ΑΠΟ ΤΟ «ΖΑΪΡΑΤ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗΣ. Ο πραγματογνώμονας – εκτιμητής Νικόλαος Σκλεπάρης αφηγείται…

Στις 16-08-2003, στην Αγιάσο, είχα την ευκαιρία και τη χαρά να πάρω συνέντευξη από το θείο μου Νικόλαο Γεωργίου Σκλεπάρη, ο οποίος υπηρέτησε ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής από το 1948 ως το 1985. Οι θεσμοί «Ζαϊράτ» (τουρκ. ziraat = γεωργία), που ήταν επί Τουρκοκρατίας και λίγο αργότερα Αγροτικό Συμβούλιο, καθώς και η μετέπειτα Αγροφυλακή, όντας στις μέρες μας καταργημένοι ή μεταλλαγμένοι ή υπολειτουργούντες, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Η Αγιάσος ως κατεξοχήν αγροτικό χωριό υπηρετήθηκε από τους παραπάνω θεσμούς και οι μνήμες είναι ακόμη έντονες στους κατοίκους, κυρίως όμως στους ηλικιωμένους.
Default 2
Ο παντοπώλης – πραγματογνώμονας Γεώργιος Ευστρατίου Σκλεπάρης (1873 – 1953) και η σύζυγός του Ρήγαινα Ευστρατίου Κυπρίου (1884 – 1961), το έτος 1906.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το “Ζαϊράτ” ήταν ένα Συμβούλιο που ρύθμιζε τα αγροτικά ζητήματα. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ζαϊράτ» ίσχυσε μέχρι το 1938, οπότε ανέλαβε η Αγροφυλακή και διορίστηκαν αγρονόμοι. Γινόταν μεγάλος αγώνας των κομμάτων για το ποιος θα πάρει την προεδρία του Αγροτικού Συμβουλίου. Υπήρχαν συνδυασμοί του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στον πρώτο συνδυασμό πρωτοστατούσαν ο Δημήτριος Πράτσος και ο Χριστόφας Στεφάνου, που τους αποκαλούσαν «Λιουντάρια». Μαζί τους ήταν ο Γρηγόριος Τσουκαρέλης, ο Χαράλαμπος Δούκαρος, ο Βασίλειος Χατζηλεωνίδας, ο Γιάννης Ακριβλέλης, ο μεσίτης Δούκας Μαϊστρέλης, πατέρας του Μπιτού, και άλλοι.
Αυτοί ήταν της άλλοτε δεξιάς. Στην παράταξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, των Βενιζελικών, πρωτοστατούσε ο Ευστράτιος Καπάτος. Συνεργάτες του ήταν ο Ευστράτιος Μιχαήλ Κουτσαχειλέλης, ο Γρηγόριος Ξανθός, ο καφετζής Ευστράτιος Σιμέλης (Σ’νάν’), ο σιδεράς Ευστράτιος Κουτσκουδής και άλλοι. Σ’ αυτή την παράταξη έκλινε και ο πατέρας μου Γεώργιος Σκλεπάρης, που ήταν μπακάλης και που έκανε πραγματογνώμονας. Άλλη ισχυρή παράταξη ήταν αυτή, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Θεμιστοκλής Μακαρώνης, ο αδερφός του Βασίλειος, καθώς και ο Γεώργιος Αλεντάς. Ο Θεμιστοκλής βγήκε πολλές φορές πρόεδρος του «Ζαϊράτ». Με το «Ζαϊράτ» καταγινόταν και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου (Παπάφραχτ’ς). Υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές, αλλά δεν είχαν ρεύμα.

 

Από τις εκλογές των κτηματιών έβγαιναν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητές τους ήταν διάφορες. Συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν για πολλά. Διόριζαν αγροφύλακες (μπιχτσήδις), πραγματογνώμονες, εκτιμητές, καθώς και εισπράκτορες του φόρου. Καθόριζαν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα ζώα, τα υποζύγια, αλλά και τα πρόβατα, θα τα άφηναν στο «μπαχάρ». Έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν δρόμους. Την Πατωμένη, που ξεκινούσε από το Σταυρί και έφτανε στην Καρύνη, τη συντηρούσε κυρίως ο Καπάτος. Άκουγαν τα λογής λογής παράπονα και ικανοποιούσαν τα δίκαια αιτήματα. Ενεργούσαν μετρήσεις κτημάτων για δικαιότερη κατανομή των αγροφυλακτικών (μπιχτσιδιάτ’κων). Η μέτρηση γινόταν πρακτικά, με «κορδέλα» ή με σχοινί που είχε κόμπους. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι παρεμβάσεις, με σκοπό να μη μετρηθεί πολύ το κτήμα. Προγραμμάτιζαν τα «νιμπέτια», για να μπορούν να ποτίζουν όλοι τα κτήματά τους. Ακόμη όριζαν τις αγροζημίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η απογραφή των κτημάτων, έστω και αν γινόταν με τρόπο απλό και εμπειρικό. Όλα ήταν γραμμένα σε τεφτέρια. Όπως ήταν φυσικό, γίνονταν συχνά τροποποιήσεις, μια και πραγματοποιούνταν αγοραπωλησίες και άλλες δικαιοπραξίες. Το κτηματολόγιο αυτό, βάσει του οποίου έβγαιναν οι φόροι, δεν ήταν ούτε ακριβές ούτε δίκαιο.

Default 7
Αναμνηστική φωτογραφία έξω από το Γραφείο των Πράτσων (9-8-1952). Διακρίνονται, από αριστερά, ο έμπορος Δημήτριος Ευστρατίου Πράτσος (1878 -1959), ο οποίος πρωτοστατούσε στα δρώμενα του Αγροτικού Συμβουλίου, ο γιος του Πάνος Πράτσος (1912 – 2002), ο οποίος διακρίθηκε ως πρόεδρος του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη», και ο Ασωματιανός Κώστας Ηλιογραμμένος (Κουντάρα).
Ως αγροφύλακες υπηρέτησαν πολλοί και ήταν σε όλη την περιφέρεια καμιά τριανταριά. Κάθε χωριό είχε τους δικούς του, οι οποίοι κατά καιρούς παρουσίαζαν αυξομείωση, ανάλογα με τις ανάγκες. Συνήθως είχαν η Αγιάσος δέκα, ο Ασώματος δυο, τα Κεραμιά δυο, το Ίππειος τέσσερις, το Κάτω Τρίτος τρεις, οι Λάμπου Μύλοι δυο και η Σκούντα δυο. Από τους Αγιασώτες έρχονται στη μνήμη μου οι παρακάτω: Αντώνιος Δημέλης, Φρατζέσκος Χατζηχρυσάφης, Γιάννης Μολυβιάτης, μετέπειτα μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος, Παναγιώτης Σαρέλης, Δημήτριος Χρυσάφης (Μπαγνέζος), Θεόδωρος Σαρμουσάκης (Ψ’ταλού), Μιχαήλ Μαϊστρέλης (Μαρούλα), Γιάννης Λαλάς (Ζιμπικούδ’) και οι γιοι του Παναγιώτης και Στέλιος, Βασίλειος Δημητρίου Μαϊστρέλης, αργότερα νεωκόρος, Λευτέρης Καζαντζής (Καρακάσης), Αριστής Μουτζουρέλης (Λαγός), Κώστας Πανάγης, καθώς και τ’ αδέρφια Κώστας και Παναγιώτης Ψαρρός (Χαντράλια).
Αγρονόμοι διατέλεσαν ο Τάσος Σαρηγιάννης, που παντρεύτηκε την Αγιασώτισσα Καλλιόπη Πιτιά, ο Κωνσταντίνος Πανάγος, που είχε δώσει εντολή να φορούν στο δρόμο φίμωτρα και οι κατσίκες, ο Γεώργιος Καμπάς, που ήταν ένας από τους καλύτερους, και ο Δημήτριος Χατζηχρίστος, που υπηρέτησε επί Χούντας. Αρχιφύλακας, «μπασμπιχτσής», ήταν ο Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας). Γραμματείς του Αγρονομείου έκαναν ο Αθανάσιος Διαμαντής, ο Προκόπιος Χατζηφώτης (Λανάρ’) και άλλοι. Εδώ θα έπρεπε να μνημονεύσουμε και τον ειρηνοδίκη Μωυσή Ναούμ, που έμενε στο σπίτι της ξενιτεμένης στη Βραζιλία από το 1954 αδερφής μου Αλίκης, κοντά στον Απέσο. Ήταν καλός άνθρωπος και δημοκράτης. Φεύγοντας από την Αγιάσο, λόγω προαγωγής, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

