Το περιοδικό «Αγία Σιών» άρχισε να εκδίδεται από τον Ιούνιο του 1937 στην Αγιάσο και σταμάτησε τον Ιούνιο του 1941, αφού είχαν εκδοθεί συνολικά 25 τεύχη, κατανεμημένα κατά έτος ως εξής:
Έτος Α’ 1937-1938_8 τεύχη
Έτος Β’ 1938-1939_7 τεύχη
Έτος Γ’ 1939-1940_3 τεύχη
Έτος Δ’ 1940_4 τεύχη
Έτος Ε’ 1941_2 τεύχη
Κάθε τεύχος αποτελείται από 36 σελίδες 17X24,5 εκατοστά. Ο λογότυπος «Αγία Σιών» είναι χαραγμένος με βυζαντινού τύπου χαρακτήρες μέσα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο πλαίσιο, το οποίο κοσμείται με εικόνα της Θεομήτορος βρεφοκρατούσης, εγγεγραμμένης σε κύκλο. Ο πλήρης τίτλος του περιοδικού είναι: «Αγία Σιών. Μηνιαίον Δελτίον του εν Αγιάσω της Λέσβου Ιερού Προσκυνήματος της Θεοτόκου». Εκδιδόμενον υπό της Επιτροπείας αυτού, ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρίου Ιακώβου.
Η πρωτοβουλία για την έκδοση του Δελτίου ανήκει στον τότε πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Προσκυνήματος της Αγιάσου λόγιο θεολόγο Εμμανουήλ Μυτιληναίο και στον ιστορικό της Αγιάσου, διδάσκαλο Στρατή Κολαξιζέλη, οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς αρθρογράφους και χρωματίζουν την ταυτότητα του εντύπου. Ο πρώτος μάλιστα είναι και ο Διευθυντής του. Το περιοδικό τυπώνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Πρωινή» στη Μυτιλήνη.
Η «Αγία Σιών» ασχολείται με θέματα θεολογικά και κυρίως θεομητορικά, με την ιστορία και τις ιστορικές πηγές της Αγιάσου, με τη λαογραφία και τις παραδόσεις, καθώς και με την κοινωνική κίνηση, της οποίας κέντρο και κορμό αποτελεί το ιερό προσκύνημα. Ήδη με την εγκριτική επιστολή του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου καθορίζονται τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα κινηθεί το έντυπο: «Το νέον περιοδικόν θ’ ασχοληθή αποκλειστικώς με τα αφορώντα εις το αυτόθι Ιερόν Προσκύνημα και την Αγιάσον». Το περιοδικό, μολονότι προαναγγέλλεται ως «Μηνιαίον Δελτίον», λίγες φορές μπόρεσε να εκδοθεί ανά μήνα. Συνήθως κυκλοφορούν 7-8 τεύχη ανά έτος, πλην του τελευταίου, κατά το οποίο κυκλοφόρησαν μόνο 2.
Η σπουδαιότητα της εκδόσεως τοπικού περιοδικού θεολογικού και ιστορικού-λαογραφικού περιεχομένου, το οποίο μάλιστα εκδιδόταν επί τέσσερα έτη συνεχώς, είναι προφανής. Η «Αγία Σιών» έγινε το βήμα των εντοπίων λογίων και ενθάρρυνε τη δημοσίευση πηγών και ντοκουμέντων για την ιστορία της Αγιάσου. Ο Διευθυντής του Δελτίου Εμμανουήλ Μυτιληναίος δημοσιεύει το «Περισωθέν παλαιόν αρχείον του Ιερού Προσκυνήματος Αγιάσου», το οποίο περιλαμβάνει 266 έγγραφα από το 1752 μέχρι το 1848. Τα έγγραφα αυτά -ιδιωτικά δικαιοπρακτικά στο μεγαλύτερο μέρος τους- έχουν και γενικότερη αξία, γιατί φωτίζουν πτυχές όχι μόνο του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου βίου της Αγιάσου κατά το 18ο και 19ο αιώνα.
Ο Στρατής Κολαξιζέλλης προδημοσιεύει ουσιαστικά το υλικό, που θα αποτελέσει αργότερα το έργο του «Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου». Ο Ευάγγελος Κλεομβρότου, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β’, δημοσιεύει άγνωστα και ανέκδοτα ως τότε ιστορικά έγγραφα για την Αγιάσο από τους παλαιούς κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή και ταξινόμηση των παλαιών βιβλίων της εκκλησίας – το παλαιότερο είναι μία Αγία Γραφή του 1653 – καθώς και η συγκέντρωση, καταγραφή, καθαρισμός από ειδικό τεχνίτη, ταξινόμηση και μουσειακή έκθεση παλαιών φορητών εικόνων, που ανήκαν σε διάφορες οικογένειες της Αγιάσου, μετά από καμπάνια που έγινε μέσω του περιοδικού.
Μέσα από την τακτική στήλη «Χρονικά» ζωντανεύουν και αναδεικνύονται εκδηλώσεις, δραστηριότητες και γεγονότα. Σκιαγραφούνται αξιόλογες ή γραφικές προσωπικότητες της Αγιάσου. Συχνά τα κείμενα και τα χρονικά συνοδεύονται από φωτογραφικά ντοκουμέντα.
Βέβαια η «Αγία Σιών» άνθισε σε έδαφος γόνιμο και ιδιαίτερα πρόσφορο, αφού στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία 1930-1940 σημειώνεται μοναδική εκδοτική κίνηση. Ο Αντώνης Πλάτων καταγράφει έντεκα έντυπα (9 εφημερίδες και 2 περιοδικά), που εκδίδονται στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία αυτή, τα εξής:
Α. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
1. Αγιάσος, από 19.4.1931 ως το 1940. 2. Λαϊκή Φωνή, από 12.2.1932 ως το 1935. 3. Φουρτουτήρα, από το 1932 ως το 1934. 4. Παρατηρητής, από 4.6.1934 ως το Σεπτέμβριο του 1934. 5. Συνεταιριστής, 1934. 6. Επαρχιακή, από 22.6.1935 ως το 1936. 7. Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου, 1935. 8. Ηχώ της Αγιάσου, από 23.2.1936 ως το 1937. 9. Τα Νέα της Αγιάσου, από 4.8.1939 ως τις 25.8.1940.
Β. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
1. Η Φωνή του Συνεταίρου (δεκαπενθήμερο), από 15.6.1932 ως 15.6.1933. 2. Αγία Σιών (μηνιαίο), από Ιούνιο 1937 ως τον Ιούνιο 1941.
Η συμβολή της «Αγίας Σιών» στην καταγραφή της ιστορίας της Αγιάσου, στην ανάδειξη και αξιοποίηση τόσο των προφορικών όσο και των γραπτών πηγών αυτής της ιστορίας, αλλά και στη συγκρότηση και συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας της κοινότητας είναι βεβαία. Αρχισε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πρώτη οίκηση και την ετυμολογία του τοπωνυμίου Αγιάσος, το οποίο συνδέθηκε από τον Στρατή Κολαξιζέλη με την εικονολατρική παράδοση της Λέσβου και με τους Αγίους Τόπους (Ιερουσαλήμ), όπου ο κάθε Αγιασώτης ονειρευόταν να πάει μια φορά στη ζωή του (ιερά αποδημία) και να γίνει χατζής.
Σε επίπεδο κοινωνιολογικό το Δελτίον σφυρηλάτησε τη συλλογική συνείδηση και μνήμη και καλλιέργησε αρετές, όπως η αγαθοεργία, η ευσέβεια και η αλληλεγγύη. Επιβεβαίωσε τον αξιακό κώδικα των Αγιασωτών με την εμμονή στην παράδοση και με την επικύρωση και θετική προβολή των φιλανθρώπων. Όμως δεν απέφυγε την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Συχνά υμνείται ο δικτάτορας Μεταξάς, οι μεταξικές οργανώσεις νεολαίας της Αγιάσου, οι μεταξικοί υπουργοί και ο βασιλιάς που επισκέπτονται το Προσκύνημα. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την αξία του περιοδικού και τη συμβολή του στην ιστορία, αλλά και στη μυθολογία της Αγιάσου.
Το επάγγελμα του ασβεστοποιού στην Αγιάσο είναι πολύ παλιό. Θα πρέπει να έχει τις ρίζες του από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της. Από τότε δηλαδή που η Αγιάσος άρχισε να συγκροτείται ως οικισμός.
Κορυφαίος ασβεστοποιός της Αγιάσου ήταν ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, μαζί με τους πρώτους άλλους ασβεστοποιούς, όπως ήταν ο Βρανέλης, που είχε και το επώνυμο Ασβεστάς, και κάποιος Αρβανιτέλης. Πολύ παλαιός ασβεστάς ήταν και ο Μωυσής.
Η έρευνά μας ανάγεται στην εποχή από το 1870 και μετά. Πριν από το έτος αυτό θα πρέπει να ήταν ασβεστάδες οι γονείς των παραπάνω και θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην Αγιάσο μαζί με τους άλλους πολλούς και διαφόρους επαγγελματίες που είχαν κάποια φοροαπαλλαγή. Συγκεκριμένα ο πρώτος μαρτυρημένος ασβεστοποιός της Αγιάσου, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο πατέρας του Παρασκευά Κουδουνέλη, έλκει την καταγωγή του από την Ήπειρο.
Επίσης γνωστός ασβεστοποιός της δεκαετίας του 1930 και μετέπειτα ήταν ο Παναγιώτης Τσάκωνας, που είχε το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα ασβεστοκάμινο στο Καμπούδι, κάτω από το σημερινό Ίδρυμα Ανιάτων και που έβγαζε 11.000 καντάρια ασβέστη, δηλαδή 484.000 οκάδες.
Οι παραπάνω έβγαλαν επαγγελματίες ασβεστοποιούς, τους γιους των, όπως ο Τζάνος Κουδουνέλης, ο Βασίλειος Κουδουνέλης, ο Κλεάνθης Κουδουνέλης και ο Ευστράτιος Κουδουνέλης. Από τους Βρανέληδες (Ασβεστάδες) ασβεστοποιοί βγήκαν ο Χριστόφας Βρανέλης και ο Ευστράτιος Βρανέλης.
