ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΚΑΡΟΣ

Default 1
Ο Ευστράτιος Δούκαρος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 Ιουνίου του 1882. Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Δούκαρος και μητέρα του η Λουκία Κυπρίου. Ο Ευστράτιος Δούκαρος έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία ενός έτους και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Στην Αγιάσο έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907, μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές, πήρε το πτυχίο του. Είχε διατελέσει βοηθός στο Πολιτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Default 3
Από το «Πανελλήνιον Ημερολόγιον Λέσβου 1914», σ. 307
Default 5
Επειδή ήταν πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Έτσι πήγε στο Παρίσι, όπου ασκήθηκε στη Χειρουργική για δυο χρόνια. Ακολούθως πήγε στις Βρυξέλλες, για να ειδικευτεί στη Γυναικολογία.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός. Το 1912 παντρεύτηκε την Ουρανία Γεωργαλά από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), με την οποία απόχτησε μια κόρη, την Ιωάννα (Βάνα), τη μετέπειτα σύζυγο του διακεκριμένου άλλοτε δικηγόρου της Μυτιλήνης Στρατή Αλαμανέλη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος άνοιξε στη Μυτιλήνη την πρώτη Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική, με συνεργάτη του το χειρουργό του Βοστάνειου Ιερού Νοσοκομείου Σταύρο Πασχαλίδη. Με μεγάλη επιτυχία οι δυο τους πρώτοι έκαναν εγχειρήσεις στομάχου, ήπατος και κύστεως. Ας σημειωθεί ότι και πριν από αυτούς έκαναν εγχειρήσεις άλλοι γιατροί στη Μυτιλήνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Ευστράτιος Δούκαρος διετέλεσε και μέλος της Χειρουργικής και Γυναικολογικής Εταιρείας των Παρισίων, στην οποία έστελνε και περιστατικά της ειδικότητάς του. Ακόμα εξυπηρετούσε και το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης ως το 1932, χρονιά κατά την οποία πέθανε. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος, που στην αίθουσα των συνεδριάσεων του παραπάνω Νοσοκομείου ήταν αναρτημένη η φωτογραφία του.
Ο Δούκαρος δε διακρίθηκε μόνο ως χειρουργός. Ήταν άνθρωπος πολυπράγμων και δραστήριος, πνεύμα προοδευτικό και δημιουργικό. Με την Αγιάσο, τη γενέτειρά του, διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η κλινική του ήταν ανοιχτή για κάθε δυστυχισμένο. Λόγω της κοινωνικής του θέσης, στα χρόνια της δουλείας, έκανε το μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινοτάρχες της Αγιάσου και στο μουτεσαρίφη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 συνέχισε να κάνει το ίδιο μεταξύ κοινοταρχών και γενικών διοικητών ή νομαρχών.
Ήταν άνθρωπος που αγάπησε τον τόπο του και ήθελε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η προσφορά του για τον τόπο του ήταν μεγάλη και με τη δημιουργία, από τον Αύγουστο του 1927, του πρώτου ηλεκτρικού εργοστασίου, που πρωτολειτούργησε με πετρελαιομηχανή Kambel, 45 ίππων, σε ακίνητο του Νικόλα Στεφανή, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Το πρώτο αυτό ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το μεγάλο θόρυβο που έκανε, μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την Καρυά, σε ακίνητο του Αθανασίου Κακλαμάνου. Όμως και εκεί για τον ίδιο λόγο δε στέριωσε. Λειτούργησε 3-4 χρόνια και πάλι το σήκωσαν. Από το 1936 μεταφέρθηκε και λειτούργησε έξω από το χωριό, σε ένα οικόπεδο του Δήμου, απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, στο δρόμο για τη Μυτιλήνη. Η όλη διαχείριση του ηλεκτρικού εργοστασίου στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της κόρης του Βάνας, της συζύγου του Ευστρατίου Αλαμανέλη. Ας σημειωθεί ότι για την ηλεκτροδότηση της Αγιάσου τοποθετήθηκαν στύλοι από καστανιά, πού κόπηκαν από σωθήρι του Κύπριου, του πεθερού του Δούκαρου. Από το 1932 μέχρι το 1963 εργάστηκε ως υπάλληλος του ηλεκτρικού εργοστάσιου και ο Στρατής Τζίνης. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, το ηλεκτρικό εργοστάσιο περιήλθε στη ΔΕΗ. Ο προοδευτικός Ευστράτιος Δούκαρος σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό εργοστάσιο ίδρυσε και ελαιοτριβείο στο Ίππειος, το οποίο υφίσταται και το εκμεταλλεύεται ο εγγονός του Αλέκος Αλαμανέλης.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος, στην απόφαση του Δημητρίου Χατζησπύρου να ιδρύσει στην Αγιάσο μεγάλο νοσοκομείο για όλες τις αρρώστιες, ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν στην κωμόπολη γιατροί όλων των ειδικοτήτων. Το νοσοκομείο στη συνέχεια χτίστηκε από το Δημήτριο Χατζησπύρου στην περιοχή Καμπούδι, αλλά αντιμετώπισε στη λειτουργία του πολλά προβλήματα και εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως Ίδρυμα Ανιάτων.
Ο Δούκαρος για το μειλίχιο του χαρακτήρα ήταν πρόσωπο αγαπητό στην κοινωνία της Λέσβου και κυρίως της πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, κατά την πολιτική διαίρεση του 1916-1917, σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, ο Δούκαρος ως φανατικός αντιβενιζελικός, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, ποτίστηκε με πίκρα από τους αντιπάλους του, τους βενιζελικούς. Αντίθετα, ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρου, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν φανατικός βενιζελικός.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, με ψήφισμά του, στις 6 Μαΐου 1932 τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος πέθανε το 1932 σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο πρόωρος θάνατος του στέρησε την Αγιάσο και γενικότερα τη Λέσβο από έναν άνθρωπο της επιστήμης και της προσφοράς. Οι φτωχοί και γενικά τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Μυτιλήνης έχασαν το στήριγμα και τον προστάτη τους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑΣΟΣ

Default 2
Ο Στρατής Αναστασέλης κατά σκίτσο εκ του φυσικού του Μίλτη Παρασκευαΐδη
Ο Στρατής Αναστασέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1908, όταν η Λέσβος στέναζε ακόμη κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή. Ήταν παιδί μιας όμορφης φαμίλιας. Ο πατέρας του Πολύδωρος, όπως μας τον παρουσιάζει σε πολλά σημεία του συγγραφικού του έργου, ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ανήσυχος τύπος. Το τσαγκαράδικο που διατηρούσε ήταν στενός χώρος γι’ αυτόν. Ήταν θερμός πατριώτης, που λάτρευε, όπως και τόσοι άλλοι ομοχώριοί του, το γιο του Ψηλορείτη. Θυμητάρι της αγάπης του αυτής το βαφτιστικό όνομα Βενιζέλος, που έδωσε στο υστερότοκο παιδί του. Έγραφε στίχους, επηρεασμένος από τα αρχαϊστικά πρότυπα της εποχής του και από τους δασκάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο
μετέπειτα διαπρεπής φιλόλογος και μεγάλος ευεργέτης Δημήτριος Χατζησπύρου. Χρησιμοποιούσε στην ομιλία του λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, έκανε ταξίδια στη Σμύρνη και στην Αθήνα, κάποτε και για το θεαθήναι, σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματά του, και καταγινόταν με λογής λογής κατασκευές. Το 1928 μάλιστα έλαβε και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση «Σύστημα και μηχανήματα προς ελαιοκομίαν». Αντίθετα, η γυναίκα του Δέσποινα, το Δισπνούλ’, αδερφή του αείμνηστου δασκάλου της Αγιάσου και ταλαντούχου σκηνοθέτη των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, ήταν γυναίκα απλοϊκή, προσηλωμένη στο νοικοκυριό της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Ο Στρατής Αναστασέλης μπήκε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, αφού οι συνθήκες της μεσοπολεμικής περιόδου και οι οικογενειακές εργασιακές ανάγκες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει πέρα από την πρώτη τάξη του γυμνασίου. Δούλεψε σκληρά κοντά στον πατέρα του, που εντωμεταξύ από τσαγκάρης είχε γίνει αυτοκινητιστής. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο μαθητευόμενος έφηβος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο τιμόνι και έριξε γέφυρες επαφής, που του επέτρεψαν να επικοινωνεί καθημερινά όχι μόνο με την πρωτεύουσα, αλλά και με τις κωμοπόλεις και τα πολυάριθμα χωριά του νησιού. Η επικοινωνία αυτή, που βάσταξε αρκετά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότηση, πλούτιζε ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Στρατή Αναστασέλη και του αβγάτιζε τα λαογραφικά θησαυρίσματα, που αφειδώλευτα του πρόσφερε η γενέτειρά του.
Η Αγιάσος υπήρξε για το Στρατή Αναστασέλη ορμητήριο, εργαστήρι, τροφός, δροσιστική ανάβρα λαϊκού πολιτισμού. Εδώ πρωταντίκρισε το φως του ήλιου, εδώ έπιασε το κοντύλι και έμαθε τα γράμματα του σχολειού, εδώ χάρηκε το παιχνίδι, εδώ δημιούργησε δεσμούς αγάπης και έκανε γκαρδιακό φίλο τον αμίμητο χωρατατζή Κώστα Βουλβούλη, που τα καμώματά του έγιναν ξεκαρδιστικές ιστορίες, εδώ μερακλώθηκε και χόρεψε λεβέντικα σε κουϊτούκια και σε πανηγύρια, εδώ ένιωσε τους γλυκασμούς της νιότης, εδώ γνώρισε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, τη Βαγγελιώ, που του χάρισε δυο γιους, τον Οδυσσέα και τον Πολύδωρο, εδώ συναναστράφηκε με όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου, με μικρούς και με μεγάλους, με φτωχούς και με πλούσιους, με ασπούδαχτους και με λόγιους, με άσημους και με επίσημους.
Default 8
Ο Στρατής Αναστασέλης (αριστερά) με το συμπατριώτη του ράφτη Πάνο Δούκα Γριμανέλη, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στη Μυτιλήνη, στο 22° Σύνταγμα (1928)
Default 10
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων στον Πειραιά, στις 9 Οκτωβρίου 1933. Διακρίνονται, από αριστερά, ο φοιτητής της Νομικής Στρατής Καβαδέλης, ο αμίμητος χωρατατζής σοφέρ Κώστας Βουλβούλης, ο συνάδελφος του Στρατής Αναστασέλης και ο επίσης φοιτητής της Νομικής Γιάννης Γιαννάκης
Default 12
Η μάνα του Στρατή Αναστασέλη, το «Δισπνούλ’», σαν τι να συζητά με τις γειτόνισσές της, τη Βλοτίνα Π. Καπτανή (αριστερά) και τη Βασιλική Καρέ (δεξιά); (Φωτογραφία Στρατή Αναστασέλη, 1938)
Ο Στρατής Αναστασέλης μπορεί να μην είχε τίτλους σπουδών, όπως άλλοι, διέθετε όμως περίσσια αγάπη για τον τόπο του, βαθιά εκτίμηση για τα γνήσια δημιουργήματα του λαού και έντονη διάθεση προσφοράς για την προαγωγή του πολιτισμού. Η γνωριμία του με το Στρατή Παπανικόλα, το διευθυντή του «Τρίβολου», του ξύπνησε από το 1932 το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και για τα γλωσσικά ιδιώματα της Λέσβου και κυρίως για το ιδίωμα της Αγιάσου. Όπως η διψασμένη γη ρουφά το βρόχινο νερό, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης δροσιζόταν ολοχρονίς στη βρυσομάνα της λαϊκής μας παράδοσης. Μάζευε ασταμάτητα λαογραφικό και γλωσσικό υλικό και το αξιοποιούσε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε σατιρικά ποιήματα, σε διηγήματα, σε αφλουγές, σε αποκριάτικες σάτιρες, σε θεατρικά έργα και σε άλλα κείμενά του, δημοσιευμένα και μη, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Ο μελετητής της φιλολογικής και της εθιμικής λαογραφίας, αλλά και ο γλωσσολόγος μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία, καμινευμένα στο συγγραφικό έργο του Στρατή Αναστασέλη, όπως είναι τα τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις, οι παραδόσεις, οι θρύλοι, οι προλήψεις, η λαϊκή ιατρική, τα έθιμα, οι λογής λογής τελετές και τα πανηγύρια (του προφήτη Ηλία (Άγλια), της Παναγιάς της Αγιασώτισσας), η τοπική βιοτεχνία, η οποία άλλοτε άνθιζε στην κωμόπολη, τα κύρια ονόματα (βαφτιστικά, οικογενειακά, παρανόμια), οι αρχαϊσμοί, που επιβιώνουν στο ιδίωμα, οι ξένες και οι δάνειες λέξεις, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα.
Ο Στρατής Αναστασέλης από πολύ νωρίς συνδέθηκε με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», του οποίου μάλιστα διατέλεσε και αντιπρόεδρος, κατά τα έτη 1936-1937. Υπηρέτησε το ερασιτεχνικό θέατρο ως ηθοποιός, αλλά και ως συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα, γραμμένα βασικά στο αγιασώτικο ιδίωμα, δοκιμάστηκαν στη σκηνή και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Τα έργα αυτά είναι το πολυπαιγμένο σκετς «Ζαμπνιές» (1957) και η τρίπρακτη ηθογραφία «Γοί ψόφ’», που παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία το Σεπτέμβριο του 1944, αρχικά στον Κήπο της Παναγίας και στη συνέχεια στον «Ορφέα» της Μυτιλήνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι 7.000 οκάδες λάδι, που αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις, διατέθηκαν για τους σεισμόπληκτους της Κλειούς.
Ο Στρατής Αναστασέλης έδωσε το παρών και στο αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο μάλιστα έγραψε και μια μικρή κατατοπιστική μελέτη το 1973. Με το καρναβάλι, που συνδυάζει σατιρικό λόγο και θέαμα, ασχολήθηκε από το 1938-1975 και το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο είχε καθιερώσει, προς τιμήν του ευεργέτη Θεόδωρου Κουκουβάλα, το λεγόμενο «Βάλειο Διαγωνισμό». Οι αποκριάτικες σάτιρες του Στρατή Αναστασέλη ήταν δουλεμένες με τέχνη και αγκάλιαζαν ενδιαφέροντα θέματα της επαρχιακής, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής και της παγκόσμιας επικαιρότητας. Απηχούσαν το χιούμορ, το καυστικό πνεύμα, την παρρησία της γνώμης και το δημοκρατικό προσανατολισμό του δημιουργού τους. Ψυχαγωγούσαν, ενημέρωναν, καυτηρίαζαν, προβλημάτιζαν, δίδασκαν, συνέτιζαν.
Ο Στρατής Αναστασέλης ως το βασίλεμα της ζωής του δεν αλλαξοπίστησε, δεν τον ξεμαύλισαν οι σειρήνες του χαμού. Στάθηκε βράχος ριζιμιός του νησιού μας. Καθημερνή έγνοια του ο τόπος του, το χωριό του, οι άνθρωποι του. Με την πολύχρονη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά του διαπότισε το περιβάλλον και μπήκε στο πάνθεο των ψυχών μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα, γιατί κατάφερε να πλησιάσει τον περιφρονημένο λαό, να αξιοποιήσει τη λαλιά του, να ιστορίσει με το κοντύλι και με το χρωστήρα τα έργα του, τα μικρά τα μεγάλα, ν’ ανθολογήσει το πνεύμα του, να τρυγήσει τους αξετίμητους θησαυρούς του. Υπήρξε μπροστάρης με την απλότητα των πράξεών του, με τη λεβεντιά της σκέψης του, με τη μαγεία του λόγου του.
Λογύδριο που εκφωνήθηκε στις 13-4-1997 στον κινηματογράφο «Αθήναιον», κατά το φιλολογικό μνημόσυνο του Στρατή Αναστασέλη, που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Α.Σ.Α.).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

