ΜΙΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ De Launay ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Το προσκύνημα στην Αγιάσο, το εσωτερικό ελληνικού σπιτιού, το βουνό Όλυμπος και η Μεγάλη Λίμνη

Ο L. De Launay, Γάλλος γεωλόγος, έρχεται στη Λέσβο το 1887 και το 1894, κατά τη διάρκεια δυο ταξιδιών του στο Αιγαίο. Ο σκοπός του ταξιδιού του είναι επιστημονικός. Ενδιαφέρεται να μελετήσει τη σύσταση του εδάφους και τον ορυκτό πλούτο του νησιού. Παράλληλα επιδιώκει να γνωρίσει τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
Ως ευαίσθητος και διορατικός παρατηρητής παρακολουθεί και καταγράφει το καθετί, πάντα με σεβασμό και φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους του νησιού, και καμιά φορά παρασύρεται σε κρίσεις εντελώς επιφανειακές, κάνοντας κάποια άστοχα σχόλια, όπως θα δούμε στο παρακάτω κείμενο.
O De Launay γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής σε μας για τα φιλελληνικά του αισθήματα και για τη θέση που παίρνει ενάντια στην τουρκική κυριαρχία και που δεν παραλείπει να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία.
Το ήθος και τα φιλελεύθερα φρονήματα του Γάλλου γεωλόγου φαίνονται καθαρά από τον τρόπο που παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής του.
«Κάθε λαός», γράφει, «έχει το ιερό δικαίωμα να έχει την εθνικότητά του, την πατρίδα του και κάθε
προσπάθεια στέρησής τους, παρά τη θέλησή του, κάτω από έναν ξένο ζυγό, πρέπει να προκαλεί την αγανάκτηση των ευαίσθητων ανθρώπων».
Από το οδοιπορικό του στη Αέσβο έχουμε δημοσιεύσει, μεταφρασμένο από το γαλλικό κείμενο «Chez les Grecs de Turquie» (Paris 1897), τις εντυπώσεις του από την Αγία Παρασκευή («Αιολικά Φύλλα», χρονιά Ε’, τεύχος 16, Ιανουάριος 1990, σελ. 33-35), όπως και τις σχετικές με την περιοδεία του στο νότιο τμήμα του νησιού, τον Ποταμό (Πλωμάρι), τη Βρίσα και τον Πολιχνίτο («Μυτιλήνη», τόμος Δ’, Μυτιλήνη 1990, σελ 147-156).
Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στη γνωριμία του με την Αγιάσο και τους κατοίκους της (σελ. 46-59).
Πολλές από τις πληροφορίες που παρέχει είναι λίγο πολύ γνωστές από τα ιστορικά και λαογραφικά κείμενα του νησιού και ακόμα μένουν στη μνήμη των παλιών κατοίκων της Αγιάσου, που βίωσαν νεαροί τότε την εποχή εκείνη. Όμως όλα αυτά δεν παύουν να αποτελούν μια ακόμα ενδιαφέρουσα πηγή μαρτυρίας για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας.

kamarosd_396

Δυο μέρες μετά τον ερχομό μου στη Μυτιλήνη ξεκίνησα με συντροφιά να γνωρίσω το εσωτερικό του νησιού, αρχίζοντας από την ορεινή περιοχή της Αγιάσου και του Ολύμπου.
Αποτελούσαμε στ’ αλήθεια ένα ωραίο «καραβάνι», με τέσσερις άνδρες και τέσσερα άλογα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Μπροστά πήγαινε ο «τζαντάρμας» (χωροφύλακας), ο Χασάν τσαούσης, με μπλε αμπέχονο και κόκκινα σιρίτια, ως απεσταλμένος του διοικητή, για να με προστατεύει κι όπου χρειαζόταν να με επιβλέπει, κατόπιν εγώ και ο κύριος Σημαντήρης¹, ο οποίος με πολλή ευγένεια προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Ακολουθούσε ο γάιδαρος, φορτωμένος με αποσκευές, και τελευταίος ερχόταν ο αγωγιάτης, ο Στρατής, που κατά τη συνήθεια του τόπου έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια, τρέχοντας πίσω μας.
Αυτός ο Στρατής ήταν ένας ψηλός, καλοκαμωμένος νέος, με μακριά μουστάκια και σγουρά μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο, φουσκωτές βράκες, κόκκινο ζωνάρι, σαντάλια (τσαρούχια) και μια πολύχρωμη μαντίλα, τυλιγμένη περίτεχνα στο κεφάλι.
Το νησί της Μυτιλήνης² μοιάζει στο σχήμα με ένα είδος τριγώνου, του οποίου η βάση στα νότια κόβεται από δυο βαθείς κόλπους, της Γέρας ή των Ελαιών (Oliviers) και της Καλλονής. Στις τρεις κορυφές υπάρχουν τρία λιμάνια, οχυρωμένα, ο Μόλυβος στα βόρεια, το Σίγρι δυτικά και η Μυτιλήνη ανατολικά. Προς τη βόρεια κορυφή βρίσκεται το βουνό Λεπέτυμνος που φτάνει τα 917 μ., στο δυτικό άκρο ο Όρδυμνος με 515 μ., τέλος από την ανατολική πλευρά ο Όλυμπος με 1.000 μ. υψόμετρο.
Προς αυτό το τελευταίο κατευθυνόμασταν, ακολουθώντας το γύρο του κόλπου της Γέρας. Από κει σκοπεύαμε να προχωρήσουμε ως το Σίγρι, έπειτα στο Μόλυβο και θα επιστρέφαμε στη Μυτιλήνη σε δυο βδομάδες.
Στην αρχή ο δρόμος προς την Αγιάσο ανηφορίζει σ’ ένα μικρό πέρασμα ανάμεσα σε φυτείες από λαμπερούς ελαιώνες, όπου φυτρώνει τούφες τούφες ο ασφόδελος, το λουλούδι με τον ψηλό μίσχο, που αρωμάτιζε τις νύχτες της Ιουδαίας, την ώρα που κοιμόταν ο Booz (Βοόζ), αν πιστέψουμε τον Ουγκό. «Ένα δροσερό άρωμα ξεχυνόταν από τις τούφες του ασφόδελου».
