ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Μακρόνησος, σαν στρατόπεδο “εθνικής αναμόρφωσης”. Δεκάδες χιλιάδες είναι οι στρατιώτες απ’ όλες τις μονάδες, που πέρασαν από το κολαστήριο αυτό. Πολύ περισσότεροι οι “προληπτικώς συλληφθέντες” πολίτες, άντρες και γυναίκες, από κάθε γωνιά της χώρας μας.
Default 2
Αγιασώτες και Αγιασώτισσες κρατούμενοι… Διακρίνονται, από αριστερά, επάνω: 1. Γαβριήλ Ευστρατίου Καλαλές. 2. Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 3. Κατερίνα Ιωάννου Τσουλέλη, το γένος Προδρόμου Λιμπερή. 4. Ευανθία Ευστρατίου Καλαλέ. 5. (;). Κάτω: 1. Φωτεινή Ευστρατίου Πασχαλιά, σύζυγος Ευστρατίου Βαρβάκη. 2. Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά. 3. (;). 4. Αντώνης Ευστρατίου Καλαλές.
Η φιλοσοφία και οι σκοποί των εμπνευστών και ιδρυτών της Μακρονήσου ήταν η εξουθένωση της εαμικής εθνικής αντίστασης και η συντριβή του ΚΚΕ. Ο λαός μας έπρεπε με κάθε μέσο να υποταχτεί, να σκύψει το κεφάλι, να απαρνηθεί κάθε σκέψη για τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Ακόμα έπρεπε να απαρνηθεί την ιστορία που έγραψε, όταν πάλευε με αυτοθυσία ενάντια στους κατακτητές.Η επιλογή της Μακρονήσου για την εφαρμογή ενός σχεδίου ατομικής και ομαδικής τρομοκρατίας, όχι μόνο για τους “μετεκπαιδευόμενους”, αλλά και για όλο το λαό, ήταν ιδανική, λόγω του ότι ήταν χώρος απόλυτα απομονωμένος ως νησί και εύκολα ελεγχόμενος και το βασικότερο κοντά στην Αθήνα.
Default 5
Η Μακρόνησος, ένα από τα κολαστήρια του παρελθόντος…
Η ιστορία της Μακρονήσου αρχίζει μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 και το όργιο της τρομοκρατίας που ακολούθησε. Είχε βέβαια προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ήταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός με οδυνηρές συνέπειες για το δημοκρατικό κίνημα. Από το 1947, που έφτασε το πρώτο αρματαγωγό στη Μακρόνησο, δημιουργήθηκαν τα παρακάτω στρατόπεδα:
Α΄ Τάγμα Σκαπανέων A΄ ΕΤΟ. Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων, καθώς και Στρατόπεδο Γυναικών, όπου μετέφεραν τις γυναίκες από το Τρίκερι το Γενάρη του 1950.• Β΄ Τάγμα Σκαπανέων Β΄ ΕΤΟ. Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και το Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων.• Γ’ Τάγμα Σκαπανέων Γ’ ΕΤΟ. Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953). Το τάγμα αυτό μετατράπηκε σε τεράστιο εργοτάξιο καταναγκαστικών έργων.

Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (Σ.Φ.Α.) 1947-1950. Από τους πρώτους μεταφέρονται εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι από τα Γιούρα.

Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ’ Κ.Π.Α.) 1947-1948.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρονήσου (Σ.Ν.Μ.) 1943-1953. Σ’ αυτό το στρατόπεδο απομονώθηκαν περίπου 1.100 έφεδροι αξιωματικοί και 90 μόνιμοι.

Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Πολιτικών Εξόριστων (1948-1950). Η δύναμη του στρατοπέδου αυτού, το πρώτο εξάμηνο του 1949, θα ξεπεράσει τους 12.000 πολιτικούς εξορίστους.