Οι εργάτες λιώνουν ασβέστη για το νέο κτίριο του Αναγνωστηρίου, που θεμελιώθηκε το Σεπτέμβρη του 1962… Ο πρόεδρος Πάνος Πράτσος εποπτεύει…
Άλλοι που ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν ο Μιχαήλ Κουταλέλης, ο Δημήτριος Κουταλέλης, ο Ιωάννης Σιμέλης, ο Νικόλαος Βέτσικας, ο Αντώνιος Καλατζής, ο Παράσχος Λαμπρινός, ο Ευστράτιος Τοπαλής ή Μπάτα, ο Γρηγόριος Κουδουνέλης (συνεχιστής των Κουδουνέληδων ασβεστοποιών), ο Αθανάσιος Μαϊστρέλης, από τη Μικρασία, και ο γιος του Βασίλειος, που ασχολήθηκε πρόσκαιρα ως ασβεστοποιός και μετά έγινε αγροφύλακας. Άλλοι επαγγελματίες ασβεστοποιοί υπήρξαν ο Ευστράτιος Κωμαΐτης (Γούλα), ο Αθανάσιος Κωμαΐτης (Γούλα) και ο Μιχαήλ Παπαπορφυρίου ή Διακέλης.
Πού λειτουργούσαν τα καμίνια
Ασβεστοκάμινα είχαν κατασκευαστεί και λειτουργούσαν σε όλη την περιφέρεια της Αγιάσου, κυρίως όμως μέσα στον ελαιώνα και μέσα στα ρουμάνια, γιατί εκεί υπήρχε η καύσιμη ύλη, δηλαδή οι πρίνοι και τα κλαδιά από τα κλαδέματα και από τα σκολέματα των ελαιοκτημάτων. Η κυριότερη περιοχή όμως ήταν από το Καμπούδι μέχρι τη Φούσα. Πάνω σ’ όλο αυτό το βουνό υπάρχουν και σήμερα ακόμα διάσπαρτα παντού τα παλιά καμίνια, που μαρτυρούν τον κόπο και τα βάσανα των φτωχών εκείνων βιοπαλαιστών.
Πώς ετοιμαζόταν το καμίνι
Ανάλογα με τη χωρητικότητα που επιθυμούσε ο ασβεστοποιός, ανοιγόταν με τον κασμά και με τα άλλα διαθέσιμα τότε εργαλεία (λοστοί, βαριές, φτυάρια, σφυριά) ένας λάκκος. Η βάση του λάκκου μετά χτιζόταν στο κάτω μέρος από μέσα και γύρω γύρω σε ύψος 60 πόντων περίπου με λυγδόπετρες, που δεν ασβεστοποιούνται, και πάνω από τις λυγδόπετρες πάλι ολύγυρα στο λάκκο γινόταν πατούρα από λυγδόπετρα.
Το εσωτερικό χτίσιμο, πάνω από την πατούρα, συνεχιζόταν πια με μαρμαρόπετρα και με λάσπη. Έτσι το καμίνι ήταν έτοιμο, αφού φυσικά είχαν αφήσει και την πόρτα του καμινιού, από την οποία θα το «τάιζαν» με κλαδιά ή ξύλα. Να σημειωθεί ότι και η πόρτα κατασκευαζόταν από λυγδόπετρες, για να μην ασβεστοποιηθεί και καταρρεύσει. Αυτή ήταν η υποδομή του ασβεστοκάμινου, που αργότερα θα φορτωνόταν με μαρμαρόπετρα για ασβεστοποίηση.
Πώς φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο
Αφού έβρισκαν το νταμάρι από μάρμαρο, έβγαζαν με λοστούς, με βαριοπούλες και καμιά φορά και με φουρνέλα τις πέτρες, τις οποίες στη συνέχεια τεμάχιζαν με τη μικρή βαριοπούλα και το σφυρί σε διάφορα κομμάτια, μικρά, μεσαία, μεγάλα.
Έτσι άρχιζαν από την πατούρα να χτίζουν το καμίνι, δηλαδή τοποθετούσαν τις πέτρες που θα ασβεστοποιούνταν. Στη βάση έβαζαν τις μικρές, μετά τις μεσαίες και στο πάνω μέρος – στον τρούλο, όπως τον έλεγαν – έβαζαν τις μεγάλες πέτρες, που τις έλεγαν «κλειδί», γιατί εκεί, σ’ αυτό το σημείο, έκλεινε, «κλείδωνε» το καμίνι. Το κλειδί ήταν και ο καλύτερος ασβέστης, γιατί βρισκόταν στο κέντρο της φωτιάς και ψηνόταν καλά.
Πώς συγκεντρωνόταν η καύσιμη ύλη
Από τα ρουμάνια κόβανε τους πρίνους και τους κάνανε δεμάτια. Κάθε δεμάτι είχε οχτώ αγκαλιές κλαδιά. Από τους ελαιώνες μάζευαν τα κλαδέματα και τα σκολέματα και τα έκαναν επίσης δεμάτια. Όλα αυτά τα δεμάτια τα στέριωναν με δυο μεγάλες πέτρες, για να μην τα πάρει ο αέρας, μέχρι που να ξεραθούν και να έρθει η ώρα τους να χρησιμοποιηθούν.
Αφού φορτωνόταν το ασβεστοκάμινο και ήταν έτοιμο να δεχτεί τη φωτιά, κουβαλούσαν τα δεμάτια γύρω από το καμίνι. Για τη μεταφορά τους χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο δίχαλο, ένα «τσατάλι» περίπου δυο μέτρων. Το τσατάλι το κάρφωναν πάνω στο δέμα, δηλαδή το έμπηγαν μέσα με δύναμη και με μεγάλη επίσης προσπάθεια το σήκωναν ψηλά και το τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους. Έτσι μετέφεραν όλα τα δεμάτια κοντά στο καμίνι. Ανάλογα με τη χωρητικότητα του καμινιού απαιτείτο και ανάλογος αριθμός δεματιών. Για ένα ασβεστοκάμινο π.χ. 4.000 οκάδων απαιτούντο 180-200 δεμάτια κλαδιά.
Η φωτιά έμπαινε συνήθως πολύ πρωί, γιατί χρειαζόταν ένα εικοσιτετράωρο συνεχόμενης τροφοδότησης, για να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Γι’ αυτή τη δουλειά ασχολούνταν οπωσδήποτε δυο άτομα. Ο ένας τροφοδοτούσε το καμίνι. Με τη βοήθεια ενός σιδερένιου δίχαλου, «τσαταλιού», έπαιρνε τα δέματα και τα έσπρωχνε από την πόρτα μέσα στο καμίνι. Ο άλλος έφερνε τα γύρω δεμάτια κοντά στο πρώτο. Επειδή όμως ο πρώτος καιγόταν από τις φωτιές, κουραζόταν πολύ, διψούσε και πεινούσε, γινόταν εναλλαγή στο έργο τους. Μετά είκοσι τέσσερις ώρες τροφοδοσίας τελείωνε το έργο της ασβεστοποίησης και χρειαζόταν στη συνέχεια ένα ακόμα εικοσιτετράωρο, για να κρυώσει το καμίνι και για να αρχίσει το έργο της εκφόρτωσής του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια ως καύσιμη ύλη χρησιμοποίησαν μόνο ξύλα (κουτούκια πεύκων) ή εκχυλισμένο ελαιοπυρήνα. Ο Γιάννης Σιμέλης (Σνάν’) είναι ο πρώτος στην Αγιάσο που χρησιμοποίησε μηχάνημα εκτόξευσης μέσα στο καμίνι εκχυλισμένου ελαιοπυρήνα.
Εκφόρτωση του καμινιού
Ειδοποιούνταν τέσσερις έως πέντε κιρατζήδες (αγωγιάτες), οι οποίοι με τα μουλάρια τους αναλάμβαναν τη μεταφορά του ασβέστη στο χωριό, μέσα σε τρίχινα τσουβάλια. Να σημειωθεί ότι κάθε αγωγιάτης έφερνε δυο ζεύγη τσουβάλια, ώστε το ένα ζεύγος να μένει στο καμίνι για γέμισμα, μέχρι που να επανέλθει ο ίδιος στο καμίνι, και τούτο για να μη χάνεται χρόνος.
Αν είχε βρεθεί προηγουμένως ο αγοραστής του ασβέστη, το προϊόν παραδινόταν κατευθείαν στην οικοδομή του. Αν όχι, αποθηκευόταν, συνήθως στα σπίτια, μέσα σε παλιά κιούπια, βαρέλια ή στέρνες και σκεπαζόταν αεροστεγώς για να μη λιώσει, μέχρι που να πουληθεί. Πάντως φρόντιζαν – και τους συνέφερε αυτό – να έχουν βρει προηγουμένως τον πελάτη. Αποθήκευση συνήθως γινόταν όταν έκλεινε ο καιρός, για να έχουν κάποιο στοκ το χειμώνα, που κατά κανόνα απόφευγαν το κάψιμο του καμινιού, εκτός βέβαια αν υπήρχε και την εποχή αυτή αγοραστικό ενδιαφέρον.
Δυσκολίες του επαγγέλματος
Το επάγγελμα του ασβεστοποιού ήταν επίπονο και σκληρό. Το παραγόμενο είδος φτωχό, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Οι κόποι, τα ξενύχτια δεν έφερναν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η ζήτηση ήταν μικρή, πολλές φορές τελείως ανύπαρκτη, γιατί εξαρτιόταν από την οικονομική ευρωστία του κάθε ενδιαφερόμενου. Η γενική οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε αισιοδοξία και δεν έκανε τον καθένα να ασχοληθεί με το επάγγελμα αυτό. Όσοι βρέθηκαν επαγγελματίες ασβεστοποιοί πάλεψαν σκληρά. Πολλοί εγκατέλειψαν το επάγγελμα και στράφηκαν σε άλλες εργασίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ και η νέα τεχνική. Η χρησιμοποίηση του τσιμέντου έδρασε σε βάρος της χρήσης του ασβέστη. Έτσι από 15 και πλέον επαγγελματίες ασβεστοποιούς στο τέλος έμειναν ουσιαστικά δυο, ο Ιωάννης Σιμέλης (Σνάν’), που συνέχισε το επάγγελμα ως το τέλος της ζωής του και ο Γρηγόριος Ευστρατίου Κουδουνέλης, που το 1964 μετανάστευσε στη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι τα έτη 1935-1936 οι ασβεστοποιοί Αγιάσου, για να αποφύγουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, συνέστησαν την «Εταιρεία Ασβεστοποιών Αγιάσου» η οποία λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια διαλύθηκε λόγω ασυμφωνίας των εταίρων της.
Δεν πρέπει να ξεχαστούν και οι σύζυγοι των ασβεστοποιών, που στα σπίτια τους πουλούσαν λιανικώς ασβέστη και έβγαζαν το σχετικό χαρτζιλίκι τους. Γι’ αυτό και το χωριό ήταν πάντα πεντακάθαρο και κάτασπρο, γιατί υπήρχε και σχετική αστυνομική διάταξη γι’ αυτό.
