
Η ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΓΙΑΣΟΥ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ
Τη μονοτονία, το άγχος της καθημερινής πεζής πραγματικότητος μετετόπισε στους χώρους του ονείρου στη Λουτρόπολη της Θερμής, η Φιλαρμονική του Δήμου της Αγιάσου

Αναγνωστήριο του λεσβιακού εντύπου και φωτογραφικού φακού
Τη μονοτονία, το άγχος της καθημερινής πεζής πραγματικότητος μετετόπισε στους χώρους του ονείρου στη Λουτρόπολη της Θερμής, η Φιλαρμονική του Δήμου της Αγιάσου
Ο πατέρας μου Ευστράτιος Ρόδανος είχε αδέρφια το Νικόλαο και τη Μαρία, που ήταν σύζυγος του Ηρακλή Δεμιργκέλη. Ήταν μεγαλύτερος από το Νικόλαο κατά δυο χρόνια. Έλεγαν ότι ο προπάππος μου καταγόταν από τη Ρόδο. Ο γιος μου Ευστράτιος, όταν υπηρετούσε στρατιώτης στην Κω, εντόπισε σε ταμπέλα καταστήματος το επίθετο ΡΟΔΑΝΟΣ.
Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν μουσικός. Και ο παππούς μου όμως Παναγιώτης ήταν μουσικός, βιολιστής. Τον έλεγαν «Μαργιουλέλ’», γιατί πάντα έκανε μαργιολιές, αλλόκοτα πράματα. Από αυτόν πήρε και ο θείος μου Νικόλαος, που ονομαζόταν «παπάς», γιατί, κάθε φορά που έπαιρνε χρήματα, συνήθιζε να λέει: «Είμαι παπούτσα χρυσή, τώρα εγώ βλογώ, είμαι παπάς!» Κάποτε, κατεβαίνοντας στην Αγορά, τον αποκάλεσε ένας «παπά». Ο παπα-Κανιμάς, που έτυχε να είναι κοντά, γύρισε, αλλά αυτός που φώναξε είπε: «Συγγνώμην, παπά, δε θέλω εσένα, θέλω το Ρόδανο!» Όπως ο παππούς μου, έτσι και ο θείος μου ήταν άνθρωπος μαργιόλος. Το παρατσούκλι «Άννες», το οποίο είχαν τα αδέρφια Ευστράτιος και Νικόλαος, το χρωστούν σε μια θεία τους, ονομαζόμενη Άννα, με την οποία έμοιαζε πάρα πολύ ο πατέρας μου.
Ο πατέρας μου απόχτησε τρία παιδιά, το Χαρίλαο (1914-2003), εμένα και το Βασίλη, που γεννήθηκε το 1919 και πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 2000. Πρώτος μπήκε στη μουσική ο Χαρίλαος, λίγους μήνες μετά εγώ και αργότερα ο Βασίλης.
Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου, που ήταν στη θέση του σημερινού Αγριγιώτικου. Τότε δεν ήταν ακόμη μεικτό, ήταν χωρισμένο σε Αρρένων και Θηλέων. Δάσκαλοί μου ήταν, στην πρώτη τάξη ο Ευστράτιος Φωτεινέλης, στη δευτέρα ο Ηλίας Λίβανος, ο Μπασμπαλέλης, στην τρίτη ο Ευστράτιος Κολαξιζέλης, ο Κακάβης, στην τετάρτη ο Ευστράτιος Λιάκατος, στην πέμπτη ο Βασίλειος Γαλετσέλης και στην έκτη ο Περικλής Στυλιανίδης, που είχε μεγάλο μεταδοτικό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής και από το Στυλιανίδη έμαθα πολλά. Δώδεκα χρονώ τέλειωσα το Δημοτικό και αμέσως πήγα στο Ημιγυμνάσιο, που είχε τρεις τάξεις. Η τρίτη στεγαζόταν στον «Λουτρό», στο προαύλιο του σχολείου. Διευθυντής ήταν ο φιλόλογος Θεόφιλος Νουλέλης, ενώ καθηγητές ο Δημήτριος Κύπριος, που μας έκανε γαλλικά, και ο Παναγιώτης Σκούνιογλου, που μας έκανε μαθηματικά. Εγώ τέλειωσα την πρώτη τάξη και έφυγα.