Όταν φθάσεις ψηλά, βλέπεις το γαλάζιο κόλπο της Γέρας με τους κατάφυτους ελαιώνες να σκεπάζουν τις πλαγιές. Μέσα στο αστραφτερό φως, που το σκιάζουν τα φυλλώματα των δέντρων, λάμπουν ρουμπίνια οι ανεμώνες και στο βάθος αντίθετα προς το φως υψώνεται πάνω από τη θάλασσα η μεγαλόπρεπη σιλουέτα του Ολύμπου, που μοιάζει στο σχήμα με το βουνό της Ruy-de Dome στην Οβέρνη.
Όσο ακολουθείς τις ακτές του κόλπου της Γέρας, το τοπίο θυμίζει πολύ τις δικές μας ακτές της νότιας Γαλλίας με τις χλωμές ελιές, τους ροζιασμένους των κορμούς, τα κόκκινα και κίτρινα λουλούδια και τη γαλάζια θάλασσα. Μόλις όμως αρχίσεις πάλι ν’ ανεβαίνεις ψηλότερα, ο χαρακτήρας της βλάστησης αλλάζει. Δεν υπάρχουν πια ελιές, αλλά πελώρια πλατάνια, βαλανιδιές, καρυδιές, λεύκες, λαγκαδιές κατάφυτες από θάμνους, πρίνους και φράχτες από αγριομουριές, ένα δάσος με πυκνή βλάστηση. Μεγάλες πλατύφυλλες φτέρες, κάτω απ’ τις οποίες ακούγονται από παντού τα κελαρύσματα τρεχούμενου νερού, ένα τοπίο πολύ πράσινο, πολύ δροσερό, σαν αυτό που απαντά κανείς καμιά φορά στα δικά μας βουνά της Γαλλίας.
Ένας δρόμος φαρδύς, στρωμένος με λευκή πέτρα, ο οποίος ξεκινά από την αρχή της ανηφοριάς, εκεί στην όμορφη πηγή της Καρίνης, που είναι κρυμμένη κάτω από την πυκνή φυλλωσιά γιγάντιων πλατανιών, ανεβαίνει προχωρώντας μέσα από τα δάση και τους ανθισμένους οπωρόκηπους στην πλαγιά μιας απότομης χαράδρας και φτάνει ως το χωριό της Αγιάσου ή «Αγία Σιών», που ήταν και ο προορισμός της ημέρας εκείνης.
Μπαίνουμε σ’ έναν κατηφορικό δρόμο με ξύλινα καστανόχρωμα σπίτια και επικλινείς στέγες, με ρυάκια που τρέχουν πάνω στα λιθόστρωτα, μια άποψη της Savoie³, μάλλον από έναν πίνακα του Decamps4.
Οδηγώντας από τα γκέμια τα άλογά μας, που γλιστρούν πάνω στα γυαλιστερά καλντερίμια, φτάνουμε, όπως θα γίνεται από δω και μπρος κάθε βράδυ, και περιμένουμε ήσυχα μπροστά στο καφενείο να οργανώσουν το κατάλυμά μας.
kamarosd_401Αυτό το καφενείο είναι υπαίθριο με μια στέγη που στηρίζεται σε μερικούς ξύλινους στύλους, με παγκάκια γύρω γύρω και δέντρα που ρίχνουν τον ίσκιο τους. Είναι στην άκρη ενός πολύ απότομου δρόμου. Πίσω του βρίσκεται το μαγαζί του καφετζή, όπου καταφεύγουν τις βροχερές μέρες και στο λιγοστό φως διακρίνουμε να γυαλίζουν στη σειρά οι ναργκιλέδες και τα φιλτζάνια του καφέ.
Το ελληνικό καφενείο έχει πάντα κόσμο, οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Οι Έλληνες κάθονται σοβαροί με το κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Στο στόμα το «μαρκούτσι» του ναργκιλέ, που προχωρεί και φτάνει ως μέσα στη γυάλινη φιάλη. Δε λένε πολλά και κάθε τόσο παίρνουν μια ρουφηξιά που κάνει μέσα στο ναργκιλέ γκλου γκλου. Πάνω στο λαιμό της φιάλης τα κάρβουνα σιγοσβήνουν.
Αφού καθίσαμε, ο σύντροφός μου είπε λίγες λέξεις στα ελληνικά. Αμέσως η σιωπή αποκαταστάθηκε και ένας Τούρκος έφερε δυο ποτήρια νερό και δυο φιλτζάνια με καφέ. Ένας νεαρός παπάς που ήταν εκεί, με μακριά τετράγωνη γενειάδα και με τα μαλλιά στους ώμους, όπως συνηθίζουν όλοι οι ιερείς εδώ, επιχείρησε να αρχίσει κάποια κουβέντα με τον κ. Σημαντήρη και σχεδόν καταλαβαίνω τις απαντήσεις του. «Είναι Γάλλος γεωλόγος και ξέρει ελάχιστα ελληνικά».
Καθόμαστε εκεί περίπου ένα τέταρτο και τα άλογα φορτωμένα περιμένουν. Έρχεται ο πρόθυμος νοικοκύρης, που θα μας δεχθεί απόψε και τον οποίον είχαν στείλει να φωνάξουν. Του δείχνουν το συστατικό γράμμα, το διαβάζει και χωρίς περιττές διαχύσεις θα εξηγήσει στον οδηγό μας πού πρέπει να οδηγήσει τα ζώα. Σε λίγο μας ρωτά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε και μας παίρνει μαζί του στο σπίτι.
Το σπίτι που μπήκαμε είναι πολύ καθαρό και ακόμα πολύ άνετο, παρά την ιδέα που μπορεί να έχει κανείς στη Γαλλία για μια ανατολίτικη κατοικία και όμως δεν είναι παρά μια κατοικία ορεινών, όπως επέμεναν να με προειδοποιήσουν, την οποία οι πιο πολιτισμένοι κάτοικοι των μικρών προαστίων της Μυτιλήνης δε θα καταδέχονταν.
Η Αγιάσος που βρίσκεται σε υψόμετρο 450 περίπου μέτρων, εκεί που αρχίζουν οι απόκρημνες πλαγιές του Ολύμπου, παρ’ όλο τον αριθμό των κατοίκων της, που ξεπερνά τις 6.000, και τα πλούτη μερικών, θεωρείται από τους κατοίκους του νησιού ένας τόπος λίγο τραχύς και άγριος, όπου πηγαίνεις για προσκύνημα, αλλά δε θέλεις να μείνεις.
Ίσως στον τραχύ χαρακτήρα του τόπου και ακόμα στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος μου σταθμός στην Ανατολή να οφείλεται η βαθιά εντύπωση που μ’ άφησε στη μνήμη η βραδιά που πέρασα στην Αγιάσο. Καθώς περίπου τέτοιου είδους σκηνές επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ, κατά την παραμονή μου στο νησί και οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στο να δοθεί μια ακριβής ιδέα του τόπου, θα αναφερθώ με κάποιες λεπτομέρειες.

