ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ_26/04/1931

Κατά τον παρελθόντα Μάρτιον εδηλώθησαν εις την Κοινότητα Αγιάσσου, αι κάτωθι γεννήσεις, γάμοι και θάνατοι

agiassos_19310426_statistiki

ΑΓΙΑΣΣΟΣ, 26-04-1931

ΣΤΡΑΤΗΣ Π. ΤΖΙΝΗΣ

Συνεχίζοντας την προσπάθεια καταγραφής γεγονότων που σχετίζονται με την Αγιάσο και όχι μόνο, επισκεφτήκαμε την 1 του Απρίλη του 2004, ημέρα Πέμπτη, στο διαμέρισμά του, στην οδό Ασπασίας 69, στο Χολαργό, το Στρατή Παναγιώτη Τζίνη και του πήραμε συνέντευξη. Συμπληρωματικά και διευκρινιστικά στοιχεία ζητήσαμε κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στις 13 του Ιούνη του 2005. Ο Στρατής Τζίνης, ενενηντατριάχρονος σήμερα, υπηρέτησε την ιδιαίτερή του πατρίδα από διάφορες θέσεις και την ωφέλησε ποικιλοτρόπως, κατά κοινή ομολογία, ακόμη και κατά τους χαλεπούς καιρούς του ανοίκειου και επιζήμιου εθνικά ναρθηκισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του η εργατικότητα, η προθυμία, ο ενθουσιασμός, η εντιμότητα, η τόλμη, η κοινωνικότητα, το ασίγαστο πάθος για το λαϊκό πολιτισμό και η έντονη διάθεσή του για προβολή του τόπου…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στην Αγιάσο στις 10 Σεπτεμβρίου 1912. Ο πατέρας μου Παναγιώτης ήταν τσαγκάρης και ήταν γιος του Προκοπή Τζίνη. Η μητέρα μου λεγόταν Μαρία Μουτζουρέλη. Νουνά μου ήταν η πολύ καλή ράφτρα του χωριού Ειρήνη Αρβανιτέλη.

 

Το τσαγκαράδικο ο πατέρας μου το είχε στην Μπουτζαλιά, απέναντι από το σπίτι μας. Απασχολούσε και έναν κάλφα, το Στρατή Χρυσή, που ήταν γνωστός πιο πολύ με το παρατσούκλι «Κατζάλ’». Ήταν επιδέξιος τεχνίτης και έκανε λογιώ λογιώ παπούτσια, εργατικά, μποτίνια, παντόφλες. Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Default 5
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων (18-1-1928). Διακρίνονται, από αριστερά: Στρατής Γιάννη Χατζηβασιλείου (Μπαλώτης), Πάνος Βασ. Τζανής, Στρατής Δημητρ. Δούκαρος, Νικόλαος Γεωργ. Βουνάτσος (μπροστά), Στρατής Παν. Τζίνης και Μιχάλης Παν. Χατζηπαναγιώτης (Σκανταλιάρης).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε η Φιλίτσα Σταυρακέλη-Σκλεπάρη)
Επισκεπτόταν τα χωριά, τα σαββατοκύριακα, και πουλούσε το εμπόρευμά του. Τον εκτιμούσαν, γιατί ήταν καλός άνθρωπος. Πήγαινε στην Καλλονή, όπου γνωρίστηκε με τους κατοίκους. Εδώ μάλιστα έκανε και έναν κουμπάρο. Πήγαινε επίσης και στα χωριά της Γέρας. Εδώ γνωρίστηκε και με το αφεντικό Σουρλάγκα, που είχε το βυρσοδεψείο, το ταμπακαριό. Παράλληλα έκανε και μια άλλη δουλειά ο πατέρας μου. Έπαιρνε τα δέρματα των ζώων που σφάζονταν στην Αγιάσο και τα πήγαινε στο Πέραμα, στην επιχείρηση.

 

Εγώ δεν ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Το ακολούθησε όμως ο αδερφός μου, ο Δημητρός, που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν πολύ μερακλής. Άμα έκανε παπούτσια και τα έβαζε στη ζυγαριά, το βάρος τους ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε την Αμερισούδα Τάλιου. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στο ίδιο τσαγκαράδικο, που ήταν, όπως είπα, στην ωραία Μπουτζαλιά, κοντά στο σπίτι του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, στη γωνία. Μετά ο αδερφός μου τα παράτησε και τελικά συνταξιοδοτήθηκε ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Από τότε που δούλευα στον Αλαμανέλη, τον είχα πάρει στο μηχανοστάσιο.

 

Εγώ δεν έμαθα την τέχνη του πατέρα μου. Πήγαινα στο τσαγκαράδικο, για να ξεκαρφώνω ή για να ισιώνω «καρφέλια». Είχα κλίση στη ζωγραφική. Είχα μάλιστα και ένα τρίποδο και το έστηνα απέναντι από το μαγαζί μας, όπου υπήρχε άδειος χώρος. Ανεβαίνοντας ο Ξενοφώντας Σουσαμλής, ο γνωστός Ξινόφ’ς, με έβλεπε και έλεγε στον πατέρα μου: Ρε, τι θέλ’ς τσι του βάζ’ς του μουρό στου παπ’τσίδ’κου; Εν του βλέπ’ς τούτου; Και έδειχνε το τρίποδο.

 

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχα δασκάλους το Στυλιανίδη, το Φωτεινέλη, το Λιάκατο. Μετά φοίτησα στο Ημιγυμνάσιο και είχα καθηγητές το Νουλέλη, τον Κύπριο, το Σκούνιογλου. Πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και θυμάμαι τους συμμαθητές μου Παναγιώτη Τζανή και τον αυτοκινητιστή Στρατή Δούκαρο. Τα γράμματα δεν τα ήθελα. Με τραβούσαν οι μηχανές. Πήγαινα λοιπόν στο σταθμό του Ηλεκτροφωτισμού της Αγιάσου, παρακολουθούσα και μάθαινα. Θυμάμαι τους μηχανικούς, τον Πάρη Λεωνιδόπουλο, το Στέλιο, καθώς και τον ηλεκτρολόγο Παναγιώτη, που τον έλεγαν Νυχτερίδα.

 

Ο σταθμός παραγωγής ρεύματος ήταν σε αποθήκη, δίπλα στου Κακλαμάνου, στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Χρίστου Χατζηκομνηνού, της Μπίλιας. Ήταν μια εγγλέζικη μηχανή Κάμπελ με γεννήτρια. Πήγαινα κάθε βράδυ και λάδωνα, αλλά έκανα και άλλες δουλειές, γιατί με εμπιστευόντουσαν, παρ’ όλο που οι μηχανές αυτές δούλευαν με δυο λουριά και ήταν επικίνδυνες. Προηγουμένως ο σταθμός ήταν κοντά στην Αγορά, δίπλα στο σπίτι του Δημητρού Καραμάνου, όπου υπήρχε μια αποθήκη, ένα μαγαζί. Εκεί λειτούργησε η πρώτη μηχανή.
Πήγαινα μαζί με τον Παναγιώτη, τη Νυχτερίδα. Σηκώναμε σκάλες και κάναμε εγκαταστάσεις. Όταν είδε ότι είχα προχωρήσει, με άφηνε μόνο και σιγά σιγά άρχισα να κάνω και εγώ μικροεγκαταστάσεις.

