ΤΟΤΕΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΪΤΟΥΚΙΑ

Τα παλικάρια στους καφενέδες όπου σύχναζαν ανυπομονούσαν, όπως και οι κοπέλες στις γειτονιές, πότε θα φτάσει η ώρα της πατινάδας, για να δει ο καθένας την αγάπη του. Και με το δίκιο τους, αφού βλέπονταν από βδομάδα σε βδομάδα.
Οι παρέες των παλικαριών από τα παλιά χρόνια ως το 1935 περίπου ήταν μεγάλες. Μονοιασμένοι όλοι αναμεταξύ τους και με μεγάλη αλληλεγγύη σ’ όλες τις δουλειές και υποθέσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε μεγάλες παρέες ούτε η αλληλεγγύη που υπήρχε τα χρόνια κείνα.
Ώσπου να φτάσει η ώρα της πατινάδας, τα περνούσαν στους καφενέδες με κουβέντες, χαρτιά, κι όλοι τα κουτσοπίνανε. Όταν φτάνανε σε τσακίρ κέφι, φώναζαν και τη μουσική, για να το γλεντήσουν καλύτερα. Επειδή κείνα τα χρόνια ο κόσμος το γλένταγε και τη μουσική τη φώναζαν πολλοί, οι μουζικάντες ζητούσαν πρώτα να μάθουν τα πρόσωπα της κάθε παρέας που τους ζητούσε, για να κάνουν επιλογή και να παν σ’ αυτή που είχε τα περισσότερα κουβαρντόπαιδα, που θα τους έριχναν πολλά και μεγάλα μπαξίσια. Για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παράπονα, σ’ όποια παρέα αποφάσιζαν να παν, απαραίτητα έπρεπε να δώσουν καπάρο. Η μουσική μπροστά, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν στις μετακινήσεις της πατινάδας ή στα καφενεία της αγοράς, συνήθως έπαιζε τον ενθουσιώδη και πεταχτό σκοπό, που είχε συνδεθεί με την κατασκευή του πρώτου ατμοκίνητου ελαιοτριβείου, που έγινε το 1877, της παλιάς μηχανής που λέγαμε. Γιατί σήμερα υπάρχει μόνο το φουγάρο της και το κτίριο, που σύντομα θα αρχίσουν να γκρεμίζονται.
Για χάρη της ιστορίας θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Οι παρέες των παλικαριών αυθόρμητα και προαιρετικά πήγαιναν και κατέβαζαν από τα καστανοσωθύρια σηκωτά στους ώμους τους τα μεγάλα και μακριά, 7 και 8 μέτρα, καστανίτικα ταμπάνια για την κατασκευή της σκεπής του ελαιοτριβείου, χωρίς να δέχονται καμιά πληρωμή. Οι τότε προεστοί, για να τους ικανοποιήσουν ηθικά πήγαιναν με τους μουζικάντες και τον κόσμο στον Απέσο, να τους υποδεχτούν και να τους παραλάβουν πανηγυρικά. Μπροστά οι μουζικάντες και πίσω τα παλικάρια με τα ταμπάνια στον ώμο τους, οι προεστοί και ο κόσμος περνούσαν την αγορά και τραβούσαν για το Καμπούδι, όπου το εργοστάσιο. Σ’ όλη τη διαδρομή παίζανε το σκοπό αυτό, που τον βάφτισαν «ταμπάνια». Από τότες και μέχρι σήμερα ο σκοπός αυτός διατηρεί αυτό το όνομα.
Όταν έφτανε η ώρα της πατινάδας, οι καφενέδες άδειαζαν κι ερημώνονταν. Όλοι οι δρόμοι πάνω στη διαδρομή της πατινάδας ήταν γεμάτοι από παλικάρια. Άλλοι με μουσικά όργανα μπροστά, άλλοι αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας, άλλοι χαριτολογώντας κι αστειευόμενοι τραβούσαν για τα κουϊτούκια. Αν κανείς από την παρέα είχε ή προσπαθούσε να δημιουργήσει αίσθημα, αν βρίσκανε «καριγλιά», καθίζανε, αλλιώς το περνούσανε στο πόδι, ώσπου να βολευτούν. Πίνανε τα καραφάκια το ρακί με μεζέ την αγκουρίδα, τα αρκόμλα και τις μούσκλες τουρσί και τελευταία με τις ζαγλαπίδες (στραγάλια), κάνανε και το χορό τους. Παρ’ όλο που οι χοροί γίνονταν πάντα με τη σειρά, δεν έλειπαν οι μικροπαρεξηγήσεις, τα μικροκαβγαδάκια και οι καβγάδες. Τα προκαλούσαν οι μερακλωμένοι αγαπητικοί, οι μπελαλήδες και οι εφέδες που ως το 1935 περνούσε ακόμα η μπογιά τους. Γι’ αυτό όχι πολύ σπάνια βλέπαμε κάθε Δευτέρα σαρικωμένα κεφάλια σαν χοτζάδες.
