ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ, ΦΟΝΙΑΣ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΛΗΣΤΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ…

Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού

Ήταν τα χρόνια που έλεγαν πως έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Δουλειές είχε πολλές και συνέχεια όλο το χρόνο. Μόνο το μεροκάματο που ήταν μικρό και δεν έφτανε. Απαιτήσεις η ζωή τα χρόνια εκείνα δεν είχε, όπως έχει σήμερα. Οι νέοι, οι εργένηδες, μπορούσαν και τα βόλευαν. Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού.

Την πρώτη μέρα της εβδομάδας την είχαν καθιερώσει αργία και μέρα γλεντιού για τους τσαγκαράδες. Γι’ αυτό και τη λέγανε Τσαγκαροδευτέρα. Τώρα πώς και από πού καθιερώθηκε στους τσαγκαράδες είναι άλλη ιστορία. Τσαγκαροδευτέρα στην ουσία ήταν κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα γλέντιζαν όλοι οι επαγγελματίες και όλος ο κόσμος, όχι μόνο οι τσαγκαράδες. Ήταν σαν το λύκο που έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη. Κοντά στην Τσαγκαροδευτέρα όσοι γλέντιζαν κολλούσαν και δικαιολογούσαν κι όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας.

Απαραίτητη βάση του γλεντιού τις καθημερινές ήταν το γιουβέτσι στο φούρνο. Ψηνόταν μέσα σε πήλινα σιφνιώτικα ειδικά τέστα, που έκαναν εξαιρετικό φαγητό. Τα γιουβέτσια τα διέθεταν οι φουρναραίοι. Ώσπου να ψηθεί το φαγητό, τα κουτσοπίνανε και τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής με τον απαραίτητο αμανέ. Τον τραβούσε ο καλλίφωνος της παρέας με το μερακλίδικο, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, τραγούδι, ανάλογα με την περίπτωση. Τακτικά ακουγόταν κι ο κλαψιάρικος, τραβηχτός κι ατέλειωτος πλωμαρίτικος σκοπός. Τον τραγουδούσαν Πλωμαρίτες που κατέβαιναν κάθε μέρα απ’ τα χωριά του Πλωμαριού, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, μυζήθρες, τυριά, απίδια, ξύλα και κάρβουνα. Γλέντιζαν κι αυτοί παρέα με τους Αγιασώτες ή και σε χωριστές παρέες μοναχοί τους. Τον ήξεραν όμως και τον τραγουδούσαν και Αγιασώτες.

Όταν άναβε και φούντωνε το γλέντι, φωνάζανε, ανάλογα με τα οικονομικά που διέθετε η παρέα, ή τη μουσική κομπανία του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ(ι)) ή το όργαλο του Θεμιστοκλή Χατζηκομνηνού (Κακέλ’) με τον Αντρέα Χατζηκινάνη, που έπαιζε γκάιντα ή ζουρνά. Τις βραδινές ώρες έπρεπε να κάνουν και την πατινάδα τους, δηλαδή βόλτα μέσα στις γειτονιές κι ας ήταν κλειστά τα κουιτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, να δουν και να τραγουδήσουν τα κορίτσια τους, να κάνουν και το χορό τους. Έτσι τέλειωνε το γλέντι. Όταν το ρακί έβγαινε από την νταμετζάνα και πέρναγε στα στομάχια των νέων, ήταν αδύνατο να μη δημιουργήσει μικρά ή μεγάλα καβγαδάκια. Αιτία τα αγαπητιλίκια και οι μικροπαρεξηγήσεις.

Στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Χαράλαμπου Γιάννιγρη και του Αντώνη Παλιβάνη, που ήταν κυνηγοί και οι δυο τους, σύχναζε, εκτός από τους άλλους, το σινάφι τους. Είναι γνωστό πως, όπου συναντηθούν οι Νεμρώδ, είναι αδύνατο να μη συζητήσουν για τα κυνηγετικά τους κατορθώματα που δεν έχουν τελειωμό. Λένε μάλιστα και τα πιο μεγάλα ψέματα, τα πιο φανταστικά και απίθανα, ξεπερνώντας κι αυτόν τον πατέρα του ψέματος τον Μυνχάουζεν.

moysiki
Αναμνηστική φωτογραφία από παλαιά διασκέδαση στη Στσια τ’Κουντουρέλ(ι). Διακρίνονται από αριστερά οι «μουσικοί» Παναγιώτης Δούκαρος (κτηματίας) και Γρηγόρης Βατρικάς (σιδηρουργός) κι οι πραγματικοί μουσικοί Θεόφιλος Ψείρας και Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος)

