ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΤΖΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας.

Το όργαλο, δηλαδή τη λατέρνα, το πρωτοέφερε στην Αγιάσο κατά το 1916-1917 ο Σωκράτης Βάλεσης, ο Μασόνος. Δεν το κράτησε όμως πολύ και το έδωσε. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Αθανάσης Καμαρός, το Κουρτσιάδ’. Αυτός ήταν μερακλής, το είχε πάντα καταστολισμένο μ’ ένα σωρό φανταχτερά μπιχλιμπίδια, που κάθε τόσο τα άλλαζε. Το μεγάλο του μεράκι ήταν να περνά στο όργαλό του κάθε καινούργιο σκοπό που κυκλοφορούσε, κι ας μην είχε άλλο όργαλο να τον ανταγωνίζεται. Τους σκοπούς στα όργαλα τους περνούσε ο μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, και τις ποντίλιες τις κάρφωνε στον κύλινδρο ο αδερφός του Ξινόφς, που ήξερε κιόλας να κουρδίζει.

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας. Απέναντι από τα κουϊτούκια κάθονταν οι κοπέλες, αραδιασμένες πάνω στα καριγλιά τους, με τα καλύτερά τους τα στολίδια, το μαργαριτάρι στο λαιμό, τις αρμαθιές τα φλουριά στο στήθος – ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση η καθεμιά – και τα βραχιόλια στα χέρια. Φτάνοντας τα παλικάρια στα κουϊτούκια, πίνανε τα ούζα τους και κάνανε και το χορό τους, αν υπήρχε μουσική, όργαλο ή νταβούλι. Φλερτάρανε, γνέφανε στις κοπέλες και πλέκανε τα ερωτικά τους ειδύλλια. Τα κουϊτούκια άνοιγαν μόνο τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, που άρχιζε η πατινάδα των παλικαριών, και κλείνανε μόλις νύχτωνε. Δεν ήταν εύκολο να βάλουν λαδολύχναρα ή γκαζόλαμπες. Απ’ τον Αύγουστο του 1927, που χάρη στο χειρούργο γιατρό Στρατή Δούκαρο ηλεκτροφωτίστηκε η Αγιάσος, πήραν φως και τα κουϊτούκια.

Το Κουρτσιάδ’ πήγαινε και έπαιζε με το όργαλό του παντού, όλες τις μέρες της εβδομάδας κι όλες τις ώρες, όπου τον φώναζαν οι παρέες. Τις Κυριακάδες όμως, τ’ απογεύματα που άρχιζε η πατινάδα, δεν πήγαινε πουθενά και σε κανέναν, όσα και να του έδιναν. Ήθελε να είναι συνεπής και να βρίσκεται στο μόνιμο στέκι του, στην Μπουτζαλιά, στο κουϊτούκι του Δημητρού Ρούγκου, που μεσουρανούσε τότες.

Στο κουϊτούκι του Ρούγκου έγιναν οι πιο μεγάλες διασκεδάσεις, τα πιο μεγάλα γλέντια και ξενύχτια. Δεν υπήρχαν τότες περιορισμοί, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, από την αστυνομία. Είχε το πλεονέκτημα να είναι κάτω από το σπίτι του Ρούγκου και σα χήρος με δυο μικρά παιδιά βρισκόταν όλες τις ώρες εκεί. Εκτός από την περαστική πελατεία, ο Ρούγκος είχε και τη μόνιμη που δεν έλειπε, όπως δε λείπει ο Μάρτης από τη μεγάλη σαρακοστή. Είχε την παρέα του, πρώτο και καλύτερο το Κουρτσιάδ’ ,το Γεώργιο Σκλεπάρη ή Θείο, το Στρατή Νιγδέλη ή Δοντά, το Βαγγέλη Κοντή ή Μπουνατσέλ(ι), το Θεόδωρο Χτενά ή Μπουλασίκ, τον Παναγιώτη Βουνάτσο ή Κνα, το Γρηγόρη Νιγδέλη ή Φέσ’ και τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον πασίγνωστο Κακούργο. Ήταν όλοι άνθρωποι του γλεντιού, με σπιρτόζικο πνεύμα, καλαμπουρτζήδες, ετοιμόλογοι και στιχουργοί της στιγμής. Γλεντούσαν ταχτικά και κάπου κάπου βγάζανε και βδομάδα σαν τους παπάδες. Το γλέντι τους ήταν σωστή ιεροτελεστία μέσα στο όχι και τόσο καλά φωτισμένο κουϊτούκι.

Πάνω στο γλέντι ο στιχουργός σηκωνόταν όρθιος και τραγουδούσε τους στίχους στο σκοπό της εποχής. Όλοι της παρέας, όρθιοι, τους επαναλάμβαναν, παίζοντας παλαμάκια, χοροπηδώντας με γέλια και χάχανα και κάνοντας γύρους στο τραπέζι τους. Τις περισσότερες φορές στόχο είχαν το Ρούγκο που τα δεχόταν όλα, ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του τραγουδούσαν.

Ο Ρούγκος άφησε εποχή, άφησε και τα παρακάτω τραγούδια, που ακούγονται ακόμα και σήμερα κάπου κάπου:

Ωραία Μπουτζαλιά μου,
που’ σταν καμπαναριό,
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους
σουστό πουταναρειό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα,
δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό,
πλέρουσι του μουρό,
σα δεν του πληρώνεις
θα του πληρώσου γω.

 Όταν ο Ρούγκος μια μέρα έκαψε τον τέντζερη που μαγείρευε ρεβίθια για να φάει με τα μωρά του, τραγούδησε στην παρέα του:

Δεν έκλιγα του τζιτζιρέ,
μον έκλιγα τ’ αρβίθια,
που μείναν τα μουρά ιν(ι)σκά
τσι κλαίγαν ούλη νύχτα.

 

Για το Στρατή Καλαλέ, τη Γκαγκάνα, που έκλεψε τα χράμια από το σπίτι του, τραγουδούσαν:

Ανάθιμά σι Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

 

Και για μια απαγωγή τραγουδούσαν:

Γη μέρα ‘νταν Διφτέρα
που ξμέρουνι ταχτέρ,
μας κλέψαν τη Σκαρλάτη
μι του μπουχτσά τς στου χέρ.’
Ταμπακέρα φουσκουμέν(ι),
γη Σκαρλάτ’ αγκαστρουμέν(ι).

Όταν, απόμαχος πια ο Ρούγκος, έκλεισε το κουϊτούκι του, το Κουρτσιάδ’ μετέφερε το όργαλο μόνιμα στου Καρρά, στο κουϊτούκι του Σπύρου Τινέλη, της Μανιάς. Με το όργαλό του το Κουρτσιάδ’ ως τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής γλέντησε και χόρεψε όλη την Αγιάσο, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου.

Τα ανεπανάληπτα γλέντια που γίνονταν στου Ρούγκου τα ξαναζωντάνεψε – παρ’ όλο που δεν τα εφτασε – και μας τα παρουσίασε από τη σκηνή, με την ηθογραφία του «Ωραία Μπουτζαλιά μου», ο Αντώνης Μηνάς. Το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις που πήρε, παρουσίασε το έργο στη Μυτιλήνη, στα κεφαλοχώρια και στα μικρά χωριά του νησιού, καθώς και στην Αθήνα.