Κάθε Κυριακή και πασιμάδη σ’ όλα τα κουϊτούκια καιγόταν κυριολεκτικά το πελεκούδι. Σ’ όλα γίνονταν της παλαβής και γλέντια τρικούβερτα. Παντού και σ’ όλους επικρατούσε το κέφι, η ευθυμία, η χαρά και το γέλιο. Ήταν ένα σωστό πανηγύρι. Στο κουϊτούκι που έπαιζε μουσική χαλούσε ο κόσμος από τα φυσερά όργανα (κορνέτες, τρομπόνια, κλαρίνα, μπάσα). Οι χοροί παίρνανε και δίνανε και δε σταματούσαν καθόλου. Άρχιζαν με το συρτό, το ζεϊμπέκικο, το βαρύ ζεϊμπέκικο, που πάνω στο χορό ο ένας από τους χορευτές τραβούσε και τον αμανέ, ενώ ο άλλος τραβούσε το μιντέτι, με τον καρσιλαμά και τον μπάλο. Στον μπάλο ο κορνετίστας Στρατής Ρόδανος (Άννα) ή ο κλαρίνατζης Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος) δημιουργούσαν ένα σόλο με τόσο πάθος, που έκανε τους χορευτές να ανάβουν τα αίματά τους, να φρενιάζουν, να χοροπηδούν, να σφυρίζουν με τα χέρια στο στόμα κι η παρέα τους να χτυπά παλαμάκια πάνω στο χορό και να ξεσπά σε ενθουσιώδη και χαρούμενα ξεφωνητά, που χαλούσαν τον κόσμο. Πάνω στον ενθουσιασμό τους οι χορευτές πετούσαν στο σαντούρι τα μπαξίσια το ένα πάνω στο άλλο. Όσο πολλά και μεγάλα μπαξίσια ρίχνανε πάνω στο σαντούρι, τόσο δυνατά έπαιζαν τα φυσερά όργανα που ξεκούφαιναν τον κόσμο. Κάπου κάπου ορισμένοι απ’ αυτούς χόρευαν και τον τσάμικο. Ο ένας από τους δυο χορευτές κρατούσε στο χέρι του μαχαίρι. Διάγραφε μ’ αυτό κινήσεις, κάνοντας πως κόβει τάχα τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι του συγχορευτή του, που καθόταν ακίνητος και απαθής. Συνέχιζαν το χορό και επαναλάμβαναν τα ίδια. Ακόμα χόρευαν και τσιφτετέλι. Και οι δυο οι χορευτές με τα ποτήρια στα δυο τους χέρια τα χτυπούσαν πάνω στο χρόνο της μουσικής, κάνοντας διάφορες κινήσεις και προσπαθώντας να χορέψουν και το χορό της κοιλιάς, χωρίς να τα καταφέρνουν. Τέλειωναν οι χοροί με το «μαζεμένο», που τον έλεγαν έτσι επειδή σήκωναν στο χορό όλη την παρέα.
Από τον πολύ συνωστισμό που υπήρχε στα κουϊτούκια με μεγάλη δυσκολία κρατούσαν ένα μικρό, πολύ μικρό χώρο για το χορό. Ίσαμε που μπορούσαν οι χορευτές να μεταπατούν και να κουνούν τα πόδια τους. Μέσα στο μικρό αυτό χώρο λέγανε πως χόρευαν, ενώ στην πραγματικότητα πατούσανε σταφύλια στη σταφυλοσκάφη.
Πάνω στο γλέντι και το χορό τα παλικάρια ρίχνανε γλυκές ματιές και τσατίζανε τις κοπέλες, για να πλέξουν τα ερωτικά τους αισθήματα. Οι κοπέλες που ανταποκρίνονταν στα αισθήματα των παλικαριών, κλέφτοντας τη ματιά της μάνας των, απαντούσαν με συγκαταβατικά νεύματα των ματιών και με ντροπαλά γλυκά χαμόγελα. Ντροπιασμένο το παλικάρι, που η άπιστη το τάγιζε κουκιά (απαντούσε στα νεύματα άλλου παλικαριού μπροστά του), άρχιζε τα σπασίματα και το χορό, αν υπήρχαν μουσικά όργανα, που δε σταματούσε να χορέψει και άλλος. Σε παλιά χρόνια στην περίπτωση αυτή, που το παλικάρι ήταν καλά νταλγκαδιασμένο, την αγαπούσε πραγματικά και το έπαιρνε κατάκαρδα, τραβούσε από τη μέση του το μαυρομάνικο και το κάρφωνε στη γάμπα του, παίρνοντας έτσι ανάλια (έτσι λέγανε το μαχαίρωμα αυτό). Την ανάλια αυτή μπορούσε να την πληρώσει με το σακάτεμα του ποδαριού του ή και με τη ζωή του, αν χτυπούσε πάνω σε φλέβα.
Την ώρα που τα παλικάρια χόρευαν με τη μουσική στο κουϊτούκι, οι κοπέλες, που τα παλικάρια τους δε βρίσκονταν εκεί, πήγαιναν στα παρασόκακα ή στις αυλές των γειτονικών σπιτιών κι άρχιζαν κι αυτές το χορό. Έτσι μάθαιναν να χορεύουν οι κοπέλες. Κι όταν έφτανε η μεγάλη ώρα της χαράς των, που ο γαμπρός θα τις σήκωνε να χορέψουν, ήταν όλες τους ξεφτέρια. Και χόρευαν καλύτερα από τα παλικάρια που χαιρόσουνα να τις βλέπεις και να τις καμαρώνεις.
Ήταν η ρομαντική εποχή που το παλικάρι λαχταρούσε και το θεωρούσε μεγάλο κατόρθωμα αν κατάφερνε να πάρει έστω και μια λέξη από το στόμα της κοπέλας του. Ήταν η πλατωνική εποχή, που τα ραβασάκια με τις ζωγραφισμένες καρδιές με το καρφωμένο βέλος πάνω τους πηγαινοέρχονταν από τους μικρούς ταχυδρόμους της γειτονιάς. Τα γράμματα άρχιζαν με το τραγούδι:

Γράμμα στα χέρια που θα πας,
στα χέρια που θα μείνεις,
τον πόνο της καρδούλας μου
καλά να τόνε κρίνεις.

Ακολουθούσαν κι άλλα τραγούδια, που φανέρωναν τον έρωτα και τέλειωναν πάλι με το τραγούδι και με πολλά αχ-βαχ.

Τελείωσα το γράμμα μου
και τώρα θα το κλείσω,
παρακαλώ την Παναγιά,
για να σε αποχτήσω.

Τα ραντεβού ως το 1935 ήταν σπάνια, δύσκολα και πολύ ακριβά. Δίνονταν κρυφά με χίλιες δυο προφυλάξεις, καρδιοχτύπια, και στα πεταχτά, με την προστασία του σκοταδιού και των φιλενάδων της κοπέλας που φύλαγαν τσίλιες. Σιγά σιγά και με τον καιρό έσπασαν οι μεγάλοι περιορισμοί που είχαν οι κοπέλες. Καθιερώθηκε το μίλημα, όπως το έλεγαν. Σαν νύχτωνε και αραίωναν τα σύρτα φέρτα μέσα στους μαχαλάδες, οι νέοι ξεκινούσαν δυο δυο ή τρεις τρεις, ανάλογα με τα αισθήματα, σε κάθε γειτονιά για το συνηθισμένο μέρος που είχαν ορίσει με την κοπέλα ο καθένας, για να τα πουν από κοντά και ο ένας απέναντι από τον άλλο.
Όταν μέστωνε καλά η ώρα, οι παρέες παίρναν πάλι βόλτα το χωριό, για να τραγουδήσουν ο καθένας το κορίτσι του κάτω από τα παναθύρια τους. Ο καλλίφωνος της παρέας θα τραβούσε τον αμανέ με το ανάλογο τραγούδι, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, ανάλογα με την περίπτωση. Όπου υπήρχε κρυφός έρωτας, που η κοπέλα δεν ήθελε να μαθευτεί, η παρέα σταματούσε στο τρίστρατο ή στη μέση του δρόμου, για να θολώσει τα νερά. Το πρωί όλη η γειτονιά αναρωτιόταν και προσπαθούσε, αν δεν μπορούσε να μάθει, τουλάχιστον να μαντέψει για ποια ήταν τα τραγούδια και ποιος ο γαμπρός.

Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.
Αναμνηστική φωτογραφία προοδευτικών νέων έξω από το περιβολάκι του Χατζηνικόλα, απέναντι από το σημερινό ηρώο Αγιάσου (10 Αυγούστου 1928). ΔιακρΙνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατής Σταυρακέλης, Στρατής Πολ. Αναστασέλης, Ηρακλής Σκλέπος, ΜΙλτης Παρασκευαΐδης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος), Στρατής Σκλεπάρης, Μιλτιάδης Σκλεπάρης και Στρατής Καβαδέλης. Επάνω: Στρατής Τραγάκης, Σπόρος Σκλεπάρης, Γεώργιος Σαμοθρακής, Παναγιώτης Τζανετής και Ηλίας Ηλιογραμμένος.

