ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ, ΦΟΝΙΑΣ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΛΗΣΤΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ…

Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού

Ήταν τα χρόνια που έλεγαν πως έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Δουλειές είχε πολλές και συνέχεια όλο το χρόνο. Μόνο το μεροκάματο που ήταν μικρό και δεν έφτανε. Απαιτήσεις η ζωή τα χρόνια εκείνα δεν είχε, όπως έχει σήμερα. Οι νέοι, οι εργένηδες, μπορούσαν και τα βόλευαν. Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού.

Την πρώτη μέρα της εβδομάδας την είχαν καθιερώσει αργία και μέρα γλεντιού για τους τσαγκαράδες. Γι’ αυτό και τη λέγανε Τσαγκαροδευτέρα. Τώρα πώς και από πού καθιερώθηκε στους τσαγκαράδες είναι άλλη ιστορία. Τσαγκαροδευτέρα στην ουσία ήταν κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα γλέντιζαν όλοι οι επαγγελματίες και όλος ο κόσμος, όχι μόνο οι τσαγκαράδες. Ήταν σαν το λύκο που έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη. Κοντά στην Τσαγκαροδευτέρα όσοι γλέντιζαν κολλούσαν και δικαιολογούσαν κι όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας.

Απαραίτητη βάση του γλεντιού τις καθημερινές ήταν το γιουβέτσι στο φούρνο. Ψηνόταν μέσα σε πήλινα σιφνιώτικα ειδικά τέστα, που έκαναν εξαιρετικό φαγητό. Τα γιουβέτσια τα διέθεταν οι φουρναραίοι. Ώσπου να ψηθεί το φαγητό, τα κουτσοπίνανε και τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής με τον απαραίτητο αμανέ. Τον τραβούσε ο καλλίφωνος της παρέας με το μερακλίδικο, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, τραγούδι, ανάλογα με την περίπτωση. Τακτικά ακουγόταν κι ο κλαψιάρικος, τραβηχτός κι ατέλειωτος πλωμαρίτικος σκοπός. Τον τραγουδούσαν Πλωμαρίτες που κατέβαιναν κάθε μέρα απ’ τα χωριά του Πλωμαριού, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, μυζήθρες, τυριά, απίδια, ξύλα και κάρβουνα. Γλέντιζαν κι αυτοί παρέα με τους Αγιασώτες ή και σε χωριστές παρέες μοναχοί τους. Τον ήξεραν όμως και τον τραγουδούσαν και Αγιασώτες.

Όταν άναβε και φούντωνε το γλέντι, φωνάζανε, ανάλογα με τα οικονομικά που διέθετε η παρέα, ή τη μουσική κομπανία του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ(ι)) ή το όργαλο του Θεμιστοκλή Χατζηκομνηνού (Κακέλ’) με τον Αντρέα Χατζηκινάνη, που έπαιζε γκάιντα ή ζουρνά. Τις βραδινές ώρες έπρεπε να κάνουν και την πατινάδα τους, δηλαδή βόλτα μέσα στις γειτονιές κι ας ήταν κλειστά τα κουιτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, να δουν και να τραγουδήσουν τα κορίτσια τους, να κάνουν και το χορό τους. Έτσι τέλειωνε το γλέντι. Όταν το ρακί έβγαινε από την νταμετζάνα και πέρναγε στα στομάχια των νέων, ήταν αδύνατο να μη δημιουργήσει μικρά ή μεγάλα καβγαδάκια. Αιτία τα αγαπητιλίκια και οι μικροπαρεξηγήσεις.

Στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Χαράλαμπου Γιάννιγρη και του Αντώνη Παλιβάνη, που ήταν κυνηγοί και οι δυο τους, σύχναζε, εκτός από τους άλλους, το σινάφι τους. Είναι γνωστό πως, όπου συναντηθούν οι Νεμρώδ, είναι αδύνατο να μη συζητήσουν για τα κυνηγετικά τους κατορθώματα που δεν έχουν τελειωμό. Λένε μάλιστα και τα πιο μεγάλα ψέματα, τα πιο φανταστικά και απίθανα, ξεπερνώντας κι αυτόν τον πατέρα του ψέματος τον Μυνχάουζεν.