Ένας κυνηγός, μπαρουτοχαλαστής, που σε λίγα μέτρα να έριχνε πάνω σε άνθρωπο δε θα τα κατάφερνε να τον χτυπήσει, έλεγε τέτοια ψέματα, που άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Παρεξηγήθηκε. Επενέβησαν οι φίλοι του και οι γνωστοί του και έγιναν μαλλιά κουβάρια. Ο αστυνόμος ήταν καινούριος, ένας ανθυπασπιστής που δεν είχε δέκα μέρες που ήρθε. Απ’ την πρώτη μέρα που έφτασε στο χωριό τον βαφτίσανε κιόλας Περισπωμένη, επειδή το μουστάκι του έμοιαζε με την περισπωμένη. Από τις πρώτες μέρες έδειξε πως είναι αυστηρός σε όλα. Και πράγματι ήταν, όπως φάνηκε ύστερα. Κατεβαίνοντας απ’ το Σταυρί που ήταν το σπίτι του, του είπαν πως γίνεται καβγάς και χαλάει ο κόσμος στον Κάτω Κάμπο. Όντας καινούριος και μη ξέροντας ακόμα τοποθεσίες, νόμισε πως με το Κάτω Κάμπος εννοούσαν το Ίππειος, που υπαγόταν στην Αγιάσο. Τους ρώτησε πώς θα πάει δυο ώρες δρόμο χωρίς άλογο. Του εξήγησαν και του έδωσαν να καταλάβει τι εννοούσαν με το Κάτω Κάμπος. Πριν φτάσει στον Κάτω Κάμπο, απ’ τα καφενεία Βερβέρη, σημερινό αρτοποιείο, και Γεωργίου Ματζουράνη, σημερινό Πουδαρά, για να τους χαμπαρλαντίσουν πως κατεβαίνει, έριξαν μια φωνή: «Περισπωμένη». Αυτό ήταν. Εκεί που ήταν μαλλιά κουβάρια, σκόρπισαν έν ριπή οφθαλμού σαν ψιλό νταρί και χάθηκαν όλοι. Έμεινε μόνο δίπλα στον ποτηριώνα μια παρέα μέσα στο πρώτο καφενείο του Γιάννιγρη, που συνέχιζε το πιοτό της, χωρίς να της καίγεται καρφί για τίποτα. Έφτασε η Περισπωμένη, στάθηκε ανάμεσα στα δυο καφενεία, έριξε μια ερευνητική ματιά μέσα κι έξω και μπήκε στο πρώτο του Γιάννιγρη, όπου υπήρχε η παρέα και τα έπινε ατάραχη, αφού στο άλλο καφενείο δεν υπήρχε ψυχή. Ρώτησε τον καφετζή να του πει τι έγινε. Ο καφετζής σκεπτικός και ταλαντευόμενος έκανε πως δεν άκουσε, πως δεν κατάλαβε, και δεν έδωσε απάντηση. Στη δεύτερη επιτακτική και αυστηρή ερώτησή του, αν και την απάντηση την έδιναν τα πεταμένα τραπέζια κι οι καρέκλες, είπε πως τσακώθηκαν κάτι νεαροί για μικροπράγματα. Ρώτησε και την παρέα που έπινε. Αυτοί του είπαν κοφτά πως πέρα από το γλέντι τους και το τσούγκρισμα του ποτηριού τους με την παρέα τους δεν ακούν και δε βλέπουν τίποτα, γιατί δεν τους ενδιαφέρει και τίποτα. Η Περισπωμένη παρεξηγήθηκε κι απόρησε με τον τρόπο που του μίλησαν και ζήτησε τα ονόματά τους. Πρόθυμοι κι αμέσως άρχισαν να λένε τα ονόματά τους ο ένας ύστερα από τον άλλο και γρήγορα: Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς. Στο άκουσμα των ονομάτων ξαφνιάστηκε και ήταν σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Στάθηκε λίγο, τους κοίταξε με ένα βλέμμα ερωτηματικό και περίεργο. Τους παρακάλεσε να περάσουν την άλλη μέρα ή όποτε βρουν καιρό από το Τμήμα, τους χαιρέτησε κι έφυγε. Στα αυτιά του ακούγονταν ακόμα τα ονόματα Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε και αν συναντιέται κάθε μέρα αυτό το κακό συναπάντημα. Και απορούσε με την τύχη του που τον έριξε μέσα σε Κακούργους, Φονιάδες, Ακίνδυνους, Ληστές και Ζορμπάδες. Όταν πήγε στο Τμήμα, ρώτησε γι’ αυτούς και του είπαν πως είναι παρατσούκλια και πως είναι όλοι τους καλοί, ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες και πως ποτέ δεν απασχόλησαν την υπηρεσία τους. Το μόνο ελάττωμά τους είναι το ποτηράκι που αγαπούν και τραβούν τακτικά. Τότε πήρε βαθιά ανάσα και είπε. Μακάρι όλοι οι Κακούργοι, οι Ακίνδυνοι, οι επικίνδυνοι ληστές και Ζορμπάδες όλου του κόσμου να’ ναι σαν της Αγιάσου. Το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά.