Αν προσπαθούσε κάποιος να εντοπίσει τους παράγοντες που έχουν κάνει γνωστή την Αγιάσο σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό, θα έπρεπε οπωσδήποτε να δώσει το ανάλογο μερτικό σ’ ένα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη, σε ένα δεξιοτέχνη του σαντουριού, σ’ έναν αυτοδίδακτο «μαέστρο», που γνώρισε το σαντούρι στα έξι του χρόνια, το ερωτεύτηκε παράφορα και από τότε δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» δεν έχει ανάγκη από δημοσιότητα, δε χρειάζεται πορτρέτα και παρουσιάσεις, αφού πάμπολλες φορές οι εφημερίδες, τα περιοδικά και η τηλεόραση έχουν ασχοληθεί μαζί του. Αν σήμερα συζητάμε με το Γιάννη Σουσαμλή, είναι γιατί θέλουμε να γνωρίσουμε ορισμένες άγνωστες πτυχές της πενηνταεξάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας, αλλά συγχρόνως και για να μεταφέρουμε ένα μεγάλο του παράπονο.

Μουσικός απ’ τα γεννοφάσκια

Ο Κακούργος γεννήθηκε το 1928 στην Αγιάσο. Οι γονείς του ήταν από το Κορδελιό της Σμύρνης. «Πριν δέκα γενιές – μας τονίζει – ήταν μουσικοί, μαραγκοί, αρχιτέκτονες και ζωγράφοι. Το σόι των Σουσαμλήδηδων ήταν το πιο καλλιτεχνικό. Ο πατέρας μου έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα. Αλλά το κύριό του ήταν το κλαρίνο. Επειδή ήταν και μαραγκός, είχε κατασκευάσει ένα μικρό σαντουράκι με όλες τις νότες βέβαια. Μου έδειξε τις κλίμακες πάνω στο σαντούρι και ξεκίνησα να παίζω από έξι χρονών. Ο πατέρας μου πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Εγώ όμως δεν το αποχωρίστηκα ποτέ. Το αγάπησα, το ερωτεύτηκα, το πόνεσα απ’ την πρώτη στιγμή. Το κρατώ στα χέρια μου 10 ώρες την ημέρα. Το σαντούρι είναι δύσκολο όργανο. Θέλει να παθιαστείς μαζί του. Εγώ παίζω 56 χρόνια και το πάθος μου δεν έχει σβήσει. Χωρίς εγωισμό πιστεύω ότι έγινα ένας απ’ τους καλύτερους σαντουριέρηδες της Ελλάδας. Αυτοσχεδιάζω διάφορα ταξιμάκια, φαντασίες, κλέφτικα, και παίζω τραγούδια της Μικράς Ασίας, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, απτάλικα, τσιφτετέλια, καλαματιανά, σέρβικα». Σταματάει για λίγο να μιλάει, πιάνει στα χέρια του τις μπαγκέτες και καλεί με τις νότες τους τουρίστες, που ανηφορίζουν προς το μαγαζί του. «Το όνομά μου είναι Κακούργος, φωνάζει. Εγώ όμως είμαι ο πιο άκακος άνθρωπος του κόσμου».

 

Αν και άκακος… Κακούργος το παρατσούκλι

«Όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός, στο μητρικό του σπίτι είχε σκοτώσει μια «κάτα» (γάτα) και ο παππούς μου, αφού τον έδειρε, γιατί σκότωσε την «κάτα», του είπε: «Ρε κακούργε άνθρωπε, που σκότωσες τ’ κάτα μας. Είσαι χειρότερος κακούργος και απ’ αυτόν που σκοτώνει έναν άνθρωπο». Και από τότε του έμεινε το παρατσούκλι. Όταν γεννήθηκα εγώ, τον ακολουθούσα στα πανηγύρια και καθόμουν δίπλα του, για ν’ ακούω τη μουσική. Έλεγαν τότε όλοι οι άνθρωποι που μας έβλεπαν: «Γιου Κακούργους τσι του Κακουργέλ’». Από τότε το κληρονόμησα και το κρατώ σαν καλλιτεχνικό παρατσούκλι. Το όνομά μου είναι Γιάννης Σουσαμλής, αλλά αν δεν πεις Κακούργος δεν πρόκειται να με βρεις». Ξαναπιάνει τις μπαγκέτες, παίζει ένα μικρό σκοπό και σηκώνεται, για να διαφημίσει τα τσουκαρέλια του σε μια άλλη παρέα από ξένους, που πλησίασαν το μαγαζί του.