Αρχικά ο πατέρας μου, παρ’ όλο που είχα κλίση στη μουσική, με έστειλε να γίνω τσαγκάρης. Πήγα στο Δημήτριο Παναγιώτη Τζίνη ή Αϊβαλί, που είχε το τσαγκαράδικό του εκεί που αργότερα είχε μαγαζί ο Δημήτριος Ταράνης, ο Γκέγκος, και σήμερα ο γιος του Γεώργιος, στη γωνία του Ταχυδρομείου. Εργάστηκα μερικά χρόνια, μέχρι τα δεκαεφτά μου, και είχα μάθει σχεδόν να τελειώνω παπούτσια.
Ο πατέρας μου είχε ένα συγκρότημα με τους Σουσαμλήδες. Έπαιζαν ο πατέρας μου κορνέτα, ο αδερφός του Νικόλαος εμφώνιο, ο Θεόφιλος Ψύρρας, που η γυναίκα του Χαρίκλεια ήταν νουνά του Χαρίλαου, σαντούρι, ο Ευστράτιος Χριστοφαρής ή Καμπάς τρομπόνι, ο Παναγιώτης Σουσαμλής, ο Κακούργος, κλαρίνο και ο Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, βιολί. Οι δυο Σουσαμλήδες ήταν αλκοολικοί και πολλές φορές, όταν βρισκόταν κάποια δουλειά, δεν μπορούσαν να παίξουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν είδε ο πατέρας μου ότι το έκαναν μια, το έκαναν δυο, δεν άντεξε. Μια μέρα που ο Αχιλλέας δεν πήγε σε μια καλή δουλειά, γιατί ήταν μεθυσμένος, ο πατέρας μου έβαλε στη θέση του το Χαρίλαο, που από μικρός έπαιζε καλά μαντολίνο και μετά το βιολί του παππού. Οι Σουσαμλήδες δυσαρεστήθηκαν και έφυγαν, για να σχηματίσουν δική τους κομπανία. Τον Αχιλλέα Σουσαμλή τον αντικατέστησε ο αδερφός μου, αλλά από την κομπανία έλειπε το κλαρίνο.
Τριάντα σαράντα χρόνια έπαιζα κλαρίνο. Μέσα στο καφενείο όμως ιδιοκτησίας Ευστρατίου Σεντουκά, της Κλουστρής, στο Σταυρί, που το εκμεταλλευόταν άλλοτε ο Γρηγόριος Λαλαδέλης, το Καμτζουρέλ’, και που σήμερα δε λειτουργεί, είχαν κρεμασμένα μουσικά όργανα και εγώ έπιανα την κιθάρα και έπαιζα μόνος μου. Έτσι έμαθα σιγά σιγά και αυτό το όργανο. Το χρόνο τον είχα στο μυαλό μου. Έπιασα σαν αστεία και σε ένα μήνα αυτοδίδακτος τα κατάφερα και έπαιζα με τη δική μας κομπανία.
Εγώ είχα ειδίκευση στην οργανική μουσική, στα πρακτικά. Όταν έπαιζα, στόλιζα με το μυαλό μου, αυτοσχέδιαζα. Κάποτε μάλιστα είχα και μαθητές και τους δίδασκα. Πήρα μέρος ως μουσικός σε γάμους, σε βαφτίσια, σε πανηγύρια, σε μουσικοφιλολογικές βραδιές, σε θεατρικές παραστάσεις, σε χοροεσπερίδες, σε γυμναστικές επιδείξεις, ακόμα και στο γύρισμα της ταινίας «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», και αλλού.