moysiki
Αναμνηστική φωτογραφία από παλαιά διασκέδαση στη Στσια τ’Κουντουρέλ(ι). Διακρίνονται από αριστερά οι «μουσικοί» Παναγιώτης Δούκαρος (κτηματίας) και Γρηγόρης Βατρικάς (σιδηρουργός) κι οι πραγματικοί μουσικοί Θεόφιλος Ψείρας και Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος)

Ένας κυνηγός, μπαρουτοχαλαστής, που σε λίγα μέτρα να έριχνε πάνω σε άνθρωπο δε θα τα κατάφερνε να τον χτυπήσει, έλεγε τέτοια ψέματα, που άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Παρεξηγήθηκε. Επενέβησαν οι φίλοι του και οι γνωστοί του και έγιναν μαλλιά κουβάρια. Ο αστυνόμος ήταν καινούριος, ένας ανθυπασπιστής που δεν είχε δέκα μέρες που ήρθε. Απ’ την πρώτη μέρα που έφτασε στο χωριό τον βαφτίσανε κιόλας Περισπωμένη, επειδή το μουστάκι του έμοιαζε με την περισπωμένη. Από τις πρώτες μέρες έδειξε πως είναι αυστηρός σε όλα. Και πράγματι ήταν, όπως φάνηκε ύστερα. Κατεβαίνοντας απ’ το Σταυρί που ήταν το σπίτι του, του είπαν πως γίνεται καβγάς και χαλάει ο κόσμος στον Κάτω Κάμπο. Όντας καινούριος και μη ξέροντας ακόμα τοποθεσίες, νόμισε πως με το Κάτω Κάμπος εννοούσαν το Ίππειος, που υπαγόταν στην Αγιάσο. Τους ρώτησε πώς θα πάει δυο ώρες δρόμο χωρίς άλογο. Του εξήγησαν και του έδωσαν να καταλάβει τι εννοούσαν με το Κάτω Κάμπος. Πριν φτάσει στον Κάτω Κάμπο, απ’ τα καφενεία Βερβέρη, σημερινό αρτοποιείο, και Γεωργίου Ματζουράνη, σημερινό Πουδαρά, για να τους χαμπαρλαντίσουν πως κατεβαίνει, έριξαν μια φωνή: «Περισπωμένη». Αυτό ήταν. Εκεί που ήταν μαλλιά κουβάρια, σκόρπισαν έν ριπή οφθαλμού σαν ψιλό νταρί και χάθηκαν όλοι. Έμεινε μόνο δίπλα στον ποτηριώνα μια παρέα μέσα στο πρώτο καφενείο του Γιάννιγρη, που συνέχιζε το πιοτό της, χωρίς να της καίγεται καρφί για τίποτα. Έφτασε η Περισπωμένη, στάθηκε ανάμεσα στα δυο καφενεία, έριξε μια ερευνητική ματιά μέσα κι έξω και μπήκε στο πρώτο του Γιάννιγρη, όπου υπήρχε η παρέα και τα έπινε ατάραχη, αφού στο άλλο καφενείο δεν υπήρχε ψυχή. Ρώτησε τον καφετζή να του πει τι έγινε. Ο καφετζής σκεπτικός και ταλαντευόμενος έκανε πως δεν άκουσε, πως δεν κατάλαβε, και δεν έδωσε απάντηση. Στη δεύτερη επιτακτική και αυστηρή ερώτησή του, αν και την απάντηση την έδιναν τα πεταμένα τραπέζια κι οι καρέκλες, είπε πως τσακώθηκαν κάτι νεαροί για μικροπράγματα. Ρώτησε και την παρέα που έπινε. Αυτοί του είπαν κοφτά πως πέρα από το γλέντι τους και το τσούγκρισμα του ποτηριού τους με την παρέα τους δεν ακούν και δε βλέπουν τίποτα, γιατί δεν τους ενδιαφέρει και τίποτα. Η Περισπωμένη παρεξηγήθηκε κι απόρησε με τον τρόπο που του μίλησαν και ζήτησε τα ονόματά τους. Πρόθυμοι κι αμέσως άρχισαν να λένε τα ονόματά τους ο ένας ύστερα από τον άλλο και γρήγορα: Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς. Στο άκουσμα των ονομάτων ξαφνιάστηκε και ήταν σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Στάθηκε λίγο, τους κοίταξε με ένα βλέμμα ερωτηματικό και περίεργο. Τους παρακάλεσε να περάσουν την άλλη μέρα ή όποτε βρουν καιρό από το Τμήμα, τους χαιρέτησε κι έφυγε. Στα αυτιά του ακούγονταν ακόμα τα ονόματα Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε και αν συναντιέται κάθε μέρα αυτό το κακό συναπάντημα. Και απορούσε με την τύχη του που τον έριξε μέσα σε Κακούργους, Φονιάδες, Ακίνδυνους, Ληστές και Ζορμπάδες. Όταν πήγε στο Τμήμα, ρώτησε γι’ αυτούς και του είπαν πως είναι παρατσούκλια και πως είναι όλοι τους καλοί, ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες και πως ποτέ δεν απασχόλησαν την υπηρεσία τους. Το μόνο ελάττωμά τους είναι το ποτηράκι που αγαπούν και τραβούν τακτικά. Τότε πήρε βαθιά ανάσα και είπε. Μακάρι όλοι οι Κακούργοι, οι Ακίνδυνοι, οι επικίνδυνοι ληστές και Ζορμπάδες όλου του κόσμου να’ ναι σαν της Αγιάσου. Το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά.