 

Οι πραγματογνώμονες ήταν, όπως είναι φυσικό, και εκτιμητές, κυρίως προϊόντων. Εγώ διορίστηκα ως πραγματογνώμονας – εκτιμητής τον Οκτώβριο του
1948 και σταμάτησα το 1985. Αν ενδιαφερόμουνα περισσότερο, θα έπαιρνα και σύνταξη από το ΙΚΑ. Οι πραγματογνώμονες είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) Τακτοποιούσαν τα «νιμπέτια», που ήταν σοβαρή δουλειά, μια και έπρεπε να μετρηθούν τα κτήματα και να κατανεμηθούν δίκαια οι 168 ώρες της εβδομάδας. Ρύθμιζαν τα «νιμπέτια» σε όλα τα λαγκάδια (Λασπούδια, Πόταμα, Παγωνιά, Ντίλ’, Άντριγια). Στον Άγιο Δημήτριο η ρύθμιση γινόταν από τους ίδιους τους περιβολάρηδες. Στο Ξυλόκαστρο το νερό ήταν «καντέμι» και το εκμεταλλεύονταν, κατά κύριο λόγο, αυτοί που είχαν τα αδερφομοίρια, σε ένα από τα οποία ήταν η μάνα, παρ’ όλο που διαμαρτύρονταν οι κτηματίες στα Πόταμα. β) Εκτιμούσαν τα προϊόντα (κάστανα, καρύδια, μήλα, κεράσια, βύσσινα, αφατσιά). Αυτό έγινε τρεις τέσσερις χρονιές, αλλά μετά καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε άδικο. Βασικά εκτιμητής των παραπάνω προϊόντων στην Αγιάσο ήμουνα εγώ. Ο Δημήτριος Πιπερίτης προτίμησε την περιφέρεια Ίππειου, ενώ ο Αλέκος Πουδαράς της Σκούντας-Μυχούς. Για τις ελιές, που ήταν σε μεγάλη περιφέρεια, υπήρχαν και άλλοι εκτιμητές. Πάντως εγώ εργάστηκα πολύ περισσότερο από όλους. Ο Αλέκος Πουδαράς, ο Δημήτριος Πιπερίτης και ο Γιάννης Παπαθεοφράστου βάσταξαν λίγα χρόνια. Είχε προταθεί και ο Γεώργιος Πλωμαριτέλης (Πασχαλιάς), αλλά δε δέχτηκε. Επίσης διορίστηκαν, με τη μεσολάβηση του Προκοπίου Χατζηπροκοπίου (Κεφάλα), ο Χαρίλαος Κορομηλάς και ο Γρηγόριος Ασπρομάτης (Καβουριά).

Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία αγροφυλάκων. Διακρίνονται, από αριστερά: Δημήτριος Χαραλαμπής (Μπαγνέζος), Πάνος Πολυπάθου (Μπούμπας), αρχιφύλακας, Ανέστης (Αριστής) Μουτζουρέλης (Λαγός), Φραντζέσκος Χατζηχρυσάφης και Γιάννης Μολυβιάτης. Καθήμενοι: Κωνσταντίνος Πανάγης, Παναγιώτης Ψαρός (Χαντράλης) και Ελευθέριος Καζαντζής (Καρακάσης).
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Οι φορολογικοί αγροτικοί κατάλογοι καταρτίζονταν ως εξής: Στον κάμπο ως στρέμμα υπολογιζόταν ο χώρος που είχε 10-18 δέντρα και που ήταν μιας ημέρας «ζιβγάρ’». Έλεγαν ότι αυτό το κτήμα είναι μιας ημέρας, δυο, τριών κτλ. ημερών «ζιβγάρ’». Στα ορεινά μέρη υπολογιζόταν ως στρέμμα ο χώρος που είχε 25-32 δέντρα. Ο προσδιορισμός εξαρτιόταν από το είδος και από την ποιότητα των δέντρων. Υπήρχαν, εξάλλου, μικρά και «στραβαλά» δέντρα, κυρίως λιόδεντρα, τα οποία δεν είχαν απόδοση. Αυτά τα δέντρα τα έλεγαν «γαδαρουπόδαρα». Τέλος, αν το κτήμα ήταν χωράφι, τότε ο υπολογισμός γινόταν «προυσαπόκου», δηλαδή κατά προσέγγιση.

 

Αρχικά οι Αγιασώτες είχαν το δικαίωμα πραγματογνωμοσύνης σε όλα τα χωριά. Αργότερα όμως το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε και έτσι κάθε κοινότητα έβγαζε τους δικούς της πραγματογνώμονες. Πρέπει να σημειώσουμε πως το έργο του πραγματογνώμονα είχε και τις δυσκολίες του. Υπήρχαν ανάποδοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι κάποτε έφερναν εμπόδια. Ο πραγματογνώμονας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στο κτήμα, αν δεν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης. Έπρεπε να έχει μαζί του όργανο της τάξεως, δηλαδή αγροφύλακα.

