ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΑΓΡΙΤΗΣ. Ο κορνετίστας και τρομπονίστας της χτεσινής Αγιάσου

Στις 7-9-2002 είχα την ευκαιρία και συνάμα τη χαρά να πάρω συνέντευξη στην Αγιάσο από τον απόμαχο μουσικό Δημήτριο Ιωάννου Αγρίτη, τον οποίο επισκέφτηκα και δεύτερη φορά, στις 3-1-2003, στο σπίτι του, στην οδό Έλλης, της συνοικίας Αϊ-Γιάννης, για συμπληρωματικά στοιχεία. Επιδίωξή μας να ευαισθητοποιήσουμε με τον τρόπο αυτό τους Αγιασώτες και όχι μόνο, να καλλιεργήσουμε την αρχειακή συνείδηση, να συγκεντρώσουμε χρήσιμο υλικό, φιλολογικό, ιστορικό, λαογραφικό, φωτογραφικό, και στη συνέχεια να το αξιοποιήσουμε.
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 18 Ιουλίου 1917. Γονείς μου ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου Αγρίτης, που είχε το παρατσούκλι Πατσά, και η Παναγιωτούδα (Μπουτούδ’), κόρη του Νικολάου Ιωάννου Κουλαξίζη ή Κουλαξιζέλη και της Φωτούδας Καραγιάννη. Η Παναγιωτούδα ήταν γνωστή και ως Ιν’κόλινα, από το μικρό όνομα του πατέρα της, που το πήρε και το ψυχοπαίδι, ο Παναγιώτης Κουλαξιζέλης ή Γιαννάκας (Μπώτ’ς του Ν’κόλ’). Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης και συγγένευε με τους άλλους Αγρίτες της Αγιάσου. Η μάνα μου εκτός από καλή νοικοκυρά ήταν και φημισμένη γιάτραινα. Ήξερε από στραμπουλίγματα και σπασίματα χεριών και ποδιών, θεράπευε τον «αφαλό» και έβγαζε από τα μάτια των ραβδιστάδων «αχνούς». Κάποτε, μάλιστα, γιάτρεψε από μόλυνση το μάτι του σιδερά Ζαχαριά Βατρικά, που οι γιατροί της Αθήνας ήθελαν να το βγάλουν και στη θέση του να βάλουν γυάλινο, όπως ήταν τότε της μόδας. Χρησιμοποιώντας κουκούλι μεταξοσκώληκα, αφαίρεσε με μια δυο επιδέξιες κινήσεις το σφηνωμένο σιδεράκι, επάλειψε το μάτι με ασπράδι αβγού και το θάμα έγινε!

 

Μικρότερος μου αδερφός ήταν ο Κώστας. Αυτός γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμιβρίου 1920 και συχωρέθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, σε ηλικία 68 χρονών. Είχε θήλωμα κύστης, που εξελίχτηκε σε καρκίνο, ο οποίος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες. Υποβλήθηκε σε πολλές εγχειρήσεις και υπόφερε. Σύζυγός του ήταν η Άρτεμη, η κόρη του Τζάνου και της Γιαννούλας Κουδουνέλη. Παιδιά τους ο Δημήτριος και η Παναγιώτα, που μένουν στο Παλαιό Φάληρο, στην Παναγίτσα.

 

Με βάφτισε η Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Αντωνίου Διαμαντή, το γένος Ευστρατίου Κασέτα, που ήταν στολιδού και πάντα καλοφορεμένη. Μου έδωσε τ’ όνομα του παππού μου, αλλά και του γιου της Δημητρίου, ο οποίος πέθανε από βλογιά. Είχε και έναν άλλο γιο στην Αμερική, το Στρατή. Το παρατσούκλι Παγώνα, που το έχω μόνο εγώ, το οφείλω στο εξής περιστατικό. Πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, στην Κατοχή, παίζοντας μια μέρα χαρτιά με το Σταύρο Μπεγιάζη και με το Χριστόφα Συκή, στο καφενείο του δευτέρου, που ήταν στο χώρο του τωρινού σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου, στην Αγορά, έχανα, νεύριαζα και θύμωνα. Ο Συκής, σε κάποια στιγμή, για να με πικάρει περισσότερο, είπε: Θα σι κάνου, Δημητρό, να κλαις σαν του παγόν’! Έτσι από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι σφραγίδα και το Αγρίτης παραμερίστηκε. Πρέπει όμως να βοήθησε στην καθιέρωση και κάτι άλλο. Ντυνόμουνα όμορφα, μερακλίδικα, και φορούσα παπούτσια που έτριζαν. Κάποιοι κοροϊδευτικά έλεγαν: Κ’νιέτι σαν του παγόν’!

Default 4
Ο Δημητριος Αγρίτης πριν από σαράντα πέντε περίπου χρόνια. (PHOTO-OLYMPE ΣΤΡΑΤΗ ΚΑΜΠΑ ΑΓΙΑΣΣΟΣ)
Τέλειωσα το Δημοτικό στην Αγιάσο. Ήθελα να προχωρήσω, γιατί ήμουνα καλός μαθητής και τα μάθαινα τα γράμματα, αλλά δεν είχαμε παράδες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Στυλιανίδης. Δασκάλους είχα τον Ευστράτιο Φωτεινέλη, το Βασίλειο Γαλετσέλη, τον Ηλία Λίβανο (Μπασμπάλη) και το Στρατή Κολαξιζέλη (Κακάβη). Συμμαθητές και συμμαθήτριές μου ήταν ο Βασίλειος Αϊβαλιώτης, ο Δημήτριος Βασιλάκης (Αριστίγια), ο Στρατής Γαββές, η άτυχη Έλλη Ηλιογραμμένου, η Έλλη Παναγιώτου Τάλιου-Παγωτέλη, η Ελένη Τσιβγούλη-Αναστασέλη, η Μύρτα Νιγδέλη-Καβαδέλη, η Μαριάνθη Δημητρίου Ψύρρα και άλλοι.

 

Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπρεπε και εγώ να δουλέψω, όπως και άλλα

παιδιά. Είχαμε κάνει ομάδα και πηγαίναμε στα ξύλα, στο δάσος της Μεγάλης Λίμνης, αλλά και στο Αζόπ, από τα Καμπιά. Τα πουλούσαμε στους φουρνάρηδες, 25 δραχμές το γομάρι. Ο Παναγιώτης Χαλέλης εκτός από τα χρήματα έδινε και ένα παξιμάδι. Στην ομάδα ήμασταν Μπουτζαλιώτες, ο Κομνηνός (Κουμέλ’) Παρασκευαϊδης (Κουλούντζ’), ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που ήταν εγγονός του μουσικοδιδάσκαλου Κομνηνού Αμανίτη, οι Γεωργαντήδες ή Νταλάδες, ο Κώστας και ο Στρατής, ο Κυριάκος Πασχαλιάς, ο Βασίλειος Χρυσάφης (Μπαγνέζος) και ο Τζάνος Κουρός (Κ’τσάφτ’ς). Παράλληλα με τη δουλειά, ανάλογα με την εποχή, μας απασχολούσαν και άλλα. Μαζεύαμε «αξ’νηθρουγούλια» και καμπανάρια, που έμεναν στα αμπέλια μετά τον τρύγο. Εγώ είχα το γάιδαρο του ράφτη Κομνηνού Τσουκαρέλη και με αυτόν κουβαλούσα τα ξύλα.
 

Αυτός που με παρότρυνε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική ήταν ο Κομνηνός Παπουτσέλης, που έπαιζε βιολί, όπως και ο παππούς του. Μια μέρα, που είχαμε πάει μαζί στα ξύλα, μου πρότεινε ν’ αγοράσω ένα μουσικό όργανο. Η ιδέα του μου άρεσε, αλλά με προβλημάτισε το είδος του οργάνου. Τελικά αποφάσισα και αγόρασα μια κορνέτα, μια τρόμπα. Πήγα, σε ηλικία δεκαεφτά περίπου χρονών, στον Ευστράτιο Ρόδανο (Άννα) και παρακολούθησα συστηματικά μαθήματα. Έδινα 25 δραχμές το μάθημα. Επιθυμία μου ήταν να μου γράψει σκοπούς, για να βγαίνω να παίζω. Θυμάμαι που μου έγραψε το σκοπό «Τα ξύλα». Αργότερα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, προχωρούσα μόνος μου.

Default 9
Το δελτίο ταυτότητας του Δημητρίου Αγρίτη, ως μέλους του Σωματείου Μουσικών Λέσβου (23-12-1955)
 

Αρχικά συνεργάστηκα ως μουσικός με το βιολιτζή Κομνηνό Παπουτσέλη, με τον Προκόπιο Μπουρλή, που ήταν φούρναρης, αλλ’ έπαιζε και μπάσο, και με το σαντουριέρη Κωστή Καχιλέλη. Αν δεν κάνω λάθος, πρωτοέπαιξα το 1937 στο καφενείο του Αγγελή Καραγιάννη, που ήταν στη θέση του σημερινού καφενείου του Σταύρου Ψαρρού. Προπολεμικά επίσης πήγαινα στο Αμπελικό και συνεργαζόμουνα με τους ντόπιους Βερβέρηδες (Φράγκους), τους γιους του καφετζή Νικολάου Βερβέρη (Φράγκου), τον Αντώνη, που έπαιζε κλαρίνο, και το Σωκράτη, που έπαιζε βιολί. Στο χωριό αυτό γίνονταν τα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου και συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Το 1938, επιστρέφοντας κάποια μέρα από το Αμπελικό, πληροφορήθηκα πως στο χωριό μας έγινε ένα φοβερό έγκλημα, με θύματα συγγενείς του Νικολάου Καζαντζή (Καρακάση).

