ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – ΓΟΙ ΞΙΜΠΑΜΠΟΥΛΙΣ

Η άνοιξη έπρεπε να ‘χει μπει για τα καλά. Η φύση της Αγιάσου ξυπνημένη από το λήθαργο του βαριού χειμώνα λουλούδιαζε και ευωδούσε. Τα μαγιάτικα όμως τριαντάφυλλα με τις μοσκοβολιές τους ήταν ο δικός μας παράδεισος. Γιατί; Μα κει κυρίως μπορούσαμε να βρούμε σωρό από «ξιμπαμπούλις», για να τις μετατρέψουμε, βασανίζοντές τες, σε δέσμια… αεροπλάνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι «ξιμπαμπούλις» (επιστημονικό όνομα μηλολόνθη) είναι μικρά έντομα της οικογένειας των σκαθαριών, με λαμπερά χρυσίζοντα χρώματα (από όπου και το όνομά τους: ξιμπαμπούλα = χρυσή μπαμπούλα) που εμφανίζονται την άνοιξη και τρέφονται με το νέκταρ των λουλουδιών και με ώριμα φρούτα κυρίως αχλάδια.

Αυτές λοιπόν αποτελούσαν το δικό μας στόχο. Μετά το σχολειό πετούσαμε σε μια άκρη το «τρουβάδ’» (τη σχολική σάκα), τρώγαμε στα γρήγορα και μετά, εξοπλισμένοι με αδειανά κουτάκια από σπίρτα ή τσιγάρα, τρέχαμε στις παρυφές του χωριού, σε μέρη που ξέραμε πως αφθονούσαν τα λουλούδια, να μαζέψουμε «ξιμπαμπούλις». Τις πιάναμε εύκολα και τις βάζαμε στα κουτάκια, αφού προηγουμένως τα γεμίζαμε με τριαντάφυλλα, για να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Όποιος πετύχαινε και καμιά «παπούτσα», ήταν ο ήρωας της μέρας. Οι «παπούτσες» ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος, με λαμπερότερα πρασινόχρυσα χρώματα και πολύ πιο δυνατές και ανθεκτικές για το… βαρύ έργο που τις περίμενε.

Αφού τέλειωνε επιτυχώς το πρώτο μέρος της επιχείρησης, επιστρέφαμε θριαμβευτές στη γειτονιά και άρχιζε το… β’ ημίχρονο. Η προσπάθεια τώρα ήταν να βάλουμε στο χέρι το καρούλι του ραψίματος της γιαγιάς. Αυτή δεν ήταν εύκολη δουλειά, γιατί ήταν συνήθως κρυμμένο σε απρόσιτα μέρη και τα παρακάλια μας δεν απέδιδαν πάντα καρπούς. Όποιος κατάφερνε λοιπόν να εξασφαλίσει το περιπόθητο καρούλι γινόταν αντικείμενο του φθόνου των άλλων. Γιατί η πιο κατάλληλη κλωστή για… χαλινάρι που θα βάζαμε στη «ξιμπαμπούλα» ήταν μόνο του καρουλιού, λεπτή και δυνατή να μη σπάει και δραπετεύει άδοξα ο… κρατούμενος και παράλληλα να μην έχει πολύ βάρος για να την σηκώνει εύκολα η ταλαίπωρη «ξιμπαμπούλα».

Η τελευταία φάση του δράματος και η πιο διασκεδαστική ήταν το δέσιμο και το πέταγμα του… αεροπλάνου. Με κάποιες επιδέξιες κινήσεις, για να μην τραυματίσουμε το έντομο, το δέναμε από το λαιμό και μετά το αφήναμε να πετάξει κρατώντας την άλλη άκρη της κλωστής. Τότε ήταν που γινόταν το έλα και να δεις με τις κόντρες μεταξύ μας ποιανού η «ξιμπαμπούλα» θα πέταγε πιο ψηλά, ποιανού θα έμενε περισσότερη ώρα στον αέρα, ποιανού θα είχε περισσότερη αντοχή. Και αλίμονο στα δύστυχα έντομα, που θα ξέφευγαν από τα χέρια μας, με την κλωστή να κρέμεται πίσω τους σαν μια ατέλειωτη ουρά, μέχρι να μπλέξουν στα σύρματα του ηλεκτρικού ή σε κανένα κλαδί και να μείνουν εκεί κρεμασμένα, θύματα αθώα των δικών μας παιχνιδιών.