Default 8
Ο Στρατής Τζίνης και η κινηματογραφική μηχανή του, που και αυτή αποτελεί έκθεμα της Λαογραφικής Συλλογής του.
Ανάδοχος του Ηλεκτροφωτισμού στην Αγιάσο ήταν η Βάνα, κόρη του γιατρού Στρατή Δούκαρου και σύζυγος του δικηγόρου Στρατή Αλαμανέλη. Πρέπει να σημειώσω πως για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήγα και στη Μυτιλήνη, στο Ηλεκτρολογικό Κατάστημα του Διονύση Χατζή, που ήταν καλός άνθρωπος και είχε συνεργείο με ηλεκτροτεχνίτες. Μετά με φώναξαν στον Ηλεκτροφωτισμό της Καλλονής, όπου και εργάστηκα επί δυο χρόνια. Εδώ υπήρχε μηχανή που λειτουργούσε για τον Ηλεκτροφωτισμό, αλλά και για το άλεσμα των σιτηρών. Ήταν του Συμεών Πρασακάκη, ο οποίος αργότερα έγινε και κουμπάρος μου, με πάντρεψε. Κουμπάρα μας έγινε και η Χρυσούλα, η κόρη του Στρατή και της Βάνας Αλαμανέλη. Με τη μεσολάβηση του Στρατή Δούκαρου, ο οποίος είχε μάθει για μένα, ήρθα ως ηλεκτροτεχνίτης στην Αγιάσο. Άμα ανακοίνωσα στον Πρασακάκη πως θα φύγω, στενοχωρέθηκε πολύ και έκλαψε. Στην Αγιάσο είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους όσοι υπηρέτησαν στον Ηλεκτροφωτισμό, από διάφορες θέσεις. Θυμάμαι τον εισπράκτορα Μιλτιάδη Σκλεπάρη, τους μηχανικούς Γιώργο Τσάκωνα και Στρατή Αλτιπαρμάκη ή Ρουγίδ’, που ήταν και μουσικός, τους βοηθούς Δημητρό Τζίνη και Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, καθώς και άλλους.

 

Ήμουνα πρακτικός, δεν είχα τελειώσει τεχνική σχολή. Τοποθετήθηκα όμως ως ναύτης το 1932 στο πολεμικό «Ήφαιστος», από το οποίο πήρα και απολυτήριο. Εδώ γεμίζαμε τις μπαταρίες για τα υποβρύχια. Το σκάφος αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.

 

Όταν απολύθηκα, επέστρεψα στην Αγιάσο και άρχισα να δουλεύω πάλι στου Αλαμανέλη. Εντωμεταξύ χτιζόταν στην Καρυά η γνωστή Ηλεκτρομηχανή, η οποία τέλειωσε το Μάιο του 1936. Οφείλω να πω ότι δεν πήρα μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, γιατί δε με επιστράτευσαν. Πολύ αργότερα έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και έλαβα άδεια ηλεκτροτεχνίτη. Ως το 1963 ήμουνα υπάλληλος του Αλαμανέλη στον Ηλεκτροφωτισμό. Από το 1963 ως το 1970 εργάστηκα έχοντας άδεια εργοδηγού. Ήμουνα υπεύθυνος για όλο το δίκτυο της Αγιάσου, του οποίου έφτιαξα και τις εγκαταστάσεις. Υπήρχε στην Αγιάσο Γραφείο της ΔΕΗ, με προϊστάμενο εμένα και με γραμματέα το Δημητρό Καραμάνη.

 

Από το 1970 έως το 1974 ήμουνα δήμαρχος της Αγιάσου. Με κάλεσε επί Χούντας ένας ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος είχε καλέσει προηγουμένως και άλλους, και μου είπε: Θέλουμε δήμαρχο. Του είπα ότι εγώ είμαι αγράμματος, ότι είμαι υπάλληλος της ΔΕΗ. Στο διάλογο με έβλεπε κρύο και ασκούσε πίεση. Το θέμα της ΔΕΗ είπε ότι θα το ρυθμίσει αυτός. Από τώρα, μου είπε, είσαι δήμαρχος. Του απάντησα ότι πρώτα πρέπει να εξηγηθούμε. Θα αναλάβω, αλλά θα δώσετε λεφτά, για να κάνουμε έργα στην Αγιάσο. Έτσι δέχτηκα. Ως δήμαρχος επικάλυψα αρχικά το χείμαρρο Απέσο, από το παρεκκλήσι περίπου της Αγίας Παρασκευής έως την Αγία Σωτήρα, ο οποίος περνώντας μέσα από το χωριό αποτελούσε εστία μόλυνσης. Αργότερα προχώρησα από το γεφύρι του Νεκροταφείου προς τα κάτω. Προχωρούσα συστηματικά. Διανοίξαμε και καθαρίσαμε με προσωπική εργασία το δρόμο από το Σανατόριο ως τον Ψωριάρη, ο οποίος βοηθούσε στην αξιοποίηση των γύρω περιοχών, από το Καγιάνι μέχρι τα Άντρια. Ανακαίνισα το Δημοτικό Ελαιοτριβείο. Δημιούργησα ομάδα Προσκοπισμού, καθώς επίσης και Φιλαρμονική. Ενδιαφέρθηκα για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, των οποίων την οργάνωση μετά από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δήμος Αγιάσου, καθώς και για την τουριστική αξιοποίηση του τόπου.

Default 11
Από την οργάνωση των Γ’ Χριστοφιδείων (9-8-1959). Στο μικρόφωνο ο ευεργέτης Γεώργιος Χριστοφίδης, δεξιά του ο Στρατής Τζίνης, πίσω του ο αθλητής Άρης Κουζέλης, δεξιά του ο δάσκαλος Πολύδωρος Πρινίτης και ο γραμματικός του Δήμου Μιχάλης Γαλετσέλης, με τα χαρτιά στο χέρι…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Αναβιώσαμε το έθιμο να πηγαίνουν καβαλάρηδες στον Προφήτη Ηλία και ο κόσμος να τους περιμένει κατά την επιστροφή τους στον Απέσο. Επίσης, στις 22 Σεπτεμβρίου 1973, αναπαραστήσαμε με επιτυχία τον παραδοσιακό αγιασώτικο γάμο, τον οποίο είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και πολλοί ξένοι τουρίστες, που επισκέφτηκαν το νησί μας. Για την επιτυχία αυτής της αναπαράστασης βοήθησαν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους και οι μουσικοί μας, με πρωτοπόρο το βιολιστή Χαρίλαο Ρόδανο. Συνεργείο της τηλεόρασης κινηματογράφησε την όλη τελετή με τα ενδιαφέροντα έθιμα της παλιάς εποχής.