Η παρέα Κουρτσιάδ’ – Ρούγκου και Σία ήταν και άφθαστοι φαρσέρ. Φτάνει να έπαιρναν μυρουδιά για κάτι, όπως πήραν μυρουδιά το Κουρτιάδ’ που είχε παραγγείλει κασκαβάλια τυρί για τη σοδειά του. Φρόντισαν, την ώρα που τα πίνανε και γλέντιζαν, να τον φέρουν και να τον κάνουν, όπως ήθελαν. Και δε δυσκολεύτηκαν να τα καταφέρουν. Βρήκαν μια κόφα – μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με αλυγαριές με το οποίο μεταφέρανε τα φρούτα εκείνα τα χρόνια, τον βάλανε μέσα κι από πάνω δέσανε μια μεσάλα. Δουλειές νοικοκυρεμένες. Φωνάξανε τον πρόσφυγα χαμάλη Μπάτη, τον πληρώσανε και του αντουνιάσανε την κόφα να πάει το τυρί στο σπίτι του Κουρτσιάδ’. Οι γειτόνισσες του δείξανε το σπίτι, ρίξανε και μια φωνή: «Μούρφουλ(ι), έβγα τσι φέραν του τυρί». Όταν είδε την κόφα το Μουρφούλ(ι), είπε: «Εμ τι του ήθιλι ξτιανός έγιουσου τυρί! Είπαμι να πάρουμι κουμμάτ’, εμ όχ(ι) τσι μια κόφα. Γή τ’ μιγάλ(ι) τ’ φαμλιά έχουμι; Νέισαν, ας είνι». Άμα ξεφόρτωσε το χαμάλη με μια γειτόνισσά της, είπε: «θα θέλ(ι)ς α πάρς τσι τ’ κόφα, μη ξανάρχισι». Όταν έβγαλε τη μεσάλα από πάνω από την κόφα κι είδαν μέσα τον Αθανάση να κοιμάται σα λαγός, τρόμαξαν, ξιπάστηκαν. Τούτο πάλι ήταν από τα ανάγραφα. Έβαλε το Μουρφούλ(ι) το χέρι της πάνω στο κεφάλι του Αθανάση κι είπε: «έγιτιου κασκαβάλ(ι) που είσι, έγιτια τσι χειρότιρα θα παθαίν(ι)ς. Τά σι κάνου γω, θέλ(ι)ς τα τσι παθαίν(ι)ς τα. Μουσταχάκς».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983

ΣΤΑ ΓΕΡΑΓΩΤΙΚΑ ΒΟΥΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΑΝ ΑΓΓΛΙΚΟΙ ΑΣΥΡΜΑΤΟΙ

Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής

Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Προέρχεται από έναν άνθρωπο που πήρε μέρος στην αντίσταση, που μαζί με άλλους συγχωριανούς του βοήθησε στην εγκατάσταση και στη λειτουργία αγγλικών ασυρμάτων στη Γέρα και συγκεκριμένα στον Παλαιόκηπο.

Οι αναμνήσεις έχουν, όπως είναι φυσικό, προσωπικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις πτυχές ενός γεγονότος. Συνήθως υπάρχει ελλειπτικότητα, ωραιοποίηση της προσωπικής συμβολής, καθώς και παραποίηση, σε κάποιες περιπτώσεις, της ιστορικής αλήθειας. Παρ’ όλα τα μειονεκτήματα όμως αποτελούν μια αξιόλογη αφηγηματική πηγή, την οποία οφείλουμε να χρησιμοποιούμε με κάποια προσοχή.

ΓΙΑΝΝΗΣ XΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκα στην Αντίσταση. Ήμασταν κάμποσοι Παλαιοκηπιανοί που υπηρετήσαμε τους αγγλικούς ασύρματους, ο μακαρίτης Αλέκος Παπάς, ο Ηλίας Πασπατής, ο Γιώργος Σκοπελίτης, ο Ερμόλαος Ψαριανός, ο Χρίστος Χατζηράλλης ή Ξτουδόλς, που τον σκότωσαν αργότερα οι μπουραντάδες, ο Τρύφωνας Παπάς κι άλλοι.

Τον πρώτο ασύρματο, μόλις τον πήραμε, τον πήγαμε στα Μαυριά. Εκεί πέρα καθίσαμε λίγο διάστημα, οπότε μας ειδοποίησαν να φύγουμε. Η μέρα της μετακίνησης ήταν πολύ βροχερή. Μέχρι που να φτάσουμε στον Καπασά, στο ντάμι του Στέλιου Σπυριάδη, είχαμε γίνει όλοι μούσκεμα, μαζί κι ο προϊστάμενος του ασύρματου ανθυπολοχαγός Ασημάκης Ξάφης. Ανοίξαμε με δυσκολία το ντάμι και μπήκαμε μέσα. Ψάξαμε, βρήκαμε κλαδιά, ανάψαμε φωτιά και στεγνώσαμε. Ήμασταν οι παραπάνω, εκτός από το Σκοπελίτη, ο οποίος τότε βρισκόταν στο χωριό.

Το πρωί ήρθε στον Καπασά ο νεαρός παραγιός του Σπυριάδη Γιώργος Γεωργαντάς, το Κουτούτσ’, που σήμερα έχει καφενείο. Επιχειρούσε να ανοίξει το ντάμι, μα δεν τα κατάφερνε, γιατί εμείς το είχαμε κλειστό από μέσα. Τελικά ανοίξαμε και τον βάλαμε μέσα. Όταν κατέβηκε στο χωριό, είπε στο αφεντικό του αυτά που έπεσαν στην αντίληψή του. Ο Σπυριάδης φοβήθηκε, βρήκε το Σκοπελίτη και του ζήτησε να φύγουν από το ντάμι. Ο Σκοπελίτης τότε έστειλε ένα σύνδεσμο και μας ειδοποίησε να μεταφερθούμε αλλού.

manatoli
Ο Στρατής Ιωάννου Γριμανέλης κι ο Πάνος Μαϊστρέλης στη Μέση Ανατολή…

Ο Σκαναβής κι οι άλλοι κάθισαν δυο τρεις μέρες στη Μονόπετρα. Από κει τους πήραμε και τους κατεβάσαμε στο χωριό μας, στον Παλαιόκηπο. Εδώ μείναν μια βραδιά στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Μετά έπρεπε να τους παραδώσουμε στην οργάνωση του Μανταμάδου. Την αποστολή αναλάβαμε εγώ κι ο Αλέκος Παπάς. Χρησιμοποιήσαμε για τη μεταφορά τρία ζώα, το δικό μου το άλογο και τα μουλάρια του Αλέκου Παπά και του Φωτή Μπλούκου. Για να μην περάσουμε από το Ίππειος, όπου υπήρχε αστυνομία ελληνική που δεν ξέραμε τις διαθέσεις της, αποφασίσαμε να πάμε από την περιοχή που ονομάζεται Μητρόπολη, να βγούμε στα Κεραμιά, να κατευθυνθούμε προς την Πηγή κι από κει ακλουθώντας κατσικόδρομους να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα ζώα όμως, κατά κακή μας τύχη, πήραν λάθος δρόμο. Μας ρίξαν στα μπαλγκάμια, στα γκιόλια της Λάρσος. Απ’ όπου πηγαίναμε, για να βγούμε από τα τσάγια, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλα τα δρομάκια κατέληγαν σε μια μυλόπετρα. Ήταν νύχτα, δε βλέπαμε καλά, ταλαιπωρηθήκαμε πολλή ώρα άνθρωποι και ζώα. Καμιά φορά είδαμε κάπου φέξη. Ήταν μια καλύβα με σάζια. Πήγα προς τα κει και βρήκα ένα γέρο. Τον παρακάλεσα πολλή ώρα να μας οδηγήσει μέχρι τα Κεραμιά, αλλ’ αρνήθηκε. Επέστρεψα στο μέρος όπου είχα αφήσει τους άλλους και τους είπα για το γέρο, που δεν ήθελε να μας βοηθήσει. Ήμουνα θυμωμένος και πρότεινα να του κάψουμε την καλύβα. Ύστερα σκεφτήκαμε να τον πληρώσουμε να μας πάει. Του δώσαμε 100 χιλιάρικα, που τα είχαν οι άλλοι, κι έτσι ανέλαβε να μας οδηγήσει στα Κεραμιά. Μετά από λίγη όμως πορεία αναγνωρίσαμε το δρόμο και τον διώξαμε. Επειδή όμως καθυστερήσαμε, δεν μπορέσαμε να ήμαστε συνεπείς και να συναντηθούμε με τους ανθρώπους της άλλης οργάνωσης στο προκαθορισμένο σημείο. Όταν πλησιάσαμε στο Μανταμάδο, κρυφτήκαμε άνθρωποι και ζώα σ’ ένα ρουμάνι, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εγώ έμεινα επιτόπου με τους ανθρώπους. Ο Αλέκος πήγε κι αντάμωσε τους σύνδεσμους, οι οποίοι πράγματι ήρθαν τις αυγές και παρέλαβαν τους ανθρώπους, για να τους φυγαδέψουν πιθανότατα στη Μέση Ανατολή. Μετά την παράδοση εμείς δεν είχαμε πια καμιά δουλειά, γι’ αυτό κι επιστρέψαμε στον Παλαιόκηπο.