Δεν έλειπαν και οι κανταδόροι με τα μαντολίνα, που τα χρόνια εκείνα ήταν της μόδας. Τις καντάδες τις φέρνανε από την Αθήνα οι φοιτητές και οι μαθητές από το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Τις καντάδες τις τραγουδούσαν τα φραγκέλια, οι λιμοκοντόροι, όπως έλεγαν τους φοιτητές, τους μαθητές Γυμνασίου και τα δασκαλέλια. Με μια λέξη οι Αναγνωστηριακοί. Αυτοί λανσάρανε μέσα στο χωριό τις καντάδες. Όταν ακούγονταν καντάδες να τραγουδούν, ό,τι ώρα και να ήταν, μέρα ή νύχτα, κανείς δε ρωτούσε να μάθει ποιοι τραγουδούν, γιατί ήξεραν πως τις καντάδες τις τραγουδούσαν πάντα τα παιδιά του Αναγνωστηρίου. Τα τραγούδια τις νύχτες μέσα στο χωριό βαστούσαν κοντά στα μεσάνυχτα το χειμώνα και μέχρι τις αυγές, το καλοκαίρι. Γι’ αυτό, το γράψιμο και οι μηνύσεις από την αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας ήταν συνηθισμένα. Και η καταδίκη από τον ειρηνοδίκη σίγουρη τις περισσότερες φορές. Τα κάνανε όμως όλα χαλάλι για το χατίρι της μικρής που λέγει το τραγούδι.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος και η καλπάζουσα εξέλιξη σάρωσαν και άλλαξαν τα πάντα. Ύστερα από το 1945-46, που έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι, άλλαξαν και γύρισαν τα πράματα ανάποδα. Οι κοπέλες απόχτησαν μια σχετική ελευθερία. Μπορούσαν να βγαίνουν με τις παρέες τους και τις φιλενάδες τους βόλτα, χωρίς πίσω τους να ακολουθούν οι μητέρες τους. Από του Αγίου Δημητρίου ως της Αγίας Τριάδας οι κοπέλες βγαίνουν στο Καμπούδι. Περνώντας από τα καφενεία, το «Νέο κόσμο» του Μαρίνου Ζαφείρη, «Τα δώδεκα αδέρφια» του Στρατή Καρέτου (Ράρας), τη «Χαραυγή» του Ιγνάτη Γεωργαντή (Κουτσλιάς) πηγαινοέρχονται ως τα Κουρκουλούτσια. Κι όταν αρχίζει να νυχτώνει τραβούν για το Σταυρί, το Καζίνο. Έτσι το λέγανε ως το 1923, που, ένας Μυτιληνιός ενοικιαστής του, επειδή έχει το σχήμα βαποριού, του έδωσε το όνομα Φαμάκα, ενός από τα δυο αιγυπτιακά βαπόρια, που έκαναν τη γραμμή Χίου-Πειραιά. Από τότες μέχρι σήμερα πήρε και διατηρεί το όνομα αυτό.
Ύστερα από της Αγίας Τριάδας τα σύρτα φέρτα μεταφέρονταν στον κάτω δρόμο, στην είσοδο του χωριού. Οι κοπέλες με τις παρέες τους περνούν αγκαζέ από τα καφενεία του Βασίλη Γραμμέλη, όπου σήμερα το Αναγνωστήριο, του τότε Νίκου Βουλβούλη, σημερινό Γιάννη Δαγιέλη (Κατσαμπού), των αδελφών Στρατή, Γιάννη και Προκόπη Δουλαδέληδων και το δημοτικό κέντρο, την Τραγιάσκα, όπως το έλεγαν, επειδή έμοιαζε με τραγιάσκα, του τότε Γρηγόρη Χατζηραβδέλη, και κάνουν τον περίπατό τους μέχρι και πέρα από το κτίριο της παλιάς ηλεκτρομηχανής του Αλαμανέλη. Πίσω τους ακολουθούσαν τα παλικάρια. Χωρίς προφυλάξεις, χωρίς καρδιοχτύπια, χωρίς τον παραμικρό φόβο, ο ένας δίπλα στον άλλο λεν τους καημούς των. Παρακολουθούν τη μόδα, αρχίζοντας από το φουρό, πέρασαν στο μάξι και στη μίνι φούστα, φτάσανε στα παντελόνια και στα σορτς, λίγα βέβαια ακόμα. Πηγαίνουν στο σινεμά και στα κέντρα μόνες τους κι ακόμα δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη κι έθιμα.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 32/1986

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΡΟΔΑΝΟΣ. Ένας λαμπρός κορνετίστας

Ευστράτιος Ρόδανος
Ευστράτιος Ρόδανος

Ο Ευστράτιος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1885, πριν από έναν αιώνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης, γνωστός και με τα παρατσούκλια Άννα ή Μαργιουλέλ(ι), ήταν ένας από τους παλαιούς μουσικούς της Αγιάσου. Ήταν βιολιτζής κι άνοιξε το δρόμο και στα παιδιά του.
Ο Ευστράτιος έδειξε από νωρίς πως είχε κλίση στη μουσική, πως ήταν ταλέντο. Η κορνέτα τον είχε μαγέψει. Δεκατετράχρονος μπήκε στην κομπανία του πατέρα του. Όταν έγινε 19 χρονών, έφυγε στην Αμερική και δούλεψε σκληρά σ’ εργοστάσια. Παράλληλα όμως, ιδίως τα σαββατοκύριακα, έπαιζε με κομπανίες σ’ ελληνικά κέντρα της Νέας Υόρκης. Εδώ έμαθε ακόμα ένα μουσικό όργανο, το σαντούρι.
Στην Αμερική έμεινε 8 χρόνια. Το 1913 εγκατέλειψε τη μακρινή ήπειρο, επέστρεψε στο απελευθερωμένο νησί και σχημάτισε στην Αγιάσο κομπανία με τον αδερφό του Νικόλαο, που έπαιζε εμφώνιο, με τον Παναγιώτη Σουσαμλή που έπαιζε κλαρίνο, με τον Αχιλλέα Σουσαμλή που έπαιζε βιολί, καθώς και με άλλους.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου ο Ευστράτιος Ρόδανος στρατεύτηκε κι υπηρέτησε στη γνωστή μπάντα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Εδώ εξελίχτηκε περισσότερο και γνώρισε πολλούς καλούς μουσικούς. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, επέστρεψε πάλι στην Αγιάσο και συγκρότησε την παλαιά κομπανία, η οποία ήταν περιζήτητη κι άφησε εποχή στον τόπο μας. Κοντά του μαθήτεψαν και τα παιδιά του, ο Βασίλης, ο Σταύρος κι ο Χαρίλαος, εκλεκτοί μουσικοί και συνεχιστές μιας παράδοσης…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 28/1985

ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ, ΦΟΝΙΑΣ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΛΗΣΤΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ…

Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού

Ήταν τα χρόνια που έλεγαν πως έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Δουλειές είχε πολλές και συνέχεια όλο το χρόνο. Μόνο το μεροκάματο που ήταν μικρό και δεν έφτανε. Απαιτήσεις η ζωή τα χρόνια εκείνα δεν είχε, όπως έχει σήμερα. Οι νέοι, οι εργένηδες, μπορούσαν και τα βόλευαν. Δεν περνούσε μέρα χωρίς γλέντι και διασκέδαση. Κάποιοι κάπου θα γλέντιζαν, στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Κάμπου, δηλαδή της Αγοράς, ή του Σταυριού.

Την πρώτη μέρα της εβδομάδας την είχαν καθιερώσει αργία και μέρα γλεντιού για τους τσαγκαράδες. Γι’ αυτό και τη λέγανε Τσαγκαροδευτέρα. Τώρα πώς και από πού καθιερώθηκε στους τσαγκαράδες είναι άλλη ιστορία. Τσαγκαροδευτέρα στην ουσία ήταν κατ’ ευφημισμό. Στην πραγματικότητα γλέντιζαν όλοι οι επαγγελματίες και όλος ο κόσμος, όχι μόνο οι τσαγκαράδες. Ήταν σαν το λύκο που έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη. Κοντά στην Τσαγκαροδευτέρα όσοι γλέντιζαν κολλούσαν και δικαιολογούσαν κι όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας.

Απαραίτητη βάση του γλεντιού τις καθημερινές ήταν το γιουβέτσι στο φούρνο. Ψηνόταν μέσα σε πήλινα σιφνιώτικα ειδικά τέστα, που έκαναν εξαιρετικό φαγητό. Τα γιουβέτσια τα διέθεταν οι φουρναραίοι. Ώσπου να ψηθεί το φαγητό, τα κουτσοπίνανε και τραγουδούσαν τα τραγούδια της εποχής με τον απαραίτητο αμανέ. Τον τραβούσε ο καλλίφωνος της παρέας με το μερακλίδικο, χαρούμενο ή παραπονιάρικο, τραγούδι, ανάλογα με την περίπτωση. Τακτικά ακουγόταν κι ο κλαψιάρικος, τραβηχτός κι ατέλειωτος πλωμαρίτικος σκοπός. Τον τραγουδούσαν Πλωμαρίτες που κατέβαιναν κάθε μέρα απ’ τα χωριά του Πλωμαριού, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, μυζήθρες, τυριά, απίδια, ξύλα και κάρβουνα. Γλέντιζαν κι αυτοί παρέα με τους Αγιασώτες ή και σε χωριστές παρέες μοναχοί τους. Τον ήξεραν όμως και τον τραγουδούσαν και Αγιασώτες.

Όταν άναβε και φούντωνε το γλέντι, φωνάζανε, ανάλογα με τα οικονομικά που διέθετε η παρέα, ή τη μουσική κομπανία του Παναγιώτη Ρόδανου (Μαργιουλέλ(ι)) ή το όργαλο του Θεμιστοκλή Χατζηκομνηνού (Κακέλ’) με τον Αντρέα Χατζηκινάνη, που έπαιζε γκάιντα ή ζουρνά. Τις βραδινές ώρες έπρεπε να κάνουν και την πατινάδα τους, δηλαδή βόλτα μέσα στις γειτονιές κι ας ήταν κλειστά τα κουιτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, να δουν και να τραγουδήσουν τα κορίτσια τους, να κάνουν και το χορό τους. Έτσι τέλειωνε το γλέντι. Όταν το ρακί έβγαινε από την νταμετζάνα και πέρναγε στα στομάχια των νέων, ήταν αδύνατο να μη δημιουργήσει μικρά ή μεγάλα καβγαδάκια. Αιτία τα αγαπητιλίκια και οι μικροπαρεξηγήσεις.