Άδεια ασβεστοποίησης
Πρέπει να σημειωθεί ότι για να καεί κάθε καμίνι χρειαζόταν προηγουμένως σχετική άδεια του Δασαρχείου Μυτιλήνης. Έπρεπε να πληρωθεί πρώτα ο φόρος, που ήταν ανάλογος με τη χωρητικότητα του καμινιού, και για το σκοπό αυτό ερχόταν επιτόπου ο δασικός υπάλληλος και μετρούσε στο καμίνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι φτωχοί αυτοί βιοπαλαιστές πήγαιναν για το σκοπό αυτό στη Μυτιλήνη με τα πόδια. Αν δεν έβγαζαν άδεια και αν τους ανακάλυπταν, επιβαλλόταν βαρύ πρόστιμο και το καμίνι δεν έφτανε για την πληρωμή του.
Τι γινόταν σε περίπτωση βροχής
Κατά κανόνα τα καμίνια ψήνονταν το καλοκαίρι, γιατί τότε χτίζονταν και τα γιαπιά και υπήρχε ζήτηση. Όταν καμιά φορά συνέβαινε να πέσει απότομη βροχή, γινόταν το εξής: Όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, γιατί η θερμοκρασία του ήταν υψηλή, περίπου 2.000 βαθμοί και το νερό της βροχής που έπεφτε γινόταν ατμός και τη νύφη την πλήρωναν οι ασβεστοποιοί που το τροφοδοτούσαν και που γίνονταν μουσκίδι. Όταν όμως είχε πια καεί το καμίνι και βρισκόταν στο στάδιο του εικοσιτετράωρου, για να κρυώσει, ο ασβεστοποιός, όπου κι αν βρισκόταν, μέρα ή νύχτα, έπρεπε να τρέξει στο καμίνι του και να το προστατέψει με κάθε τρόπο, για να αποφύγει την καταστροφή.
Η γιορτή των ασβεστοποιών
Το σινάφι των ασβεστοποιών Αγιάσου γιόρταζε τη γιορτή του στις 20 Ιουλίου, δηλαδή του Αϊ-Λια. Τη μέρα εκείνη ξεχνιούνταν οι κόποι και τα βάσανά τους και το έριχναν έξω. Στα καφενεία που σύχναζαν στρώνονταν τα τραπέζια με εκλεκτούς μεζέδες, με γιουβέτσια και με ποτά. Έτσι άρχιζαν πρώτα τα λιανοτράγουδα κι όταν έφταναν στο κέφι έστελναν και ειδοποιούσαν τα νταούλια και τα βιολιά. Και κατέφθαναν εκεί οι περίφημες κομπανίες της Αγιάσου. Το γλέντι αυτό κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Κορυφαίος στο επάγγελμα, αλλά και κορυφαίος στο γλέντι αυτό ο Παρασκευάς Βασιλείου Κουδουνέλης, ο οποίος δεν έχανε ποτέ τη γιορτή αυτή κι ας γκρίνιαζε η συμβία του Μαριγώ. Μια φορά κανείς γλεντάει τη φτώχεια του!
Εμείς τα παιδιά της Αγιάσου, της εποχής του ’50, είχαμε πολύ νωρίτερα αντιληφθεί την ανάγκη της απόκτησης Ι.Χ. Κανείς δε γινόταν «κάποιος» στην κοινωνία μας, αν δε διέθετε το ανάλογο τετράτροχο. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο, απρόσωπο προϊόν κάποιας βιομηχανικής παραγωγής, αλλά όχημα χειροποίητο αξίας, φτιαγμένο με μεράκι, με εφευρετικότητα, μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Αν έχουν μάλιστα διασωθεί ακόμα μερικές από αυτές μας τις κατασκευές, σίγουρα σήμερα θα έχουν μεγάλη(…) συλλεκτική αξία για το πρωτότυπο «ντιζάιν» και τη μοναδική και απαράμιλλη προσωπικότητα. Και μάλιστα εμείς, πρωτοπόροι της τεχνολογίας από τότε, φτιάχναμε τις κατασκευές μας καθαρά οικολογικές, με ανακυκλώσιμα υλικά και χωρίς να επιβαρύνουμε καθόλου το περιβάλλον με… φωτοχημικό νέφος.
Και τώρα που σίγουρα εξήψα τη φαντασία σας, ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος.
Λέξη μαγική και θορυβώδης το αραμπαδέλ’, που ακόμα και σήμερα ξυπνά στ’ αυτιά μου ήχους και μετά εικόνες ανεξίτηλες, που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη, όπως και κάθε άλλη σημαντική έννοια, που γέμιζε την παιδική μας ψυχή. Το «αραμπαδέλ’» ήταν μια δύσκολη κατασκευή, που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εργαλεία κατάλληλα και υλικά δυσεύρετα για μας. Οι πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν κάποιο μεγαλύτερο αδερφό ή ακόμα καλύτερα κάποιο συγγενή μαραγκό για την εξασφάλιση των βασικών υλικών που ήταν τα ξύλα.
Με ξύλα γερά και ανθεκτικά φτιαχνόταν πρώτα το «σασί», που θα σήκωνε και το υπόλοιπο βάρος της κατασκευής. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα ήθελε ο κεντρικός άξονας, γιατί σ’ αυτόν θα προσαρμόζονταν το τιμόνι και οι άξονες των τροχών. Το πάτωμα απαιτούσε λεπτά και ανθεκτικά σανίδια, καρφωμένα με πολλή προσοχή, για να μην αφήνουν κενά και για να αντέχουν το βάρος ενός έως δύο επιβατών, ανάλογα με το… μοντέλο.
Και πάμε τώρα στα δύσκολα. Το πιο δυσεύρετο, αλλά εντελώς απαραίτητο υλικό, ήταν η κεντρική βίδα με παξιμάδι, που συνέδεε σταυροειδώς τον άξονα των μπροστινών τροχών με τον κεντρικό άξονα (ας πούμε το διαφορικό), ώστε να δίνει τη δυνατότητα να στρίβει αξιοπρεπώς το όχημα, σύμφωνα με τις εντολές του οδηγού. Αφού εξασφαλιζόταν κι αυτό, έμενε πια το…σημαντικότερο, δηλαδή οι ρόδες. Εδώ άρχιζαν τα πολύ δύσκολα.
Έπρεπε να εξασφαλισθεί ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου ισόπαχο, ξερό και ιδιαίτερα ανθεκτικό, διαμέτρου 20-25 εκατοστών. Με το πριόνι ή ακόμη καλύτερα στην κορδέλα έπρεπε να κοπούν φέτες πάχους 5-6 εκατοστών, που θα μετατρέπονταν σε ρόδες (κύριες και ρεζέρβες). Τέλος με ειδικό εργαλείο και πολλή υπομονή έπρεπε να ανοιχτεί σε κάθε ρόδα η κεντρική τρύπα, για να προσαρμοστεί στο λίγο λεπτότερο άξονα, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη περιστροφή. Τώρα πια, με την προσθήκη και του τιμονιού, το «αραμπαδέλ » ήταν έτοιμο για δράση, αρκεί να εξασφαλιζόταν και η ανάλογη πίστα για τα… ράλι. Βλέπεις τα καλντερίμια της Αγιάσου δεν ήταν ο καλύτερος δρόμος για ένα άνετο και ασφαλές ταξίδι. Το πλακόστρωτο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας ήταν ό,τι έπρεπε, αλλά το «Κουμλέλ » (ο καντηλανάφτης) δυστυχώς για μας ήταν πανταχού παρών και είχε και βαρύ χέρι, αν μας έπιανε.
Περιοριζόμαστε λοιπόν σε όποιο μικρό χωμάτινο κατηφορικό δρομάκο μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε και εκεί γίνονταν κόντρες, αγώνες ταχύτητας και ευελιξίας, ακόμα και… ατυχήματα. Και όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, δεν έλειπαν ούτε κι αυτά (ασήμαντα ή και σοβαρά), αφού ελλείψει χώρων μέχρι και η ταράτσα της δεξαμενής του χωριού χρησιμοποιήθηκε για πίστα αγώνων. Και οι φίλοι και συμμαθητές Νίκος Πατσής και Κομνηνός Σαμοθρακής θα θυμούνται ακόμα το «σάλτο μορτάλε», που πραγματοποίησαν από το ύψος της δεξαμενής, και τις μέρες που πέρασαν στο νοσοκομείο.
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1864. Ήταν παιδί ευκατάστατης οικογένειας, του κτηματία Χατζησπύρου Χατζηδημητριού και της Ρήγαινας Δ. Ντομάνη, συγγενούς του γνωστού μουσικοδιδάσκαλου Γεωργίου του Λεσβίου. Είχε τέσσερα αδέρφια, το Θεοφάνη (1854-1918), τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από την πρώτη σύζυγό του Αικατερίνη Παναγιώτη Βαμβουρέλη, τον Παναγιώτη, ο οποίος τραυματίστηκε βαριά σε κτήμα, στην περιφέρεια Απέσος, και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1906, την Αφροδίτη (1865-1937), η οποία παντρεύτηκε τον Ασωματιανό κτηματία Λεωνίδα Γεωργίου Σαμοθρακή, και την Ευαγγελούδα (1877-1916), η οποία παντρεύτηκε τον Αγιασώτη έμπορο Δημήτριο Ευστρατίου Πράτσο (Βράτσου, Μπράτσου).
Ο πατέρας του Χατζησπύρος Χατζηδημητρίου, υιοθετημένο παιδί του Χατζηδημητρίου Φρατζέλη, πέθανε πλήρης ημερών τον Ιούνιο του 1912. Υπήρξε κοινοτικός παράγοντας επί πολλά χρόνια (δημογέροντας, έφορος σχολείων, επιθεωρητής εφορείας σχολείων, εξελεγκτής). Ήταν άνθρωπος με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, αλλά με μεγάλη έφεση για τα γράμματα, την οποία κληροδότησε και στο γιο του. «Αυτός ο ζήλος, γράφει ο Γεώργιος Βαλέτας, τον έκανε να σπουδάσει με κάθε τρόπο το γιο του στην Αθήνα και στη Γερμανία και να τον αναδείξει σπουδαίο φιλόλογο και γυμνασιάρχη της Μυτιλήνης (1899)» Ήταν ένας ζηλωτής του έργου του Βενιαμίν του Λεσβίου. Σ’ αυτόν οφείλονται και δυο χειρόγραφα -αντίγραφα έργων του Βενιαμίν του Λεσβίου, τα οποία φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. (Α. Στοιχεία Μεταφυσικής, συνταχθέντα παρά Βενιαμήν (sic) του Λεσβίου, αντιγραφέντα δε παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου, κατά το έτος 1892. Β. Στοιχεία Ηθικής (sic), συνταχθέντα παρά του σοφού Βενιαμήν (sic) εκ Πλωμαρίου της Λέσβου, αντιγραφέντα δε κατά το έτος 1896 παρά του Χ”Σπύρου Χ”Δημητρίου εξ Αγιάσου).