Στο βάθος ενός εσωτερικού μαγαζιού, που ήταν γεμάτο από εκείνα τα μαύρα σακιά και υφαντά από κατσικότριχα, που οι Ελληνίδες υφαίνουν σε παραδοσιακούς αργαλειούς, για την παραγωγή των οποίων είναι γνωστοί οι κάτοικοι της Αγιάσου, που τα εμπορεύονται επίσης με επιτυχία, από μια σκάλα με σκούρο ξύλο ανεβήκαμε σ’ ένα μεγάλο κάτασπρο χώρο, στρωμένο με ψάθα και φωτισμένο μ’ εκείνες τις λάμπες του πετρελαίου, που είναι η πρώτη πολυτέλεια των Ελλήνων που λατρεύουν το φως. Γύρω γύρω υπήρχε ένα μακρύ μιντέρι, στο οποίο ο Μιχελής Στέφανος, ο οικοδεσπότης, μας έβαλε να καθίσουμε. Εκεί μέσα στους καπνούς των τσιγάρων αρχίσαμε μια κουβέντα, που δεν άργησε να ξεθυμάνει και αιτία ήταν οι ελάχιστες γνώσεις μου στα ελληνικά.
Σε λίγο μπαίνει η οικοδέσποινα, η οποία σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια της Ανατολής (λιγάκι επηρεασμένη, χωρίς αμφιβολία, από την επαφή με τα ήθη των Μουσουλμάνων) δεν έπρεπε να παρατείνει την παρουσία της παρά όσο χρειαζόταν για να μας σερβίρει. Φορεί τη συνηθισμένη ενδυμασία των γυναικών του νησιού. Για φούστα ένα είδος μεγάλου σάκου, το «βρακί», που σχηματίζει στους άνδρες, όπως και στις γυναίκες, μια φαρδιά «κιλότα» φουσκωτή, για τους άνδρες κάτω από το γόνατο και για τις γυναίκες δεμένη στον αστράγαλο. Έπειτα μια μπλούζα από ύφασμα άσπρο με ρίγες κόκκινες, σκεπασμένη από μια μαύρη ζακέτα, πολύ ανοιχτή μπροστά και πάνω στα μαλλιά ένα μαντίλι χρωματιστό, τυλιγμένο κατά τον τρόπο των Βάσκων γυναικών. Μας χαιρετά με ένα ντροπαλό «καλησπέρα σας» και ξαναβγαίνει, για να μας φέρει αμέσως σε δίσκο καφέ τουρκικό, μετά γλυκά, (από τα οποία ο καθένας πρέπει να πάρει μόνο μια κουταλιά, πίνοντας στη συνέχεια μια γουλιά νερό), σταφίδες, φιστίκια, αμύγδαλα και το απαραίτητο ρακί της μικρασιάτικης περιποίησης, ένα είδος ποτού από γλυκάνισο ή μαστίχα της Χίου και το οποίο δίνει, όπως και το αψέντι, μια όψη γαλατένια στο νερό.
Δυο ώρες άσκοπης κουβέντας, όπου η πολιτική παίζει μεγάλο ρόλο, και στη διάρκειά τους παρελαύνουν διαδοχικά μπροστά μου οι κυριότεροι προύχοντες του τόπου που επέμεναν να δουν τον ξένο. Μπαίνουν αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, φορώντας το μεγάλο κόκκινο φέσι με το μαύρο βαλανίδι στην κορφή, παίρνουν από την καπνοσακούλα, πάντα ανοιχτή πάνω στο τραπέζι, ό,τι χρειάζεται για να τυλίξουν ένα τσιγάρο, το καπνίζουν σιωπηλά και φεύγουν χωρίς να πουν τίποτα άλλο από τις απαραίτητες ευχές αυτής της περιόδου του Πάσχα που είμαστε τώρα, «Χριστός ανέστη», στην οποία όλοι απαντούν μαζί «Αληθώς ανέστη».
Το συνηθισμένο ένδυμα των ανδρών στη Μυτιλήνη (Λέσβο), που δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να περιγράψω, αποτελείται από ένα γιλέκο μαύρο, κατά την παλιά μόδα, κουμπωμένο σε σχήμα ρόμβου, που σχηματίζει «πλαστρόν» με δυο ανοίγματα τριγωνικά στο λαιμό και στο στομάχι, όπου διακρίνεται το πολύ άσπρο πουκάμισο. Ένα ζωνάρι κόκκινο, μια βράκα φουσκωτή μαύρη ή σκούρα μπλε, που πέφτει ανάμεσα στις γάμπες σαν μεγάλη σακούλα, και σαντάλια δεμένα, κατά τον αρχαϊκό τρόπο, πάνω από κάλτσες άσπρες ή μπλε. Το μεγάλο και βαρύ κόκκινο σκουφί, στην πραγματικότητα είναι ένα φέσι, το οποίο φοριέται όμως τελείως διαφορετικά από το μικρό σε σχήμα γλάστρας, που φέρουν οι Τούρκοι στο κεφάλι. Είναι τσακισμένο και ριχμένο με χάρη προς τα πίσω, αφήνοντας να φαίνονται από τις δυο μεριές του προσώπου μπούκλες σγουρές, καστανές ή ξανθές, που πλαισιώνουν συχνά μια φυσιογνωμία πολύ έξυπνη και λεπτή.

