
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Χαρίλαος Ρόδανος γεννήθηκε στην Αγιάσο το Νοέμβριο του 1914. Ο πατέρας του Στρατής ήταν μουσικός και παρέδιδε μαθήματα μαντολίνου και πνευστών. Σε ηλικία 15 χρόνων ο Χαρίλαος αγόρασε μαντολίνο και άρχισε μαθήματα, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο με νότες. Όταν ολοκλήρωσε τη μέθοδο, άρχισε να βοηθά τον πατέρα του και να παραδίδει και ο ίδιος μαθήματα μαντολίνου. Στα 1930 έπαιζε στο κέντρο του «Κήπου της Παναγίας» στην Αγιάσο μια ορχήστρα, που ο βιολιστής της ήταν Ούγγρος. Ο Χαρίλαος μαγεύτηκε από τους ήχους του βιολιού που άκουγε για πολλές μέρες και αποφάσισε να μάθει βιολί. Το 1931 αρχίζει μαθήματα βιολιού στον παππού του Παναγιώτη, που ήταν κι αυτός μουσικός. Επειδή δεν είχε χρήματα να αγοράσει βιολί, ταχυδρομεί γράμμα σε μία θεία του στην Αμερική και της ζητάει να του στείλει ένα βιολί. Εκείνη ανταποκρίνεται στέλνοντας ένα φτηνό βιολί, που για προσωρινά τον ικανοποιούσε. Το 1932 πεθαίνει ο παππούς του και ο εγγονός, αφού κληρονόμησε το βιολί, άρχισε να αγοράζει και μεθόδους. Ήταν τέτοια η επιθυμία του, που ενώ το πρωί δούλευε ως μαθητευόμενος επιπλοποιός, το βράδυ μελετούσε βιολί. Το 1933 η κομπανία του πατέρα του τον κάλεσε να παίξει σ’ ένα γάμο. Εκείνος αρχικά δίστασε, αλλά πήγε. Έπαιζε όλη τη νύχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μαζί με τις 700 δραχμές, πάρα πολλά λεφτά για τα χρόνια εκείνα, κέρδισε τη φήμη του πολύ καλού οργανοπαίχτη. Σε λίγες μέρες μια παρέα Αγιασωτών που διασκέδαζε στο Σταυρί κάλεσε την κομπανία και ζήτησε και το «μικρό». Με τη δεύτερη εμφάνισή του καθιερώθηκε και δούλεψε επαγγελματικά μέχρι το 1935 που πήγε στρατιώτης.
– Κύριε Χαρίλαε, ύστερα από τόσα χρόνια στις ορχήστρες, πότε νομίζετε ότι οι άνθρωποι διασκέδαζαν καλύτερα;
– Τα παλιότερα χρόνια, πριν από το 1960, οι άνθρωποι αισθάνονταν την καλή μουσική και ξεχώριζαν τους καλούς μουσικούς. Ευχαριστιόνταν πολύ να ακούνε, να τραγουδάνε και να χορεύουν παραδοσιακά και σμυρνέικα τραγούδια. Πολλές φορές οι ορχήστρες έπαιζαν μέχρι το πρωί και οι γλεντιστάδες δεν πήγαιναν στη δουλειά. Προτιμούσαν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους. Οι καινούργιες γενιές δεν καταλαβαίνουν, δεν αισθάνονται την καλή μουσική, δεν ξεχωρίζουν το ωραίο από το άσχημο. Διασκεδάζουν με κατασκευάσματα που δεν έχουν μουσικότητα ούτε στίχο ούτε τίποτα. Η τηλεόραση και η δισκοπαραγωγή έχουν χαλάσει και το μουσικό αισθητήριο και την «ακουστική» των νέων ανθρώπων.
– Ποιος νομίζετε ότι φταίει γι’ αυτή την αλλαγή; – Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Θα σου πω μερικούς.
– Φταίνε οι μουσικοί που έβγαλαν από το ρεπερτόριο τους τα παραδοσιακά και τα σμυρνέικα τραγούδια. Φταίνε οι οργανοπαίκτες που όταν παίζουν χρησιμοποιούν μηχανήματα με πολλά βατ, τα οποία είναι πολύ ενοχλητικά στους κλειστούς αλλά και στους ανοιχτούς χώρους. Αυτοί οι θόρυβοι χαλάνε, παραμορφώνουν τη μουσική και δε γίνονται δεκτοί από τα αυτιά των ακροατών. Φταίνε και τα ΜΜΕ που προβάλλουν συνεχώς φτηνά μουσικά κατασκευάσματα,, παρασύροντας τους νέους και αλλοιώνοντάς τους το μουσικό αισθητήριο.
– Παλιότερα διασκέδαζε ο κόσμος περισσότερο ή σήμερα;
– Παλιότερα οι άνθρωποι διασκέδαζαν περισσότερο και διασκέδαζαν πραγματικά. Συγκινούνταν από τη μουσική και συμμετείχαν στα γλέντια. Σήμερα έχουν χορτάσει από την τηλεόραση, το βίντεο και τις κασέτες και δείχνουν αδιαφορία. Γι’ αυτό άλλωστε οι μοναδικές δημόσιες διασκεδάσεις είναι κάποιες χοροεσπερίδες. Παλιότερα κάθε λίγο και λιγάκι είχαμε και ένα γλέντι: σε σπίτια, σε καφενεία, σε πλατείες.
