ΟΙ ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ ΜΑΣ

Το γραφικό λιμανάκι του Μακρύ-γιαλού όπου ευρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Ναυτικού μας Ομίλου έχει εξελιχθεί σε σημαντικό κολυμβητικό κέντρο.

exelixis_19400624_kolymvites-mas

ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 24-06-1940

ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

ΜΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ De Launay ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Το προσκύνημα στην Αγιάσο, το εσωτερικό ελληνικού σπιτιού, το βουνό Όλυμπος και η Μεγάλη Λίμνη

Ο L. De Launay, Γάλλος γεωλόγος, έρχεται στη Λέσβο το 1887 και το 1894, κατά τη διάρκεια δυο ταξιδιών του στο Αιγαίο. Ο σκοπός του ταξιδιού του είναι επιστημονικός. Ενδιαφέρεται να μελετήσει τη σύσταση του εδάφους και τον ορυκτό πλούτο του νησιού. Παράλληλα επιδιώκει να γνωρίσει τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
Ως ευαίσθητος και διορατικός παρατηρητής παρακολουθεί και καταγράφει το καθετί, πάντα με σεβασμό και φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους του νησιού, και καμιά φορά παρασύρεται σε κρίσεις εντελώς επιφανειακές, κάνοντας κάποια άστοχα σχόλια, όπως θα δούμε στο παρακάτω κείμενο.
O De Launay γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής σε μας για τα φιλελληνικά του αισθήματα και για τη θέση που παίρνει ενάντια στην τουρκική κυριαρχία και που δεν παραλείπει να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία.
Το ήθος και τα φιλελεύθερα φρονήματα του Γάλλου γεωλόγου φαίνονται καθαρά από τον τρόπο που παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής του.
«Κάθε λαός», γράφει, «έχει το ιερό δικαίωμα να έχει την εθνικότητά του, την πατρίδα του και κάθε
προσπάθεια στέρησής τους, παρά τη θέλησή του, κάτω από έναν ξένο ζυγό, πρέπει να προκαλεί την αγανάκτηση των ευαίσθητων ανθρώπων».
Από το οδοιπορικό του στη Αέσβο έχουμε δημοσιεύσει, μεταφρασμένο από το γαλλικό κείμενο «Chez les Grecs de Turquie» (Paris 1897), τις εντυπώσεις του από την Αγία Παρασκευή («Αιολικά Φύλλα», χρονιά Ε’, τεύχος 16, Ιανουάριος 1990, σελ. 33-35), όπως και τις σχετικές με την περιοδεία του στο νότιο τμήμα του νησιού, τον Ποταμό (Πλωμάρι), τη Βρίσα και τον Πολιχνίτο («Μυτιλήνη», τόμος Δ’, Μυτιλήνη 1990, σελ 147-156).
Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στη γνωριμία του με την Αγιάσο και τους κατοίκους της (σελ. 46-59).
Πολλές από τις πληροφορίες που παρέχει είναι λίγο πολύ γνωστές από τα ιστορικά και λαογραφικά κείμενα του νησιού και ακόμα μένουν στη μνήμη των παλιών κατοίκων της Αγιάσου, που βίωσαν νεαροί τότε την εποχή εκείνη. Όμως όλα αυτά δεν παύουν να αποτελούν μια ακόμα ενδιαφέρουσα πηγή μαρτυρίας για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.