 

Ήμουνα της κλάσης του 1938 και στις 28 Οκτωβρίου κατατάχτηκα στον 7ο Λόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού Μυτιλήνης, στο οποίο διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Μπαλής. Το 22ο Σύνταγμα Πεζικού μαζί με το 18ο Σύνταγμα Σάμου και με το 23ο Σύνταγμα Χίου ανήκαν στη XIII Μεραρχία. Ως μουσικός πήγα στη στρατιωτική μπάντα. Λοχαγό στον 7ο Λόχο είχα το Μανόλη Οικονομάκη. Επιλοχεύων ήταν κάποιος Μαρινάτος, από τη Μόρια. Θυμάμαι πως στον 6ο Λόχο, διοικητής του οποίου ήταν ο λοχαγός Τριχιάς, υπηρετούσε ως δόκιμος ο συχωριανός Γεώργιος Πασχαλίδης, που ήταν ο πιο μερακλής αξιωματικός. Στον 6ο Λόχο υπηρετούσε τότε και ο Σαμιώτης ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Μελαχρινίδης, που αργότερα εκτελέστηκε στο μέτωπο της Αλβανίας. Η μπάντα έδρευε στον Άγιο Γεώργιο Μυτιλήνης, στο Τζαμί. Απέναντι ήταν το σπίτι του διοικητή της Ασφάλειας Γαλούση. Στην μπάντα υπήρχαν μόνιμοι και κληρωτοί. Από τους μόνιμους Λέσβιους θυμάμαι το δεκανέα Ευστράτιο Μυρσίνη, από το Πλωμάρι, ο οποίος αργότερα αποστρατεύτηκε ως ταγματάρχης, το δεκανέα κορνετίστα Θεόδωρο Παπά, από το Μεσαγρό, και τον ανθυπασπιστή Μανόλη Συκά, από τον Πολιχνίτο. Κληρωτοί στην μπάντα ήμασταν οι Σαμιώτες Πρόδρομος Σοφατζής και Ιωάννης Διακογεωργίου, οι Πλωμαρίτες Γεώργιος Πατρέλης και Ιωάννης Παντελέλης, ο Δημήτριος Μπουρλέλης ή Στεριανέλης, από την Πλαγιά, ο Χαράλαμπος Γιάννου, από το Μανταμάδο, ο Στρατής Κουτσaφτής, από το Μεσαγρό, ο δεκανέας Ερμόλαος Ζωγράφος, από τον Παλαιόκηπο, ο Όμηρος Μεταξάς από την Ερεσό, γιος του κλαριντζή Κώτσου Μεταξά, οι Τουρκογιάννηδες, ο Μιχάλης και ο αδερφός του, ο Παλαιοκηπιανός Κώστας Τσόλος, ο Αμπελικιώτης Σωκράτης Βερβέρης ή Φράγκος και ο Κατωτριάτης Χαράλαμπος Δάλας, ο πατέρας των αδελφών Δάλα, οι οποίοι κάνουν σήμερα γεωτρήσεις.

 

Στη Μυτιλήνη υπηρέτησα 28 μήνες. Έπρεπε ν’ απολυθώ το 1940, αλλά εντωμεταξύ κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και με κράτησαν. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω μουσική. Ανανεώναμε το ρεπερτόριο της Μεραρχίας. Με την κήρυξη του πολέμου ήρθαμε για ένα διάστημα στους Λάμπου Μύλους, αλλά μετά κατεβήκαμε πάλι στη Μυτιλήνη. Εμείς, οι άντρες της μπάντας, εγκατασταθήκαμε στην περιοχή Μέλαγκας, στον πύργο του Μαν’τάπ’. Ο Εφοδιασμός ήταν στη Σκούντα. Αποστολή μας ήταν η ψυχαγωγία των οπλιτών. Στη Μυτιλήνη παραβγάζαμε τους στρατιώτες, που προορίζονταν για το μέτωπο και που έφευγαν με μεταγωγικά. Αρχιμουσικός μας ήταν ο Γεράσιμος Κανιόρος, ο οποίος ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα αποσπάστηκε σε άλλη μονάδα και ήρθε στη θέση του ο επίσης μόνιμος Λάκης Κυριακίδης, ο οποίος έπαιζε κορνέτα.

 

Τέλη του 1940 είχαμε έρθει με το καράβι «Έλλη» 10 έφεδροι της μουσικής στον Πειραιά, για να προωθηθούμε στο Σύνταγμά μας, αν και έπρεπε να περιμένουμε σχετική διαταγή. Ανάμεσά μας ήταν ο δεκανέας Δημήτριος Μπολέτης, από το Μαρούσι, και ο Αθηναίος Μίμης Μακρίδης, που έπαιζε κορνέτα. Πήγαμε στην Αθήνα, στο Φρουραρχείο, αλλά δεν μπορούσαν να μας στείλουν στο μέτωπο, όπου ήταν η μονάδα μας, γιατί δεν είχε εκδοθεί ακόμη η σχετική διαταγή. Γυρίζαμε από εδώ και από εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά ζητήσαμε ακρόαση και παρουσιάστηκα αυτοπροσώπως στον Παπάγο, ο οποίος ενέκρινε την αναχώρησή μας για το μέτωπο. Στο Γουδί μας έδωσαν από δυο μουλάρια. Ταξιδέψαμε με το τρένο και φτάσαμε στη Φλώρινα, τη μέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, την Πρωτοχρονιά του 1941. Μέσω Κρυσταλλοπηγής φτάσαμε με τα ζώα στην Κορυτσά, από όπου μας έστειλαν σε αποδεκατισμένες μονάδες. Πρέπει να πω πως δεν είχαμε κανονική εκπαίδευση στα όπλα.

 

Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 ήμουνα στην Αλβανία, αποσπασμένος στη X Μεραρχία. Θυμάμαι την Άνω Μογλίτσα, την Κάτω Μογλίτσα, το Μοράβα… Αρρώστησα και αναγκάστηκαν να με κατεβάσουν σε ορεινό χειρουργείο και στη συνέχεια να με προωθήσουν στο Αναρρωτήριο της Κορυτσάς «Τούρτουλη», γιατί μου βρήκαν 140 σφυγμούς. Τελευταία πήγαμε στην Κομμένη Πέτρα, στο ύψωμα 2800. Από τα Τίρανα μας χώριζε ένα ύψωμα.

 

Με την επίθεση των Γερμανών στα οχυρά της Μακεδονίας και την είσοδό τους στη χώρα, οπισθοχωρήσαμε και εμείς στο μέτωπο της Αλβανίας. Εγώ με το Σαμιώτη Ιωάννη Διακογεωργίου ξεκινήσαμε με τα πόδια από την Κομμένη Πέτρα, φτάσαμε στα σύνορα και θέλαμε να κατεβούμε στην Αθήνα. Προτού φτάσουμε στην Καλαμπάκα, συναντήσαμε Γερμανούς και παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Οι Γερμανοί έσπαζαν τα όπλα και τα πετούσαν. Εδώ υπήρχαν σταθμευμένα στο δρόμο λεωφορεία, ένα από τα οποία, μάλιστα, έγραφε «ΑΓΙΑΣΟΣ». Οι Γερμανοί μας διέταξαν να τα βγάλουμε από το δρόμο, για να περάσουν τ’ άρματά τους. Φορούσαμε τα στρατιωτικά ρούχα, γιατί δεν ήταν εύκολο να προμηθευτούμε άλλα. Πεινούσαμε και για να επιβιώσουμε αναγκαζόμασταν να κλέβουμε. Φτάσαμε στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα. Εδώ σούβλιζαν αρνιά και πουλούσαν κρέας, αλλά δεν είχαμε χρήματα για ν’ αγοράσουμε. Μετά από μέρες κατεβήκαμε στο Σταθμό Λαρίσης και στη συνέχεια στον Πειραιά, στα Καμίνια. Εδώ συνάντησα το συχωριανό μου Κώστα Πανάγη. Για να εξοικονομήσουμε τα προς το ζην ζητιανεύαμε. Ο Κώστας είχε τυλίξει το πόδι του με επίδεσμο και έκανε τον τραυματία και εγώ έκανα πως τον υποβάσταζα, για να πετύχει το κόλπο. Κάποια οικογένεια συγκινήθηκε, μας έδωσε κατάλυμα και μας περιέθαλψε. Πεινούσαμε, είχαμε ψείρες. Όταν προθυμοποιήθηκαν να φροντίσουν και το πόδι του «τραυματία», αλλάζοντας τους επιδέσμους, είπαμε πως την προηγούμενη μέρα πήγαμε κάπου και έκαναν αλλαγή οι Γερμανοί. Τελικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε, για να μη ρεζιλευτούμε.