 

Τα τσουκαρέλια

«Γω τα κάνω, γω τα πλιω. Είναι όλα ξύλινα και χειροποίητα. Τσουκαρέλια για «μπιμπελό», σαΐτες, ανεμίτσες, ροδάνια, κρεβατούδες, σταυρέλια, αδράχτια, σκεπαρνάκια, πριονάκια και άλλα. Ξεκίνησα πριν 20 χρόνια να φτιάχνω μεγάλα τσόκαρα για τις γυναίκες, που περπατούσαν στα καλντερίμια της Αγιάσου. Όταν πια εξαφανίστηκε αυτό το «είδος», το γύρισα στα διακοσμητικά». Τα τσουκαρέλια όμως είναι συμπληρωματική απασχόληση. Το μεγάλο πάθος είναι το σαντούρι. Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983... (Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ο Γιάννης Σουσαμλής (Κακούργος), όπως τον απαθανάτισε ο φακός της «Αγιάσου» το καλοκαίρι του 1983…
(Φωτογραφία Γιάννη Χατζηβασιλείου)

«Ψοφούν» για το σαντούρι

«Το σαντούρι είναι το πιο πλούσιο όργανο. Είναι «γεμάτο», ηχητικό. Όταν είσαι δεξιοτέχνης και το παίζεις καλά, είναι μια ολόκληρη ορχήστρα. Κάποτε ήταν περιφρονημένο όργανο. Ο κόσμος αδιαφορούσε γι’ αυτό. Τον συγκινούσε μόνο το μπουζούκι. Τώρα όμως όλοι «ψοφούν» για το σαντούρι». Παρ’ όλη όμως τη μεγάλη του δεξιοτεχνία στο σαντούρι, ο Κακούργος δε βγήκε πολλές φορές έξω από τα σύνορα της Λέσβου. Αν και η συμμετοχή του στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» τον έκανε διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα, αν και δέχτηκε πολλές προσκλήσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο Γιάννης Σουσαμλής τα τελευταία οχτώ χρόνια έχει «κλειστεί» στο μαγαζάκι του.

 

Πάντα μέσα στα σύνορα

«Πριν τριάντα πέντε χρόνια συμμετείχα στις εκδηλώσεις του Αναγνωστηρίου. Έχω ανεβάσει θέατρα, οπερέτες, κωμωδίες. Πήγα και στην Αθήνα μερικές φορές, στις εκδηλώσεις που έκανε ο Σύλλογος Αγιασωτών. Αρκετές φορές πήρα μέρος και στη «Γιορτή του ούζου». Ύστερα απ’ τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», όπου έπαιζα έναν πένθιμο σκοπό, που συγκίνησε όλη την Ελλάδα και με έκανε πασίγνωστο, δέχτηκα πολλές προτάσεις για συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ήταν υπουργός Αιγαίου ο κ. Πέτρος Βάλβης, με κάλεσε και μου πρότεινε να εκπροσωπήσω το Υπουργείο σε κάτι εκδηλώσεις, που θα γίνονταν στην Αφρική. Εγώ όμως δε δέχτηκα, και αν κάποτε δεν έφευγα απ’ τη Λέσβο, τώρα πια δε φεύγω ούτε απ’ την Αγιάσο. Είμαι απογοητευμένος απ’ την Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση». Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την κουβέντα του και μπαίνουν μέσα στο μαγαζί δυο τουρίστες. Συζητάει λίγο μαζί τους, παίζει ένα συρτό, φωτογραφίζεται, πουλάει δυο κασέτες.

 

Το μεγάλο παράπονο

Παρά το διάλειμμα όμως που μεσολάβησε, ο Κακούργος επανέρχεται στο παράπονο του. «Όλα τα χρόνια ήμουν ανασφάλιστος. Πριν δέκα χρόνια πήγα και γράφτηκα στον ΟΓΑ. Κάθε δυο χρόνια, ο ανταποκριτής του ΟΓΑ στην Αγιάσο μου σφράγιζε το βιβλιάριο. Πέρυσι είχα οχτώ παιδιά και τα μάθαινα σαντούρι αφιλοκερδώς. Ήθελα να διαδοθεί το όργανο. Επειδή όμως έκανα μαθήματα, δε μου σφράγισαν το βιβλιάριο. Από τότε και γω πεισμάτωσα και σταμάτησα τα μαθήματα. Έχω παράπονα απ’ την Πολιτεία, τη Νομαρχία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ιδρύσει μια σχολή, για να μη χαθεί η παράδοση. Τρεις σαντουριέρηδες έχουμε μείνει σ’ όλη την Ελλάδα. Το σαντούρι είναι γνήσιο, λαϊκό παραδοσιακό όργανο. Δεν πρέπει να χαθεί. Το κράτος όμως δε βοήθησε και δε βοηθάει καθόλου. Κανένας δε με πλησίασε να μου κάνει μια πρόταση, να ανοίξουμε μια σχολή, να πάω κάπου να διδάξω. Γι’ αυτό και γω έχω κλειστεί στο μαγαζί και παίζω μόνο για μένα και για το μεροκάματο. Επιτρέπεται να είμαι ανασφάλιστος;»

Αν στον Κακούργο αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο απ’ το ξακουστό όνομα της Αγιάσου, του ανήκει και μια μεγάλη σελίδα στο βιβλίο της λαϊκής μας παράδοσης. Ίσως, έστω και αργά, θα πρέπει κάποιοι να ενδιαφερθούν, για να μην κλείσει αυτή η σελίδα. Γιατί αυτό θα ήταν κρίμα για όλους μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 98/1997

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Δ. ΚΑΛΕΛΗΣ.Ένας ταλαντούχος Αγιασώτης μουσικός και στιχουργός

Ο Λευτέρης Καλέλης υπήρξε αναμφισβήτητα ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο, που χάθηκε όμως πολύ γρήγορα, χωρίς να προλάβει να μεσουρανήσει, όπως το άξιζε. Ως τις μέρες μας όλοι οι παλιοί συνάδελφοί του εκφράζονται γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Αναγνωρίζουν το μεγάλο του ταλέντο, που το πρόλαβαν, πριν από την καθιέρωση και τη δόξα, η αρρώστια, ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα, η δυστυχία, η εξαθλίωση και τέλος ο θάνατος … Όσο κράτησε όμως η σύντομη ζωή του, ήταν γόνιμη και αποδοτική. Κρίμα που δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά οπτικοακουστικά μέσα, για ν’ αποτυπώσουν και να καταγράψουν, έστω κι ένα μέρος από το πλούσιο στιχουργικό, συνθετικό και «εκτελεστικό» μουσικό ταλέντο του, όπως λ.χ. του Κόλια, του λαϊκού τραγουδιστή, που σκοτώθηκε σε τροχαίο, άφησε όμως πίσω του ένα ή δυο δίσκους που έγιναν σουξέ μετά το θάνατό του.