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου λειτουργούσαν Δημοτικό Σχολείο Αρρένων, Δημοτικό Σχολείο Θηλέων, που λεγόταν και Παρθεναγωγείο, Ελληνικό Σχολείο Αρρένων και από το 1885 Ημιγυμνάσιο Αρρένων, με μια τάξη το πρώτο έτος και από το 1886 με δυο τάξεις, από το οποίο μπορούσε κανείς να πάει στις δυο ανώτερες τάξεις του τετρατάξιου Γυμνασίου Μυτιλήνης και να πάρει Απολυτήριο.
Προσωπογραφία Δημητρίου Χατζησπύρου, φιλοτεχνημένη στο Μόναχο από το γνωστό ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο
Το 1890, σε ηλικία 26 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παρέχει το «Βαθμολόγιον 1885-1901» του Γυμνασίου της Μυτιλήνης, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Μυτιλήνης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου έλαβε Απολυτήριο Δ’ τάξης. Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Μυτιλήνης ήταν τότε ο Γρηγόριος Βερναρδάκης, διαπρεπής κλασικός φιλόλογος, μετέπειτα καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου. Το ίδιο έτος έλαβε Απολυτήριο και ο επίσης Αγιασώτης Χριστόφας Αντωνίου Καρατζάς (1870-1947), ο μετέπειτα φαρμακοποιός της Μυτιλήνης, αδερφός του λαμπρού θεολόγου Ευστρατίου Καρατζά (1867-1907).
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, προτού αρχίσει πανεπιστημιακές σπουδές, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, χρημάτισε ελληνοδιδάσκαλος στην ιδιαίτερη του πατρίδα. Εργάστηκε με νεανικό ενθουσιασμό για την πρόοδο των μαθητών του. Δεν περιοριζόταν μόνο στη μετάδοση ξερών γνώσεων, αλλά στόχευε παράλληλα και στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, διδάσκοντας με θάρρος, παρά τις τουρκικές δεσμεύσεις, την ένδοξη ιστορία της φυλής, όπως προκύπτει από περιστατικά, τα οποία μου διηγήθηκαν Αγιασώτες που τον γνώρισαν, αλλά και από την όλη του δράση. Διδάσκαλόν μας είχομεν ήρωα Χατζησπύρον, αδιακόπως ενεργών, καλώς τον σπόρον σπείρων… έλεγε σ’ ένα στιχοπλόκημά του ο μαθητής του Πολύδωρος Αντωνίου Αναστασέλης (1876-1947), ο πατέρας του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη.
Η λήψη του Απολυτηρίου από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης το 1890 απετέλεσε την αφετηρία για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο μητρώο των φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου και κατατάχτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, όπως φαίνεται από το οικείο Πιστοποιητικό, το οποίο υπογράφουν ο τότε πρύτανης Γεώργιος Μιστριώτης, καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και φανατικός υπέρμαχος της καθαρεύουσας, και ο γραμματέας Αριστομένης Προβελέγγιος, ο γνωστός Σιφνιός ποιητής. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος ο Δημήτριος Χατζησπύρου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, όπως προκύπτει από το με αριθμό 792/19 Σεπτεμβρίου 1891 Αποφοιτήριο, το οποίο υπογράφουν ο πρύτανης Παύλος Ιωάννου, καθηγητής της εγχειρητικής, και ο πρώην κοσμήτορας Γεώργιος Χατζιδάκης, ο γνωστός γλωσσολόγος.
Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου θέλησε να συμπληρώσει τις σπουδές του σε ξένα πανεπιστήμια, όπως έκαναν και άλλοι Έλληνες. Προτίμησε, κατά τη συνήθεια της εποχής, να μεταβεί στη Γερμανία. «Τώρα, έγραφε το 1869 αρθρογράφος του ελληνικού περιοδικού του Παρισιού «Μυρία Οσα», οι πλείστοι λαμβάνουσι τον δρόμον της Γερμανίας, φρονιμώτατα ούτω ποιούντες, διότι εκεί και αι διασκεδάσεις είναι ολιγώτεραι και η διδασκαλία υγιεστέρα και αι δαπάναι μικρότεροι». Αυτό το αυστηρό κλίμα ταίριαζε περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Δημητρίου Χατζησπύρου και άφησε έντονα την επίδρασή του επάνω της.
Μετά το πέρας των σπουδών του στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, ήρθε στη Γερμανία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το Νοέμβριο του 1891. Στην πόλη αυτή της Θουριγγίας έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1892, δηλαδή δύο εξάμηνα (χειμερινό εξάμηνο 1891/1892 και θερινό εξάμηνο 1892). Στο Πανεπιστήμιο αυτό είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να παρακολουθήσει ενδιαφέροντα μαθήματα, που δίδασκαν διαπρεπείς καθηγητές, όπως ο φιλόλογος και ιστορικός Heinrich Gelzer, ο γλωσσολόγος Berthold Delbruck, πατέρας και ιδρυτής της συγκριτικής σύνταξης των ιαπετικών ή ινδογερμανικών γλωσσών, ο λατινιστής Georg Goetz και άλλοι, που αναγράφονται στην τρίτη σελίδα του αποδεικτικού σπουδών.
Πιστοποιητικό εγγραφής του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Ιένας (13 Νοεμβρίου 1891)
Στη συνέχεια ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στη Λειψία, στο μεγάλο αυτό πνευματικό κέντρο της Γερμανίας, και φοίτησε στο φημισμένο Πανεπιστήμιό της, όπως φαίνεται από το Πιστοποιητικό εγγραφής, το οποίο υπογράφει ο γνωστός φιλόλογος Justus Hermannus Lipsius (1834-1920), με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1892. Είχε την ευκαιρία και εδώ να παρακολουθήσει μέχρι 25 Απριλίου 1893 λαμπρούς καθηγητές, το Lipsius, που προαναφέραμε, το γλωσσολόγο Karl Brugmann και το λατινιστή Otto Ribbeck, του οποίου το σημαντικό έργο «Geschichte der Romischen Dichtung» (Ιστορία της Ρωμαϊκής Ποίησης) μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον πανεπιστημιακό Σπυρίδωνα Κ. Σακελλαρόπουλο και εκδόθηκε στη σειρά της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης.
Στις 10 Μαΐου 1893 ο Δημήτριος Χατζησπύρου γράφτηκε στο Koniglich Bayerische Friedrich-Alexanders-Universitat της Ερλάγγης, όπου παρακολούθησε μαθήματα επί δύο εξάμηνα, θερινό του 1893 και χειμερινό 1893/1894, και είχε καθηγητές τον κλασικό φιλόλογο Iwan Muller, ο οποίος το 1893 ήρθε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, το Falckenberg, το Romer, το Suchs και τον Pohlmann, οι οποίοι αναγράφονται στο Πιστοποιητικό, το οποίο έχει ημερομηνία 13 Μαρτίου 1894.
Στη συνέχεια, μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Ερλάγγης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ήρθε στο Μόναχο και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο στις 23 Απριλίου του 1894. Πόσο διάρκεσαν οι σπουδές του στο Πανεπιστήμιο αυτό δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, γιατί δε βρήκα το Πιστοποιητικό σπουδών. Πάντως στην πόλη αυτή, την οποία αγάπησε ιδιαίτερα, έμεινε μέχρι το 1896, αλλά την επισκέφτηκε και αργότερα και διέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα (1902-1907), όπως προκύπτει από τις σωζόμενες επιστολές του, αλλά και από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του (ονοματογράφηση, τοποχρονολογίες) σε βιβλία του, τα οποία σήμερα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου. Για τελευταία, ίσως, φορά επισκέφτηκε τη Γερμανία το 1920, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει το με αριθμό 1847 από Μυτιλήνη/18 Νοεμβρίου 1919 Διαβατήριό του.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Μόναχο υπήρχε από παλαιά ανθηρή ελληνική παροικία και Ελληνικός Σύλλογος και ότι σπούδαζαν πολλοί Έλληνες, από τους οποίους ορισμένοι διακρίθηκαν αργότερα στα γράμματα, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην πολιτική και αλλού, όπως ο Ιωάννης Βαλαωρίτης, ο Νικόλαος Δόσιος, ο Αναστάσιος Μάλτος, ο Λέσβιος ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Γεώργιος Σωτηριάδης, ο Χρίστος Τσούντας, ο Δημήτριος Φίλιος και άλλοι. Εδώ έδρασε και ο Γερμανός (Βαυαρός) φιλόλογος και ιδρυτής της Βυζαντινολογίας Karl Krumbacher (1856-1909), ο οποίος μάλιστα σε επιστημονικό ταξίδι του στην Ελλάδα και στην Τουρκία, από τον Οκτώβριο του 1884 έως το Μάιο του 1885, επισκέφτηκε και τη Λέσβο και μας έδωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο «Griechische Reise» (Ελληνικό ταξίδι), που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1886.
Ο Krumbacher κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο και στη Λειψία επιζήτησε και συνδέθηκε με προσωπική γνωριμία και φιλία με πολλούς Έλληνες φοιτητές. Από αυτούς ζητούσε και μάθαινε λεπτομέρειες της νεότερης ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και λαογραφίας. Αργότερα, όπως φαίνεται, συνδέθηκε και με το Δημήτριο Χατζησπύρου. Από αυτόν, καθώς και από το Γεώργιο Ιακωβίδη, τον οποίο προαναφέραμε, ζητούσε πληροφορίες για τη λεσβιακή διάλεκτο. Αυτό προκύπτει από μια εργασία του γλωσσολόγου και λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη για το «Έποικα», το αγιασώτικο ποίκα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Byzantinische Zeitschrift» IX (1900), σσ. 658-663) και αναδημοσιεύτηκε αργότερα σε βιβλίο του. Στη μελέτη αυτή ο Γιάννης Ψυχάρης αξιοποιεί τις πληροφορίες που έδωσαν στον Krumbacher ο Δημήτριος Χατζησπύρου και ο Γεώργιος Ιακωβίδης.
Στο Μόναχο είχε την ευκαιρία ο Δημήτριος Χατζησπύρου να γνωριστεί με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Εδώ γνώρισε και το ζωγράφο Σπυρίδωνα Βικάτο, ο οποίος μάλιστα του φιλοτέχνησε την προσωπογραφία, η οποία περιήλθε στον ανεψιό και βαφτιστικό του Πάνο Πράτσο και σήμερα βρίσκεται στο Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου.