Default 8
Κρατούμενες στη Μακρόνησο. Μεταξύ τους διακρίνονται η Μαρία Παντελή Πατερέλη, η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά και ο μικρός Άρης Κυριάκου Πασχαλιάς…
Τα χρόνια αυτά πολλοί είναι οι Αγιασώτες που πέρασαν για “αναμόρφωση”, είτε ως στρατιώτες είτε ως πολιτικοί κρατούμενοι. Από αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω: Ευστράτιος Παναγιώτου Αβδελέλης, Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης, Νικόλαος Αγρίτης, Κωνσταντίνος Βασιλείου Ανεζίνος, Ιωάννης Γρηγορίου Βέτσικας, Ιωάννης Παναγιώτου Ιακώβου, Γεώργιος Προκοπίου Καζαντζής, Παναγιώτης Νικολάου Κακαλιός, Ευστράτιος Καλαντζής, Αντώνιος Φωτίου Καναρέλης, Παναγιώτης Ευστρατίου Καπάτος, Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα), Οδυσσέας Ευστρατίου Κλήμος, Ιωάννης Χριστόφα Κουρβανιός, Γεώργιος Προδρόμου Λιμπερής, Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής, Πρόδρομος Λιμπερής, Παναγιώτης Θεοδώρου Μαγλογιάννης, Σαραντινός Μιλτιάδη Μαλιάκας, Παναγιώτης Μαλούκης, Βασίλειος Θεμιστοκλή Νουλέλης, Γεώργιος Κωνσταντή Παπάνης (Λιόλιας), Δημήτριος Παναγιώτου Σαρέλης, Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου, Φώτιος Αντωνίου Τζανής, Βασίλειος Παναγιώτου Τσιβγούλης, Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης, Παναγιώτης Τσοκαρέλης και Προκόπιος Ευστρατίου Χριστοφαρής. Και πολλοί άλλοι πέρασαν από εκεί, λόγω των δημοκρατικών τους φρονημάτων ή λόγω του ότι είχαν συγγενείς μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και ο εμφύλιος είχε λήξει στρατιωτικά στο Γράμμο το 1949, εδώ το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950, με το θάνατο των Αντωνίου Αγρίτη, Χαράλαμπου Θεοδοσίου, Παναγιώτη Καρέτου ή Καρετέλη, Ελευθερίου Παπαθανασίου και Κυριάκου Πασχαλιά. Έτσι συναντάμε οικογένειες ολόκληρες να είναι εκτοπισμένες, άντρες και γυναίκες, ακόμα και γονείς, σε μεγάλη ηλικία, μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Κορυφαία εγκληματική πράξη κατά των κρατουμένων αποτελεί το μακελειό στο Α’ ΕΤΟ στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, με αδιευκρίνιστο ακόμα αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία από τη Μακρόνησο (Ιούλης 1949).

Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: 1.(;). 2.Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα ).3.Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου. 4.(;). 5.Ευστράτιος Καλαντζής. 6.Νικόλαος Αγρίτης. 7.Πρόδρομος Λιμπερής.
Καθήμενοι: 1. Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης. 2.Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης. 3.(;). 4.Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 5.Παναγιώτης Τσοκαρέλης. (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου. Παραχωρήθηκε από το Γεώργιο Σάββα)

Ο ελληνικός λαός, με τις εκλογές του 1950 και με την ευεργετική επίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Διέλυσε τα στρατόπεδα της Μακρονήσου το 1954, τα όποια όμως με ελάχιστους φαντάρους διατηρούνται έως το 1957.Από το 1961, με τη μεταστέγαση και των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (Σ.Φ.Α.) στο Μπογιάτι, το ελληνικό κράτος παρέδωσε τον ιστορικό χώρο στην καταστροφική μανία του χρόνου, του ανθρώπου και των συμφερόντων. Μέχρι και δημοπρασία προκήρυξε για την αποξήλωση των μνημείων της ντροπής και την πώληση χρήσιμων δομικών υλικών. Το επίσημο κράτος επιχειρούσε να κρύψει την ντροπή του με την έμμεση ή άμεση καταστροφή του “Νέου Παρθενώνα”, που το ίδιο δημιούργησε. Χρειάστηκε μεγάλος και μακροχρόνιος αγώνας, για να κηρυχτεί, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, ολόκληρο το νησί ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων διατηρητέα μνημεία.
Default 14
Γυναικόπαιδα σε στρατόπεδο (πιθανότατα, Ικαρία 1947-1948). Μεταξύ τους διακρίνονται η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά, η Μαριάνθη Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Μαρία Παναγιώτου Χρυσάφη, η Βλοτίνα Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Νεφέλη Παντελή Πατερέλη…

