Ο ΚΛAPINTΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΛΗΣ

Στις 26 Αυγούστου 2003, παραμονή του Αγίου Φανουρίου, επισκέφτηκα στο σπίτι του, στην οδό Σαρανταπόρου, στα σύνορα Αμυγδαλιάς-Μπουτζαλιάς, τον κλαριντζή Μιχάλη Μουτζουρέλη ή Λαγό και του πήρα συνέντευξη. Η καθυστέρηση της δημοσίευσής της οφείλεται στο ότι ήθελα να τη συμπληρώσω με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία της προπολεμικής και της μεταπολεμικής σκληρής πραγματικότητας. Το πλήθος των ανειλημμένων υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την εφησυχαστική αναβλητικότητα, δε μου επέτρεψαν να φέρω σε πέρας την εργασία πριν από την αποδημία στην Ξάνθη, στις 20 του Οκτώβρη του 2005, του καλού φίλου και συνεργάτη, ο οποίος θάφτηκε την επομένη στη γενέτειρά του, στο Κοιμητήρι της Περασιάς. Η παρούσα δημοσίευση δεν παρέλκει, αφού η μνήμη της επωφελούς δράσης των ανθρώπων πρέπει να είναι διαχρονική.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης αυτής αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά το συνάδελφο Γρηγόρη Μιχ. Μουτζουρέλη, για όσες φωτογραφίες έθεσε στη διάθεσή μου, αλλά και το συνεργάτη Παναγιώτη Μιχ. Κουτσκουδή, για το χρήσιμο ενημερωτικό υλικό που μου προώθησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Γεννήθηκα στις 19 Ιουλίου 1921 στην Αγιάσο. Γονείς μου ο Γρηγόρης Δημήτρη Μουτζουρέλης ή Λαγός και η Αικατερίνη (Κατίνα) Δημήτρη Λαλά*. Με τους Λαλάδες, που λέγονται «Ζιμπικούδια», δεν είχε η μητέρα μου συγγένεια. Πρόκειται για συνωνυμία. Ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης, είχε πρόβατα, αλλά καταγινόταν και με αγροτικές δουλειές, όπως και η μητέρα μου. Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, βοσκίζοντας τα πρόβατά του στην «Αγια-Φουτιά», στις Λάμπες, κειτόταν σε μια αλυγαριά, τυλιγμένος στη χλαίνη του. Ένας περαστικός, που ήταν από την περιοχή και που λεγόταν, θαρρώ, Παναγιώτης Τρανταλής, τον είδε και του είπε: Ε Γληγόρ’, σα λαγός κάθισι! Απ’ αυτό έμεινε το παρατσούκλι Λαγός, που το έχουμε και εμείς. Ηταν όμως και γρήγορος και περπατούσε πολύ. Ίσως και αυτό να συνετέλεσε στο να του μείνει το Λαγός.
Default 3
Από συμμετοχή σε γαμήλια πομπή στο Ίππειος. Διακρίνονται, από αριστερά, οι μουσικοί, Χαρίλαος Ρόδανος, Κώστας Τσόλος (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Μουτζουρέλης, Στρατής Παπάνης, Στρατής Ψύρρας, Δημήτρης Αγρίτης (Παγώνα) και Σταύρος Ρόδανος. (Από τη Συλλογή Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Ως τσομπάνης ο πατέρας μου έπαιζε φλογέρα. Κάποτε ένας Αγιασώτης έμπορας έφερε από τη Σμύρνη ένα ζουρνά, για να τον παίξουν τις Απόκριες. Τον έδωσαν στον πατέρα μου, που έπαιζε καλή φλογέρα, και αυτός τον κράτησε. Από τότε έγινε ζουρνατζής και συνέχισε το επάγγελμα, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την κτηνοτροφία. Ζουρνά έπαιζε τα χρόνια αυτά και ένας άλλος Αγιασώτης, ο Αντρέας Χατζηκινάκης (Αντριγιάς του Χατζηκινάν’). Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου ως οργανοπαίχτης και σιγά σιγά καθιερώθηκε. Έλεγε μάλιστα πως το μουσικό όργανο που έπαιζε το λένε «ζορινά» και όχι «ζουρνά», γιατί είναι δύσκολο. Απαιτεί αντοχή, θέλει γερά πνευμόνια. Όταν έπαιζε, φούσκωνε, «κνηκάτιζε». Τα «τσαμπ’νάρια» του ζουρνά του τα προμηθευόταν στην αρχή από τη Σμύρνη. Μετά όμως έμαθε να τα φτιάχνει ο ίδιος. Πήγαινε στη Λάρσο, στα «γκιόλια», έκοβε άμεστα καλάμια και με αυτά έφτιαχνε τα «τσαμπ’νάρια», όπως του είχαν δείξει.