Στη Γερμανία ο Δημήτριος Χατζησπύρου, παράλληλα με τις σπουδές του, είναι πιθανόν και να εργάστηκε. Στη διαθήκη του πατέρα του Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 29 Σεπτεμβρίου 1906, αναγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κληροδοτούνται και σ’ αυτόν και δικαιολογείται η διαφορά που παρουσιάζουν, συγκρινόμενα προς τα αντίστοιχα των άλλων κληρονόμων. «Ικανοποιεί και τούτον, καθότι και δια τας σπουδάς του επί έτη εν Γερμανία ως φιλολόγου, εν μέρει συνέδραμε και συνετέλεσε», δηλαδή ο διαθέτης πατέρας του.
Η μακρόχρονη παραμονή στη Γερμανία επέτρεψε στο Δημήτριο Χατζησπύρου να λάβει άρτια φιλολογική μόρφωση και παράλληλα να δεχτεί επιδράσεις από τα τότε ιδεολογικά ρεύματα. Οι σπουδές του ήταν συστηματικές και μπορούσαν να του ανοίξουν το δρόμο για κατάληψη σημαντικών θέσεων.
Το 1899, λίγο προτού ανατείλει ο εικοστός αιώνας, ο Δημήτριος Χατζησπύρου κατέλαβε την επίζηλη θέση του Γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Μυτιλήνης, του ανώτατου εκείνη την εποχή εκπαιδευτηρίου της Λέσβου, την οποία τίμησαν από το 1840, έτος ίδρυσης, λόγιοι άνδρες, ο Νικόλαος Αργυριάδης, ο Γεώργιος Αριστείδης ή Πάππης, ο Χριστόφας Λαίλιος και οι μετέπειτα πανεπιστημιακοί Γρηγόριος Βερναρδάκης και Πέτρος Παπαγεωργίου. Η γυμνασιαρχία του στάθηκε σύντομη (1899-1900). «Ανεξάρτητος οικονομικά, γράφει ο Παναγιώτης Σαμάρας, μετά το 1900 αποσύρθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπου και έζησε ως τα τελευταία του».
Συνεργάτες του στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης είχε ο Δημήτριος Χατζησπύρου το Μιχαήλ Κ. Στεφανίδη, μετέπειτα καθηγητή της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ακαδημαϊκό, τον Ιωάννη Ολύμπιο, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε Γυμνασιάρχης, το Στυλιανό Δ. Μεταξά, το Μιχαήλ I. Μιχαηλίδη, τον Ιγνάτιο Ευστρατιάδη, το Δ. Δημητριάδη και το Δ. Γκίκα. Στους παραπάνω καθηγητές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Αγιασώτη θεολόγο Ευστράτιο Αντωνίου Καρατζά, ο οποίος για λόγους υγείας αποσύρθηκε το 1902.
Επί γυμνασιαρχίας του Δημητρίου Χατζησπύρου στεγάστηκε σε νέο κτίριο το Παρθεναγωγείο της Μυτιλήνης, το οποίο διοικητικά υπαγόταν, όπως και όλα τα κατώτερα σχολεία, στο Γυμνάσιο. Για τα εγκαίνιά του και για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ζαφειρίου Βουρνάζου, που έγιναν το Σεπτέμβριο του 1899, μας δίνει πληροφορίες σε ανταπόκρισή του σε εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ο καθηγητής Μ.Ι. Μιχαλίδης, ο γνωστός βιογράφος του Δημητρίου Βερναρδάκη, τον οποίο προαναφέραμε.
Η γυμνασιαρχία του Δημητρίου Χατζησπύρου ήταν σύντομη και δεν έδωσε περιθώρια ευρύτερου προγραμματισμού και πλούσιας δράσης, όπως συνέβη με άλλους. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, ο Χατζησπύρου ήταν άνθρωπος σοβαρός, αγέλαστος, εσωστρεφής, απλός στους τρόπους, απερηφάνευτος, εχθρός κάθε εθιμοτυπίας, πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Ο modus vivendi που ακολουθούσε φαίνεται ότι παρεξηγήθηκε και αποτέλεσε σημείο τριβής με την Εφορεία των Σχολείων της πρωτεύουσας. Η μυτιληναϊκή αριστοκρατία είχε απαιτήσεις από το Γυμνασιάρχη. Έπρεπε να κινείται με άμαξα, να γευματίζει σε πολυτελή εστιατόρια, να πίνει τον ερατεινό του με πρόσωπα σημαίνοντα, να εμφανίζεται σε δεξιώσεις, να διατηρεί το «κύρος» του. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως απόφευγε τις πολλές επιδείξεις. Προτιμούσε το Αγιασώτικο Μετόχι στη Μυτιλήνη και τους απλοϊκούς θαμώνες του. Δε θεωρούσε κακό να ανοίξει το «μεσάλι» του και να γευματίσει κοντά τους. Ήταν φιλάργυρος, «σφιχτός» για τον εαυτό του, λιτοδίαιτος, όπως και πολλοί από αυτούς που διακρίθηκαν ως ευεργέτες.
Η γυμνασιαρχία του, παρ’ όλο που ήταν σύντομη, ενθάρρυνε τους Αγιασώτες γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Κατά τη διάρκειά της οι Αγιασώτες μαθητές ήταν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνολικά έντεκα.
Το Δημήτριο Χατζησπύρου τον διαδέχτηκε ο φιλόλογος Σπυρίδων Μωραΐτης και αυτόν μετά από υπηρεσία επίσης ενός σχολικού έτους ο Ιωάννης Ολύμπιος (1901-1907). Πρέπει να έφυγε πικραμένος και απογοητευμένος. Διέξοδο βρήκε και πάλι στο Μόναχο, όπου έμεινε πέντε χρόνια, από το 1902-1907, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω.
Από τότε που επέστρεψε στη Λέσβο ως το θάνατό του, ο Δημήτριος Χατζησπύρου δραστηριοποιήθηκε σε πολλούς τομείς. Απερίσπαστος από οικογενειακές φροντίδες, εργάστηκε για την προκοπή του τόπου και διαπότισε το περιβάλλον της μικρής κοινωνίας της γενέτειράς του Αγιάσου. Υπήρξε κατηχητής του λαού, πολίτης φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών, ικανός κοινοτάρχης, δραστήριο στέλεχος διαφόρων σωματείων, πολιτιστικών, αγροτικών, πολιτικών, ευσυνείδητος δάσκαλος, έφορος των σχολείων, επίτροπος του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, χαρισματικός ρήτορας, εργάτης της κοινωνικής πρόνοιας, αγνός οραματιστής. Άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον τόπο που αγάπησε. Οι παλαιοί Αγιασώτες μέχρι σήμερα αναφέρουν περιστατικά από τη ζωή του και τον μνημονεύουν με σεβασμό, με πολλή εκτίμηση. Ο λόγιος και ανθρωπιστής Δημήτριος Χατζησπύρου με τις πράξεις του άνοιξε το μακρύ δρόμο της μνήμης.
Πιστοποιητικό Σπουδών του Δημητρίου Χατζησπύρου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (25 Απριλίου 1893)
Στις 8 Νοεμβρίου 1912 οι Λέσβιοι υποδέχτηκαν με παραλήρημα χαράς τα ελληνικά στρατιωτικά αγήματα. Την επόμενη μέρα Επιτροπή Προκρίτων της Αγιάσου κατέβηκε στη Μυτιλήνη και εξέφρασε τη βαθιά ευγνωμοσύνη των κατοίκων προς τη Στρατιωτική Διοίκηση. Λίγο αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο δικηγόρος Ευστράτιος Τζανετής, ο οποίος είχε διοριστεί προσωρινά από τη Στρατιωτική Διοίκηση Μυτιλήνης αστυνόμος Αγιάσου και ο δάσκαλος Ευστράτιος Κολαξιζέλης, συγκάλεσαν τους συμπολίτες των στην Αγορά και τους ενημέρωσαν για τις ενέργειες των Τούρκων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να διεκδικούν τα ελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς επίσης και για τους διπλωματικούς χειρισμούς και τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Συντάχτηκε ψήφισμα, με το οποίο οι Αγιασώτες διαδήλωναν τη θέλησή τους για την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Την ίδια μέρα έγινε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία προς τιμήν του αξιωματικού Σκοπελίτη και των 55 πεζοναυτών, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αγιάσο από την προηγούμενη. Κατά τη δοξολογία «ωμίλησεν ευφραδέστατα ο τέως γυμνασιάρχης Μυτιλήνης κ. Δ. Χ”Σπύρος και ο αστυνόμος Αγιάσου κ. Ε. Τζαννετής», γράφει σε ανταπόκρισή του στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» ο Αγιασώτης δημοσιογράφος Αλκιβιάδης Μαριγλής. Την επόμενη μέρα, στις 3 Δεκεμβρίου 1912, έγινε επίδοση του ψηφίσματος στη Στρατιωτική Διοίκηση και στα Προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μυτιλήνη. «Υπερχίλιοι Αγιασώτες, γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, με την ελληνική σημαία και με τις μουσικές έκαμνον ενθουσιαστικές παρελάσεις εις τους δρόμους της Μυτιλήνης και την Αγοράν ψάλλοντες τον Εθνικόν ύμνον, το «Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι» και άλλα άσματα πατριωτικά, και φωνάζοντες το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος». Ενώθηκαν με αυτούς και πάρα πολλοί Μυτιληναίοι και όσοι ήσαν εκείνη την ημέρα από τα χωριά, και έτσι το συλλαλητήριο των Αγιασωτών δια την ενσωμάτωσιν της Λέσβου εις το σώμα της Ελλάδος πήρε παλλεσβιακήν μορφήν».
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ο Δημήτριος Χατζησπύρου έκρινε προσφορότερη την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ζητούσε να ταχθεί η Ελλάδα με το μέρος των Αγγλογάλλων. Αντίθετα το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε «Λαϊκό», ήταν φορέας της πολιτικής της ουδετερότητας και των αντισυμμαχικών τάσεων. Η παραταξιοποίηση σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς ήταν έκδηλη και στη Λέσβο. Στην Αγιάσο μάλιστα, καθώς γράφει ο Στρατής Κολαξιζέλης, «ο ιατρός Ευστράτιος Δούκαρος που σπούδασε στη Γαλλία εξεδηλώθη ως φανατικός αντιβενιζελικός και ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρος που σπούδασε στη Γερμανία εξεδηλώθη ως φανατικός βενιζελικός».