 

Συνέβαλα στην ίδρυση του Λαογραφικού Συλλόγου Αγιάσου «η Παράδοση» το 1973, του οποίου διατέλεσα και πρόεδρος. Κύριος στόχος η διατήρηση, η αναβίωση και η προβολή εθίμων του τόπου μας, όπως είναι το Καρναβάλι, η Περικεφαλαία, η Σούσα, αλλά και άλλες πνευματοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.

 

Επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1964 – 1989, υπηρέτησα ως Επίτροπος στην Εκκλησία της Παναγίας. Συνεργάστηκα αρμονικά και αποδοτικά με τον πρωτοσύγκελο και μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβο, με τους ιερείς, με τους επιτρόπους. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν πολλά, το Ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, η δενδροφύτευση της αυλής της Εκκλησίας, το Βυζαντινό Μουσείο, όπου είχα έναν καλό και τίμιο άνθρωπο, το Στρατή Καλυφό, το Λαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1982 και που στεγάζεται κάτω ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο, η διευθέτηση και η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, η καταγραφή των κειμηλίων. Επίσης πραγματοποιήθηκε η γεώτρηση στο Χάνι, σε βάθος 35 μέτρων, που έδωσε νερό στην εκκλησία. Το μαγαζί που είχε ο Κωνσταντής Μαϊστρέλης, η Αφατσιά, έγινε δεξαμενή διαστάσεων 4×4 μέτρα. Επίσης μπορούμε ν’ αναφέρουμε την τοποθέτηση καλοριφέρ στο ναό, το φωτισμό του κωδωνοστασίου, της αυλής και του εσωτερικού του ναού, καθώς και την αξιοποίηση του χώρου κάτω από το Συνοδικό, που λειτουργούσε παλαιότερα ως κρύπτη. Υπηρεσίες πρόσφερα και από άλλες θέσεις, όντας μέλος διαφόρων Επιτροπών, όπως του Χατζησπύρειου Κληροδοτήματος.

Default 14
Ο Στρατής Τζίνης ως πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου επιδεικνύει τη νέα ελαιοσυλλεκτική μηχανή, το γνωστό «σκαντζόχοιρο».
(Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Έκανα και τρία χρόνια, από το 1968 – 1970, πρόεδρος του Ελαιουργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου. Κατόρθωσα να αυξήσω τα πιεστήρια και από πέντε να τα κάνω εφτά.

 

Επί είκοσι εφτά περίπου χρόνια, από το 1946 -1973, είχα συνεταιρικά με τον Αλαμανέλη την επιχείρηση του Κινηματογράφου. Ήταν, βέβαια, στο όνομα της συζύγου μου Σαπφώς, γιατί εγώ ήμουνα υπάλληλος της ΔΕΗ. Χειμερινός κινηματογράφος ήταν ο «Όλυμπος», σε ακίνητο του Στέφανου Βρανιάδη. Θερινός κινηματογράφος ήταν η «Όασις», που λειτουργούσε σε χώρο του Κήπου της Παναγίας. Βοηθούσαν ο Νίκος Τσεσμελής ως μηχανικός, ο Γρηγόρης Ψαρρός ή Χαντράλης ως τιτλαδόρος, η σύζυγός μου Σαπφώ ως ταμίας και ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης στην είσοδο.

 

Ενδιαφέρθηκα και για τον αθλητισμό. Επί δεκαπέντε χρόνια ήμουνα πρόεδρος του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Συλλόγου «Όλυμπος». Συνεργάστηκα στενά με το μεγάλο ευεργέτη, ομογενή που έμενε στη Νέα Υόρκη, Γεώργιο Δημητρίου Χριστοφίδη. Μου έλεγε: Εσύ θα επιστατείς, δε θα δουλεύεις, δε θα σκάβεις, και εγώ θα πληρώνω, για να γίνει το Γυμναστήριο. Έγινε απαλλοτρίωση των γύρω χώρων και επέκταση. Έγιναν οι κερκίδες, τα καινούρια αποδυτήρια με ύδρευση του Χριστοφίδειου Δημοτικού Γυμναστηρίου. Το αθλητικό σωματείο δεν περιοριζόταν μόνο στον αθλητισμό, αλλ’ έκανε και άλλες εκδηλώσεις. Ανεβάσαμε στη σκηνή και θεατρικά έργα. Σκηνοθέτης ήταν ο Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

 

Όταν έφυγα από την Εκκλησία, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα της ίδρυσης ιδιωτικής λαογραφικής συλλογής, με εκθέματα κυρίως τοπικής βιοτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στην προσπάθεια αυτή με βοήθησαν κάποιοι χωριανοί, που μου χάρισαν αρκετά είδη. Ξόδεψα όμως και πολλά χρήματα, για ν’ αγοράσω ή για να φτιάξω είδη που έχουν πια εκλείψει. Ρώτησα για τη χρήση και λειτουργικότητα του κάθε αντικειμένου και συγκέντρωσα χρήσιμες πληροφορίες, που τις έχω καταχωρίσει σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Η συλλογή αυτή, που στεγάζεται σε οίκημα της συζύγου μου στην είσοδο του χωριού, στην Καρυά, άρχισε να λειτουργεί από τις 16 Μαρτίου του 1990. Την επισκέπτονται πολλοί ντόπιοι και ξένοι χωρίς εισιτήριο και εκφράζουν τα θερμά τους συγχαρητήρια.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 παντρεύτηκα τη Σαπφώ Παναγιώτη Κουτσκουδή και το 1949 γεννήθηκε ο γιος μας Παναγιώτης, ο οποίος σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Είναι παντρεμένος με τη δικηγόρο Ντίνα Παπαγιάννη και έχουν ένα γιο, το Στρατή, μαθητή Γυμνασίου σήμερα».