Τον πρώτο ασύρματο που χρησιμοποιήσαμε μας τον πήραν δεν ξέρω τι έγινε, ίσως να χάλασε. Μαζί έφυγε κι ο Ασημάκης ο Ξάφης. Παράδοση νέου ασύρματου θα γινόταν στη Σαρακίνα, παράλια περιοχή περιφέρειας Μανταμάδου, πολύ κοντά στην τουρκική ακτή. Πήγαμε εγώ κι ο Γιώργος ο Σκοπελίτης με δυο μουλάρια. Περιμέναμε κει τρεις μέρες, ώσπου να μπορέσουμε να κάνουμε την παραλαβή. Πάνω που ερχόταν το υποβρύχιο, έκανε την εμφάνισή του ένα γερμανικό καταδιωκτικό. Μαζί με τον ασύρματο ήρθε και νέος ασυρματιστής, σταλμένος από το στρατηγείο Μέσης Ανατολής.

Επιστρέφοντας νύχτα από τη Σαρακίνα εγώ, ο Γιώργος ο Σκοπελίτης κι ο ασυρματιστής, είδαμε στο βάθος του δρόμου ένα λουξ. Πανικοβληθήκαμε, γιατί νομίσαμε πως ήταν Γερμανοί. Να φύγουμε δεξιά ή αριστερά ήταν αδύνατο, γιατί είχε ντουβάρια ψηλά. Μείναμε για λίγο χρόνο επιτόπου. Ύστερα αποφασίσαμε να πάω εγώ προς τα κει κι αν είναι Γερμανοί να ρίξω χειροβομβίδα και να προσπαθήσουμε να διαφύγουμε με κάθε τρόπο. Εγώ ήμουνα γρήγορος, έτρεχα πολύ. Είχαμε πιστόλια και χειροβομβίδες. Βάδισα, έφτασα στο λουξ και διαπίστωσα με χαρά πως ήταν πυροφάνι, πως δεν ήταν Γερμανοί αλλά ψαράδες. Από κει συνεχίσαμε το δρόμο μας χωρίς κανένα κακό συναπάντημα και φτάσαμε στον Παλαιόκηπο.

Το νέο ασύρματο τον φέραμε στον Αγλέφιρο, στο κτήμα του Χρίστου Χατζηράλλη, όπου υπήρχαν δυο τρία κατνέλια, μικρές κατούνες. Εδώ καθίσαμε αρκετό διάστημα. Αργότερα μετακινηθήκαμε κι ήρταμε στην κατούνα του Στρατή Βέτσου. Κι εδώ μείναμε αρκετό χρόνο, ήταν προς το τέλος της κατοχικής περιόδου. Από εδώ μεταφέραμε τον ασύρματο στο χωριό, όπου φυλάχτηκε λίγες μέρες στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Από το χωριό τον μεταφέραμε στον κάμπο, στη Βριακή. Τον εγκαταστήσαμε στην Πραματιά, στην κατούνα του Φωτή Μπλούκου. Προσέχαμε πολύ, γιατί υπήρχαν καταδότες. Δεν ήταν αδύνατο να πληροφορηθούν τη δράση μας οι Γερμανοί. Υπήρχε κίνδυνος να προδοθούμε και μέσα από το χωριό, οι γκεσταμπίτες δεν έλειπαν. Κι ο δεύτερος ασύρματος λειτούργησε κανονικά, όπως κι ο πρώτος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής...”.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΙΧ. ΣΟΥΣΑΜΛΗΣ (ΧΡΟΝΗΣ)

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Αξίζει να φέρουμε στη μνήμη των παλαιών και να παρουσιάσουμε στους νέους το Μιλτιάδη Σουσαμλή ή Χρόνη, για να γνωρίσουν ποιός ήταν και τι πρόσφερε στο Αναγνωστήριο και στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου «Όλυμπος».

Ο πατέρας του Μιχάλης Σουσαμλής ήταν σπουδαίος στην εποχή του κάλφας οικοδομών. Τ’ αδέρφια του όλα μουσικοί επαγγελματίες. Ό ίδιος παραστράτησε κι ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Έφτιαχνε φανάρια, λαδόμπρικα, τζεζβέδες, τυροξύστες, γκιούμια. Ήταν φαναρτζής. Αγαπούσε το επάγγελμά του και δούλευε με μεράκι. Όλα τα χρόνια τα πέρασε μέσα στο Χάνι, όπου είχε και το μαγαζί του.

Η καλλιτεχνική διάθεσή του ξύπνησε κι εκδηλώθηκε το 1916-1918, όταν τον πρωτανέβασαν στη θεατρική σκηνή του Αναγνωστηρίου. Έπαιξε στα έργα του Περεσιάδη «Γκόλφω», «Σκλάβα», «Εσμέ», του Βότσαρη «Η ψυχοκόρη και ο λήσταρχος Κρικέλας», κι απέδωσε θαυμάσια τους ρόλους που υποκρίθηκε, γιατί τους ένιωθε, τους αισθανόταν και τους ζούσε, ας ήταν τα γράμματά του λίγα. Τ’ αποκορύφωμα, το ζενίθ της επιτυχίας του, ήταν στο έργο του Δημ. Κορομηλά «ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στό ρόλο του μπαρμπα – Χρόνη, που του ήρθε καλούπι, κόλλησε καλά, επιβλήθηκε, εκτόπισε κι εξαφάνισε τ’ όνομά του. Κανείς πια δεν τον φώναζε μ’ αυτό. Όλοι τον φώναζαν Χρόνη. Και μεις από δω και πέρα Χρόνη θα τον αναφέρουμε.

anagnostiriosl_039
Διαφάνεια Πάνου Ε. Κολαξιζέλη

Ο Χρόνης αγάπησε τ’ Αναγνωστήριο με το θέατρό του όσο λίγοι και πρόσφερε πολλά, πάρα πολλά. Σύχναζε σ’ αυτό. Οι συζητήσεις που έκανε με τα «φραγκέλια» – έτσι λέγανε τα χρόνια κείνα τους μαθητές του Γυμνασίου και τους φοιτητές – ήταν πάντα για το θέατρο, που του είχε γίνει πάθος. Σηκωνόταν απάνω, μονολογούσε με τη βροντερή φωνή του κι έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει. Και στο μαγαζί του, την ώρα της δουλειάς, άφηνε απ’ το χέρι του τη χαβιά κι έκανε τα ίδια, καθώς επίσης και στον περίπατο πρωί και βράδυ. Όσοι τον έβλεπαν και τον άκουγαν δεν ξαφνιάζονταν και δεν τον παρεξηγούσαν, γιατί τον ήξεραν. Τα «φραγκέλια» παρακολουθούσαν το μονόλογο και τον τρόπο που έκανε τους ρόλους των έργων που είχε παίξει, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον. Όσες φορές βρέθηκε τ’ Αναγνωστήριο σε κρίση και κινδύνεψε να πέσει σε μαρασμό και νάρκη, ο Χρόνης σαν κλώσσα μάζευε τους νέους και με θεατρική παράσταση, που ήξερε τον τρόπο κι έβρισκε τους κατάλληλους ερασιτέχνες να την πάρουν στα χέρια τους, τ’ αναζωπύρωνε και το κρατούσε.