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Μακρόνησος είναι ένα νησί μνημείων και μαρτυρίων και ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη του λαού μας ως τόπος βασανισμού και πόνου και ως σύμβολο αντίστασης στη βία και στο βιασμό της συνείδησης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 105/1998

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΤΖΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας.

Το όργαλο, δηλαδή τη λατέρνα, το πρωτοέφερε στην Αγιάσο κατά το 1916-1917 ο Σωκράτης Βάλεσης, ο Μασόνος. Δεν το κράτησε όμως πολύ και το έδωσε. Αμέσως τον διαδέχτηκε ο Αθανάσης Καμαρός, το Κουρτσιάδ’. Αυτός ήταν μερακλής, το είχε πάντα καταστολισμένο μ’ ένα σωρό φανταχτερά μπιχλιμπίδια, που κάθε τόσο τα άλλαζε. Το μεγάλο του μεράκι ήταν να περνά στο όργαλό του κάθε καινούργιο σκοπό που κυκλοφορούσε, κι ας μην είχε άλλο όργαλο να τον ανταγωνίζεται. Τους σκοπούς στα όργαλα τους περνούσε ο μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής, το Γλύτσμα, και τις ποντίλιες τις κάρφωνε στον κύλινδρο ο αδερφός του Ξινόφς, που ήξερε κιόλας να κουρδίζει.

Τα χρόνια εκείνα ήταν στην ακμή της η πατινάδα -βόλτα μέσα στους μαχαλάδες που έκαναν τα παλικάρια κάθε Κυριακή απόγευμα ως το 1940 κι ακόμα πιο ύστερα. Στις δόξες τους τα κουϊτούκια, τα συνοικιακά καφενεδάκια, που υπήρχαν σ’ όλους τους μαχαλάδες της διαδρομής της πατινάδας. Απέναντι από τα κουϊτούκια κάθονταν οι κοπέλες, αραδιασμένες πάνω στα καριγλιά τους, με τα καλύτερά τους τα στολίδια, το μαργαριτάρι στο λαιμό, τις αρμαθιές τα φλουριά στο στήθος – ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση η καθεμιά – και τα βραχιόλια στα χέρια. Φτάνοντας τα παλικάρια στα κουϊτούκια, πίνανε τα ούζα τους και κάνανε και το χορό τους, αν υπήρχε μουσική, όργαλο ή νταβούλι. Φλερτάρανε, γνέφανε στις κοπέλες και πλέκανε τα ερωτικά τους ειδύλλια. Τα κουϊτούκια άνοιγαν μόνο τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, που άρχιζε η πατινάδα των παλικαριών, και κλείνανε μόλις νύχτωνε. Δεν ήταν εύκολο να βάλουν λαδολύχναρα ή γκαζόλαμπες. Απ’ τον Αύγουστο του 1927, που χάρη στο χειρούργο γιατρό Στρατή Δούκαρο ηλεκτροφωτίστηκε η Αγιάσος, πήραν φως και τα κουϊτούκια.

Το Κουρτσιάδ’ πήγαινε και έπαιζε με το όργαλό του παντού, όλες τις μέρες της εβδομάδας κι όλες τις ώρες, όπου τον φώναζαν οι παρέες. Τις Κυριακάδες όμως, τ’ απογεύματα που άρχιζε η πατινάδα, δεν πήγαινε πουθενά και σε κανέναν, όσα και να του έδιναν. Ήθελε να είναι συνεπής και να βρίσκεται στο μόνιμο στέκι του, στην Μπουτζαλιά, στο κουϊτούκι του Δημητρού Ρούγκου, που μεσουρανούσε τότες.