neoi_1933
Οι νέοι της Αγιάσου διασκεδάζουν (16-9-1933). Διακρίνονται από αριστερά: Αντώνης Λαλαδέλης, Χριστόφας Τζιτζίνας, Μιχάλης Ταλέλης, Βρανιάδης Γλεζέλης, Στυλιανός Σκανέλης (ένα από τα θύματα του ελληνοϊταλικού πολέμου), Στρατής Τζανετόγλου (καθήμενος) κι οι μουσικοί Στρατής Κουνταχιλέλλης και Προκοπής Κατσαμπός (Νταγέλης) με το νταβούλι …

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984

ΑΠΟ ΤΟ ΧΟΡΟ…ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Η πρόσκληση αυτή είναι από τον πρώτο χορό που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αγιάσο το 1931

xroros_olympos_1931Η πρόσκληση αυτή είναι από τον πρώτο χορό που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Αγιάσο το 1931. Μεγάλη υπόθεση για κείνα τα χρόνια. Τη σκάλιξε πάνω σε λινόλεουμ και την τύπωσε ο Πάνος Κολαξιζέλης μέσα στο δικολαβικό γραφείο του Δημήτρη Μουτζουρέλη, ενώ ο ιδιοκτήτης του γραφείου, ο Αντώνης Ηρ. Αναστασέλης, ο Στρατής Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας) κι εγώ βάλαμε στις αυλακώσεις το πράσινο χρώμα του «Ολύμπου». Οι παραπάνω αποτελούσαμε και την οργανωτική επιτροπή του χορού. Χάρη στο σχέδιο που είχαμε καταστρώσει, ο χορός στις 14 Φλεβάρη όχι μόνο είχε επιτυχία, αλλά κι επαναλήφθηκε στις 21 του ίδιου μήνα.

Απ’ τη θεατρική παράσταση του έργου του Σπύρου Μελά «Μια νύχτα μια ζωή», που έδωσε ο «Όλυμπος» στις 25 Δεκέμβρη του 1930 και στις 6 Γενάρη του 1931, κι από τη μεγάλη επιτυχία του πρώτου χορού, με τις πρωτότυπες διαφημίσεις και ρεκλάμες που έγιναν στην Αγιάσο, ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο, από τους μαθητές του Γυμνασίου Μυτιλήνης Πάνο Κολαξιζέλη και Βασίλη Ιακώβου. Εκμεταλλευόμενοι κι οι δυο τους τη συνεργασία μου με τον «Ταχυδρόμο» Μυριβήλη και Λευκία, όπου έστελνα λαογραφικό υλικό κι ανταποκρισούλες, με έκαμψαν να δεχτώ και ν’ αναλάβω το οικονομικό βάρος της έκδοσής της. Σ’ αυτό συμμετείχαν με ένα συμβολικό ποσό χιλίων δραχμών ο καθένας, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Πάνος Ευαγγελινός. Την Κυριακή του Θωμά, 19 Απρίλη 1931, κυκλοφορήσαμε το πρώτο της φύλλο. Της δώσαμε το όνομα «Αγιάσος».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 20/1984

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΑΛΛΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ

Υστερα από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας στην Αγιάσο, τα υφαντά και οι κρεβατές αραίωσαν αισθητά. Μια μια εξαφανίστηκαν οι υφάντρες, που μείνανε πια μόνο ανάμνηση παλιά. Τώρα ζωντανεύουν στη φαντασία -όπως καλή ώρα – όσων φέρνουν και ρίχνουν προς τα κει το μυαλό. Άλλοτε, ως το 1922, υπήρχαν αρκετές υφάντρες και τα περισσότερα σπίτια, τουλάχιστον όσα είχαν κορίτσια, είχανε τον αργαλειό τους, που ακουγόταν στη γειτονιά από τις αυλές, τις ξαυλές και τ’ αξάτα ο ρυθμικός κρότος του.