kamarosd_396

Δυο μέρες μετά τον ερχομό μου στη Μυτιλήνη ξεκίνησα με συντροφιά να γνωρίσω το εσωτερικό του νησιού, αρχίζοντας από την ορεινή περιοχή της Αγιάσου και του Ολύμπου.
Αποτελούσαμε στ’ αλήθεια ένα ωραίο «καραβάνι», με τέσσερις άνδρες και τέσσερα άλογα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Μπροστά πήγαινε ο «τζαντάρμας» (χωροφύλακας), ο Χασάν τσαούσης, με μπλε αμπέχονο και κόκκινα σιρίτια, ως απεσταλμένος του διοικητή, για να με προστατεύει κι όπου χρειαζόταν να με επιβλέπει, κατόπιν εγώ και ο κύριος Σημαντήρης¹, ο οποίος με πολλή ευγένεια προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Ακολουθούσε ο γάιδαρος, φορτωμένος με αποσκευές, και τελευταίος ερχόταν ο αγωγιάτης, ο Στρατής, που κατά τη συνήθεια του τόπου έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια, τρέχοντας πίσω μας.
Αυτός ο Στρατής ήταν ένας ψηλός, καλοκαμωμένος νέος, με μακριά μουστάκια και σγουρά μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, φουσκωτές βράκες, κόκκινο ζωνάρι, σαντάλια (τσαρούχια) και μια πολύχρωμη μαντίλα, τυλιγμένη περίτεχνα στο κεφάλι.
Το νησί της Μυτιλήνης² μοιάζει στο σχήμα με ένα είδος τριγώνου, του οποίου η βάση στα νότια κόβεται από δυο βαθείς κόλπους, της Γέρας ή των Ελαιών (Oliviers) και της Καλλονής. Στις τρεις κορυφές υπάρχουν τρία λιμάνια, οχυρωμένα, ο Μόλυβος στα βόρεια, το Σίγρι δυτικά και η Μυτιλήνη ανατολικά. Προς τη βόρεια κορυφή βρίσκεται το βουνό Λεπέτυμνος που φτάνει τα 917 μ., στο δυτικό άκρο ο Όρδυμνος με 515 μ., τέλος από την ανατολική πλευρά ο Όλυμπος με 1.000 μ. υψόμετρο.
Προς αυτό το τελευταίο κατευθυνόμασταν, ακολουθώντας το γύρο του κόλπου της Γέρας. Από κει σκοπεύαμε να προχωρήσουμε ως το Σίγρι, έπειτα στο Μόλυβο και θα επιστρέφαμε στη Μυτιλήνη σε δυο βδομάδες.
Στην αρχή ο δρόμος προς την Αγιάσο ανηφορίζει σ’ ένα μικρό πέρασμα ανάμεσα σε φυτείες από λαμπερούς ελαιώνες, όπου φυτρώνει τούφες τούφες ο ασφόδελος, το λουλούδι με τον ψηλό μίσχο, που αρωμάτιζε τις νύχτες της Ιουδαίας, την ώρα που κοιμόταν ο Booz (Βοόζ), αν πιστέψουμε τον Ουγκό. «Ένα δροσερό άρωμα ξεχυνόταν από τις τούφες του ασφόδελου».
Όταν φθάσεις ψηλά, βλέπεις το γαλάζιο κόλπο της Γέρας με τους κατάφυτους ελαιώνες να σκεπάζουν τις πλαγιές. Μέσα στο αστραφτερό φως, που το σκιάζουν τα φυλλώματα των δέντρων, λάμπουν ρουμπίνια οι ανεμώνες και στο βάθος αντίθετα προς το φως υψώνεται πάνω από τη θάλασσα η μεγαλόπρεπη σιλουέτα του Ολύμπου, που μοιάζει στο σχήμα με το βουνό της Ruy-de Dome στην Οβέρνη.
Όσο ακολουθείς τις ακτές του κόλπου της Γέρας, το τοπίο θυμίζει πολύ τις δικές μας ακτές της νότιας Γαλλίας με τις χλωμές ελιές, τους ροζιασμένους των κορμούς, τα κόκκινα και κίτρινα λουλούδια και τη γαλάζια θάλασσα. Μόλις όμως αρχίσεις πάλι ν’ ανεβαίνεις ψηλότερα, ο χαρακτήρας της βλάστησης αλλάζει. Δεν υπάρχουν πια ελιές, αλλά πελώρια πλατάνια, βαλανιδιές, καρυδιές, λεύκες, λαγκαδιές κατάφυτες από θάμνους, πρίνους και φράχτες από αγριομουριές, ένα δάσος με πυκνή βλάστηση. Μεγάλες πλατύφυλλες φτέρες, κάτω απ’ τις οποίες ακούγονται από παντού τα κελαρύσματα τρεχούμενου νερού, ένα τοπίο πολύ πράσινο, πολύ δροσερό, σαν αυτό που απαντά κανείς καμιά φορά στα δικά μας βουνά της Γαλλίας.
Ένας δρόμος φαρδύς, στρωμένος με λευκή πέτρα, ο οποίος ξεκινά από την αρχή της ανηφοριάς, εκεί στην όμορφη πηγή της Καρίνης, που είναι κρυμμένη κάτω από την πυκνή φυλλωσιά γιγάντιων πλατανιών, ανεβαίνει προχωρώντας μέσα από τα δάση και τους ανθισμένους οπωρόκηπους στην πλαγιά μιας απότομης χαράδρας και φτάνει ως το χωριό της Αγιάσου ή «Αγία Σιών», που ήταν και ο προορισμός της ημέρας εκείνης.