Στο κουϊτούκι του Ρούγκου έγιναν οι πιο μεγάλες διασκεδάσεις, τα πιο μεγάλα γλέντια και ξενύχτια. Δεν υπήρχαν τότες περιορισμοί, στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, από την αστυνομία. Είχε το πλεονέκτημα να είναι κάτω από το σπίτι του Ρούγκου και σα χήρος με δυο μικρά παιδιά βρισκόταν όλες τις ώρες εκεί. Εκτός από την περαστική πελατεία, ο Ρούγκος είχε και τη μόνιμη που δεν έλειπε, όπως δε λείπει ο Μάρτης από τη μεγάλη σαρακοστή. Είχε την παρέα του, πρώτο και καλύτερο το Κουρτσιάδ’ ,το Γεώργιο Σκλεπάρη ή Θείο, το Στρατή Νιγδέλη ή Δοντά, το Βαγγέλη Κοντή ή Μπουνατσέλ(ι), το Θεόδωρο Χτενά ή Μπουλασίκ, τον Παναγιώτη Βουνάτσο ή Κνα, το Γρηγόρη Νιγδέλη ή Φέσ’ και τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον πασίγνωστο Κακούργο. Ήταν όλοι άνθρωποι του γλεντιού, με σπιρτόζικο πνεύμα, καλαμπουρτζήδες, ετοιμόλογοι και στιχουργοί της στιγμής. Γλεντούσαν ταχτικά και κάπου κάπου βγάζανε και βδομάδα σαν τους παπάδες. Το γλέντι τους ήταν σωστή ιεροτελεστία μέσα στο όχι και τόσο καλά φωτισμένο κουϊτούκι.

Πάνω στο γλέντι ο στιχουργός σηκωνόταν όρθιος και τραγουδούσε τους στίχους στο σκοπό της εποχής. Όλοι της παρέας, όρθιοι, τους επαναλάμβαναν, παίζοντας παλαμάκια, χοροπηδώντας με γέλια και χάχανα και κάνοντας γύρους στο τραπέζι τους. Τις περισσότερες φορές στόχο είχαν το Ρούγκο που τα δεχόταν όλα, ό,τι κι αν του έκαναν, ό,τι κι αν του τραγουδούσαν.

Ο Ρούγκος άφησε εποχή, άφησε και τα παρακάτω τραγούδια, που ακούγονται ακόμα και σήμερα κάπου κάπου:

Ωραία Μπουτζαλιά μου,
που’ σταν καμπαναριό,
τσι σ’ έκανι γιου Ρούγκους
σουστό πουταναρειό.
Ωραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
‘χάσις την Κλεανθίτσα,
δε θα την ξαναδείς.
Ρε Ρούγκου Δημητρό,
πλέρουσι του μουρό,
σα δεν του πληρώνεις
θα του πληρώσου γω.

 Όταν ο Ρούγκος μια μέρα έκαψε τον τέντζερη που μαγείρευε ρεβίθια για να φάει με τα μωρά του, τραγούδησε στην παρέα του:

Δεν έκλιγα του τζιτζιρέ,
μον έκλιγα τ’ αρβίθια,
που μείναν τα μουρά ιν(ι)σκά
τσι κλαίγαν ούλη νύχτα.

 

Για το Στρατή Καλαλέ, τη Γκαγκάνα, που έκλεψε τα χράμια από το σπίτι του, τραγουδούσαν:

Ανάθιμά σι Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.

 

Και για μια απαγωγή τραγουδούσαν:

Γη μέρα ‘νταν Διφτέρα
που ξμέρουνι ταχτέρ,
μας κλέψαν τη Σκαρλάτη
μι του μπουχτσά τς στου χέρ.’
Ταμπακέρα φουσκουμέν(ι),
γη Σκαρλάτ’ αγκαστρουμέν(ι).

Όταν, απόμαχος πια ο Ρούγκος, έκλεισε το κουϊτούκι του, το Κουρτσιάδ’ μετέφερε το όργαλο μόνιμα στου Καρρά, στο κουϊτούκι του Σπύρου Τινέλη, της Μανιάς. Με το όργαλό του το Κουρτσιάδ’ ως τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής γλέντησε και χόρεψε όλη την Αγιάσο, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου.