Στις 29 Μαρτίου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» γιόρτασε τη 10η επέτειο της ίδρυσής του. Ο Πρόεδρός του Δημήτριος Χατζησπύρου, στο τέλος της λογοδοσίας του, « προυκάλεσε πάντας όπως ζητωκραυγάσωσιν υπέρ του δαφνοστεφούς Βασιλέως, ευχόμενος όπως νέαι δάφναι και νέα τρόπαια εξάρωσιν έτι μάλλον την αίγλην του θρόνου Αυτού. Ο κ. Πρόεδρος προυκάλεσε κατόπιν τους παρεστώτας όπως ζητωκραυγάσωσιν και υπέρ Εκείνου, όστις έδωκεν ημίν το φως της ελευθερίας δια της μεγαλουργού αυτού δράσεως, ευχηθείς όπως ταχέως και πάλιν αναλάβη εις τας στιβαράς αυτού χείρας τας ηνίας του κράτους επ’ αγαθώ της πατρίδος. Και εν ζήτω ο Βενιζέλος εκάλυψε τας τελευταίας λέξεις του Προέδρου».
Στις 3 Μαΐου 1915 ο «Γεωργικός Σύνδεσμος Αγιάσου» ανακήρυξε σε επίσημη συνεδρίαση ως υποψήφιο βουλευτή τον επανεκλεγέντα πρόεδρο του Δημήτριο Χατζησπύρου. Ηταν οι πρώτες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος Λέσβιοι ως ελεύθεροι Έλληνες πολίτες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παραιτημένος αυτή την εποχή από την κυβέρνηση, επισκέφτηκε και τη Λέσβο. Ήρθε μάλιστα και στην Αγιάσο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές και τον αποθέωσαν. Υπήρχαν δύο συνδυασμοί που εκπροσωπούσαν τη Λέσβο, τη Σαμοθράκη και τον Αγιο Ευστράτιο: 1) Ο Συνδυασμός Φιλελευθέρων Λέσβου. 2) Άλλος Βενιζελικός Συνδυασμός. Σ’ αυτόν ανήκε ο Αγιασώτης δικηγόρος, που προαναφέραμε, Ευστράτιος Τζανετής. 3) Βενιζελικοί υποψήφιοι εκτός συνδυασμού. Αυτοί ήταν τρεις, ο δικηγόρος και δημοσιογράφος Νικόλαος Παρίτσης, ο γιατρός Ορέστης Κυπριανός και ο Δημήτριος Χατζησπύρου.
Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο – οι εκλογές έγιναν στις 31 Μαΐου 1915 – και ο Δημήτριος Χατζησπύρου ακολουθεί την ενωτική γραμμή του Συνδυασμού των Φιλελευθέρων Λέσβου, η οποία φαίνεται στην Προκήρυξή τους της 14ης Μαΐου 1915. «Συμπατριώται, αποδοθείσης, θεία συνάρσει, μετά μακραίωνα δουλείαν δια των ευκλεών άθλων του Εθνικού Στρατού και Στόλου και δια της διπλωματικής περινοίας του εξόχου εκ Κρήτης πολιτευτού, της ελευθερίας εις την ημετέραν Λέσβον υπαχθείσαν ούτως υπό το σκήπτρον του ενδόξου και πολυφιλήτου ημών Άνακτος, του Στρατηλάτου Κωνσταντίνου IB’, εγκαινιάζομεν επί χρυσαίς ελπίσι τον πρώτον παρ’ ημίν εκλογικόν αγώνα, εν εποχή μεγάλων ιστορικών γεγονότων και μεταπλάσεων». Λίγο αργότερα οι Έλληνες θα διχαστούν, θα αλληλομισηθούν και θα οδηγήσουν την πατρίδα τους σε περιπέτειες και συμφορές. Η βουλευτική προκήρυξη του Δημητρίου Χατζησπύρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σάλπιγξ», διευθυντής, ιδιοκτήτης και υπεύθυνος της οποίας ήταν ο επίσης υποψήφιος βουλευτής, δικηγόρος Νικόλαος Κ. Παρίτσης, τον οποίο προαναφέραμε.
Συμπολίται.Κατερχόμενος εις τον εκλογικόν αγώνα ως υποψήφιος βουλευτής, λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω προς τους εκλογείς συμπολίτας μου ότι τασσόμενος υπό την σημαίαν των Φιλελευθέρων και την ηγεσίαν του εκ Κρήτης μεγαλοφυούς πολιτικού ανδρός, θέλω αγωνισθή, όση μοι δύναμις, πιστός εις τας αρχάς του κόμματος, έχων ως πρόγραμμά μου το πρόγραμμα του φιλελευθέρου κόμματος. Όσον δε αφορά τα τοπικά συμφέροντα, θέλω προσπαθήσει, όση μοι δύναμις, υπέρ θεραπείας των κακώς εχόντων και ενισχύσεως των τοπικών συμφερόντων είτε ταύτα την γεωργίαν αποβλέπουσι και το εμπόριον και την βιομηχανίαν είτε τας περί την συγκοινωνίαν και την δημοσίαν ασφάλειαν ελλείψεις είτε τους λοιπούς εν γένει κλάδους. Υπό τοιαύτας αρχάς και τοιούτον πρόγραμμα εκτιθέμενοι, θέλομεν αγωνισθή παρά το πλευρόν των Φιλελευθέρων μέχρις εσχάτων, εάν μας τιμήση η ψήφος των συμπολιτών μας.
Ο υποψήφιος Βουλευτής Δ. Χατζησπύρου Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ευτύχησε να μπει στο ελληνικό κοινοβούλιο. Εξακολούθησε όμως να συμμετέχει στα κοινά και να αγωνίζεται για τα συμφέροντα του τόπου του, από διάφορες άλλες επάλξεις και γραμμές.
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν ήταν μόνο διανοούμενος. Ήταν και άνθρωπος της δράσης και των πραγματώσεων, Από πολύ νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα τοπικά προβλήματα και εργάστηκε για τη λύση τους ως δημότης, ως μέλος σωματείων, ως πολιτικός παράγοντας, ως κοινοτάρχης. Προτεραιότητα είχαν η εκπαίδευση, η κοινωνική πρόνοια, το προσφυγικό, η οδοποιία, η ύδρευση, η καθαριότητα. Παραλείποντας πολλά, θα αρκεστούμε σε δύο μονάχα χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Το 1921, όταν Πρόεδρος της τότε Κοινότητας ήταν ο γιατρός Παναγιώτης Σκλεπάρης, επιτροπή από την Αγιάσο επέδωσε στο Γενικό Διοικητή Λέσβου Αντώνιο Σπηλιωτόπουλο αίτηση των κατοίκων για την κατασκευή διακλάδωσης της αμαξιτής οδού Μυτιλήνης-Αγιάσου, η οποία θα άρχιζε από τις εξαντλητικές για τους μετακινούμενους επιβάτες στροφές και θα οδηγούσε συντομότερα και κατευθείαν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και στην Αγορά. Την αίτηση αυτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της Μυτιλήνης, την οποία διεύθυνε ο Στρατής Παπανικόλας, «μόνον 6 άτομα εξ όσων εδόθη αύτη προς υπογραφήν ηρνήθησαν να υπογράψωσι, και τούτο διότι τα άτομα ταύτα έχουν ακίνητα επί της παλαιάς οδού και φοβούνται ότι δια της προτεινομένης διαρρυθμίσεως θα χάσωσι ταύτα μέρος της αξίας των». Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, και ο Δημήτριος Χατζησπύρου, του οποίου το σπίτι ήταν στη συνοικία Καμπούδι, ήταν αρχικά αντίθετος με την κατασκευή του κάτω δρόμου, του δρόμου της Περασιάς. Ήρθε μάλιστα σε ρήξη με το συνεργάτη και φίλο του Στέφανο Βρανιάδη, ο οποίος είχε ακίνητα στην Καρυά. Αργότερα όμως κυριάρχησε ωριμότερη σκέψη και υποχώρησαν τα προσωπικά μπροστά στο κοινό συμφέρον. Ο δεύτερος αυτοκινητόδρομος κατασκευάστηκε το 1923, όταν Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάσου ήταν ο Δημήτριος Χατζησπύρου.
Η σφραγίδα του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου (1929)
Επί προεδρίας Δημητρίου Χατζησπύρου έγινε και ρύθμιση των χρεών της Κοινότητας προς το Νοσοκομείο. Ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης, σύμφωνα με τη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στην Αγιάσο στις 19 Ιουλίου του 1868, αφιέρωσε τρία ελαιοκτήματα στο Νοσοκομείο Αγιάσου, το οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί. «Θέλω, γράφει στη διαθήκη του ο μεγάλος ευεργέτης, ίνα πωληθώσι ταύτα παρά των επιτρόπων της παρούσης διαθήκης μου, των κάτωθεν αναφερομένων, εν ειλικρινεί συνειδήσει, και το ποσόν των χρημάτων χορηγηθή τοις Εφόροις του ανεγερθησομένου Νοσοκομείου και εναποτεθή εις τόκον παρ’ αυτοίς εν ασφαλέσι μέρεσι, όπως εκ του τόκου αυτών νοσηλεύωνται οι ασθενείς». Η Κοινότητα Αγιάσου είχε πωλήσει ένα μέρος της περιουσίας του ιεροδιακόνου Βασιλείου Μιχαηλίδη, η οποία ήταν αφιερωμένη στο Νοσοκομείο. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, ο οποίος από το 1910 ήταν Έφορος του Νοσοκομείου, για να εξοφλήσει το χρέος της Κοινότητας, παραχώρησε στο Νοσοκομείο το «παλαιό» λεγόμενο ελαιοτριβείο και το μισό Κήπο του Δημητρίου Γλεζέλη, τα οποία ήταν κτήματα της εκκλησίας, αλλά το 1919 παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα.
Το 1894, όταν ιδρύθηκε το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, ο Δημήτριος Χατζησπύρου βρισκόταν στο Μόναχο. Αργότερα όμως, όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, εργάστηκε φιλότιμα για την προαγωγή του σωματείου. Διετέλεσε Πρόεδρός του από 19 Σεπτεμβρίου 1912-18 Νοεμβρίου 1913, Αντιπρόεδρος από 12 Απριλίου 1917-21 Ιανουαρίου 1918 και από 20 Μαΐου 1921-10 Αυγούστου 1924. Σύμβουλος από 18 Νοεμβρίου 1913-12 Απριλίου 1917, καθώς επίσης και Έφορος. Το 1927, επί προεδρίας Πάνου Ευαγγελινού, ο Δημήτριος Χατζησπύρου ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος του σωματείου, το 1928 ευεργέτης και το 1930 μεγάλος ευεργέτης αυτού.