Σε ορισμένες γειτονιές, στο δρόμο, μπορούσες να δεις στην Αγιάσο τις γυναίκες που «διάζονταν» το πανί και «παραμάτιζαν», μετρώντας κι ανοίγοντας το στημόνι στα μασούρια και τα καρφιά που στήριζαν -μπήγανε στον τοίχο. Μπορούσες να δεις ακόμη, ανεβαίνοντας στο Σταυρί και στην Πουτζαλιά, να κάνουν το ίδιο με το «καζίλι» οι «μουτάφηδες», που έφτιαναν διάδρομους, βελέντζες και τσόλια, χοντρά πανιά στον όρθιο αργαλειό τους. Οι κρεβατές – αργαλειοί των σπιτιών ήτανε οριζόντιες. Παλαιότερα, το 19ο αιώνα, που γνώρισε άνθηση οικονομική η Λέσβος, στο σημείο του σπιτικού αργαλειού η Αγιάσος, όπως και στην υφαντική και σ’ όλες τις βιοτεχνίες, παρουσίασε μεγάλη ακμή. Από την άνθηση του είδους αυτού της λαϊκής τέχνης, σήμερα θυμούνται μόνο όσοι έχουν διαβάσει το γνωστό (;) ποίημα – με το συμβολισμό του χρόνου, της προσδοκίας και της δουλειάς – του Αργύρη Εφταλιώτη, τον «αργαλειό» …

Γι’ αυτό και οι «φασιές», οι ποικιλίες των υφασμένων ρούχων – πανιών στην κρεβατή, ηχούν παράξενα και μόνο αμυδρή εικόνα είναι δυνατόν να δώσουν, έτσι άχρωμες και ξεθωριασμένες που παρουσιάζονται εδώ και που φυσικά, επιδέχονται, σηκώνουν και περιμένουν συμπλήρωμα. Καταλαβαίνετε πως η αφθονία και η τυποποίησή τους προϋποθέτει εξασκημένες, ειδικές υφάντρες που υπήρχαν ασφαλώς και ξεχώριζαν στο όνομα και στη δουλειά τους. Δυστυχώς δεν έχουμε παρά να προσφέρουμε ονομαστικά, αχνά και μόνο, τις φασιές. Μακάρι αξιότεροι να παραθέσουν και τα χρωματιστά σχέδιά τους – έστω μουσειακά, για να τους ευγνωμονούμε.

Αλατζάς, αστραπή, αρφανό.
Δαχτ’λιά, διουρέλ’, δίμ’του.
Ιλ’γουδέκατου (λ’γουδέκατου), ιμταρέλ’.
Θύρα.
Ζαχαρέλ’.
Καφασέλ’ (καφασουτό), κιναρουτό, κουλουτσθόπ’τα (με κίτρινη φασιά), καρύδα.
Λιαλιάτσ’, λουκούμ’, λ’γουδέκατου (πιο πάνω).
Μαντανέλ’, μαλαντάν, μανταμαδιώτ’κου (ξεσηκωμένο ίσως από το Μανταμάδο), μανταμαδιουτέλ’, μουνουγουφέλ’ (γέρνει από τη μια μεριά), μουνόθυρου (με μια πόρτα…), μουνότριγιου, μουνότιριου.
Ξέρασμα, ξιρασματέλ’.
Πιν’ταρέλ’.
Σαραντάρ’, Σουπγιρούδα (πλατύ σχέδιο σουπιέρας), σταυρέλ’, σταφύλ’, στουρέλ’.
Τ’πλίκ του μάτ’, ταμπακέρα, τσουχόφ, τριγιουδέλ’, τούβλου.
Χ’νόματου (σχέδιο μάτι χήνας), χαγιαλιά.
Ψαθέλ’, φειριαρέλ’ (ο χρωματισμός του θυμίζει…).
 

