ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ – ΓΟΙ ΞΙΜΠΑΜΠΟΥΛΙΣ

Η άνοιξη έπρεπε να ‘χει μπει για τα καλά. Η φύση της Αγιάσου ξυπνημένη από το λήθαργο του βαριού χειμώνα λουλούδιαζε και ευωδούσε. Τα μαγιάτικα όμως τριαντάφυλλα με τις μοσκοβολιές τους ήταν ο δικός μας παράδεισος. Γιατί; Μα κει κυρίως μπορούσαμε να βρούμε σωρό από «ξιμπαμπούλις», για να τις μετατρέψουμε, βασανίζοντές τες, σε δέσμια… αεροπλάνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι «ξιμπαμπούλις» (επιστημονικό όνομα μηλολόνθη) είναι μικρά έντομα της οικογένειας των σκαθαριών, με λαμπερά χρυσίζοντα χρώματα (από όπου και το όνομά τους: ξιμπαμπούλα = χρυσή μπαμπούλα) που εμφανίζονται την άνοιξη και τρέφονται με το νέκταρ των λουλουδιών και με ώριμα φρούτα κυρίως αχλάδια.

Αυτές λοιπόν αποτελούσαν το δικό μας στόχο. Μετά το σχολειό πετούσαμε σε μια άκρη το «τρουβάδ’» (τη σχολική σάκα), τρώγαμε στα γρήγορα και μετά, εξοπλισμένοι με αδειανά κουτάκια από σπίρτα ή τσιγάρα, τρέχαμε στις παρυφές του χωριού, σε μέρη που ξέραμε πως αφθονούσαν τα λουλούδια, να μαζέψουμε «ξιμπαμπούλις». Τις πιάναμε εύκολα και τις βάζαμε στα κουτάκια, αφού προηγουμένως τα γεμίζαμε με τριαντάφυλλα, για να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Όποιος πετύχαινε και καμιά «παπούτσα», ήταν ο ήρωας της μέρας. Οι «παπούτσες» ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος, με λαμπερότερα πρασινόχρυσα χρώματα και πολύ πιο δυνατές και ανθεκτικές για το… βαρύ έργο που τις περίμενε.

Αφού τέλειωνε επιτυχώς το πρώτο μέρος της επιχείρησης, επιστρέφαμε θριαμβευτές στη γειτονιά και άρχιζε το… β’ ημίχρονο. Η προσπάθεια τώρα ήταν να βάλουμε στο χέρι το καρούλι του ραψίματος της γιαγιάς. Αυτή δεν ήταν εύκολη δουλειά, γιατί ήταν συνήθως κρυμμένο σε απρόσιτα μέρη και τα παρακάλια μας δεν απέδιδαν πάντα καρπούς. Όποιος κατάφερνε λοιπόν να εξασφαλίσει το περιπόθητο καρούλι γινόταν αντικείμενο του φθόνου των άλλων. Γιατί η πιο κατάλληλη κλωστή για… χαλινάρι που θα βάζαμε στη «ξιμπαμπούλα» ήταν μόνο του καρουλιού, λεπτή και δυνατή να μη σπάει και δραπετεύει άδοξα ο… κρατούμενος και παράλληλα να μην έχει πολύ βάρος για να την σηκώνει εύκολα η ταλαίπωρη «ξιμπαμπούλα».

Η τελευταία φάση του δράματος και η πιο διασκεδαστική ήταν το δέσιμο και το πέταγμα του… αεροπλάνου. Με κάποιες επιδέξιες κινήσεις, για να μην τραυματίσουμε το έντομο, το δέναμε από το λαιμό και μετά το αφήναμε να πετάξει κρατώντας την άλλη άκρη της κλωστής. Τότε ήταν που γινόταν το έλα και να δεις με τις κόντρες μεταξύ μας ποιανού η «ξιμπαμπούλα» θα πέταγε πιο ψηλά, ποιανού θα έμενε περισσότερη ώρα στον αέρα, ποιανού θα είχε περισσότερη αντοχή. Και αλίμονο στα δύστυχα έντομα, που θα ξέφευγαν από τα χέρια μας, με την κλωστή να κρέμεται πίσω τους σαν μια ατέλειωτη ουρά, μέχρι να μπλέξουν στα σύρματα του ηλεκτρικού ή σε κανένα κλαδί και να μείνουν εκεί κρεμασμένα, θύματα αθώα των δικών μας παιχνιδιών.

Δεν ξέρω βέβαια τι γνώμη έχουν οι… «ξιμπαμπούλις» – μάλλον δε θα συμφωνούν – εγώ όμως (και πιστεύω και πολλοί από σας), με νοσταλγία θυμάμαι αυτά τα χρόνια, που αλίμονο δε θα ξανάρθουν…

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 79/1993

ΜΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ De Launay ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Το προσκύνημα στην Αγιάσο, το εσωτερικό ελληνικού σπιτιού, το βουνό Όλυμπος και η Μεγάλη Λίμνη

Ο L. De Launay, Γάλλος γεωλόγος, έρχεται στη Λέσβο το 1887 και το 1894, κατά τη διάρκεια δυο ταξιδιών του στο Αιγαίο. Ο σκοπός του ταξιδιού του είναι επιστημονικός. Ενδιαφέρεται να μελετήσει τη σύσταση του εδάφους και τον ορυκτό πλούτο του νησιού. Παράλληλα επιδιώκει να γνωρίσει τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
Ως ευαίσθητος και διορατικός παρατηρητής παρακολουθεί και καταγράφει το καθετί, πάντα με σεβασμό και φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους του νησιού, και καμιά φορά παρασύρεται σε κρίσεις εντελώς επιφανειακές, κάνοντας κάποια άστοχα σχόλια, όπως θα δούμε στο παρακάτω κείμενο.
O De Launay γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής σε μας για τα φιλελληνικά του αισθήματα και για τη θέση που παίρνει ενάντια στην τουρκική κυριαρχία και που δεν παραλείπει να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία.
Το ήθος και τα φιλελεύθερα φρονήματα του Γάλλου γεωλόγου φαίνονται καθαρά από τον τρόπο που παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής του.
«Κάθε λαός», γράφει, «έχει το ιερό δικαίωμα να έχει την εθνικότητά του, την πατρίδα του και κάθε
προσπάθεια στέρησής τους, παρά τη θέλησή του, κάτω από έναν ξένο ζυγό, πρέπει να προκαλεί την αγανάκτηση των ευαίσθητων ανθρώπων».
Από το οδοιπορικό του στη Αέσβο έχουμε δημοσιεύσει, μεταφρασμένο από το γαλλικό κείμενο «Chez les Grecs de Turquie» (Paris 1897), τις εντυπώσεις του από την Αγία Παρασκευή («Αιολικά Φύλλα», χρονιά Ε’, τεύχος 16, Ιανουάριος 1990, σελ. 33-35), όπως και τις σχετικές με την περιοδεία του στο νότιο τμήμα του νησιού, τον Ποταμό (Πλωμάρι), τη Βρίσα και τον Πολιχνίτο («Μυτιλήνη», τόμος Δ’, Μυτιλήνη 1990, σελ 147-156).
Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στη γνωριμία του με την Αγιάσο και τους κατοίκους της (σελ. 46-59).
Πολλές από τις πληροφορίες που παρέχει είναι λίγο πολύ γνωστές από τα ιστορικά και λαογραφικά κείμενα του νησιού και ακόμα μένουν στη μνήμη των παλιών κατοίκων της Αγιάσου, που βίωσαν νεαροί τότε την εποχή εκείνη. Όμως όλα αυτά δεν παύουν να αποτελούν μια ακόμα ενδιαφέρουσα πηγή μαρτυρίας για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.