Στα καφενεία του Κάτω Κάμπου, του Χαράλαμπου Γιάννιγρη και του Αντώνη Παλιβάνη, που ήταν κυνηγοί και οι δυο τους, σύχναζε, εκτός από τους άλλους, το σινάφι τους. Είναι γνωστό πως, όπου συναντηθούν οι Νεμρώδ, είναι αδύνατο να μη συζητήσουν για τα κυνηγετικά τους κατορθώματα που δεν έχουν τελειωμό. Λένε μάλιστα και τα πιο μεγάλα ψέματα, τα πιο φανταστικά και απίθανα, ξεπερνώντας κι αυτόν τον πατέρα του ψέματος τον Μυνχάουζεν.

moysiki
Αναμνηστική φωτογραφία από παλαιά διασκέδαση στη Στσια τ’Κουντουρέλ(ι). Διακρίνονται από αριστερά οι «μουσικοί» Παναγιώτης Δούκαρος (κτηματίας) και Γρηγόρης Βατρικάς (σιδηρουργός) κι οι πραγματικοί μουσικοί Θεόφιλος Ψείρας και Παναγιώτης Σουσαμλής (Κακούργος)

Ένας κυνηγός, μπαρουτοχαλαστής, που σε λίγα μέτρα να έριχνε πάνω σε άνθρωπο δε θα τα κατάφερνε να τον χτυπήσει, έλεγε τέτοια ψέματα, που άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Παρεξηγήθηκε. Επενέβησαν οι φίλοι του και οι γνωστοί του και έγιναν μαλλιά κουβάρια. Ο αστυνόμος ήταν καινούριος, ένας ανθυπασπιστής που δεν είχε δέκα μέρες που ήρθε. Απ’ την πρώτη μέρα που έφτασε στο χωριό τον βαφτίσανε κιόλας Περισπωμένη, επειδή το μουστάκι του έμοιαζε με την περισπωμένη. Από τις πρώτες μέρες έδειξε πως είναι αυστηρός σε όλα. Και πράγματι ήταν, όπως φάνηκε ύστερα. Κατεβαίνοντας απ’ το Σταυρί που ήταν το σπίτι του, του είπαν πως γίνεται καβγάς και χαλάει ο κόσμος στον Κάτω Κάμπο. Όντας καινούριος και μη ξέροντας ακόμα τοποθεσίες, νόμισε πως με το Κάτω Κάμπος εννοούσαν το Ίππειος, που υπαγόταν στην Αγιάσο. Τους ρώτησε πώς θα πάει δυο ώρες δρόμο χωρίς άλογο. Του εξήγησαν και του έδωσαν να καταλάβει τι εννοούσαν με το Κάτω Κάμπος. Πριν φτάσει στον Κάτω Κάμπο, απ’ τα καφενεία Βερβέρη, σημερινό αρτοποιείο, και Γεωργίου Ματζουράνη, σημερινό Πουδαρά, για να τους χαμπαρλαντίσουν πως κατεβαίνει, έριξαν μια φωνή: «Περισπωμένη». Αυτό ήταν. Εκεί που ήταν μαλλιά κουβάρια, σκόρπισαν έν ριπή οφθαλμού σαν ψιλό νταρί και χάθηκαν όλοι. Έμεινε μόνο δίπλα στον ποτηριώνα μια παρέα μέσα στο πρώτο καφενείο του Γιάννιγρη, που συνέχιζε το πιοτό της, χωρίς να της καίγεται καρφί για τίποτα. Έφτασε η Περισπωμένη, στάθηκε ανάμεσα στα δυο καφενεία, έριξε μια ερευνητική ματιά μέσα κι έξω και μπήκε στο πρώτο του Γιάννιγρη, όπου υπήρχε η παρέα και τα έπινε ατάραχη, αφού στο άλλο καφενείο δεν υπήρχε ψυχή. Ρώτησε τον καφετζή να του πει τι έγινε. Ο καφετζής σκεπτικός και ταλαντευόμενος έκανε πως δεν άκουσε, πως δεν κατάλαβε, και δεν έδωσε απάντηση. Στη δεύτερη επιτακτική και αυστηρή ερώτησή του, αν και την απάντηση την έδιναν τα πεταμένα τραπέζια κι οι καρέκλες, είπε πως τσακώθηκαν κάτι νεαροί για μικροπράγματα. Ρώτησε και την παρέα που έπινε. Αυτοί του είπαν κοφτά πως πέρα από το γλέντι τους και το τσούγκρισμα του ποτηριού τους με την παρέα τους δεν ακούν και δε βλέπουν τίποτα, γιατί δεν τους ενδιαφέρει και τίποτα. Η Περισπωμένη παρεξηγήθηκε κι απόρησε με τον τρόπο που του μίλησαν και ζήτησε τα ονόματά τους. Πρόθυμοι κι αμέσως άρχισαν να λένε τα ονόματά τους ο ένας ύστερα από τον άλλο και γρήγορα: Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς. Στο άκουσμα των ονομάτων ξαφνιάστηκε και ήταν σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Στάθηκε λίγο, τους κοίταξε με ένα βλέμμα ερωτηματικό και περίεργο. Τους παρακάλεσε να περάσουν την άλλη μέρα ή όποτε βρουν καιρό από το Τμήμα, τους χαιρέτησε κι έφυγε. Στα αυτιά του ακούγονταν ακόμα τα ονόματα Κακούργος, Φονιάς, Ακίνδυνος, Ληστής και Ζορμπάς και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε και αν συναντιέται κάθε μέρα αυτό το κακό συναπάντημα. Και απορούσε με την τύχη του που τον έριξε μέσα σε Κακούργους, Φονιάδες, Ακίνδυνους, Ληστές και Ζορμπάδες. Όταν πήγε στο Τμήμα, ρώτησε γι’ αυτούς και του είπαν πως είναι παρατσούκλια και πως είναι όλοι τους καλοί, ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες και πως ποτέ δεν απασχόλησαν την υπηρεσία τους. Το μόνο ελάττωμά τους είναι το ποτηράκι που αγαπούν και τραβούν τακτικά. Τότε πήρε βαθιά ανάσα και είπε. Μακάρι όλοι οι Κακούργοι, οι Ακίνδυνοι, οι επικίνδυνοι ληστές και Ζορμπάδες όλου του κόσμου να’ ναι σαν της Αγιάσου. Το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά.