Ο Λευτέρης Καλέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1913 από γονείς κτηνοτρόφους. Μεγάλωσε στα Καμπιά, στα ριζά του λεσβιακού Ολύμπου, του παράξενου αυτού βουνού, που η κορφή του φυτρώνει σαν δυο κώνοι πέτρινοι μέσα από τους χωματερούς πράσινους πρόποδές του, που είναι ατέλειωτο δάσος από αγριαχλαδιές, οι οποίες το χειμώνα, όταν χιονίζει, μεταμορφώνονται σε στέπες με χιλιάδες κρυστάλλινα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Εκεί μεγάλωσε βοηθώντας τον πατέρα του στο να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Το τσομπανόπουλο όμως αυτό έκρυβε μέσα του ένα φοβερό πηγαίο ταλέντο, ήταν ένα ηφαίστειο μουσικής που δεν πρόλαβε καλά καλά να εκραγεί κι έσβησε … Είχε φοβερή δεξιοτεχνία στην εκτέλεση, αναμφισβήτητα ήταν ένας Χιώτης στο είδος του. Ο Σταύρος Κλήμος (Κουντό), απαντώντας σε ερωτήσεις που του έθεσα, μου είπε ότι είχε γράψει μια «χόρα», ένα είδος σόλο, που δεν μπορούσε να την εκτελέσει κανείς από τους τότε μπουζουξήδες. Όταν έπαιρνε στα χέρια του το μπουζούκι, τα δάχτυλά του το ‘καναν άλλοτε να κλαίει βαθιά πονεμένα κι άλλοτε να σκορπά τον ενθουσιασμό, τη χαρά και το κέφι. Όσοι είχαμε την τύχη να τον ακούσουμε, όλο και κάτι έχει μείνει από αυτό το εξαίσιο παίξιμο του, χωρίς μικρόφωνα ή άλλα τεχνικά μέσα, έτσι αγνά, καθαρά, κρυστάλλινα, αληθινά…

Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης...
Ο πρόωρα χαμένος Αγιασώτης στιχουργός, συνθέτης και δεξιοτέχνης μπουζουξής Λευτέρης Καλέλης…

Η φωτιά που έκαιγε μέσα του δεν ήταν μόνο δώρο θεού, ήταν έμφυτη κληρονομιά από τον παππού του. Η μητέρα του ήταν Κουρτζέλαινα κι ο παππούς του ο Κουρτζέλης έπαιζε βιόλα. Αυτός ήταν εκείνος που μόλις άρχισε ο εγγονός να καταλαβαίνει τον έβαλε στο δρόμο της μουσικής, του έδωσε ένα παλιό βιολί. Σ’ αυτό επάνω έπαιξε την πρώτη νότα. Το ‘λεγε στους φίλους του, τονίζοντας πόσο βαθιά είχε χαραχτεί στη μνήμη του η φιγούρα του παππού του και η στιγμή αυτή που του έβαλε στα χέρια αυτό το μαγικό όργανο. «Όταν τράβηξα, έλεγε, την πρώτη δοξαριά, το κορμί μου το ‘νιωσα να χάνεται, μια γλυκιά ανατριχίλα το ‘λουσε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου … Ποτέ μου δε θα ξεχάσω αυτήν τη γλυκιά ανατριχίλα, που με ακολουθά από τότε μέχρι σήμερα. Και τώρα ακόμα, όταν βρεθώ με όργανο στα χέρια, η πρώτη νότα που θα χτυπήσω αισθάνομαι να διαπερνά το κορμί μου πέρα για πέρα και να σκεφτείτε πως αυτό μου συνέβη, όταν ήμουν εφτά χρονών».

Είναι γεγονός ότι το πρώτο όργανο που πρωτόπαιξε ο Λευτέρης ήταν το βιολί που του χάρισε ο παππούς του. Αργότερα τον συναντάμε να παίζει μαντολίνο. Επ’ αυτού έχω τη μαρτυρία του προέδρου του Αναγνωστηρίου Πάνου Πράτσου, που κάποτε τον συνάντησε να βόσκει τα πρόβατα στο βουνό, στις Πλάκες, οροσειρά του Ολύμπου. Μαζί του είχε το μαντολίνο. «Μου ζήτησε και καθίσαμε στη σκιά, κάτω από ένα θεόρατο πρίνο και με παρακάλεσε να του παίξω. Ήξερε ότι είχα διδαχτεί μουσική και ότι ήμουν προχωρημένος στη θεωρία. Τα μάτια του παρακολουθούσαν λαίμαργα τις θέσεις που έπαιρναν τα δάχτυλά μου και σαν κομπιούτερ κατέγραψε κάθε λεπτομέρεια. Ήταν πρακτικός μουσικός. Αυτή του όμως η δυνατότητα να καταγράφει και να θυμάται κάθε κίνηση προϋποθέτει μεγάλο ταλέντο … Και ήταν μεγάλο ταλέντο, σ’ αυτό δε χωράει αμφιβολία. Ήταν μεγάλη η απώλειά του στο μουσικό χώρο της Αγιάσου, αλλά και στο πανελλήνιο. Σίγουρα θα είχαμε να μιλάμε για ένα δεύτερο Παπαϊωάννου ή Τσιτσάνη, που είναι πιο κοντά στο χώρο του … Και πάλι σας λέω. Ήταν αναμφισβήτητα ένα σπάνιο ταλέντο, κρίμα που χάθηκε τόσο πρόωρα…». Λόγια ενός σοβαρού ανθρώπου, που είναι γνώστης του πενταγράμμου και έχει κρίση στη μουσική.

Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν του δημοτικού. Όσο για τις μουσικές του δεν πρέπει να γνώριζε πολλά πράγματα. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του Γρηγόρη Κουρουλή, πήρε μαθήματα μουσικής από τον αξέχαστο δημοδιδάσκαλο Φωτεινέλη. Ποιος από εμάς τους παλιούς δε θυμάται το δάσκαλο Φωτεινέλη με το βιολί και τη μανία του να τραβά από το τσουλούφι τα καλά παιδιά; Αρα κάτι γνώριζε, κάτι θα ‘μαθε βασικά περί μουσικής κλίμακας. Με τον Κουρουλή υπηρετούσαν μαζί. Η ειδικότητα του Λευτέρη ήταν μάγειρας. Ακόμα ο Κουρουλής υπήρξε περιστασιακό μέλος μιας κάποιας ορχήστρας, που είχαν πριν από την ορχήστρα των τριών, Καλέλης, Σεντουκάς, Βαγιάνας. Ο Κουρουλής έπαιζε μπαγλαμά, που τον έφερε ο Αντώνης Μαρίνος, όταν αποφυλακίστηκε. Κιθάρα έπαιζε ο Βασίλης Εμβάλωμας. Μου ανάφερε και κάποιο Μιχάλη Μπαντζό και τον Ψύρρα, το θείο του Λευτέρη. Πρόβες πήγαιναν και έκαναν σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι του Στρατή Δούκαρου, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το παλιό, ξακουστό κουϊτούκι του Καρά, που σήμερα δεν υπάρχει πια, συγκεκριμένα εκεί που αρχίζει η κατηφοριά της Ζαχαριάδαινας, δίπλα στου Χρίστου Μπίτινα το σπίτι.

