας Άνθ., Μαραγκός Κωνστ., Μαριγλής Σοφ., Μπεγιάζης Ευστ., Παπάνης Προκ., Ρουγκέλης Δημ., Σαμαραδέλλης Απ., Σιμέλης Ευστ., Σουσαμέλλης Παν., Στιάνου Παν., Τάλιος Μιχ., Χατζηεμμανουήλ Παν., Χατζηπαναγιώτου Αθ., Χατζηραβδέλης Δημ., Χατζηφώτης Ευστ.

Default 10
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία της προπολεμικής περιόδου, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Μιχαήλ Καρίκας, ιεροψάλτης του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας Αγιάσου και μετέπειτα πρωτοψάλτης της Μητρόπολης Μυτιλήνης, ο Ευστράτιος Αξιομάκαρος (καθήμενος), ο μετέπειτα ιερέας Προκόπιος Κουρτζής και ο Αριστοφάνης Μολυβιάτης (καθήμενος). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Μπράτσος)
Τα σακοποιεία της Αγιάσου παλαιότερα επεξεργάζονταν την αιγότριχα και απασχολούσαν πολλούς εργάτες και εργάτριες…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Χρίστος Πράτσος)
Οπλοδιορθωταί: Μακρέλλης Νικ. Πεταλωτήρια: Κοτουκόδης Ευστ., Κυριάκος Κασμάτσος, Κυπριωτέλλης Ιωάν., Πατρικάς Γρηγ., Ρουγκέλης Γεώργιος.Ραφεία: Λιμπερής Μιλτ., Σκορδάς Ευστρ. Σάκκων κατασκευασταί: Γκιζέλλης Θ., Γούναρης Παν., Δουλαδέλλης Γεώργιος, Καχιλέλλης Θεμ., Καχιλέλλης Π., Παπάνης Αν., Πιγέλιος Βασ. ή Ηλίας.

Σανδαλοποιεία: Ιατρού Αρχοντίτσης, Κάναρος Φώτιος, Ρούσσος Σταύρος. Σιδηρουργεία: Ρουγγέλης Γεώργιος. Συμβολαιογραφεία: Βαμβουρέλλης Δημ. Τσαρουχοποιεία: Κλειδαράς Ευστ., ΚόναροςΝ., Κόναρος Φώτης, Παραμυθέλλης Απ., Ρουμπάνης Τζοάννος, Ρούσου Ευστ.

Υποδηματοποιεία: Αναστασέλλης Πολύδωρος, Γιατρού Ιωάννης, Δεμηργκέλλης Προκόπ., Ιακώβου Ευστράτιος, Καμνέλλης Ιωάννης, Καπτανής Παν., Καραδέλλης Σταύρος, Λιβανός Ευστρ., Μπάλεσης Αντ., Μπάλεσης Βασ., Παπαθεοφράστου Δημ., Τζένης Παν., Τοπανλής Ευστρ., Φραντζής Ευστρ., Φραντζής Θεμιστοκλής, Χατζησταύρου Παν.

Υφασμάτων έμποροι: Αναστασέλλης Ηρακλής, Βασιλάκης Σταύρος, Κύπριος Χριστόφας, Μαλακέλης Γρηγ., Μαλακέλης Ιωάν., Μουλαδούλας Παν., Μπάλεσης Σωτήριος, Σπανέλης Δημοσθ., Σταυρακέλλης Ευστρ., Χατζηπροκοπίου Αλκ., Χατζηπροκοπίου Μιχ., Χατζηπροκοπίου Περ.

Φαρμακεία: Μωυσόγλου Παν.

Χρυσοχοεία: Σκουτέλλης Γρηγόριος.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 104/1998