Δεν ξέρω βέβαια τι γνώμη έχουν οι… «ξιμπαμπούλις» – μάλλον δε θα συμφωνούν – εγώ όμως (και πιστεύω και πολλοί από σας), με νοσταλγία θυμάμαι αυτά τα χρόνια, που αλίμονο δε θα ξανάρθουν…

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 79/1993

ΣΤΡΑΤΙΩΤ’Σ ΕΙΜΙ;

Πήγα τ’ μάνα μ’ στου γιατρό. Μαζί μι τς άλλις τς συμβουλές που τς δώτσι για τν αρρώστια τς, σι μια στιγμή τς λέγ’:
Γιαγιά, πρέπει να κινείσαι, να περπατάς, να γυμνάζεσαι.
Γιατί, στρατιώτ’ς είμι, απάντ’σι γη μάνα μ’.

Sydney, 15-12-1991

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 78/1993

ΓΙΑ ΝΑ ΖΓΙΑΖ’ ΜΙ ΤΝ ΟΥΡΑΝΤ…

Ένας για να πειράξ’ του Κστουφέλ’ του Χαλκά στου χουριό τουν ρώτ’σι:
Ε Κστουφέλ, γιατί κρέμιτι έδγιετς γη γλώσσα στου στσύλου σ’;
Του Κστουφέλ’ έρξι μια ματιά στου στσύλου τσ’ απάντ’σι:
Για να ζγιάζ’ μι τν ουράντ, ρε συ.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΑΡΗΣ (ΚΑΜΠΑΣ)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΑ

75_1993_3Αξιόλογα φωτογραφεία λειτούργησαν στο νησί μας από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως τις μέρες μας. Φωτογράφοι καλλιτέχνες, με μέσα ελλιπή ή εξελιγμένα, δέσμευσαν από το ξέμακρο και το κοντινό παρελθόν γεγονότα, μαγευτικά τοπία, στιγμές της καθημερινής ζωής, γραφικούς τύπους, ψυχικές καταστάσεις… Μερικοί από δαύτους ήταν και ζωγράφοι και μπορούσαν με την τέχνη του χρωστήρα τους να επεμβαίνουν, αν το ήθελε ο πελάτης, στο έργο του φακού και της φωτογραφικής πλάκας, προπαντός στις μεγεθύνσεις.
Πολλοί οι Λέσβιοι φωτογράφοι, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Δύσκολο να τους καταγράψει κανείς και να αξιολογήσει την προσφορά τους. Ενδεικτικά μόνο σημειώνω από τους παλαιούς τον Ιωάννη Χατζηδανιήλ, τον Τσεχοσλοβάκο Fritz J. Mraz, τους Αγιασώτες Σίμο Χουτζαίο (1873-1967)¹ και Στρατή Χριστοφαρή (Καμπά), τον Ασωματιανό Παναγιώτη Πολυχρόνη² και τον Αγιαπαρασκευώτη Γεώργιο Βουγιούκα (G. Boucas) (1870-1941), που έδρασε στη Σμύρνη, στο Λονδίνο και στην Αθήνα…

75_1993_1 75_1993_2

Δε χορταίνεις να βλέπεις τις φωτογραφίες τους. Είναι γλυκά θυμητάρια, που κεντρίζουν το νου, που δονούν τις χορδές της καρδιάς, που κρικελώνουν με το παρελθόν… Όλα μαρτυρούν ευαισθησία και μεράκι, ακόμα και οι φίρμες των εργαστηρίων στο χαρτόνι των φωτογραφιών. Δεν είναι μόνο πιστοποιητικά πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και μέτρο καλαισθησίας. Σήμερα αυτά από τους περισσότερους θεωρούνται πολυτέλεια. Η φωτογραφία συνήθως παράγεται μαζικά με μέσα προηγμένης τεχνολογίας. Διατηρεί και αυτή, όπως και τόσα άλλα προϊόντα, την ανωνυμία της…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Κοίτα, Δουκάκη Σίμου Χουτζαίου, Λεσβιακές φωτοσκιές. Σ. Χουτζαίος 1873-1967. Μυτιλήνη 1982.
  2. Μίλτη Χ. Παρασκευαΐδη. Πώς πήρε τα πρωτεία στον καλλιτεχνικό ορίζοντα του Λονδίνου, της Σμύρνης και της Αθήνας ο Αγιαπαρασκευώτης φωτογράφος Γεώργιος Μπούκας (1870-1941). Περ. «Ηχώ Αγίας Παρασκευής Λέσβου» 60 (1984), σσ. 3-8.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993