Οταν ζούσε ακόμα ο Δημήτριος Χατζησπύρου, δώρισε στο Αναγνωστήριο αρκετά αξιόλογα βιβλία, αξίας πολλών χιλιάδων δραχμών, όπως αναφέρεται στη διαθήκη του, η οποία συντάχτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1935, σε εποχή κομματικού φανατισμού και παθών. Τα βιβλία αυτά όφειλε η Εφορεία του Νοσοκομείου μαζί με τη Διαχειριστική Επιτροπή να τα πάρει πίσω, «καθόσον το σωματείον τούτο, επιλήσμον γενόμενον της αποστολής του, έπαυσε να εκπληροί τον προορισμόν του και συνεπώς εξέλιπε και ο σκοπός δια τον οποίον εδώρισε ταύτα εις αυτό, και ούτω η δωρεά του αύτη κατέστη νόμω ανακλητή και άκυρος, καθότι εξέλιπον αι προϋποθέσεις υφ’ ας εγένετο η δωρεά των βιβλίων του προς αυτό». Η ανάκληση αυτή ήταν αποτέλεσμα δυσαρέσκειας του δωρητή. Η πλούσια βιβλιοθήκη του περιελάμβανε κυρίως βιβλία σχετικά με την αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία, ελληνικά και ξενόγλωσσα, κυρίως γερμανικά (λεξικά, γραμματολογικά, στερεότυπες εκδόσεις, μεταφράσεις κ.ά.). Η βιβλιοθήκη αυτή κινδύνεψε από πυρκαγιά, η οποία προκλήθηκε από ανάφλεξη αναμμένης πυρήνας στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου, στο Καμπούδι, την πρωτοχρονιά του 1932. Πολλά βιβλία του διατηρούν ως σήμερα ίχνη αυτής της πυρκαγιάς, για την οποία μας δίνει πληροφορίες η τοπική εφημερίδα «Αγιάσος».
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του, το 1938, το Διοικητικό Συμβούλιο του Αναγνωστηρίου ζήτησε με έγγραφό του από την Εφορεία του Νοσοκομείου και την Εκτελεστική Επιτροπή της Διαθήκης του Δημητρίου Χατζησπύρου την προσωρινή παραχώρηση και τοποθέτηση των βιβλίων του στην αίθουσα του σωματείου, μέχρις ότου ιδρυθεί και λειτουργήσει το νέο νοσοκομείο. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και έτσι παραχωρήθηκαν, με πρωτόκολλο που συντάχτηκε στις 5 Ιουνίου 1938, 452 συνολικά βιβλία, τα οποία σήμερα πια αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του Αναγνωστηρίου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στα βιβλία αυτά ήταν και χειρόγραφα-αντίγραφα των έργων του Βενιαμίν Λεσβίου, τα οποία ανήκαν στο Χατζησπύρου Χατζηδημητρίου, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω.
Δίπλωμα του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, με το οποίο αναγνωρίζει το Δημήτριο Χατζησπύρου ευεργέτη (5 Ιουνίου 1928)
Βιβλία του Δημητρίου Χατζησπύρου, εκτός από το Αναγνωστήριο, υπάρχουν και στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου Αγιάσου, στο δωμάτιο 3, τα οποία όμως δεν μπόρεσα να δω. Σύμφωνα με πληροφορία, αρκετά βιβλία της Βιβλιοθήκης του Χατζησπύρου υπήρχαν στο παλαιό ενιαίο Γυμνάσιο Αγιάσου. Σήμερα υπάρχουν μερικά στη Βιβλιοθήκη του Λυκείου Αγιάσου, στο οποίο περιήλθαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, μετά το διαχωρισμό των σχολείων σε Γυμνάσιο-Λύκειο.
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου υπήρξε ανθρωπιστής, με την ευρύτερη σημασία του όρου. Κάτω από τον επίπαγο της αποκρουστικής για πολλούς σοβαρότητάς του κυλούσε ο πακτωλός της ευγένειας των αισθημάτων, της καλοσύνης, της φιλανθρωπίας. Εργάστηκε από πολύ νωρίς στον κοινωνικό τομέα. Πρωτοστάτησε σε πολλές προσπάθειες, που απέβλεπαν στο συνάνθρωπο που αναξιοπαθούσε. Πήρε μέρος σε εθνικοκοινωνικούς εράνους και πρόσφερε όχι μόνο υπηρεσίες, αλλά και αξιόλογα χρηματικά ποσά. Στόχος του να βοηθήσει τον άρρωστο, το γέρο, το φτωχό. Σε επιμνημόσυνο λόγο του, αναφερόμενος στους ευεργέτες και δωρητές του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, δίνει και το δικό του πιστεύω «Οι αοίδιμοι ούτοι άνδρες εφλέγοντο από ένα ιερόν πόθον πώς να έλθουν όσον το δυνατόν αποτελεσματικώτερον αρωγοί εις την πάσχουσαν τάξιν των απόρων. Και προς τον σκοπόν τούτον ηγωνίζοντο και εμόχθουν καθ’ όλον αυτών τον βίον, υποβαλλόμενοι αγογγύστως εις μεγάλους περιορισμούς, ήσκουν αυστηράν οικονομίαν, έζων βίον λιτότατον, εις εν και μόνον αποβλέποντες, πώς να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν περιουσίαν προωρισμένην διά την ίδρυσιν Νοσοκομείου, εις το οποίον να ευρίσκουν άσυλον και νοσηλείαν οι απόκληροι ούτοι. Ανελογίζοντο την οικτράν θέσιν εις την οποίαν επόμενον είναι να περιέλθη ένας άνθρωπος στερούμενος των πάντων, όταν πέση κλινήρης και δεν έχη τα μέσα να καλέση ιατρόν προς επίσκεψίν του, δεν έχη χρήματα δια να αγοράση τα αναγκαιούντα προς θεραπείαν του φάρμακα, δεν έχη άνθρωπον να τον παραστέκεται παρά την κλίνην, να του αλλάξη την πληγήν, να του επιδέση τα τραύματα, να του προσφέρη εν κύπελλον γάλακτος ή έστω και εν ποτήριον ύδατος, δια να δροσίση τα καιόμενα χείλη του».
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδεσε το όνομά του κυρίως με το Νοσοκομείο Αγιάσου ως Έφορος αυτού από το 1910 και αργότερα ως Αντιπρόεδρος της Εφορείας αυτού ως το 1935, έτος του θανάτου του. Δεν είναι βέβαια ο μόνος. Ο ίδιος στους επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνούσε κάθε χρόνο, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας, δοξολογούσε τους πρωτοπόρους ιδρυτές, ευεργέτες και αφιερωτές του Ιερού Νοσοκομείου, τους οποίους αξίζει και εμείς να μνημονεύσουμε.
Πρώτος συνέλαβε την ιδέα ίδρυσης Νοσοκομείου στην Αγιάσο ο γιατρός Μιχαήλος Χρυσαφουλιός. Αυτός σπούδασε τον περασμένο αιώνα στην Πίζα και άσκησε το επάγγελμά του στη Ρόδο, όπου και πέθανε. Προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, συνέταξε διαθήκη και όρισε όλη η περιουσία του να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση Νοσοκομείου στην Αγιάσο. Φοβούμενος μάλιστα μήπως κάποιοι αθετήσουν την τελευταία του θέληση, διατύπωσε στη διαθήκη του ένα φρικτό επιτίμιο, επικαλούμενος τις κατάρες των τριακοσίων δεκαοχτώ Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Δεύτερος μνημονεύεται ο ιεροδιάκονος Βασίλειος Μιχαηλίδης. Αυτός όρισε να εκποιηθεί η περιουσία του και να ανεγερθεί Νοσοκομείο στην Αγιάσο. Αν όμως οι συμπατριώτες του αμελούσαν, όριζε η περιουσία του να περιέλθει σε άλλο Νοσοκομείο.
Στη συνέχεια θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε τη θεία του Βασιλείου Μιχαηλίδη Χατζηρήγαινα Χ. Γεωργίου, το μοναχό Χατζηπαναγιώτη Μιχαηλίδη, τον Παναγιώτη Χατζηραβδέλη, την Ελένη Δ. Λιβάνου, τον Παναγιώτη Λίβανο, τον Παναγιώτη Βαλασόπουλο από τη Σπάρτη, σύζυγο της Βασιλικής Μιχαήλ Ασπρομάτη, τον Παναγιώτη Παπουτσή, το Δημήτριο Λιγέλη, το Σταύρο Νουλέλη, ο οποίος δώρισε το μεγάλο οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε το Νοσοκομείο, τον Παναγιώτη Χατζησαραντινού, τον Ευστράτιο Αλεντά και τον Παναγιώτη Σαπουναδέλη ή Σαπναδέλη (Τοκιστή). Ο τελευταίος, ενώ ζούσε ακόμα και υπήρχαν άμεσοι συγγενείς του, δώρισε το 1905 στο Νοσοκομείο το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο του.
Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο Δημήτριος Χατζησπύρου, επειδή στο Νοσοκομείο της Αγιάσου λειτουργούσε μόνο λαϊκό ιατρείο και στο Νοσοκομείο της Μυτιλήνης από το 1898 δε γίνονταν δεκτοί οι φτωχοί Αγιασώτες άρρωστοι, αποφάσισε να χτίσει ένα μεγάλο νοσοκομείο, με διάφορα ιατρικά τμήματα. Η ιδέα αυτή δεν επικροτήθηκε από όλους. Ο εγκατεστημένος στη Μυτιλήνη λαμπρός Αγιασώτης γιατρός Ευστράτιος Δούκαρος τόνιζε πως δεν είναι δυνατή η επάνδρωση ενός νοσοκομείου στην Αγιάσο με γιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Συνιστούσε να παραμείνει το νοσοκομείο που υπήρχε, να λειτουργεί ως σταθμός πρώτων βοηθειών και να βρεθεί τρόπος να δέχεται και πάλι το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης τους Αγιασώτες ασθενείς που ήταν άποροι. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου όμως δεν έδωσε σημασία στις υποδείξεις αυτές, αλλά έθεσε το 1926 το θεμέλιο λίθο ενός μεγάλου και επιβλητικού νοσοκομείου, το οποίο όμως ποτέ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει όπως ο ίδιος το οραματίστηκε.
Το Νοσοκομείο της Αγιάσου πέρασε από διάφορα στάδια. Το 1929 επισημοποιήθηκε με την επωνυμία «Ιερόν Νοσοκομείον Αγιάσου». Αρχικά στεγάστηκε στο σπίτι του Δημητρίου Χατζησπύρου και ονομαζόταν «Κλινική Δ. Χατζησπύρου» του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου. Αργότερα, το 1943, εγκαταστάθηκε στο κτίριο, το οποίο εντωμεταξύ είχε ανοικοδομηθεί.