neoi_1933
Οι νέοι της Αγιάσου διασκεδάζουν (16-9-1933). Διακρίνονται από αριστερά: Αντώνης Λαλαδέλης, Χριστόφας Τζιτζίνας, Μιχάλης Ταλέλης, Βρανιάδης Γλεζέλης, Στυλιανός Σκανέλης (ένα από τα θύματα του ελληνοϊταλικού πολέμου), Στρατής Τζανετόγλου (καθήμενος) κι οι μουσικοί Στρατής Κουνταχιλέλλης και Προκοπής Κατσαμπός (Νταγέλης) με το νταβούλι …

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984

ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Πολλούς κυνηγούς είχε άλλοτες η Αγιάσος. Ήταν μανιώδεις, φανατικοί. Η ζωή τους ήταν οι πιστογεμές, οι τσιφτέδες, τα μασούρια, τα αβτζίδικα σκυλιά, οι εξορμήσεις στα κυνηγοτόπια και στα περάσματα. Δεν υπολογίζω βέβαια τους μαθητευόμενους Νεμρώδ, αυτούς που δούλευαν με τα «τσαταλέλια», ούτε αυτούς που έστηναν ανεσπάθες, παγίδες, δόκανα, ξόβεργες…

Υπήρχε άφθονο κυνήγι, λογής λογής θηράματα. Αφήνουμε τα ελάφια που κάποτε υπήρχαν και περιοριζόμαστε στους λαγούς, στις πέρδικες, στις τσίχλες, στα ορτύκια, στα κοτσύφια, στα ατσίδια, στις αλεπούδες…

koa_1932
Από την τελετή του αγιασμού και την άφεση των τεσσάρων ζαρκαδιών στη Μεγάλη Λίμνη, στις 3 Απρίλη 1932. (Από το Αρχείο του Κ.Ο.Α.)

Ο Κυνηγετικός Όμιλος Αγιάσου ιδρύθηκε το 1928, για να βάλει μια τάξη στα κυνηγετικά πράγματα, για να σταματήσει την ασυδοσία. Ένα χρόνο αργότερα, βοηθούμενος από το Αναγνωστήριο, ανέβασε στη σκηνή -ποιος θα περίμενε καλλιτεχνικές δραστηριότητες – και το τρίπρακτο ονειρόδραμα του Μπελομόριτς «Ατλαντίς». Αργότερα, το 1932, έφερε και τέσσερα ζαρκάδια και τα άφησε στις 3 Απρίλη στη Μεγάλη λίμνη για να πολλαπλασιαστούν. Σε μικρό χρονικό διάστημα όμως εξοντώθηκαν. Στα χρόνια της πρόσφατης δικτατορίας διαλύθηκε, αλλά μετά ανασυστήθηκε και συνεχίζει το έργο του. Αρκετοί εργάστηκαν από παλιά ίσαμε σήμερα, ο δάσκαλος Ηλίας Λίβανος ή Μπασμπάλης, ο Στρατής Αλεντάς, ο Γιάννης Κορομηλάς, ο Αντρέας Δούκαρος, ο Χαράλαμπος Τσάγαλος κι άλλοι.