Default 12
Ως κιθαρίστας ο Δημήτριος Αγρίτης (δεύτερος από δεξιά) με ξένους μουσικούς και με τραγουδίστρια, στο Κέντρο διασκέδασης ( Πάρκο της Καρυάς), που εκμεταλλευόταν ο Γρηγόριος Χατζηραβδέλης.
 

Για να πάμε στο νησί, έπρεπε να εξοικονομήσουμε τα ναύλα μας. Ο Παναγιώτης Γλεζέλης, ο πλούσιος συμπατριώτης μας, που ήταν εγκαταστημένος στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος της Ford, έδινε από ένα πενηντάρι στους Αγιασώτες. Με καΐκι ήρθαμε στο Πλωμάρι, ο Παναγιώτης Μαριγλής, ο γιος του Ευριπίδη, και εγώ. Από το Πλωμάρι όμως δεν ξέραμε να έρθουμε στην Αγιάσο με τα πόδια, γιατί ήταν νύχτα. Ο Μαριγλής έδωσε σ’ έναν Πλωμαρίτη 200 δραχμές και μας έφερε στ’ αγιασώτικα. Φτάσαμε χαράματα στο «Σκουτ’νό» στο κτήμα του Καραγιάννη (Ατζιλέλ’). Από εκεί και πέρα ήξερα το δρόμο.

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκα ως μουσικός. Συνεργάστηκα με το Γεώργιο Ζαφειρίου (Ζουγή), με τον Προκόπιο Μιχαήλ Σουσαμλή, με το Ραφαήλ Σουσαμλή και με το Θεόφιλο Ψύρρα. Κάθε Σαββατοκύριακο παίζαμε σε χωριά και επιστρέφαμε στην Αγιάσο τη Δευτέρα. Παίρναμε ως αμοιβή από ένα σακίδιο «τσολάκια». Τότε δεν είχε πολλά παπούτσια. Ο συνάδελφος Ραφαήλ Σουσαμλής μας είχε κάνει «τσοκαρέτες», που ήταν ένα είδος τσόκαρα με μεντεσέδες από κάτω. «Τσοκαρέτες» έφτιαχνε και ο Θεόδωρος Καραμανλής, ο Ανανίας. Τα παπούτσια, για να μη χαλάνε, τα είχαμε στα σακίδια και τα φορούσαμε, όταν φτάναμε κοντά στο χωριό. Τα «τσολάκια» τα δίναμε στο Γεώργιο τον Κλόκα, τον μετέπειτα οπωροπώλη και φιστικά. Παίρναμε σιτάρι, το κάναμε «κουρκούτη» με το μύλο και τη μαγειρεύαμε.

 

Πηγαίναμε σε πολλά χωριά, στο Αμπελικό, στα Βασιλικά, στα Βατερά, στο Βούρκο, στη Βρίσα, στη Μόρια, στα Μυστεγνά, στα Πάφλα, στη Σκάλα Πολιχνίτου, στο Πλωμάρι, όπου υπήρχαν πλούσιοι γλεντζέδες, όπως ο Γεώργιος Δαδιώτης, ο Λαγουμίδης ή Λαγός και άλλοι, στο Καμένο χωριό, όπου παραθέριζαν οι Πλωμαρίτες, και αλλού. Ο Λαγός, όταν ύστερα από πολλά χρόνια μας συνάντησε, μας είπε: Δεν ήξερα πως το γήρας είναι η πιο μεγάλη ασθένεια! Μόνο στην Ερεσό και στο Σίγρι δεν πήγαμε. Ήμασταν γυρολόγοι. Στα πανηγύρια του Αγίου Θεράποντα και του Αγίου Ευσταθίου παίρναμε πολλά χρήματα.

Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από χοροεσπερίδα που πραγματοποιήθηκε, επί βασιλείας, στον Κινηματογράφο «Όλυμπος» (Αποκριές 1958;). Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί Ευστράτιος Παπάνης, Σταύρος Ρόδανος, Ευστράτιος Ψύρρας, Χαρίλαος Ρόδανος και Δημήτριος Αγρίτης. Κάτω, δεύτερος από αριστερά, ο ειρηνοδίκης Αγιάσου Ναούμ…
 

Δεν έφτανε που πήγα στο μέτωπο της Αλβανίας, επιστρατεύτηκα και κατά τον Εμφύλιο και υπηρέτησα ένα χρόνο. Κατατάχτηκα στο 58ο Τάγμα Εθνοφρουράς Θεσσαλονίκης, στον 3ο Λόχο. Μαζί μου ήταν και οι συχωριανοί Βασίλειος Νουλέλης (Ρουδιά), Οδυσσέας Κλήμος, Γεώργιος Χατζηπαυλής, Ευστράτιος Αβδελέλης, Κώστας Πανάγης, Μιχαήλ Γαλετσέλης (Καρίπης) και Στρατής Γαββές. Από αυτούς οι τέσσερις πρώτοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο. Τον τελευταίο τον αιχμαλώτισαν οι αντάρτες. Από τη Θεσσαλονίκη προωθηθήκαμε στο Τσοτίλι και μας αποσπάσανε. Εγώ τοποθετήθηκα στο Λόχο Στρατηγείου της 22ας Ταξιαρχίας και είχα λογαχό τον Ανδρέα Γαλάνη. Εδώ δεν ήρθα ως μουσικός, αλλά ως ημιονηγός. Ανέβηκα στο Βίτσι και στην οροσειρά Μάλι Μάδι. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι το λοχία Φώτιο Καναρέλη (Μπούκατο), το Στρατή Βουνάτσο (Κνα), το γιο του Χαρίλαου, που ήταν καταδρομείς, το Στρατή Χατζηφώτη, το Γεώργιο Χρυσάφη και άλλους. Υπηρέτησα κοντά στον ταξίαρχο πεζικού Δημήτριο Μαρκόπουλο, που καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν ο πιο κακός, ο πιο σκληρός άνθρωπος. Έσφαζε και σκότωνε αντάρτες. Τα αφτιά του είχαν πάθει από κρυοπαγήματα. Όταν έμαθε πως είμαι από την Αγιάσο, με ρώτησε αν γνωρίζω τον αξιωματικό Φώτιο Τάλιο και του είπα ναι. Έτσι με κράτησε και έγινα σαν ιδιαίτερός του.

 

Στο Μάλι Μάδι μας κυνήγησαν οι αντάρτες και οπισθοχωρήσαμε. Ο ταξίαρχος τραυματίστηκε. Εγώ παράτησα το τουφέκι και το έβαλα στα πόδια. Έφτασα στον Αλιάκμονα ποταμό και κρύφτηκα. Μετά ανασυνταχτήκαμε στο χωριό Απόσκεπος Καστοριάς. Από τους Αγιασώτες θυμάμαι στον Απόσκεπο τον Κώστα Πανάγη, το Λευτέρη Καζαντζή (Καρακάση), το Δημήτριο Κουρβανιό (Καρότο) και το Στρατή Ρουμπάπη (Αφαλή). Όσοι πέρασαν τον ποταμό θεωρήθηκε ότι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ειπώθηκε, μάλιστα, πως όσοι παράτησαν τα όπλα τους θα τουφεκιστούν. Εγώ βρήκα και πήρα ένα άλλο. Το όπλο όμως αυτό αποδείχτηκε πως ήταν κλεμμένο και πως δεν ήταν το δικό μου, γιατί είχε άλλον αριθμό. Τελικά ομολόγησα πως το δικό μου το έχασα και πως βρήκα ένα άλλο πεταμένο και το πήρα. Έτσι γλίτωσα.

 

Μέχρι το 1944-1945 πήγαινα βοηθητικός στην κομπανία των Ρόδανων. Αργότερα όμως, από το 1947 και εδώ, συνεργάστηκα κανονικά ως τρομπονίστας με τους Ρόδανους. Πρέπει να πω πως έπαιζα και κιθάρα και τζαζ. Στις 6-3-1955 παντρεύτηκα τη Μαρία Ηλιογραμμένου Τσουκαρέλη. Το μυστήριο έγινε στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν τότε. Δεν ευτύχησα ν’ αποκτήσω παιδιά. Συνταξιοδοτήθηκα το 1985. Έμεινα ο τελευταίος μουσικός φυσερού οργάνου στην Αγιάσο. Το 1960 πήγα με τους Ρόδανους στη Μυτιλήνη και εργάστηκα το χειμώνα στο Κέντρο των αδελφών Κατσαναβάκη, του Στρατάρα, του Γιώργου και του Μιχάλη, που και οι τρεις σήμερα είναι πεθαμένοι. Από αυτούς παντρεμένος ήταν μόνο ο Μιχάλης, που έχει τρεις κόρες. Οι Ρόδανοι συνέχισαν να εργάζονται στη Μυτιλήνη. Εγώ έμεινα στην Αγιάσο και συνεργάστηκα με το Γρηγόρη Κουρβανιό και με το Στρατή Σουσαμλή (Σιλέμ’). Στη Μυτιλήνη έφυγε και ο καλός σαντουριέρης Στρατής Ψύρρας ή Μουζού, που εργάστηκε στον «Ξενύχτη» του Στρατή Παναγιώτη Κουταλέλη, για να συμπληρώσει ένσημα του ΙΚΑ.