Τα θεατρικά έργα που έπαιζε τ’ Αναγνωστήριο ήταν έργα του βουνού, ειδυλλιακά, με την αθάνατη φουστανέλα. Μ’ αυτή γνώρισε κι ήξερε το θέατρο ο Αγιασώτης. Για πρώτη φορά το 1925 ανέβασαν στη σκηνή έργο σύγχρονο, σαλονιού, το «Κόκκινο πουκάμισο» του Σπύρου Μελά. Ο Χρόνης προσπάθησε να ματαιώσει την παράσταση, χωρίς να το καταφέρει. Συνέχεια διαμαρτυρόταν και φώναζε πως καταστρέφουν το θέατρο, πως αυτό που θα έπαιζαν δεν είναι θέατρο, αλλά μασκαραλίκι. Δεν μπορούσε να το χορτάσει το μυαλό του, όπως και πολλών άλλων Αγιασωτών, πως υπάρχει θέατρο χωρίς φουστανέλα.

Ο Χρόνης ήταν και πρωτοπόρος του αθλητισμού. Το 1930 που αναγνωρίστηκε ως αθλητικό σωματείο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «Όλυμπος», στις πρώτες εκλογές πρόεδρο βγάλανε το Χρόνη, αντιπρόεδρο το Μιχάλη Χατζηευστρατίου, γραμματέα τον Αντώνιο Ηρ. Αναστασέλη, ταμία τον Παναγιώτη Αρ. Πολυπάθου και σύμβουλο το Δημήτριο Μουτζουρέλη. Ο Χρόνης φάνηκε αντάξιος της τιμής, που του κάνανε. Στις μέρες της προεδρίας του κατάφερε πολλά και μεγάλα.

Άρχισε με τη θεατρική παράσταση «Μια νύχτα μια ζωή. . .» του Σπύρου Μελά, που δόθηκε στις 25.12.1930 και 4.1.1931. Κατόρθωσαν ν’ ανεβάσουν στη σκηνή για τους γυναικείους ρόλους γυναίκες, τη Μύρτα Αμανίτη και τη Νίνα Σουρλάγκα. Επειδή δε βρέθηκε το τρίτο γυναικείο πρόσωπο, αναγκάστηκε να το υποδυθεί ο Βασίλης Ιακώβου. Ήταν η δεύτερη φορά που στη σκηνή ανέβαιναν γυναίκες. Ακόμα κατόρθωσε για πρώτη φορά να οργανωθεί και να δοθεί στις 14 καί 21.2.1931 χορός στην Αγιάσο, παρ’ όλες τις αντιδράσεις. Την ίδια εποχή ρίχτηκε η ιδέα της έκδοσης εφημερίδας στην Αγιάσο που καρποφόρησε. Κυκλοφόρησε στις 19.4.1931, την Κυριακή του Θωμά, το πρώτο φύλλο της «Αγιάσου». Εκδότες ο Μιλτιάδης Σκλεπάρης, ο Βασίλης Ιακώβου κι ο Παναγιώτης Ευαγγελινός.

Με αίτησή του ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου ζήτησε από την τότε Κοινότητα να του παραχωρήσει το κεραμοποιείο της, στο Καμπούδι, για γήπεδο. Η Κοινότητα όχι μόνο το παραχώρησε, αλλά επιχορήγησε το Σύλλογο και με 2000 δραχμές. Με το ίδιο ποσό επιχορήγησε το Σύλλογο κι η εκκλησία της Παναγίας. Με αίτησή του ζήτησε κι από το Υπουργείο Παιδείας χρηματική ενίσχυση για εκβραχισμό του κεραμοποιείου. Με ενέργειες του τότε φοιτητή Στρατή Καβαδέλλη επιχορηγήθηκε μέ 20000 δραχμές.

Ο Σύλλογος με επικεφαλής τον πρόεδρο Χρόνη σαν εργάτη άρχισε τον εκβραχισμό και την ισοπέδωση του κεραμοποιείου. Ο Χρόνης, πρωτοπόρος της αθλητικής ιδέας, παρόλο που δούλευε για πρώτη φορά σε βαριά χειρωνακτική εργασία, απέδιδε όσο δυο εργάτες. Μέσα σ’ ένα μήνα το κυπαρισσένιο του κορμί άρχισε να γέρνει και το πρόσωπό του να παίρνει το χρώμα του γηπέδου, από τον ήλιο. Αυτά πρόσφερε ο Χρόνης στο Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου σαν πρώτος πρόεδρος του.

Η παρέα μας ήταν δεμένη πολύ με το Χρόνη. Τον εκτιμούσαμε και τον σεβόμασταν, γιατί ήταν άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα. Κι ο Χρόνης όμως μας αγαπούσε όλους. Σα βάζαμε στο φούρνο γιουβέτσι, ήταν αδύνατο να μην του βρει «ξούρια». Πότε πως δεν έχει «ζ’μέλ(ι) για βούτ’μα», πότε πως η σάλτσα ήρθε λίγη, πότε πως δεν είναι καλά βρασμένο κι άλλα. Δικαιολογούσε τους φουρνάρηδες, γιατί δεν είχαν τον καιρό να φροντίζουν το γιουβέτσι που θέλει πολλή επιστασία. Και λυπόταν που δεν είχε τον καιρό να ψήσει αυτός το γιουβέτσι στο μαγαζί του, πάνω στο «π’χανέλ(ι)», για να μας δείξει ποιο είναι το γιουβέτσι, που να τρώμε και να γλείφουμε τα δαχτύλια μας.

Ο Χρόνης έγινε και κινηματογραφικός αστέρας. Το φθινόπωρο του 1930, όταν ήρθε στην Αγιάσο ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος με συνεργείο για να γυρίσει το έργο του Λόγγου «Δάφνις και Χλόη», έκρινε το Χρόνη κατάλληλο να υποκριθεί το ρόλο του Φιλητά. Ένα γράμμα με τη φίρμα της «Φίνος Φίλμς», που πήρε ο Χρόνης απ’ την Αθήνα και τον ειδοποιούσε να είναι έτοιμος για το γύρισμα μιας καινούργιας ταινίας, τον ξεσήκωσε. Επειδή δε βρήκε βαλίτσα – στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν στην επαρχία βαλίτσες -, ετοιμαζόταν να κατασκευάσει ο ίδιος κι ύστερα να πουλήσει τα εργαλεία του και να κλείσει το μαγαζί του, για ν’ αρχίσει να διαβάζει, γιατί μπορούσε να γυρίσουν καμιά «Φαύστα» ή κανένα «Οθέλλο». Με το ζόρι τον συγκρατούσαμε από τον κατήφορο που πήρε. Καταλάγιασε, σαν πήρε άλλο γράμμα που τού’ γραφε πως το γύρισμα της ταινίας αναβλήθηκε.