Οι Αγιασώτες κυνηγοί ήταν αρκετοί, μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήταν φημισμένοι κι έξω από το χωριό, ακόμα και στα μέρη της Τουρκίας. Αναφέρουμε κάποια ονόματα, έτσι για να κεντρίσουμε τη μνήμη. Ξακουστός επαγγελματίας κυνηγός ήταν μόνο ο Βγατζέλ(ι)ς. Άλλοι ήταν ο Αντώνης Παλιβάνης, ο Παναγιώτης Δούκαρος, ο πατέρας του Χαράλαμπου, ο Βασίλης Κεραμιδάς ή Βατίτκου, ο Κουρουγέν(ι)ς, ο Όμηρος Κωμαΐτης, που μέχρι το θάνατό του – κόντευε να συμπληρώσει αιώνα – δεν τα έβαλε κάτω, ο φωτογράφος Προκοπής Γλεζέλης ή Κουρκουλής, ο δάσκαλος Παναγιώτης Τσόκαρος, ο Στρατής Τσόκαρος, ο Στυλιανός Πράτσος ή Μπιλιάνα, ο δάσκαλος κι άλλοτε δήμαρχος Αγιάσου Ευστράτιος Τραγάκης κι άλλοι. Ένας μάλιστα ήταν τόσο μανιώδης που κυνηγούσε κι επί Γερμανών – μεγάλο τόλμημα τούτο. Σαν τέλειωνε το κυνήγι, κρέμαζε το τουφέκι του σ’ ένα πεύκο και κατέβαινε στο χωριό…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΤΖΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας.

Το όργαλο, δηλαδή τη λατέρνα, το πρωτοέφερε στην Αγιάσο κατά το 1916-1917 ο Σωκράτης Βάλεσης, ο Μασόνος. Δεν το κράτησε όμως πολύ και το έδωσε. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Αθανάσης Καμαρός, το Κουρτσιάδ’. Αυτός ήταν μερακλής, το είχε πάντα καταστολισμένο μ’ ένα σωρό φανταχτερά μπιχλιμπίδια, που κάθε τόσο τα άλλαζε. Το μεγάλο του μεράκι ήταν να περνά στο όργαλό του κάθε καινούργιο σκοπό που κυκλοφορούσε, κι ας μην είχε άλλο όργαλο να τον ανταγωνίζεται. Τους σκοπούς στα όργαλα τους περνούσε ο μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, και τις ποντίλιες τις κάρφωνε στον κύλινδρο ο αδερφός του Ξινόφς, που ήξερε κιόλας να κουρδίζει.

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας. Απέναντι από τα κουϊτούκια κάθονταν οι κοπέλες, αραδιασμένες πάνω στα καριγλιά τους, με τα καλύτερά τους τα στολίδια, το μαργαριτάρι στο λαιμό, τις αρμαθιές τα φλουριά στο στήθος – ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση η καθεμιά – και τα βραχιόλια στα χέρια. Φτάνοντας τα παλικάρια στα κουϊτούκια, πίνανε τα ούζα τους και κάνανε και το χορό τους, αν υπήρχε μουσική, όργαλο ή νταβούλι. Φλερτάρανε, γνέφανε στις κοπέλες και πλέκανε τα ερωτικά τους ειδύλλια. Τα κουϊτούκια άνοιγαν μόνο τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, που άρχιζε η πατινάδα των παλικαριών, και κλείνανε μόλις νύχτωνε. Δεν ήταν εύκολο να βάλουν λαδολύχναρα ή γκαζόλαμπες. Απ’ τον Αύγουστο του 1927, που χάρη στο χειρούργο γιατρό Στρατή Δούκαρο ηλεκτροφωτίστηκε η Αγιάσος, πήραν φως και τα κουϊτούκια.