Default 14
Ο Νικόλαος Σκλεπάρης με τη σύζυγό του Βρετανία (Βριτανέλ’) και με τα παιδιά του Φιλίτσα και Ευστράτιο, το 1956
Οι πραγματογνώμονες έκαναν συνήθως συμβιβασμούς, για να μην πηγαίνουν οι υποθέσεις στο δικαστήριο. Επίσης είχαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν αγροφυλακτικά, «μπιχτσιδιάτ’κα». Εγώ αυτή τη δουλειά την έκανα και νωρίτερα, από το 1944-1948, προτού διοριστώ ακόμη πραγματογνώμονας. Έκοβαν διπλότυπα και εισέπρατταν χρήματα. Ο φόρος ήταν ανάλογος με το κτήμα που είχε ο καθένας. Αν είχε, π.χ. κτήμα στο Ίππειος, στους Λάμπου Μύλους, στη Μυχού, πλήρωνε στο Αγροτικό Συμβούλιο του αντίστοιχου χωριού. Ένας εισέπραττε τα αγροφυλακτικά της Αγιάσου, αλλά παράλληλα οι Αγιασώτες, που είχαν κτήματα και σε γειτονικά χωριά, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και αλλού. Εγώ είχα τον κατάλογο της Αγιάσου. Για τα άλλα χωριά, που σήμερα ανήκουν στο δήμο Ευεργέτουλα (Ασώματος, Ίππειος, Κεραμιά, Κάτω Τρίτος, Λάμπου Μύλοι, Μυχού, Σκούντα) υπήρχε άλλος κατάλογος.
Εισπράκτορας των χωριών αυτών επί τρία χρόνια περίπου ήταν ο Αντώνιος Πολυδώρου Αναστασέλης, ο οποίος μετά έγινε ταξιτζής και τα παράτησε. Τον Αναστασέλη τον διαδέχτηκε ο Παναγιώτης Βασίλας, που θαρρώ πως ήταν από τη Μόρια. Ο τρόπος αυτός της είσπραξης αργότερα, το 1958, καταργήθηκε.
Το «Ζαϊράτ», που ονομάστηκε κατά τη γνώμη έτσι, από τα ζα, και από την προστασία και το κουμάντο των ζώων, είχε στα καθήκοντά του και τον καθορισμό των βοσκότοπων, μουραλότοπων, θρεφαρότοπων. Τα Άντριγια ήταν για τα πρόβατα. Μουλαρότοπος ήταν από τη διασταύρωση μέχρι τη Καρύνη. Η Αγιάσος είχε 300-320 μουλάρια με πληρωμή, 100-150 άλογα και φοράδες, καθώς και 200 περίπου γαϊδούρια. Τα άφηναν στο «μπαχάρ’» από το Μάιο, ξώλαμπρα, μέχρι 10 Αυγούστου. Μετά τα σήκωναν, γιατί έκαναν ζημιές, έτρωγαν τα δέντρα, ήθελαν χλωρασιά. Έπρεπε να πληρώσει κανείς 300 δραχμές, για να αφήσει το μουλάρι του, 350 δραχμές για το άλογο και τη φοράδα του και 250 δραχμές για το γαϊδούρι του. Υπήρχαν και ορισμένοι προύχοντες που δεν πλήρωναν. Τα γαϊδούρια, επειδή δε γίνονταν ζάπι, οι φύλακες δεν τα ήθελαν, δεν τα έπαιρναν. Τα ζώα αυτά βόσκιζαν στις περιοχές Ρουμιού Κάμπους, Κόβιλ’, τς Χανούμ’ς του ντάμ’, Βάγις, Πιρίτουνου, Άγιους Βασίλ’ς, Κ’θαρίστιργια, Ζέβριγια, Κουτσίνηραχ’, Κατσίν’ Λακκούδ’, Αγριλιά, Σλουψατσή, Αγριγιουπήγαδου, τ’ Στιφανέλ’ γι Πόρτα, Μπικρή, Γλίστρα, Αθέρ’στου, Φούσα, Στινό, Μπουγιατζή, Αγριγιά, Ιλέψα, Λάτσ’, Άγιους Στυλιανός. Έφταναν μέχρι το Πρεβεντόριο και μέχρι το Ακκλησίδ’, δηλαδή το ξωκλήσι του Ταξιάρχη, στην είσοδο του χωριού Ασώματος, από την πλευρά της Αγιάσου. Νερό έπιναν τα ζώα στις Βάγις, στην Κόβιλ’ και στη Αγριλιά.

 

Φύλακες των ζώων ήταν τα αδέρφια Γρηγόριος και Παναγιώτης Κολαξιζέλης (Κακέλια), ο Παναγιώτης Γρηγορίου Βέτσικας, αδερφός του Ευστρατίου Περγάμαλη (Παλαμ’δά), και ο Γρηγόριος Κακαλιός. Αυτοί πληρώνονταν από τις εισπράξεις. Ήταν υπεύθυνοι αν τα ζώα πήγαιναν κάτω από την Καρύνη και αν έκαναν ζημιές. Τα φύλαγαν προσεχτικά και δεν άφηναν να πάνε σε απαγορευμένους μεράδες. Δεν είχαν ύπνο. Γνώριζαν όλα τα ζώα και μάλιστα ποια είναι «ζημιουλόγ’κα». Τα μουλάρια ακολουθούσαν σα μωρά τις φοράδες. Όταν έδινε κανείς το ζώο του, δεν πλήρωνε τίποτα στο φύλακα. Όταν όμως ζητούσε να του το φέρουν, πλήρωνε ένα δεκάρι. Ήταν επιδέξιοι, έριχναν θηλιά και το έπιαναν. Εκτός από τα υποζύγια υπήρχαν και τα «θρεφάρια», τα οποία έβοσκαν αλλού. Φύλακές τους ήταν ο Γρηγόριος Ζαλπαρίνης και ο Ευστράτιος Καρέτος (Ράρα). Τα αδέσποτα ζώα και αυτά που έμπαιναν σε ξένα κτήματα και έκαναν ζημιά, αν υπήρχε ανάγκη, οι αγροφύλακες τα έφερναν στο χωριό και τα έκλειναν στο «τουκάτ». Ως «τουκάτ»« χρησιμοποιήθηκε ο δημοτικός χώρος, που τον αγόρασε ο Γεώργιος Ευστρατίου Καρατζάς, όπου χτίστηκε το σπίτι, στο οποίο κατοικούσαν παλαιότερα ο Στέφανος και η Θέτη Παλιβάνη, η κόρη του Παναγιώτη Ορφανού. Γειτονικά, από τη μια και από την άλλη, ήταν τα σπίτια του Ανδρέα Δουκάκη και του Ευστρατίου Μπαρή».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 147/2005

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ. Ο πλανόδιος λαϊκός ζωγράφος της Ρωμιοσύνης