Επιτέλους κατά τις 9.30 οι επισκέπτες αποχωρούν και περνούμε στο τραπέζι. Μέσα σ’ ένα στενό δωμάτιο, που οι λευκοί του τοίχοι διακόπτονται από ξύλινη επένδυση με σκαλιστό και ζωγραφιστό ξύλο (μεσάντρα), έχουν βάλει μια λάμπα σχεδόν καταγής, στο βάθος του φωτεινού τζακιού, που είναι στολισμένο με πολύχρωμα πράσινα και καφέ γυαλικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για όλους εμάς, που καθόμαστε στο πλάι πάνω σε μαξιλάρια γύρω από ένα πολύ χαμηλό τραπεζάκι, ένα φωτισμό που έχει κάτι το ιδιαίτερο, το μυστηριώδες και συγχρόνως το πολύ συμπαθητικό.
Το τραπεζομάντιλο και οι πετσέτες είναι καμωμένα από εκείνα τα ωραία υφάσματα με την απαλή κλωστή και με σχέδια κόκκινα ή ανοιχτό μπλε, που οι γυναίκες εδώ υφαίνουν μόνες τους στον αργαλειό, όπως και τα φορέματα και τα ρουχικά τους.
Ένα μεγάλο χάλκινο μαγκάλι ζεσταίνει το δωμάτιο. Το δείπνο αρχίζει σιωπηλά. Ο Μιχελής Στέφανος και τα δυο αγόρια του δειπνούν μόνο μαζί μας, πολύ σοβαροί, ενώ η γυναίκα μένει όρθια να μας σερβίρει και πρώτα μας χύνει νερό πάνω στα χέρια με ένα μπρίκι. Το σύνολο προσφέρει μια πολύ συγκινητική αρχαϊκή σκηνή, που σε κάνει να σκέπτεσαι κάποιες παλαιές αναπαραστάσεις των Αποστόλων στους Εμμαούς.
Το γεύμα που μας προσφέρουν, ένα «μενού» που θα επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα, είναι σούπα με αρνάκι βραστό, όλο πάχος, ψάρι τηγανητό, σαλάτα και τυρί στο λάδι. Η πιατέλα πάνω στο τραπέζι και ο καθένας παίρνει από το ίδιο φαγητό, κεντώντας με το πιρούνι του μέσα στο σωρό. Έπειτα κρασί του τόπου, πολύ γλυκό, άνοστο με ένα μόνο νεροπότηρο, από το οποίο ο καθένας μας πίνει με τη σειρά του.
Ορισμένες τέτοιου είδους μικρολεπτομέρειες που τις ξανασυναντήσαμε, εδώ που τα λέμε, σε πολλές γωνιές της Γαλλίας, ξαφνιάζουν λίγο μέσα στην πολυτέλεια που έχουν αυτά τα κατάλευκα δωμάτια υποδοχής με τα ανατολίτικα υφάσματα, τους ασημένιους δίσκους που μας προσφέρουν τα δροσιστικά, με τη φωτισμένη κουβέντα αυτών των ανδρών, οι οποίοι, όπως όλοι οι Έλληνες της Ασίας, έχουν πάει σχολείο και γνωρίζουν την ιστορία και γεωγραφία της χώρας τους.
Έντεκα η ώρα ετοίμασαν τα δωμάτιά μας και πηγαίνουμε μέσα γρήγορα. Στρώματα στο πάτωμα με ένα σεντόνι και ένα πολύχρωμο σκέπασμα. Σε μια γωνιά ορθάνοιχτη η «θέση», όπου τα στρωσίδια μας θα ξαναμπούν αύριο πρωί, για να περιμένουν έναν καινούριο επισκέπτη. Πάνω στα ράφια κεραμικά βερνικωμένα και τα στέφανα του γάμου, όπως και στη Γαλλία, Δε χάνουμε τον καιρό σε κουβέντες και κοιμόμαστε σε λίγο στο προστατευτικό αμυδρό φως του καντηλιού των Εικόνων.
Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, μια χαρούμενη αχτίδα γλιστρώντας μέσα από τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, που στην Ανατολή συχνά αντικαθιστούν τα τζάμια, ήρθε να με ξυπνήσει και να θυμίσει ότι δεν είχα ακόμα
επισκεφθεί την Αγιάσο, που είχα αντικρίσει μια στιγμή το δειλινό. Σε λίγο ήμουν στο δρόμο προς την εκκλησία, της οποίας η φήμη απλώνεται σ’ όλο το νησί.
Αυτά τα όμορφα απριλιάτικα πρωινά στη Μυτιλήνη! Μου φαίνεται ότι πουθενά αλλού από τότε δεν έχω βρει ένα φως τόσο γλυκό, αυτή την αίσθηση από έναν ήλιο, που νιώθεις κιόλας πολύ λαμπερό να διαπερνά τα απομεινάρια της ελαφράς ομίχλης, αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, που παρουσιάζουν οι δρόμοι με τις πράσινες κληματαριές και τα πολύχρωμα υφαντά, όπου η ζωή αρχίζει νωρίς, για να τελειώσει πριν πιάσει η ζέστη, αυτή την παρουσία του κόκκινου, των φωτεινών πολύχρωμων φορεμάτων μέσα στις σκιές, με εκείνο το ξεχείλισμα της νιότης, τη γεμάτη τόλμη ελευθερία, που παρόμοια δε χάρηκα σε κανένα μέρος και σε καμιά εποχή.
Και σήμερα ακόμα η παραμικρή εύθυμη αχτίδα της Άνοιξης, που ξυπνά μέσα μου τη θύμηση, με ξαναφέρνει αμέσως σ’ αυτόν το γοητευτικό τόπο, από τον οποίο θα κρατήσω μέσα μου παντοτινά τη νοσταλγία. Ξαναβλέπω τις γυναίκες με τα μαύρα μάτια, με μια στάμνα στους ώμους, να φλυαρούν γύρω από τη βρύση, τους άνδρες να καπνίζουν και να πολιτικολογούν μπροστά στο καφενείο που το σκιάζει ένα μεγάλο πλατάνι, τα πέταλα των αλόγων που αντηχούν, καθώς γλιστρούν πάνω στο πλακόστρωτο, και αισθάνομαι ευθύς τον αέρα να γεμίζει απ’ αυτό το άρωμα το τόσο χαρακτηριστικό (λίγο παράξενο στην αρχή), στις χώρες της Τουρκίας και της Ελλάδας, όπου ανακατεύονται, δεν ξέρεις τι είδους ακαθόριστες μυρουδιές από καμένο λάδι, από μόσχο, πορτοκαλιές ή γιασεμιά ανθισμένα.
Η εκκλησία της Αγιάσου έχει το θρύλο της. ‘Αλλοτε, καθώς λένε, υπήρχε, σε κάποια απόσταση από κει, μέσα σ’ένα ταπεινό ξωκλήσι μια Παναγία Βυζαντινή, ζωγραφισμένη σε ξύλο με την επιγραφή «Αγία Σιών».
Πολλά βράδια συνέχεια η Παναγία εξαφανιζόταν και κάθε φορά που τη γύρευαν παρουσιαζόταν στο σημείο που είναι η τωρινή κώμη, μέσα σ’ ένα φωτοστέφανο. Οι κάτοικοι κατάλαβαν τότε πως είχαν κακώς διαλέξει τη θέση του ιερού κι ήρθαν να χτίσουν, στο σημείο που τους φανερωνόταν από το θαύμα, μια ωραία εκκλησία που πήρε δικαίως το όνομα της Αγιάσου. Εκεί έβαλαν την παλαιά εικόνα, σκεπασμένη από μια άλλη που είναι αντίγραφό της, για να την προστατεύσουν από τη φθορά του χρόνου και κάθε χρόνο την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου δέκα χιλιάδες προσκυνητές έρχονται να τη λατρέψουν.
Ενώ μου διηγόταν αυτή την ιστορία, μπαίναμε στην αυλή της εκκλησίας, η οποία είναι μεγάλη και πλαισιώνεται από κελιά, που προσφέρονται δωρεάν ως κατάλυμα στους ξένους, τους ταξιδιώτες και τους φτωχούς.
Αυτό είναι μια γενικευμένη και πολύ αξιέπαινη συνήθεια στις ελληνικές εκκλησίες. Σ’ αυτά τα μέρη τα υποδουλωμένα στους Τούρκους, όπου η θρησκεία είναι ο συνδετικός κρίκος του έθνους, η Εκκλησία που αποτελείται από το σύνολο των πιστών, είναι αληθινή δύναμη, κατοχυρωμένη με την εγγύηση διεθνών συνθηκών, στην οποία πολλοί Έλληνες κάνουν δωρεές όχι μονάχα από φιλανθρωπία ή από ευλάβεια, αλλά επίσης με τη σκέψη ότι, την ημέρα που οι Τούρκοι θα εκδιωχθούν, οι απόγονοι τους θα έχουν εκεί ένα απόθεμα, για να μοιραστούν.
Η Εκκλησία (τα «Φιλανθρωπικά Καταστήματα») είναι λοιπόν σχετικά πλούσια και χρησιμοποιεί, πάνω απ’ όλα, τα πλούτη της, για να ανακουφίσει τους δυστυχείς.
Η κοινωνική θέση αυτών των συμπαθητικών πληθυσμών του Αρχιπελάγους, που βρίσκονται υποταγμένοι στους Τούρκους τυράννους, είναι στο βάθος παραδόξως αξιοζήλευτη, παρ’ όλο που η σκλαβιά τους μπορεί να προξενεί σε μας, από μακριά, τον οίκτο. Γιατί είναι η πρακτική και περιορισμένη εφαρμογή ενός είδους κολεκτιβισμού, που βασίζεται στη φιλανθρωπία και ο οποίος σε μια χώρα ευλογημένη από τους Θεούς μ’ έναν ουρανό φιλεύσπλαχνο και ένα κλίμα που κάνει πιο εύκολη τη ζωή, χωρίς τα κυβερνητικά βάρη, χωρίς την αφαίμαξη των εξοπλισμών, χωρίς βιομηχανική ανάπτυξη κι όπου οι άνθρωποι παραδομένοι με μαλθακότητα στη μακαριότητα μιας μισοκαλοπέρασης και με την απαραίτητη ομοψυχία, που δημιουργεί η ανάγκη της αντιμετώπισης του Οθωμανού αφέντη, ανακουφίζει κάπως τις δυσκολίες τους.
Εδώ δεν υπάρχουν πλούσιοι, αλλά ούτε και φτωχοί. Ο καθένας κατέχει μια γωνιά γης, με κάποιες ελιές για τη συντήρησή του. Οι δασμοί πολύ μικροί στην πραγματικότητα και προπάντων άνισα κατανεμημένοι, δε βαραίνουν παρά το δημιουργικό άνθρωπο, τον έμπορο, του οποίου παραλύουν την προσπάθεια. Οι φτωχοί σχεδόν τους αγνοούν. Οι υλικές ανάγκες περιορίζονται σε μικρά πράγματα με τους ανθρώπους που αρκούνται να ζουν με πολύ λίγα τη μέρα. Ανάμεσά τους δε βλέπεις ποτέ ένα μεθυσμένο και η μόνη διασκέδαση, πολύ λίγο δαπανηρή, είναι να πίνουν μερικά φιλτζάνια καφέ και να καπνίζουν τσιγάρο. Όλοι εκεί έχουν μια σχετική ευτυχία μέσα σε μια μετριότητα γεμάτη νωθρότητα και εγκαρτέρηση.