Μπαίνουμε σ’ έναν κατηφορικό δρόμο με ξύλινα καστανόχρωμα σπίτια και επικλινείς στέγες, με ρυάκια που τρέχουν πάνω στα λιθόστρωτα, μια άποψη της Savoie³, μάλλον από έναν πίνακα του Decamps4.
Οδηγώντας από τα γκέμια τα άλογά μας, που γλιστρούν πάνω στα γυαλιστερά καλντερίμια, φτάνουμε, όπως θα γίνεται από δω και μπρος κάθε βράδυ, και περιμένουμε ήσυχα μπροστά στο καφενείο να οργανώσουν το κατάλυμά μας.
kamarosd_401Αυτό το καφενείο είναι υπαίθριο με μια στέγη που στηρίζεται σε μερικούς ξύλινους στύλους, με παγκάκια γύρω γύρω και δέντρα που ρίχνουν τον ίσκιο τους. Είναι στην άκρη ενός πολύ απότομου δρόμου. Πίσω του βρίσκεται το μαγαζί του καφετζή, όπου καταφεύγουν τις βροχερές μέρες και στο λιγοστό φως διακρίνουμε να γυαλίζουν στη σειρά οι ναργκιλέδες και τα φιλτζάνια του καφέ.
Το ελληνικό καφενείο έχει πάντα κόσμο, οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Οι Έλληνες κάθονται σοβαροί με το κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Στο στόμα το «μαρκούτσι» του ναργκιλέ, που προχωρεί και φτάνει ως μέσα στη γυάλινη φιάλη. Δε λένε πολλά και κάθε τόσο παίρνουν μια ρουφηξιά που κάνει μέσα στο ναργκιλέ γκλου γκλου. Πάνω στο λαιμό της φιάλης τα κάρβουνα σιγοσβήνουν.
Αφού καθίσαμε, ο σύντροφός μου είπε λίγες λέξεις στα ελληνικά. Αμέσως η σιωπή αποκαταστάθηκε και ένας Τούρκος έφερε δυο ποτήρια νερό και δυο φιλτζάνια με καφέ. Ένας νεαρός παπάς που ήταν εκεί, με μακριά τετράγωνη γενειάδα και με τα μαλλιά στους ώμους, όπως συνηθίζουν όλοι οι ιερείς εδώ, επιχείρησε να αρχίσει κάποια κουβέντα με τον κ. Σημαντήρη και σχεδόν καταλαβαίνω τις απαντήσεις του. «Είναι Γάλλος γεωλόγος και ξέρει ελάχιστα ελληνικά».
Καθόμαστε εκεί περίπου ένα τέταρτο και τα άλογα φορτωμένα περιμένουν. Έρχεται ο πρόθυμος νοικοκύρης, που θα μας δεχθεί απόψε και τον οποίον είχαν στείλει να φωνάξουν. Του δείχνουν το συστατικό γράμμα, το διαβάζει και χωρίς περιττές διαχύσεις θα εξηγήσει στον οδηγό μας πού πρέπει να οδηγήσει τα ζώα. Σε λίγο μας ρωτά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε και μας παίρνει μαζί του στο σπίτι.
Το σπίτι που μπήκαμε είναι πολύ καθαρό και ακόμα πολύ άνετο, παρά την ιδέα που μπορεί να έχει κανείς στη Γαλλία για μια ανατολίτικη κατοικία και όμως δεν είναι παρά μια κατοικία ορεινών, όπως επέμεναν να με προειδοποιήσουν, την οποία οι πιο πολιτισμένοι κάτοικοι των μικρών προαστίων της Μυτιλήνης δε θα καταδέχονταν.
Η Αγιάσος που βρίσκεται σε υψόμετρο 450 περίπου μέτρων, εκεί που αρχίζουν οι απόκρημνες πλαγιές του Ολύμπου, παρ’ όλο τον αριθμό των κατοίκων της, που ξεπερνά τις 6.000, και τα πλούτη μερικών, θεωρείται από τους κατοίκους του νησιού ένας τόπος λίγο τραχύς και άγριος, όπου πηγαίνεις για προσκύνημα, αλλά δε θέλεις να μείνεις.
Ίσως στον τραχύ χαρακτήρα του τόπου και ακόμα στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος μου σταθμός στην Ανατολή να οφείλεται η βαθιά εντύπωση που μ’ άφησε στη μνήμη η βραδιά που πέρασα στην Αγιάσο. Καθώς περίπου τέτοιου είδους σκηνές επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ, κατά την παραμονή μου στο νησί και οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στο να δοθεί μια ακριβής ιδέα του τόπου, θα αναφερθώ με κάποιες λεπτομέρειες.