Ο πατέρας μου πέθανε το 1941. Βοηθό του είχε τον πρωτότοκο γιο του, τον Ανέστη ή Αριστή, γεννημένο το 1913, και μακαρίτη σήμερα, ο οποίος έπαιζε νταβούλι. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, πολλά στόματα, και έπρεπε να δουλέψουμε, για να επιβιώσουμε. Εκτός από τον Αριστή και από εμένα ήταν η Δέσποινα, χήρα του Γιώργου Τακιδέλη (Μαν’τάπ’), και οι επίσης μακαρίτες Γιώργος και Γιάννης. Γεννήθηκαν και δυο άλλα παιδιά, η Αγγελική και ο Δημήτρης, αλλά πέθαναν σε μικρή ηλικία.Στο Δημοτικό γράφτηκα το 1928. Την πρώτη χρονιά πήγα στο «Αγριγιώτ’κου». Στη δευτέρα τάξη μας χώρισαν. Χώρια οι Μπουτζαλιώτες, χώρια οι Αγριγιώτες. Εγώ πήγα στο «Μπουτζαλιώτ’κου». Στην πρώτη τάξη είχα δάσκαλο το Βασίλη το Γαλετσέλη. Δεν ήταν τόσο καλός δάσκαλος. Δεν ήταν σαν τον Κακάβη και σαν το Φωτεινέλη. Στις άλλες τάξεις είχα δασκάλους το Φωτεινέλη, τον Κολαξιζέλη (Κακάβη), το Λίβανο (Μπασμπαλέλ’), την Καλυψώ Κωντή-Χατζηγιάννη και την Αντιγόνη Τακιδέλη (Ξ’νέλινα), που ήταν καλή δασκάλα. Πήγα και στην έκτη τάξη, αλλά δεν την τέλειωσα. Τα χρόνια ήταν άσχημα, φτωχικά. Έπρεπε να δουλέψουμε όλοι, για να ζήσουμε. Υπήρχαν στο χωριό και τάξεις Ημιγυμνασίου, με διευθυντή τον Ευάγγελο Γαρμπή, αλλ’ εγώ δεν ήταν δυνατόν να πάω. Μετά το Ημιγυμνάσιο, για να τελειώσεις, έπρεπε να πας στη Μυτιλήνη. Ήμουνα καλός μαθητής και έμαθα πολλά από τους δασκάλους μου. Θυμάμαι πως το σχολείο ήταν μεικτό, πως πηγαίναμε όλες τις μέρες, πρωί-απόγευμα, εκτός από την Κυριακή και το απόγευμα του Σαββάτου. Οι τάξεις είχαν μεγάλα θρανία, στα οποία κάθονταν τέσσερα παιδιά. Το μάθημα το αντιγράφαμε από τον πίνακα στο τετράδιο, για να το μάθουμε και για να το πούμε στο δάσκαλο την άλλη μέρα. Τα βιβλία ήταν λιγοστά. Εκτός από τα άλλα, θυμάμαι που μας έμαθε στην τρίτη τάξη, το 1931, μια προσευχή ο Κακάβης. Την έγραψε στον πίνακα, την αντιγράψαμε και πήγαμε στην Αγία Τριάδα. Ήταν Σάββατο. Γονατίσαμε και είπαμε την προσευχή, που ήταν για την αγωνιζόμενη Κύπρο: Κύριε, συ που ακούς την προσευχή μας ευλόγησε, να διαλύσουν τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν τ’ αδέλφια μας της Κύπρου και χάρισε τους το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας, και να δοξάζουμε και να υμνούμε το άγιο όνομά σου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η προσευχή αυτή και τη θυμάμαι ακόμη. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι τα συσσίτια. Τρώγαμε στο σχολείο. Από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Γυμνάγο, που ήταν γιος του Γεωργίου Γυμνάγου και της Ελένης Κουκουσά, της αδερφής του Ευστρατίου Κουκουσά, ο οποίος διατέλεσε Προσωπάρχης της Διεύθυνσης Αγροτικής Ασφάλειας, τον Παναγιώτη Αριστοφάνη Μολυβιάτη, το Βασίλη Παναγιώτη Πανάγη, τον Παναγιώτη Ευστρατίου Ανδρικού (Τσαμπλάκο), την Προκοπία Κουλάνη, τη Γρηγορία Μιλτιάδη Νουλέλη, που παντρεύτηκε αργότερα το δάσκαλο Παναγιώτη Νουλέλη (Ρουδιά), την προσφυγίνα Σοφία Χατζηκώστα, που έφυγε στην Αμερική, και άλλους.