esoteriko-spitiou
Μερική άποψη του εσωτερικού του παραδοσιακού αγιασώτικου σπιτιού. (Από τη Λαογραφική Συλλογή του Στρατή Τζίνη)

Η εκκλησία στην Αγιάσο είναι πολύ μεγάλη και χωρισμένη σε τρία κλίτη με μαρμάρινες κολόνες. Στο βάθος το επιχρυσωμένο εικονοστάσι με τις εικόνες του τις μαυρισμένες και καλυμμένες με ασήμι.
Απ’ όλες τις πλευρές έπιπλα, παγκάρια με ένθετα σιντέφια και καντήλια διαφόρων ειδών, κρεμασμένα άτακτα, και το πιο σπουδαίο απ’ όλα τα πολυάριθμα στρώματα καταγής, στα οποία είναι ξαπλωμένες άρρωστες γυναίκες, ανάπηροι κουβαριασμένοι, πληγωμένοι που γογγύζουν, ενώ παιδιά παίζουν δίπλα τους.
Αυτοί οι απροσδόκητοι φιλοξενούμενοι του ιερού είναι προσκυνητές που έκαναν τάμα να περάσουν εκεί δυο τρεις νύχτες, όπως οι πρόγονοι τους εδώ και αρκετούς αιώνες στο ναό του Ασκληπιού, περιμένοντας τη γιατρειά τους.
Η συνήθεια είναι εξάλλου αρκετά γενικευμένη στις ελληνικές εκκλησίες, που είναι χώροι προσκυνήματος, και είναι γνωστό ότι στην Ιερουσαλήμ κατά το Πάσχα, όταν κατά χιλιάδες κατασκηνώνουν πολλές νύχτες στη συνέχεια στον Άγιο Τάφο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να γίνονται πολλά έκτροπα και σκάνδαλα, τα οποία έχουν ταράξει πολλές φορές τη Χριστιανοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, μου λένε ότι μόνο οι άνδρες είναι δεκτοί στο ιερό, όσο για τις γυναίκες δεν επιτρέπεται παρά μόνο στις ηλικιωμένες (και μόνο στα πλαγινά κλίτη), χωρίς αμφιβολία για να μην αποσπάται η προσοχή των πιστών. Οι νέες είναι απομονωμένες μέσα στον καφασωτό γυναικωνίτη. Αυτή η διάκριση μου φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα λεπτή στην πρακτική εφαρμογή της.
Από την Αγιάσο ως την κορυφή του Ολύμπου σκαρφαλώνει κανείς σε λιγότερο από μιάμιση ώρα. Αυτό το βουνό δεν είναι παρά ένας πελώριος όγκος από μάρμαρο, εκθαμβωτικό και γυμνό πάνω στη δυτική πλαγιά, στην οποία ελίσσεται ένα απότομο μονοπάτι. Είναι μια απόσχιση των αρχικών πετρωμάτων, απομονωμένη από γεωλογικές πτυχώσεις, και η βορινή της πλευρά υψώνεται σαν τοίχος πάνω από τα οροπέδια που κατεβαίνουν προς τον κόλπο της Καλλονής.
Το βουνό Όλυμπος, που δεσπόζει σ’ όλο το νησί, μοιάζει από πέρα μακριά σαν ένας φάρος και από την κορυφή, επομένως φαίνεται ένας μεγάλος κύκλος γαλάζιας θάλασσας, σπαρμένης από νησιά που ακτινοβολούν. Εκεί στα ψηλά έχουν χτίσει, όπως σχεδόν σ’ όλες τις βουνοκορφές, στα ελληνικά μέρη, ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία. Οι άνθρωποι πάντοτε φαντάζονται ότι σκαρφαλώνοντας στα βουνά πλησιάζουν πιο πολύ το Θεό. Στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, γίνεται εκεί λειτουργία ή πανηγύρι.
Όταν κατεβαίνεις το βουνό του Ολύμπου προς τα βόρεια, βρίσκεις αμέσως, στα ριζά του απόκρημνου μαρμάρινου βράχου που προκαλεί τον ίλιγγο, καθώς υψώνεται απ’ αυτήν την πλευρά σαν ένας μεγαλοπρεπής κάθετος τοίχος 200 μ., μεγάλους όγκους από μάρμαρο σε αποχρώσεις πράσινου σκούρου ή κοκκινωπού, με θέα μελαγχολική και άγρια, σκαμμένους από βαθιές χαράδρες, όπου κυλούν βουερά οι χείμαρροι και αυλακώνονται από μικρές λίμνες φυτεμένες με ψηλά πεύκα σε σχήμα ομπρέλας και πιο σπάνια από βαλανιδιές. Απλώνονται από τη μια πλευρά στα βόρεια, προς το δάσος «Τσαμλίκι», από την άλλη στα νότια, προς το στόμιο του ποταμού Βούρκος, διασχίζοντας το νησί από τη μια θάλασσα στην άλλη.
Πάνω σ’ αυτούς τους απότομους βράχους κανένα χωριό, καμιά καλλιέργεια, τίποτα που να ταράσσει τη σκέψη και να την αποσπά από την ενατένιση της φύσης. Είναι ίσως το τμήμα του νησιού που παρουσιάζεται αμετάβλητο στην αρχική του μορφή, την τόσο μεγαλόπρεπη.
Στο μέσον αυτής της ερημιάς είναι η Μεγάλη Λίμνη, μια μεγάλη ρηχή λίμνη, τριγυρισμένη από δάση και τόσο πυκνή βλάστηση, που μόλις ξεχωρίζεις από πού αρχίζει. Βρίσκεται μέσα στα βουνά, στα πόδια των απόκρημνων πλευρών του Ολύμπου. Χαράδρες απόκρημνες και σκοτεινές φτάνουν ως εκεί από τις γειτονικές κορφές. Κανένα τραγούδι πουλιού δεν τις φαιδρύνει. Καθώς προχωρούμε, ακολουθώντας τις όχθες της λίμνης, κάτω από τα μεγάλα πεύκα με τους κοκκινωπούς κορμούς, τη βλέπουμε από μακριά να ρυτιδώνεται από ένα φύσημα της αύρας, που κάνει να κυματίζουν τα μακριά μεταξένια χόρτα, τα οποία καθρεφτίζονται στα νερά της με τις ακαθόριστες οσμές του έλους.

Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο... (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Αναμνηστική φωτογραφία, τραβηγμένη πριν από την απελευθέρωση της Λέσβου. Δεύτερος από αριστερά ο Χριστόφας Στεφάνου (;) (1875-1934), γιος του Μιχαήλου Στεφάνου, ο οποίος φιλοξένησε τον De Launay στην Αγιάσο…
(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)

Αυτή τη νύχτα θα την περάσουμε στο αγρόκτημα της Πύρρας, στον κόλπο της Καλλονής, εκεί όπου υπήρχε κάποτε μια μεγάλη αρχαία πόλη που καταποντίστηκε, κατά τον Πλίνιο, στη θάλασσα.
Μας υποδέχτηκαν τα αγριεμένα γαβγίσματα των σκύλων και εκεί κάναμε ένα βιαστικό δείπνο, ψήνοντας πάνω σε κλαδιά κοχύλια, από εκείνα που οι αρχαίοι έβγαζαν την πορφύρα.

Μετάφραση
Μαρίας Αχ. Αναγνωστοπούλου

Σημειώσεις

  1. Είναι ο Απόστολος Σημαντήρης, που εκτελούσε χρέη επίσημου μεταφραστή και προξένου της Γαλλίας στη Μυτιλήνη την εποχή εκείνη.
  2. Μυτιλήνη συνήθιζαν να ονομάζουν τη Λέσβο οι ξένοι από τα μεσαιωνικά χρόνια.
  3. Περιοχή της Ν.Α. Γαλλίας στα σύνορα της Ιταλίας.
  4. Decamps (Alexandre-Gabriel, 1803-1860), Γάλλος ζωγράφος, διάσημος για τη δύναμη και την ένταση των χρωμάτων.

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 75/1993

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΡ. ΚΑΜΑΡΟΣ

Όταν απολαμβάνουμε μια θεατρική παράσταση, σκεφτήκαμε πόσοι άνθρωποι συνεργάζονται για να υλοποιηθεί και να πούμε πως η παράσταση ήταν όμορφη; Επί σκηνής βλέπουμε τους ηθοποιούς, τους χειροκροτούμε ή τους επικρίνουμε για το παίξιμό τους.

Για να γίνει μια παράσταση συνεργάζονται πολλοί άνθρωποι, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο μουσικός, ο φωτιστής, ο τεχνικός σκηνής, και πάνω απ’ όλους ο ηθοποιός.

Μεγάλη συμβολή έχει στη σωστή παρουσίαση ενός έργου η σκηνογραφία, η τέχνη της δημιουργίας σκηνικών, που μας βοηθάει να φαντασθούμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να δούμε, να αισθανθούμε το χώρο και το χρόνο, όπου διαδραματίζεται το έργο. Πάρα πολύ δύσκολη τέχνη που απαιτεί γνώσεις ποικίλες, φαντασία πλούσια και επινοητικότητα, για να κάνει το θεατή, όταν ανοίγει η αυλαία, να χειροκροτήσει προτού μιλήσουν οι ηθοποιοί, σύμφωνα πάντοτε με τους οραματισμούς του συγγραφέα και το πνεύμα του σκηνοθέτη.

Ο Δημήτριος Καμαρός δεν ήταν ηθοποιός, έχει όμως έντονη την παρουσία του στο πίσω μέρος της σκηνής, τα παρασκήνια, και ευρύτερα στην καλλιτεχνία, βάζοντας τη σφραγίδα του στη διάσωση και προαγωγή του λαϊκού μας πολιτισμού.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΜΑΡΟΣΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΚΑΜΑΡΟΥΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΚΑΝΕΛΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΣΓεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 του Μάρτη το 1934. Πατέρας του ο υλοτόμος Χαράλαμπος Καμαρός και μητέρα του η Αρτεμισία το γένος Μουτζουρέλη. Ο παππούς του Δημήτριος Καμαρός, επίσης υλοτόμος. Ο προπάππους του Στυλιανός Σκανέλης ήταν κι αυτός ξυλογλύπτης. Η τύχη το έφερε να κάνει και πεθερό μαραγκό, το Γεώργιο Κοντό από το Ακράσι.

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Η οικογενειακή του παράδοση αλλά και η εσωτερική του παρόρμηση τον ώθησαν να στραφεί στη σμίλευση του ξύλου, της καστανιάς και ιδιαίτερα της καρυδιάς, με τα οποία είχε καθημερινά επαφή λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, αλλά και των θείων του. Στην αρχή, σε ηλικία 13 ετών, εμαθήτευσε ως «τσιρακέλ» κοντά σε μαραγκούς του χωριού μας που έκαναν ξύλινες κατασκευές σπιτιών. Οι δύσκολες μετακατοχικές συνθήκες του εμφυλίου τον ανάγκασαν να διακόψει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο.

Slide6Slide8

Ανήσυχο πνεύμα, σε ηλικία 17 ετών στήνει έναν πάγκο μαραγκού στο ξυλεμπορικό μαγαζί του πατέρα του, πιο κάτω απ’ το Ηρώο, και στη συνέχεια ανοίγει δικό του εργαστήριο στο στενό του Καλφαγιάννη. Γίνεται πλέον μάστορας και μαθητεύουν κοντά του και «τσιράκια». Πρωτοασχολήθηκε με την κατασκευή μουσικών οργάνων και επίπλων σε τμήματα των οποίων σκαλίζει σχέδια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τη δική του ξεχωριστή σφραγίδα. Αυτή είναι η πρώτη πορεία του.