– Ποιοι ήταν οι πιο γλεντζέδες στο νησί;
– Πολύ γλεντζέδες ανθρώπους είχαν τα Βασιλικά, η Αγία Παρασκευή, η Συκαμιά, η Γέρα, η Συκούντα, το Ίππειος, το Πλωμάρι και η Αγιάσος. – Μουσικούς καλύτερους είχαμε παλιότερα ή σήμερα;
– Η Λέσβος παλιότερα ήταν ξακουστή για τους μουσικούς της.
– Την ονόμαζαν Κέρκυρα, γιατί είχε πολλές και καλές ορχήστρες, τόσο λαϊκές όσο και ελαφρές ευρωπαϊκές και σπουδαγμένους μουσικούς, με γνώσεις και μουσική παιδεία. Οι περισσότεροι από τους καινούργιους, κυρίως τα μπουζούκια, δεν ξέρουν μουσική. Μαθαίνουν πρακτικά και παίζουν από κασέτες. Δεν είναι σε θέση ούτε νότες να διαβάσουν ούτε διασκευή να κάνουν. Σήμερα το νησί μας πάσχει τόσο από μουσικούς όσο και από ορχήστρες.
– Ποιες αλλαγές έφερε στις ορχήστρες και στα μουσικά πράγματα η εμφάνιση του μπουζουκιού;
– Το μπουζούκι μπήκε στις ορχήστρες ύστερα από το 1950 και αμέσως έγινε αρχηγός και τα άλλα όργανα έγιναν δευτερεύοντα. Πριν, αρχηγός ήταν το βιολί. Με την είσοδο του μπουζουκιού αλλάξανε οι συνθέσεις των τραγουδιών και όλα έγιναν σε στιλ μπουζουκιού. Οι αλλαγές που έφερε ήταν προς το χειρότερο, γιατί το μπουζούκι δε δένει με όλα τα όργανα. Πολλές φορές μοιάζει ξένο. Γι’ αυτό άλλωστε και στα δημοτικά τραγούδια δεν υπάρχει μπουζούκι, δεν έχει θέση. Στη δημοτική μουσική πρωταγωνιστούν τα άλλα έγχορδα και τα πνευστά, το μπουζούκι δεν ταυτίζεται μαζί τους, δε χωράει. Γενικά πιστεύω ότι το μπουζούκι χάλασε τη μουσική μας.

– Η παραδοσιακή μουσική, τα δημοτικά και τα σμυρνέικα τραγούδια είναι βγαλμένα από τη ζωή και την ψυχή των απλών ανθρώπων, είναι βιώματα, φέρνουν αναμνήσεις και προκαλούν συγκίνηση. Η παραδοσιακή μουσική είναι αθάνατη, γιατί είναι πραγματική, δεν είναι κατασκεύασμα της στιγμής, για να καταναλωθεί δύο τρεις μήνες και μετά να εξαφανιστεί. Εγώ προσωπικά έκανα και κάνω αγώνα για να τη διασώσω. Έχω γράψει σε νότες 200 περίπου παραδοσιακούς σκοπούς, αλλά δεν έχω χρήματα να τα εκδώσω. Έχω κάνει ηχογραφήσεις στο Αναγνωστήριο και έχω παίξει σε πέντε δίσκους του Συλλόγου Αγιασωτών, του Σίμωνα Καρρά και του Νίκου Διονυσόπουλου. Από το 1990 κάνω μαθήματα σε μικρά παιδιά, δημιούργησα παιδική ορχήστρα και έκανα εφτά εμφανίσεις με τους μαθητές μου.
– Κύριε Χαρίλαε, είσαστε ευχαριστημένος από την αναγνώριση της προσφοράς σας;
– Τα τελευταία χρόνια η προσφορά, το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη μουσική αναγνωρίστηκαν από πολλούς. Χρήματα δεν έχω κερδίσει. Άλλωστε και τώρα που κάνω μαθήματα δεν έχω οικονομική υποστήριξη από κανένα φορέα. Μέχρι το 1993 έπαιρνα κάποια χρήματα από τη ΝΕΛΕ, μετά όμως τα έκοψαν. Εγώ όμως δεν μπορούσα να σταματήσω τη δουλειά που είχα ξεκινήσει. Δεν μπορούσα να διώξω τα παιδιά, να κόψω το σεβντά τους. Συνεχίζω να διδάσκω και ικανοποιούμαι που αύριο κάποια από αυτά θα λένε ότι με είχανε δάσκαλο. Πάντως το χειροκρότημα που έχω κερδίσει είναι ανεκτίμητο. Γι’ αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος.(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. «Αιολικά Νέα». Δευτέρα 5 Μαΐου 1997, αρ. φύλλου 1834, σ. 20).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 108/1998