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΚΑΡΟΣ

Default 1
Ο Ευστράτιος Δούκαρος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 Ιουνίου του 1882. Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Δούκαρος και μητέρα του η Λουκία Κυπρίου. Ο Ευστράτιος Δούκαρος έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία ενός έτους και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Στην Αγιάσο έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907, μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές, πήρε το πτυχίο του. Είχε διατελέσει βοηθός στο Πολιτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Default 3
Από το «Πανελλήνιον Ημερολόγιον Λέσβου 1914», σ. 307
Default 5
Επειδή ήταν πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Έτσι πήγε στο Παρίσι, όπου ασκήθηκε στη Χειρουργική για δυο χρόνια. Ακολούθως πήγε στις Βρυξέλλες, για να ειδικευτεί στη Γυναικολογία.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός. Το 1912 παντρεύτηκε την Ουρανία Γεωργαλά από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), με την οποία απόχτησε μια κόρη, την Ιωάννα (Βάνα), τη μετέπειτα σύζυγο του διακεκριμένου άλλοτε δικηγόρου της Μυτιλήνης Στρατή Αλαμανέλη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος άνοιξε στη Μυτιλήνη την πρώτη Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική, με συνεργάτη του το χειρουργό του Βοστάνειου Ιερού Νοσοκομείου Σταύρο Πασχαλίδη. Με μεγάλη επιτυχία οι δυο τους πρώτοι έκαναν εγχειρήσεις στομάχου, ήπατος και κύστεως. Ας σημειωθεί ότι και πριν από αυτούς έκαναν εγχειρήσεις άλλοι γιατροί στη Μυτιλήνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Ευστράτιος Δούκαρος διετέλεσε και μέλος της Χειρουργικής και Γυναικολογικής Εταιρείας των Παρισίων, στην οποία έστελνε και περιστατικά της ειδικότητάς του. Ακόμα εξυπηρετούσε και το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης ως το 1932, χρονιά κατά την οποία πέθανε. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος, που στην αίθουσα των συνεδριάσεων του παραπάνω Νοσοκομείου ήταν αναρτημένη η φωτογραφία του.
Ο Δούκαρος δε διακρίθηκε μόνο ως χειρουργός. Ήταν άνθρωπος πολυπράγμων και δραστήριος, πνεύμα προοδευτικό και δημιουργικό. Με την Αγιάσο, τη γενέτειρά του, διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η κλινική του ήταν ανοιχτή για κάθε δυστυχισμένο. Λόγω της κοινωνικής του θέσης, στα χρόνια της δουλείας, έκανε το μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινοτάρχες της Αγιάσου και στο μουτεσαρίφη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 συνέχισε να κάνει το ίδιο μεταξύ κοινοταρχών και γενικών διοικητών ή νομαρχών.