Ο φουστανέλας ζωγράφος Θεόφιλος
Ο φουστανέλας ζωγράφος Θεόφιλος

Η περίπτωση του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του πλανόδιου λαϊκού ζωγράφου της Ρωμιοσύνης, απασχόλησε και εξακολουθεί ν’ απασχολεί, από τις αρχές κιόλας της περασμένης εκατονταετηρίδας ως τις μέρες μας, τους εργάτες της τέχνης, των γραμμάτων και της επιστήμης. Πρώτος καταπιάστηκε ευθυμογραφικά με το Θεόφιλο, ως ιδιόρρυθμο ζωγράφο, ο λόγιος και λαογράφος Γεώργιος Αδρακτάς, ο οποίος δημοσίευσε στο πανελλήνιας εμβέλειας «Εθνικόν Ημερολόγιον» (1901) του Κωνσταντίνου Σκόκου τη «χωριάτικη ιστορία», όπως την υποτιτλίζει, «Ο φουστανελλάς ζωγράφος», εικονογραφώντας την μάλιστα με πέντε γελοιογραφίες-σκίτσα, που φιλοτέχνησε ο νεαρός τότε ζωγράφος και χαράκτης Δημήτριος Γαλάνης. Πρώτος όμως μελετητής στάθηκε ο λαογράφος Κίτσος Μακρής με το πρωτόλειό του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο» (1939). Στη συνέχεια το ενδιαφέρον για το Θεόφιλο εκδηλώθηκε εντονότερα και η βιβλιογραφία πλουτίστηκε και συνεχίζει να πλουτίζεται ολοένα και περισσότερο με μονογραφίες, με άρθρα, με λευκώματα, με αφιερώματα, καθώς και με ενδιαφέρουσες αναφορές, μαρτυρίες και πληροφορίες, δικών μας και αλλοεθνών, ειδικών σε θέματα της τέχνης του χρωστήρα και μη. Στον κατάλογο αυτών οι οποίοι εστίασαν κατά καιρούς την προσοχή τους στο Θεόφιλο, ερευνητικά ή απλώς περιστασιακά, συγκαταλέγονται πολλοί και σημαντικοί χρυσικοί του λόγου και της τέχνης, όπως ο Γουναρόπουλος, ο Ουράνης, ο Μυριβήλης, ο Μελάς, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, ο Βενέζης, ο Τόμπρος, ο Τσαρούχης, ο Σπητέρης και ο Σεφέρης, για να περιοριστώ σε ορισμένους μονάχα προδρομικούς, χωρίς να θέλω με αυτή την επιλεκτικότητα να υποτιμήσω τον πνευματικό μόχθο κανενός.

Παρ’ όλες τις φιλότιμες ερευνητικές προσπάθειες υπάρχουν ακόμη σκοτεινά σημεία στη ζωή και στο έργο του ζωγράφου. Το αποτέλεσμα είναι ν’ αναπαράγονται ως την εποχή μας παντοειδείς εικοτολογίες και ανακρίβειες, εναρμονιζόμενες με το συντηρούμενο «παραμύθι» του Θεόφιλου, το οποίο ως προς ορισμένα σημεία θα μπορούσε ν’ απολιπανθεί από την πλεονάζουσα λογοκοπία, χωρίς να χάσει την αίγλη του.

Ο Θεόφιλος, σύμφωνα με επίσημες καταχωρίσεις αρμόδιων θεσμοθετημένων οργάνων και υπηρεσιών της πολιτείας στη Μυτιλήνη (Δήμος, Νομαρχία, Στρατολογία) γεννήθηκε το 1871. Για το πού ακριβώς γεννήθηκε υπάρχει διχογνωμία. Από τους περισσότερους ως τόπος γέννησης θεωρείται η Βαρειά, το γραφικό αυτό προάστιο της Μυτιλήνης, όπου υπήρχε πύργος της οικογένειας του Θεόφιλου. Ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια, της φαμίλιας του τσαγκάρη Γαβριήλ Χατζημιχαήλ Κεφάλα – το βαφτιστικό με το πέρασμα του χρόνου υποκατέστησε το επώνυμο – και της Πηνελόπης, θυγατέρας του αγιογράφου Κωνσταντή Ζωγράφου, ο οποίος καταγόταν από τα Μοσχονήσια.

Ο Θεόφιλος υπήρξε εγγονός του αγιογράφου, αλλά δε γνωρίζουμε σίγουρα αν μαθήτεψε κοντά του και αν επηρεάστηκε απ’ αυτόν. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα παιδικά και για τα νεανικά του χρόνια είναι ελλιπείς και ανεξακρίβωτες. Επομένως δεν έχουμε σαφή γνώση για τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε και για τις όποιες ασχολίες του. Βέβαιο πάντως είναι ότι μετά τη χειραφέτησή του πήρε των ομματιών του και ήρθε στη Σμύρνη, που ήταν πολυάνθρωπη πολιτεία, βασικά ελληνοχριστιανική, όπως και το Αϊβαλί, με έντονη παρουσία Μυτιληνιών. Οι λόγοι της αποδημίας του δε μας είναι γνωστοί. Ίσως να ήθελε ν’ απεγκλωβιστεί από ένα περιβάλλον απόρριψης, εμπαιγμού και χλεύης. Τον θεωρούσαν ονειροπαρμένο, μονόχνοτο, οκνηρό, ανεπρόκοπο, αχμάκη. Πολλά από αυτά που λέγονται για την εδώ περιπετειώδη ζωή του, για τις εκκεντρικές του ενέργειες και για τις καλλιτεχνικές του πραγματώσεις, δεν αποκλείεται να είναι συνηθισμένα μυθεύματα. Αναφέρεται ότι κυκλοφορούσε στο χώρο του Ελληνικού Προξενείου, αυτοπροσδιοριζόμενος «θυροφύλαξ», δηλαδή καβάσης, κλητήρας, φορώντας φουστανέλα, η οποία λειτουργούσε ως σύμβολο εθνικής λεβεντιάς και αντρειοσύνης. Αναφέρεται ακόμη ότι κάποτε, θέλοντας να υπερασπιστεί τη ζωή του Έλληνα προξένου, εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας, σκότωσε έναν Τούρκο, πράξη που τον ανάγκασε να φύγει από τη Σμύρνη και να έρθει στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα στα χωριά του Πηλίου. Ενδιαφέρουσα και η πληροφορία που τον θέλει ερωτευμένο με κάποια κοπέλα, την Ειρήνη, την οποία όμως έκλεισαν τ’ αδέρφια της σε σχολείο καλογραιών, για να θέσουν τέρμα σ’ αυτή τη σχέση.

Από τη Σμύρνη ο Θεόφιλος έφυγε πιθανότατα το 1897, τη χρονιά που κηρύχτηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ίσως να του κέντρισαν το ανύπνωτο εθνικό φρόνημα η συνταραχτική είδηση της κατάληψης της Κρήτης και το συνακόλουθο ξεσήκωμα των απανταχού Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και των αλύτρωτων της Μικρασίας και της πατρίδας του Λέσβου. Λέγεται ότι κατατάχτηκε σε αντάρτικό σώμα ως εθελοντής και ότι έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις του παράτολμου και ατυχούς πολέμου, στο Βελεστίνο και στο Δομοκό.

Στα πηλιορείτικα χωριά ο Θεόφιλος έμεινε τριάντα περίπου χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, σύμφωνα με μια από τις αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες. Εδώ ολοκλήρωσε το δεύτερο κύκλο της ζωής και των πραγματώσεών του στο χώρο της λαϊκής ζωγραφικής. Γνώρισε τον τόπο και τον αγάπησε. Ολοχρονίς γύριζε με τα σύνεργα της τέχνης του, για να ικανοποιεί το μεράκι της ψυχής του και για να εξασφαλίζει παράλληλα την καθημερινή του επιβίωση. Παντού άφησε ζωγραφιές του, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε σπίτια, σε αρχοντικά, σε μαγαζιά, σε μύλους. Χαρακτηριστικές αυτές που φιλοτέχνησε στον Άνω Βόλο, στο αρχοντικό του Γιάννη Κοντού, ο οποίος του συμπαραστάθηκε με πολλή αγάπη.