Τα ανεπανάληπτα γλέντια που γίνονταν στου Ρούγκου τα ξαναζωντάνεψε – παρ’ όλο που δεν τα εφτασε – και μας τα παρουσίασε από τη σκηνή, με την ηθογραφία του «Ωραία Μπουτζαλιά μου», ο Αντώνης Μηνάς. Το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις που πήρε, παρουσίασε το έργο στη Μυτιλήνη, στα κεφαλοχώρια και στα μικρά χωριά του νησιού, καθώς και στην Αθήνα.

Η παρέα Κουρτσιάδ’ – Ρούγκου και Σία ήταν και άφθαστοι φαρσέρ. Φτάνει να έπαιρναν μυρουδιά για κάτι, όπως πήραν μυρουδιά το Κουρτιάδ’ που είχε παραγγείλει κασκαβάλια τυρί για τη σοδειά του. Φρόντισαν, την ώρα που τα πίνανε και γλέντιζαν, να τον φέρουν και να τον κάνουν, όπως ήθελαν. Και δε δυσκολεύτηκαν να τα καταφέρουν. Βρήκαν μια κόφα – μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με αλυγαριές με το οποίο μεταφέρανε τα φρούτα εκείνα τα χρόνια, τον βάλανε μέσα κι από πάνω δέσανε μια μεσάλα. Δουλειές νοικοκυρεμένες. Φωνάξανε τον πρόσφυγα χαμάλη Μπάτη, τον πληρώσανε και του αντουνιάσανε την κόφα να πάει το τυρί στο σπίτι του Κουρτσιάδ’. Οι γειτόνισσες του δείξανε το σπίτι, ρίξανε και μια φωνή: «Μούρφουλ(ι), έβγα τσι φέραν του τυρί». Όταν είδε την κόφα το Μουρφούλ(ι), είπε: «Εμ τι του ήθιλι ξτιανός έγιουσου τυρί! Είπαμι να πάρουμι κουμμάτ’, εμ όχ(ι) τσι μια κόφα. Γή τ’ μιγάλ(ι) τ’ φαμλιά έχουμι; Νέισαν, ας είνι». Άμα ξεφόρτωσε το χαμάλη με μια γειτόνισσά της, είπε: «θα θέλ(ι)ς α πάρς τσι τ’ κόφα, μη ξανάρχισι». Όταν έβγαλε τη μεσάλα από πάνω από την κόφα κι είδαν μέσα τον Αθανάση να κοιμάται σα λαγός, τρόμαξαν, ξιπάστηκαν. Τούτο πάλι ήταν από τα ανάγραφα. Έβαλε το Μουρφούλ(ι) το χέρι της πάνω στο κεφάλι του Αθανάση κι είπε: «έγιτιου κασκαβάλ(ι) που είσι, έγιτια τσι χειρότιρα θα παθαίν(ι)ς. Τά σι κάνου γω, θέλ(ι)ς τα τσι παθαίν(ι)ς τα. Μουσταχάκς».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 17/1983

ΟΙ ΛΑΤΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Από πολύ μικρός είχα τη μανία να ρωτώ τους γέρους και να μαθαίνω πράγματα που δεν τα ήξερα. Για τη λατέρνα, που από την πρώτη στιγμή κίνησε το ενδιαφέρον μου, ρώτησα τον παππού μου. Απ’ αυτόν έμαθα για την τύχη της στο χωριό μας.

Την πρώτη λατέρνα, καταπώς μου διηγήθηκε, την έφερε στην Αγιάσο από την Πόλη ο Προκόπιος Τσιχλής , κατά το 1900, ίσως και νωρίτερα. Όταν την έφερε, έγινε το έλα και να δεις, δεν έπαιρνε ανάσα από την πολλή δουλειά. Οι τότε σατιρογράφοι μάλιστα πήραν αφορμή από το γεγονός αυτό, έγραψαν στίχους και τους έβαλαν σκοπό μέσα στη λατέρνα. Οι στίχοι ήταν επιτυχημένοι και έλεγαν:

Ήρτι τ’ όργαλου τ’ Τσιχλή
τσ’ έπιξί μας τρεις σκουποί,
πήρι τα γρουσέλια μας
τσι τα δικαρέλια μας.
 