Η κομπανία μας έπαιζε, όπου την καλούσαν. Έπαιζε στην «Καφενταρία», στον Κήπο της Παναγίας, στη Φαμάκα, στο εξοχικό κέντρο «Ελβετία», που ήταν στο Μπιζάνι, στη «Χουρέφτιρια», στου Καρά, στης Μαρμάρας, στου Λαγού, στο καφενείο του Βασιλείου Καρατζά, στην Αγορά, που το είχε συνεταιρικά με τα αδέρφια του, Γιώργο και Παναγιώτη, στο καφενείο του Γιάννη Παπαθεοφράστου-Ευστρατίου Δουγραματζή (Φουνιά), που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ της Ελένης Καραφύλλη-Βουνάτσου. Αρχικά το καφενείο αυτό το είχε ο Γρηγόριος Χριστοφαρής ή Μπαντέλης, ο πεθερός του λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, και μετά από αυτόν ο Βασίλειος Συκής, ο πατέρας του Χριστόφα. Επίσης παίζαμε στο καφενείο του Γρηγορίου Χατζηραβδέλη, του Σουλουγάνη, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι το παντοπωλείο του Δημητρίου Μακαρώνη. Ο Χατζηραβδέλης για κάποιο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν και το Πάρκο του Δήμου, στην Καρυά, στην οποία ήταν και άλλα καφενεία, όπου και εργαστήκαμε. Αναφέρω τα καφενεία των αδελφών Δουλαδέλη, Γιάννη, Ευστρατίου και Προκοπίου, του Παναγιώτη Καμαρού, που προηγουμένως το είχε ο Νικόλαος Βουλβούλης, του Βασιλείου Γραμμέλη, που ήταν στο χώρο, όπου χτίστηκε το σημερινό Αναγνωστήριο, καθώς και των Τζαναβάρηδων. Θυμάμαι που κάποτε ήρθε στο Πάρκο, που το είχε ο Χατζηραβδέλης, το μπαλέτο BAN ΣΤΑΝ, που το αποτελούσαν ένας χορευτής και τέσσερις χορεύτριες.
Ήμουν κληρωτός κλάσης 1937. Πήγα στο Ρουφ, στο Σύνταγμα των Τηλεγραφητών. Ήμουν στις Διαβιβάσεις και εκπαιδεύτηκα ως τηλεφωνητής και ασυρματιστής. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, που βάσταξε δυο χρόνια, πήρα μέρος στις εκδηλώσεις της 4ης Αυγούστου, ως αδειούχος, μαζί με τα συγκροτήματα των Αγιασωτών, αλλά και των άλλων Μυτιληνιών, που έρχονταν από το νησί. Πήρα μέρος και το 1938 και το 1939. Έφερναν το κλαρίνο και τα πολιτικά μου ρούχα από την Αγιάσο. Συμμετείχαν ο πατέρας μου, ο θείος μου Νικόλαος, ο Χαρίλαος, ο Βασίλης, σαντουριέρης αλλά και βιολιστής, ο Ευστράτιος Παπάνης, που τότε έπαιζε τρομπόνι, καθώς και ο Νικόλαος Μαυροθαλασσίτης, αν δεν κάνω λάθος. Κάποτε θυμάμαι πως όλες οι μουσικές ήμασταν στο διάδρομο του ξενοδοχείου και πως ο Βασίλης έπαιζε με το σαντούρι διάφορους σκοπούς, τσάμικο, κρητικό. Ενθουσιάστηκαν οι Κρητικοί και φώναζαν «Παίξ’ το, ρε κοπέλι!». Επίσης θυμάμαι πως χόρεψε ο Κώστας Βουλβούλης έναν «μαζωμένο», έναν «ανιγκασκό», αυτοσχεδιάζοντας άσεμνες φιγούρες που εντυπωσίασαν. Πήραμε και βραβείο. Ξεκινήσαμε μάλιστα από το Στάδιο με κατεύθυνση το κέντρο και παίζαμε τα «ξύλα». Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια, αρχίσαμε να παίζουμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να χορεύουν οι βρακάδες. Έγινε χαλασμός.