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδειξε την αγάπη του και προς τον άνθρωπο της τρίτης ηλικίας. «Εάν τυχόν, αναγράφεται στη διαθήκη του, κατά την αποβίωσίν του ήθελον ευρεθή έλαια ή άλλα προϊόντα ανήκοντα εις αυτόν, υποχρεούται η Διαχειριστική Επιτροπή να φροντίση δια την εκποίησιν ταύτην υπό τους μάλλον επωφελεστέρους όρους και την είσπραξιν του αντιτίμου αυτών. Το δε εκ της εκποιήσεως προϊόν και τα τυχόν ευρεθησόμενα μετρητά, αι εν Τραπέζαις καταθέσεις, ομολογίαι, πολύτιμα αντικείμενα, θα αποτελέσωσι όλα ομού εν ποσόν δια του οποίου θα φροντίση η Διαχειριστική Επιτροπή να αγοράση εν κτήμα το οποίον μετά της εν Αγιάσω <εν> συνοικία Καμπούδι ιδιοκτήτου οικίας του διαθέτου θα αποτελέσωσι τον πυρήνα της ιδρύσεως Γηροκομείου, χρησιμοποιούμενης προς τούτο της εν λόγω οικίας του, εκτός εάν η Εφορεία κρίνη προσφορώτερον να χρησιμοποιήση προς τον σκοπόν τούτον αριθμόν τινα δωματίων του Νοσοκομείου, επιφυλάσσουσα δι’ άλλην χρήσιν την οικίαν του. Εις το ούτω ιδρυόμενον Γηροκομείον δύνανται να εισέρχωνται κατά πρώτον αιτήσει των γέροντες, αφού δια συμβολαιογραφικής πράξεως μεταβιβάσωσιν επ’ ονόματι του την περιουσίαν των, επιφυλασσομένης της Εφορείας δια την αποδοχήν απόρων, μέχρις εξασφαλίσεως των απαραιτήτων αποθεματικών κεφαλαίων».
Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δεν έχει να παρουσιάσει συγγραφικό έργο. Δε μας άφησε κανένα βιβλίο, καμιά σοβαρή φιλολογική εργασία. Η έρευνά μου και προς αυτή την κατεύθυνση δεν απέδωσε καρπούς. Εκφωνούσε όμως λόγους, επικήδειους-επιμνημόσυνους, πανηγυρικούς. Κάποιοι από αυτούς, που είναι δημοσιευμένοι σε εφημερίδες, μαρτυρούν τη ρητορική του δεινότητα, αλλά παράλληλα και το εύρος των πνευματικών του ενδιαφερόντων. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου, σύμφωνα με πληροφορίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον άκουσαν πολλές φορές, ήταν χαρισματικός ομιλητής και κατάφερνε πάντοτε να επιβάλλεται και να συγκινεί το ακροατήριο με τον από στήθους καθαρευουσιάνικο λόγο του. Από τους λόγους του θα μπορούσαμε δειγματοληπτικά να αναφέρουμε τους παρακάτω: 1) Το λόγο που εκφώνησε στην Αγορά της Αγιάσου, στις 8 Νοεμβρίου 1931, κατά το συλλαλητήριο που οργάνωσαν οι κάτοικοι υπέρ της αγωνιζόμενης Κύπρου. 2) Το λόγο που εκφώνησε κατά το μνημόσυνο των δωρητών του Ιερού Νοσοκομείου το 1932, την Κυριακή της Σαμαρείτιδας. 3) Το λόγο που εκφώνησε κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Παναγιώτη Σαπουναδέλη στις 14 Ιουνίου 1931. 4) Την ομιλία που πραγματοποίησε στις 10 Ιουλίου 1932, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της «Εθνικιστικής Οργάνωσης Αγιάσου» με θέμα «Αι παραδοξολογίαι του Φαλμεράγερ και οι νεώτεροι Έλληνες».
Το 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έμελλε να δοκιμαστεί μαζί με πολλούς άλλους δημοκράτες. Όπως είναι γνωστό, την 1 Μαρτίου 1935 εκδηλώθηκε το Κίνημα, το οποίο οργάνωσαν δημοκρατικοί αξιωματικοί και του οποίου την ηγεσία αποδέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το κίνημα αυτό βέβαια απέτυχε. Οι κινηματίες, αλλά και πολλοί άλλοι οπαδοί, καταδιώχτηκαν και πέρασαν από έκτακτα στρατοδικεία. Στις 5 Μαΐου 1935 μάλιστα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος εντωμεταξύ είχε καταφύγει στη Γαλλία.
Με το μέρος των κινηματιών τάχτηκαν πολλοί Λέσβιοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Χατζησπύρου. Συμπαθών ήταν και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου (1878-1958). Όπως μας πληροφορεί η αντιβενιζελική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Το Φως», διευθυντής της οποίας ήταν ο Αθανάσιος Γκράβαλης, από την Αγιάσο στάλθηκε το παρακάτω τηλεγράφημα προς τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό των Θρησκευμάτων, την Ιερή Σύνοδο και τις αθηναϊκές εφημερίδες «Τύπος» και «Βραδυνή»: «Λαός Αγιάσου ευλαβώς αξιοί απομάκρυνσιν Μητροπολίτου Ιακώβου, διαπράξαντος μυρίας αυθαιρεσίας και παρανομίας και τέλος συνταχθέντος με Εθνοκτόνον Επανάστασιν και υποστηρίξαντος σκανδαλωδώς σφετεριστάς κρατικής εξουσίας». Το τηλεγράφημα υπέγραψαν ο Πρόεδρος της Κοινότητας Γεώργιος Αλεντάς, καθώς επίσης και οι Ευστράτιος Αλεντάς, εκ μέρους του Αγροτικού Συμβουλίου, Δημήτριος Χατζησπύρου, εκ μέρους της Εφορείας του Νοσοκομείου, και Ευστράτιος Μαγλογιάννης, εκ μέρους της Λαϊκής Πολιτικής Οργάνωσης. Ο Δημήτριος Χατζησπύρου δοκίμασε μεγάλη λύπη τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εξαιτίας αυτής της υπογραφής, την οποία, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλλον υπέκλεψαν, όταν ήταν κατάκοιτος. Τη στάση αυτή των Αγιασωτών καταδίκασε η δημοκρατική παράταξη, όπως φαίνεται και από ανταπόκριση της 8ης Ιουλίου 1935, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος», με τίτλο «Η ζωή της υπαίθρου. Νέα από την Αγιάσο» και με υπογραφή το ψευδώνυμο «Ορεινός». «Τα έκτροπα που έγιναν και εδώ απ’ τους ανθρώπους της Ζούγκλας είναι περιττόν να τ’ αναφέρω. Τα ξέρετε. Οι άνθρωποι αυτοί δεν σεβάσθησαν και τα πλέον αγαπητά και ιερά πρόσωπα της Λέσβου, σαν τον λατρευτό μας Μητροπολίτη. Τι να πεις λοιπόν γι’ αυτούς τους κανίβαλους».
Την εποχή αυτή, όπως είναι γνωστό, έχουμε αναζωπύρωση παθών, στερέωση του αντιβενιζελισμού και ανάληψη πρωτοβουλίας για παλινόρθωση της δυναστείας των Glucksburg. Στις 9 Ιουνίου 1935 έγιναν, μετά την κατάργηση της Γερουσίας, εκλογές Εθνοσυνέλευσης, από τις οποίες απείχαν όλα τα κόμματα της βενιζελικής παράταξης. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Γεώργιος Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση με τον I. Θεοτόκη και κατάργησαν τη δημοκρατία με ψήφισμα, το οποίο επικύρωσε η Εθνοσυνέλευση. Στις 25 Νοεμβρίου 1935 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ με το διάδοχο Παύλο επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Στις 15 Ιουνίου 1935 ο Δημήτριος Χατζησπύρου έδωσε την προσωπική μάχη και νικήθηκε. Την επόμενη μέρα κηδεύτηκε με δαπάνη του Ιερού Νοσοκομείου. Οι συμπατριώτες του τον προέπεμψαν με τιμές στην τελευταία του κατοικία. Το παλαιό ελαιοτριβείο εσύριζε κατά την ώρα της εκφοράς. Το νεκρό αποχαιρέτησαν με επικήδειους λόγους ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου εκ μέρους της Εφορείας του Ιερού Νοσοκομείου ως πρόεδρος αυτής, ο Ευάγγελος Παπασταματίου, ο Περικλής Τζανετής εκ μέρους της Κοινότητας και ο δάσκαλος Στρατής Κολαξιζέλης εκ μέρους της Επιτροπείας του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ψηφίσματα εξέδωσαν το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, η Επιτροπεία του Ιερού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, η Εφορεία του Ιερού Νοσοκομείου Αγιάσου, η Κοινότητα Αγιάσου, καθώς επίσης και η «Λαϊκή Πολιτική Οργάνωσις Αγιάσου», πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ευστράτιος Μαγλογιάννης.
Στις 15 Ιουνίου 1935, δηλαδή την ίδια μέρα που αναγγέλθηκε ο θάνατος του, δημοσιεύτηκε και η διαθήκη του, με την οποία κατέστησε γενικό κληρονόμο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του το Νοσοκομείο Αγιάσου.
Για τη διαχείριση της περιουσίας που άφησε στο Νοσοκομείο ο Δημήτριος Χατζησπύρου όρισε ιδιαίτερη επιτροπή, αποτελούμενη από τον εκάστοτε ειρηνοδίκη Αγιάσου ή το νόμιμο αναπληρωτή του ως πρόεδρο, και από τους Γεώργιο Λεωνίδα Σαμοθρακή, Ευστράτιο Αθανασίου Αλεντά (Μουλαδούλα), Ανδρέα Ιωάννη Δουκάκη και Παναγιώτη Ευστρατίου Βαμβουρέλη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 80/1994
Στις 20 Αυγούστου 1989 το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου οργάνωσε στην αίθουσα της βιβλιοθήκης φιλολογικό μνημόσυνο, για να τιμήσει το λόγιο και ευεργέτη Δημήτριο Χατζησπύρου (1864-1935). Ομιλητής ήταν ο Γιάννης Χατζηβασιλείου. Ο λόγος του, με τις αναγκαίες βιβλιογραφικές και άλλες συμπληρώσεις, δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών «Λεσβιακά» (Μυτιλήνη 1993, τόμος ΙΔ’, σσ. 249-296).