Στο βάθος ενός εσωτερικού μαγαζιού, που ήταν γεμάτο από εκείνα τα μαύρα σακιά και υφαντά από κατσικότριχα, που οι Ελληνίδες υφαίνουν σε παραδοσιακούς αργαλειούς, για την παραγωγή των οποίων είναι γνωστοί οι κάτοικοι της Αγιάσου, που τα εμπορεύονται επίσης με επιτυχία, από μια σκάλα με σκούρο ξύλο ανεβήκαμε σ’ ένα μεγάλο κάτασπρο χώρο, στρωμένο με ψάθα και φωτισμένο μ’ εκείνες τις λάμπες του πετρελαίου, που είναι η πρώτη πολυτέλεια των Ελλήνων που λατρεύουν το φως. Γύρω γύρω υπήρχε ένα μακρύ μιντέρι, στο οποίο ο Μιχελής Στέφανος, ο οικοδεσπότης, μας έβαλε να καθίσουμε. Εκεί μέσα στους καπνούς των τσιγάρων αρχίσαμε μια κουβέντα, που δεν άργησε να ξεθυμάνει και αιτία ήταν οι ελάχιστες γνώσεις μου στα ελληνικά.
Σε λίγο μπαίνει η οικοδέσποινα, η οποία σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια της Ανατολής (λιγάκι επηρεασμένη, χωρίς αμφιβολία, από την επαφή με τα ήθη των Μουσουλμάνων) δεν έπρεπε να παρατείνει την παρουσία της παρά όσο χρειαζόταν για να μας σερβίρει. Φορεί τη συνηθισμένη ενδυμασία των γυναικών του νησιού. Για φούστα ένα είδος μεγάλου σάκου, το «βρακί», που σχηματίζει στους άνδρες, όπως και στις γυναίκες, μια φαρδιά «κιλότα» φουσκωτή, για τους άνδρες κάτω από το γόνατο και για τις γυναίκες δεμένη στον αστράγαλο. Έπειτα μια μπλούζα από ύφασμα άσπρο με ρίγες κόκκινες, σκεπασμένη από μια μαύρη ζακέτα, πολύ ανοιχτή μπροστά και πάνω στα μαλλιά ένα μαντίλι χρωματιστό, τυλιγμένο κατά τον τρόπο των Βάσκων γυναικών. Μας χαιρετά με ένα ντροπαλό «καλησπέρα σας» και ξαναβγαίνει, για να μας φέρει αμέσως σε δίσκο καφέ τουρκικό, μετά γλυκά, (από τα οποία ο καθένας πρέπει να πάρει μόνο μια κουταλιά, πίνοντας στη συνέχεια μια γουλιά νερό), σταφίδες, φιστίκια, αμύγδαλα και το απαραίτητο ρακί της μικρασιάτικης περιποίησης, ένα είδος ποτού από γλυκάνισο ή μαστίχα της Χίου και το οποίο δίνει, όπως και το αψέντι, μια όψη γαλατένια στο νερό.
Δυο ώρες άσκοπης κουβέντας, όπου η πολιτική παίζει μεγάλο ρόλο, και στη διάρκειά τους παρελαύνουν διαδοχικά μπροστά μου οι κυριότεροι προύχοντες του τόπου που επέμεναν να δουν τον ξένο. Μπαίνουν αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, φορώντας το μεγάλο κόκκινο φέσι με το μαύρο βαλανίδι στην κορφή, παίρνουν από την καπνοσακούλα, πάντα ανοιχτή πάνω στο τραπέζι, ό,τι χρειάζεται για να τυλίξουν ένα τσιγάρο, το καπνίζουν σιωπηλά και φεύγουν χωρίς να πουν τίποτα άλλο από τις απαραίτητες ευχές αυτής της περιόδου του Πάσχα που είμαστε τώρα, «Χριστός ανέστη», στην οποία όλοι απαντούν μαζί «Αληθώς ανέστη».
Το συνηθισμένο ένδυμα των ανδρών στη Μυτιλήνη (Λέσβο), που δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να περιγράψω, αποτελείται από ένα γιλέκο μαύρο, κατά την παλιά μόδα, κουμπωμένο σε σχήμα ρόμβου, που σχηματίζει «πλαστρόν» με δυο ανοίγματα τριγωνικά στο λαιμό και στο στομάχι, όπου διακρίνεται το πολύ άσπρο πουκάμισο. Ένα ζωνάρι κόκκινο, μια βράκα φουσκωτή μαύρη ή σκούρα μπλε, που πέφτει ανάμεσα στις γάμπες σαν μεγάλη σακούλα, και σαντάλια δεμένα, κατά τον αρχαϊκό τρόπο, πάνω από κάλτσες άσπρες ή μπλε. Το μεγάλο και βαρύ κόκκινο σκουφί, στην πραγματικότητα είναι ένα φέσι, το οποίο φοριέται όμως τελείως διαφορετικά από το μικρό σε σχήμα γλάστρας, που φέρουν οι Τούρκοι στο κεφάλι. Είναι τσακισμένο και ριχμένο με χάρη προς τα πίσω, αφήνοντας να φαίνονται από τις δυο μεριές του προσώπου μπούκλες σγουρές, καστανές ή ξανθές, που πλαισιώνουν συχνά μια φυσιογνωμία πολύ έξυπνη και λεπτή.