Στη συνέχεια έβαλαν σκοπό στη λατέρνα άλλους στίχους, τους οποίους εμπνεύστηκαν οι σατιρογράφοι από ένα άλλο γεγονός. Κάποιος Αγιασώτης, ονομαζόμενος Καλαλές, έκλεψε κάτι «χράμια», τα πούλησε και με τα χρήματα που πήρε οργάνωσε γλέντι μαζί με άλλους όμοιούς του. Οι στίχοι αυτοί έλεγαν:

Θα σι σκουτώσου, Καλαλέ,
που έκλιψις τα χράμια
τσι πήγις τσι τα έφαγις
μι τς Μπουτζαλιάς τ’ αλάνια.
 

Ένα άλλο περιστατικό, που έγινε σκοπός της λατέρνας, είναι δεμένο με το Δημητρό Ρούγκο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε πιάσει κάποιο παιδί, για να κάνει βρομοδουλειά μαζί του. Οι στίχοι έλεγαν:

Βρε Ρούγκου Δημητρό,
πλήρουσί του του μουρό,
γη, σα δεν του πληρώσ’ς,
να του πληρώσου γω.
 

Και ένα άλλο γεγονός, που ίσως ήταν και το τελευταίο της περιόδου εκείνης. Κάποια όμορφη Μπουτζαλιώτισσα, που την έλεγαν Κλεανθίτσα, άφησε την Αγιάσο και έφυγε στα ξένα. Οι Αγιασώτες έγραψαν τους αποχαιρετιστήριους στίχους.

Ουραία Μπουτζαλιά μου,
που ‘σταν καμπαναριό
τσι σ’ έκανι γι Ρούγκους
σουστό πουταναριό.
Ουραία Μπουτζαλιά μου,
στα μαύρα να ντυθείς,
γιατί την Κλεανθίτσα
δε θα την ξαναδείς.
 

Ίσως να υπήρξαν και άλλοι στίχοι για την Μπουτζαλιά και για το Ρούγκο. Η Μπουτζαλιά άκμαζε, γιατί ήταν η πιο πλούσια συνοικία του χωριού, λόγω της εργατικότητας των κατοίκων. Όλα τα σπίτια ήταν εργαστήρια λογής λογής. Οι γυναίκες ύφαιναν και είχαν πολλά φλουριά και λίρες, που αποκόμιζαν από τα είδη που παρήγαγαν και πουλούσαν σ’ όλο το νησί. Ο Ρούγκος, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ήταν άνθρωπος της δουλειάς, καπάτσος. Γνώριζε τα πάντα, εκμεταλλευόταν το «ταλέντο» του και ζούσε σε βάρος των άλλων.

Τους σκοπούς τους πέρναγε στις λατέρνες πρώτα ο θείος μου ο Στρατής Ρόδανος. Θυμάμαι πως κουβαλούσαν τη λατέρνα μέσα στο σοκάκι, έξω από τα σπίτια μας. Με ένα άσπρο παγιαυλί στο στόμα ο θείος μου ρύθμιζε τους στίχους και έκανε τη συναρμολόγηση ολόκληρου του σκοπού.

kourtsiad
Ο Αθανάσιος Καμαρός ή Κουρτσάδης (αριστερά) με τον Παναγιώτη Αντώνα, που περνούσε σκοπούς στις λατέρνες.