Απολύθηκα το 1939 και το επόμενο έτος έγινε ο πόλεμος. Με πήραν για την Αλβανία. Πήγα στο χωριό Λέσνιτσα ως ασυρματιστής-τηλεγραφητής. Η περιοχή ήταν απυρόβλητη. Μαζί μου ήταν ο Δούκας Κουφέλης, ο Κώστας Κωμαΐτης, που ήταν λοχίας Εφοδιασμού, ο Λευτέρης Καραφύλλης, ο Πρίνος, και ο λοχίας Βασίλης Θεμιστοκλή Νουλέλης, η Ρουδιά, ο οποίος εκτελούσε χρέη επιλοχία και έβγαζε υπηρεσία. Το Λευτέρη, που και αυτός ανήκε στις Διαβιβάσεις, όταν χαλούσε καμιά γραμμή, τον έστελναν μαζί με άλλους, για να αποκαταστήσουν τη βλάβη. Έπαθε πλευρίτιδα, με αποτέλεσμα να τον διώξουν για θεραπεία. Πήρε σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου.
Με ατομική πρόσκληση στρατεύτηκα και πήρα μέρος και στον Εμφύλιο. Υπηρέτησα εφτά μήνες στο άλλοτε Χατζησπύρειο Νοσοκομείο Αγιάσου, όπου σήμερα το Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας «η Θεομήτωρ», καθώς και στη Μυτιλήνη, στο χώρο του Διδασκαλείου. Εδώ με το Γρηγόριο Πολιτάκη ήμασταν ασυρματιστές. Στη συνέχεια έφυγα από τη Λέσβο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη, όπου και έμεινα, με παρέμβαση του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, ως βοηθός εκπαιδευτή νεοσυλλέκτων. Δεν πολέμησα, ήμουν σε ειδικότητα.
Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής
Κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ό,τι μας αφηγήθηκε στη Βριακή, στις 21 Αυγούστου 1983, ο Στρατής Πατερής του Παναγιώτη, 72 χρονώ. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αναφέρεται σε δραστηριότητες αντιστασιακών γειτονικής περιφερείας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Προέρχεται από έναν άνθρωπο που πήρε μέρος στην αντίσταση, που μαζί με άλλους συγχωριανούς του βοήθησε στην εγκατάσταση και στη λειτουργία αγγλικών ασυρμάτων στη Γέρα και συγκεκριμένα στον Παλαιόκηπο.
Οι αναμνήσεις έχουν, όπως είναι φυσικό, προσωπικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις πτυχές ενός γεγονότος. Συνήθως υπάρχει ελλειπτικότητα, ωραιοποίηση της προσωπικής συμβολής, καθώς και παραποίηση, σε κάποιες περιπτώσεις, της ιστορικής αλήθειας. Παρ’ όλα τα μειονεκτήματα όμως αποτελούν μια αξιόλογη αφηγηματική πηγή, την οποία οφείλουμε να χρησιμοποιούμε με κάποια προσοχή.
ΓΙΑΝΝΗΣ XΡ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
“Στα χρόνια της Κατοχής οργανώθηκα στην Αντίσταση. Ήμασταν κάμποσοι Παλαιοκηπιανοί που υπηρετήσαμε τους αγγλικούς ασύρματους, ο μακαρίτης Αλέκος Παπάς, ο Ηλίας Πασπατής, ο Γιώργος Σκοπελίτης, ο Ερμόλαος Ψαριανός, ο Χρίστος Χατζηράλλης ή Ξτουδόλς, που τον σκότωσαν αργότερα οι μπουραντάδες, ο Τρύφωνας Παπάς κι άλλοι.
Τον πρώτο ασύρματο, μόλις τον πήραμε, τον πήγαμε στα Μαυριά. Εκεί πέρα καθίσαμε λίγο διάστημα, οπότε μας ειδοποίησαν να φύγουμε. Η μέρα της μετακίνησης ήταν πολύ βροχερή. Μέχρι που να φτάσουμε στον Καπασά, στο ντάμι του Στέλιου Σπυριάδη, είχαμε γίνει όλοι μούσκεμα, μαζί κι ο προϊστάμενος του ασύρματου ανθυπολοχαγός Ασημάκης Ξάφης. Ανοίξαμε με δυσκολία το ντάμι και μπήκαμε μέσα. Ψάξαμε, βρήκαμε κλαδιά, ανάψαμε φωτιά και στεγνώσαμε. Ήμασταν οι παραπάνω, εκτός από το Σκοπελίτη, ο οποίος τότε βρισκόταν στο χωριό.