Το 1927, παρακινημένος πιθανότατα από τη νοσταλγία, αλλά και από ένα ατύχημα που του προκάλεσε κάποιος γκρεμίζοντάς τον από τη σκάλα, στην οποία ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, επέστρεψε στο νησί του. Εντωμεταξύ πολλά είχαν συμβεί, πολλά είχαν αλλάξει. Η Λέσβος είχε απελευθερωθεί το 1912 από τον τούρκικο ζυγό και δυο χρόνια αργότερα είχε ενσωματωθεί στον κορμό της μητέρας πατρίδας. Ο ελληνισμός της Μικρασίας είχε πάρει το δρόμο της προσφυγιάς μετά το χαλασμό του 1922 και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επουλώσει τις πληγές του.

Το 1929 συνάντησε στη Μυτιλήνη το Θεόφιλο ο διαπρεπής Λέσβιος τεχνοκρίτης και εκδότης καλλιτεχνικών βιβλίων και περιοδικών Στρατής ΕλευΘεριάδης-Teriade, ο οποίος ανέπτυσσε τη δράση του στο Παρίσι, όντας φίλος μεγάλων καλλιτεχνών, όπως ο Ματίς, ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Τζακομέτι και άλλοι. Του ζήτησε να φιλοτεχνήσει ζωγραφιές, προσφέροντάς του τα υλικά, πανί κάμποτ και χρώματα. Η συμφωνία αυτή ίσχυσε και ο αμητός της στάθηκε πλούσιος και επωφελής για τον τόπο μας.

Στη Λέσβο ο Θεόφιλος συνέχισε τον τρόπο της ζωής του, ολοκληρώνοντας το στερνό κύκλο της δημιουργικής περιόδευσης. Έχοντας ως ορμητήριο την πρωτεύουσα, επισκεπτόταν τακτικά τις κωμοπόλεις και τα χωριά, για ν’ αποτυπώσει την τέχνη του, όπου έβρισκε πρόσφορη επιφάνεια, σε τοίχους, σε σανίδια, σε τενεκέδες, σε χαρτόνια. Φιλοτέχνησε έργα παντού, σε σπίτια, σε πύργους, σε καφενεία, σε μαγαζιά, αλλά πολλά από αυτά, όπως ήταν φυσικό, καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου.

Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου ξεφεύγουν από τα ασφυχτικά πλαίσια της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Είναι ξεχείλισμα ψυχής που συντηρείται από τη βρυσομάνα της εθνικής παράδοσης και του λαϊκού μας πολιτισμού. Διακριτικά τους γνωρίσματα η απλότητα, η αφέλεια, η φυσικότητα, η εκφραστική ποικιλία και η ποιότητα, ο αυθορμητισμός, η καλή χρήση του φωτός. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος είναι κατά κανόνα δικής του μείξης και παρασκευής. Οι ιδιόγραφες λεζάντες των έργων του, με ορθογραφικά σφάλματα και με σολοικισμούς, άλλοτε σύντομες και άλλοτε αναλυτικές, μαρτυρούν τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του, αλλά παράλληλα και τον πλούτο και τη ζέση της καρδιάς του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εκτός των άλλων, η ολίσθησή του στον ταυτισμό με πρότυπά του, με το Μεγαλέξαντρο και με αγωνιστές του ’21 και όχι μόνο, η αξιοποίηση χαλκογραφιών, χαλκομανιών, εικονογραφημένων δελταρίων, χρωμολιθογραφιών και φωτογραφιών, με δυνατότητα αισθητής απεξάρτησης, καθώς και ο ετεροχρονισμός, που είναι έκδηλος π.χ. στο έργο «Ο ναύτης και η Ευρυδίκη», στο οποίο συνταιριάζεται το παρόν με το απώτερο παρελθόν.

Θεματολογικά ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε ζωγραφιές, οι οποίες πιστοποιούν το ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και υποδηλώνουν τις ιδέες του, τη φυσιολατρία του, τη θρησκευτικότητά του, την προσήλωσή του στην εθνική παράδοση, το φλογερό πατριωτισμό του, τον έντονο τοπικισμό του και την άδολη αγάπη του προς τον άνθρωπο.

Εμπνευσιακά ο Θεόφιλος αντλεί τα θέματά του από την αρχαία ελληνική μυθολογία και φιλολογία, από τη βυζαντινή ιστορία, από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και από την Επανάσταση του 1821, από τη νεότερη ελληνική ιστορία, από την παγκόσμια ιστορία, από τη χριστιανική παράδοση, από τη ζωή και από τη δράση των γεωργών, των ποιμένων, των αλιέων και των κυνηγών, από το χώρο των επαγγελμάτων, από τα πανηγύρια και από τα γλέντια. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εξάλλου και οι τοπιογραφικές επιδόσεις του Θεόφιλου, καθώς και οι προσωπογραφίες επώνυμων, αλλά και χαρακτηριστικών τύπων, που φιλοτέχνησε με μεράκι.

Τα έργα του Θεόφιλου φυλάγονται σε μουσεία, σε πινακοθήκες, σε ιδιωτικές συλλογές. Ίσως κάποια έργα του να μην έχουν ακόμη εντοπιστεί, να μην έχουν δηλωθεί και να μην έχουν γίνει γνωστά. Από τους χώρους μόνιμης έκθεσης και διατήρησης έργων αξίζει να μνημονεύσουμε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά. Το μουσείο αυτό ιδρύθηκε, με δαπάνες του Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, στο προάστιο Βαρειά και στη συνέχεια δωρήθηκε στο Δήμο Μυτιλήνης. Λειτουργεί από το 1965. Ο Teriade το στόλισε με 86 πίνακες, οι οποίοι ανήκαν στην ιδιωτική συλλογή του και φιλοτεχνήθηκαν από το Θεόφιλο κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πίνακες του Θεόφιλου εκθέτονται και στο πλησιόχωρο Μουσείο – Βιβλιοθήκη Στρατή ΕλευΘεριάδη-Teriade. Έργα όμως του Θεόφιλου σώζονται και αλλού, όπως π.χ. στο καφενεδάκι, που λειτουργούσε άλλοτε στην Καρύνη της Αγιάσου, για τις ζωγραφιές των τοίχων του οποίου έγραψαν ο Κώστας Ουράνης και αργότερα ο Στρατής Μυριβήλης, στη νουβέλα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», και για τις οποίες όψιμα εκδήλωσε το σωστικό της ενδιαφέρον η πολιτεία.