Default 6
Στο Κέντρο του Βασίλη Γραμμέλη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη». Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Παπάνης, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, η τραγουδίστρια (ντιζέζ), ο Σταύρος Ρόδανος, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης (τζαζ) και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Όταν έφυγε το 1934 φαντάρος ο αδερφός μου Αριστής, τον διαδέχτηκα εγώ και βοηθούσα με το νταβούλι τον πατέρα μου στα διάφορα πανηγύρια, αλλά και σε γάμους και σε άλλα γλέντια και λογής λογής εκδηλώσεις. Έπαιξα τη χρονιά αυτή και στο γνωστό πανηγύρι του Ταύρου και το θυμάμαι πολύ καλά. Τις μουσικές εξορμήσεις μου στα διάφορα χωριά, Αγία Παρασκευή, Γέρα, Πηγή, Καγιάνι, Κάτω Τρίτος, Ίππειος, Ασώματος, Κεραμιά, Μυχού, Πολιχνίτο, Βασιλικά, Μανταμάδο, Βρίσα, Παναγιούδα, αλλά και σε άλλα, τις συνέχισα και αργότερα με τον αδερφό μου, όταν αποστρατεύτηκε. Παράλληλα όμως καταγινόμουνα και με αγροτικές δουλειές, γιατί η μουσική, από την οποία παίρναμε, βέβαια, χρήματα, ήταν ευκαιριακή απασχόληση για τους περισσότερους οργανοπαίχτες. Εξάλλου δεν ήμασταν οι μόνοι μουσικάντες. Υπήρχαν και άλλοι, οργανωμένοι σε κομπανίες. Έπρεπε επομένως με κάθε τρόπο να βοηθώ τη φαμίλια μας.Όταν απολύθηκε ο Αριστής, ήθελε να μάθει κλαρίνο. Πήγε κατά το 1937 με τον Παναγιώτη Σουσαμλή, τον Κακούργο, στο Ίππειος και δοκιμάσανε το κλαρίνο του μουσικού και αργότερα καφετζή Αντώνη Βρανά. Το αγόρασε τότες τεσσεράμισι χιλιάρικα που ήταν κολόνες. Όπως ήταν φυσικό, πήγε στον Κακούργο να μάθει να παίζει. Πήρε δυο μαθήματα, αλλά σταμάτησε. Όταν ήρθε στο σπίτι, είπε στη μητέρα μας: Δεν ξαναπάω πια. Αμα ξαναπάω θα πεθάνω. Το φοβήθηκε το όργανο και σταμάτησε κάθε προσπάθεια.