neoi_1933
Οι νέοι της Αγιάσου διασκεδάζουν (16-9-1933). Διακρίνονται από αριστερά: Αντώνης Λαλαδέλης, Χριστόφας Τζιτζίνας, Μιχάλης Ταλέλης, Βρανιάδης Γλεζέλης, Στυλιανός Σκανέλης (ένα από τα θύματα του ελληνοϊταλικού πολέμου), Στρατής Τζανετόγλου (καθήμενος) κι οι μουσικοί Στρατής Κουνταχιλέλλης και Προκοπής Κατσαμπός (Νταγέλης) με το νταβούλι …

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984

ΟΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Από πολύ μικρός είχα τη μανία να ρωτώ τους γέρους και να μαθαίνω πράγματα που δεν τα ήξερα. Για τη λατέρνα, που από την πρώτη στιγμή κίνησε το ενδιαφέρον μου, ρώτησα τον παππού μου. Απ’ αυτόν έμαθα για την τύχη της στο χωριό μας.

Την πρώτη λατέρνα, καταπώς μου διηγήθηκε, την έφερε στην Αγιάσο από την Πόλη ο Προκόπιος Τσιχλής , κατά το 1900, ίσως και νωρίτερα. Όταν την έφερε, έγινε το έλα και να δεις, δεν έπαιρνε ανάσα από την πολλή δουλειά. Οι τότε σατιρογράφοι μάλιστα πήραν αφορμή από το γεγονός αυτό, έγραψαν στίχους και τους έβαλαν σκοπό μέσα στη λατέρνα. Οι στίχοι ήταν επιτυχημένοι και έλεγαν:

Ήρτι τ’ όργαλου τ’ Τσιχλή
τσ’ έπιξί μας τρεις σκουποί,
πήρι τα γρουσέλια μας
τσι τα δικαρέλια μας.
 

Στη συνέχεια έβαλαν σκοπό στη λατέρνα άλλους στίχους, τους οποίους εμπνεύστηκαν οι σατιρογράφοι από ένα άλλο γεγονός. Κάποιος Αγιασώτης, ονομαζόμενος Καλαλές, έκλεψε κάτι «χράμια», τα πούλησε και με τα χρήματα που πήρε οργάνωσε γλέντι μαζί με άλλους όμοιούς του. Οι στίχοι αυτοί έλεγαν:

Θα σι σκουτώσου, Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
 

Ένα άλλο περιστατικό, που έγινε σκοπός της λατέρνας, είναι δεμένο με το Δημητρό Ρούγκο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε πιάσει κάποιο παιδί, για να κάνει βρομοδουλειά μαζί του. Οι στίχοι έλεγαν:

Βρε Ρούγκου Δημητρό,
πλήρουσί του του μουρό,
γη, σα δεν του πληρώσ’ς,
να του πληρώσου γω.
 

Και ένα άλλο γεγονός, που ίσως ήταν και το τελευταίο της περιόδου εκείνης. Κάποια όμορφη Μπουτζαλιώτισσα, που την έλεγαν Κλεανθίτσα, άφησε την Αγιάσο και έφυγε στα ξένα. Οι Αγιασώτες έγραψαν τους αποχαιρετιστήριους στίχους.

Ουραία Μπουτζαλιά μου,
που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γι Ρούγκους
σουστό πουταναριό.
Ουραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
γιατί την Κλεανθίτσα
δε θα την ξαναδείς.
 

Ίσως να υπήρξαν και άλλοι στίχοι για την Μπουτζαλιά και για το Ρούγκο. Η Μπουτζαλιά άκμαζε, γιατί ήταν η πιο πλούσια συνοικία του χωριού, λόγω της εργατικότητας των κατοίκων. Όλα τα σπίτια ήταν εργαστήρια λογής λογής. Οι γυναίκες ύφαιναν και είχαν πολλά φλουριά και λίρες, που αποκόμιζαν από τα είδη που παρήγαγαν και πουλούσαν σ’ όλο το νησί. Ο Ρούγκος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ήταν άνθρωπος της δουλειάς, καπάτσος. Γνώριζε τα πάντα, εκμεταλλευόταν το «ταλέντο» του και ζούσε σε βάρος των άλλων.