kamarosd_396

Δυο μέρες μετά τον ερχομό μου στη Μυτιλήνη ξεκίνησα με συντροφιά να γνωρίσω το εσωτερικό του νησιού, αρχίζοντας από την ορεινή περιοχή της Αγιάσου και του Ολύμπου.
Αποτελούσαμε στ’ αλήθεια ένα ωραίο «καραβάνι», με τέσσερις άνδρες και τέσσερα άλογα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Μπροστά πήγαινε ο «τζαντάρμας» (χωροφύλακας), ο Χασάν τσαούσης, με μπλε αμπέχονο και κόκκινα σιρίτια, ως απεσταλμένος του διοικητή, για να με προστατεύει κι όπου χρειαζόταν να με επιβλέπει, κατόπιν εγώ και ο κύριος Σημαντήρης¹, ο οποίος με πολλή ευγένεια προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Ακολουθούσε ο γάιδαρος, φορτωμένος με αποσκευές, και τελευταίος ερχόταν ο αγωγιάτης, ο Στρατής, που κατά τη συνήθεια του τόπου έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια, τρέχοντας πίσω μας.
Αυτός ο Στρατής ήταν ένας ψηλός, καλοκαμωμένος νέος, με μακριά μουστάκια και σγουρά μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, φουσκωτές βράκες, κόκκινο ζωνάρι, σαντάλια (τσαρούχια) και μια πολύχρωμη μαντίλα, τυλιγμένη περίτεχνα στο κεφάλι.
Το νησί της Μυτιλήνης² μοιάζει στο σχήμα με ένα είδος τριγώνου, του οποίου η βάση στα νότια κόβεται από δυο βαθείς κόλπους, της Γέρας ή των Ελαιών (Oliviers) και της Καλλονής. Στις τρεις κορυφές υπάρχουν τρία λιμάνια, οχυρωμένα, ο Μόλυβος στα βόρεια, το Σίγρι δυτικά και η Μυτιλήνη ανατολικά. Προς τη βόρεια κορυφή βρίσκεται το βουνό Λεπέτυμνος που φτάνει τα 917 μ., στο δυτικό άκρο ο Όρδυμνος με 515 μ., τέλος από την ανατολική πλευρά ο Όλυμπος με 1.000 μ. υψόμετρο.
Προς αυτό το τελευταίο κατευθυνόμασταν, ακολουθώντας το γύρο του κόλπου της Γέρας. Από κει σκοπεύαμε να προχωρήσουμε ως το Σίγρι, έπειτα στο Μόλυβο και θα επιστρέφαμε στη Μυτιλήνη σε δυο βδομάδες.
Στην αρχή ο δρόμος προς την Αγιάσο ανηφορίζει σ’ ένα μικρό πέρασμα ανάμεσα σε φυτείες από λαμπερούς ελαιώνες, όπου φυτρώνει τούφες τούφες ο ασφόδελος, το λουλούδι με τον ψηλό μίσχο, που αρωμάτιζε τις νύχτες της Ιουδαίας, την ώρα που κοιμόταν ο Booz (Βοόζ), αν πιστέψουμε τον Ουγκό. «Ένα δροσερό άρωμα ξεχυνόταν από τις τούφες του ασφόδελου».
Όταν φθάσεις ψηλά, βλέπεις το γαλάζιο κόλπο της Γέρας με τους κατάφυτους ελαιώνες να σκεπάζουν τις πλαγιές. Μέσα στο αστραφτερό φως, που το σκιάζουν τα φυλλώματα των δέντρων, λάμπουν ρουμπίνια οι ανεμώνες και στο βάθος αντίθετα προς το φως υψώνεται πάνω από τη θάλασσα η μεγαλόπρεπη σιλουέτα του Ολύμπου, που μοιάζει στο σχήμα με το βουνό της Ruy-de Dome στην Οβέρνη.
Όσο ακολουθείς τις ακτές του κόλπου της Γέρας, το τοπίο θυμίζει πολύ τις δικές μας ακτές της νότιας Γαλλίας με τις χλωμές ελιές, τους ροζιασμένους των κορμούς, τα κόκκινα και κίτρινα λουλούδια και τη γαλάζια θάλασσα. Μόλις όμως αρχίσεις πάλι ν’ ανεβαίνεις ψηλότερα, ο χαρακτήρας της βλάστησης αλλάζει. Δεν υπάρχουν πια ελιές, αλλά πελώρια πλατάνια, βαλανιδιές, καρυδιές, λεύκες, λαγκαδιές κατάφυτες από θάμνους, πρίνους και φράχτες από αγριομουριές, ένα δάσος με πυκνή βλάστηση. Μεγάλες πλατύφυλλες φτέρες, κάτω απ’ τις οποίες ακούγονται από παντού τα κελαρύσματα τρεχούμενου νερού, ένα τοπίο πολύ πράσινο, πολύ δροσερό, σαν αυτό που απαντά κανείς καμιά φορά στα δικά μας βουνά της Γαλλίας.
Ένας δρόμος φαρδύς, στρωμένος με λευκή πέτρα, ο οποίος ξεκινά από την αρχή της ανηφοριάς, εκεί στην όμορφη πηγή της Καρίνης, που είναι κρυμμένη κάτω από την πυκνή φυλλωσιά γιγάντιων πλατανιών, ανεβαίνει προχωρώντας μέσα από τα δάση και τους ανθισμένους οπωρόκηπους στην πλαγιά μιας απότομης χαράδρας και φτάνει ως το χωριό της Αγιάσου ή «Αγία Σιών», που ήταν και ο προορισμός της ημέρας εκείνης.
Μπαίνουμε σ’ έναν κατηφορικό δρόμο με ξύλινα καστανόχρωμα σπίτια και επικλινείς στέγες, με ρυάκια που τρέχουν πάνω στα λιθόστρωτα, μια άποψη της Savoie³, μάλλον από έναν πίνακα του Decamps4.
Οδηγώντας από τα γκέμια τα άλογά μας, που γλιστρούν πάνω στα γυαλιστερά καλντερίμια, φτάνουμε, όπως θα γίνεται από δω και μπρος κάθε βράδυ, και περιμένουμε ήσυχα μπροστά στο καφενείο να οργανώσουν το κατάλυμά μας.
kamarosd_401Αυτό το καφενείο είναι υπαίθριο με μια στέγη που στηρίζεται σε μερικούς ξύλινους στύλους, με παγκάκια γύρω γύρω και δέντρα που ρίχνουν τον ίσκιο τους. Είναι στην άκρη ενός πολύ απότομου δρόμου. Πίσω του βρίσκεται το μαγαζί του καφετζή, όπου καταφεύγουν τις βροχερές μέρες και στο λιγοστό φως διακρίνουμε να γυαλίζουν στη σειρά οι ναργκιλέδες και τα φιλτζάνια του καφέ.
Το ελληνικό καφενείο έχει πάντα κόσμο, οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Οι Έλληνες κάθονται σοβαροί με το κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Στο στόμα το «μαρκούτσι» του ναργκιλέ, που προχωρεί και φτάνει ως μέσα στη γυάλινη φιάλη. Δε λένε πολλά και κάθε τόσο παίρνουν μια ρουφηξιά που κάνει μέσα στο ναργκιλέ γκλου γκλου. Πάνω στο λαιμό της φιάλης τα κάρβουνα σιγοσβήνουν.
Αφού καθίσαμε, ο σύντροφός μου είπε λίγες λέξεις στα ελληνικά. Αμέσως η σιωπή αποκαταστάθηκε και ένας Τούρκος έφερε δυο ποτήρια νερό και δυο φιλτζάνια με καφέ. Ένας νεαρός παπάς που ήταν εκεί, με μακριά τετράγωνη γενειάδα και με τα μαλλιά στους ώμους, όπως συνηθίζουν όλοι οι ιερείς εδώ, επιχείρησε να αρχίσει κάποια κουβέντα με τον κ. Σημαντήρη και σχεδόν καταλαβαίνω τις απαντήσεις του. «Είναι Γάλλος γεωλόγος και ξέρει ελάχιστα ελληνικά».
Καθόμαστε εκεί περίπου ένα τέταρτο και τα άλογα φορτωμένα περιμένουν. Έρχεται ο πρόθυμος νοικοκύρης, που θα μας δεχθεί απόψε και τον οποίον είχαν στείλει να φωνάξουν. Του δείχνουν το συστατικό γράμμα, το διαβάζει και χωρίς περιττές διαχύσεις θα εξηγήσει στον οδηγό μας πού πρέπει να οδηγήσει τα ζώα. Σε λίγο μας ρωτά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε και μας παίρνει μαζί του στο σπίτι.
Το σπίτι που μπήκαμε είναι πολύ καθαρό και ακόμα πολύ άνετο, παρά την ιδέα που μπορεί να έχει κανείς στη Γαλλία για μια ανατολίτικη κατοικία και όμως δεν είναι παρά μια κατοικία ορεινών, όπως επέμεναν να με προειδοποιήσουν, την οποία οι πιο πολιτισμένοι κάτοικοι των μικρών προαστίων της Μυτιλήνης δε θα καταδέχονταν.
Η Αγιάσος που βρίσκεται σε υψόμετρο 450 περίπου μέτρων, εκεί που αρχίζουν οι απόκρημνες πλαγιές του Ολύμπου, παρ’ όλο τον αριθμό των κατοίκων της, που ξεπερνά τις 6.000, και τα πλούτη μερικών, θεωρείται από τους κατοίκους του νησιού ένας τόπος λίγο τραχύς και άγριος, όπου πηγαίνεις για προσκύνημα, αλλά δε θέλεις να μείνεις.
Ίσως στον τραχύ χαρακτήρα του τόπου και ακόμα στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος μου σταθμός στην Ανατολή να οφείλεται η βαθιά εντύπωση που μ’ άφησε στη μνήμη η βραδιά που πέρασα στην Αγιάσο. Καθώς περίπου τέτοιου είδους σκηνές επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ, κατά την παραμονή μου στο νησί και οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στο να δοθεί μια ακριβής ιδέα του τόπου, θα αναφερθώ με κάποιες λεπτομέρειες.