Default 9
Η φωτογραφία και τα στοιχεία της ταυτότητας του Μιχάλη Μουτζουρέλη ως μουσικού. Στην προμετωπίδα του παρόντος εικοσιτετρασέλιδου σταχωμένου δελτίου, διαστάσεων 10 x 9 εκ., αναγράφονται τα παρακάτω: ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΛΕΣΒΟΥ. ΕΔΡΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ. ΑΡΙΘ. ΕΓΚΡ. 123/1935 ΠΡΩΤΟΔ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕΛΟΥΣ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΝ.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα ζήτησα να το πάρω εγώ το κλαρίνο, χωρίς χρήματα, για να μάθω. Ο Αριστής ήταν τσιγκούνης και δε μου το έδινε. Τελικά όμως τον κατάφερα και μου το έδωσε. Το πήρα στο σπίτι και άρχισα να το παίζω αλά φλογέρα. Είχα καταπιαστεί κάπως και με το μουσικό όργανο του πατέρα μας, δηλαδή με το ζουρνά. Συνέχισα έτσι ένα δυο χρόνια και σιγά σιγά έπιασα και κάτι έκανα. Εγώ δεν πήγα σε δάσκαλο. Είμαι αυτοδίδαχτος. Λίγο με καθοδήγησε, μια μέρα που ήρθε στο σπίτι, ο Αχιλλέας Σουσαμλής, καλός μουσικός, βιολιστής. Μια άλλη φορά με φώναξε ο Σταύρος ο Ρόδανος, που τότες έπαιζε κλαρίνο, και με έμαθε κάποια στοιχεία.Πρώτη φορά έπαιξα κλαρίνο στο δικό μας στέκι, στου Λαγού το «κουιτούκ’». Έπαιζαν οι Σουσαμλήδες, ο Αχιλλέας, ο Προκόπης, ο Ραφαήλ, ο Στρατής (Σιλέμ’ς) και ο Γιώργος Ζαφειρίου (Ζουγή). Απουσίαζε ο Κακούργος, γιατί ήταν μανισμένος και συνεργαζόταν τότες με τις Άννες, δηλαδή με τους Ρόδανους. Μια μέρα που καθυστέρησε να έρθει στην κομπανία ο Σιλέμ’ς, ο οποίος γάμπριζε, μου είπε ο Ραφαήλ να φέρω το κλαρίνο μου και να τον αντικαταστήσω προσωρινά. Ήμουνα αρχάριος και φοβόμουνα. Γύρεψαν οι πελάτες συρτό. Ντρέτα εγώ με τους άλλους. Παίξαμε τρεις τέσσερις σκοπούς και τα κατάφερα. Εντωμεταξύ ήρθε ο Σιλέμ’ς και εγώ ως αναπληρωματικός σταμάτησα. Παρ’ όλο που εγώ δεν ήθελα, ο Ραφαήλ επέμενε και μου έδωσε μερίδιο, για σεβντά, για να με ενθαρρύνει. Ετσι συνέχισα και καθιερώθηκα.
Default 12
Γυμναστικές επιδείξεις στο Γυμναστήριο της Αγιάσου το 1954. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Ψύρρας, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Δημήτρης Αγρίτης.
Μέχρι που ζούσε ο πατέρας μας, συνεργαζόμουνα μαζί του. Μετά το θάνατο του συνεργάστηκα με τον Αριστή και δημιουργήσαμε ένα φτηνό σχήμα, που είχε πέραση, που το ζητούσαν πολλοί. Η συνεργασία με τον αδερφό μου βάσταξε κυρίως ως τη χρονιά που έπιασε αγροφύλακας και αναγκάστηκε να περιορίσει τις άλλες δραστηριότητές του. Πρέπει να τονίσω πως στα χρόνια του Εμφυλίου τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί δεν έδιναν άδειες λόγω καταστάσεως. Θυμάμαι που πήγαμε με τον Αριστή το 1947 στο Καγιάνι, στις 7 και στις 8 Νοεμβρίου, παραμονή και ανήμερα των Ταξιαρχών. Από τη Μυτιλήνη πήρε άδεια ο καφετζής μέχρι τη μια μετά τα μεσάνυχτα. Αντίθετα ο σταθμάρχης της Βαρειάς, ο νωματάρχης, έδωσε άδεια μέχρι τις δυόμισι.Αργότερα συνεργάστηκα με πολλούς μουσικούς της Αγιάσου. Τριάμισι χρόνια περίπου δούλεψα με την κομπανία των Ρόδανων. Τρία περίπου χρόνια δούλεψα με την κομπανία την οποία αποτελούσαν ο Κομνηνός Παπουτσέλης (βιολί), ο αόμματος Στρατής Καυλακώνης (ακορντεόν), που δεν ήταν από την Αγιάσο, ο Σταύρος Κλήμος ή Κουντό (μπουζούκι) και ο Χριστόφας Συκής (κιθάρα). Ακόμη δούλεψα με τους Σουσαμλήδες. Επίσης δούλεψα κατά καιρούς με τους μουσικούς Γιάννη Σουσαμλή (Κακούργο), Πάνο Τζιτζίνα, Στρατή Ψύρρα (Μουζού), Γιάννη Μουτζουρέλη, Στρατή Αλτιπαρμάκη (Ρουγίδ’), Ευριπίδη Ζαφειρίου (Καζίνο), που αρχικά έπαιζε μπουζούκι και μετά έπιασε το κλαρίνο, Δημήτρη Αγρίτη (Παγώνα), Κώστα Ζαφειρίου, καθώς και με άλλους. Πρέπει να προσθέσω πως συμμετείχα και σε κάποιες εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου.