Στην περίοδο αυτή, στην οποία αναφέρεται ο Γρηγόρης Κουρουλής, είναι βέβαιο ότι ο Λευτέρης έπαιζε πια μπουζούκι. Δεν ξέρω τι μπουζούκι ήταν αυτό που αναφέρει, ξέρω όμως πως στα χέρια του γινόταν ακόμα καλύτερο, ασυναγώνιστο. Ο γιος του Πάνος μου μίλησε γι’ αυτό. Καλύτερα όμως να βάλουμε μια σειρά στην αφήγηση του γιου του Πάνου.

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1913. Παντρεύτηκε μικρός από έρωτα, μάλιστα ήταν ανεπιθύμητος στην αρχή από τα πεθερικά του, αλλά αυτός πού να το βάλει κάτω, εκεί, στο πόστο του, ξημεροβραδιαζόταν κάτω από το παραθύρι της μάνας μου, παίζοντας, τραγουδώντας την αγάπη του, αυτοσχεδιάζοντας. Είχε τη δυνατότητα να λέει χωρίς τελειωμό ερωτικούς, για κάθε περίσταση, στίχους. Η επιμονή του αυτή ανάγκασε τον παππού μου να ενδώσει και να τον κάνει γαμπρό του. Είχε, βλέπεις, τις επιφυλάξεις του ως προς το επάγγελμά του και πιο πολύ για το όργανο που έπαιζε. Αυτή την εποχή το μπουζούκι ήταν όργανο συνδεδεμένο με βρόμικες ιστορίες, που σ’ ένα νοικοκύρη μέτραγε και βάραινε πολύ. Αυτή ήταν η αιτία της άρνησής του, αιτία που πέρασε και στη μάνα μου και εκδηλώθηκε ύστερα από χρόνια, όταν δε θέλησε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Αυτή όμως είναι άλλη ιστορία, θα την αναφέρουμε με τη σειρά της.

Η μητέρα μου ήταν το γένος Καζαντζή. Απλή, καλή οικογένεια. Περιττό να σας πω ότι σε λίγο καιρό ο πατέρας μου τους κατασκλάβωσε με τα φερσίματά του, διαλύοντας κάθε υποψία πως η κόρη τους δε θα περάσει στα χέρια του καλά … Η μητέρα του πατέρα μου ήταν του γένους Κουρτζέλη, ο πατέρας της έπαιζε βιόλα ή βιολί. Ήταν μουσικός και απ’ αυτόν κληρονόμησε ο πατέρας μου τη μουσική φλέβα. Αυτός εξάλλου ήταν ο πρώτος που διάγνωσε το ταλέντο του και του δώρισε ένα παλιό βιολί, που έμελλε στην πορεία να παραχωρήσει τη θέση του στο μπουζούκι και σαν μπουζουξής να φτάσει εκεί που έφτασε.

Ο πατέρας μου μόνο από τη μουσική δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Πήγαινε σε οτιδήποτε δουλειές … Το χειμώνα έπιανε στη «μηχανή», στο μπασκί. Δούλεψε ένα χρόνο βοηθός και τον άλλο χρόνο έγινε μάστορας από τους πιο καλούς. Ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα να στοιβάσεις με ακρίβεια τα φάκελα με το χαμούρι, τον πολτοποιημένο ελαιόκαρπο, ώστε να πρεσαριστούν καλά ως το τέλος, χωρίς να πάνε στραβά ή να γλιστρήσουν και να κατεβάζεις και να ξανανεβάζεις το μπασκί που είχε δυο δυσάρεστες πλευρές. Η μια ήταν ότι δεν άρεσε στον απαλέτη, γιατί πίστευε ότι δε γινόταν καλά η δουλειά του, και είχε δίκιο. Άμα δεν πατιόντουσαν σωστά, δεν έβγαινε όλο το λάδι από το χαμούρι και δεν είχε καλή απόδοση. Άρα δυσφήμιση του ελαιοτριβείου … Δεύτερον, όσοι δούλευαν στο μπασκί δούλευαν με το στάμα, είχε δηλαδή οικονομικό κίνητρο. Όσο πιο πολλά στάματα έβγαζες, τόσο πιο πολλά λεφτά έπαιρνες. Αυτά όμως με την προϋπόθεση να μην τσαλαπατάς και να μη λούζεις με το κρύο τον πελάτη. Από εδώ βγήκε και η παροιμία «λούσαντουν μι του κρυγιό». Έπρεπε να είσαι σβέλτος και τεχνίτης. Τιμώντας δε αυτούς τους ανθρώπους, τους απένειμαν εφ’ όρου ζωής τον τίτλο του μάστορα, όπως στην Αγγλία το σερ. Βαριά δουλειά και ανθυγιεινή. Από το πρωί μέχρι που σκόλαγες καθόσουνα βρεγμένος, αν ήσουνα και λίγο τσαπατσούλης, θεός και η ψυχή σου, την έπιανες την καλή πιο γρήγορα … Αναφέρομαι στη βαριά αυτή δουλειά που έκανε ο πατέρας μου, γιατί αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο, ήταν η αιτία που τον έριξε στο κρεβάτι του πόνου. Από το απλό κρυολόγημα φτάσαμε στην περιπνευμονία και τέλος στη φυματίωση…

Το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο. Του το πήραν με έρανο που έκαναν οι φίλοι του, γιατί δεν έφταναν μόνο τα δικά του λεφτά. Οι φίλοι του τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Ακόμα κι όταν αρρώστησε τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Θυμάμαι πολλούς φίλους του πατέρα μου που στήριξαν αυτόν και κατ’ επέκταση και εμάς, σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, και τους ευχαριστώ. Ήταν πολύ δύσκολο την τότε εποχή να είσαι άρρωστος, να ‘χεις γυναίκα και δυο παιδιά και να μην μπορείς να δουλέψεις … Δεν υπήρχε καμιά κρατική κάλυψη, κοινωνική πρόνοια, ούτε και υποτυπώδης. Και δεν ήταν μόνο η αρρώστια και ο πόνος, ήταν και το οικονομικό, που τσάκιζε κόκαλα. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι σαν το σημερινό έιτζ. Κάθε άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος. Τραγική κατάσταση, σας λέω, έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο, για ν’ αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…

Όπως σας είπα πιο πάνω, το μπουζούκι του πατέρα μου ήταν οχτάχορδο, κατασκευασμένο στην Κωνσταντινούπολη. Το αγόρασε και το ‘φερε στο νησί από τη Σμύρνη κάποιος από την Αγία Μαρίνα. Από αυτόν το αγόρασε ο πατέρας μου. Το μπουζούκι υπήρχε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου. Έρχονταν και το ζήταγαν πολλοί και προσπαθούσαν να μάθουν πάνω σ’ αυτό, λες και από μόνο του θα τους έκανε ξεφτέρια … Ο μόνος που έμαθε και το αξιοποίησε επαγγελματικά ήταν ο Γιώργος Ιατρού (Αρχουτίτσ’).

Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου είχε φτιάξει ένα μικρό μπαγλαμαδάκι. Προσπαθούσε να με μάθει να παίζω. Η ζωή τα ‘φερε τ’ απάνω κάτω και διάφορες αρνητικές συγκυρίες δε μου επέτρεψαν να ξανασχοληθώ. Ίσως να μην είχα το ανάλογο ταλέντο, παρ’ όλο που τραγουδώ καλά και σωστά. Αντίθετα, ο αδερφός μου ο Γιώργης τα καταφέρνει πολύ καλά. Πρόκειται για το δεύτερο γιο του, που σήμερα είναι ιερέας στη Θερμή. Το μπουζούκι αυτό είχε άδοξο τέλος. Έγινε θρύψαλα πάνω σ’ ένα παιδικό κεφάλι, γιατί στην προσπάθειά του να το παίξει ενόχλησε κάποιον…

Η μητέρα μου μου έλεγε πως κάποτε, πριν από τον πόλεμο του ’40, ο πατέρας μου κατέβηκε στην Αθήνα. Ήταν φιλόδοξος, ήθελε να διακριθεί. Δεν ήξερε με ποιον συνεργάστηκε, πάντως της ζήτησε να κατέβει και αυτή στην Αθήνα. Πού θα ‘ρθω εγώ, του λέει, εκεί, να μπλέξω μες στη ζούγκλα … Και εσύ να προσέχεις μην μπλέξεις με καμιά πουτάνα τραγουδίστρια και μας ξεχάσεις ή μη σε μπλέξουν πουθενά με τα χασίσια και σε βάλουν φυλακή. Να τα μαζέψεις και να ρθεις πίσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Καθώς σας είπα, την αγαπούσε τη μάνα μου, γι’ αυτό και γύρισε πίσω χωρίς δεύτερο γράμμα. Να, η αντίδρασή της, που σας ανάφερα πιο πάνω. Ακόμα μου ‘χε πει πως κάποτε ήρθε κάποιος ξένος στο χωριό και ζητούσε τον πατέρα μου, όνομα δε θυμόταν. Ρώτησε κάποιον πού μπορεί να τον βρει και του ‘πε στο Σταυρί, στου Καμτζουρέλη το καφενείο. Ανηφόρισε αυτός στο Σταυρί, κάποιος όμως πρόλαβε και το ‘πε στον πατέρα μου πως τον ζητούν, μάλιστα του τον έδειξε. Μόλις ο ξένος φάνηκε στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη, ο Λευτέρης είπε σε όλους στο καφενείο να μην τον δείξει κανείς. Θέλησε να κρατήσει ανωνυμία, γιατί δεν ήξερε τι τον θέλει, ήταν βλέπετε, επί Μεταξά … Το καφενείο ήταν το σημερινό της χήρας Λαλαδέλη. Μπήκε μέσα ο ξένος, χαιρέτησε και παράγγειλε έναν καφέ. Την ώρα που του τον σερβίριζε ο Γρηγόρης, τον ρώτησε ο ξένος χαμηλόφωνα αν ήρθε ο Καλέλης και ο καφετζής του είπε «ένι φάν’τσι ακόμα». Πέρασε αρκετή ώρα, χωρίς δεύτερη κουβέντα του ξένου. Το μάτι του όμως συνέχεια έπεφτε πάνω στο μπουζούκι του πατέρα μου, που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στον καθρέφτη. Σε μια στιγμή σηκώθηκε επάνω και μ’ ένα ύφος μάγκικο λέει στο Γρηγόρη. Φίλε, μπορώ να ρίξω δυο πενιές με το εργαλείο και έδειξε το μπουζούκι. Όχ’ μόνι δυο τσι δέκα παίξι, είπε ο Γρηγόρης. Πράγματι, ξεκρέμασε το όργανο, του χάιδεψε λίγο τις χορδές, να δει αν ήταν σωστά κουρδισμένο, κάθισε μετά στο κάθισμα, πήρε πόζα και άρχισε να παίζει. Έπαιξε πράγματι καλό μπουζούκι. Ο πατέρας μου, καθώς σας είπα, ήταν παρών. Άμα έπαιξε δυο τρία κομμάτια ο ξένος, ξεθάρρεψε και κατά κάποιο τρόπο κατάλαβε πως άδικα τον υποψιάστηκε. Φαινόταν πως ήταν από το σινάφι των μουσικών … Μπορώ, του λέει, τώρα να παίξω και εγώ ένα κομμάτι; Έπιασε λοιπόν το μπουζούκι και μόνο φωτιές δεν πετούσαν οι χορδές … Τότε ο ξένος σηκώθηκε και του λέει. Εσύ δεν μπορεί να είσαι άλλος από το Λευτέρη Καλέλη, άκουγα, μα δεν πίστευα… Κάθισαν μετά, τα ‘πιαν, τα συζήτησαν, και αυτός πιστεύω ότι ήταν αυτός που τον ξεσήκωσε. Τον ξεσηκωμό δεν έπαψε να τον σκέφτεται ακόμα και μετά την πρώτη απόπειρα, που αποδεικνύεται από τα τραγούδια του που φρόντιζε να γράφονται σε κόλλες πενταγράμμου με νότες. Δεν ήθελε να ξαναπάει στην Αθήνα χωρίς όπλα. Πίστευε πως ο πόλεμος μια μέρα θα τελειώσει και η ζωή θα ξαναπάρει τον κανονικό της ρυθμό. Φρόντιζε λοιπόν όλα τα τραγούδια του να τα γράφει σε κανονικό χαρτί μουσικής με νότες. Πήγαινε στο σπίτι του Αχιλλέα Σουσαμλή, που ήταν γνώστης της μουσικής και που στη θεωρία ήταν άπιαστος, έγραφε και διάβαζε. Ήταν ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς, άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος του ανέθεσε και έγραψε όλα τα παλιά τραγούδια της Σμύρνης, αφήνοντας μια μεγάλη μουσική κληρονομιά στο αρχείο του Αναγνωστηρίου.