Στο βάθος ενός εσωτερικού μαγαζιού, που ήταν γεμάτο από εκείνα τα μαύρα σακιά και υφαντά από κατσικότριχα, που οι Ελληνίδες υφαίνουν σε παραδοσιακούς αργαλειούς, για την παραγωγή των οποίων είναι γνωστοί οι κάτοικοι της Αγιάσου, που τα εμπορεύονται επίσης με επιτυχία, από μια σκάλα με σκούρο ξύλο ανεβήκαμε σ’ ένα μεγάλο κάτασπρο χώρο, στρωμένο με ψάθα και φωτισμένο μ’ εκείνες τις λάμπες του πετρελαίου, που είναι η πρώτη πολυτέλεια των Ελλήνων που λατρεύουν το φως. Γύρω γύρω υπήρχε ένα μακρύ μιντέρι, στο οποίο ο Μιχελής Στέφανος, ο οικοδεσπότης, μας έβαλε να καθίσουμε. Εκεί μέσα στους καπνούς των τσιγάρων αρχίσαμε μια κουβέντα, που δεν άργησε να ξεθυμάνει και αιτία ήταν οι ελάχιστες γνώσεις μου στα ελληνικά.
Σε λίγο μπαίνει η οικοδέσποινα, η οποία σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια της Ανατολής (λιγάκι επηρεασμένη, χωρίς αμφιβολία, από την επαφή με τα ήθη των Μουσουλμάνων) δεν έπρεπε να παρατείνει την παρουσία της παρά όσο χρειαζόταν για να μας σερβίρει. Φορεί τη συνηθισμένη ενδυμασία των γυναικών του νησιού. Για φούστα ένα είδος μεγάλου σάκου, το «βρακί», που σχηματίζει στους άνδρες, όπως και στις γυναίκες, μια φαρδιά «κιλότα» φουσκωτή, για τους άνδρες κάτω από το γόνατο και για τις γυναίκες δεμένη στον αστράγαλο. Έπειτα μια μπλούζα από ύφασμα άσπρο με ρίγες κόκκινες, σκεπασμένη από μια μαύρη ζακέτα, πολύ ανοιχτή μπροστά και πάνω στα μαλλιά ένα μαντίλι χρωματιστό, τυλιγμένο κατά τον τρόπο των Βάσκων γυναικών. Μας χαιρετά με ένα ντροπαλό «καλησπέρα σας» και ξαναβγαίνει, για να μας φέρει αμέσως σε δίσκο καφέ τουρκικό, μετά γλυκά, (από τα οποία ο καθένας πρέπει να πάρει μόνο μια κουταλιά, πίνοντας στη συνέχεια μια γουλιά νερό), σταφίδες, φιστίκια, αμύγδαλα και το απαραίτητο ρακί της μικρασιάτικης περιποίησης, ένα είδος ποτού από γλυκάνισο ή μαστίχα της Χίου και το οποίο δίνει, όπως και το αψέντι, μια όψη γαλατένια στο νερό.
Δυο ώρες άσκοπης κουβέντας, όπου η πολιτική παίζει μεγάλο ρόλο, και στη διάρκειά τους παρελαύνουν διαδοχικά μπροστά μου οι κυριότεροι προύχοντες του τόπου που επέμεναν να δουν τον ξένο. Μπαίνουν αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, φορώντας το μεγάλο κόκκινο φέσι με το μαύρο βαλανίδι στην κορφή, παίρνουν από την καπνοσακούλα, πάντα ανοιχτή πάνω στο τραπέζι, ό,τι χρειάζεται για να τυλίξουν ένα τσιγάρο, το καπνίζουν σιωπηλά και φεύγουν χωρίς να πουν τίποτα άλλο από τις απαραίτητες ευχές αυτής της περιόδου του Πάσχα που είμαστε τώρα, «Χριστός ανέστη», στην οποία όλοι απαντούν μαζί «Αληθώς ανέστη».
Το συνηθισμένο ένδυμα των ανδρών στη Μυτιλήνη (Λέσβο), που δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να περιγράψω, αποτελείται από ένα γιλέκο μαύρο, κατά την παλιά μόδα, κουμπωμένο σε σχήμα ρόμβου, που σχηματίζει «πλαστρόν» με δυο ανοίγματα τριγωνικά στο λαιμό και στο στομάχι, όπου διακρίνεται το πολύ άσπρο πουκάμισο. Ένα ζωνάρι κόκκινο, μια βράκα φουσκωτή μαύρη ή σκούρα μπλε, που πέφτει ανάμεσα στις γάμπες σαν μεγάλη σακούλα, και σαντάλια δεμένα, κατά τον αρχαϊκό τρόπο, πάνω από κάλτσες άσπρες ή μπλε. Το μεγάλο και βαρύ κόκκινο σκουφί, στην πραγματικότητα είναι ένα φέσι, το οποίο φοριέται όμως τελείως διαφορετικά από το μικρό σε σχήμα γλάστρας, που φέρουν οι Τούρκοι στο κεφάλι. Είναι τσακισμένο και ριχμένο με χάρη προς τα πίσω, αφήνοντας να φαίνονται από τις δυο μεριές του προσώπου μπούκλες σγουρές, καστανές ή ξανθές, που πλαισιώνουν συχνά μια φυσιογνωμία πολύ έξυπνη και λεπτή.