Το πρωί ήρθε στον Καπασά ο νεαρός παραγιός του Σπυριάδη Γιώργος Γεωργαντάς, το Κουτούτσ’, που σήμερα έχει καφενείο. Επιχειρούσε να ανοίξει το ντάμι, μα δεν τα κατάφερνε, γιατί εμείς το είχαμε κλειστό από μέσα. Τελικά ανοίξαμε και τον βάλαμε μέσα. Όταν κατέβηκε στο χωριό, είπε στο αφεντικό του αυτά που έπεσαν στην αντίληψή του. Ο Σπυριάδης φοβήθηκε, βρήκε το Σκοπελίτη και του ζήτησε να φύγουν από το ντάμι. Ο Σκοπελίτης τότε έστειλε ένα σύνδεσμο και μας ειδοποίησε να μεταφερθούμε αλλού.
Ο Σκαναβής κι οι άλλοι κάθισαν δυο τρεις μέρες στη Μονόπετρα. Από κει τους πήραμε και τους κατεβάσαμε στο χωριό μας, στον Παλαιόκηπο. Εδώ μείναν μια βραδιά στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Μετά έπρεπε να τους παραδώσουμε στην οργάνωση του Μανταμάδου. Την αποστολή αναλάβαμε εγώ κι ο Αλέκος Παπάς. Χρησιμοποιήσαμε για τη μεταφορά τρία ζώα, το δικό μου το άλογο και τα μουλάρια του Αλέκου Παπά και του Φωτή Μπλούκου. Για να μην περάσουμε από το Ίππειος, όπου υπήρχε αστυνομία ελληνική που δεν ξέραμε τις διαθέσεις της, αποφασίσαμε να πάμε από την περιοχή που ονομάζεται Μητρόπολη, να βγούμε στα Κεραμιά, να κατευθυνθούμε προς την Πηγή κι από κει ακλουθώντας κατσικόδρομους να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα ζώα όμως, κατά κακή μας τύχη, πήραν λάθος δρόμο. Μας ρίξαν στα μπαλγκάμια, στα γκιόλια της Λάρσος. Απ’ όπου πηγαίναμε, για να βγούμε από τα τσάγια, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Όλα τα δρομάκια κατέληγαν σε μια μυλόπετρα. Ήταν νύχτα, δε βλέπαμε καλά, ταλαιπωρηθήκαμε πολλή ώρα άνθρωποι και ζώα. Καμιά φορά είδαμε κάπου φέξη. Ήταν μια καλύβα με σάζια. Πήγα προς τα κει και βρήκα ένα γέρο. Τον παρακάλεσα πολλή ώρα να μας οδηγήσει μέχρι τα Κεραμιά, αλλ’ αρνήθηκε. Επέστρεψα στο μέρος όπου είχα αφήσει τους άλλους και τους είπα για το γέρο, που δεν ήθελε να μας βοηθήσει. Ήμουνα θυμωμένος και πρότεινα να του κάψουμε την καλύβα. Ύστερα σκεφτήκαμε να τον πληρώσουμε να μας πάει. Του δώσαμε 100 χιλιάρικα, που τα είχαν οι άλλοι, κι έτσι ανέλαβε να μας οδηγήσει στα Κεραμιά. Μετά από λίγη όμως πορεία αναγνωρίσαμε το δρόμο και τον διώξαμε. Επειδή όμως καθυστερήσαμε, δεν μπορέσαμε να ήμαστε συνεπείς και να συναντηθούμε με τους ανθρώπους της άλλης οργάνωσης στο προκαθορισμένο σημείο. Όταν πλησιάσαμε στο Μανταμάδο, κρυφτήκαμε άνθρωποι και ζώα σ’ ένα ρουμάνι, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εγώ έμεινα επιτόπου με τους ανθρώπους. Ο Αλέκος πήγε κι αντάμωσε τους σύνδεσμους, οι οποίοι πράγματι ήρθαν τις αυγές και παρέλαβαν τους ανθρώπους, για να τους φυγαδέψουν πιθανότατα στη Μέση Ανατολή. Μετά την παράδοση εμείς δεν είχαμε πια καμιά δουλειά, γι’ αυτό κι επιστρέψαμε στον Παλαιόκηπο.