Ο Χρόνης ήταν πια γεροντοπαλίκαρο. Δεν τα έθετε όμως κάτω. Ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης δεν τον εγκατέλειπε. Φώλιαζε πάντα μες στα σγουρά ποιητικά μαλλιά του και του δημιουργούσε στη φαντασία λογής λογής ειδύλλια. Καμιά από τις κοπέλες, τις οποίες ερωτευόταν ο ίδιος ή του έλεγαν άλλοι πως τον αγαπούν, δεν είχε ιδέα. Πίστευε ό,τι και να του έλεγαν για τις κοπέλες που κατά τη φαντασία του αγαπούσε, όσο απίθανο κι αδύνατο στην πραγματοποίησή του κι αν ήταν. Όπως ότι μια κοπέλα που τον αγαπούσε κατάπιε ένα «γ’δόχειρου» για ν’ αυτοκτονήσει κι ευτυχώς που την προλάβανε, κι άλλα τέτοια. Όταν ο αδερφός του Αχιλλέας του είπε ν’ αφήσει τα ονειροπολήματα και να προσπαθήσει να συνέλθει, γιατί, από αυτές που νομίζει και πιστεύει πως τον αγαπούν, δεν πρόκειται να τον παντρευτεί καμιά ούτε και στη δεύτερη παρουσία, ο Χρόνης απάντησε πως είναι όλες έτοιμες, αλλά αυτός δεν αποφασίζει. Κι είπε στον Αχιλλέα να παρακαλεί κι αυτός να πάρει τη μεγάλη απόφαση, για ν’ αγοράσει στο γιο του, το Στρατή, όχι ένα μόνο κλαρίνο που ήθελε, αλλά μια αραμπαδιά.

Ο Χρόνης πήρε μέρος και στην αγιασώτικη ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα Κανιμά, που γράφτηκε για την Έκθεση Μυτιλήνης και που πρωτοπαίχτηκε στις 17 Ιούλη 1933 μέσα στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Στην Αγιάσο παίχτηκε την ίδια χρονιά στον Κήπο της Παναγίας.

Τελευταία φορά ο Χρόνης ανέβηκε στη σκηνή το 1939, όταν παίχτηκε η ίδια ηθογραφία. Πάντα υποδυόταν το ρόλο του Ιν(ι)κόλα. Θα ανέβαινε πολλές φορές ακόμα, αν δε μεσολαβούσε ο πόλεμος του 1940 κι η Γερμανική Κατοχή με τις χίλιες δυο στερήσεις. Η συμπαθητική μορφή του Χρόνη, του ανθρώπου με το κυπαρισσένιο κορμί, με τα ποιητικά σγουρά μαλλιά και με τη βροντερή φωνή, έσβησε στις 3 Δεκέμβρη 1941. Ο θάνατος του παθιασμένου για το θέατρο, τον αθλητισμό και τον έρωτα λύπησε τους αναγνωστηριακούς και την κοινωνία της Αγιάσου. Η Διοίκηση του Αναγνωστηρίου, όταν πρόεδρος ήταν ο Στρατής Καβαδέλλης, στο με αριθμό 63 πρακτικό της 3 Δεκέμβρη 1941 πήρε την απόφαση να του αποδώσει τιμές μεγάλου ευεργέτη και το επίτιμο μέλος Χριστόφας Χρ. Χατζηπαναγιώτης να εκφωνήσει λόγο και να τον αποχαιρετίσει. Επιφυλάχθηκε να του αποδώσει τις δέουσες τιμές σε κατάλληλο χρόνο. Ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου είχε διαλυθεί τότες. Για την καλή ανάμνησή του πίνακάς του βρίσκεται στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου. Από ψηλά ο Χρόνης βλέπει και καμαρώνει το Αναγνωστήριο, που υπηρέτησε ο πατέρας του ως πρόεδρός του, στα πρώτα του βήματα, κι ύστερα αυτός, να στέκει γερά και να στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτίριο, όπως το ονειρευόταν από χρόνια κι όπως του αξίζει. Οι λίγες καί φτωχές αυτές γραμμές ας θεωρηθούν ως φιλολογικό του μνημόσυνο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 4-5/1981

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΡ. ΚΑΜΑΡΟΣ

Όταν απολαμβάνουμε μια θεατρική παράσταση, σκεφτήκαμε πόσοι άνθρωποι συνεργάζονται για να υλοποιηθεί και να πούμε πως η παράσταση ήταν όμορφη; Επί σκηνής βλέπουμε τους ηθοποιούς, τους χειροκροτούμε ή τους επικρίνουμε για το παίξιμό τους.

Για να γίνει μια παράσταση συνεργάζονται πολλοί άνθρωποι, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο μουσικός, ο φωτιστής, ο τεχνικός σκηνής, και πάνω απ’ όλους ο ηθοποιός.

Μεγάλη συμβολή έχει στη σωστή παρουσίαση ενός έργου η σκηνογραφία, η τέχνη της δημιουργίας σκηνικών, που μας βοηθάει να φαντασθούμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να δούμε, να αισθανθούμε το χώρο και το χρόνο, όπου διαδραματίζεται το έργο. Πάρα πολύ δύσκολη τέχνη που απαιτεί γνώσεις ποικίλες, φαντασία πλούσια και επινοητικότητα, για να κάνει το θεατή, όταν ανοίγει η αυλαία, να χειροκροτήσει προτού μιλήσουν οι ηθοποιοί, σύμφωνα πάντοτε με τους οραματισμούς του συγγραφέα και το πνεύμα του σκηνοθέτη.

Ο Δημήτριος Καμαρός δεν ήταν ηθοποιός, έχει όμως έντονη την παρουσία του στο πίσω μέρος της σκηνής, τα παρασκήνια, και ευρύτερα στην καλλιτεχνία, βάζοντας τη σφραγίδα του στη διάσωση και προαγωγή του λαϊκού μας πολιτισμού.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΜΑΡΟΣΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΚΑΜΑΡΟΥΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΚΑΝΕΛΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΣΓεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 του Μάρτη το 1934. Πατέρας του ο υλοτόμος Χαράλαμπος Καμαρός και μητέρα του η Αρτεμισία το γένος Μουτζουρέλη. Ο παππούς του Δημήτριος Καμαρός, επίσης υλοτόμος. Ο προπάππους του Στυλιανός Σκανέλης ήταν κι αυτός ξυλογλύπτης. Η τύχη το έφερε να κάνει και πεθερό μαραγκό, το Γεώργιο Κοντό από το Ακράσι.

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Η οικογενειακή του παράδοση αλλά και η εσωτερική του παρόρμηση τον ώθησαν να στραφεί στη σμίλευση του ξύλου, της καστανιάς και ιδιαίτερα της καρυδιάς, με τα οποία είχε καθημερινά επαφή λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, αλλά και των θείων του. Στην αρχή, σε ηλικία 13 ετών, εμαθήτευσε ως «τσιρακέλ» κοντά σε μαραγκούς του χωριού μας που έκαναν ξύλινες κατασκευές σπιτιών. Οι δύσκολες μετακατοχικές συνθήκες του εμφυλίου τον ανάγκασαν να διακόψει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο.