Επιτέλους κατά τις 9.30 οι επισκέπτες αποχωρούν και περνούμε στο τραπέζι. Μέσα σ’ ένα στενό δωμάτιο, που οι λευκοί του τοίχοι διακόπτονται από ξύλινη επένδυση με σκαλιστό και ζωγραφιστό ξύλο (μεσάντρα), έχουν βάλει μια λάμπα σχεδόν καταγής, στο βάθος του φωτεινού τζακιού, που είναι στολισμένο με πολύχρωμα πράσινα και καφέ γυαλικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για όλους εμάς, που καθόμαστε στο πλάι πάνω σε μαξιλάρια γύρω από ένα πολύ χαμηλό τραπεζάκι, ένα φωτισμό που έχει κάτι το ιδιαίτερο, το μυστηριώδες και συγχρόνως το πολύ συμπαθητικό.
Το τραπεζομάντιλο και οι πετσέτες είναι καμωμένα από εκείνα τα ωραία υφάσματα με την απαλή κλωστή και με σχέδια κόκκινα ή ανοιχτό μπλε, που οι γυναίκες εδώ υφαίνουν μόνες τους στον αργαλειό, όπως και τα φορέματα και τα ρουχικά τους.
Ένα μεγάλο χάλκινο μαγκάλι ζεσταίνει το δωμάτιο. Το δείπνο αρχίζει σιωπηλά. Ο Μιχελής Στέφανος και τα δυο αγόρια του δειπνούν μόνο μαζί μας, πολύ σοβαροί, ενώ η γυναίκα μένει όρθια να μας σερβίρει και πρώτα μας χύνει νερό πάνω στα χέρια με ένα μπρίκι. Το σύνολο προσφέρει μια πολύ συγκινητική αρχαϊκή σκηνή, που σε κάνει να σκέπτεσαι κάποιες παλαιές αναπαραστάσεις των Αποστόλων στους Εμμαούς.
Το γεύμα που μας προσφέρουν, ένα «μενού» που θα επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα, είναι σούπα με αρνάκι βραστό, όλο πάχος, ψάρι τηγανητό, σαλάτα και τυρί στο λάδι. Η πιατέλα πάνω στο τραπέζι και ο καθένας παίρνει από το ίδιο φαγητό, κεντώντας με το πιρούνι του μέσα στο σωρό. Έπειτα κρασί του τόπου, πολύ γλυκό, άνοστο με ένα μόνο νεροπότηρο, από το οποίο ο καθένας μας πίνει με τη σειρά του.
Ορισμένες τέτοιου είδους μικρολεπτομέρειες που τις ξανασυναντήσαμε, εδώ που τα λέμε, σε πολλές γωνιές της Γαλλίας, ξαφνιάζουν λίγο μέσα στην πολυτέλεια που έχουν αυτά τα κατάλευκα δωμάτια υποδοχής με τα ανατολίτικα υφάσματα, τους ασημένιους δίσκους που μας προσφέρουν τα δροσιστικά, με τη φωτισμένη κουβέντα αυτών των ανδρών, οι οποίοι, όπως όλοι οι Έλληνες της Ασίας, έχουν πάει σχολείο και γνωρίζουν την ιστορία και γεωγραφία της χώρας τους.
Έντεκα η ώρα ετοίμασαν τα δωμάτιά μας και πηγαίνουμε μέσα γρήγορα. Στρώματα στο πάτωμα με ένα σεντόνι και ένα πολύχρωμο σκέπασμα. Σε μια γωνιά ορθάνοιχτη η «θέση», όπου τα στρωσίδια μας θα ξαναμπούν αύριο πρωί, για να περιμένουν έναν καινούριο επισκέπτη. Πάνω στα ράφια κεραμικά βερνικωμένα και τα στέφανα του γάμου, όπως και στη Γαλλία, Δε χάνουμε τον καιρό σε κουβέντες και κοιμόμαστε σε λίγο στο προστατευτικό αμυδρό φως του καντηλιού των Εικόνων.
Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, μια χαρούμενη αχτίδα γλιστρώντας μέσα από τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, που στην Ανατολή συχνά αντικαθιστούν τα τζάμια, ήρθε να με ξυπνήσει και να θυμίσει ότι δεν είχα ακόμα
επισκεφθεί την Αγιάσο, που είχα αντικρίσει μια στιγμή το δειλινό. Σε λίγο ήμουν στο δρόμο προς την εκκλησία, της οποίας η φήμη απλώνεται σ’ όλο το νησί.
Αυτά τα όμορφα απριλιάτικα πρωινά στη Μυτιλήνη! Μου φαίνεται ότι πουθενά αλλού από τότε δεν έχω βρει ένα φως τόσο γλυκό, αυτή την αίσθηση από έναν ήλιο, που νιώθεις κιόλας πολύ λαμπερό να διαπερνά τα απομεινάρια της ελαφράς ομίχλης, αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, που παρουσιάζουν οι δρόμοι με τις πράσινες κληματαριές και τα πολύχρωμα υφαντά, όπου η ζωή αρχίζει νωρίς, για να τελειώσει πριν πιάσει η ζέστη, αυτή την παρουσία του κόκκινου, των φωτεινών πολύχρωμων φορεμάτων μέσα στις σκιές, με εκείνο το ξεχείλισμα της νιότης, τη γεμάτη τόλμη ελευθερία, που παρόμοια δε χάρηκα σε κανένα μέρος και σε καμιά εποχή.
Και σήμερα ακόμα η παραμικρή εύθυμη αχτίδα της Άνοιξης, που ξυπνά μέσα μου τη θύμηση, με ξαναφέρνει αμέσως σ’ αυτόν το γοητευτικό τόπο, από τον οποίο θα κρατήσω μέσα μου παντοτινά τη νοσταλγία. Ξαναβλέπω τις γυναίκες με τα μαύρα μάτια, με μια στάμνα στους ώμους, να φλυαρούν γύρω από τη βρύση, τους άνδρες να καπνίζουν και να πολιτικολογούν μπροστά στο καφενείο που το σκιάζει ένα μεγάλο πλατάνι, τα πέταλα των αλόγων που αντηχούν, καθώς γλιστρούν πάνω στο πλακόστρωτο, και αισθάνομαι ευθύς τον αέρα να γεμίζει απ’ αυτό το άρωμα το τόσο χαρακτηριστικό (λίγο παράξενο στην αρχή), στις χώρες της Τουρκίας και της Ελλάδας, όπου ανακατεύονται, δεν ξέρεις τι είδους ακαθόριστες μυρουδιές από καμένο λάδι, από μόσχο, πορτοκαλιές ή γιασεμιά ανθισμένα.
Η εκκλησία της Αγιάσου έχει το θρύλο της. ‘Αλλοτε, καθώς λένε, υπήρχε, σε κάποια απόσταση από κει, μέσα σ’ένα ταπεινό ξωκλήσι μια Παναγία Βυζαντινή, ζωγραφισμένη σε ξύλο με την επιγραφή «Αγία Σιών».
Πολλά βράδια συνέχεια η Παναγία εξαφανιζόταν και κάθε φορά που τη γύρευαν παρουσιαζόταν στο σημείο που είναι η τωρινή κώμη, μέσα σ’ ένα φωτοστέφανο. Οι κάτοικοι κατάλαβαν τότε πως είχαν κακώς διαλέξει τη θέση του ιερού κι ήρθαν να χτίσουν, στο σημείο που τους φανερωνόταν από το θαύμα, μια ωραία εκκλησία που πήρε δικαίως το όνομα της Αγιάσου. Εκεί έβαλαν την παλαιά εικόνα, σκεπασμένη από μια άλλη που είναι αντίγραφό της, για να την προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου και κάθε χρόνο την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου δέκα χιλιάδες προσκυνητές έρχονται να τη λατρέψουν.
Ενώ μου διηγόταν αυτή την ιστορία, μπαίναμε στην αυλή της εκκλησίας, η οποία είναι μεγάλη και πλαισιώνεται από κελιά, που προσφέρονται δωρεάν ως κατάλυμα στους ξένους, τους ταξιδιώτες και τους φτωχούς.
Αυτό είναι μια γενικευμένη και πολύ αξιέπαινη συνήθεια στις ελληνικές εκκλησίες. Σ’ αυτά τα μέρη τα υποδουλωμένα στους Τούρκους, όπου η θρησκεία είναι ο συνδετικός κρίκος του έθνους, η Εκκλησία που αποτελείται από το σύνολο των πιστών, είναι αληθινή δύναμη, κατοχυρωμένη με την εγγύηση διεθνών συνθηκών, στην οποία πολλοί Έλληνες κάνουν δωρεές όχι μονάχα από φιλανθρωπία ή από ευλάβεια, αλλά επίσης με τη σκέψη ότι, την ημέρα που οι Τούρκοι θα εκδιωχθούν, οι απόγονοι τους θα έχουν εκεί ένα απόθεμα, για να μοιραστούν.
Η Εκκλησία (τα «Φιλανθρωπικά Καταστήματα») είναι λοιπόν σχετικά πλούσια και χρησιμοποιεί, πάνω απ’ όλα, τα πλούτη της, για να ανακουφίσει τους δυστυχείς.
Η κοινωνική θέση αυτών των συμπαθητικών πληθυσμών του Αρχιπελάγους, που βρίσκονται υποταγμένοι στους Τούρκους τυράννους, είναι στο βάθος παραδόξως αξιοζήλευτη, παρ’ όλο που η σκλαβιά τους μπορεί να προξενεί σε μας, από μακριά, τον οίκτο. Γιατί είναι η πρακτική και περιορισμένη εφαρμογή ενός είδους κολεκτιβισμού, που βασίζεται στη φιλανθρωπία και ο οποίος σε μια χώρα ευλογημένη από τους Θεούς μ’ έναν ουρανό φιλεύσπλαχνο και ένα κλίμα που κάνει πιο εύκολη τη ζωή, χωρίς τα κυβερνητικά βάρη, χωρίς την αφαίμαξη των εξοπλισμών, χωρίς βιομηχανική ανάπτυξη κι όπου οι άνθρωποι παραδομένοι με μαλθακότητα στη μακαριότητα μιας μισοκαλοπέρασης και με την απαραίτητη ομοψυχία, που δημιουργεί η ανάγκη της αντιμετώπισης του Οθωμανού αφέντη, ανακουφίζει κάπως τις δυσκολίες τους.
Εδώ δεν υπάρχουν πλούσιοι, αλλά ούτε και φτωχοί. Ο καθένας κατέχει μια γωνιά γης, με κάποιες ελιές για τη συντήρησή του. Οι δασμοί πολύ μικροί στην πραγματικότητα και προπάντων άνισα κατανεμημένοι, δε βαραίνουν παρά το δημιουργικό άνθρωπο, τον έμπορο, του οποίου παραλύουν την προσπάθεια. Οι φτωχοί σχεδόν τους αγνοούν. Οι υλικές ανάγκες περιορίζονται σε μικρά πράγματα με τους ανθρώπους που αρκούνται να ζουν με πολύ λίγα τη μέρα. Ανάμεσά τους δε βλέπεις ποτέ ένα μεθυσμένο και η μόνη διασκέδαση, πολύ λίγο δαπανηρή, είναι να πίνουν μερικά φιλτζάνια καφέ και να καπνίζουν τσιγάρο. Όλοι εκεί έχουν μια σχετική ευτυχία μέσα σε μια μετριότητα γεμάτη νωθρότητα και εγκαρτέρηση.