Slide7Slide9

Το 1956 πηγαίνει στο στρατό. Υπηρετεί ως λοχίας σε διάφορα μέρη, κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου απ’ όπου απολύεται αρχές του 1958. Πίσω πάλι στην Αγιάσο. Δύσκολα χρόνια. Πρέπει να πιάσει απ’ την αρχή. Σκέπτεται πως θα ήταν καλύτερα να πάει πίσω στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει.

Slide10Slide12

Φαίνεται πως οι γονείς τον μετέπεισαν και παραμένει στο χωριό ανοίγοντας άλλο μεγαλύτερο εργαστήρι λίγο πιο πάνω απ’ το σημερινό και αρχίζει εκ νέου την οργάνωση της δουλειάς του. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Γιαννούλα Κοντού απ’ το Ακράσι, κόρη μαραγκού.

Slide14Slide16

Αρχίζουν δυο δρόμοι παράλληλοι, δημιουργικοί. Ο ένας ο επαγγελματικός. Το 1960 μεταφέρεται στο σημερινό μεγάλο εργαστήρι. Ανασυντάσσεται και αξιοποιεί τις πρωτοποριακές του εμπνεύσεις στην ξυλογλυπτική κυρίως. Η φήμη του ξεπερνά τα όρια του νησιού και τα έπιπλά του ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, κάνοντας σχεδόν το γύρο του κόσμου.

Slide15

Κοντά του μαθήτευσαν οι περισσότεροι σημερινοί νέοι ξυλογλύπτες, γύρω στους εκατό.

Στην πορεία επεκτείνει την επιχείρηση με τη συνεργασία δύο μαθητών του. Προμηθεύονται πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό για την καλύτερη ποιότητα των ξυλόγλυπτων επίπλων και παράλληλα τη διασφάλιση της αξίας του χειροποίητου.

Slide18Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κοντά του μαθήτευσε και δούλεψε και η γυναίκα του απ’ το 1958 μέχρι το ’80 και ο γιος του Χαράλαμπος (Μπάμπης), που απ’ τα μαθητικά του χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με την τέχνη του πατέρα του και μετά από την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση, απασχολείται αποκλειστικά μ’ αυτήν. Μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την όλη δραστηριότητα της επιχείρησης.

Ο άλλος παράλληλος δρόμος είναι ο οικογενειακός.

Ο Δημητρός ευτύχησε να κάνει σύντροφό του μια εξαίρετη σύζυγο, τη Γιαννούλα. Κοντά του σε όλες τις στιγμές, καλές και κακές, του γέννησε ένα γιο τον Μπάμπη και μια κόρη την Ειρήνη. Του σπούδασαν, τους πάντρεψαν και σήμερα νιώθουν πανευτυχείς καμαρώνοντας τα εγγόνια τους.

Slide19

Για τον ίδιο και το έργο του έχουν γίνει εκτενείς αναφορές σε αρκετές εφημερίδες (ΤΑ ΝΕΑ 27/8/2012) και περιοδικά (ΙΔΕΕΣ & ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, Ιούλιος 1995). Ακόμα και από Πανεπιστήμια όπως το ερευνητικό πρόγραμμα «Κιβωτός του Αιγαίου» καθώς κα σε αρκετά τοπικά διαφημιστικά φυλλάδια, το διαδίκτυο και διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.

Κλείνοντας το βιογραφικό του Δημήτρη Καμαρού συμπεραίνουμε πως με την τέχνη του και το επαγγελματικό του ήθος διασώζει το λαϊκό μας πολιτισμό και προάγει την παράδοση του τόπου μας σεβόμενος το παλιό και ακολουθώντας παράλληλα την εξέλιξη της εποχής μας. Και το πιο σημαντικό: Με την τέχνη της ξυλογλυπτικής δημιουργεί προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη της Αγιάσου καθιερώνοντας και προάγοντας την Αγιασώτικη ξυλογλυπτική, ταξιδεύοντας σ’ όλα τα πλάτη της γης, Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, απ’ το ναό του Αγ. Γεωργίου στη Χάλκη και στο Πατριαρχείο μέχρι τη Ζιμπάμπουε της Αφρικής.

Slide27Slide32bSlide28aSlide28bSlide28cSlide29a

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ

Slide36
«Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η καλλιτεχνική φύση του Δημήτρη Καμαρού ζητούσε τρόπο έκφρασης σε κάποιο χώρο κοινό, πέραν του μικρού εργαστηρίου του.

Ακολούθησε αραιά το θείο του Παναγιώτη Μουτζουρέλη, δάσκαλο, τα βράδια στο παλιό Αναγνωστήριο, όπου εκεί το περιβάλλον ήταν καλλιτεχνικό με συζητήσεις και προετοιμασίες για θέατρο, χορωδίες, μουσικοφιλολογικές βραδιές.

1954. Ο αείμνηστος δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης διέβλεψε την καλλιτεχνική φύση του νεαρού Δημήτρη και τον παρακίνησε να βοηθήσει στο ανέβασμα των θεατρικών παραστάσεων μαζί με φίλους άλλους όπως το Μιχάλη Χριστοφαρή, Προκόπη Κουτσκουδή, Νίκο Τσεσμελή, το Στρατή Χατζηπαναγιώτη.

Στις 21 & 22 Μαΐου το Αναγνωστήριο παρουσίασε το ηθογραφικό δράμα του Δημήτρη Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» και την κωμωδία του Νίκου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη.

Εδώ γίνεται το πρώτο βάπτισμα του Δημήτρη. Παίζει το ρόλο του γκαρσόν αλλά περισσότερο συμμετέχει στα σκηνικά με την κατασκευή μιας πανέμορφης κληματαριάς, που απέσπασε το θαυμασμό όλων. Καθιερώνεται πλέον τακτικό μέλος της θεατρικής ομάδας του Αναγνωστηρίου και ο «Δάσκαλος» Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης καυχιέται πως αποκάλυψε ένα μεγάλο ταλέντο στη σκηνογραφία.

Την ίδια χρονιά 1954, στις 25 Ιουλίου και 13 Αυγούστου το Αναγνωστήριο ανεβάζει τη γνωστή ηθογραφία «Τι να τα κάνω τα καλά» του Χριστόφα παπα-Κανιμά στον υπαίθριο θερινό κινηματογράφο «Όασις» στο χώρο του Κήπου της Παναγίας σε σκηνοθεσία του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού. Η ηθογραφία επαναλήφθηκε στο θέατρο της Λεσβιακής Εκθέσεως μέσα στο προαύλιο του Γυμνασίου Μυτιλήνης σε τρεις παραστάσεις με την ευκαιρία της οργάνωσης της Γ’ Εμποροπανηγύρεως.

Slide46
Μακέτα «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας»

Στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 1955 παρουσιάστηκε για μια ακόμη φορά απ’ το Αναγνωστήριο το δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνογραφία του Δημήτρη Καμαρού και Μιχάλη Χριστοφαρή (Καμπά).

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και κολακευτική η αναφορά στους παραπάνω που κάνει ο τότε πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Μιλτιάδης Σκλεπάρης στον πρόλογό του πριν την παράσταση.