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 149/2005

ΠΑΠΟΥΤΣΗΔΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΦΑΔΕΣ

Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)
Ο υποδηματοποιός-δερματέμπορος Παναγιώτης Καμινέλης (αριστερά) και ο Γεώργιος Συναδινός (Βαρού)

Άλλοτε η Αγιάσος είχε πολλά εργαστήρια, ήταν αυτάρκης σε βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Υπήρχαν σακοποιεία, βυρσοδεψεία, αγγειοπλαστεία, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, μαχαιροποιεία, κετσετζίδικα, ραφεία, καπιστράδικα, σαμαράδικα, παπουτσίδικα και τόσα άλλα. Σήμερα πολλά επαγγέλματα έχουν εκλείψει. Τα περισσότερα εργαστήρια έκλεισαν είτε γιατί ο κόσμος έφυγε στα αστικά κέντρα είτε γιατί τα προϊόντα τους έπαψαν να έχουν ζήτηση…

Ενδεικτικός του βιοτεχνικού οργασμού των Αγιασωτών είναι και ο παρακάτω πίνακας των υποδηματοποιών και των καλφάδων, οι οποίοι εργάζονταν στα 33 παπουτσίδικα που λειτουργούσαν στη δεκαετία 1950-1960 … Τον κατάρτισε ο εκλεκτός φίλος και συνεργάτης μας Γρηγόριος Ιωάννου Παπαπορφυρίου, ο οποίος εργάστηκε κοντά στον πατέρα του ως υποδηματοποιός, προτού φύγει στην Αμερική και εγκατασταθεί στην Αστόρια…

ΓΙΑΝΧΑΤΖ

Α. Υποδηματοποιοί με δικά τους εργαστήρια: Αβαγιανός Ιωάννης, Αξιομάκαρος Σταύρος, Βαλεντίνος Μιχαήλ, Βάλεσης Αντώνιος, Βάλεσης Ευστράτιος, Βαλιάτα Αλεξανδρής, Βατρικάς Ιωάννης, Βουρλής Ευστράτιος, Δεμιργκέλης Αναστάσιος, Ζαλπαρίνης Βασίλειος, Καμινέλης Παναγιώτης, Καμπουρέλης Βασίλειος, Καμπουρέλης Ευστράτιος, Καπτανής Παναγιώτης, Καραγιάννης Γεώργιος, Καραγκιοζέλης Κωνσταντίνος, Καραδεμίρης Γεώργιος, Κουνέλης Σπύρος, Κρυνής Σταύρος, Κουρτζέλης Παναγιώτης, Μακρέλης Ευστράτιος, Παπαπορφυρίου Ιωάννης, Παραμυθέλης Παράσχος, Παραμυθέλης Χρίστος, Πασχαλιάς Ιωάννης, Πρινίτης Μιχαήλ, Σταφίδας Παναγιώτης, Τζίνης Δημήτριος, Τσουκαλάς Χριστόφας, Τσουκαρέλης Δημήτριος, Φραντζής Χριστόφας, Χατζηκομνηνός Χριστόφας, Ψυρκούδης Ευστράτιος…

Ο Ιωάννης Παπαπορφυρίου (Τσίρος) ως τα τελευταία του ασκούσε το επάγγελμα του... (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)
Ο Ιωάννης Παπαπορφυρίου (Τσίρος) ως τα τελευταία του ασκούσε το επάγγελμα του…
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Στρατής Γραμμέλης)

Β. Καλφάδες: Αβαγιανός Βασίλειος, Αρβανιτέλης Ευστράτιος, Ασβεστάς Παναγιώτης, Ασπρομάτης Φώτιος (Καβουριά), Καζαντζής Παναγιώτης, Κακαλιός Παναγιώτης, Καλέλης Απόστολος, Καλέλης Ευστράτιος, Καμπουρέλης Μιχαήλ, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κηκίδας Παναγιώτης, Κοντής Ευστράτιος (Σμαρίδα), Κουνής Αντώνιος, Κουνής Στυλιανός, Κουριτάς Κωνσταντίνος, Κουριτάς Παναγιώτης, Κουφέλος Ευστράτιος, Πατέλης Αντώνιος, Οικονόμου Ευστράτιος, Παπαπορφυρίου Γρηγόριος, Παπαπορφυρίου Ευστράτιος, Πρινίτης Ευστράτιος, Πρινίτης Παναγιώτης, Ράπτης Μιχαήλ, Σιάχος Προκόπιος, Σκλεπάρης Ιωάννης, Τζέγκος Παναγιώτης, Ψυρκούδης Παναγιώτης…

Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους ... Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα). (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Ο Μιχαήλ Πρινίτης και ο γιος του Ευστράτιος στο εργαστήριο τους … Δεξιά κάτι μαστορεύει ο Σταύρος Τσομπανέλης (Λαχανίδα).
(Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Πολύδωρος Πρινίτης)
Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια... Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)
Το σινάφι των παπουτσήδων διασκεδάζει στον Κάτω Κάμπο, στο καφενείο του Γιάννη Λαλά (Καμτζουρέλη), τιμώντας τον προστάτη Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πριν από πολλά χρόνια… Χορεύουν από δεξιά ο Ευστράτιος Κουφέλος, ο Παναγιώτης Πρινίτης, ο Στυλιανός Κουνής και ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου. (Τη φωτογραφία παραχώρησε ο Γρηγόριος Παπαπορφυρίου)

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 94/1996

ΧΡΙΣΤΟΦΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους, ένας από τους μύστες της θεατρικής παιδείας, ένας από τους ακάματους εργάτες της προκοπής του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Αγιάσου υπήρξε κι ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Συνεχιστής, αλλά κι ανανεωτής μιας μακρόχρονης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1905, όταν ακόμα η Λέσβος στέναζε κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή, κι άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1974. Ήταν παιδί του κτηματία Χρύσανθου Χατζηπαναγιώτη από δεύτερο γάμο με τη Μαρία Γυμνάγου. Ετεροθαλή αδέρφια του ήταν η Δέσποινα, σύζυγος Πολυδώρου Αναστασέλη και μητέρα του γνωστού λογοτέχνη Στρατή Αναστασέλη, ο Μιχαήλ κι ο Παναγιώτης. Ο Χριστόφας είχε την ατυχία να ορφανέψει σε μικρή ηλικία και από τον πατέρα του και από τη μητέρα του. Η ορφάνια αυτή, όπως ήταν φυσικό, άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτή θα πρέπει ίσως να αναγάγουμε τις διάφορες φοβίες του, να αποδώσουμε την ανασφάλεια που κυριαρχούσε μέσα του, την έλλειψη προσωπικού θάρρους, τα προβλήματα που είχε με τον εαυτό του, την εσωστρέφειά του, τις κάποιες έμμονες ιδέες του. Σε μια ηλικία κρίσιμη, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής, ο Χριστόφας γνώρισε τη στέρηση και τον αβάσταχτο πόνο της.