Το Κουρτσιάδ’ πήγαινε και έπαιζε με το όργαλό του παντού, όλες τις μέρες της εβδομάδας κι όλες τις ώρες, όπου τον φώναζαν οι παρέες. Τις Κυριακάδες όμως, τ’ απογεύματα που άρχιζε η πατινάδα, δεν πήγαινε πουθενά και σε κανέναν, όσα και να του έδιναν. Ήθελε να είναι συνεπής και να βρίσκεται στο μόνιμο στέκι του, στην Μπουτζαλιά, στο κουϊτούκι του Δημητρού Ρούγκου, που μεσουρανούσε τότες.

Στο κουϊτούκι του Ρούγκου έγιναν οι πιο μεγάλες διασκεδάσεις, τα πιο μεγάλα γλέντια και ξενύχτια. Δεν υπήρχαν τότες περιορισμοί, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, από την αστυνομία. Είχε το πλεονέκτημα να είναι κάτω από το σπίτι του Ρούγκου και σα χήρος με δυο μικρά παιδιά βρισκόταν όλες τις ώρες εκεί. Εκτός από την περαστική πελατεία, ο Ρούγκος είχε και τη μόνιμη που δεν έλειπε, όπως δε λείπει ο Μάρτης από τη μεγάλη σαρακοστή. Είχε την παρέα του, πρώτο και καλύτερο το Κουρτσιάδ’ ,το Γεώργιο Σκλεπάρη ή Θείο, το Στρατή Νιγδέλη ή Δοντά, το Βαγγέλη Κοντή ή Μπουνατσέλ(ι), το Θεόδωρο Χτενά ή Μπουλασίκ, τον Παναγιώτη Βουνάτσο ή Κνα, το Γρηγόρη Νιγδέλη ή Φέσ’ και τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον πασίγνωστο Κακούργο. Ήταν όλοι άνθρωποι του γλεντιού, με σπιρτόζικο πνεύμα, καλαμπουρτζήδες, ετοιμόλογοι και στιχουργοί της στιγμής. Γλεντούσαν ταχτικά και κάπου κάπου βγάζανε και βδομάδα σαν τους παπάδες. Το γλέντι τους ήταν σωστή ιεροτελεστία μέσα στο όχι και τόσο καλά φωτισμένο κουϊτούκι.

Πάνω στο γλέντι ο στιχουργός σηκωνόταν όρθιος και τραγουδούσε τους στίχους στο σκοπό της εποχής. Όλοι της παρέας, όρθιοι, τους επαναλάμβαναν, παίζοντας παλαμάκια, χοροπηδώντας με γέλια και χάχανα και κάνοντας γύρους στο τραπέζι τους. Τις περισσότερες φορές στόχο είχαν το Ρούγκο που τα δεχόταν όλα, ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του τραγουδούσαν.

Ο Ρούγκος άφησε εποχή, άφησε και τα παρακάτω τραγούδια, που ακούγονται ακόμα και σήμερα κάπου κάπου:

Ωραία Μπουτζαλιά μου,
που’ σταν καμπαναριό,
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους
σουστό πουταναρειό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα,
δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό,
πλέρουσι του μουρό,
σα δεν του πληρώνεις
θα του πληρώσου γω.

 Όταν ο Ρούγκος μια μέρα έκαψε τον τέντζερη που μαγείρευε ρεβίθια για να φάει με τα μωρά του, τραγούδησε στην παρέα του:

Δεν έκλιγα του τζιτζιρέ,
μον έκλιγα τ’ αρβίθια,
που μείναν τα μουρά ιν(ι)σκά
τσι κλαίγαν ούλη νύχτα.

 

Για το Στρατή Καλαλέ, τη Γκαγκάνα, που έκλεψε τα χράμια από το σπίτι του, τραγουδούσαν:

Ανάθιμά σι Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

 

Και για μια απαγωγή τραγουδούσαν:

Γη μέρα ‘νταν Διφτέρα
που ξμέρουνι ταχτέρ,
μας κλέψαν τη Σκαρλάτη
μι του μπουχτσά τς στου χέρ.’
Ταμπακέρα φουσκουμέν(ι),
γη Σκαρλάτ’ αγκαστρουμέν(ι).