Ήταν άνθρωπος που αγάπησε τον τόπο του και ήθελε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η προσφορά του για τον τόπο του ήταν μεγάλη και με τη δημιουργία, από τον Αύγουστο του 1927, του πρώτου ηλεκτρικού εργοστασίου, που πρωτολειτούργησε με πετρελαιομηχανή Kambel, 45 ίππων, σε ακίνητο του Νικόλα Στεφανή, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Το πρώτο αυτό ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το μεγάλο θόρυβο που έκανε, μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την Καρυά, σε ακίνητο του Αθανασίου Κακλαμάνου. Όμως και εκεί για τον ίδιο λόγο δε στέριωσε. Λειτούργησε 3-4 χρόνια και πάλι το σήκωσαν. Από το 1936 μεταφέρθηκε και λειτούργησε έξω από το χωριό, σε ένα οικόπεδο του Δήμου, απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, στο δρόμο για τη Μυτιλήνη. Η όλη διαχείριση του ηλεκτρικού εργοστασίου στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της κόρης του Βάνας, της συζύγου του Ευστρατίου Αλαμανέλη. Ας σημειωθεί ότι για την ηλεκτροδότηση της Αγιάσου τοποθετήθηκαν στύλοι από καστανιά, πού κόπηκαν από σωθήρι του Κύπριου, του πεθερού του Δούκαρου. Από το 1932 μέχρι το 1963 εργάστηκε ως υπάλληλος του ηλεκτρικού εργοστάσιου και ο Στρατής Τζίνης. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, το ηλεκτρικό εργοστάσιο περιήλθε στη ΔΕΗ. Ο προοδευτικός Ευστράτιος Δούκαρος σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό εργοστάσιο ίδρυσε και ελαιοτριβείο στο Ίππειος, το οποίο υφίσταται και το εκμεταλλεύεται ο εγγονός του Αλέκος Αλαμανέλης.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος, στην απόφαση του Δημητρίου Χατζησπύρου να ιδρύσει στην Αγιάσο μεγάλο νοσοκομείο για όλες τις αρρώστιες, ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν στην κωμόπολη γιατροί όλων των ειδικοτήτων. Το νοσοκομείο στη συνέχεια χτίστηκε από το Δημήτριο Χατζησπύρου στην περιοχή Καμπούδι, αλλά αντιμετώπισε στη λειτουργία του πολλά προβλήματα και εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως Ίδρυμα Ανιάτων.
Ο Δούκαρος για το μειλίχιο του χαρακτήρα ήταν πρόσωπο αγαπητό στην κοινωνία της Λέσβου και κυρίως της πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, κατά την πολιτική διαίρεση του 1916-1917, σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, ο Δούκαρος ως φανατικός αντιβενιζελικός, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, ποτίστηκε με πίκρα από τους αντιπάλους του, τους βενιζελικούς. Αντίθετα, ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρου, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν φανατικός βενιζελικός.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, με ψήφισμά του, στις 6 Μαΐου 1932 τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος πέθανε το 1932 σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο πρόωρος θάνατος του στέρησε την Αγιάσο και γενικότερα τη Λέσβο από έναν άνθρωπο της επιστήμης και της προσφοράς. Οι φτωχοί και γενικά τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Μυτιλήνης έχασαν το στήριγμα και τον προστάτη τους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑΣΟΣ

Default 2
Ο Στρατής Αναστασέλης κατά σκίτσο εκ του φυσικού του Μίλτη Παρασκευαΐδη
Ο Στρατής Αναστασέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1908, όταν η Λέσβος στέναζε ακόμη κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή. Ήταν παιδί μιας όμορφης φαμίλιας. Ο πατέρας του Πολύδωρος, όπως μας τον παρουσιάζει σε πολλά σημεία του συγγραφικού του έργου, ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ανήσυχος τύπος. Το τσαγκαράδικο που διατηρούσε ήταν στενός χώρος γι’ αυτόν. Ήταν θερμός πατριώτης, που λάτρευε, όπως και τόσοι άλλοι ομοχώριοί του, το γιο του Ψηλορείτη. Θυμητάρι της αγάπης του αυτής το βαφτιστικό όνομα Βενιζέλος, που έδωσε στο υστερότοκο παιδί του. Έγραφε στίχους, επηρεασμένος από τα αρχαϊστικά πρότυπα της εποχής του και από τους δασκάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο
μετέπειτα διαπρεπής φιλόλογος και μεγάλος ευεργέτης Δημήτριος Χατζησπύρου. Χρησιμοποιούσε στην ομιλία του λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, έκανε ταξίδια στη Σμύρνη και στην Αθήνα, κάποτε και για το θεαθήναι, σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματά του, και καταγινόταν με λογής λογής κατασκευές. Το 1928 μάλιστα έλαβε και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση «Σύστημα και μηχανήματα προς ελαιοκομίαν». Αντίθετα, η γυναίκα του Δέσποινα, το Δισπνούλ’, αδερφή του αείμνηστου δασκάλου της Αγιάσου και ταλαντούχου σκηνοθέτη των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, ήταν γυναίκα απλοϊκή, προσηλωμένη στο νοικοκυριό της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Ο Στρατής Αναστασέλης μπήκε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, αφού οι συνθήκες της μεσοπολεμικής περιόδου και οι οικογενειακές εργασιακές ανάγκες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει πέρα από την πρώτη τάξη του γυμνασίου. Δούλεψε σκληρά κοντά στον πατέρα του, που εντωμεταξύ από τσαγκάρης είχε γίνει αυτοκινητιστής. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο μαθητευόμενος έφηβος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο τιμόνι και έριξε γέφυρες επαφής, που του επέτρεψαν να επικοινωνεί καθημερινά όχι μόνο με την πρωτεύουσα, αλλά και με τις κωμοπόλεις και τα πολυάριθμα χωριά του νησιού. Η επικοινωνία αυτή, που βάσταξε αρκετά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότηση, πλούτιζε ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Στρατή Αναστασέλη και του αβγάτιζε τα λαογραφικά θησαυρίσματα, που αφειδώλευτα του πρόσφερε η γενέτειρά του.
Η Αγιάσος υπήρξε για το Στρατή Αναστασέλη ορμητήριο, εργαστήρι, τροφός, δροσιστική ανάβρα λαϊκού πολιτισμού. Εδώ πρωταντίκρισε το φως του ήλιου, εδώ έπιασε το κοντύλι και έμαθε τα γράμματα του σχολειού, εδώ χάρηκε το παιχνίδι, εδώ δημιούργησε δεσμούς αγάπης και έκανε γκαρδιακό φίλο τον αμίμητο χωρατατζή Κώστα Βουλβούλη, που τα καμώματά του έγιναν ξεκαρδιστικές ιστορίες, εδώ μερακλώθηκε και χόρεψε λεβέντικα σε κουϊτούκια και σε πανηγύρια, εδώ ένιωσε τους γλυκασμούς της νιότης, εδώ γνώρισε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, τη Βαγγελιώ, που του χάρισε δυο γιους, τον Οδυσσέα και τον Πολύδωρο, εδώ συναναστράφηκε με όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου, με μικρούς και με μεγάλους, με φτωχούς και με πλούσιους, με ασπούδαχτους και με λόγιους, με άσημους και με επίσημους.
Default 8
Ο Στρατής Αναστασέλης (αριστερά) με το συμπατριώτη του ράφτη Πάνο Δούκα Γριμανέλη, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στη Μυτιλήνη, στο 22° Σύνταγμα (1928)
Default 10
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων στον Πειραιά, στις 9 Οκτωβρίου 1933. Διακρίνονται, από αριστερά, ο φοιτητής της Νομικής Στρατής Καβαδέλης, ο αμίμητος χωρατατζής σοφέρ Κώστας Βουλβούλης, ο συνάδελφος του Στρατής Αναστασέλης και ο επίσης φοιτητής της Νομικής Γιάννης Γιαννάκης
Default 12
Η μάνα του Στρατή Αναστασέλη, το «Δισπνούλ’», σαν τι να συζητά με τις γειτόνισσές της, τη Βλοτίνα Π. Καπτανή (αριστερά) και τη Βασιλική Καρέ (δεξιά); (Φωτογραφία Στρατή Αναστασέλη, 1938)