Όταν τέλειωσε τα εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε με έξοδα του Καλαγανείου Κληροδοτήματος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στην οποία είχαν φοιτήσει πριν απ’ αυτόν κι αρκετοί άλλοι συμπατριώτες του. Κατατάχτηκε στους μαθητές της, μαζί με το συμμαθητή του Ιωάννη Χατζηνικολάου, το Σεπτέμβριο του 1921 κι αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1926. Εδώ του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικά και παιδαγωγικά από εκλεκτούς επιστήμονες της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Δυοβουνιώτη, το Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, τον Αμίλκα Αλιβιζάτο, το Σπυρίδωνα Καλλιάφα κι άλλους. Έλαβε το με αριθμό 390/19-6-1926 διδασκαλικό πτυχίο, το οποίο του άνοιγε το δρόμο για τη δημοτική εκπαίδευση. Ο νεαρός Ριζαρείτης ήταν σε θέση, με τα ξεχωριστά του προσόντα, με την άρτιά του κατάρτιση, με τη μουσική του παιδεία, να υπηρετήσει σωστά κι ευσυνείδητα τον τόπο του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)
Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης όταν υπηρετούσε στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (1927)

Το 1927 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πήρε απολυτήριο από το 22° Σύνταγμα Πεζικού της Ταξιαρχίας Αρχιπελάγους. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, διορίστηκε δάσκαλος στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων Μανταμάδου. Την εποχή αυτή επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Ιωάννης Καπερνάρος. Στο Μανταμάδο ο νεαρός Ριζαρείτης υπηρέτησε μέχρι το 1933 κι άφησε εποχή. Οι Μανταμαδιώτες, άνθρωποι προοδευτικοί και πνευματώδεις, εκτίμησαν τα προσόντα του και τις ικανότητές του και τον βοήθησαν στο έργο του. Ο «αναγνωστηριακός» δάσκαλος δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί μόνο στα διδακτικά του καθήκοντα. Η αγάπη του για τη σκηνή βρήκε διέξοδο σε θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες μάλιστα πήραν μέρος και γυναίκες, πράγμα που αποτελούσε νεοτερισμό κι ερχόταν σ’ αντίθεση με τα ήθη της εποχής. Το 1932 σκηνοθέτησε το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Σκλάβα», το οποίο παρουσίασε ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων «η Ομόνοια» Μανταδάμου.

Το Νοέμβριο του 1933 ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης μετατέθηκε στο Β’ μεικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο Αγιάσου και σ’ αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι το 1964, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα οι προϋποθέσεις για δραστηριότητες ήταν ασυγκρίτως καλύτερες, το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο. Εδώ ρίζωσε, εδώ βρήκε την οικογενειακή θαλπωρή που στερήθηκε, όταν ακόμα ήταν παιδί. Συμπαραστάτης του από το 1928 η πιστή σύζυγός του Πηνελόπη, με την οποία απόχτησε πέντε γιους, το Μένανδρο, το Στρατή, τον Παναγιώτη, το Βασίλη και το Χρύσανθο, από τους οποίους οι τρεις ακολούθησαν, όπως κι ο ίδιος, το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.

Υπήρξε δάσκαλος μεγάλης επιβολής. Διακρινόταν ανάμεσα στους συναδέλφους της εποχής του, χάρη στα πνευματικά χαρίσματα και στις παιδαγωγικές του δεξιότητες. Οι γνώσεις του ήταν πλατιές, οι ιδέες του προοδευτικές, οι κρίσεις του ξάστερες, η αγάπη του για το παιδί ανεξάντλητη. Η διδασκαλία του ζέσταινε τις τρυφερές νεανικές ψυχές κι η μαγεύτρα αφηγηματική του ικανότητα, η βαριά επιβλητική φωνή του, που με δυσκολία και κρυφά μπορέσαμε να μαγνητοφωνήσουμε όταν ζούσε, ξέκλεβε το μυαλό και το έφερνε κοντά στις πηγές της γνώσης και της παιδείας. Λαύριζε μέσα του ο πόθος της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας της νεολαίας. Η υπερβολική του ευσυνειδησία τον έκανε να θεωρεί δικό του θέμα την κάθε μαθητική περίπτωση. Ήταν φίλος της τάξης και της πειθαρχίας, ήταν η προσωποποίηση του ενδιαφέροντος για το παιδί. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του ήταν ικανοποιητικά σε μεγάλο βαθμό. Στο Χατζηπαναγιώτη, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να μάθεις γράμματα. Πολλοί χρωστάμε σ’ αυτόν τις βάσεις, όλοι τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Πολλές φορές εξοργιζόταν – ήταν από τη φύση του ένας νευρικός δάσκαλος – στενοχωριόταν αφάνταστα, άμα συναντούσε την αμέλεια, την απροσεξία, την πνευματική νωθρότητα. Η νευρικότητα βέβαια ζημιώνει το διδακτικό έργο, αλλά δεν είναι εύκολο μπαίνοντας κανείς στο σχολείο να αφήνει έξω τις προσωπικές του αδυναμίες και τα ελαττώματά του. Η αυστηρότητα του Χατζηπαναγιώτη – το όνομά του μπορούσε να λειτουργήσει στα παιδιά και σαν φόβητρο – ήταν γαλβανισμένη με παιδαγωγικό έρωτα. Ας μην ξεχνούμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή αυταρχικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή δασκαλοκεντρική, σε μια εποχή που είχαν θεοποιηθεί ξεπερασμένες σήμερα παιδαγωγικές θεωρίες και μοντέλα. Ας μην ξεχνούμε ακόμα πως το κακό ξεκινούσε από ψηλά, από το Υπουργείο Παιδείας, από τις κεντρικές υπηρεσίες, από τους προϊστάμενους, γενικά από τη δομή και τους μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι τυποποιημένος, να δουλεύει σαν ρομπότ, να εκτελεί απαρέγκλιτα κάθε διαταγή, να τρέμει κάθε ανώτερό του. Το καλούπωμα αυτό για ορισμένους ήταν εύκολο, για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν βασανιστικό, ψυχοκτόνο.