Default 18
Αναμνηστική φωτογραφία της λαϊκής ορχήστρας, που έλαβε μέρος στην παρουσίαση το 1965 από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» της δραματικής οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου «Η καρδιά του πατέρα». Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί: Ευστράτιος Παπάνης, Δημήτριος Αγρίτης, Πάνος Πράτσος (πρόεδρος του Αναγνωστηρίου), Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), Ευστράτιος Σουσαμλής (Σιλέμ’ς), Κώστας Ευριπίδη Ζαφειρίου και Ευριπίδης Ζαφειρίου (Καζίνο).
 

Η παρουσία μου σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε χοροεσπερίδες, σε σχολικές εκδηλώσεις, σε γλέντια, σε θεατρικές παραστάσεις, ήταν έντονη. Για το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» έπαιξα αρκετές φορές, κυρίως σε οπερέτες. Θυμάμαι τα έργα «Η τύχη της Μαρούλας», για το οποίο κάναμε επί 60 μέρες πρόβες, «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Το κορίτσι της γειτονιάς», «Η καρδιά του πατέρα». Επίσης έπαιξα ως μουσικός στο έργο «Στραβογιώργης», το οποίο παρουσίασε ο Γυμναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Όλυμπος», σε σκηνοθεσία Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Τζίνης. Θυμάμαι πως το έργο παίχτηκε στο «Φουλίδ’» και πως πήρε μέρος σ’ αυτό το «Μαρικέλ’», η κόρη του Προκοπίου Στεφάνου. Επίσης έπαιξα για τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχνικό Όμιλο «Το Μπουρίνι» Μυτιλήνης, στα έργα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη και «Ο Βουρκόλακας» του Εφταλιώτη. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε και την ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», τη βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Μυριβήλη, που σκηνές της ο Κώστας Αριστόπουλος γύρισε στην Αγιάσο. Μας φώναξε για τη σκηνή που αφορούσε κάποιον που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Τέλεσαν λοιπόν το τρισάγιο στο Νεκροταφείο μας και κάναμε μια πρόβα. Βάλαμε το πένθιμο, δηλαδή το αγιασώτικο, και τρελάθηκε ο Αριστόπουλος από τη χαρά του. Το έβαλε μάλιστα και ως προανάκρουσμα, πριν αρχίσει το έργο. Ηθοποιοί ήταν η Κάτια Δανδουλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Βασίλης Κολοβός, ο Χρίστος Τσαγανέας, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Μουσικοί ήμασταν ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Σταύρος Ρόδανος, ο Γιάννης Σουσαμλής ή Κακούργος, ο Ευριπίδης Ζαφειρίου, ο Κώστας Ευριπίδη Ζαφειριού, ο Ευστράτιος Παπάνης και εγώ.

 

Η παρουσία μου σε Κέντρα της Αγιάσου από το 1950 και μετά, μαζί με τους άλλους μουσικούς, ήταν συνεχής. Της «Παναγίας» άλλη φορά γινόταν το πανηγύρι στην Αγορά, στην Καφενταρία και στα άλλα καφενεία. Μετά άλλαξε, έφερναν δηλαδή τραγουδίστριες. Εμείς κατεβήκαμε στου Παναγιώτη Καμαρού και παίζαμε. Εργαστήκαμε επί ένα χρόνικό διάστημα και στο Κέντρο «Χαραυγή», της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί όπου σήμερα είναι χτισμένο το Αναγνωστήριο. Το Κέντρο αυτό το δούλευε τότε ο Βασίλης Γραμμέλης, ο οποίος είχε φέρει και μια χορεύτρια, την Καίτη, που έλεγε και κανένα τραγουδάκι. Αν θυμάμαι καλά, έφερε και το Σπύρο Ζαγοραίο με τη γυναίκα του Ζωή, που συνεργάστηκαν μαζί μας. Έπειτα πήγαμε στο Κέντρο του Γρηγόρη Χατζηραβδέλη ή Σουλουγάνη, ο οποίος είχε φέρει και ένα μπαλέτο, με το Βασίλη BANΣΤΑΝ, που ήταν ένας μεγάλος χορευτής με δύσκολο πρόγραμμα. Ο Χατζηραβδέλης είχε την πλατεία, το πάρκο. Δουλεύαμε με μεροκάματο. Στον καθένα έδινε 40 δραχμές, καθώς και τα τυχερά, αν παίρναμε. Ήταν σωστός άνθρωπος. Και κανένας πελάτης να μην ερχόταν, πλήρωνε όχι μόνο εμάς, αλλά και ό,τι νούμερο είχε, γιατί έφερνε καλές τραγουδίστριες. Κάποτε έφερε μια που έπαιρνε 600 δραχμές τη μέρα. Την είχε κλείσει για 15 μέρες. Τις καθημερινές όμως έρχονταν στο Κέντρο πολύ λίγοι πελάτες, γιατί το πιοτό είχε 1,70, ενώ αντίκρυ, στου Δουλά, είχε 1,50 και τον προτιμούσαν, με αποτέλεσμα να μπαίνει μέσα το Κέντρο. Για να τιμωρήσει τους απέναντι, πήγε και πήρε ένα τόπι κάμποτο και έφραξε όλο το δρόμο. Είχαμε τότε δυο τραγουδίστριες, τη Ζωζώ και τη Νανά, και υπήρχαν πελάτες «Ζωζωικοί» και «Νανικοί». Έπειτα περάσαμε στου Γρηγόρη Δουλαδέλη. Παίζαμε με ποσοστά, δηλαδή είκοσι τοις εκατό στις καθαρές εισπράξεις. Παίξαμε πολλά χρόνια. Περάσαμε καλά, γιατί ο Γρηγόρης και η Βαγγελιώ ήταν καλοί άνθρωποι. Από τον Απρίλιο μέχρι της Αγίας Τριάδας παίζαμε στη Φαμάκα. Είχαμε και εκεί τραγουδίστριες. Το Κέντρο το είχε ο Ιωάννης Τραγέλης. Πέρασαν πολλοί από τη Φαμάκα, που ανήκε στο Δημήτριο και στη Θεοδώρα (Θουδουρούλ’) Ζερδελέλη, που είχαν τέσσερις κόρες, πολύ αγαπημένες. Η Ευστρατία, ήταν σύζυγος του Φωτίου Βερβέρη, η Αγγελική είχε το Χριστόφα Φραντζή, η Σοφία το Νίκο Τσουλέλη και αργότερα το Γιάννη Πατράκη και η Γιώτα τον Ιωάννη Τραγέλη. Εδώ παίζαμε πολλά καλοκαίρια.

 

Ευκαιριακά ήθελα να πω λίγα και για τον Κωνσταντίνο Φραντζή, το σημερινό σεβασμιότατο μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο. Όταν πηγαίναμε στο πάλκο, ερχόταν και κάθιζε αμίλητος κοντά μας και μας βοηθούσε στα όργανα. Φορούσε ένα καπελάκι με την κουκουβάγια, το πηλήκιο. Εκτός από τον Κωνσταντίνο ερχόταν και ο αδερφός του, ο Τάκης, μακαρίτης σήμερα. Αυτός ήταν πολύ ζωηρός. Καθόταν κοντά μου και κοίταζε τι «κατσπουδιά» θα κάνει. Έπιανε την «πατήτιρια» του τζαζ, για να μην μπορώ να παίξω. Και ο Κωνσταντίνος φώναζε: Τάκη, φρόνιμα! Ο Κωνσταντίνος φαινόταν από μικρός πως θα προοδέψει».

Default 21
Τα μουσικά όργανα του Δημητρίου Αγρίτη, τοποθετημένα με τάξη σε πατάρι του σπιτιού, έπαψαν πια να ηχούν…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου, 3-1-2003)
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 135/2003

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΑΛΕΣΗΣ. Άρχων Υμνωδός του Οικουμενικού Θρόνου

Ύφος ψαλτικό, κωνσταντινουπολίτικο. Φωνή απαλή, μελωδική. Ο ήχος της γεμίζει την εκκλησία της Παναγίας. Αν αφεθείς, στο άκουσμά της, μέσα στο χώρο το μυστηριακό, ρίγος συγκίνησης σε κυριεύει. Συμπλήρωσε εξήντα χρόνια στο ψαλτήρι επάνω. Επιδιώξαμε και είχαμε την ευτυχία να συζητήσουμε μαζί του. Απλός, προσηνής, ουσιαστικός, ειλικρινής, ευχάριστος.Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1926. Ο πατέρας του Αντώνης Βάλεσης, γεννημένος το 1887, ήταν τσαγκάρης. Η μητέρα του Μαριγούλα, το γένος Παναγιώτη Στεφανή, εξαδέλφη του παπα-Αλκιβιάδη Στεφανή, γεννημένη το 1886, ήταν αγρότισσα.Στο Δημοτικό Σχολείο, διευθυντή είχε τον Ευστράτιο Λιάκατο. Όταν πήγε στο τότε Ημιγυμνάσιο, τελείωσε την πρώτη τάξη και στη δεύτερη, σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, τον βρήκε ο πόλεμος του 1940.

Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και καλοί χριστιανοί, τον οδήγησαν προς την εκκλησία. Ντυνόταν παπαδάκι και έψελνε μαζί με άλλα παιδιά στο αριστερό ψαλτήρι, κοντά στον Παναγιώτη Καβαδά. Στο δεξιό ψαλτήρι ήταν ο Αθανάσιος Πούπουρας, ψάλτης Κωνσταντινουπολίτης, το ύφος του οποίου επηρέασε σημαντικά τον Στρατή. Η αγάπη του προς τους εκκλησιαστικούς ύμνους και η σωστή φωνή του τον οδήγησαν να γίνει μέλος της Χορωδίας του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, όπου συνάντησε μεγαλύτερους και ώριμους ερασιτέχνες της ψαλτικής, τους Ραφαήλ Σουσαμλή, Στρατή Αλτιπαρμάκη, Χαρίλαο Κορομηλά, Νίκο Τσεσμελή και άλλους.

Η άλλη του αγάπη, μετά την εκκλησία, ήταν το ποδόσφαιρο και η ομάδα του χωριού, ο «Όλυμπος», με τις μπλε-άσπρες φανέλες, στη διοίκηση του οποίου ήταν οι Δημήτριος Παπάνης, Νικόλαος Πιτιάς, Γιάννης Γούναρης, Γιώργος Κουτσκουδής, Αριστής Τζανετής και Απόλλων Στάικος. Ο πρώτος από αυτούς διαπίστωσε το ποδοσφαιρικό ταλέντο του μικρού Στρατή Βάλεση και τον προόριζε για τη βασική ομάδα.

Η επίθεση όμως των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, καθώς και η κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς την άνοιξη του 1941, άλλαξαν πολλά πράγματα. Πρώτα πρώτα σταμάτησε το σχολείο. Πού μυαλό για ποδόσφαιρο. Η κατοχή ήταν σκληρή. Η ανέχεια μεγάλη. Θυμάται πως υπήρξε περίοδος, που για 40 μέρες στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί ούτε κάστανα ούτε μήλα και πως στην οικογένεια έτρωγαν μόνο χόρτα και ελιές. Γύρω στο 1944, φίλοι του στο χωριό, ο Γρηγόρης Δημητρίου Παπουτσέλης (Παπέλ’) και ο Γιώργος Ταμβακέλης, που ήταν μαθητές, στη βυζαντινή μουσική, του δασκάλου Παναγιώτη Καβαδά, τον προέτρεψαν να παρακολουθήσει κι αυτός μαθήματα. Τους άκουσε και διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον Καβαδά, για έξι μήνες, αρκετούς για ν’ αποκτήσει γερές βάσεις, αφού, όπως ο ίδιος λέει, «ο Καβαδάς ήταν πολύ καλός δάσκαλος». Ο δάσκαλος του πήγε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ως ψάλτης. Ο Στρατής τον ακολούθησε και το 1945, σε ηλικία 19 χρονών, ορίστηκε αριστερός ψάλτης της εκκλησίας για ένα χρόνο. Εκεί τον άκουσε ο Μητροπολίτης Ιάκωβος ο Α’ και είπε στον πρωτοπρεσβύτερο της Παναγίας, τον Νικόλα Παπουτσέλη: «τον αριστερό της Αγίας Τριάδας να τον κατεβάσεις στην Παναγία». Έτσι, το 1946 παίρνει το διορισμό του ως αριστερός ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας. Δεξιά έψελνε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πολύ καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής.

Default 2
Ανταλλαγή αναμνηστικών σε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεξιά διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Ο Στρατής ήδη είχε ερωτευθεί τη μουσική αυτή, τόσο πολύ, που εκτός της μελέτης που έκανε μόνος του παρακολουθούσε τις εκτελέσεις των ύμνων όλων των καλών ψαλτάδων της Μυτιλήνης. Εξελίχθηκε και βελτιώθηκε τόσο πολύ, που κάποια μέρα, στο παπουτσίδικο του πατέρα του, όπου βοηθούσε, ο παλιός του δάσκαλος, ο Καβαδάς, του λέει: «Εμ τώρα συ πρέπ’ να δείχτ’ς σι μένα…».Ευγνωμονεί το δάσκαλο του, που τον κατηύθυνε σωστά στα μονοπάτια της βυζαντινής μουσικής και σε ανταπόδοση του καλού που του έκανε, κάθε χρόνο, την ημέρα των ψυχών, μαζί με τους γονείς και τους νονούς του μνημονεύει και το όνομα του Παναγιώτη Καβαδά.Το 1949 στρατεύτηκε και παρουσιάστηκε μαζί με 17 Αγιασώτες, τον Παναγιώτη Βουνάτσο, τονΣτρατή Γεωργαλά και άλλους, στο Κέντρο Διαβιβάσεων, στο Βόλο. Σε 18 μέρες αποσπάστηκε στο Χαϊδάρι και εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής. Υπηρέτησε 37 μήνες, μέχρι το 1952.
Γύρισε στο χωριό και βρήκε τη μεγάλη του αγάπη, την ποδοσφαιρική ομάδα «Όλυμπος», διαλυμένη. Ορισμένοι όμως δραστήριοι παλιοί φίλαθλοι, όπως ο Στρατής Γαββές, ο Στρατής Βέτσικας και άλλοι, κατάφεραν και οργάνωσαν ξανά την ομάδα, με τη συμβολή του Στρατή Βάλεση και του γυμνασιάρχη Κώστα Τζηρίδη. Μάλιστα, με πρόταση του ίδιου του Στρατή, τα χρώματα της ομάδας, από μπλε-άσπρο έγιναν πράσινο-άσπρο. Κι αυτό, γιατί ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού. Στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του καινούργιου «Ολύμπου» ήταν ο δήμαρχος Στρατής Τραγάκης, ο Στρατής Γαββές, ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Παναγιώτης Βλαστάρης και ο ίδιος ο Στρατής Βάλεσης.Ευτυχής συγκυρία για την ομάδα: την εποχή αυτή ήρθε στην Αγιάσο ως γυμναστής στο Γυμνάσιο ο Χρίστος Μητσιώνης, άριστος επιθετικός ποδοσφαιριστής και αργότερα προπονητής στην ομάδα. Μαζί του ο «Όλυμπος» είχε πολύ καλές στιγμές.Ο Στρατής έπαιξε πέντε χρόνια ως αμυντικός. Θυμάται τη μαζική παρουσία του κόσμου. Κάθε αγώνα παρακολουθούσαν πάρα πολλοί θεατές, ιδιαίτερα εκδηλωτικοί, κυρίως στα παιχνίδια με τον «Αιγέα», την ποδοσφαιρική ομάδα του Πλωμαρίου. Το κάθε παιχνίδι, με την ομάδα αυτή, χαρακτηριζόταν από έντονο πάθος και από τις δυο πλευρές.
Για τους αγώνες αυτούς ο Στρατής θυμάται δυο περιστατικά και τα δυο στο Πλωμάρι. Την ομάδα μας, πάντα συνόδευε μεγάλος αριθμός φιλάθλων, στους αγώνες της έξω από το χωριό. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας φιλόλογος καθηγητής στο Γυμνάσιο, ο Κώστας Μπουζέας. Ψηλός, αδύνατος, σοβαρός, βαρήκοος, άριστος επιστήμονας, σεβαστός από τους μαθητές και από την κοινωνία της Αγιάσου. Φανατικός οπαδός του «Ολύμπου». Σ’ έναν αγώνα λοιπόν, στο Πλωμάρι, διαιτητής ήταν ο δικηγόρος Χιωτέλης, που αδικούσε κατάφωρα τον «Όλυμπο». Ο Μπουζέας καθόταν απέναντι από το γήπεδο, σ’ ένα μπαλκόνι. Αγανακτισμένος ο Μπουζέας από την αδικία, κατέβηκε μέσα στο γήπεδο και άρχισε να προτρέπει τους παίκτες ν’ αποχωρήσουν. Αντέδρασε ο διαιτητής και λέει στον Μπουζέα: «αν αποχωρήσουν, η ομάδα θα τιμωρηθεί. Είμαι δικηγόρος και ξέρω τους νόμους». Και ο Μπουζέας: «Απορώ, κύριε Χιωτέλη, τίνα σχέσιν έχει η υψηλόφρων θέμις με τα κάτω άκρα». Και η ομάδα αποχώρησε. Σ’ έναν άλλον πάλι αγώνα, έγινε ένα φάουλ εις βάρος του «Αιγέα», έξω από την περιοχή του. Τρέχει ο Δημήτριος Προκοπίου Τσαμπλάκος (Μανάρικος) να το χτυπήσει. Ο Στρατής, έχοντας εμπιστοσύνη σε γερό αριστερό του σουτ, τον εμποδίζει και εκτελεί ο ίδιος το φάουλ. Η μπάλα μπαίνει στα δίχτυα, τα τρυπά, χτυπά στον απέναντι τοίχο και κατεβάζει ένα κομμάτι σοβά. Σε χρόνο μηδέν, κατεβαίνει ο πρόεδρος του «Αιγέα» και λέει στον Στρατή: «πιο σιγά, θα σκοτώσεις κανέναν άνθρωπο». Όταν πρόεδρος του «Ολύμπου» ήταν ο Στρατής Τζίνης, ο Σύλλογος ανέβαζε και θεατρικές παραστάσεις για την ενίσχυσή του. Σε μια από αυτές, στην κωμωδία του Ψαθά «Φον Δημητράκης», με σκηνοθέτη τον Ηλία Ψυρκούδη, έλαβε μέρος και ο Στρατής.
Default 6
Ο Ευστράτιος Βάλεσης με άλλους ιεροψάλτες κατεβαίνει από την εξέδρα υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη, για να λάβει μέρος στη μεγάλη πομπή, στις 12-8-2006, στην Αγιάσο
Ας γυρίσουμε όμως στην ψαλτική. Όταν απολύθηκε από το στρατό, το 1952, στη θέση του αριστερού ψάλτη είχε τοποθετηθεί ο Προκόπης Λιγέλης. Σ’ ένα χρόνο φεύγει ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Λιγέλης ορίζεται δεξιός και κατεβαίνει πάλι ως αριστερός ψάλτης από την Αγία Τριάδα, όπου είχε πάει ο Στρατής Βάλεσης. Μέχρι το θάνατο του Λιγέλη διακόνησε στο αριστερό ψαλτήρι.Με τη γυναίκα του τη Σοφία, το γένος Παναγιώτη Παπάνη, ειδώθηκαν και αλληλοερωτεύθηκαν σε μια κηδεία. Οι επαφές τότε γίνονταν με νεύματα. Η σχέση, αδιάλειπτη για τρία χρόνια, οδήγησε στο γάμο το 1955. Καρποί του γάμου είναι ο Αντώνης (1959), απόφοιτος της Νομικής και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που ασχολείται έντονα με τη δημοσιογραφία. Ακόμη ένας γιος, ο Παναγιώτης (1965), είναι ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.
Default 9
Στιγμιότυπο από την ακολουθία του Όρθρου της Εορτής της 15ης Αυγούστου, στον Ιερό Ναό της Παναγίας Αγιάσου, όπου χοροστάτησε η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Στο δεξιό ψαλτήρι διακρίνεται ο Ευστράτιος Βάλεσης.
Εξήντα χρόνια λοιπόν διακονίας στην ψαλτική τέχνη. Πώς αυτό να περάσει απαρατήρητο; Έτσι, κάποιο βράδυ του Αυγούστου, μετά το Μεγάλο Εσπερινό της παραμονής της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, στο Συνοδικό της Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος παρουσίασε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο το δεξιό ψάλτη και του έπλεξε το εγκώμιο. Εντελώς αυθόρμητα ο Πατριάρχης, για να δείξει τη μεγάλη του ικανοποίηση για τον άνθρωπο αυτό, τον ονομάζει «Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού Θρόνου», οφίκιο που θα του αποδοθεί στις 23 Οκτωβρίου από το Μητροπολίτη Μυτιλήνης.
Default 12
Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μετά την αναγόρευση του Ευστρατίου Βάλεση σε Άρχοντα Υμνωδό του Οικουμενικού θρόνου, του χαρίζει εικόνα της Παναγίας. Παρίστανται οι Σεβ. Μητροπολίτες Μυτιλήνης Ιάκωβος (αριστερά) και Δημήτριος Σεβαστείας (δεξιά), καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Συκής
Default 15
Αναμνηστική φωτογραφία από διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα στο Χριστοφίδειο Γυμναστήριο Αγιάσου.
Άξιος ο Στρατής ο Βάλεσης. Τον ευχαριστούμε. Για τα τόσα χρόνια προσφοράς του στην εκκλησία και στο χωριό. Γι’ αυτό που είναι. Για την καλοσύνη του, την ευπρέπεια και την ταπεινοφροσύνη. Και γιατί μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του, για δυο ώρες, όλα όσα αφορούν τη ζωή του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 158/2007