Τους σκοπούς τους πέρναγε στις λατέρνες πρώτα ο θείος μου ο Στρατής Ρόδανος. Θυμάμαι πως κουβαλούσαν τη λατέρνα μέσα στο σοκάκι, έξω από τα σπίτια μας. Με ένα άσπρο παγιαυλί στο στόμα ο θείος μου ρύθμιζε τους στίχους και έκανε τη συναρμολόγηση ολόκληρου του σκοπού.

kourtsiad
Ο Αθανάσιος Καμαρός ή Κουρτσάδης (αριστερά) με τον Παναγιώτη Αντώνα, που περνούσε σκοπούς στις λατέρνες.

Μετά τον Τσιχλή λατερνατζήδες στην Αγιάσο ήταν ο Σωκράτης ο Βάλεσης (Μασόνους), ο Μήτσος τ’ Αγλάγ(ι), ο Θανάσης Καμαρός ή Κουρτσιάδης και ο Πάνος η Χτένα. Από δω και πέρα άρχισε να βασιλεύει το άστρο της λατέρνας, όπως και τόσα άλλα. Έπαψαν ν’ ακούγονται το νταβούλι του Λαγού, καθώς και ο ζουρνάς και η γκάιντα, που έπαιζε ο Ανδρέας Κινάνης. Σε κάθε κουϊτούκι μέσα στο χωριό στάθμευε και μια λατέρνα. Τότες που βγαίναμε πατινάδα, να δούμε τις «γιαβουκλούδες» μας, που μας περίμεναν, κάναμε πρώτα ρεφενέ για τα έξοδα και την αμοιβή της λατέρνας, και μετά ξεκινούσαμε. Και τούτο, γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν πολλά χρήματα, όπως τώρα. Το τάλιρο ήταν άλλοτε ίσαμε μυλόπετρα για μας.

Ένα διάστημα οι μουσικές ήταν ανύπαρκτες, γιατί όλοι οι μουζικάντες ήταν στρατευμένοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κυρίως όμως μετά το 1922, άρχισαν να οργανώνονται οι κομπανίες. Δυο ήταν ξακουστές σ’ όλο το νησί. Η μια ήταν του θείου μου, του Στρατή Ρόδανου, και η άλλη του Παναγιώτη Σουσαμλή (Κακούργου). Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα μπουζούκια. Στη μεταξική περίοδο θυμάμαι ότι είχαμε, εκτός από τις δυο γνωστές κομπανίες , και πέντε μικρά άλλα συγκροτήματα, που είχαν διάφορα όργανα.

Ο θείος μου Στρατής Ρόδανος ήταν και αυτοδίδακτος ταλαντούχος δάσκαλος μουσικής. Ένα σπίτι, που ανήκε σε μια θεια μου που ήταν στην Αμερική, το είχε ωδείο. Από το πρωί ως το βράδυ αυτή ήταν η δουλειά του. Έβγαζε τσιράκια, μουσικούς. Αναρίθμητοι οι μαθητές του. Έπαιζε μια τρόμπα, που δεν πιστεύω να έπαιζε άλλος κανείς. Όταν έπαιζε σε παρέα καλή, χαιρόσουν να τον ακούς. Είναι αμέτρητες οι φορές που γλέντησα μαζί του και δεν είναι δυνατόν να σας δώσω να καταλάβετε το μέτρο της μεγάλης του αξίας. Και ο Παναγιώτης Σουσαμλής όμως ήταν άφταστος. Το κλαρίνο του ήταν αδύνατο να το παίξει άλλος.

stoixio
Αναμνηστική φωτογραφία από την Αγία Παρασκευή Λέσβου (9 Οκτωβρίου 1938), στην οποία είχαν μεταβεί οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου “η Ανάπτυξις” Αγιάσου και παρουσίασαν το δράμα του Φραγκίσκου Γκρίλλπαρτσερ “Το στοιχειό του Πύργου”. Διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Στεφάνου, ο Βασίλειος Ρόδανος, γιος του Στρατή Ρόδανου, ο Πάνος Πράτσος, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, και ο Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).

Εάν ζούσαν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, θα γίνονταν σε πολύ λίγο χρόνο εκατομμυριούχοι και θα τους θαύμαζε όλος ο κόσμος. Εγώ τους απόλαυσα. Δε θυμάμαι να πέρασε βδομάδα, χωρίς να τους χαρώ. Ακόμα και στο Σανατόριο τους πήγαμε, μέσα στα χιόνια, με τον Κώστα Βουλβούλη.

Χρυσά αξέχαστα χρόνια! Πολλές φορές ξετυλίγονται μέσα στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, που κρατά την ανάσα μου και εύχομαι να μη φτάσει ποτέ στο τέλος. Έφυγαν τα χρόνια τα καλά και τα τρισευτυχισμένα και ήρθαν τα άχαρα και τα δυστυχισμένα.

(Αγιάσος, 19 Απριλίου 1987)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989