Slide6Slide8

Ανήσυχο πνεύμα, σε ηλικία 17 ετών στήνει έναν πάγκο μαραγκού στο ξυλεμπορικό μαγαζί του πατέρα του, πιο κάτω απ’ το Ηρώο, και στη συνέχεια ανοίγει δικό του εργαστήριο στο στενό του Καλφαγιάννη. Γίνεται πλέον μάστορας και μαθητεύουν κοντά του και «τσιράκια». Πρωτοασχολήθηκε με την κατασκευή μουσικών οργάνων και επίπλων σε τμήματα των οποίων σκαλίζει σχέδια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τη δική του ξεχωριστή σφραγίδα. Αυτή είναι η πρώτη πορεία του.

Slide7Slide9

Το 1956 πηγαίνει στο στρατό. Υπηρετεί ως λοχίας σε διάφορα μέρη, κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου απ’ όπου απολύεται αρχές του 1958. Πίσω πάλι στην Αγιάσο. Δύσκολα χρόνια. Πρέπει να πιάσει απ’ την αρχή. Σκέπτεται πως θα ήταν καλύτερα να πάει πίσω στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει.

Slide10Slide12

Φαίνεται πως οι γονείς τον μετέπεισαν και παραμένει στο χωριό ανοίγοντας άλλο μεγαλύτερο εργαστήρι λίγο πιο πάνω απ’ το σημερινό και αρχίζει εκ νέου την οργάνωση της δουλειάς του. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Γιαννούλα Κοντού απ’ το Ακράσι, κόρη μαραγκού.

Slide14Slide16

Αρχίζουν δυο δρόμοι παράλληλοι, δημιουργικοί. Ο ένας ο επαγγελματικός. Το 1960 μεταφέρεται στο σημερινό μεγάλο εργαστήρι. Ανασυντάσσεται και αξιοποιεί τις πρωτοποριακές του εμπνεύσεις στην ξυλογλυπτική κυρίως. Η φήμη του ξεπερνά τα όρια του νησιού και τα έπιπλά του ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, κάνοντας σχεδόν το γύρο του κόσμου.

Slide15

Κοντά του μαθήτευσαν οι περισσότεροι σημερινοί νέοι ξυλογλύπτες, γύρω στους εκατό.

Στην πορεία επεκτείνει την επιχείρηση με τη συνεργασία δύο μαθητών του. Προμηθεύονται πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό για την καλύτερη ποιότητα των ξυλόγλυπτων επίπλων και παράλληλα τη διασφάλιση της αξίας του χειροποίητου.

Slide18Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κοντά του μαθήτευσε και δούλεψε και η γυναίκα του απ’ το 1958 μέχρι το ’80 και ο γιος του Χαράλαμπος (Μπάμπης), που απ’ τα μαθητικά του χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με την τέχνη του πατέρα του και μετά από την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, απασχολείται αποκλειστικά μ’ αυτήν. Μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την όλη δραστηριότητα της επιχείρησης.

Ο άλλος παράλληλος δρόμος είναι ο οικογενειακός.

Ο Δημητρός ευτύχησε να κάνει σύντροφό του μια εξαίρετη σύζυγο, τη Γιαννούλα. Κοντά του σε όλες τις στιγμές, καλές και κακές, του γέννησε ένα γιο τον Μπάμπη και μια κόρη την Ειρήνη. Του σπούδασαν, τους πάντρεψαν και σήμερα νιώθουν πανευτυχείς καμαρώνοντας τα εγγόνια τους.

Slide19

Για τον ίδιο και το έργο του έχουν γίνει εκτενείς αναφορές σε αρκετές εφημερίδες (ΤΑ ΝΕΑ 27/8/2012) και περιοδικά (ΙΔΕΕΣ & ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, Ιούλιος 1995). Ακόμα και από Πανεπιστήμια όπως το ερευνητικό πρόγραμμα «Κιβωτός του Αιγαίου» καθώς κα σε αρκετά τοπικά διαφημιστικά φυλλάδια, το διαδίκτυο και διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.

Κλείνοντας το βιογραφικό του Δημήτρη Καμαρού συμπεραίνουμε πως με την τέχνη του και το επαγγελματικό του ήθος διασώζει το λαϊκό μας πολιτισμό και προάγει την παράδοση του τόπου μας σεβόμενος το παλιό και ακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη της εποχής μας. Και το πιο σημαντικό: Με την τέχνη της ξυλογλυπτικής δημιουργεί προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη της Αγιάσου καθιερώνοντας και προάγοντας την Αγιασώτικη ξυλογλυπτική, ταξιδεύοντας σ’ όλα τα πλάτη της γης, Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, απ’ το ναό του Αγ. Γεωργίου στη Χάλκη και στο Πατριαρχείο μέχρι τη Ζιμπάμπουε της Αφρικής.

Slide27Slide32bSlide28aSlide28bSlide28cSlide29a

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ

Slide36
«Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η καλλιτεχνική φύση του Δημήτρη Καμαρού ζητούσε τρόπο έκφρασης σε κάποιο χώρο κοινό, πέραν του μικρού εργαστηρίου του.

Ακολούθησε αραιά το θείο του Παναγιώτη Μουτζουρέλη, δάσκαλο, τα βράδια στο παλιό Αναγνωστήριο, όπου εκεί το περιβάλλον ήταν καλλιτεχνικό με συζητήσεις και προετοιμασίες για θέατρο, χορωδίες, μουσικοφιλολογικές βραδιές.

1954. Ο αείμνηστος δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης διέβλεψε την καλλιτεχνική φύση του νεαρού Δημήτρη και τον παρακίνησε να βοηθήσει στο ανέβασμα των θεατρικών παραστάσεων μαζί με φίλους άλλους όπως το Μιχάλη Χριστοφαρή, Προκόπη Κουτσκουδή, Νίκο Τσεσμελή, το Στρατή Χατζηπαναγιώτη.

Στις 21 & 22 Μαΐου το Αναγνωστήριο παρουσίασε το ηθογραφικό δράμα του Δημήτρη Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» και την κωμωδία του Νίκου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη.

Εδώ γίνεται το πρώτο βάπτισμα του Δημήτρη. Παίζει το ρόλο του γκαρσόν αλλά περισσότερο συμμετέχει στα σκηνικά με την κατασκευή μιας πανέμορφης κληματαριάς, που απέσπασε το θαυμασμό όλων. Καθιερώνεται πλέον τακτικό μέλος της θεατρικής ομάδας του Αναγνωστηρίου και ο «Δάσκαλος» Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης καυχιέται πως αποκάλυψε ένα μεγάλο ταλέντο στη σκηνογραφία.

Την ίδια χρονιά 1954, στις 25 Ιουλίου και 13 Αυγούστου το Αναγνωστήριο ανεβάζει τη γνωστή ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα παπα-Κανιμά στον υπαίθριο θερινό κινηματογράφο «Όασις» στο χώρο του Κήπου της Παναγίας σε σκηνοθεσία του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού. Η ηθογραφία επαναλήφθηκε στο θέατρο της Λεσβιακής Εκθέσεως μέσα στο προαύλιο του Γυμνασίου Μυτιλήνης σε τρεις παραστάσεις με την ευκαιρία της οργάνωσης της Γ’ Εμποροπανηγύρεως.

Slide46
Μακέτα «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας»

Στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 1955 παρουσιάστηκε για μια ακόμη φορά απ’ το Αναγνωστήριο το δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού και Μιχάλη Χριστοφαρή (Καμπά).

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και κολακευτική η αναφορά στους παραπάνω που κάνει ο τότε πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Μιλτιάδης Σκλεπάρης στον πρόλογό του πριν την παράσταση.