Ο Στρατής Αναστασέλης μπορεί να μην είχε τίτλους σπουδών, όπως άλλοι, διέθετε όμως περίσσια αγάπη για τον τόπο του, βαθιά εκτίμηση για τα γνήσια δημιουργήματα του λαού και έντονη διάθεση προσφοράς για την προαγωγή του πολιτισμού. Η γνωριμία του με το Στρατή Παπανικόλα, το διευθυντή του «Τρίβολου», του ξύπνησε από το 1932 το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και για τα γλωσσικά ιδιώματα της Λέσβου και κυρίως για το ιδίωμα της Αγιάσου. Όπως η διψασμένη γη ρουφά το βρόχινο νερό, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης δροσιζόταν ολοχρονίς στη βρυσομάνα της λαϊκής μας παράδοσης. Μάζευε ασταμάτητα λαογραφικό και γλωσσικό υλικό και το αξιοποιούσε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε σατιρικά ποιήματα, σε διηγήματα, σε αφλουγές, σε αποκριάτικες σάτιρες, σε θεατρικά έργα και σε άλλα κείμενά του, δημοσιευμένα και μη, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Ο μελετητής της φιλολογικής και της εθιμικής λαογραφίας, αλλά και ο γλωσσολόγος μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία, καμινευμένα στο συγγραφικό έργο του Στρατή Αναστασέλη, όπως είναι τα τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις, οι παραδόσεις, οι θρύλοι, οι προλήψεις, η λαϊκή ιατρική, τα έθιμα, οι λογής λογής τελετές και τα πανηγύρια (του προφήτη Ηλία (Άγλια), της Παναγιάς της Αγιασώτισσας), η τοπική βιοτεχνία, η οποία άλλοτε άνθιζε στην κωμόπολη, τα κύρια ονόματα (βαφτιστικά, οικογενειακά, παρανόμια), οι αρχαϊσμοί, που επιβιώνουν στο ιδίωμα, οι ξένες και οι δάνειες λέξεις, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα.
Ο Στρατής Αναστασέλης από πολύ νωρίς συνδέθηκε με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», του οποίου μάλιστα διατέλεσε και αντιπρόεδρος, κατά τα έτη 1936-1937. Υπηρέτησε το ερασιτεχνικό θέατρο ως ηθοποιός, αλλά και ως συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα, γραμμένα βασικά στο αγιασώτικο ιδίωμα, δοκιμάστηκαν στη σκηνή και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Τα έργα αυτά είναι το πολυπαιγμένο σκετς «Ζαμπνιές» (1957) και η τρίπρακτη ηθογραφία «Γοί ψόφ’», που παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία το Σεπτέμβριο του 1944, αρχικά στον Κήπο της Παναγίας και στη συνέχεια στον «Ορφέα» της Μυτιλήνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι 7.000 οκάδες λάδι, που αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις, διατέθηκαν για τους σεισμόπληκτους της Κλειούς.
Ο Στρατής Αναστασέλης έδωσε το παρών και στο αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο μάλιστα έγραψε και μια μικρή κατατοπιστική μελέτη το 1973. Με το καρναβάλι, που συνδυάζει σατιρικό λόγο και θέαμα, ασχολήθηκε από το 1938-1975 και το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο είχε καθιερώσει, προς τιμήν του ευεργέτη Θεόδωρου Κουκουβάλα, το λεγόμενο «Βάλειο Διαγωνισμό». Οι αποκριάτικες σάτιρες του Στρατή Αναστασέλη ήταν δουλεμένες με τέχνη και αγκάλιαζαν ενδιαφέροντα θέματα της επαρχιακής, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής και της παγκόσμιας επικαιρότητας. Απηχούσαν το χιούμορ, το καυστικό πνεύμα, την παρρησία της γνώμης και το δημοκρατικό προσανατολισμό του δημιουργού τους. Ψυχαγωγούσαν, ενημέρωναν, καυτηρίαζαν, προβλημάτιζαν, δίδασκαν, συνέτιζαν.
Ο Στρατής Αναστασέλης ως το βασίλεμα της ζωής του δεν αλλαξοπίστησε, δεν τον ξεμαύλισαν οι σειρήνες του χαμού. Στάθηκε βράχος ριζιμιός του νησιού μας. Καθημερνή έγνοια του ο τόπος του, το χωριό του, οι άνθρωποι του. Με την πολύχρονη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά του διαπότισε το περιβάλλον και μπήκε στο πάνθεο των ψυχών μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα, γιατί κατάφερε να πλησιάσει τον περιφρονημένο λαό, να αξιοποιήσει τη λαλιά του, να ιστορίσει με το κοντύλι και με το χρωστήρα τα έργα του, τα μικρά τα μεγάλα, ν’ ανθολογήσει το πνεύμα του, να τρυγήσει τους αξετίμητους θησαυρούς του. Υπήρξε μπροστάρης με την απλότητα των πράξεών του, με τη λεβεντιά της σκέψης του, με τη μαγεία του λόγου του.
Λογύδριο που εκφωνήθηκε στις 13-4-1997 στον κινηματογράφο «Αθήναιον», κατά το φιλολογικό μνημόσυνο του Στρατή Αναστασέλη, που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Α.Σ.Α.).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