Από τις φασιές – πατήματα: η χ’νόματ’ είναι δύσκολη και σύνθετη. Ακόμη πιο πολύ δύσκολη και σύνθετη είναι η φασιά σουπιέρα παραμάτς. Για δείγμα παραθέτω ένα δυο απλούστερες: Τσουχόφ: ακριγιανό ζιρβό, ακριγιανό διξιό, μισιό ζιρβό, διξιό μισιό, δυο ακριγιανά. Δίμ’του: ακριγιανό διξιό, ακριγιανό ζιρβό, μισιό διξιό, ζιρβό μισιό. Σταυρέλ’: ακριγιανό μ’ ακριγιανό, μισιό μι μισιό. Μουνόθυρου: μια μι μια.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΙΟΥ Ή ΤΗΣ ΓΛΑΣΤΡΑΣ

ΘΕΣΗ

Η τοποθεσία Σπήλιος ή Γλάστρα βρίσκεται ΝΔ του λόφου Καστέλι, όπου υπήρχε ενετικό φρούριο. Η μετάβαση στην τοποθεσία αυτή γίνεται από μονοπάτι που περνά πίσω από το νεκροταφείο του χωριού, ύστερα από πεζοπορία 35′. Μπορεί επίσης να πάει κανείς εκεί και από το λόφο Καστέλι, μόνο που η διαδρομή είναι μεγαλύτερη.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το σπήλαιο ήταν γνωστό από πολύ παλιά. Επίσημα αναφέρεται στο βιβλίο του Στρατή Κολαξιζέλη «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου» – Μυτιλήνη 1947, καθώς και στο βιβλίο του Γεωργίου Α. Δουκάκη «Ο Τουρισμός της νήσου Λέσβου» Αθήναι 1959.

σπιλ0001

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ

Το στόμιο του σπηλαίου βρίσκεται στη βάση βράχου και έχει πλάτος 2Μ και μέγιστο ύψος 1 Μ, είναι δε στραμμένο προς τα Β-ΒΑ και βλέπει στον απέναντι λόφο Καστέλι. Μπροστά από το στόμιο είναι πεσμένος βράχος, αποσπασμένος από τον υπερκείμενο του στομίου βράχο. Το μέγιστο βάθος του σπηλαίου είναι 47Μ, ενώ το μέγιστο πλάτος φτάνει τα 4Μ και το μέγιστο ύψος περίπου 7Μ κατά θέσεις. Ο κατά μήκος άξονας του σπηλαίου έχει διεύθυνση ΝΔ.

Μετά την είσοδο στο σπήλαιο, υπάρχει ο πρώτος θάλαμος – διάδρομος του σπηλαίου. Στα δεξιά υπάρχει βραχώδης έξαρση που τον χωρίζει από το δεύτερο θάλαμο. Η βραχώδης έξαρση στο μπροστινό της τμήμα σχηματίζει στένωμα 1Μ περίπου, δια του οποίου μπαίνουμε στο δεύτερο θάλαμο. Αυτός έχει δύο μεγάλους χώρους. Ο πρώτος παρουσιάζει στο αριστερό του μέρος μικρές τυφλές κοιλότητες, ενώ αντίθετα στο δεξιό μέρος του είναι πεσμένος ένας βράχος και πάνω του είναι πεσμένοι άλλοι βράχοι. Γενικά η δεξιά πλευρά παρουσιάζει σημεία κατάρρευσης, κατά θέσεις. Μια δεύτερη στένωση πλάτους 0,70Μ οδηγεί στον τρίτο θάλαμο ωοειδούς σχήματος. Από φαρδύτερη στένωση οδηγούμαστε σε μικρότερο τέταρτο θάλαμο, που συνεχίζει σε μακρόστενο διάδρομο πλάτους 1-1,5, που στο βάθος στενεύει και παρουσιάζει ανοδικό έδαφος με μία μικρή οπή στο βάθος που συνεχίζει προς δυτικά. Η είσοδος στην οπή αυτή είναι αδύνατη, είναι δε πολύ πιθανό το σπήλαιο να συνεχίζει πίσω από αυτή σε απροσδιόριστο βάθος.

Το έδαφος είναι χωμάτινο, ενώ κατά θέσεις είναι πεσμένοι μικροί βράχοι από την οροφή ή τη δεξιά πλευρά του σπηλαίου.