Επιτέλους κατά τις 9.30 οι επισκέπτες αποχωρούν και περνούμε στο τραπέζι. Μέσα σ’ ένα στενό δωμάτιο, που οι λευκοί του τοίχοι διακόπτονται από ξύλινη επένδυση με σκαλιστό και ζωγραφιστό ξύλο (μεσάντρα), έχουν βάλει μια λάμπα σχεδόν καταγής, στο βάθος του φωτεινού τζακιού, που είναι στολισμένο με πολύχρωμα πράσινα και καφέ γυαλικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για όλους εμάς, που καθόμαστε στο πλάι πάνω σε μαξιλάρια γύρω από ένα πολύ χαμηλό τραπεζάκι, ένα φωτισμό που έχει κάτι το ιδιαίτερο, το μυστηριώδες και συγχρόνως το πολύ συμπαθητικό.
Το τραπεζομάντιλο και οι πετσέτες είναι καμωμένα από εκείνα τα ωραία υφάσματα με την απαλή κλωστή και με σχέδια κόκκινα ή ανοιχτό μπλε, που οι γυναίκες εδώ υφαίνουν μόνες τους στον αργαλειό, όπως και τα φορέματα και τα ρουχικά τους.
Ένα μεγάλο χάλκινο μαγκάλι ζεσταίνει το δωμάτιο. Το δείπνο αρχίζει σιωπηλά. Ο Μιχελής Στέφανος και τα δυο αγόρια του δειπνούν μόνο μαζί μας, πολύ σοβαροί, ενώ η γυναίκα μένει όρθια να μας σερβίρει και πρώτα μας χύνει νερό πάνω στα χέρια με ένα μπρίκι. Το σύνολο προσφέρει μια πολύ συγκινητική αρχαϊκή σκηνή, που σε κάνει να σκέπτεσαι κάποιες παλαιές αναπαραστάσεις των Αποστόλων στους Εμμαούς.
Το γεύμα που μας προσφέρουν, ένα «μενού» που θα επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα, είναι σούπα με αρνάκι βραστό, όλο πάχος, ψάρι τηγανητό, σαλάτα και τυρί στο λάδι. Η πιατέλα πάνω στο τραπέζι και ο καθένας παίρνει από το ίδιο φαγητό, κεντώντας με το πιρούνι του μέσα στο σωρό. Έπειτα κρασί του τόπου, πολύ γλυκό, άνοστο με ένα μόνο νεροπότηρο, από το οποίο ο καθένας μας πίνει με τη σειρά του.
Ορισμένες τέτοιου είδους μικρολεπτομέρειες που τις ξανασυναντήσαμε, εδώ που τα λέμε, σε πολλές γωνιές της Γαλλίας, ξαφνιάζουν λίγο μέσα στην πολυτέλεια που έχουν αυτά τα κατάλευκα δωμάτια υποδοχής με τα ανατολίτικα υφάσματα, τους ασημένιους δίσκους που μας προσφέρουν τα δροσιστικά, με τη φωτισμένη κουβέντα αυτών των ανδρών, οι οποίοι, όπως όλοι οι Έλληνες της Ασίας, έχουν πάει σχολείο και γνωρίζουν την ιστορία και γεωγραφία της χώρας τους.
Έντεκα η ώρα ετοίμασαν τα δωμάτιά μας και πηγαίνουμε μέσα γρήγορα. Στρώματα στο πάτωμα με ένα σεντόνι και ένα πολύχρωμο σκέπασμα. Σε μια γωνιά ορθάνοιχτη η «θέση», όπου τα στρωσίδια μας θα ξαναμπούν αύριο πρωί, για να περιμένουν έναν καινούριο επισκέπτη. Πάνω στα ράφια κεραμικά βερνικωμένα και τα στέφανα του γάμου, όπως και στη Γαλλία, Δε χάνουμε τον καιρό σε κουβέντες και κοιμόμαστε σε λίγο στο προστατευτικό αμυδρό φως του καντηλιού των Εικόνων.
Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, μια χαρούμενη αχτίδα γλιστρώντας μέσα από τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, που στην Ανατολή συχνά αντικαθιστούν τα τζάμια, ήρθε να με ξυπνήσει και να θυμίσει ότι δεν είχα ακόμα
επισκεφθεί την Αγιάσο, που είχα αντικρίσει μια στιγμή το δειλινό. Σε λίγο ήμουν στο δρόμο προς την εκκλησία, της οποίας η φήμη απλώνεται σ’ όλο το νησί.
Αυτά τα όμορφα απριλιάτικα πρωινά στη Μυτιλήνη! Μου φαίνεται ότι πουθενά αλλού από τότε δεν έχω βρει ένα φως τόσο γλυκό, αυτή την αίσθηση από έναν ήλιο, που νιώθεις κιόλας πολύ λαμπερό να διαπερνά τα απομεινάρια της ελαφράς ομίχλης, αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, που παρουσιάζουν οι δρόμοι με τις πράσινες κληματαριές και τα πολύχρωμα υφαντά, όπου η ζωή αρχίζει νωρίς, για να τελειώσει πριν πιάσει η ζέστη, αυτή την παρουσία του κόκκινου, των φωτεινών πολύχρωμων φορεμάτων μέσα στις σκιές, με εκείνο το ξεχείλισμα της νιότης, τη γεμάτη τόλμη ελευθερία, που παρόμοια δε χάρηκα σε κανένα μέρος και σε καμιά εποχή.