Default 15
Στις 28-10-1954, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου του ΟΧΙ, οι μουσικοί περιφέρονται στο χωριό και παίζουν εμβατήρια. Διακρίνονται, από αριστερά, ο Γιώργος Ζαφειρίου, ο Σταύρος Ρόδανος (νταούλι), ο Νικόλαος Ρόδανος, ο Τάκης Ζαφειρίου, ο Στρατής Ψύρρας, ο Χαρίλαος Ρόδανος, ο Στρατής Αλτιπαρμάκης, ο Στρατής Παπάνης, ο Μιχάλης Μουτζουρέλης και ο Στρατής Σουσαμλής.
Ήμουνα κλάση 1942. Τα χρόνια της Κατοχής και αυτά που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και για την πατρική μου οικογένεια, όπως και για όλους τους άλλους. Στρατεύτηκα το Νοέμβρη του 1946. Τότες κάλεσαν τις κλάσεις του 1940, 1941, 1942. Παρουσιαστήκαμε στη Μυτιλήνη. Μας έκλεισαν σε κάποιο σχολείο. Διοικητής ήταν ο Αντώνης Καμπαδέλης. Εκφώνησε μάλιστα και λόγο και μάθαμε πως θα πάμε στη Θράκη. Φύγαμε με το καράβι «Αρντένα». Ήμασταν η πρώτη αποστολή. Συνοδός μας ο αξιωματικός Μαγκότσος. Φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Θυμάμαι τους Αγιασώτες συστρατιώτες μου, το Γιώργο Σταύρου Γεωργαντή, θείο του δασκάλου Προκόπη Γεωργαντή, το Βασίλη Βαγιάνη Αβαγιανό, που πριν από χρόνια πέθανε, αν δεν κάνω λάθος, στην Αργεντινή, το Βασίλη Παναγιώτη
Default 18
Ο διευθυντής του περιοδικού παίρνει συνέντευξη από το Μιχάλη Μουτζουρέλη. (Αγιάσος, 26-8-2003)
Πανάγη, το Βασίλη Σταύρου Βασιλάκη (Αριστίγια), τον Ευστράτιο Γρηγόρη Βαγιάνα, τον Παναγιώτη-Βασίλη Ιωάννη Κορομηλά, τον Αντώνη Παναγιώτη Βερδούκα, τον Ευστράτιο Αχιλλέα Σουσαμλή, το Σιλέμ’, το Βασίλη Παναγιώτη Παραμυθέλη, που τραυματίστηκε αργότερα από νάρκη, το Νίκο Σπανό. Ανάμεσά μας ήταν και ο Μυτιληνιός Αλέκος Ζαχαριάδης, που πέθανε πριν από κανά δυο χρόνια. Θυμάμαι που ένας αξιωματικός τον ρώτησε τι του είναι ο Νίκος Ζαχαριάδης και αυτός απάντησε: Είμαστε ξαδέρφια! Ντυθήκαμε και ενταχτήκαμε στον Γ’ Λόχο, αλλά δεν πήραμε μέρος σε επιχειρήσεις. Οι εαμικοί που δεν ψηφίσαμε στις εκλογές του 1946, για επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ήμασταν ανεπιθύμητοι και μας έδιναν κίτρινο χαρτί για τα μετόπισθεν. Περάσαμε και από Υγειονομική Επιτροπή. Σε μένα βρέθηκε μυοκαρδίτιδα και βρογχικός κατάρρους. Ζήτησα να γυρίσω στο χωριό, να πουλήσω την κατσίκα που είχαμε και να «ξιγυριφτώ»! Ο γιατρός όμως μου είπε: Δε χρειάζεται, θα περάσουν με τον καιρό! Εντωμεταξύ ήρθε και η δεύτερη αποστολή. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν ο Παναγιώτης Βασίλη Μακαρώνης και ο Χριστόφας Αλκιβιάδη Γυρέλης, η Σουμπάρα, που τον γύρισαν πίσω. Με το καράβι που έφερε τη δεύτερη αποστολή ξαπόστειλαν τους περισσότερους και ανάμεσα σ’ αυτούς και εμένα. Έμειναν ο Βασίλης Παραμυθέλης, ο Νίκος Σπανός, ο Παναγιώτης Μακαρώνης…