esoteriko-spitiou
Μερική άποψη του εσωτερικού του παραδοσιακού αγιασώτικου σπιτιού. (Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη)

Η εκκλησία στην Αγιάσο είναι πολύ μεγάλη και χωρισμένη σε τρία κλίτη με μαρμάρινες κολόνες. Στο βάθος το επιχρυσωμένο εικονοστάσι με τις εικόνες του τις μαυρισμένες και καλυμμένες με ασήμι.
Απ’ όλες τις πλευρές έπιπλα, παγκάρια με ένθετα σιντέφια και καντήλια διαφόρων ειδών, κρεμασμένα άτακτα, και το πιο σπουδαίο απ’ όλα τα πολυάριθμα στρώματα καταγής, στα οποία είναι ξαπλωμένες άρρωστες γυναίκες, ανάπηροι κουβαριασμένοι, πληγωμένοι που γογγύζουν, ενώ παιδιά παίζουν δίπλα τους.
Αυτοί οι απροσδόκητοι φιλοξενούμενοι του ιερού είναι προσκυνητές που έκαναν τάμα να περάσουν εκεί δυο τρεις νύχτες, όπως οι πρόγονοι τους εδώ και αρκετούς αιώνες στο ναό του Ασκληπιού, περιμένοντας τη γιατρειά τους.
Η συνήθεια είναι εξάλλου αρκετά γενικευμένη στις ελληνικές εκκλησίες, που είναι χώροι προσκυνήματος, και είναι γνωστό ότι στην Ιερουσαλήμ κατά το Πάσχα, όταν κατά χιλιάδες κατασκηνώνουν πολλές νύχτες στη συνέχεια στον Άγιο Τάφο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να γίνονται πολλά έκτροπα και σκάνδαλα, τα οποία έχουν ταράξει πολλές φορές τη Χριστιανοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, μου λένε ότι μόνο οι άνδρες είναι δεκτοί στο ιερό, όσο για τις γυναίκες δεν επιτρέπεται παρά μόνο στις ηλικιωμένες (και μόνο στα πλαγινά κλίτη), χωρίς αμφιβολία για να μην αποσπάται η προσοχή των πιστών. Οι νέες είναι απομονωμένες μέσα στον καφασωτό γυναικωνίτη. Αυτή η διάκριση μου φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα λεπτή στην πρακτική εφαρμογή της.
Από την Αγιάσο ως την κορυφή του Ολύμπου σκαρφαλώνει κανείς σε λιγότερο από μιάμιση ώρα. Αυτό το βουνό δεν είναι παρά ένας πελώριος όγκος από μάρμαρο, εκθαμβωτικό και γυμνό πάνω στη δυτική πλαγιά, στην οποία ελίσσεται ένα απότομο μονοπάτι. Είναι μια απόσχιση των αρχικών πετρωμάτων, απομονωμένη από γεωλογικές πτυχώσεις, και η βορινή της πλευρά υψώνεται σαν τοίχος πάνω από τα οροπέδια που κατεβαίνουν προς τον κόλπο της Καλλονής.
Το βουνό Όλυμπος, που δεσπόζει σ’ όλο το νησί, μοιάζει από πέρα μακριά σαν ένας φάρος και από την κορυφή, επομένως φαίνεται ένας μεγάλος κύκλος γαλάζιας θάλασσας, σπαρμένης από νησιά που ακτινοβολούν. Εκεί στα ψηλά έχουν χτίσει, όπως σχεδόν σ’ όλες τις βουνοκορφές, στα ελληνικά μέρη, ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία. Οι άνθρωποι πάντοτε φαντάζονται ότι σκαρφαλώνοντας στα βουνά πλησιάζουν πιο πολύ το Θεό. Στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, γίνεται εκεί λειτουργία ή πανηγύρι.
Όταν κατεβαίνεις το βουνό του Ολύμπου προς τα βόρεια, βρίσκεις αμέσως, στα ριζά του απόκρημνου μαρμάρινου βράχου που προκαλεί τον ίλιγγο, καθώς υψώνεται απ’ αυτήν την πλευρά σαν ένας μεγαλοπρεπής κάθετος τοίχος 200 μ., μεγάλους όγκους από μάρμαρο σε αποχρώσεις πράσινου σκούρου ή κοκκινωπού, με θέα μελαγχολική και άγρια, σκαμμένους από βαθιές χαράδρες, όπου κυλούν βουερά οι χείμαρροι και αυλακώνονται από μικρές λίμνες φυτεμένες με ψηλά πεύκα σε σχήμα ομπρέλας και πιο σπάνια από βαλανιδιές. Απλώνονται από τη μια πλευρά στα βόρεια, προς το δάσος «Τσαμλίκι», από την άλλη στα νότια, προς το στόμιο του ποταμού Βούρκος, διασχίζοντας το νησί από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Πάνω σ’ αυτούς τους απότομους βράχους κανένα χωριό, καμιά καλλιέργεια, τίποτα που να ταράσσει τη σκέψη και να την αποσπά από την ενατένιση της φύσης. Είναι ίσως το τμήμα του νησιού που παρουσιάζεται αμετάβλητο στην αρχική του μορφή, την τόσο μεγαλόπρεπη.
Στο μέσον αυτής της ερημιάς είναι η Μεγάλη Λίμνη, μια μεγάλη ρηχή λίμνη, τριγυρισμένη από δάση και τόσο πυκνή βλάστηση, που μόλις ξεχωρίζεις από πού αρχίζει. Βρίσκεται μέσα στα βουνά, στα πόδια των απόκρημνων πλευρών του Ολύμπου. Χαράδρες απόκρημνες και σκοτεινές φτάνουν ως εκεί από τις γειτονικές κορφές. Κανένα τραγούδι πουλιού δεν τις φαιδρύνει. Καθώς προχωρούμε, ακολουθώντας τις όχθες της λίμνης, κάτω από τα μεγάλα πεύκα με τους κοκκινωπούς κορμούς, τη βλέπουμε από μακριά να ρυτιδώνεται από ένα φύσημα της αύρας, που κάνει να κυματίζουν τα μακριά μεταξένια χόρτα, τα οποία καθρεφτίζονται στα νερά της με τις ακαθόριστες οσμές του έλους.

Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο... (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο…
(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Αυτή τη νύχτα θα την περάσουμε στο αγρόκτημα της Πύρρας, στον κόλπο της Καλλονής, εκεί όπου υπήρχε κάποτε μια μεγάλη αρχαία πόλη που καταποντίστηκε, κατά τον Πλίνιο, στη θάλασσα.
Μας υποδέχτηκαν τα αγριεμένα γαβγίσματα των σκύλων και εκεί κάναμε ένα βιαστικό δείπνο, ψήνοντας πάνω σε κλαδιά κοχύλια, από εκείνα που οι αρχαίοι έβγαζαν την πορφύρα.