Ανάμεσα στα άλλα λέγει: «Είναι άξιοι θερμών συγχαρητηρίων οι κ.κ. Μιχαήλ Χριστοφαρής ή Καμπάς και Δημήτριος Καμαρός που κατόρθωσαν με το ανήσυχο και δαιμόνιο μυαλό τους να φιλοτεχνήσουν τον σκηνικόν διάκοσμον της παραστάσεως χωρίς την καθοδήγηση και υπόδειξη κανενός και χωρίς να έχουν ασχοληθεί άλλη φορά προς τούτο. Κείνο όμως που προκαλεί τον θαυμασμό και την έκπληξη όλων μας είναι ο μεγάλος τεχνικός πλάτανος που συναρμολογείται σε βαλίτσα και η τεχνητή βρύση με το μπόλικο τρεχούμενο νερό που σε λίγο θα δείτε και θα θαυμάσετε και σεις. Τα παιδιά αυτά είναι εύρημα και ένας μεγάλος θησαυρός για το Αναγνωστήριο στις καλλιτεχνικές του εξορμήσεις…»

Σε ερώτησή μου ποιο ήταν το μυστικό αυτής της σκηνογραφικής επιτυχίας μου απάντησε: «… Αυτό που έκαμα έπρεπε να το κάνω σωστά. Το κουβεντιάζαμε με το φίλο μου Μιχάλη και ξεκινούσαμε με την κατασκευή πρώτα μιας μακέτας και προχωρούσαμε σε συνεργασία με το σκηνοθέτη στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Δεν υπήρχαν τα σημερινά υλικά και τα μηχανικά μέσα. Έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα φτιάξουμε και να κρεμάσουμε την αυλαία να ανοιγοκλείνει. Τον πλάτανο με τα φύλλα αλλά και τα βούτλα στον κορμό, το νερό να τρέχει. Τα υλικά των σκηνικών ήταν από χαρτιά και κόλες, ακόμα και τα φύλλα των δέντρων. Πίστευα πως τα σκηνικά πρέπει να μένουν στο μέλλον, γιατί είχανε πάνω τους δουλειά και μεράκι. Δυστυχώς δεν έμεινε τίποτα».

Παράλληλα με το Αναγνωστήριο ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγιάσου «ΟΛΥΜΠΟΣ», που στην αρχή ήταν παράρτημα του Αναγνωστηρίου, απ’ τη δεκαετία του ’30 ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με σκηνοθεσία κυρίως του Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη. Σ’ αυτές τις παραστάσεις έπαιρναν μέρος και ερασιτέχνες του Αναγνωστηρίου.

Έτσι το 1956, 6 Μαρτίου από Ερασιτεχνικό Παράρτημα του Γυμναστικού Συλλόγου ΟΛΥΜΠΟΣ ανέβηκε το Μουσικό Κωμειδύλλιο του Δ. Κόκκου: «Η λύρα του γερο-Νικόλα» με σκηνοθεσία του Ηλία Ψυρκούδη και κατασκευαστές σκηνικών το Δημ. Καμαρό και Μιχάλη Χριστοφαρή.

Slide51
«Η λύρα του γερο-Νικόλα»

Το έργο πλαισιώθηκε στο τέλος με ένα σκετσάκι επιθεωρησιακό «Το 7 Τραμ» με τους ίδιους σκηνογράφους. Τα σκηνικά εξέπληξαν τους πάντες. Τότε είχαν έρθει στην Αγιάσο για να παρουσιάσουν ένα θεατρικό τους έργο οι γνωστοί μας μεγάλοι κωμικοί Μίμης Φωτόπουλος και Ντίνος Ηλιόπουλος. Χρησιμοποίησαν αυτά τα σκηνικά και εδώ και στο Σανατόριο που παρουσίασαν το έργο τους. Στο τέλος φεύγοντας πήραν το σκηνικό απ’ το «7 Τραμ» μαζί τους στην Αθήνα εκτιμώντας την πρωτοτυπία και την ευρηματική κατασκευή.

Slide52

Στις 18 Μαρτίου 1958 ο Γυμναστικός Σύλλογος «ΟΛΥΜΠΟΣ» σε σκηνοθεσία πάλι του Ηλία Ψυρκούδη ανεβάζει το έμμετρο δράμα «Ο Κουρσάρος» του Πολύβιου Δημητρακοπούλου με μηχανικό σκηνής το Δημήτρη Καμαρό.

Slide53
Ο ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Απ’ το 1959 ο Δημήτρης θα απέχει ως πρωταγωνιστής σκηνογράφος απ’ τις θεατρικές παραστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε κάθε κάλεσμα δεν τρέχει να βοηθήσει και να δώσει λύσεις, ιδιαίτερα σε δύσκολες κατασκευές, σε έργα του Αναγνωστηρίου αλλά και του Δημοτικού Σχολείου. Έτσι τον βλέπουμε το 1964 να βοηθάει τον αείμνηστο Χαράλαμπο Πανταζή στη σκηνογραφία της κωμωδίας του Δημ. Ψαθά «Οι Μικροί Φαρισαίοι».

Το 1967 βοηθάει στο γνωστό δραματικό ειδύλλιο του Δημ. Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» που ξαναπαίχτηκε.

Το 1981 ανέλαβε με έπιπλα τη διακόσμηση της παράστασης του κοινωνικού δράματος του Γιώργου Σκούρτη «Οι Νταντάδες».

Slide58
«Οι Νταντάδες»

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα παρασκηνιακής μόνο βοήθειας και πρόθυμης συνεργασίας με το Αναγνωστήριο, όποτε του ζητείτο, θα τον δούμε πάλι περισσότερο ενεργό συνεργάτη το 1999.

Στις 7 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του παρεκκλησίου οσίου Αγάθωνος, στο ναΰδριο της Ζωοδόχου Πηγής και στη συνέχεια στο κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου έγινε τιμητική εκδήλωση για τη δεκάχρονη αρχιερατεία του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβου Φραντζή. Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε το ιστορικοθρησκευτικό έργο του Αντώνη Μηνά «ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ», ειδικά γραμμένο για τις προηγούμενες εκδηλώσεις. Και εδώ την κατασκευή των σκηνικών ανέλαβε ο Δημ. Καμαρός με το Μιχάλη Χριστοφαρή που είχε έρθει για διακοπές από την Αυστραλία και τη σκηνογραφία ο Τάκης Καμπουρέλης, ενώ οι ζωγραφιές των ταμπλό ήταν του Χαράλαμπου Πανταζή. Μεγάλη επιτυχία είχαν οι απομιμήσεις των κειμηλίων που έφερε ο Αγάθωνας και κατασκεύασε ο Δημ. Καμαρός.

Slide60
«ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ»

Το ίδιο έργο παίχτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1999 στην Πάτμο στο πλαίσιο της 12ης Συνάντησης Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου, και στις 12 Αυγούστου 2006, πάλι στην Αγιάσο στο πλαίσιο πανηγυρικών εκδηλώσεων που ήταν αφιερωμένες στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τον εορτασμό της επετείου συμπλήρωσης διακοσίων χρόνων απ’ την ανέγερση του δεύτερου ιερού ναού του Προσκυνήματος της Παναγίας μας. Την επιμέλεια των σκηνικών είχε πάλι ο Δημ. Καμαρός.

Η συνέχεια είναι αδιάλειπτη σε σκηνική συμμετοχή:

Slide66
2000 ΕΙΡΗΝΗ – ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ απ’ την παιδική σκηνή
Slide69
2002 ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ απ’ την πειραματική σκηνή
Slide68
2003 ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Αριστοφάνη απ’ την παιδική σκηνή
Slide67
2003 ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΜΑΥΡΟΙΣ του Δημ. Ψαθά
Slide71
2004 ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ… επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά
Slide68
2005 Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ απ’ την παιδική σκηνή
Slide73
2005 ΓΙΟΡΤΗ Τ’ ΑΧΝΟΥ καρναβαλική επιθεώρηση
Slide74
2007 ΡΑΝΤΙΒΟΥ ΣΤΑ ΚΑΘ’ΣΤΑ καρναβαλική επιθεώρηση
Slide75
2012 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ με την παιδική ομάδα της Ειρήνης Μουτζουρέλη
Slide76
2014 ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ καρναβαλική επιθεώρηση

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ

Οι καλλιτεχνικές του εμπνεύσεις και η διάθεσή του για ανιδιοτελή προσφορά δεν ήταν δυνατόν να λήψουν απ’ την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων του Λαογραφικού Μουσείου. Με χαρά δέχτηκε να οριστεί ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μουσείου και να βάλει κι εκεί τη σφραγίδα του, ανασυγκροτώντας τους χώρους και στήνοντας ζωντανές εικόνες παλιών επαγγελμάτων και οικογενειακών συνηθειών, πάντα πιστός στην παράδοση.

Slide77Slide79

Slide81Slide82

Slide80

Slide78

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Ασχολήθηκε με το αγιασώτικο καρναβάλι συμμετέχοντας στην κατασκευή των σκηνικών από τη δεκαετία του ’50, που ο Ανανίας χρησιμοποίησε.