Αν προσπαθούσε κάποιος να εντοπίσει τους παράγοντες που έχουν κάνει γνωστή την Αγιάσο σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό, θα έπρεπε οπωσδήποτε να δώσει το ανάλογο μερτικό σ’ ένα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, σε ένα δεξιοτέχνη του σαντουριού, σ’ έναν αυτοδίδακτο «μαέστρο», που γνώρισε το σαντούρι στα έξι του χρόνια, το ερωτεύτηκε παράφορα και από τότε δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» δεν έχει ανάγκη από δημοσιότητα, δε χρειάζεται πορτρέτα και παρουσιάσεις, αφού πάμπολλες φορές οι εφημερίδες, τα περιοδικά και η τηλεόραση έχουν ασχοληθεί μαζί του. Αν σήμερα συζητάμε με το Γιάννη Σουσαμλή, είναι γιατί θέλουμε να γνωρίσουμε ορισμένες άγνωστες πτυχές της πενηνταεξάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας, αλλά συγχρόνως και για να μεταφέρουμε ένα μεγάλο του παράπονο.

Μουσικός απ’ τα γεννοφάσκια

Ο Κακούργος γεννήθηκε το 1928 στην Αγιάσο. Οι γονείς του ήταν από το Κορδελιό της Σμύρνης. «Πριν δέκα γενιές – μας τονίζει – ήταν μουσικοί, μαραγκοί, αρχιτέκτονες και ζωγράφοι. Το σόι των Σουσαμλήδηδων ήταν το πιο καλλιτεχνικό. Ο πατέρας μου έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα. Αλλά το κύριό του ήταν το κλαρίνο. Επειδή ήταν και μαραγκός, είχε κατασκευάσει ένα μικρό σαντουράκι με όλες τις νότες βέβαια. Μου έδειξε τις κλίμακες πάνω στο σαντούρι και ξεκίνησα να παίζω από έξι χρονών. Ο πατέρας μου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Εγώ όμως δεν το αποχωρίστηκα ποτέ. Το αγάπησα, το ερωτεύτηκα, το πόνεσα απ’ την πρώτη στιγμή. Το κρατώ στα χέρια μου 10 ώρες την ημέρα. Το σαντούρι είναι δύσκολο όργανο. Θέλει να παθιαστείς μαζί του. Εγώ παίζω 56 χρόνια και το πάθος μου δεν έχει σβήσει. Χωρίς εγωισμό πιστεύω ότι έγινα ένας απ’ τους καλύτερους σαντουριέρηδες της Ελλάδας. Αυτοσχεδιάζω διάφορα ταξιμάκια, φαντασίες, κλέφτικα, και παίζω τραγούδια της Μικράς Ασίας, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, απτάλικα, τσιφτετέλια, καλαματιανά, σέρβικα». Σταματάει για λίγο να μιλάει, πιάνει στα χέρια του τις μπαγκέτες και καλεί με τις νότες τους τουρίστες, που ανηφορίζουν προς το μαγαζί του. «Το όνομά μου είναι Κακούργος, φωνάζει. Εγώ όμως είμαι ο πιο άκακος άνθρωπος του κόσμου».

 

Αν και άκακος… Κακούργος το παρατσούκλι

«Όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός, στο μητρικό του σπίτι είχε σκοτώσει μια «κάτα» (γάτα) και ο παππούς μου, αφού τον έδειρε, γιατί σκότωσε την «κάτα», του είπε: «Ρε κακούργε άνθρωπε, που σκότωσες τ’ κάτα μας. Είσαι χειρότερος κακούργος και απ’ αυτόν που σκοτώνει έναν άνθρωπο». Και από τότε του έμεινε το παρατσούκλι. Όταν γεννήθηκα εγώ, τον ακολουθούσα στα πανηγύρια και καθόμουν δίπλα του, για ν’ ακούω τη μουσική. Έλεγαν τότε όλοι οι άνθρωποι που μας έβλεπαν: «Γιου Κακούργους τσι του Κακουργέλ’». Από τότε το κληρονόμησα και το κρατώ σαν καλλιτεχνικό παρατσούκλι. Το όνομά μου είναι Γιάννης Σουσαμλής, αλλά αν δεν πεις Κακούργος δεν πρόκειται να με βρεις». Ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, παίζει ένα μικρό σκοπό και σηκώνεται, για να διαφημίσει τα τσουκαρέλια του σε μια άλλη παρέα από ξένους, που πλησίασαν το μαγαζί του.

 

Τα τσουκαρέλια

«Γω τα κάνω, γω τα πλιω. Είναι όλα ξύλινα και χειροποίητα. Τσουκαρέλια για «μπιμπελό», σαΐτες, ανεμίτσες, ροδάνια, κρεβατούδες, σταυρέλια, αδράχτια, σκεπαρνάκια, πριονάκια και άλλα. Ξεκίνησα πριν 20 χρόνια να φτιάχνω μεγάλα τσόκαρα για τις γυναίκες, που περπατούσαν στα καλντερίμια της Αγιάσου. Όταν πια εξαφανίστηκε αυτό το «είδος», το γύρισα στα διακοσμητικά». Τα τσουκαρέλια όμως είναι συμπληρωματική απασχόληση. Το μεγάλο πάθος είναι το σαντούρι. Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