Όταν κάποτε ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου, προϊστάμενος με αυταρχικές ιδέες κι αστυνομική νοοτροπία, βρήκε στην Αγιάσο αξύριστους και χωρίς γραβάτα το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και τον επίσης μακαρίτη δάσκαλο Παναγιώτη Τσόκαρο, έκρινε σωστό να ζητήσει έγγραφη απολογία και να κυκλοφορήσει εγκύκλιο, στην οποία γινόταν λόγος για το θανάσιμο έγκλημά τους. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από ιδιοσυγκρασία φοβόταν υπερβολικά τους επιθεωρητές, όπως φοβόταν και τις ευθύνες. Το 1963, όταν ήρθε έγγραφο να αναλάβει τη διεύθυνση, αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας στον επιθεωρητή: «Θέλεις να ακολουθήσεις στην κηδεία μου, κάνε με διευθυντή». Από όλους τους προϊστάμενους εκείνος που μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά τον ψυχικό κόσμο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη ήταν ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Α’ περιφέρειας Λέσβου Ιωάννης Τουρνάς. «Όταν θέλεις να έρθω στην τάξη σου, Χριστόφα, θα έρθω όχι για να σε επιθεωρήσω, αλλά για να απολαύσω τη διδασκαλία σου», του έλεγε κάθε φορά. Ήταν ο προϊστάμενος που εκτιμούσε στο πρόσωπο του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη τον άνθρωπο, όχι μόνο τον υπάλληλο κι υφιστάμενο. Ως δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης άφησε στην Αγιάσο εποχή. Της παιδαγωγικής του παρουσίας τα χνάρια μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη όλων όσοι διατελέσανε μαθητές του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης δεν περιορίστηκε μονάχα στα πλαίσια του σχολείου, στα διδακτικά του καθήκοντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες, το πάθος του για το θέατρο κι η διάθεσή του για προσφορά τον έφεραν από νωρίς στο Αναγνωστήριο, στο πνευματοκαλλιτεχνικό κέντρο της Αγιάσου, το οποίο από τα τέλη του περασμένου αιώνα ακτινοβολεί στο χώρο της Λέσβου, αλλά και στο πανελλήνιο. Η ζωή του σ’ ένα στενό περιβάλλον θα ήταν ανιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. Θα έσβηνε σιγά σιγά μέσα στις βιοτικές μέριμνες, μέσα στην καταθλιπτική μόνωση, μέσα στην πνευματική απραγμοσύνη και στον εφησυχασμό. Το Αναγνωστήριο στάθηκε για το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη σωτήριο λιμάνι, όπως και για τόσους άλλους Αγιασώτες, και συγχρόνως ανοιχτό πεδίο δράσης και πραγματώσεων. Χωρίς το Αναγνωστήριο ο δάσκαλος θα ήταν άοπλος κι ανίσχυρος στο δύσβατο δρόμο των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, χωρίς το δάσκαλο το Αναγνωστήριο θα καθυστερούσε αισθητά στον τομέα της θεατρικής παράδοσης και της σκηνοθεσίας.

Untitled-14
Αναμνηστική φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» από τον «Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου» το 1932, στον Κήπο της Παναγίας. Διακρίνονται από αριστερά: Αμαλία Στρατηγού, Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου, Παναγιώτης Δόγκας, Ειρήνη Τσέγκου, Κλεονίκη Τσέγκου, Δημήτριος Μουτζουρέλης, Χριστόφας Μούχαλος, Αντώνιος Αναστασέλης, Δημήτριος Τσέγκος, Μιλτιάδης Σκλεπάρης, Παναγιώτης Τσόκαρος, Βασίλειος Στρατηγός και Ηλίας Μακρέλης ή Ψυρκούδης.

Από παιδί ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης παρακολουθούσε τη θεατρική ερασιτεχνική κίνηση της Αγιάσου, η οποία είχε αρχίσει, σύμφωνα με συγκεκριμένες πληροφορίες, από τον περασμένο αιώνα. Το 1915, ενώ ήταν ακόμα δεκάχρονο παιδί, τόλμησε ν’ ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή, την οποία από τότε αγάπησε κι υπηρέτησε με πάθος. Έπαιξε στο πολύ γνωστό την εποχή εκείνη έργο του Κ. Πέρβελη «Γιαννούλα», στο οποίο είχε λάβει μέρος κι ο επίσης μακαρίτης Στρατής Ιωσηφέλης, ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη του ερασιτεχνικού θεάτρου της Μυτιλήνης. Η μεγάλη του αγάπη για τη σκηνική τέχνη τον έφερνε συχνά στο κατάστημα του φανοποιού Μιλτιάδη Μιχ. Σουσαμλή, του γνωστού με το παρωνύμιο Χρόνης, μέσα στο Χάνι της εκκλησίας της Παναγίας, όπου γίνονταν συζητήσεις πάνω σε θέματα θεάτρου και καταστρώνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Μιλτιάδης Σουσαμλής ήταν ένας άνθρωπος του λαού με έντονη καλλιτεχνική διάθεση, ένας ασπούδαχτος ηθοποιός, ένας λάτρης του θεάτρου. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1941, του αποδόθηκαν κατά την ημέρα της κηδείας από το Αναγνωστήριο τιμές μεγάλου ευεργέτη, εκφωνήθηκε επικήδειος από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, κι αργότερα, το 1953, ανακηρύχτηκε μεγάλος ευεργέτης του σωματείου.

Το πυρετικό ενδιαφέρον του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη για το Αναγνωστήριο, η αυτοκατάρτισή του σε θέματα θεάτρου κι η ασυνήθιστη δραστηριότητά του δεν άργησαν να εκτιμηθούν. Το 1923 απονεμήθηκε από το Αναγνωστήριο σ’ αυτόν και σ’ άλλους ο τίτλος του ερασιτέχνη, επειδή δίδαξαν ερασιτεχνικά και προς όφελος του σωματείου τα έργα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Η Γκόλφω» και «Η Σκλάβα». Το 1924 πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», στην οποία πρωτοεμφανίστηκαν γυναίκες. Από το 1925 πήρε το προβάδισμα κι ανάλαβε τη σκηνοθετική φροντίδα των ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως κι άλλοι κατά καιρούς ασχολήθηκαν με τη σκηνοθεσία. Από τους παλαιούς αξίζει να μνημονεύσουμε το μακαρίτη Ηλία Μακρέλη ή Ψυρκούδη, ο οποίος σκηνοθέτησε πολλά έργα και συνεργάστηκε στενά με το Αναγνωστήριο και με το «Γυμναστικό Σύλλογο Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1925 ως παράρτημα του πρώτου.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης έδωσε όλο του το είναι στην υπόθεση του ερασιτεχνικού θεάτρου της Αγιάσου. Με συνεχείς προσπάθειες κατόρθωσε να ανυψώσει τη σκηνοθεσία και να εξασφαλίσει λαμπρές παραστάσεις. Παρακολουθούσε τη θεατρική κίνηση, το ρεπερτόριο της εποχής, έβρισκε τους ικανούς συνεργάτες, διάκρινε τους ταλαντούχους ερασιτέχνες, έκανε διανομή των ρόλων, έτσι που να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, άρχιζε εξαντλητικές πρόβες κι έδινε στον τόπο του, παρ’ όλο που στην αρχή τα μέσα ήταν πολύ φτωχά και περιορισμένα, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πρόσωπο απόλυτου σεβασμού κι εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και κατόρθωνε πάντοτε να ασκεί επίδραση στους μαθητευόμενους ηθοποιούς – ερασιτέχνες, να επιβάλλει την πειθαρχία, να διεγείρει το φιλότιμο και να εκμεταλλεύεται με καταπληκτική μαεστρία την καλλιτεχνική δυνατότητα όλων. Είχε τον τρόπο να γεννά τον έρωτα για το θέατρο και στους άλλους, να δονεί τις ευαίσθητες χορδές τους, να θέτει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικής του παρουσίας. Ήταν άνθρωπος συνεργάσιμος, σεβόταν τις απόψεις των άλλων, παραδεχόταν τα σφάλματά του. Πολλές φορές είχε εκρήξεις θυμού, φουρτούνιαζε, διαβολοέστελνε, αλλά η έξαψη διαρκούσε λίγο, για να δώσει τη σειρά της στη γαλήνη και στη φιλικότητα.