Τον πρώτο ασύρματο που χρησιμοποιήσαμε μας τον πήραν δεν ξέρω τι έγινε, ίσως να χάλασε. Μαζί έφυγε κι ο Ασημάκης ο Ξάφης. Παράδοση νέου ασύρματου θα γινόταν στη Σαρακίνα, παράλια περιοχή περιφέρειας Μανταμάδου, πολύ κοντά στην τουρκική ακτή. Πήγαμε εγώ κι ο Γιώργος ο Σκοπελίτης με δυο μουλάρια. Περιμέναμε κει τρεις μέρες, ώσπου να μπορέσουμε να κάνουμε την παραλαβή. Πάνω που ερχόταν το υποβρύχιο, έκανε την εμφάνισή του ένα γερμανικό καταδιωκτικό. Μαζί με τον ασύρματο ήρθε και νέος ασυρματιστής, σταλμένος από το στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Επιστρέφοντας νύχτα από τη Σαρακίνα εγώ, ο Γιώργος ο Σκοπελίτης κι ο ασυρματιστής, είδαμε στο βάθος του δρόμου ένα λουξ. Πανικοβληθήκαμε, γιατί νομίσαμε πως ήταν Γερμανοί. Να φύγουμε δεξιά ή αριστερά ήταν αδύνατο, γιατί είχε ντουβάρια ψηλά. Μείναμε για λίγο χρόνο επιτόπου. Ύστερα αποφασίσαμε να πάω εγώ προς τα κει κι αν είναι Γερμανοί να ρίξω χειροβομβίδα και να προσπαθήσουμε να διαφύγουμε με κάθε τρόπο. Εγώ ήμουνα γρήγορος, έτρεχα πολύ. Είχαμε πιστόλια και χειροβομβίδες. Βάδισα, έφτασα στο λουξ και διαπίστωσα με χαρά πως ήταν πυροφάνι, πως δεν ήταν Γερμανοί αλλά ψαράδες. Από κει συνεχίσαμε το δρόμο μας χωρίς κανένα κακό συναπάντημα και φτάσαμε στον Παλαιόκηπο.
Το νέο ασύρματο τον φέραμε στον Αγλέφιρο, στο κτήμα του Χρίστου Χατζηράλλη, όπου υπήρχαν δυο τρία κατνέλια, μικρές κατούνες. Εδώ καθίσαμε αρκετό διάστημα. Αργότερα μετακινηθήκαμε κι ήρταμε στην κατούνα του Στρατή Βέτσου. Κι εδώ μείναμε αρκετό χρόνο, ήταν προς το τέλος της κατοχικής περιόδου. Από εδώ μεταφέραμε τον ασύρματο στο χωριό, όπου φυλάχτηκε λίγες μέρες στο σπίτι του Γιώργου Σκοπελίτη. Από το χωριό τον μεταφέραμε στον κάμπο, στη Βριακή. Τον εγκαταστήσαμε στην Πραματιά, στην κατούνα του Φωτή Μπλούκου. Προσέχαμε πολύ, γιατί υπήρχαν καταδότες. Δεν ήταν αδύνατο να πληροφορηθούν τη δράση μας οι Γερμανοί. Υπήρχε κίνδυνος να προδοθούμε και μέσα από το χωριό, οι γκεσταμπίτες δεν έλειπαν. Κι ο δεύτερος ασύρματος λειτούργησε κανονικά, όπως κι ο πρώτος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής...”.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 19/1983
ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 22-01-1933