«Ψοφούν» για το σαντούρι

«Το σαντούρι είναι το πιο πλούσιο όργανο. Είναι «γεμάτο», ηχητικό. Όταν είσαι δεξιοτέχνης και το παίζεις καλά, είναι μια ολόκληρη ορχήστρα. Κάποτε ήταν περιφρονημένο όργανο. Ο κόσμος αδιαφορούσε γι’ αυτό. Τον συγκινούσε μόνο το μπουζούκι. Τώρα όμως όλοι «ψοφούν» για το σαντούρι». Παρ’ όλη όμως τη μεγάλη του δεξιοτεχνία στο σαντούρι, ο Κακούργος δε βγήκε πολλές φορές έξω από τα σύνορα της Λέσβου. Αν και η συμμετοχή του στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» τον έκανε διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα, αν και δέχτηκε πολλές προσκλήσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Γιάννης Σουσαμλής τα τελευταία οχτώ χρόνια έχει «κλειστεί» στο μαγαζάκι του.

 

Πάντα μέσα στα σύνορα

«Πριν τριάντα πέντε χρόνια συμμετείχα στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου. Έχω ανεβάσει θέατρα, οπερέτες, κωμωδίες. Πήγα και στην Αθήνα μερικές φορές, στις εκδηλώσεις που έκανε ο Σύλλογος Αγιασωτών. Αρκετές φορές πήρα μέρος και στη «Γιορτή του ούζου». Ύστερα απ’ τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», όπου έπαιζα έναν πένθιμο σκοπό, που συγκίνησε όλη την Ελλάδα και με έκανε πασίγνωστο, δέχτηκα πολλές προτάσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ήταν υπουργός Αιγαίου ο κ. Πέτρος Βάλβης, με κάλεσε και μου πρότεινε να εκπροσωπήσω το Υπουργείο σε κάτι εκδηλώσεις, που θα γίνονταν στην Αφρική. Εγώ όμως δε δέχτηκα, και αν κάποτε δεν έφευγα απ’ τη Λέσβο, τώρα πια δε φεύγω ούτε απ’ την Αγιάσο. Είμαι απογοητευμένος απ’ την Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την κουβέντα του και μπαίνουν μέσα στο μαγαζί δυο τουρίστες. Συζητάει λίγο μαζί τους, παίζει ένα συρτό, φωτογραφίζεται, πουλάει δυο κασέτες.

 

Το μεγάλο παράπονο

Παρά το διάλειμμα όμως που μεσολάβησε, ο Κακούργος επανέρχεται στο παράπονο του. «Όλα τα χρόνια ήμουν ανασφάλιστος. Πριν δέκα χρόνια πήγα και γράφτηκα στον ΟΓΑ. Κάθε δυο χρόνια, ο ανταποκριτής του ΟΓΑ στην Αγιάσο μου σφράγιζε το βιβλιάριο. Πέρυσι είχα οχτώ παιδιά και τα μάθαινα σαντούρι αφιλοκερδώς. Ήθελα να διαδοθεί το όργανο. Επειδή όμως έκανα μαθήματα, δε μου σφράγισαν το βιβλιάριο. Από τότε και γω πεισμάτωσα και σταμάτησα τα μαθήματα. Έχω παράπονα απ’ την Πολιτεία, τη Νομαρχία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ιδρύσει μια σχολή, για να μη χαθεί η παράδοση. Τρεις σαντουριέρηδες έχουμε μείνει σ’ όλη την Ελλάδα. Το σαντούρι είναι γνήσιο, λαϊκό παραδοσιακό όργανο. Δεν πρέπει να χαθεί. Το κράτος όμως δε βοήθησε και δε βοηθάει καθόλου. Κανένας δε με πλησίασε να μου κάνει μια πρόταση, να ανοίξουμε μια σχολή, να πάω κάπου να διδάξω. Γι’ αυτό και γω έχω κλειστεί στο μαγαζί και παίζω μόνο για μένα και για το μεροκάματο. Επιτρέπεται να είμαι ανασφάλιστος;»

Αν στον Κακούργο αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο απ’ το ξακουστό όνομα της Αγιάσου, του ανήκει και μια μεγάλη σελίδα στο βιβλίο της λαϊκής μας παράδοσης. Ίσως, έστω και αργά, θα πρέπει κάποιοι να ενδιαφερθούν, για να μην κλείσει αυτή η σελίδα. Γιατί αυτό θα ήταν κρίμα για όλους μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 98/1997