Προπολεμικά ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης σκηνοθέτησε αρκετά έργα, που τα ανέβασε στη σκηνή το Αναγνωστήριο κι ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος Αγιάσου», που ιδρύθηκε το 1926 ως παράρτημα του πρώτου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μόνο εκείνα, για τα οποία έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τον ίδιο ή από άλλες πηγές: 1) Franz Grillparzer «Το στοιχειό του πύργου» (1929), Τίμου Μωραϊτίνη «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν», Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ραχήλ» (1931), Αλεξάνδρου Bisson «Η Άγνωστος» (1931), Αδόλφου D’ Ennery «Αι δύο ορφαναί» (1932), Σπύρου Μελά «Το χαλασμένο σπίτι» (1936), Baudoin Daubigny «Οι δύο λοχίαι» (1937), «Ανησυχίαι πενθερού» (1937).

Στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα, οι δύσκολες καταστάσεις στάθηκαν πραγματική τροχοπέδη στη δράση του Αναγνωστηρίου. Ύστερα από 52 χρόνια έμελλε το σωματείο να διαλυθεί σύμφωνα με απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 183/1946) και να περιέλθει η περιουσία του για διαφύλαξη, όπως όριζε το Καταστατικό, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέχρις ότου ήθελε ιδρυθεί νέο σωματείο με τον ίδιο σκοπό. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Μαΐου 1952, με εγκριτική απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (αριθμός Πρωτ. 305), το Αναγνωστήριο επανιδρύθηκε, για να συνεχίσει την πολύπλευρη δράση του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, της πείνας, της δυστυχίας, του κατατρεγμού, των πολιτικών παθών και της τρομοκρατίας, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, ο οικογενειάρχης δάσκαλος, ο γνήσιος δημοκράτης, ο πολέμιος του φασισμού – έμειναν ιστορικοί οι καβγάδες του με τον αχώριστο φίλο και συγγενή του, αλλά θαυμαστή των Γερμανών Ευστράτιο Χριστοφαρή ή Καμπά – υπόφερε πάρα πολύ. Είχε οργανωθεί, όπως και τόσοι άλλοι Αγιασώτες, στο ΕΑΜ. Είχε μάλιστα κάνει κι ομιλίες, πράγμα που το χρησιμοποιούσαν αργότερα κακόβουλοι παράγοντες. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκδήλωσης της 25ης Μαρτίου 1944, η οποία είχε ερεθίσει σε μεγάλο βαθμό τους Γερμανούς. Στα χρόνια του εμφυλίου κατηγορήθηκε ότι έκρυβε όπλα, γι’ αυτό και τον έδειραν στην Αστυνομία. Σωστά ειπώθηκε πως «έβαλαν χέρι στην αγία τράπεζα». Ήταν η πράξη αυτή μια πικρή μετακατοχική εμπειρία ενός αγαθού ανθρώπου, ενός αγνού ‘Ελληνα.

Με την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου άρχισε μια νέα εποχή, χαράχτηκε ένας νέος δρόμος πνευματοκαλλιτεχνικών πραγματώσεων. Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης βρήκε ανοιχτό πεδίο δράσης και σκηνοθέτησε πάρα πολλά έργα, Ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Συνεργάστηκε στενά με πολλά δυναμικά στελέχη και ιδιαίτερα με τον εκλεκτό συμπαραστάτη του Πάνο Πράτσο, άξιο πρόεδρο του ιδρύματος, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. «Εναν τέτοιο θερμουργό ονειρεύτηκα και αμέσως από την πρώτη στιγμή γινήκαμε αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες», μου έγραψε στην από 28 Σεπτεμβρίου 1971 επιστολή του, όταν του είχα ζητήσει πληροφορίες για το ερασιτεχικό θέατρο Αγιάσου.

Το είδος, στο οποίο η συνεργασία του τιμώμενου με τον Πάνο Πράτσο απόδωσε περισσότερο, είναι η οπερέτα. Χάρη στη μουσική κατάρτιση του Πάνου Πράτσου, στις σκηνοθετικές προσπάθειες του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και στην καλλιτεχνική συμμετοχή του κεραμιστή-ζωγράφου Χαράλαμπου Πανταζή, καθώς κι άλλων στελεχών, το Αναγνωστήριο μπόρεσε να παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία μουσικά κι άλλα έργα και να αποσπάσει ευμενέστατα σχόλια. Η παρουσίαση οπερετών από έναν ερασιτεχνικό όμιλο αποτελεί πραγματικό άθλο.

Όλα τα έργα που σκηνοθετήθηκαν από το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου μας είναι γνωστά. Άφθονες πληροφορίες υπάρχουν στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, στα προγράμματα, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο κι αλλού. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε με χρονολογική σειρά μόνο εκείνα τα έργα στα οποία εργάστηκε ως σκηνοθέτης, μόνος του ή με άλλους, όπως τον Πάνο Πράτσο ή το Γιάννη Αλεντά, από το 1954 μέχρι το 1972: Δημητρίου Μπόγρη «Αρραβωνιάσματα» (1954), Νικολάου Λάσκαρη «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» (1954), Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» (1933, 1954 και 1965), Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» (1955,1956 και 1967), καθώς επίσης και «Η τύχη της Μαρούλας» (1956), Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1957), Στρατή Αναστασέλη «Ζαμπνιές» (1957), σε συνεργασία με το Χριστόφα Κανιμά, Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού» (1958), Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα» (1960), Αθηνάς Σημηριώτη – Γ. Πομόνη «Θαλασσινές αγάπες» (1961), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (1962, 1963), καθώς επίσης και «Το κορίτσι της γειτονιάς» (1963), Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» (1964), Αλέκου Σακελλάριου – Χρίστου Γιαννακόπουλου «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1966), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Η γυναίκα του δρόμου» (1970), Παντελή Χορν «Το φιντανάκι» (1972), Νικολάου Χατζηαποστόλου «Πώς περνούν οι παντρεμένοι» (1972) και Γεωργίου Μουτζουρέλη «Ο ανάποδος που έγινε αρνί» (1972).