Όταν, απόμαχος πια ο Ρούγκος, έκλεισε το κουϊτούκι του, το Κουρτσιάδ’ μετέφερε το όργαλο μόνιμα στου Καρρά, στο κουϊτούκι του Σπύρου Τινέλη, της Μανιάς. Με το όργαλό του το Κουρτσιάδ’ ως τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής γλέντησε και χόρεψε όλη την Αγιάσο, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου.

Τα ανεπανάληπτα γλέντια που γίνονταν στου Ρούγκου τα ξαναζωντάνεψε – παρ’ όλο που δεν τα εφτασε – και μας τα παρουσίασε από τη σκηνή, με την ηθογραφία του «Ωραία Μπουτζαλιά μου», ο Αντώνης Μηνάς. Το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις που πήρε, παρουσίασε το έργο στη Μυτιλήνη, στα κεφαλοχώρια και στα μικρά χωριά του νησιού, καθώς και στην Αθήνα.

Η παρέα Κουρτσιάδ’ – Ρούγκου και Σία ήταν και άφθαστοι φαρσέρ. Φτάνει να έπαιρναν μυρουδιά για κάτι, όπως πήραν μυρουδιά το Κουρτιάδ’ που είχε παραγγείλει κασκαβάλια τυρί για τη σοδειά του. Φρόντισαν, την ώρα που τα πίνανε και γλέντιζαν, να τον φέρουν και να τον κάνουν, όπως ήθελαν. Και δε δυσκολεύτηκαν να τα καταφέρουν. Βρήκαν μια κόφα – μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με αλυγαριές με το οποίο μεταφέρανε τα φρούτα εκείνα τα χρόνια, τον βάλανε μέσα κι από πάνω δέσανε μια μεσάλα. Δουλειές νοικοκυρεμένες. Φωνάξανε τον πρόσφυγα χαμάλη Μπάτη, τον πληρώσανε και του αντουνιάσανε την κόφα να πάει το τυρί στο σπίτι του Κουρτσιάδ’. Οι γειτόνισσες του δείξανε το σπίτι, ρίξανε και μια φωνή: «Μούρφουλ(ι), έβγα τσι φέραν του τυρί». Όταν είδε την κόφα το Μουρφούλ(ι), είπε: «Εμ τι του ήθιλι ξτιανός έγιουσου τυρί! Είπαμι να πάρουμι κουμμάτ’, εμ όχ(ι) τσι μια κόφα. Γή τ’ μιγάλ(ι) τ’ φαμλιά έχουμι; Νέισαν, ας είνι». Άμα ξεφόρτωσε το χαμάλη με μια γειτόνισσά της, είπε: «θα θέλ(ι)ς α πάρς τσι τ’ κόφα, μη ξανάρχισι». Όταν έβγαλε τη μεσάλα από πάνω από την κόφα κι είδαν μέσα τον Αθανάση να κοιμάται σα λαγός, τρόμαξαν, ξιπάστηκαν. Τούτο πάλι ήταν από τα ανάγραφα. Έβαλε το Μουρφούλ(ι) το χέρι της πάνω στο κεφάλι του Αθανάση κι είπε: «έγιτιου κασκαβάλ(ι) που είσι, έγιτια τσι χειρότιρα θα παθαίν(ι)ς. Τά σι κάνου γω, θέλ(ι)ς τα τσι παθαίν(ι)ς τα. Μουσταχάκς».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983

ΕΠΙΚΗΡΥΞΗ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΟΥ…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η χώρα μας γνώρισε την αγριότητα του εμφύλιου πολέμου. Σκοπιμότητες; συμφέροντα, ιδεολογικές διαφορές την έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Όλοι οι Έλληνες έζησαν έντονα μια εποχή φανατισμού, μισαλλοδοξίας, τρομοκρατίας, βίας… Χωρίς πάθος και χωρίς προκατάληψη αναδημοσιεύουμε δύο υπουργικές αποφάσεις και εγκρίσεις (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 30 Σεπτεμβρίου 1946, τεύχος δεύτερον, αριθμός φύλλου 161, σσ. 938-939), που έχουν σχέση με Γεραγώτες και Αγιασώτες αντάρτες…

 