Ο Θεόφιλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Ήταν άνθρωπος ονειροπόλος, με φλογερή εφηβική καρδιά ως το γέρμα του βίου του. Ήταν καλοσυνάτος, ταπεινός, απερηφάνευτος, απείραχτος, ανεξίκακος. Γνώρισε δυσκολίες, εξευτελισμούς, βάσανα, πειράγματα, κάποτε κακόγουστα, και έλλειψη συμπόνιας. Έζησε παρεξηγημένος, γιατί η συμπεριφορά του σε αρκετές περιπτώσεις λογιζόταν αποκλίνουσα, αφού κυκλοφορούσε ως τσολιάς, παρακινημένος από το μεράκι της εθνικής αντρειοσύνης, αφού μασκαρευόταν αποκριάτικα Μεγαλέξαντρος, αφού συγκροτούσε «στρατό» από μικρά παιδιά, εξοπλίζοντάς τα με ψεύτικα κοντάρια και σπαθιά, με χαρτονένιες περικεφαλαίες και ασπίδες, αφού διηγόταν ως παραμυθάς απίθανες ιστορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους.

Ο Θεόφιλος πέθανε στις 26 του Μάρτη του 1934 στη Μυτιλήνη, στο σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας στην οδό Δήλου 27, στο Βουναράκι. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ξεπεράσει η φήμη του τα σύνορα της Ελλάδας. Ο κατατρεγμένος φουστανελάς ζωγράφος δεν ήταν δυνατό να φανταστεί πως θα υπήρχαν άνθρωποι που θα διέβλεπαν την αξία του και πως οι μεταγενέστεροι θα τον τιμούσαν όσο δεν τίμησαν κανένα λαϊκό μας ζωγράφο.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 146/2005

«Ο Θεόφιλος μπήκε στις καρδιές των ανθρώπων και στα μεγάλα σαλόνια. Μπήκε στο Λούβρο με το τσουβαλάκι, τα σύνεργά του κι από κει σίκτίρει τους ακατάδεχτους επικριτές του να γλείφουν εκεί που φτύσανε. Αυτούς που εμπορεύτηκαν την τέχνη του και τη στέρησαν απ’ το λαό, το λαό που πλήρωσε το Θεόφιλο με αγάπη και στοργή».
(Στρατής Αναστασέλλης, Ο φίλος μου ο Θεόφιλος, Κείμενα, Αθήνα 1981, σ. 28).

 

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1896. Ο αντίκτυπός τους στην Αγιάσο της τουρκοκρατούμενης Λέσβου

Το 1896 αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο. Περιττό ν’ αναφερθώ στις δυσκολίες πρόσβασης σ’ αυτούς τους αγώνες. Από πού ν’ αρχίσεις και πού να σταματήσεις; Από την τουρκική κατοχή, από την ενημέρωση, από την επικοινωνία, από τα μεταφορικά μέσα; Αντίθετα, όλα αυτά που διαθέτουμε στις μέρες μας, τα οπτικοακουστικά ηλεκτρονικά μέσα, με την τελειότητά τους μας χαρίζουν την αμεσότητα στα γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο. Είναι αδιανόητο πάντως, και σήμερα ακόμη, να βρεθούν στις κερκίδες του καλλιμάρμαρου Σταδίου δυο Αγιασώτες, με τις εξάπαντος βρακοφορεμένες γυναίκες τους, να παρακολουθούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όχι, βέβαια, τυχαία. Πήγανε, σύμφωνα με υπάρχουσες πληροφορίες, με αποκλειστικό σκοπό να παρακολουθήσουν τους Αγώνες, οι άνδρες τουλάχιστον. Είναι σα να λέμε τώρα πως κάποιος Αγιασώτης πέταξε με το «Κολούμπια» στη σελήνη.

Το εγχείρημα των δυο αυτών ζευγαριών ήταν κάτι το πολύ τολμηρό, το άκρως πρωτοποριακό, αφού υπήρχαν άνθρωποι, προπαντός γυναίκες, που δεν είχαν δει από κοντά ούτε θάλασσα.

Ήταν μεγάλο το τόλμημά τους γι’ αυτή την εποχή. Για να ξεμυτίσει Αγιασώτης από το χωριό, έπρεπε να υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Λόγοι υγείας, βασικά, ή ξενιτεμός. Δεν ήταν εξάλλου μόνο οι δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού, ήταν και το οικονομικό πρόβλημα. Γι’ αυτό πιστεύω πως αυτοί οι άνθρωποι όχι μονάχα ήταν προοδευτικοί και τολμηροί, αλλά όπως φαίνεται, είχαν και κάποια δόση ιδιορρυθμίας, τρέλας. Ιδιότροπος και οξύθυμος άνθρωπος ήταν ο Στυλιανός. Τη γυναίκα του την πήρε από σφοδρό έρωτα. Κι όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να της τις βρέχει με το παραμικρό. Μια μέρα που ράβδιζε ελιές στα «Σιντούτσια», εφτά φορές κατέβηκε από την ελιά και την ξεσκόνισε, καταπώς διηγόταν η γιαγιά του Δημήτρη Καμαρού. Το πραγματικό επίθετό του ήταν Συναδινός, αλλ’ επικράτησε το παρατσούκλι Σκανέλης.

Ο Στυλιανός Παναγιώτη Σκανέλης ήταν ξυλογλύπτης και μαθήτεψε στη Σμύρνη. Ήταν άριστος τεχνίτης. Κατασκεύαζε ακόμη και μουσικά όργανα και κυρίως σαντούρια. Ένα από αυτά σωζόταν εδώ στην Αγιάσο και το είχε ο δισέγγονός του ξυλουργός Παναγιώτης Ευστρατίου Σκανέλης. Δυστυχώς όμως, σε κάποια επισκευή του σπιτιού του, καταστράφηκε από τον εκσκαφέα. Η γυναίκα του καταγόταν από τα Βασιλικά. Ήταν ψυχοκόρη στην οικογένεια Χατζηπροκοπίου και την έλεγαν Τριανταφυλλιά. Το σπίτι τους ήταν εκεί που είναι σήμερα τo Ξενοδοχείο του Αναστάση Καζαντζή, δίπλα στο Βενζινάδικο του Χατζηχρυσάφη. Την παντρεύτηκε από έρωτα. Απέκτησαν τρία κορίτσια. Η Περσεφόνη παντρεύτηκε τον Ευστράτιο Μουτζουρέλη, η Μυρσίνη μετανάστευσε στην Αμερική και παντρεύτηκε τον Τζάνο Ρουμπάπη. Η τρίτη παντρεύτηκε στη Σύρο, όπου χάθηκαν τα ίχνη της μαζί και το όνομά της.