Ανάμεσα στα άλλα λέγει: «Είναι άξιοι θερμών συγχαρητηρίων οι κ.κ. Μιχαήλ Χριστοφαρής ή Καμπάς και Δημήτριος Καμαρός που κατόρθωσαν με το ανήσυχο και δαιμόνιο μυαλό τους να φιλοτεχνήσουν τον σκηνικόν διάκοσμον της παραστάσεως χωρίς την καθοδήγηση και υπόδειξη κανενός και χωρίς να έχουν ασχοληθεί άλλη φορά προς τούτο. Κείνο όμως που προκαλεί τον θαυμασμό και την έκπληξη όλων μας είναι ο μεγάλος τεχνικός πλάτανος που συναρμολογείται σε βαλίτσα και η τεχνητή βρύση με το μπόλικο τρεχούμενο νερό που σε λίγο θα δείτε και θα θαυμάσετε και σεις. Τα παιδιά αυτά είναι εύρημα και ένας μεγάλος θησαυρός για το Αναγνωστήριο στις καλλιτεχνικές του εξορμήσεις…»

Σε ερώτησή μου ποιο ήταν το μυστικό αυτής της σκηνογραφικής επιτυχίας μου απάντησε: «… Αυτό που έκαμα έπρεπε να το κάνω σωστά. Το κουβεντιάζαμε με το φίλο μου Μιχάλη και ξεκινούσαμε με την κατασκευή πρώτα μιας μακέτας και προχωρούσαμε σε συνεργασία με το σκηνοθέτη στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Δεν υπήρχαν τα σημερινά υλικά και τα μηχανικά μέσα. Έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα φτιάξουμε και να κρεμάσουμε την αυλαία να ανοιγοκλείνει. Τον πλάτανο με τα φύλλα αλλά και τα βούτλα στον κορμό, το νερό να τρέχει. Τα υλικά των σκηνικών ήταν από χαρτιά και κόλες, ακόμα και τα φύλλα των δέντρων. Πίστευα πως τα σκηνικά πρέπει να μένουν στο μέλλον, γιατί είχανε πάνω τους δουλειά και μεράκι. Δυστυχώς δεν έμεινε τίποτα».

Παράλληλα με το Αναγνωστήριο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «ΟΛΥΜΠΟΣ», που στην αρχή ήταν παράρτημα του Αναγνωστηρίου, απ’ τη δεκαετία του ’30 ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με σκηνοθεσία κυρίως του Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη. Σ’ αυτές τις παραστάσεις έπαιρναν μέρος και ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου.

Έτσι το 1956, 6 Μαρτίου από Ερασιτεχνικό Παράρτημα του Γυμναστικού Συλλόγου ΟΛΥΜΠΟΣ ανέβηκε το Μουσικό Κωμειδύλλιο του Δ. Κόκκου: «Η λύρα του γερο-Νικόλα» με σκηνοθεσία του Ηλία Ψυρκούδη και κατασκευαστές σκηνικών το Δημ. Καμαρό και Μιχάλη Χριστοφαρή.

Slide51
«Η λύρα του γερο-Νικόλα»

Το έργο πλαισιώθηκε στο τέλος με ένα σκετσάκι επιθεωρησιακό «Το 7 Τραμ» με τους ίδιους σκηνογράφους. Τα σκηνικά εξέπληξαν τους πάντες. Τότε είχαν έρθει στην Αγιάσο για να παρουσιάσουν ένα θεατρικό τους έργο οι γνωστοί μας μεγάλοι κωμικοί Μίμης Φωτόπουλος και Ντίνος Ηλιόπουλος. Χρησιμοποίησαν αυτά τα σκηνικά και εδώ και στο Σανατόριο που παρουσίασαν το έργο τους. Στο τέλος φεύγοντας πήραν το σκηνικό απ’ το «7 Τραμ» μαζί τους στην Αθήνα εκτιμώντας την πρωτοτυπία και την ευρηματική κατασκευή.

Slide52

Στις 18 Μαρτίου 1958 ο Γυμναστικός Σύλλογος «ΟΛΥΜΠΟΣ» σε σκηνοθεσία πάλι του Ηλία Ψυρκούδη ανεβάζει το έμμετρο δράμα «Ο Κουρσάρος» του Πολύβιου Δημητρακοπούλου με μηχανικό σκηνής το Δημήτρη Καμαρό.

Slide53
Ο ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Απ’ το 1959 ο Δημήτρης θα απέχει ως πρωταγωνιστής σκηνογράφος απ’ τις θεατρικές παραστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε κάθε κάλεσμα δεν τρέχει να βοηθήσει και να δώσει λύσεις, ιδιαίτερα σε δύσκολες κατασκευές, σε έργα του Αναγνωστηρίου αλλά και του Δημοτικού Σχολείου. Έτσι τον βλέπουμε το 1964 να βοηθάει τον αείμνηστο Χαράλαμπο Πανταζή στη σκηνογραφία της κωμωδίας του Δημ. Ψαθά «Οι Μικροί Φαρισαίοι».

Το 1967 βοηθάει στο γνωστό δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» που ξαναπαίχτηκε.

Το 1981 ανέλαβε με έπιπλα τη διακόσμηση της παράστασης του κοινωνικού δράματος του Γιώργου Σκούρτη «Οι Νταντάδες».

Slide58
«Οι Νταντάδες»

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα παρασκηνιακής μόνο βοήθειας και πρόθυμης συνεργασίας με το Αναγνωστήριο, όποτε του ζητείτο, θα τον δούμε πάλι περισσότερο ενεργό συνεργάτη το 1999.

Στις 7 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του παρεκκλησίου οσίου Αγάθωνος, στο ναΰδριο της Ζωοδόχου Πηγής και στη συνέχεια στο κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου έγινε τιμητική εκδήλωση για τη δεκάχρονη αρχιερατεία του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβου Φραντζή. Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε το ιστορικοθρησκευτικό έργο του Αντώνη Μηνά «ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ», ειδικά γραμμένο για τις προηγούμενες εκδηλώσεις. Και εδώ την κατασκευή των σκηνικών ανέλαβε ο Δημ. Καμαρός με το Μιχάλη Χριστοφαρή που είχε έρθει για διακοπές από την Αυστραλία και τη σκηνογραφία ο Τάκης Καμπουρέλης, ενώ οι ζωγραφιές των ταμπλό ήταν του Χαράλαμπου Πανταζή. Μεγάλη επιτυχία είχαν οι απομιμήσεις των κειμηλίων που έφερε ο Αγάθωνας και κατασκεύασε ο Δημ. Καμαρός.

Slide60
«ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ»

Το ίδιο έργο παίχτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1999 στην Πάτμο στο πλαίσιο της 12ης Συνάντησης Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου, και στις 12 Αυγούστου 2006, πάλι στην Αγιάσο στο πλαίσιο πανηγυρικών εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τον εορτασμό της επετείου συμπλήρωσης διακοσίων χρόνων απ’ την ανέγερση του δεύτερου ιερού ναού του Προσκυνήματος της Παναγίας μας. Την επιμέλεια των σκηνικών είχε πάλι ο Δημ. Καμαρός.