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Αναρίθμητοι είναι αυτοί που έχουν γράψει για την Αγιάσο και για το προσκύνημά της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ηλίας Βενέζης, που τόσο αγάπησε το νησί μας και που τόσο δέθηκε μαζί του. Το γλαφυρό σχετικό κείμενο του κρίναμε σκόπιμο, ευκαιριακά, να το αναδημοσιεύσουμε από το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό της Μητρόπολης Μυτιλήνης «Ο Ποιμήν» (έτος ΚΑ \ Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1959, αριθ. 8-9, σσ. 277-281). Οφείλουμε να σημειώσουμε ενημερωτικά ότι τηρήσαμε την ορθογραφία της δημοσίευσης και ότι προσθέσαμε φωτογραφίες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Σήμερα θα πάμε στη Λέσβο. Όχι για να γνωρίσουμε την πόλι της Μυτιλήνης ή το νησί ολόκληρο. Αλλά για να επισκεφθούμε ένα μονάχα μέρος του, μια μικρή πολιτεία ξακουστή σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο και στα παράλια της Μικρασίας: στην Αγιάσο. Είνε στην καρδιά του νησιού κάτω από τον λεσβιακόν Όλυμπο. Και είνε το λίκνο του θαύματος. Εκεί είνε το προσκύνημα της Παναγίας του Λουκά, που επί γενεές γενεών του Αιγαιοπελαγίτικου και του Μικρασιατικού Ελληνισμού εστάθηκε η παραμυθία και η ελπίδα.

Στεφανωμένη απ’ τον Όλυμπο, κυκλωμένη απ’ τα δάση με τις ελιές και με τις καστανιές, πνιγμένη στην πρασινάδα και στα νερά, η Αγιάσος είνε ένα μέρος μαγευτικό. Κι οι Αγιασιώτες κι οι Αγιασιώτισσες είνε ένας τόνος μοναδικός σ’ όλο το Ελληνικό Αρχιπέλαγο. Από τα παλαιότερα χρόνια, όταν η ζωή των χωριών ήταν πολύ περιωρισμένη, στην Αγιάσο υπήρχε ένας αέρας ελευθερίας ανάμεσα στους νέους και στις νέες, ένας αέρας κεφιού και χαράς, ένας τόνος αριστοφανικός, χωρίς ψεύτικες σεμνοτυφίες. Οι νέες φορούσαν μεταξωτά σαλβάρια, χρωματιστά, το ένα πάνω στ’ άλλο, στολίζονταν με γαρούφαλα και με λουλούδια, τα παλληκάρια του χωριού ντύνονταν τις βράκες τους. Τώρα, όσο πάει λιγοστεύουν οι γυναίκες που φορούν σαλβάρια και τα παλληκάρια ντύνονται «φράγκικα». Αλλά ο αέρας πνέει πάντα ο ίδιος πάνω στα πρόσωπα της Αγιάσου.

Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα...
Παλαιότερη φωτογραφία του ιερού ναού της Παναγίας, εικονίζουσα το δεξιό κλίτος, του οποίου το δάπεδο είναι στρωμένο με καφάσια, με ξύλινα δηλαδή δικτυωτά πλέγματα…

Η μεγάλη εκκλησία της, η περιώνυμη, είνε το «κατοικητήριον» της αρχαίας εικόνος της Παναγίας της λεγομένης «του Λουκά». Αυτήν την εικόνα λένε τα χρονικά πως την είχε φέρει απ’ την Ιερουσαλήμ ο ιερεύς Αγάθων ο Εφέσιος στον καιρό των εικονομάχων, τότε που ήταν εξόριστη στη Λέσβο η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Είχε την επιγραφή: «Μήτηρ Θεού η Αγία Σιών». Ο καλός γέροντας διδάσκαλος της Αγιάσου, ο Στρατής Κολαξιζέλλης, που έγραψε σε τεύχη πολλά, με πίστι και αφοσίωσι στον τόπο του συγκινητική, τον «θρύλον και την ιστορίαν της Αγιάσου», γράφει πως από την Αγίαν Σιών, συντομώτερα την Αγία-σων, και με μια λέξι και ένα τόνο την Αγίασον, έγινε η Αγιάσος.

Με τα χρόνια που περνούσαν, με τους αιώνες των κατατρεγμών του Γένους, η Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου ξαπλώνει ολοένα στους αιγαιοπελαγίτικους πληθυσμούς την παραμυθίαν της. «Η εκκλησία της Παναγίας εις τα χρόνια των δεινών εξεδήλωσε το πένθος αυτής δια την υποδούλωσιν, επιχρίσασα την εικόνα της Παναγίας με ασπράδια αυγών αναμεμιγμένα με την στάκτην των κηρίων. Ξεκρέμασε και το σήμαντρον, δια να μη ερεθίζη με τον ήχον του τα νεύρα των τυχόν διερχομένων Τούρκων. Δια να κάνη δε το προσκλητήριον των καλογήρων, των μαθητών του σχολείου και των λαϊκών κατοίκων, διώρισε ένα υπάλληλον, τον κράχτην, ο οποίος περνών από τα κελλία και τις οικίες κτυπούσε τις θύρες λέγων: «Ορίστε εις την Εκκλησίαν!».

Εκεί, σ’ αυτήν την εκκλησία, ήταν το «κρυφό σχολειό», όπου οι λόγιοι καλόγεροι βεβαίωναν τα παιδιά, «με ύφος προφητών», ότι θα έρθη το πλήρωμα του χρόνου. Εκεί ήταν ο ξενώνας των ταξιδιωτών και των προσκυνητών, το νοσοκομείο των αρρώστων, το ψυχιατρείο των ψυχοπαθών.