Λέγεται πως όταν ήρθαν στο χωριό άρχισαν τα καλωσορίσματα. Όλη η γειτονιά ήταν στο πόδι. Τα σχόλια έπαιρναν και έδιναν. Η Τριανταφυλλιά, γεμάτη περηφάνια, απαντούσε στα ερωτήματα των γειτόνων, που άλλα ήταν από πραγματικό ενδιαφέρον, και άλλα πονηρά, γεμάτα φθόνο και ζήλια. Ο Στυλιανός ντύθηκε τα καλά του, έκλωσε το μουστάκι, φόρεσε το φέσι του και έτοιμος πια βγήκε στην πόρτα, για να πάει στο καφενείο, στην Αγορά, για τα εύσημα. Όπως ήταν και καλός αφηγητής, φανταζόταν τον εαυτό του τριγυρισμένο από όλους στο καφενείο, να κρέμονται από τα χείλη του, για ν’ ακούσουν τα των αγώνων από πρώτο χέρι, μια και δεν υπήρχε άλλη πληροφόρηση. Δεν πρόλαβε να βγει καλά καλά έξω και ακούει τη θεία γριά Χατζηπροκόπαινα να ρωτά. Ε, τούλουγια, μουρή Τριγιανταφ’λλιά; Αρέσασί σ’ γι αγώνις; Ποια, ω θεία; Έφτα τα χαζλαρέτα που κάναν γι μ’κρήδις; Την άκουσε ο Στυλιανός και του ’ρθε πολλή μαυρίλα και τον πλάκωσε. Το θριαμβευτικό χαμόγελο του προσώπου του έσβησε και έγινε μαύρος σαν την πίσσα από το κακό του. Πλησίαζε με βήματα αργά την Τριανταφυλλιά. Ώστε χαζλαρέτα, ε Τριγιανταφ’λλιά! Σηκώνει το χέρι του και πάρε αυτή, πάρε και εκείνη, για να μάθεις ποια είναι τα χαζλαρέτα, παλιουκουτούτσ’… Θ’μούσ’ του, άμα θα σι ξουνουπάγου πούβιτα, παλιουανιστόρητ’, ανισόρρουπ’… Ξόδιψα ένα σουρό γρόσια, να σι πάγου να δουν, ναν ανοίξιν τα στραβά σ’, τσι συ μ’ λέγ’ς τα χαζλαρέτα. Έτσι άδοξα τέλειωσε το ταξίδι για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για την καλοκάγαθη, ανενημέρωτη Τριανταφυλλιά…

Το άλλο ζευγάρι, καταπώς λένε, ήταν ο Πολύδωρος Αναστασέλης με τη γυναίκα του. Ήταν ένας άνθρωπος που προέτρεχε της εποχής του. Ήταν προοδευτικός, εφευρετικός, πολυτεχνίτης. Ήταν ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που έφερε αυτοκίνητο, ταξί, στην Αγιάσο. Ακόμη και σήμερα λέγονται ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε κατά κόρον, όπως «μη ομιλείτε εις τον οδηγόν», «Αποβιβασθείτε να πάρω την στροφήν μου»… Δεν μπόρεσα να πληροφορηθώ πότε και γιατί παράτησε το αυτοκίνητο, γιατί προσωπικά τον θυμάμαι να ασκεί το επάγγελμα του υποδηματοποιού και το μαγαζί του ήταν δίπλα από του Λευτέρη Ταμβάκη. Σήμερα το χρησιμοποιεί ως γραφείο ο γιος του γιατρού Στρατή Βαμβουρέλη. Ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και στο μαγαζί του μαζεύονταν όλοι οι προοδευτικοί Αγιασώτες. Ήταν δε και εξαιρετικός μάστορας στο παπούτσι. Ακολουθούσε την εξέλιξη, τη μόδα. Δεν έκαναν όποιοι όποιοι παπούτσια σ’ αυτόν. Έπρεπε να έχεις οικονομική ευχέρεια. Η ειδικότητά του ήταν το γυναικείο παπούτσι.

Γυναίκα του είχε πάρει τη Δέσποινα Χατζηπαναγιώτη, την ετεροθαλή αδελφή του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, η οποία μας έλεγε ότι έκανε δεκαεφτά γέννες, αλλ’ αυτό δεν την εμπόδισε να φτάσει στα ενενήντα τρία.

Από αυτές τις γέννες επέζησαν μόνο εφτά παιδιά, η Μαριάνθη, η Αφροδίτη, η Γεωργία, η Ελένη, ο Στρατής, που διακρίθηκε ως λογοτέχνης, ο Αντώνης και ο Βενιζέλος…

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΕΥΣΤΡ. ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 144/2004