Και σήμερα ακόμα η παραμικρή εύθυμη αχτίδα της Άνοιξης, που ξυπνά μέσα μου τη θύμηση, με ξαναφέρνει αμέσως σ’ αυτόν το γοητευτικό τόπο, από τον οποίο θα κρατήσω μέσα μου παντοτινά τη νοσταλγία. Ξαναβλέπω τις γυναίκες με τα μαύρα μάτια, με μια στάμνα στους ώμους, να φλυαρούν γύρω από τη βρύση, τους άνδρες να καπνίζουν και να πολιτικολογούν μπροστά στο καφενείο που το σκιάζει ένα μεγάλο πλατάνι, τα πέταλα των αλόγων που αντηχούν, καθώς γλιστρούν πάνω στο πλακόστρωτο, και αισθάνομαι ευθύς τον αέρα να γεμίζει απ’ αυτό το άρωμα το τόσο χαρακτηριστικό (λίγο παράξενο στην αρχή), στις χώρες της Τουρκίας και της Ελλάδας, όπου ανακατεύονται, δεν ξέρεις τι είδους ακαθόριστες μυρουδιές από καμένο λάδι, από μόσχο, πορτοκαλιές ή γιασεμιά ανθισμένα.
Η εκκλησία της Αγιάσου έχει το θρύλο της. ‘Αλλοτε, καθώς λένε, υπήρχε, σε κάποια απόσταση από κει, μέσα σ’ένα ταπεινό ξωκλήσι μια Παναγία Βυζαντινή, ζωγραφισμένη σε ξύλο με την επιγραφή «Αγία Σιών».
Πολλά βράδια συνέχεια η Παναγία εξαφανιζόταν και κάθε φορά που τη γύρευαν παρουσιαζόταν στο σημείο που είναι η τωρινή κώμη, μέσα σ’ ένα φωτοστέφανο. Οι κάτοικοι κατάλαβαν τότε πως είχαν κακώς διαλέξει τη θέση του ιερού κι ήρθαν να χτίσουν, στο σημείο που τους φανερωνόταν από το θαύμα, μια ωραία εκκλησία που πήρε δικαίως το όνομα της Αγιάσου. Εκεί έβαλαν την παλαιά εικόνα, σκεπασμένη από μια άλλη που είναι αντίγραφό της, για να την προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου και κάθε χρόνο την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου δέκα χιλιάδες προσκυνητές έρχονται να τη λατρέψουν.
Ενώ μου διηγόταν αυτή την ιστορία, μπαίναμε στην αυλή της εκκλησίας, η οποία είναι μεγάλη και πλαισιώνεται από κελιά, που προσφέρονται δωρεάν ως κατάλυμα στους ξένους, τους ταξιδιώτες και τους φτωχούς.
Αυτό είναι μια γενικευμένη και πολύ αξιέπαινη συνήθεια στις ελληνικές εκκλησίες. Σ’ αυτά τα μέρη τα υποδουλωμένα στους Τούρκους, όπου η θρησκεία είναι ο συνδετικός κρίκος του έθνους, η Εκκλησία που αποτελείται από το σύνολο των πιστών, είναι αληθινή δύναμη, κατοχυρωμένη με την εγγύηση διεθνών συνθηκών, στην οποία πολλοί Έλληνες κάνουν δωρεές όχι μονάχα από φιλανθρωπία ή από ευλάβεια, αλλά επίσης με τη σκέψη ότι, την ημέρα που οι Τούρκοι θα εκδιωχθούν, οι απόγονοι τους θα έχουν εκεί ένα απόθεμα, για να μοιραστούν.
Η Εκκλησία (τα «Φιλανθρωπικά Καταστήματα») είναι λοιπόν σχετικά πλούσια και χρησιμοποιεί, πάνω απ’ όλα, τα πλούτη της, για να ανακουφίσει τους δυστυχείς.
Η κοινωνική θέση αυτών των συμπαθητικών πληθυσμών του Αρχιπελάγους, που βρίσκονται υποταγμένοι στους Τούρκους τυράννους, είναι στο βάθος παραδόξως αξιοζήλευτη, παρ’ όλο που η σκλαβιά τους μπορεί να προξενεί σε μας, από μακριά, τον οίκτο. Γιατί είναι η πρακτική και περιορισμένη εφαρμογή ενός είδους κολεκτιβισμού, που βασίζεται στη φιλανθρωπία και ο οποίος σε μια χώρα ευλογημένη από τους Θεούς μ’ έναν ουρανό φιλεύσπλαχνο και ένα κλίμα που κάνει πιο εύκολη τη ζωή, χωρίς τα κυβερνητικά βάρη, χωρίς την αφαίμαξη των εξοπλισμών, χωρίς βιομηχανική ανάπτυξη κι όπου οι άνθρωποι παραδομένοι με μαλθακότητα στη μακαριότητα μιας μισοκαλοπέρασης και με την απαραίτητη ομοψυχία, που δημιουργεί η ανάγκη της αντιμετώπισης του Οθωμανού αφέντη, ανακουφίζει κάπως τις δυσκολίες τους.
Εδώ δεν υπάρχουν πλούσιοι, αλλά ούτε και φτωχοί. Ο καθένας κατέχει μια γωνιά γης, με κάποιες ελιές για τη συντήρησή του. Οι δασμοί πολύ μικροί στην πραγματικότητα και προπάντων άνισα κατανεμημένοι, δε βαραίνουν παρά το δημιουργικό άνθρωπο, τον έμπορο, του οποίου παραλύουν την προσπάθεια. Οι φτωχοί σχεδόν τους αγνοούν. Οι υλικές ανάγκες περιορίζονται σε μικρά πράγματα με τους ανθρώπους που αρκούνται να ζουν με πολύ λίγα τη μέρα. Ανάμεσά τους δε βλέπεις ποτέ ένα μεθυσμένο και η μόνη διασκέδαση, πολύ λίγο δαπανηρή, είναι να πίνουν μερικά φιλτζάνια καφέ και να καπνίζουν τσιγάρο. Όλοι εκεί έχουν μια σχετική ευτυχία μέσα σε μια μετριότητα γεμάτη νωθρότητα και εγκαρτέρηση.