Μετά τον Τσιχλή λατερνατζήδες στην Αγιάσο ήταν ο Σωκράτης ο Βάλεσης (Μασόνους), ο Μήτσος τ’ Αγλάγ(ι), ο Θανάσης Καμαρός ή Κουρτσιάδης και ο Πάνος η Χτένα. Από δω και πέρα άρχισε να βασιλεύει το άστρο της λατέρνας, όπως και τόσα άλλα. Έπαψαν ν’ ακούγονται το νταβούλι του Λαγού, καθώς και ο ζουρνάς και η γκάιντα, που έπαιζε ο Ανδρέας Κινάνης. Σε κάθε κουϊτούκι μέσα στο χωριό στάθμευε και μια λατέρνα. Τότες που βγαίναμε πατινάδα, να δούμε τις «γιαβουκλούδες» μας, που μας περίμεναν, κάναμε πρώτα ρεφενέ για τα έξοδα και την αμοιβή της λατέρνας, και μετά ξεκινούσαμε. Και τούτο, γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν πολλά χρήματα, όπως τώρα. Το τάλιρο ήταν άλλοτε ίσαμε μυλόπετρα για μας.

Ένα διάστημα οι μουσικές ήταν ανύπαρκτες, γιατί όλοι οι μουζικάντες ήταν στρατευμένοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κυρίως όμως μετά το 1922, άρχισαν να οργανώνονται οι κομπανίες. Δυο ήταν ξακουστές σ’ όλο το νησί. Η μια ήταν του θείου μου, του Στρατή Ρόδανου, και η άλλη του Παναγιώτη Σουσαμλή (Κακούργου). Αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα μπουζούκια. Στη μεταξική περίοδο θυμάμαι ότι είχαμε, εκτός από τις δυο γνωστές κομπανίες , και πέντε μικρά άλλα συγκροτήματα, που είχαν διάφορα όργανα.

Ο θείος μου Στρατής Ρόδανος ήταν και αυτοδίδακτος ταλαντούχος δάσκαλος μουσικής. Ένα σπίτι, που ανήκε σε μια θεια μου που ήταν στην Αμερική, το είχε ωδείο. Από το πρωί ως το βράδυ αυτή ήταν η δουλειά του. Έβγαζε τσιράκια, μουσικούς. Αναρίθμητοι οι μαθητές του. Έπαιζε μια τρόμπα, που δεν πιστεύω να έπαιζε άλλος κανείς. Όταν έπαιζε σε παρέα καλή, χαιρόσουν να τον ακούς. Είναι αμέτρητες οι φορές που γλέντησα μαζί του και δεν είναι δυνατόν να σας δώσω να καταλάβετε το μέτρο της μεγάλης του αξίας. Και ο Παναγιώτης Σουσαμλής όμως ήταν άφταστος. Το κλαρίνο του ήταν αδύνατο να το παίξει άλλος.

stoixio
Αναμνηστική φωτογραφία από την Αγία Παρασκευή Λέσβου (9 Οκτωβρίου 1938), στην οποία είχαν μεταβεί οι ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου “η Ανάπτυξις” Αγιάσου και παρουσίασαν το δράμα του Φραγκίσκου Γκρίλλπαρτσερ “Το στοιχειό του Πύργου”. Διακρίνονται από αριστερά ο Στρατής Στεφάνου, ο Βασίλειος Ρόδανος, γιος του Στρατή Ρόδανου, ο Πάνος Πράτσος, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, και ο Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).

Εάν ζούσαν σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, θα γίνονταν σε πολύ λίγο χρόνο εκατομμυριούχοι και θα τους θαύμαζε όλος ο κόσμος. Εγώ τους απόλαυσα. Δε θυμάμαι να πέρασε βδομάδα, χωρίς να τους χαρώ. Ακόμα και στο Σανατόριο τους πήγαμε, μέσα στα χιόνια, με τον Κώστα Βουλβούλη.

Χρυσά αξέχαστα χρόνια! Πολλές φορές ξετυλίγονται μέσα στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, που κρατά την ανάσα μου και εύχομαι να μη φτάσει ποτέ στο τέλος. Έφυγαν τα χρόνια τα καλά και τα τρισευτυχισμένα και ήρθαν τα άχαρα και τα δυστυχισμένα.

(Αγιάσος, 19 Απριλίου 1987)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΜΑΤΣΟΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 55/1989