Αυτά τα έντυπα τα θυμάμαι καλά και μετά το θάνατο του πατέρα μου τα φύλαγα σ’ ένα συρτάρι. Αγνοώντας όμως την αξία τους, δεν τα σιγούρεψα και κάποια μέρα, σ’ ένα συγύρισμα, έγιναν προσάναμμα στο καζάνι ή πετάχτηκαν στα σκουπίδια από τη μάνα μου … Το μόνο που σώθηκε και αυτό σε κακά χάλια, σχισμένο και δυσανάγνωστο, είναι ένα μπλοκάκι απ’ αυτά στα οποία οι μπακάληδες γράφουν τα βερεσέδια. Είναι αριθμισμένο, λείπουν όμως πολλά φύλλα. Υπάρχουν πολλά τραγούδια δικά του, αλλά και ξένα.

Όταν γύρισε από το μέτωπο ο πατέρας μου, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, όπως όλοι, έπιασε δουλειά στου Στρατή Δουγραματζή (Φουνιά). Ίσως να σας φανεί παράξενο ότι μέσα στην πείνα λειτουργούσε οινομαγειρείο. Κι όμως λειτουργούσε … Πελάτες του; Όλοι οι μαυραγορίτες της εποχής, καθώς και οι Λιμνιώτες».

Ας αφήσουμε όμως το Στρατή Τοπαλή να μας τα πει, όπως τα έζησε ο ίδιος αργότερα:

«Τη φυματίωση ως αρρώστια μπορεί να την έκρυβες από τα μάτια του κόσμου … Αυτό όμως δε σε απάλλασσε από την αγωνία της καταδίκης σου σε αργό θάνατο. Κανείς γιατρός δε χρειαζόταν να σου το πει. Οι ενδείξεις της αρρώστιας μιλούσαν από μόνες τους (αιμοπτύσεις, δέκατα και άλλα πολλά). Το ότι θα πεθάνεις μια μέρα, δεν μπορείς να το χωνέψεις κι ας είναι αναπόφευκτο … Το να ξέρεις όμως ότι θα φύγεις απ’ τη ζωή πριν την ώρα σου, αυτό σίγουρα θέλει πάρα πολύ γερά νεύρα. Ήταν φοβερή αρρώστια άλλοτε, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν. Δεν υπήρχαν φάρμακα, οι συνθήκες ευνοούσαν τη μετάδοση της αρρώστιας. Η δυστυχία, η μιζέρια, η συστέγαση πολλών ατόμων σε μικρούς χώρους, οι πολυμελείς οικογένειες, ήταν ό,τι έπρεπε για τη μετάδοσή της. Η φυματίωση τότε ήταν κάτι το αντίστοιχο με το έιτζ σήμερα. Ο άρρωστος ήταν δακτυλοδεικτούμενος, κοινωνικά απαράδεχτος, τραγική κατάσταση, σας λέω. Έπρεπε να ‘χεις μεγάλο κουράγιο για να αντέξεις τη συμπεριφορά των ξένων, αλλά και των δικών σου…»

Απ’ ό,τι μου είπε ο Πάνος, δεν κάθισε πολύ καιρό στο Σανατόρειο ο πατέρας του. Τον πλάκωνε πάρα πολύ το περιβάλλον. Έβλεπε τις προχωρημένες καταστάσεις στους άλλους συνασθενείς του και τον έπιανε πανικός, του ‘κανε μεγάλη ζημιά στον ψυχικό του κόσμο. Απελπίστηκε, έγινε ψυχικό ράκος, δεν μπορούσε να το δεχτεί πως θα καταντούσε έτσι … Παραμελούσε τα πάντα, επισπεύδοντας με κάθε τρόπο, όσο πιο γρήγορα, να ‘ρθει το τέλος. Το ‘χε πάρει απόφαση πως ήταν καταδικασμένος κι αυτό βγαίνει και από τα χωρίς ίχνος αισιοδοξίας τελευταία τραγούδια του, που μάλλον ο επικήδειος του ταιριάζει πιο πολύ, γραμμένος από τον ίδιο. Το μπουζούκι, που τόσο το αγάπησε, γίνεται η μεγάλη παρηγοριά του, ο αδερφός του, ο εξομολογητής του, ο ίδιος ο πόνος του. Σ’ αυτό ανοίγει την ψυχή του, σ’ αυτό εμπιστεύεται τους φόβους του, τις απορίες του για την άλλη ζωή που δεν ξέρει και που φαντάζεται, σ’ αυτό και στους φίλους αφήνει την τελευταία παραγγελία του … Το τραγούδι του αυτό είναι χωρίς τίτλο. Πιστεύω ότι θα ‘ναι το τελευταίο του και μπορεί να θεωρηθεί ο επικήδειος του, γραμμένος από τον ίδιο:

Φίλοι μου, σας αρνήθηκα, έτσ’ ήτανε γραφτό μου και πως ζωή πια δεν έχω το είδα στ’ όνειρο μου.

Τι έκανα, ρε τύχη μου, μέσα σ’ αυτή την κρίση και δίκασες αλύπητα τη βασανισμένη ζήση;

Τύχη μου άσπλαχνη, κακιά., δε θα το μετανιώσω, αφού στο χάρο μια ψυχή θενά την παραδώσω.

Έτσι μου ήτανε γραφτό στα πεύκα ν’ ακουμπάω, να παίζω το μπουζούκι μου και μέσα να πονάω.

Παίζοντας το μπουζούκι μου, ξεχνώ τα βάσανά μου και φεύγει λίγο η φωτιά πο ‘χω στα σωθικά μου.

Παρηγοριά πια έμεινε το μπουζουκάκι μόνο στην αγκαλιά μου παίζοντας κλαίει κι αυτό με πόνο.

Μπουζούκι μου, μου έλεγες πως δε θα χωριστούμε, στον άλλον κόσμο άραγε δε θα ξανανταμωθούμε;

Εκεί δε θα μπορεί κανείς να μας αποχωρίσει, θα παίζουμε στους φίλους μας, τη φλόγα μας να σβήνει.

Φίλοι μου, είμαι φθισικός και το κορμί μου λιώνει και λίγο λίγο φθείρεται σαν του βουνού το χιόνι.

Σαν αποθάνω, φίλοι μου, και κλείσει η καρδιά μου κοντά σας να με θάψετε, να είστε συντροφιά μου.

Γλέντι να κάνετε καλό στον τάφο μου επάνω, με μπουζουκάκι έξυπνο, λίγο να ξανασάνω.

Φίλοι μου και μπουζούκι μου, έτσ’ είν’ αυτή η κρίση, το πάθος που ‘χω στην καρδιά αυτό θα μας χωρίσει.

Στον άλλο κόσμο, φίλοι μου, όλοι θ’ ανταμωθούμε κι εκεί θα πούμε τους καημούς που δω πέρα τραβούμε.

Την έρημη την τύχη μου που τα ‘βαλε μ’ εμένα, που άνθρωπο σ’ αυτή τη γη δεν πείραξα κανέναν…

Ο Λευτέρης Καλέλης πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, σε ηλικία μόλις 33 χρονών. Τραγική ειρωνεία! Λίγες βδομάδες μετά το θάνατο του κυκλοφόρησαν τα πρώτα αντιβιοτικά…

Αγιάσος, 25-9-1992

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996