esoteriko-spitiou
Μερική άποψη του εσωτερικού του παραδοσιακού αγιασώτικου σπιτιού. (Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη)

Η εκκλησία στην Αγιάσο είναι πολύ μεγάλη και χωρισμένη σε τρία κλίτη με μαρμάρινες κολόνες. Στο βάθος το επιχρυσωμένο εικονοστάσι με τις εικόνες του τις μαυρισμένες και καλυμμένες με ασήμι.
Απ’ όλες τις πλευρές έπιπλα, παγκάρια με ένθετα σιντέφια και καντήλια διαφόρων ειδών, κρεμασμένα άτακτα, και το πιο σπουδαίο απ’ όλα τα πολυάριθμα στρώματα καταγής, στα οποία είναι ξαπλωμένες άρρωστες γυναίκες, ανάπηροι κουβαριασμένοι, πληγωμένοι που γογγύζουν, ενώ παιδιά παίζουν δίπλα τους.
Αυτοί οι απροσδόκητοι φιλοξενούμενοι του ιερού είναι προσκυνητές που έκαναν τάμα να περάσουν εκεί δυο τρεις νύχτες, όπως οι πρόγονοι τους εδώ και αρκετούς αιώνες στο ναό του Ασκληπιού, περιμένοντας τη γιατρειά τους.
Η συνήθεια είναι εξάλλου αρκετά γενικευμένη στις ελληνικές εκκλησίες, που είναι χώροι προσκυνήματος, και είναι γνωστό ότι στην Ιερουσαλήμ κατά το Πάσχα, όταν κατά χιλιάδες κατασκηνώνουν πολλές νύχτες στη συνέχεια στον Άγιο Τάφο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να γίνονται πολλά έκτροπα και σκάνδαλα, τα οποία έχουν ταράξει πολλές φορές τη Χριστιανοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, μου λένε ότι μόνο οι άνδρες είναι δεκτοί στο ιερό, όσο για τις γυναίκες δεν επιτρέπεται παρά μόνο στις ηλικιωμένες (και μόνο στα πλαγινά κλίτη), χωρίς αμφιβολία για να μην αποσπάται η προσοχή των πιστών. Οι νέες είναι απομονωμένες μέσα στον καφασωτό γυναικωνίτη. Αυτή η διάκριση μου φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα λεπτή στην πρακτική εφαρμογή της.
Από την Αγιάσο ως την κορυφή του Ολύμπου σκαρφαλώνει κανείς σε λιγότερο από μιάμιση ώρα. Αυτό το βουνό δεν είναι παρά ένας πελώριος όγκος από μάρμαρο, εκθαμβωτικό και γυμνό πάνω στη δυτική πλαγιά, στην οποία ελίσσεται ένα απότομο μονοπάτι. Είναι μια απόσχιση των αρχικών πετρωμάτων, απομονωμένη από γεωλογικές πτυχώσεις, και η βορινή της πλευρά υψώνεται σαν τοίχος πάνω από τα οροπέδια που κατεβαίνουν προς τον κόλπο της Καλλονής.
Το βουνό Όλυμπος, που δεσπόζει σ’ όλο το νησί, μοιάζει από πέρα μακριά σαν ένας φάρος και από την κορυφή, επομένως φαίνεται ένας μεγάλος κύκλος γαλάζιας θάλασσας, σπαρμένης από νησιά που ακτινοβολούν. Εκεί στα ψηλά έχουν χτίσει, όπως σχεδόν σ’ όλες τις βουνοκορφές, στα ελληνικά μέρη, ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία. Οι άνθρωποι πάντοτε φαντάζονται ότι σκαρφαλώνοντας στα βουνά πλησιάζουν πιο πολύ το Θεό. Στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, γίνεται εκεί λειτουργία ή πανηγύρι.
Όταν κατεβαίνεις το βουνό του Ολύμπου προς τα βόρεια, βρίσκεις αμέσως, στα ριζά του απόκρημνου μαρμάρινου βράχου που προκαλεί τον ίλιγγο, καθώς υψώνεται απ’ αυτήν την πλευρά σαν ένας μεγαλοπρεπής κάθετος τοίχος 200 μ., μεγάλους όγκους από μάρμαρο σε αποχρώσεις πράσινου σκούρου ή κοκκινωπού, με θέα μελαγχολική και άγρια, σκαμμένους από βαθιές χαράδρες, όπου κυλούν βουερά οι χείμαρροι και αυλακώνονται από μικρές λίμνες φυτεμένες με ψηλά πεύκα σε σχήμα ομπρέλας και πιο σπάνια από βαλανιδιές. Απλώνονται από τη μια πλευρά στα βόρεια, προς το δάσος «Τσαμλίκι», από την άλλη στα νότια, προς το στόμιο του ποταμού Βούρκος, διασχίζοντας το νησί από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Πάνω σ’ αυτούς τους απότομους βράχους κανένα χωριό, καμιά καλλιέργεια, τίποτα που να ταράσσει τη σκέψη και να την αποσπά από την ενατένιση της φύσης. Είναι ίσως το τμήμα του νησιού που παρουσιάζεται αμετάβλητο στην αρχική του μορφή, την τόσο μεγαλόπρεπη.
Στο μέσον αυτής της ερημιάς είναι η Μεγάλη Λίμνη, μια μεγάλη ρηχή λίμνη, τριγυρισμένη από δάση και τόσο πυκνή βλάστηση, που μόλις ξεχωρίζεις από πού αρχίζει. Βρίσκεται μέσα στα βουνά, στα πόδια των απόκρημνων πλευρών του Ολύμπου. Χαράδρες απόκρημνες και σκοτεινές φτάνουν ως εκεί από τις γειτονικές κορφές. Κανένα τραγούδι πουλιού δεν τις φαιδρύνει. Καθώς προχωρούμε, ακολουθώντας τις όχθες της λίμνης, κάτω από τα μεγάλα πεύκα με τους κοκκινωπούς κορμούς, τη βλέπουμε από μακριά να ρυτιδώνεται από ένα φύσημα της αύρας, που κάνει να κυματίζουν τα μακριά μεταξένια χόρτα, τα οποία καθρεφτίζονται στα νερά της με τις ακαθόριστες οσμές του έλους.

Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο... (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο…
(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Αυτή τη νύχτα θα την περάσουμε στο αγρόκτημα της Πύρρας, στον κόλπο της Καλλονής, εκεί όπου υπήρχε κάποτε μια μεγάλη αρχαία πόλη που καταποντίστηκε, κατά τον Πλίνιο, στη θάλασσα.
Μας υποδέχτηκαν τα αγριεμένα γαβγίσματα των σκύλων και εκεί κάναμε ένα βιαστικό δείπνο, ψήνοντας πάνω σε κλαδιά κοχύλια, από εκείνα που οι αρχαίοι έβγαζαν την πορφύρα.

Μετάφραση
Μαρίας Αχ. Αναγνωστοπούλου

Σημειώσεις

  1. Είναι ο Απόστολος Σημαντήρης, που εκτελούσε χρέη επίσημου μεταφραστή και προξένου της Γαλλίας στη Μυτιλήνη την εποχή εκείνη.
  2. Μυτιλήνη συνήθιζαν να ονομάζουν τη Λέσβο οι ξένοι από τα μεσαιωνικά χρόνια.
  3. Περιοχή της Ν.Α. Γαλλίας στα σύνορα της Ιταλίας.
  4. Decamps (Alexandre-Gabriel, 1803-1860), Γάλλος ζωγράφος, διάσημος για τη δύναμη και την ένταση των χρωμάτων.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΟΔΙΚΕΙΩΝ ΑΓΙΑΣΟΥ

Οι Αγιασώτες πάντοτε έβρισκαν τρόπους να σπάνε τη μονοτονία της καθημερινότητας. Μέσα στην κλειστή κοινωνία τους γίνονταν εφευρετικοί, προπαντός οι νέοι, οι μπεκιάρηδες. Σοφίζονταν πολλά, έκαναν του κόσμου τις τρέλες, έδιναν μια νότα χαράς σ’όλο το χωριό.

Συνηθισμένες άλλοτες ήταν οι εκδικάσεις αγαπητικοϋποθέσεων από έκτακτα δικαστήρια, τα ερωτοδικεία. Μια τέτοια υπόθεση εκδικάστηκε λίγους μήνες πριν από την κήρυξη του πολέμου, στις 7 Ιούλη 1940, στον Αϊ-Σπυρίδωνα. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κατά τα πρακτικά της δίκης, που μου παραχώρησε ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο αρχιστράτηγος φον Ρουσδή Αράς, σωσίας του Τούρκου πολιτικού Ρουσδή, απόφοιτος της Σχολής Εφαρμογής Πυροβολικού Ατζέλικας, του Σχολείου Εφαρμογής Κοφτερούς, πορθητής των φρουρίων Βέρθας και Λιλής. Αυτός, σύμφωνα με το από 22 Ιούνη 1940 παραπεμπτικό βούλευμα, παραβίασε τους κανονισμούς που ρύθμιζαν όσα είχαν σχέση με τους αγαπητικούς, έδειξε ανικανότητα κι αμέλεια, παράτησε τη θέση του, παράδωσε «αμαχητί» μεγάλη ποσότητα υλικού κι έγινε αίτιος να καταληφθεί από γερόγατους καίριο ερωτόκαστρο στη θέση Καρυά. Αγαπητικοδίκες ήταν ο Χριστόφας Μούχαλος (πρόεδρος), ο Στρατής Καβαδέλης (σύνεδρος), κλητήρας ο Στρατής Τζίνης, δημόσιος κατήγορος ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, συνήγορος ο Στρατής Πολ. Αναστασέλης (Γιαπρακάδινα) κι ο Στρατής Ηρ. Αναστασέλης (Τασιός), εκτελεστής της απόφασης του δικαστηρίου ο Γιάννης Χατζηλεωνίδας κι ακροατές ο Στρατής Χατζηπροκοπίου (γιατρός), ο Δημήτρης Μουτζουρέλης κι ο Στρατής Στεφάνου.

myrtaplus_038
Ο συνήγορος Στρατής Πολ. Αναστασέλης, ενώ αγορεύει…

Λίγο αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος κι ακολούθησε η Κατοχή. Δεν υπήρχε πια περιθώριο για χωρατά, δεν υπήρχε διάθεση για γέλιο. Ο κόσμος μαζεύτηκε, έπνιξε τις χαρές του. Ήταν η εποχή που έπρεπε ν’ αγωνιστεί κανείς για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειάς του…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 22/1984