Αριθ. πρωτ. 34/417/3

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας», 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών δια την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν:

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 6 από 4-7-46 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι 1) Καβαρινός Εμμανουήλ του Ιωάννου, 2) Καραβατάκης Γεώργιος του Δημητρίου, 3) Παππάς ή Παπαδημητρίου Τρύφων του Νικολάου, κάτοικοι Σκοπέλου-Γέρας-Μυτιλήνης, 4) Σκοπελίτης Ιωάννης του Σταύρου, 5) Σκοπελίτης Γεώργιος του Σταύρου, κάτοικοι Παλαιοκήπου-Γέρας, διότι διωκόμενοι άπαντες δυνάμει ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης δι’ εγκληματικήν δράσιν των φυγοδικούσι και ηνωμένοι εις ομάδα παρανόμως οπλοφορούσαν και επιδιδομένην εις τρομοκρατικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων πολιτών της περιφερείας Γέρας.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς τριών μεν εκατομμυρίων (3.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, ενός δε εκατομμυρίου (1.000.000) διά την αποτελεσματικήν κατάδειξιν εις τας αρμοδίας Αρχάς εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων ληστών.

 

*Αριθ. πρωτ. 34/417/5

Περί επικηρύξεως ληστών εν τω Νομώ Λέσβου.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις 1) του Α.Ν. 453/1945 «περί λήψεως μέτρων προς εμπέδωσιν της Δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως» επαναφερθέντος εν ισχύι διά του από 4-5-46 Ν.Δ., 2) του από 4-5-46 Ν.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων «περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας, 3) του Νόμου 4575/1930 «περί χρηματικών αμοιβών» διά την καταστολήν της ληστείας» και 4) του Α.Ν. 655/1945 «περί αρμοδιότητος και οργανώσεως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως», αποφασίζομεν.

Εγκρίνομεν την υπ’ αριθ. 10 από 1 -8-1946 απόφασιν της Ε.Δ.Α.Ν. Λέσβου, δι’ ης επικηρύσσονται εις ληστάς, ως λίαν επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν ασφάλειαν οι

1) Αγρίτης Γεώργιος του Νικολάου, ετών23,

2) Γανέλλης Ευστράτιος του Ιωάννου, ετών 42,

3) Καρέτας Δούκας του Ευστρατίου, ετών 34,*

5) Τσουλέλλης Ιωάννης του Παναγιώτου, ετών 25,

6) Αγρίτης Αντώνιος του Νικολάου, ετών 38 και

7) Σουσαμλής Όμηρος του Αχιλλέως, ετών 25,

άπαντες εξ Αγιάσσου-Λέσβου, διότι βαρυνόμενοι με εγκληματικάς πράξεις και διωκόμενοι δυνάμει των υπ’ αριθ. 1033 και 27/46 ενταλμάτων συλλήψεως του Ανακριτού Μυτιλήνης και των υπ’ αριθ. 328 και 342/46 Βουλευμάτων των Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, φεύγοντες δε την σύλληψιν ηνώθησαν εις ομάδα και φέρουν παρανόμως πολεμικά όπλα και επιδίδονται εις τρομοκρατικάς και εγκληματικάς πράξεις εις βάρος των νομιμοφρόνων κατοίκων της περιφερείας Αγιάσου.

Επίσης εγκρίνομεν την διά της αυτής ως άνω αποφάσεως προκηρυχθείσαν χρηματικήν αμοιβήν, ην καθορίζομεν εις δραχμάς εξ μεν εκατομμυρίων (6.000.000) διά την σύλληψιν ή τον φόνον, τριών δε εκατομμυρίων (3.000.000) διά την αποτελεσματικήν εις τας αρμοδίας Αρχάς κατάδειξιν εκάστου των ανωτέρω επικηρυσσομένων.

Η παρούσα ισχύει από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Εν Αθήναις τη 19 Σεπτεμβρίου 1946.

Ο Υπουργός Σ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ

*Στη δημοσιευόμενη υπουργική απόφαση παραλείπεται, πιθανότατα από τυπογραφικό λάθος, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και η ηλικία του με αύξοντα αριθμό 4 αντάρτη.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 66/1991