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑΣΟΣ

Default 2
Ο Στρατής Αναστασέλης κατά σκίτσο εκ του φυσικού του Μίλτη Παρασκευαΐδη
Ο Στρατής Αναστασέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1908, όταν η Λέσβος στέναζε ακόμη κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή. Ήταν παιδί μιας όμορφης φαμίλιας. Ο πατέρας του Πολύδωρος, όπως μας τον παρουσιάζει σε πολλά σημεία του συγγραφικού του έργου, ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ανήσυχος τύπος. Το τσαγκαράδικο που διατηρούσε ήταν στενός χώρος γι’ αυτόν. Ήταν θερμός πατριώτης, που λάτρευε, όπως και τόσοι άλλοι ομοχώριοί του, το γιο του Ψηλορείτη. Θυμητάρι της αγάπης του αυτής το βαφτιστικό όνομα Βενιζέλος, που έδωσε στο υστερότοκο παιδί του. Έγραφε στίχους, επηρεασμένος από τα αρχαϊστικά πρότυπα της εποχής του και από τους δασκάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο
μετέπειτα διαπρεπής φιλόλογος και μεγάλος ευεργέτης Δημήτριος Χατζησπύρου. Χρησιμοποιούσε στην ομιλία του λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, έκανε ταξίδια στη Σμύρνη και στην Αθήνα, κάποτε και για το θεαθήναι, σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματά του, και καταγινόταν με λογής λογής κατασκευές. Το 1928 μάλιστα έλαβε και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση «Σύστημα και μηχανήματα προς ελαιοκομίαν». Αντίθετα, η γυναίκα του Δέσποινα, το Δισπνούλ’, αδερφή του αείμνηστου δασκάλου της Αγιάσου και ταλαντούχου σκηνοθέτη των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, ήταν γυναίκα απλοϊκή, προσηλωμένη στο νοικοκυριό της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Ο Στρατής Αναστασέλης μπήκε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, αφού οι συνθήκες της μεσοπολεμικής περιόδου και οι οικογενειακές εργασιακές ανάγκες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει πέρα από την πρώτη τάξη του γυμνασίου. Δούλεψε σκληρά κοντά στον πατέρα του, που εντωμεταξύ από τσαγκάρης είχε γίνει αυτοκινητιστής. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο μαθητευόμενος έφηβος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο τιμόνι και έριξε γέφυρες επαφής, που του επέτρεψαν να επικοινωνεί καθημερινά όχι μόνο με την πρωτεύουσα, αλλά και με τις κωμοπόλεις και τα πολυάριθμα χωριά του νησιού. Η επικοινωνία αυτή, που βάσταξε αρκετά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότηση, πλούτιζε ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Στρατή Αναστασέλη και του αβγάτιζε τα λαογραφικά θησαυρίσματα, που αφειδώλευτα του πρόσφερε η γενέτειρά του.
Η Αγιάσος υπήρξε για το Στρατή Αναστασέλη ορμητήριο, εργαστήρι, τροφός, δροσιστική ανάβρα λαϊκού πολιτισμού. Εδώ πρωταντίκρισε το φως του ήλιου, εδώ έπιασε το κοντύλι και έμαθε τα γράμματα του σχολειού, εδώ χάρηκε το παιχνίδι, εδώ δημιούργησε δεσμούς αγάπης και έκανε γκαρδιακό φίλο τον αμίμητο χωρατατζή Κώστα Βουλβούλη, που τα καμώματά του έγιναν ξεκαρδιστικές ιστορίες, εδώ μερακλώθηκε και χόρεψε λεβέντικα σε κουϊτούκια και σε πανηγύρια, εδώ ένιωσε τους γλυκασμούς της νιότης, εδώ γνώρισε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, τη Βαγγελιώ, που του χάρισε δυο γιους, τον Οδυσσέα και τον Πολύδωρο, εδώ συναναστράφηκε με όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου, με μικρούς και με μεγάλους, με φτωχούς και με πλούσιους, με ασπούδαχτους και με λόγιους, με άσημους και με επίσημους.
Default 8
Ο Στρατής Αναστασέλης (αριστερά) με το συμπατριώτη του ράφτη Πάνο Δούκα Γριμανέλη, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στη Μυτιλήνη, στο 22° Σύνταγμα (1928)
Default 10
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων στον Πειραιά, στις 9 Οκτωβρίου 1933. Διακρίνονται, από αριστερά, ο φοιτητής της Νομικής Στρατής Καβαδέλης, ο αμίμητος χωρατατζής σοφέρ Κώστας Βουλβούλης, ο συνάδελφος του Στρατής Αναστασέλης και ο επίσης φοιτητής της Νομικής Γιάννης Γιαννάκης
Default 12
Η μάνα του Στρατή Αναστασέλη, το «Δισπνούλ’», σαν τι να συζητά με τις γειτόνισσές της, τη Βλοτίνα Π. Καπτανή (αριστερά) και τη Βασιλική Καρέ (δεξιά); (Φωτογραφία Στρατή Αναστασέλη, 1938)
Ο Στρατής Αναστασέλης μπορεί να μην είχε τίτλους σπουδών, όπως άλλοι, διέθετε όμως περίσσια αγάπη για τον τόπο του, βαθιά εκτίμηση για τα γνήσια δημιουργήματα του λαού και έντονη διάθεση προσφοράς για την προαγωγή του πολιτισμού. Η γνωριμία του με το Στρατή Παπανικόλα, το διευθυντή του «Τρίβολου», του ξύπνησε από το 1932 το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και για τα γλωσσικά ιδιώματα της Λέσβου και κυρίως για το ιδίωμα της Αγιάσου. Όπως η διψασμένη γη ρουφά το βρόχινο νερό, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης δροσιζόταν ολοχρονίς στη βρυσομάνα της λαϊκής μας παράδοσης. Μάζευε ασταμάτητα λαογραφικό και γλωσσικό υλικό και το αξιοποιούσε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε σατιρικά ποιήματα, σε διηγήματα, σε αφλουγές, σε αποκριάτικες σάτιρες, σε θεατρικά έργα και σε άλλα κείμενά του, δημοσιευμένα και μη, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Ο μελετητής της φιλολογικής και της εθιμικής λαογραφίας, αλλά και ο γλωσσολόγος μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία, καμινευμένα στο συγγραφικό έργο του Στρατή Αναστασέλη, όπως είναι τα τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις, οι παραδόσεις, οι θρύλοι, οι προλήψεις, η λαϊκή ιατρική, τα έθιμα, οι λογής λογής τελετές και τα πανηγύρια (του προφήτη Ηλία (Άγλια), της Παναγιάς της Αγιασώτισσας), η τοπική βιοτεχνία, η οποία άλλοτε άνθιζε στην κωμόπολη, τα κύρια ονόματα (βαφτιστικά, οικογενειακά, παρανόμια), οι αρχαϊσμοί, που επιβιώνουν στο ιδίωμα, οι ξένες και οι δάνειες λέξεις, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα.
Ο Στρατής Αναστασέλης από πολύ νωρίς συνδέθηκε με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», του οποίου μάλιστα διατέλεσε και αντιπρόεδρος, κατά τα έτη 1936-1937. Υπηρέτησε το ερασιτεχνικό θέατρο ως ηθοποιός, αλλά και ως συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα, γραμμένα βασικά στο αγιασώτικο ιδίωμα, δοκιμάστηκαν στη σκηνή και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Τα έργα αυτά είναι το πολυπαιγμένο σκετς «Ζαμπνιές» (1957) και η τρίπρακτη ηθογραφία «Γοί ψόφ’», που παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία το Σεπτέμβριο του 1944, αρχικά στον Κήπο της Παναγίας και στη συνέχεια στον «Ορφέα» της Μυτιλήνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι 7.000 οκάδες λάδι, που αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις, διατέθηκαν για τους σεισμόπληκτους της Κλειούς.
Ο Στρατής Αναστασέλης έδωσε το παρών και στο αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο μάλιστα έγραψε και μια μικρή κατατοπιστική μελέτη το 1973. Με το καρναβάλι, που συνδυάζει σατιρικό λόγο και θέαμα, ασχολήθηκε από το 1938-1975 και το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο είχε καθιερώσει, προς τιμήν του ευεργέτη Θεόδωρου Κουκουβάλα, το λεγόμενο «Βάλειο Διαγωνισμό». Οι αποκριάτικες σάτιρες του Στρατή Αναστασέλη ήταν δουλεμένες με τέχνη και αγκάλιαζαν ενδιαφέροντα θέματα της επαρχιακής, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής και της παγκόσμιας επικαιρότητας. Απηχούσαν το χιούμορ, το καυστικό πνεύμα, την παρρησία της γνώμης και το δημοκρατικό προσανατολισμό του δημιουργού τους. Ψυχαγωγούσαν, ενημέρωναν, καυτηρίαζαν, προβλημάτιζαν, δίδασκαν, συνέτιζαν.
Ο Στρατής Αναστασέλης ως το βασίλεμα της ζωής του δεν αλλαξοπίστησε, δεν τον ξεμαύλισαν οι σειρήνες του χαμού. Στάθηκε βράχος ριζιμιός του νησιού μας. Καθημερνή έγνοια του ο τόπος του, το χωριό του, οι άνθρωποι του. Με την πολύχρονη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά του διαπότισε το περιβάλλον και μπήκε στο πάνθεο των ψυχών μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα, γιατί κατάφερε να πλησιάσει τον περιφρονημένο λαό, να αξιοποιήσει τη λαλιά του, να ιστορίσει με το κοντύλι και με το χρωστήρα τα έργα του, τα μικρά τα μεγάλα, ν’ ανθολογήσει το πνεύμα του, να τρυγήσει τους αξετίμητους θησαυρούς του. Υπήρξε μπροστάρης με την απλότητα των πράξεών του, με τη λεβεντιά της σκέψης του, με τη μαγεία του λόγου του.
Λογύδριο που εκφωνήθηκε στις 13-4-1997 στον κινηματογράφο «Αθήναιον», κατά το φιλολογικό μνημόσυνο του Στρατή Αναστασέλη, που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Α.Σ.Α.).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997