Είχα μάθει κι εγώ να την ακούω, παιδί, εκεί στα παράλια της Μικρασίας, που ζούσαμε, την Δέσποινα του Λεσβιακού Ολύμπου, την Παναγία της Αγιάσου. Όλοι οι χριστιανοί της Ανατολής την ήξεραν και την προσκυνούσαν. Όπως η Παναγία της Τήνου στην άλλη άκρη του Αιγαίου, η Παναγία της Αγιάσου σ’ ετούτα τα νερά, τα κοντινά στην Τουρκία, επώπτευε τα πάντα: Τις καρδιές των ανθρώπων, την ελπίδα και την χίμαιρα. Όλοι στην Αιολική γη, στις πιο κρυφές τους ώρες, στη χαρά και στον κίνδυνο, καταφεύγανε σ’ εκείνη και της ζητούσανε, πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε την ελπίδα, πότε τη δύναμι της καρτερίας, πότε τη βοήθεια.

Εκεί, στα μέρη της Ανατολής, ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία στο πρόσωπο του Τούρκου ήταν πάντα ασίγαστος. Οι αλύτρωτοι Έλληνες εκεί, έπρεπε να μελετούν πάντα στα κρυφά τ’ όνομα της Ελλάδας και να κρύβουνε πίσω απ’ τα εικονίσματα τα μαυρισμένα απ’ τον καιρό, τα λαχεία του Εθνικού Στόλου, που δίνανε στα βασιλικά καράβια βοήθεια. Οι μαννάδες, οι αρραβωνιαστικές, οι γερόντοι, τα παλληκάρια – όλα σ’ όλες τις δύσκολες ώρες τους τ’ αποθέτανε στα πόδια της Παναγίας της Αγιάσου. Ως και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού την Παναγία της Αγιάσου είχανε προστάτισσά τους. Κάνανε το κοντραμπάντο των όπλων, του καπνού, κινδυνεύοντας να χτυπηθούνε κάθε στιγμή με τον Τούρκο, για κέρδος. Όμως τότε οι καιροί ήταν άλλοι, υπήρχε μια αγνότητα, ακόμα και στους κοντραμπατζήδες. Κι αυτοί πίσω από τα όπλα και τον καπνό – το λαθρεμπόριο τους – βλέπανε την Ελλάδα. Και οι κοντραμπατζήδες του Αϊβαλιού και των Μοσχονησιών, όταν τα πράματα τούς έρχονταν ζόρικα, γυρίζανε τα μάτια τους καταπάνω στον Όλυμπο, στο γυμνό βράχο τον ψηλότερο του νησιού, και ξέροντας πως η Παναγία ξαγρυπνά κάτω απ’ τον βράχο, μες στα χρυσά της χρώματα, την παρακαλούσανε να τους παρασταθή.

Και η Παναγία της Αγιάσου σπάνια αρνιότανε τη χάρι της. Όλες οι ψυχές σ’ ετούτα τα μέρη, τα θαλασσινά και ταραγμένα, της χρωστούσανε. Και ο άνθρωπος μπορεί να ξεχνά το χρέος του στον άνθρωπο, όμως ποτέ το χρέος στο Θεό. Γι’ αυτό είχε πάντα να λέη στον πλαϊνό του, στα παιδιά του, στα εγγόνια του, για τη χάρι της, που ξαγρυπνούσε εκεί στην Αγιάσο, κοντά στα δάση με τις καστανιές, κοντά στις βρακούσες τις Αγιασιώτισσες, μες στα πλατάνια και στη βουή των νερών.

Έτσι έμαθα κι’ εγώ, στα παιδικά μου χρόνια, για την Παναγία της Αγιάσου. Όταν ερχόταν το Δεκαπενταύγουστο, πάνω στη Λέσβο, και στα παράλια της Μικρασίας, οι γυναίκες, οι γερόντισσες κι οι κοπέλλες ντύνονταν για χάρι της στα μαύρα. Κι όλοι κι όλες το ονειρεύονταν: πότε να αξιωθούνε να περάσουνε τη θάλασσα, κι από κει πέρα να πάνε πεζή όλο το δρόμο, να βρίσκωνται στην Αγιάσο την παραμονή της Παναγίας, κι εκεί να ξενυχτήσουνε, με την προσευχή και στο θυμίαμα, ικετεύοντας.

Πέρασαν από τότε, από κείνα τα παιδικά χρόνια μας, πολλά. Και σχεδόν όλα αλλάξανε: αλλάξανε οι πατρίδες μας, η γη μας, το αίσθημά μας, ο τρόπος που δεχόμαστε τη φιλία, την ευτυχία και το θάνατο, ο ρυθμός που σκοτώνουμε μέσα μας τη γαλήνη της καλής πράξεως που ήταν αποκούμπι των πατέρων μας. Όλα γινήκαν δύσκολα, όλοι βιάζονταν να φτάσουν όπου είνε να φτάσουν, το καλό και το κακό άρχισαν να μη ξεχωρίζουν καθαρά, να μη έχη περίγραμμα ο χαρακτήρας και η συνείδησι. Συχνά ωστόσο ανακαλύπτουμε πως κάτι μένει καθαρό, αναλλοίωτο.

Θα σας περιγράψω τώρα μιαν εικόνα της θεωρίας των πιστών που οδεύουν, παραμονή της Παναγίας, να προσκυνήσουν τη χάρι της στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου. Η μέρα είνε ζεστή του καλοκαιριού, καίει ο ήλιος αποθεμένος στα δάση των ελαιών της Μυτιλήνης. Φυσά γερό μελτέμι που σηκώνει σύννεφα τη σκόνη στους δρόμους που πάνε στην Αγιάσο. Κι’ εκεί μες στη σκόνη, μες στο μελτέμι και στον ήλιο, βρίσκουμε τις μάννες και τους παππούδες μας να συνεχίζουν, στα πρόσωπα των σημερινών ανδρών και γυναικών της Λέσβου, το τιμιώτερο αυτού του τόπου: την παράδοσι. Αμέτρητες θεωρίες, άνθρωποι χιλιάδες, γυναίκες και παιδιά και παλληκά-ρια και γερόντοι, οι πιο πολλοί ντυμένοι στα μαύρα, άλλοι στολισμένοι τα καλά τους, άλλοι άρρωστοι, οι πιο πολλοί κι’ οι πιο πολλές ξυπόλυτες, ανηφορίζουν με τα πόδια, κάνοντας σε πέντε-έξη ώρες το δρόμο για να φτάσουν στην Αγιάσο. Στάζει ο ίδρος απ’ τα πρόσωπά τους, γίνεται λάσπη με τη σκόνη, τα μάτια τους είνε βαθουλωμένα απ’ τη νηστεία και την αγρύπνια και απ’ την κούρασι. Πολλές γυναίκες βαδίζουν έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω από την ράχη τους. Είνε μαρτυρικό. Όμως, κανένας δεν το βάζει κάτω. Γιατί εκεί πέρα, στα δάση με τις καστανιές που θα φτάσουν – στην Παναγιά – είνε η ελπίδα.

Τέλος φτάνω στο χωριό, στην Αγιάσο. Πολλές γυναίκες αρχίζουν να κάνουν το δρόμο, από κει και πέρα ως στην εκκλησιά, σερνάμενες στα γόνατα πάνω στο καλντερίμι. Έτσι είχαν το τάμα τους. Ο πόνος είνε δριμύς. Όμως, εκτός απ’ το συσπασμένο πρόσωπο, απ’ τα πανιασμένα χείλια, τίποτα δεν ακούγεται, κανένας βόγγος. Βόγγους ακούς μόνο στους αρρώστους που κείτονται, πατείς με πατώ σε, σ’ όλη την αυλή της εκκλησιάς και που τους έχουν φέρει εκεί για να γυρέψουν έλεος απ’ την Παναγιά. Στην είσοδο του Ναού, όπου ο συνωστισμός είνε μέγας, τα πρόσωπα που φτάνουνε, σκονισμένα και ξάγρυπνα και νηστικά, άξαφνα φωτίζονται από βίαιη λάμψι. Εκεί στο βάθος κατασκεπασμένη από χρυσάφι, αυστηρή και γαλήνια, μ’ εκείνη την απόκοσμη ηρεμία που μπόρεσαν να δώσουν μόνο οι βυζαντινοί αγιογράφοι, περιμένει η Παναγιά η Αγιασιώτισσα. Βουρκώνουν τα στραγγισμένα μάτια, καθώς την αντικρύζουνε, οι καρδιές χτυπούν, η ψυχή αγαλλιά, όλα χάνουν το περίγραμμα του παρόντος, γίνονται επαύριον, ελπίδα για ό,τι είνε νάρθη, καρτερία για ό,τι είνε νάρθη.