Μετάφραση
Μαρίας Αχ. Αναγνωστοπούλου

Σημειώσεις

  1. Είναι ο Απόστολος Σημαντήρης, που εκτελούσε χρέη επίσημου μεταφραστή και προξένου της Γαλλίας στη Μυτιλήνη την εποχή εκείνη.
  2. Μυτιλήνη συνήθιζαν να ονομάζουν τη Λέσβο οι ξένοι από τα μεσαιωνικά χρόνια.
  3. Περιοχή της Ν.Α. Γαλλίας στα σύνορα της Ιταλίας.
  4. Decamps (Alexandre-Gabriel, 1803-1860), Γάλλος ζωγράφος, διάσημος για τη δύναμη και την ένταση των χρωμάτων.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993

Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

1- Η ΜΟΥΣΙΚΗ

1.1. Τα όργανα

Μια πλήρης «κομπανία» στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι «μουζικάντες» που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα, γύρω στα 1916-1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη. Αυτά είναι τα
«μαζικά», θα έλεγα, όργανα, μ’ αυτά γίνεται το γλέντι. «Κομπανία» για τους πιο εύπορους, λατέρνα ή ζουρνάς και νταούλι για τους νέους και τους λιγότερο εύπορους. Τέλος υπάρχει και το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο μάθαιναν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο εισάγεται και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

1.2. Οι σκοποί

Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια, ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.
Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους λεσβιακούς από τους μικρασιατικούς σκοπούς. Λέσβος και μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής, οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά από το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το σμυρναίικο, το περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα «Ξύλα», συρτό προερχόμενο μάλλον από τούρκικο εμβατήριο, και ο «Κιόρογλου», ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία στην Αγιάσο και του Αγίου Χαράλαμπου στην Αγία Παρασκευή και στην Πηγή, με τη γνωστή θυσία του ταύρου.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.

20111028-IMG_0151

1.3. Πρόσληψη και αμοιβή των μουσικών

Οι «μουζικάντες» κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κτλ., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο», το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε, όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του, και οι συντεχνίες, όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε όμως η «χαρτούρα» που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Στις χοροεσπερίδες δε συνηθιζόταν «χαρτούρα», αλλά γινόταν συμφωνία από πριν.
Στους γάμους κτλ., όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως βέβαια προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.

1.4. Η ζωή των μουσικών

Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Από το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς, για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που «είχε» τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι.

2. ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΩΝ ΧΟΡΩΝ

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 3 κατηγορίες:

2.1. Η στερεότυπη σειρά των χορών

Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στον μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό».
Ο συρτός, ρυθμός 2/4, χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, σπανίως περισσότερα. Από το συρτό το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στον μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο
άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμό 9/8, επίσης για δύο άτομα ή και «σόλο». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο τελευταίους χορούς έγκειται στο γεγονός ότι ο ζεϊμπέκικος δε χορεύεται υποχρεωτικά αντικριστά, ο χορευτής περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τα βήματα δεν είναι συγκεκριμένα, μπορεί να αυτοσχεδιάσει, γενικά είναι πιο ελεύθερος. Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας.

2.2. Χοροί παρεμβαλλόμενοι

Με τον όρο αυτό εννοώ χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνήθους ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά, την τάξη. Αυτοί ήταν ο «τζάμκος», ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορευόταν από δύο. Γνωστός και σαν «χορός των μαχαιριών». Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ, όπου έψηναν τον καφέ, και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον, που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τ’ αυτιά , το κεφάλι του αντιπάλου του. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός, που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από άλλους. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.
Ο «πουτάνικος» ή «ποτηράκια» ήταν επίσης μιμικός χορός, εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα «καφεσαντάν» της Σμύρνης και της Πόλης.
Ο «Αρκουδιάρης» ή «Αράπικος», χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4 σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι, “Μαρούλα”. «Χόρεψε Αράπη», του φώναζαν και αυτός απαντούσε: «Δεν έχω κέφι». Διάλογος στερεότυπος. Παρά την άρνηση όμως άρχιζε να χορεύει, καλώντας ταυτόχρονα τον παρτενέρ του. Στη διάρκεια του χορού πετούσαν ο ένας στον άλλο κάστανα.

2.3. Χοροί ειδικών περιστάσεων

Ο «νυφιάτικος» ή «νυφκάτος». Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα «τριψίματα». Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο, μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως χόρευε τους ντόπιους χορούς.

3. ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη όμως χορευτική εκδήλωση ήταν η «πατινάδα» της Κυριακής, συνδεδεμένη, με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.
Οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες παρέες από τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσιας ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν από τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα «κουιτούκια», συνοικιακά καφενεδάκια, που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια. Στις συνοικίες λοιπόν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φτάσει η μουσική, καθισμένες στα «καριγλιά» τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι νέες, σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά από τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές, για να κάνουν το κομμάτι τους και να εκφράσουν τον έρωτά τους, χορεύοντας στα κουιτούκια, μέσα σ’ ένα πλήθος από κόσμο και ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές, που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, της έδινε την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Χόρευαν την ίδια ώρα, υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια, για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών.

© ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ ΕΥΣΤΡ.
Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.
Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός τους χώρος και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες, που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει «χαρτούρα» γενναιόδωρη στους μουζικάντες. Τη μεθεπόμενη, και αφού διαπιστωθεί η εκπαρθένευση της κόρης, γίνεται δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα «γλιτώματα» της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν το χωριό ζούσε στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής, οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό είτε στο κτήμα είτε στην Καρίνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν πολλοί δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και το ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες. Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας, για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.

Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης δε χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό, ιδιαίτερα από την ηπειρωτική χώρα. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η έρευνα αυτή του χορευτικού φαινομένου μάς οδηγεί σε κάποιες πρώτες γενικές παρατηρήσεις, που αφορούν τη σχέση του με την κοινωνική ζωή.
1. Στο κατ’ εξοχήν χορευτικό έθιμο της πατινάδας, άντρες και γυναίκες χορεύουν κατά κανόνα χωριστά, πλην εξαιρέσεων. Οι άντρες στα κουιτούκια και στα καφενεία της αγοράς, εκεί δηλαδή όπου περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στην καθημερινή ζωή και όπου γίνονται τα επαγγελματικά παζαρέματα και οι ανταλλαγές, οι δε γυναίκες έξω από τα σπίτια τους, εκεί δηλαδή όπου περνούν το δικό τους χρόνο. Χορεύουν μαζί κυρίως εκεί όπου δουλεύουν μαζί, π.χ. στα γλιτώματα της ελιάς ή εκεί όπου υπερτερούν οι διανοούμενοι, όπως στις χοροεσπερίδες.
2. Οι γυναίκες χορεύουν υπό τους ήχους της μουσικής που παίζει για τους άντρες. Ο άντρας παραγγέλλει όχι η γυναίκα. Ο χορός των γυναικών δεν είναι αυτόνομος, αλλά εξαρτημένος από τον αντρικό, όπως άλλωστε και στη ζωή, όπου ο άντρας αποφασίζει και όπου έχει και την ευθύνη της επαγγελματικής παραγγελιάς.
3. Ο χορός των αντρών χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και πρωτοβουλία που εκφράζεται με την παραγγελιά προς τους μουζικάντες. «Θέλω να κάνω το κέφι μου και πληρώνω για να έχω τις υπηρεσίες που χρειάζομαι». Και στην επαγγελματική τους ζωή όμως, όπου μεγάλο μέρος κατέχει η εμπορευματική οικονομία, υπάρχει η ίδια λειτουργία. Η πρωτοβουλία, η παραγγελιά, η προσφορά της υπηρεσίας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 74/1993

 

 

ΤΟΤΕΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΪΤΟΥΚΙΑ

Τα παλικάρια στους καφενέδες όπου σύχναζαν ανυπομονούσαν, όπως και οι κοπέλες στις γειτονιές, πότε θα φτάσει η ώρα της πατινάδας, για να δει ο καθένας την αγάπη του. Και με το δίκιο τους, αφού βλέπονταν από βδομάδα σε βδομάδα.
Οι παρέες των παλικαριών από τα παλιά χρόνια ως το 1935 περίπου ήταν μεγάλες. Μονοιασμένοι όλοι αναμεταξύ τους και με μεγάλη αλληλεγγύη σ’ όλες τις δουλειές και υποθέσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε μεγάλες παρέες ούτε η αλληλεγγύη που υπήρχε τα χρόνια κείνα.
Ώσπου να φτάσει η ώρα της πατινάδας, τα περνούσαν στους καφενέδες με κουβέντες, χαρτιά, κι όλοι τα κουτσοπίνανε. Όταν φτάνανε σε τσακίρ κέφι, φώναζαν και τη μουσική, για να το γλεντήσουν καλύτερα. Επειδή κείνα τα χρόνια ο κόσμος το γλένταγε και τη μουσική τη φώναζαν πολλοί, οι μουζικάντες ζητούσαν πρώτα να μάθουν τα πρόσωπα της κάθε παρέας που τους ζητούσε, για να κάνουν επιλογή και να παν σ’ αυτή που είχε τα περισσότερα κουβαρντόπαιδα, που θα τους έριχναν πολλά και μεγάλα μπαξίσια. Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παράπονα, σ’ όποια παρέα αποφάσιζαν να παν, απαραίτητα έπρεπε να δώσουν καπάρο. Η μουσική μπροστά, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν στις μετακινήσεις της πατινάδας ή στα καφενεία της αγοράς, συνήθως έπαιζε τον ενθουσιώδη και πεταχτό σκοπό, που είχε συνδεθεί με την κατασκευή του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου, που έγινε το 1877, της παλιάς μηχανής που λέγαμε. Γιατί σήμερα υπάρχει μόνο το φουγάρο της και το κτίριο, που σύντομα θα αρχίσουν να γκρεμίζονται.
Για χάρη της ιστορίας θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Οι παρέες των παλικαριών αυθόρμητα και προαιρετικά πήγαιναν και κατέβαζαν από τα καστανοσωθύρια σηκωτά στους ώμους τους τα μεγάλα και μακριά, 7 και 8 μέτρα, καστανίτικα ταμπάνια για την κατασκευή της σκεπής του ελαιοτριβείου, χωρίς να δέχονται καμιά πληρωμή. Οι τότε προεστοί, για να τους ικανοποιήσουν ηθικά πήγαιναν με τους μουζικάντες και τον κόσμο στον Απέσο, να τους υποδεχτούν και να τους παραλάβουν πανηγυρικά. Μπροστά οι μουζικάντες και πίσω τα παλικάρια με τα ταμπάνια στον ώμο τους, οι προεστοί και ο κόσμος περνούσαν την αγορά και τραβούσαν για το Καμπούδι, όπου το εργοστάσιο. Σ’ όλη τη διαδρομή παίζανε το σκοπό αυτό, που τον βάφτισαν «ταμπάνια». Από τότες και μέχρι σήμερα ο σκοπός αυτός διατηρεί αυτό το όνομα.
Όταν έφτανε η ώρα της πατινάδας, οι καφενέδες άδειαζαν κι ερημώνονταν. Όλοι οι δρόμοι πάνω στη διαδρομή της πατινάδας ήταν γεμάτοι από παλικάρια. Άλλοι με μουσικά όργανα μπροστά, άλλοι αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας, άλλοι χαριτολογώντας κι αστειευόμενοι τραβούσαν για τα κουϊτούκια. Αν κανείς από την παρέα είχε ή προσπαθούσε να δημιουργήσει αίσθημα, αν βρίσκανε «καριγλιά», καθίζανε, αλλιώς το περνούσανε στο πόδι, ώσπου να βολευτούν. Πίνανε τα καραφάκια το ρακί με μεζέ την αγκουρίδα, τα αρκόμλα και τις μούσκλες τουρσί και τελευταία με τις ζαγλαπίδες (στραγάλια), κάνανε και το χορό τους. Παρ’ όλο που οι χοροί γίνονταν πάντα με τη σειρά, δεν έλειπαν οι μικροπαρεξηγήσεις, τα μικροκαβγαδάκια και οι καβγάδες. Τα προκαλούσαν οι μερακλωμένοι αγαπητικοί, οι μπελαλήδες και οι εφέδες που ως το 1935 περνούσε ακόμα η μπογιά τους. Γι’ αυτό όχι πολύ σπάνια βλέπαμε κάθε Δευτέρα σαρικωμένα κεφάλια σαν χοτζάδες.
Κάθε Κυριακή και πασιμάδη σ’ όλα τα κουϊτούκια καιγόταν κυριολεκτικά το πελεκούδι. Σ’ όλα γίνονταν της παλαβής και γλέντια τρικούβερτα. Παντού και σ’ όλους επικρατούσε το κέφι, η ευθυμία, η χαρά και το γέλιο. Ήταν ένα σωστό πανηγύρι. Στο κουϊτούκι που έπαιζε μουσική χαλούσε ο κόσμος από τα φυσερά όργανα (κορνέτες, τρομπόνια, κλαρίνα, μπάσα). Οι χοροί παίρνανε και δίνανε και δε σταματούσαν καθόλου. Άρχιζαν με το συρτό, το ζεϊμπέκικο, το βαρύ ζεϊμπέκικο, που πάνω στο χορό ο ένας από τους χορευτές τραβούσε και τον αμανέ, ενώ ο άλλος τραβούσε το μιντέτι, με τον καρσιλαμά και τον μπάλο. Στον μπάλο ο κορνετίστας Στρατής Ρόδανος (Άννα) ή ο κλαρίνατζης Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος) δημιουργούσαν ένα σόλο με τόσο πάθος, που έκανε τους χορευτές να ανάβουν τα αίματά τους, να φρενιάζουν, να χοροπηδούν, να σφυρίζουν με τα χέρια στο στόμα κι η παρέα τους να χτυπά παλαμάκια πάνω στο χορό και να ξεσπά σε ενθουσιώδη και χαρούμενα ξεφωνητά, που χαλούσαν τον κόσμο. Πάνω στον ενθουσιασμό τους οι χορευτές πετούσαν στο σαντούρι τα μπαξίσια το ένα πάνω στο άλλο. Όσο πολλά και μεγάλα μπαξίσια ρίχνανε πάνω στο σαντούρι, τόσο δυνατά έπαιζαν τα φυσερά όργανα που ξεκούφαιναν τον κόσμο. Κάπου κάπου ορισμένοι απ’ αυτούς χόρευαν και τον τσάμικο. Ο ένας από τους δυο χορευτές κρατούσε στο χέρι του μαχαίρι. Διάγραφε μ’ αυτό κινήσεις, κάνοντας πως κόβει τάχα τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι του συγχορευτή του, που καθόταν ακίνητος και απαθής. Συνέχιζαν το χορό και επαναλάμβαναν τα ίδια. Ακόμα χόρευαν και τσιφτετέλι. Και οι δυο οι χορευτές με τα ποτήρια στα δυο τους χέρια τα χτυπούσαν πάνω στο χρόνο της μουσικής, κάνοντας διάφορες κινήσεις και προσπαθώντας να χορέψουν και το χορό της κοιλιάς, χωρίς να τα καταφέρνουν. Τέλειωναν οι χοροί με το «μαζεμένο», που τον έλεγαν έτσι επειδή σήκωναν στο χορό όλη την παρέα.
Από τον πολύ συνωστισμό που υπήρχε στα κουϊτούκια με μεγάλη δυσκολία κρατούσαν ένα μικρό, πολύ μικρό χώρο για το χορό. Ίσαμε που μπορούσαν οι χορευτές να μεταπατούν και να κουνούν τα πόδια τους. Μέσα στο μικρό αυτό χώρο λέγανε πως χόρευαν, ενώ στην πραγματικότητα πατούσανε σταφύλια στη σταφυλοσκάφη.
Πάνω στο γλέντι και το χορό τα παλικάρια ρίχνανε γλυκές ματιές και τσατίζανε τις κοπέλες, για να πλέξουν τα ερωτικά τους αισθήματα. Οι κοπέλες που ανταποκρίνονταν στα αισθήματα των παλικαριών, κλέφτοντας τη ματιά της μάνας των, απαντούσαν με συγκαταβατικά νεύματα των ματιών και με ντροπαλά γλυκά χαμόγελα. Ντροπιασμένο το παλικάρι, που η άπιστη το τάγιζε κουκιά (απαντούσε στα νεύματα άλλου παλικαριού μπροστά του), άρχιζε τα σπασίματα και το χορό, αν υπήρχαν μουσικά όργανα, που δε σταματούσε να χορέψει και άλλος. Σε παλιά χρόνια στην περίπτωση αυτή, που το παλικάρι ήταν καλά νταλγκαδιασμένο, την αγαπούσε πραγματικά και το έπαιρνε κατάκαρδα, τραβούσε από τη μέση του το μαυρομάνικο και το κάρφωνε στη γάμπα του, παίρνοντας έτσι ανάλια (έτσι λέγανε το μαχαίρωμα αυτό). Την ανάλια αυτή μπορούσε να την πληρώσει με το σακάτεμα του ποδαριού του ή και με τη ζωή του, αν χτυπούσε πάνω σε φλέβα.
Την ώρα που τα παλικάρια χόρευαν με τη μουσική στο κουϊτούκι, οι κοπέλες, που τα παλικάρια τους δε βρίσκονταν εκεί, πήγαιναν στα παρασόκακα ή στις αυλές των γειτονικών σπιτιών κι άρχιζαν κι αυτές το χορό. Έτσι μάθαιναν να χορεύουν οι κοπέλες. Κι όταν έφτανε η μεγάλη ώρα της χαράς των, που ο γαμπρός θα τις σήκωνε να χορέψουν, ήταν όλες τους ξεφτέρια. Και χόρευαν καλύτερα από τα παλικάρια που χαιρόσουνα να τις βλέπεις και να τις καμαρώνεις.
Ήταν η ρομαντική εποχή που το παλικάρι λαχταρούσε και το θεωρούσε μεγάλο κατόρθωμα αν κατάφερνε να πάρει έστω και μια λέξη από το στόμα της κοπέλας του. Ήταν η πλατωνική εποχή, που τα ραβασάκια με τις ζωγραφισμένες καρδιές με το καρφωμένο βέλος πάνω τους πηγαινοέρχονταν από τους μικρούς ταχυδρόμους της γειτονιάς. Τα γράμματα άρχιζαν με το τραγούδι:

Γράμμα στα χέρια που θα πας,
στα χέρια που θα μείνεις,
τον πόνο της καρδούλας μου
καλά να τόνε κρίνεις.

Ακολουθούσαν κι άλλα τραγούδια, που φανέρωναν τον έρωτα και τέλειωναν πάλι με το τραγούδι και με πολλά αχ-βαχ.

Τελείωσα το γράμμα μου
και τώρα θα το κλείσω,
παρακαλώ την Παναγιά,
για να σε αποχτήσω.

Τα ραντεβού ως το 1935 ήταν σπάνια, δύσκολα και πολύ ακριβά. Δίνονταν κρυφά με χίλιες δυο προφυλάξεις, καρδιοχτύπια, και στα πεταχτά, με την προστασία του σκοταδιού και των φιλενάδων της κοπέλας που φύλαγαν τσίλιες. Σιγά σιγά και με τον καιρό έσπασαν οι μεγάλοι περιορισμοί που είχαν οι κοπέλες. Καθιερώθηκε το μίλημα, όπως το έλεγαν. Σαν νύχτωνε και αραίωναν τα σύρτα φέρτα μέσα στους μαχαλάδες, οι νέοι ξεκινούσαν δυο δυο ή τρεις τρεις, ανάλογα με τα αισθήματα, σε κάθε γειτονιά για το συνηθισμένο μέρος που είχαν ορίσει με την κοπέλα ο καθένας, για να τα πουν από κοντά και ο ένας απέναντι από τον άλλο.
Όταν μέστωνε καλά η ώρα, οι παρέες παίρναν πάλι βόλτα το χωριό, για να τραγουδήσουν ο καθένας το κορίτσι του κάτω από τα παναθύρια τους. Ο καλλίφωνος της παρέας θα τραβούσε τον αμανέ με το ανάλογο τραγούδι, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, ανάλογα με την περίπτωση. Όπου υπήρχε κρυφός έρωτας, που η κοπέλα δεν ήθελε να μαθευτεί, η παρέα σταματούσε στο τρίστρατο ή στη μέση του δρόμου, για να θολώσει τα νερά. Το πρωί όλη η γειτονιά αναρωτιόταν και προσπαθούσε, αν δεν μπορούσε να μάθει, τουλάχιστον να μαντέψει για ποια ήταν τα τραγούδια και ποιος ο γαμπρός.

Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.
Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.

Δεν έλειπαν και οι κανταδόροι με τα μαντολίνα, που τα χρόνια εκείνα ήταν της μόδας. Τις καντάδες τις φέρνανε από την Αθήνα οι φοιτητές και οι μαθητές από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Τις καντάδες τις τραγουδούσαν τα φραγκέλια, οι λιμοκοντόροι, όπως έλεγαν τους φοιτητές, τους μαθητές Γυμνασίου και τα δασκαλέλια. Με μια λέξη οι Αναγνωστηριακοί. Αυτοί λανσάρανε μέσα στο χωριό τις καντάδες. Όταν ακούγονταν καντάδες να τραγουδούν, ό,τι ώρα και να ήταν, μέρα ή νύχτα, κανείς δε ρωτούσε να μάθει ποιοι τραγουδούν, γιατί ήξεραν πως τις καντάδες τις τραγουδούσαν πάντα τα παιδιά του Αναγνωστηρίου. Τα τραγούδια τις νύχτες μέσα στο χωριό βαστούσαν κοντά στα μεσάνυχτα το χειμώνα και μέχρι τις αυγές, το καλοκαίρι. Γι’ αυτό, το γράψιμο και οι μηνύσεις από την αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας ήταν συνηθισμένα. Και η καταδίκη από τον ειρηνοδίκη σίγουρη τις περισσότερες φορές. Τα κάνανε όμως όλα χαλάλι για το χατίρι της μικρής που λέγει το τραγούδι.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος και η καλπάζουσα εξέλιξη σάρωσαν και άλλαξαν τα πάντα. Ύστερα από το 1945-46, που έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι, άλλαξαν και γύρισαν τα πράματα ανάποδα. Οι κοπέλες απόχτησαν μια σχετική ελευθερία. Μπορούσαν να βγαίνουν με τις παρέες τους και τις φιλενάδες τους βόλτα, χωρίς πίσω τους να ακολουθούν οι μητέρες τους. Από του Αγίου Δημητρίου ως της Αγίας Τριάδας οι κοπέλες βγαίνουν στο Καμπούδι. Περνώντας από τα καφενεία, το «Νέο κόσμο» του Μαρίνου Ζαφείρη, «Τα δώδεκα αδέρφια» του Στρατή Καρέτου (Ράρας), τη «Χαραυγή» του Ιγνάτη Γεωργαντή (Κουτσλιάς) πηγαινοέρχονται ως τα Κουρκουλούτσια. Κι όταν αρχίζει να νυχτώνει τραβούν για το Σταυρί, το Καζίνο. Έτσι το λέγανε ως το 1923, που, ένας Μυτιληνιός ενοικιαστής του, επειδή έχει το σχήμα βαποριού, του έδωσε το όνομα Φαμάκα, ενός από τα δυο αιγυπτιακά βαπόρια, που έκαναν τη γραμμή Χίου-Πειραιά. Από τότες μέχρι σήμερα πήρε και διατηρεί το όνομα αυτό.
Ύστερα από της Αγίας Τριάδας τα σύρτα φέρτα μεταφέρονταν στον κάτω δρόμο, στην είσοδο του χωριού. Οι κοπέλες με τις παρέες τους περνούν αγκαζέ από τα καφενεία του Βασίλη Γραμμέλη, όπου σήμερα το Αναγνωστήριο, του τότε Νίκου Βουλβούλη, σημερινό Γιάννη Δαγιέλη (Κατσαμπού), των αδελφών Στρατή, Γιάννη και Προκόπη Δουλαδέληδων και το δημοτικό κέντρο, την Τραγιάσκα, όπως το έλεγαν, επειδή έμοιαζε με τραγιάσκα, του τότε Γρηγόρη Χατζηραβδέλη, και κάνουν τον περίπατό τους μέχρι και πέρα από το κτίριο της παλιάς ηλεκτρομηχανής του Αλαμανέλη. Πίσω τους ακολουθούσαν τα παλικάρια. Χωρίς προφυλάξεις, χωρίς καρδιοχτύπια, χωρίς τον παραμικρό φόβο, ο ένας δίπλα στον άλλο λεν τους καημούς των. Παρακολουθούν τη μόδα, αρχίζοντας από το φουρό, πέρασαν στο μάξι και στη μίνι φούστα, φτάσανε στα παντελόνια και στα σορτς, λίγα βέβαια ακόμα. Πηγαίνουν στο σινεμά και στα κέντρα μόνες τους κι ακόμα δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη κι έθιμα.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986