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η συμβολή του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη στο ερασιτεχνικό θέατρο της Αγιάσου. Μόνο όσοι έχουν πείρα πάνω σ’ αυτά τα θέματα είναι ικανοί να ακριβοζυγίσουν τους κόπους και τις θυσίες του.

Ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης πρωτοστάτησε ακόμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις. Το 1935, όταν πρόεδρος του Αναγνωστηρίου ήταν ο φιλόλογος Ηλίας Κουφέλης, οργάνωσε στην Καφενταρία μαζί με άλλους στις 25 Δεκεμβρίου «Μουσικοφιλολογική Βραδιά», η οποία σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στο πρόγραμμα της παραπάνω εκδήλωσης αναγράφονται, εκτός των άλλων, είκοσι οχτώ μέλη της Χορωδίας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης. Το επόμενο έτος, στις 25 Δεκεμβρίου 1936, πρωτοστάτησε πάλι με τη Χορωδία σε μουσικοφιλολογική βραδιά, που πραγματοποιήθηκε και πάλι στην Καφενταρία. Λίγο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 1937, κατάρτισε τμήμα εκκλησιαστικής Χορωδίας, η οποία έψαλλε στην εκκλησία μόνο κατά τις επίσημες εορτές. Το 1939 έλαβε μέρος και σ’ άλλη αξιόλογη μουσικοφιλολογική βραδιά, η οποία οργανώθηκε για να τιμηθούν ο τότε μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου κι άλλοι επίσημοι. Ακόμα θα πρέπει να σημειώσουμε πως διατέλεσε γενικός γραμματέας του Αναγνωστηρίου για πρώτη φορά το 1935, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κι αργότερα σ’ όλα τα διοικητικά συμβούλια για δώδεκα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1962 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1974, και σύμβουλος από 8 Σεπτεμβρίου 1974 μέχρι που πέθανε.

Η δράση του και η συμβολή του στην ανύψωση του Αναγνωστηρίου εκτιμήθηκαν πάρα πολύ απ’ όλους και ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό και από τους ανθρώπους των γραμμάτων. Από το 1937 ο Στρατής Κολαξιζέλης, ο ιστορικός της Αγιάσου, τον συγκαταριθμεί ανάμεσα σ’ εκείνους που εργάστηκαν με ζήλο για το σωματείο. Το προηγούμενο έτος μάλιστα είχε εκτιμηθεί η μέχρι τότε προσφορά του και ανακηρύχτηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου. Το 1974 το τότε Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Πάνος Πράτσος, προέπεμψε με κάθε τιμή τον εκλεκτό εταίρο στην αιώνια κατοικία του. Στις 24 Ιουλίου 1977 το ίδρυμα, οργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο για να τιμήσει παλαιούς αναγνωστηριακούς, έκρινε σκόπιμο να εξάρει την προσωπικότητα του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη με ομιλητή τον επίτιμο δικηγόρο Γιάννη Γιαννάκη. Μαρτυρίες τιμής αποτελούν και τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς για τον αείμνηστο δάσκαλο στα διάφορα λεσβιακά έντυπα.

Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)
Ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Πάνος Πράτσος, ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης κι ο Ευστράτιος Χατζηπροκοπίου (Κεφάλας)

Όλοι θυμούνται το φανατικό τοπικιστή, που δεν άλλαζε το χωριό του με τίποτε, που γι’ αυτό θυσίασε κάθε πιθανή προσωπική εξέλιξη και πρόοδο. Τον πακτωλό της καλοσύνης, της αγαθότητας, της τιμιότητας και της αρετής, τον άνθρωπο που ήταν αδύνατο να βλάψει ή να κακολογήσει συνάνθρωπο, έστω κι αν ήταν εχθρός του. Τον αφιλοχρήματο και αφιλοκερδή, που πληρωνόταν για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με την ηθική ικανοποίηση. Τον εραστή της απλότητας των τρόπων, της συμπεριφοράς και της εμφάνισης, που προτιμούσε σαν άλλος κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης το τσαλακωμένο και λιγδιασμένο ρούχο και το παλιό και λιωμένο παπούτσι, που αντιπαθούσε τους επιδειξίες, τους ανθρώπους της θεαματικής προβολής. Τον αναζητητή του περιθωρίου και της σκιάς, τον άνθρωπο που απόφευγε τη δημοσιότητα, τις φωτογραφήσεις, τις ηχογραφήσεις, που δεν μπόρεσε σ’ όλη του τη ζωή να κατανικήσει τη μεγάλη μετριοφροσύνη του. Τον ευσυνείδητο δουλευτή, που έπρεπε να φέρει σε πέρας την εργασία που είχε αναλάβει από δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από παρακίνηση άλλων. Το φίλο του λαού, που μπορούσε να κάνει παρέα μ’ όλους, ακόμα και μ’ αυτούς, που οι περισσότεροι τους περιφρονούσαν και τους απόφευγαν. Τον πρόθυμο συντρέχτη κάθε αδύνατου, κάθε κατατρεγμένου, κάθε πονεμένου. Τον καλλιτέχνη που μεταστοιχείωνε τον ελεύθερο χρόνο του σε πολύτιμη προσφορά στον τόπο του, που διεύρυνε τους ορίζοντες της θεατρικής παιδείας των συγχωριανών του. Το μάγο αφηγητή, το γνώστη της παλαιάς Αγιάσου, της ιστορίας, των θρύλων και των παραδόσεών της, το ευρετήριο του αμίμητου θείου του Ξενοφώντα Σουσαμλή (Ξινόφ’), του οποίου τα ανέκδοτα δεν έπαψαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα ίσαμε τις μέρες μας. Τον αξιοπρεπή που δεν ανεχόταν ταπεινώσεις, τον ειλικρινή που έπρεπε να του φερθείς τίμια, να του μιλήσεις με λόγια σταράτα. Τον οργίλο, που θύμωνε και ξεθύμωνε γρήγορα, για να γίνει άκακο αρνί, πράο ανθρωπάκι. Το χαμηλόθωρο, σκυφτό περιπατητή της Αγιάσου, που μοίραζε το χρόνο του στην οικογένειά του, στο σχολείο, όσο υπηρετούσε, στο Αναγνωστήριο και γιατί όχι και στο καφενείο του Στρατή Πληγωνιάτη για κανένα ουζάκι, που τον έφερνε στο κέφι, έλυνε τη γλώσσα του και του άνοιγε διεξόδους, για να ξεχνά κάποια βασανιστικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Τον άνθρωπο της χαράς και της παρέας, τον εύθυμο, τον ομιλητικό, το θυμόσοφο, το ξενύχτη, αν το καλούσε η περίσταση. Τον αποδεκτό απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, Αγιασώτη, αυτόν που τίμησε την προσωνυμία «δάσκαλος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 38/1987