Είχα το προνόμιο να ξαναπάω στην Αγιάσο εδώ και δυο μήνες μαζί με τον Μεγάλον Δεσπότη της Μυτιλήνης, τον κύριον Ιάκωβον. Προσκυνήσαμε την Παναγία του Λουκά, γύρω μας ήταν οι ιερείς και οι διάκοι και τα παιδιά του σχολείου με λουλούδια στα χέρια και οι κορούλες της Αγιάσου. Προσκυνήσαμε, ακούσαμε το ιστορικό της Παναγιάς απ’ τον υπέργηρο πια διδάσκαλο της Αγιάσου, τον Κολαξιζέλλη, ακούσαμε τις σοφές πληροφορίες του Δεσπότη, πήγαμε στα λαμπρά Αναγνωστήρια της Αγιάσου, στον τάφο του τέκνου της Αγιάσου και σοφού ακαδημαϊκού Γρ. Παπαμιχαήλ, πήγαμε στο Σανατόριο που, παλαίοντας σκληρά, έκαμε πριν από χρόνια εκεί, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος, που έφυγε τόσο πικραμένος απ’ τον κόσμο τούτον.

Όταν το βράδυ ξεκινούσαμε να φύγουμε, είχαμε αφήσει εκεί, στα πόδια του Λεσβιακού Ολύμπου, την καρδιά μας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 89/1995

 

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ. Κοινωνικό πλαίσιο και σημασία

Το περιοδικό «Αγία Σιών» άρχισε να εκδίδεται από τον Ιούνιο του 1937 στην Αγιάσο και σταμάτησε τον Ιούνιο του 1941, αφού είχαν εκδοθεί συνολικά 25 τεύχη, κατανεμημένα κατά έτος ως εξής:

Έτος Α’ 1937-1938_8 τεύχη

Έτος Β’ 1938-1939_7 τεύχη

Έτος Γ’ 1939-1940_3 τεύχη

Έτος Δ’ 1940_4 τεύχη

Έτος Ε’ 1941_2 τεύχη

Κάθε τεύχος αποτελείται από 36 σελίδες 17X24,5 εκατοστά. Ο λογότυπος «Αγία Σιών» είναι χαραγμένος με βυζαντινού τύπου χαρακτήρες μέσα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο πλαίσιο, το οποίο κοσμείται με εικόνα της Θεομήτορος βρεφοκρατούσης, εγγεγραμμένης σε κύκλο. Ο πλήρης τίτλος του περιοδικού είναι: «Αγία Σιών. Μηνιαίον Δελτίον του εν Αγιάσω της Λέσβου Ιερού Προσκυνήματος της Θεοτόκου». Εκδιδόμενον υπό της Επιτροπείας αυτού, ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρίου Ιακώβου.

Η πρωτοβουλία για την έκδοση του Δελτίου ανήκει στον τότε πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Προσκυνήματος της Αγιάσου λόγιο θεολόγο Εμμανουήλ Μυτιληναίο και στον ιστορικό της Αγιάσου, διδάσκαλο Στρατή Κολαξιζέλη, οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς αρθρογράφους και χρωματίζουν την ταυτότητα του εντύπου. Ο πρώτος μάλιστα είναι και ο Διευθυντής του. Το περιοδικό τυπώνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Πρωινή» στη Μυτιλήνη.

101_1997_agia-sion

Η «Αγία Σιών» ασχολείται με θέματα θεολογικά και κυρίως θεομητορικά, με την ιστορία και τις ιστορικές πηγές της Αγιάσου, με τη λαογραφία και τις παραδόσεις, καθώς και με την κοινωνική κίνηση, της οποίας κέντρο και κορμό αποτελεί το ιερό προσκύνημα. Ήδη με την εγκριτική επιστολή του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου καθορίζονται τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα κινηθεί το έντυπο: «Το νέον περιοδικόν θ’ ασχοληθή αποκλειστικώς με τα αφορώντα εις το αυτόθι Ιερόν Προσκύνημα και την Αγιάσον». Το περιοδικό, μολονότι προαναγγέλλεται ως «Μηνιαίον Δελτίον», λίγες φορές μπόρεσε να εκδοθεί ανά μήνα. Συνήθως κυκλοφορούν 7-8 τεύχη ανά έτος, πλην του τελευταίου, κατά το οποίο κυκλοφόρησαν μόνο 2.

Η σπουδαιότητα της εκδόσεως τοπικού περιοδικού θεολογικού και ιστορικού-λαογραφικού περιεχομένου, το οποίο μάλιστα εκδιδόταν επί τέσσερα έτη συνεχώς, είναι προφανής. Η «Αγία Σιών» έγινε το βήμα των εντοπίων λογίων και ενθάρρυνε τη δημοσίευση πηγών και ντοκουμέντων για την ιστορία της Αγιάσου. Ο Διευθυντής του Δελτίου Εμμανουήλ Μυτιληναίος δημοσιεύει το «Περισωθέν παλαιόν αρχείον του Ιερού Προσκυνήματος Αγιάσου», το οποίο περιλαμβάνει 266 έγγραφα από το 1752 μέχρι το 1848. Τα έγγραφα αυτά -ιδιωτικά δικαιοπρακτικά στο μεγαλύτερο μέρος τους- έχουν και γενικότερη αξία, γιατί φωτίζουν πτυχές όχι μόνο του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου βίου της Αγιάσου κατά το 18ο και 19ο αιώνα.

Ο Στρατής Κολαξιζέλλης προδημοσιεύει ουσιαστικά το υλικό, που θα αποτελέσει αργότερα το έργο του «Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου». Ο Ευάγγελος Κλεομβρότου, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β’, δημοσιεύει άγνωστα και ανέκδοτα ως τότε ιστορικά έγγραφα για την Αγιάσο από τους παλαιούς κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή και ταξινόμηση των παλαιών βιβλίων της εκκλησίας – το παλαιότερο είναι μία Αγία Γραφή του 1653 – καθώς και η συγκέντρωση, καταγραφή, καθαρισμός από ειδικό τεχνίτη, ταξινόμηση και μουσειακή έκθεση παλαιών φορητών εικόνων, που ανήκαν σε διάφορες οικογένειες της Αγιάσου, μετά από καμπάνια που έγινε μέσω του περιοδικού.

Μέσα από την τακτική στήλη «Χρονικά» ζωντανεύουν και αναδεικνύονται εκδηλώσεις, δραστηριότητες και γεγονότα. Σκιαγραφούνται αξιόλογες ή γραφικές προσωπικότητες της Αγιάσου. Συχνά τα κείμενα και τα χρονικά συνοδεύονται από φωτογραφικά ντοκουμέντα.

Βέβαια η «Αγία Σιών» άνθισε σε έδαφος γόνιμο και ιδιαίτερα πρόσφορο, αφού στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία 1930-1940 σημειώνεται μοναδική εκδοτική κίνηση. Ο Αντώνης Πλάτων καταγράφει έντεκα έντυπα (9 εφημερίδες και 2 περιοδικά), που εκδίδονται στην Αγιάσο κατά τη δεκαετία αυτή, τα εξής:

Α. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

1. Αγιάσος, από 19.4.1931 ως το 1940. 2. Λαϊκή Φωνή, από 12.2.1932 ως το 1935. 3. Φουρτουτήρα, από το 1932 ως το 1934. 4. Παρατηρητής, από 4.6.1934 ως το Σεπτέμβριο του 1934. 5. Συνεταιριστής, 1934. 6. Επαρχιακή, από 22.6.1935 ως το 1936. 7. Αγροτοεργατική Φωνή της Λέσβου, 1935. 8. Ηχώ της Αγιάσου, από 23.2.1936 ως το 1937. 9. Τα Νέα της Αγιάσου, από 4.8.1939 ως τις 25.8.1940.

Β. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

1. Η Φωνή του Συνεταίρου (δεκαπενθήμερο), από 15.6.1932 ως 15.6.1933. 2. Αγία Σιών (μηνιαίο), από Ιούνιο 1937 ως τον Ιούνιο 1941.

Η συμβολή της «Αγίας Σιών» στην καταγραφή της ιστορίας της Αγιάσου, στην ανάδειξη και αξιοποίηση τόσο των προφορικών όσο και των γραπτών πηγών αυτής της ιστορίας, αλλά και στη συγκρότηση και συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας της κοινότητας είναι βεβαία. Αρχισε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την πρώτη οίκηση και την ετυμολογία του τοπωνυμίου Αγιάσος, το οποίο συνδέθηκε από τον Στρατή Κολαξιζέλη με την εικονολατρική παράδοση της Λέσβου και με τους Αγίους Τόπους (Ιερουσαλήμ), όπου ο κάθε Αγιασώτης ονειρευόταν να πάει μια φορά στη ζωή του (ιερά αποδημία) και να γίνει χατζής.

Σε επίπεδο κοινωνιολογικό το Δελτίον σφυρηλάτησε τη συλλογική συνείδηση και μνήμη και καλλιέργησε αρετές, όπως η αγαθοεργία, η ευσέβεια και η αλληλεγγύη. Επιβεβαίωσε τον αξιακό κώδικα των Αγιασωτών με την εμμονή στην παράδοση και με την επικύρωση και θετική προβολή των φιλανθρώπων. Όμως δεν απέφυγε την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Συχνά υμνείται ο δικτάτορας Μεταξάς, οι μεταξικές οργανώσεις νεολαίας της Αγιάσου, οι μεταξικοί υπουργοί και ο βασιλιάς που επισκέπτονται το Προσκύνημα. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την αξία του περιοδικού και τη συμβολή του στην ιστορία, αλλά και στη μυθολογία της Αγιάσου.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΡ. ΚΟΥΡΒΑΝΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 101/1997