Η συνέχεια είναι αδιάλειπτη σε σκηνική συμμετοχή:

Slide66
2000 ΕΙΡΗΝΗ – ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ απ’ την παιδική σκηνή
Slide69
2002 ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ απ’ την πειραματική σκηνή
Slide68
2003 ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Αριστοφάνη απ’ την παιδική σκηνή
Slide67
2003 ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΜΑΥΡΟΙΣ του Δημ. Ψαθά
Slide71
2004 ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ… επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά
Slide68
2005 Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ απ’ την παιδική σκηνή
Slide73
2005 ΓΙΟΡΤΗ Τ’ ΑΧΝΟΥ καρναβαλική επιθεώρηση
Slide74
2007 ΡΑΝΤΙΒΟΥ ΣΤΑ ΚΑΘ’ΣΤΑ καρναβαλική επιθεώρηση
Slide75
2012 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ με την παιδική ομάδα της Ειρήνης Μουτζουρέλη
Slide76
2014 ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ καρναβαλική επιθεώρηση

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ

Οι καλλιτεχνικές του εμπνεύσεις και η διάθεσή του για ανιδιοτελή προσφορά δεν ήταν δυνατόν να λήψουν απ’ την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων του Λαογραφικού Μουσείου. Με χαρά δέχτηκε να οριστεί ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μουσείου και να βάλει κι εκεί τη σφραγίδα του, ανασυγκροτώντας τους χώρους και στήνοντας ζωντανές εικόνες παλιών επαγγελμάτων και οικογενειακών συνηθειών, πάντα πιστός στην παράδοση.

Slide77Slide79

Slide81Slide82

Slide80

Slide78

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Ασχολήθηκε με το αγιασώτικο καρναβάλι συμμετέχοντας στην κατασκευή των σκηνικών από τη δεκαετία του ’50, που ο Ανανίας χρησιμοποίησε.

Slide83

  • 1949 στο Χάνι με τον όμιλο της Περικεφαλαίας
  • 1971 ΙΝΔΟΣ ΦΑΚΙΡΗΣ
  • 1972 ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ
  • 1978 ΝΑΣΤΡΑΝΤΙΝ ΧΟΤΖΑΣ
  • 1980 ΑΓΙΑΤΟΛΑΧ ΧΟΜΕΪΝΙ-Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΑΧΗ
  • 1987 ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ … ΑΓΕΡΑ
  • 2000 ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ ΤΡΑΒΕΣΤΙ
  • 2008 ΜΑΚΑΚΙΣΤΑΝ
  • 2011 ΤΑ ΟΡΝΙΑ

Για την προσφορά του Δημ. Καμαρού στο Καρναβάλι ο Καρναβαλικός Σύλλογος «ΣΑΤΥΡΟΣ» τον κήρυξε επίτιμο μέλος.

Slide93

Ακόμη μαζί με το γιο του Χαράλαμπο, άξιο συνεχιστή της οικογενειακής παράδοσης, προσέφεραν αρκετά και πρωτότυπα ξυλόγλυπτα κομμάτια τους για τον εμπλουτισμό του Καρναβαλικού Μουσείου του Δήμου και συνέδραμαν στην καλύτερη παρουσίαση των καρναβαλικών εκθεμάτων. Κάποια από τα πιο εντυπωσιακά είναι έργα δικά τους, απ’ αυτά που κατασκεύασαν κατά καιρούς στα καρναβαλικά συγκροτήματα.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Είναι σίγουρο πως οι καταβολές που σέρνουμε μέσα μας, όσο κι αν μείνουν κρυμμένες έρχονται κάποτε να ξυπνήσουν και να εκδηλωθούν.

Slide97
Παπαχαραλάμπους

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δημήτρης Καμαρός έχει στενή σχέση με την εκκλησία και μεγάλη προσφορά. Προπάππος του ο Χαράλαμπος Κουρούς, μετονομάσθει Παπαχαραλάμπους, και η γιαγιά του, μοδίστρα που έραβε ιερατικά άμφια τον προόριζε για την εκκλησία, γι’ αυτό και τον φώναζε «παπαδέλ’».

Ήταν πάντοτε πρόθυμος να βοηθάει στα εξωκλήσια αφιλοκερδώς. Το 1947 χτιζόταν το εκκλησάκι στον Προφήτη Ηλία, βοήθησε με την παρέα του, και όταν ο τότε Δεσπότης Ιάκωβος ο Α’ ήθελε να δει πώς ήταν το κτίσμα, μια και δεν μπορούσε να ανεβεί επάνω, ο Δημ. Καμαρός έφτιαξε τη μακέτα και την παρουσίασε στο Δεσπότη. Τότε δε, καρφώσανε και δυο σανίδες και κάνανε τον πρώτο ξύλινο σταυρό για να φαίνεται από μακριά.

Ένα πολύ ωραίο προσκυνητάρι αφιερωμένο στον Ταξιάρχη στο Καστέλι στο παλιό εκκλησάκι είχε κατασκευάσει το 1949, το οποίο δυστυχώς χάθηκε ή εκλάπη μετά την ανακαίνισή του το 1960.

Επίσης εντυπωσίασε η έμπνευσή του να φτιάξει το 1948 ένα περιστέρι με ανοιχτά τα φτερά που θα υποβάσταζαν το Ιερό Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη της Παναγίας και θα ήταν κινητή κατασκευή.

Είναι χαρακτηριστική η αποκάλυψη που έκανε, όταν πήρε στο μαγαζί του το παλιό παγκάρι στο ναό της Παναγίας να το επισκευάσει, και κάτω απ’ τη λεία βαμμένη επιφάνεια, απ’ τη μέσα πλευρά, βρήκε καταπληκτικά ξυλόγλυπτα που ήταν κομμάτια απ’ το παλιό καμένο τέμπλο της Παναγίας. Τα συναρμολόγησε δημιουργώντας τις ξυλόγλυπτες σκηνές που βλέπουμε σήμερα στην πρόσοψη και το πλάι του παγκαριού.

Slide103

Ο σημερινός Επιτάφιος της Παναγίας και της Αγ. Τριάδος είναι επίσης έργα του Δημ. Καμαρού, καθώς και η Φάτνη των Χριστουγέννων, ο ξύλινος κεντρικός πολυέλαιος, κατασκευή και τάμα του από προσωπική περιπέτεια υγείας που είχε.

Το έργο όμως που θα μείνει στην ιστορία, γιατί αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι στη Ζωοδόχο Πηγή. Θα θυμούνται οι παλιότεροι πώς ήταν ο χώρος, πώς είναι σήμερα και τί θαυμασμό αποσπά απ’ τους χιλιάδες επισκέπτες! Και επειδή έζησα από κοντά αυτήν την προσπάθεια εδώ και δεκαεπτά χρόνια, καταθέτω πως είναι ο μπροστάρης αυτού του δημιουργήματος και φέρνει τη σφραγίδα του. Δείχνει την επιμονή του να μην κάνει πίσω, να βρει χορηγούς, δωρητές και συμπαραστάτες, να αγοραστεί το διπλανό οικόπεδο, να γίνουν όλες οι κατασκευές με μεράκι και γνώση, σεβόμενος την ιερότητα του χώρου, την παράδοση και το περιβάλλον. Σ’ αυτό τον βοήθησε και όλη η οικογένειά του.

Slide109Slide112

Τέλος η πιο πρόσφατη προσφορά του είναι η κατασκευή βρύσης στο δρόμο προς τον Ταξιάρχη στο Καστέλι στη μνήμη των γονιών του και των πεθερικών του.

Slide116

Αυτή είναι εν ολίγοις η υπερεξηντάχρονη πορεία του Δημήτρη Καμαρού, έτσι όπως της είδα μέσα από γραπτές και προφορικές πηγές, μέσα από έργα ζωντανά που θα μείνουν στην ιστορία.

Άριστος καλλιτέχνης, άριστος οικογενειάρχης, καρτερικός και επίμων στην επίτευξη των στόχων του, πάντα πρόθυμος για ανιδιοτελή προσφορά στα κοινά, πάνω απ’ όλα άνθρωπος και καλός φίλος.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