Slide83

  • 1949 στο Χάνι με τον όμιλο της Περικεφαλαίας
  • 1971 ΙΝΔΟΣ ΦΑΚΙΡΗΣ
  • 1972 ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ
  • 1978 ΝΑΣΤΡΑΝΤΙΝ ΧΟΤΖΑΣ
  • 1980 ΑΓΙΑΤΟΛΑΧ ΧΟΜΕΪΝΙ-Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΑΧΗ
  • 1987 ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ … ΑΓΕΡΑ
  • 2000 ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ ΤΡΑΒΕΣΤΙ
  • 2008 ΜΑΚΑΚΙΣΤΑΝ
  • 2011 ΤΑ ΟΡΝΙΑ

Για την προσφορά του Δημ. Καμαρού στο Καρναβάλι ο Καρναβαλικός Σύλλογος «ΣΑΤΥΡΟΣ» τον κήρυξε επίτιμο μέλος.

Slide93

Ακόμη μαζί με το γιο του Χαράλαμπο, άξιο συνεχιστή της οικογενειακής παράδοσης, προσέφεραν αρκετά και πρωτότυπα ξυλόγλυπτα κομμάτια τους για τον εμπλουτισμό του Καρναβαλικού Μουσείου του Δήμου και συνέδραμαν στην καλύτερη παρουσίαση των καρναβαλικών εκθεμάτων. Κάποια από τα πιο εντυπωσιακά είναι έργα δικά τους, απ’ αυτά που κατασκεύασαν κατά καιρούς στα καρναβαλικά συγκροτήματα.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Είναι σίγουρο πως οι καταβολές που σέρνουμε μέσα μας, όσο κι αν μείνουν κρυμμένες έρχονται κάποτε να ξυπνήσουν και να εκδηλωθούν.

Slide97
Παπαχαραλάμπους

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δημήτρης Καμαρός έχει στενή σχέση με την εκκλησία και μεγάλη προσφορά. Προπάππος του ο Χαράλαμπος Κουρούς, μετονομάσθει Παπαχαραλάμπους, και η γιαγιά του, μοδίστρα που έραβε ιερατικά άμφια τον προόριζε για την εκκλησία, γι’ αυτό και τον φώναζε «παπαδέλ’».

Ήταν πάντοτε πρόθυμος να βοηθάει στα εξωκλήσια αφιλοκερδώς. Το 1947 χτιζόταν το εκκλησάκι στον Προφήτη Ηλία, βοήθησε με την παρέα του, και όταν ο τότε Δεσπότης Ιάκωβος ο Α’ ήθελε να δει πώς ήταν το κτίσμα, μια και δεν μπορούσε να ανεβεί επάνω, ο Δημ. Καμαρός έφτιαξε τη μακέτα και την παρουσίασε στο Δεσπότη. Τότε δε, καρφώσανε και δυο σανίδες και κάνανε τον πρώτο ξύλινο σταυρό για να φαίνεται από μακριά.

Ένα πολύ ωραίο προσκυνητάρι αφιερωμένο στον Ταξιάρχη στο Καστέλι στο παλιό εκκλησάκι είχε κατασκευάσει το 1949, το οποίο δυστυχώς χάθηκε ή εκλάπη μετά την ανακαίνισή του το 1960.

Επίσης εντυπωσίασε η έμπνευσή του να φτιάξει το 1948 ένα περιστέρι με ανοιχτά τα φτερά που θα υποβάσταζαν το Ιερό Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη της Παναγίας και θα ήταν κινητή κατασκευή.

Είναι χαρακτηριστική η αποκάλυψη που έκανε, όταν πήρε στο μαγαζί του το παλιό παγκάρι στο ναό της Παναγίας να το επισκευάσει, και κάτω απ’ τη λεία βαμμένη επιφάνεια, απ’ τη μέσα πλευρά, βρήκε καταπληκτικά ξυλόγλυπτα που ήταν κομμάτια απ’ το παλιό καμένο τέμπλο της Παναγίας. Τα συναρμολόγησε δημιουργώντας τις ξυλόγλυπτες σκηνές που βλέπουμε σήμερα στην πρόσοψη και το πλάι του παγκαριού.

Slide103

Ο σημερινός Επιτάφιος της Παναγίας και της Αγ. Τριάδος είναι επίσης έργα του Δημ. Καμαρού, καθώς και η Φάτνη των Χριστουγέννων, ο ξύλινος κεντρικός πολυέλαιος, κατασκευή και τάμα του από προσωπική περιπέτεια υγείας που είχε.

Το έργο όμως που θα μείνει στην ιστορία, γιατί αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι στη Ζωοδόχο Πηγή. Θα θυμούνται οι παλιότεροι πώς ήταν ο χώρος, πώς είναι σήμερα και τί θαυμασμό αποσπά απ’ τους χιλιάδες επισκέπτες! Και επειδή έζησα από κοντά αυτήν την προσπάθεια εδώ και δεκαεπτά χρόνια, καταθέτω πως είναι ο μπροστάρης αυτού του δημιουργήματος και φέρνει τη σφραγίδα του. Δείχνει την επιμονή του να μην κάνει πίσω, να βρει χορηγούς, δωρητές και συμπαραστάτες, να αγοραστεί το διπλανό οικόπεδο, να γίνουν όλες οι κατασκευές με μεράκι και γνώση, σεβόμενος την ιερότητα του χώρου, την παράδοση και το περιβάλλον. Σ’ αυτό τον βοήθησε και όλη η οικογένειά του.

Slide109Slide112

Τέλος η πιο πρόσφατη προσφορά του είναι η κατασκευή βρύσης στο δρόμο προς τον Ταξιάρχη στο Καστέλι στη μνήμη των γονιών του και των πεθερικών του.

Slide116

Αυτή είναι εν ολίγοις η υπερεξηντάχρονη πορεία του Δημήτρη Καμαρού, έτσι όπως της είδα μέσα από γραπτές και προφορικές πηγές, μέσα από έργα ζωντανά που θα μείνουν στην ιστορία.

Άριστος καλλιτέχνης, άριστος οικογενειάρχης, καρτερικός και επίμων στην επίτευξη των στόχων του, πάντα πρόθυμος για ανιδιοτελή προσφορά στα κοινά, πάνω απ’ όλα άνθρωπος και καλός φίλος.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΓΙΑΣΩΤΙΣΣΑ Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ

ΑΓΙΑΣΟΣ, ΒΑΣΙΛΑΤΟΣ, ΔΗΜΑΚΗΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΞΕΛΙΞΙΣ, ΕΟΝ, ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΚΟΖΥΡΗΣ, ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΗΣ, ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΜΑΚΑΡΩΝΗΣ, ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ, ΜΟΥΧΑΛΟΣ, ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, ΞΑΦΕΛΗΣ, ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ, ΠΑΝΑΓΙΑ, ΠΑΝΗΓΥΡΙ, ΣΗΦΑΚΗΣ, ΣΟΥΡΛΑΓΚΑΣ, ΤΖΙΝΗΣ, ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 19-08-1940

ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΙΛΙΟΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

ΑΓΙΑΣΟΣ, ΑΓΡΙΑ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ, ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ, ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΒΡΑΝΙΔΗΣ, ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ, ΓΛΕΖΕΛΗΣ, ΔΕΜΙΡΓΚΕΛΗΣ, ΔΟΥΚΑΚΗΣ, ΕΘΡΟΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΞΕΛΙΞΙΣ, ΚΑΒΑΔΑΣ, ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΚΗΠΟΣ, ΚΟΛΑΞΙΖΕΛΗΣ, ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ, ΜΑΚΑΡΩΝΗΣ, ΜΑΣΤΡΑΝΤΩΝΑΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ, ΜΠΡΑΤΣΟΣ, ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, ΞΕΝΕΛΗΣ, ΞΕΝΩΝΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΑ, ΠΕΡΑΣΙΑ, ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ, ΣΑΠΟΥΝΑΔΕΛΗΣ, ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ, ΣΚΟΥΝΙΟΓΛΟΥΣ, ΤΖΙΝΗΣ, ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ, ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ, ΧΑΤΖΗΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΧΑΤΖΗΛΕΩΝΙΔΑΣ, ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ, ΧΑΤΖΗΣΠΥΡΟΥ

ΕΞΕΛΙΞΙΣ, 27-05-1940