Σ όλο το μήκος του σπηλαίου υπάρχουν σταλακτίτες μαστοειδείς ή ταινιωτοί, με μέγιστο μήκος 0,5 μέχρι 1Μ και μέγιστη διάμετρο 0,40Μ. Σε πολλές περιπτώσεις οι σταλακτίτες έχουν ενωθεί με τους σταλαγμίτες και έτσι σχηματίζονται διάφορα συμπλέγματα με ποικίλα σχήματα, όπως επιτάφιος, δαντέλες κ.λ.π. Τόσο δεξιά όσο και αριστερά των τοιχωμάτων υπάρχουν πετρώματα που σχηματίζουν μια ωραία μωσαϊκή όψη. Ο πρώτος θάλαμος φωτίζεται από το φως που μπαίνει από το στόμιο του σπηλαίου, στη συνέχεια όμως χρειάζεται τεχνητός φωτισμός.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ

Η θερμοκρασία κατά το μήνα Ιούλιο ήταν 15°C, ενώ η εξωτερική ήταν περίπου 28°C. Η υγρασία είναι περίπου 90%. Από την οροφή του σπηλαίου πέφτουν κατά θέσεις σταγόνες νερού, ενώ επίσης διάφορες θέσεις των αριστερών τοιχωμάτων σκεπάζονται από υγρασία.

ΒΟΤΑΝΙΚΗ

Το σπήλαιο βρίσκεται μέσα σε ελαιώνα, ενώ σε μικρή απόσταση περιτριγυρίζεται από πευκοδάσος. Η είσοδος του σπηλαίου καλύπτεται από πιτραμίθρα και δάφνη, ενώ υπάρχουν επίσης φτέρες, τσουκνίδες, φτλέλια, ρίγανη, ποντικάγκαθα, βρύα και διάφορα άλλα αγρωστώδη. Στο εσωτερικό βρέθηκαν φυτρωμένοι μύκητες (μανιτάρια), ενώ σε διάφορες θέσεις των τοιχωμάτων υπήρχαν ρίζες και ριζίδια δέντρων.

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το Στρατή Κολαξιλέλη “… υπάρχουν σταλακτίτες με περίεργες μορφές, δια τους οποίους οι περασμένες γενεές πίστευαν ότι είναι αγάλματα Θεών, απολιθωμένοι μαστοί, κρεβατές Ανηραΐδων κ.τ.λ. αναλόγως του σχήματος αυτών”.

Υπάρχει ακόμα η πρόληψη, ευρύτατα διαδομένη μεταξύ των κατοίκων της Αγιάσου, ότι, αν ακουστεί βλασφημία μέσα στο σπήλαιο, τότε κλείνει η είσοδος του.

Ο αγαπητός μας φιλόλογος καθηγητής και Λυκειάρχης Δημήτριος Σκλεπάρης μας γράφει τα εξής σχετικά με την παράδοση που επικρατεί για το σπήλαιο: «Αυτά γενήκανε τα παλιά χρόνια, τα πολύ παλιά. Δεν τα προφτάξαμε μεις, ούτε οι παππούδες μας, που μας τα διηγήθηκαν, ακουστά και αυτοί από τους προπάππους τους, σαν παραμύθι: Κυνηγημένος ο κόσμος έφευγε να κρυφτεί. Τη σπηλιά αυτή την ήξεραν και ήρτεν η ώρα που χρειάστηκε. Σ’ αυτήν έτρεξαν. Μα καθώς ήταν πολύς κόσμος, από την τρεχάλα και τη βιασύνη σέρνοντας τη μαρμαρένια πλάκα να κλείσ’ η σπηλιά, έμειν’ απ’ όξω η ασημένια παντούφλα της αρχοντοπούλας. Αυτή τους πρόδωσε. Όταν ψάχνοντας τη βρήκαν οι Αγαρηνοί, με τα πολλά, τράβηξαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, έκοψαν, σκλάβωσαν. Από τότες τρέχουν οι πέτρες, είναι τα δάκρυα του κόσμου που χάθηκε. Τρέχουν από τα μάτια, κυλάνε από το πρόσωπο στο στήθος, τα βυζιά και στάζουν στη γη. Έγινε θρήνος και οδυρμός. Άγγελος Κυρίου μετάτρεψε τα κόκαλά τους σε πέτρες, που ακόμα στάζουν – κλαίνε για το χαλασμό που γένηκε».

ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο από ντόπιους «νταμγκατζήδες», δηλ. παραχαράκτες για την κατασκευή πλαστών τουρκικών χάλκινων νομισμάτων (μπαγκίρες), με τη χρησιμοποίηση του μεταλλικού νταμγκά (μήτρας).

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Το σπήλαιο έχει τοπικό τουριστικό ενδιαφέρον. Συνιστάται για επίσκεψη από ντόπιους και ξένους φυσιολάτρες.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Μ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ κτηνίατρος

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΧΟΥΤΖΑΙΟΣ φυσικός

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 13/1982