Default 21
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλης με τη συμβία του Χαρίκλεια Παναγιώτη Σάββα.
Στις 3 του Γενάρη του 1954 παντρεύτηκα τη Χαρίκλεια Σάββα, την κόρη του Παναγιώτη και της Ουρανίας Σάββα (Φίδ’). Αποκτήσαμε δυο παιδιά, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι παντρεμένος με την Αδαμαντία Ερμολάου Χρυσάφη και υπηρετεί ως δάσκαλος στην Ξάνθη, και την Ουρανία, σύζυγο του Κώστα Γιώργου Αλτιπαρμπάκη, η οποία πέθανε το 1984 από μετεγχειρητική αιμορραγία αμυγδαλεκτομής. Έχω τέσσερα εγγόνια, δυο από το γιο, τη Χαρίκλεια και την Κατερίνα, και δυο από την κόρη, το Γιώργο και το Μιχάλη».*Στο Ληξιαρχείο αναγράφεται ως θυγατέρα Βασιλείου Μαΐστρέλη.
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 157/2006

ΑΓΙΑΣΩΤΕΣ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που άνοιξε τις πύλες της η Μακρόνησος, σαν στρατόπεδο “εθνικής αναμόρφωσης”. Δεκάδες χιλιάδες είναι οι στρατιώτες απ’ όλες τις μονάδες, που πέρασαν από το κολαστήριο αυτό. Πολύ περισσότεροι οι “προληπτικώς συλληφθέντες” πολίτες, άντρες και γυναίκες, από κάθε γωνιά της χώρας μας.
Default 2
Αγιασώτες και Αγιασώτισσες κρατούμενοι… Διακρίνονται, από αριστερά, επάνω: 1. Γαβριήλ Ευστρατίου Καλαλές. 2. Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 3. Κατερίνα Ιωάννου Τσουλέλη, το γένος Προδρόμου Λιμπερή. 4. Ευανθία Ευστρατίου Καλαλέ. 5. (;). Κάτω: 1. Φωτεινή Ευστρατίου Πασχαλιά, σύζυγος Ευστρατίου Βαρβάκη. 2. Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά. 3. (;). 4. Αντώνης Ευστρατίου Καλαλές.
Η φιλοσοφία και οι σκοποί των εμπνευστών και ιδρυτών της Μακρονήσου ήταν η εξουθένωση της εαμικής εθνικής αντίστασης και η συντριβή του ΚΚΕ. Ο λαός μας έπρεπε με κάθε μέσο να υποταχτεί, να σκύψει το κεφάλι, να απαρνηθεί κάθε σκέψη για τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Ακόμα έπρεπε να απαρνηθεί την ιστορία που έγραψε, όταν πάλευε με αυτοθυσία ενάντια στους κατακτητές.Η επιλογή της Μακρονήσου για την εφαρμογή ενός σχεδίου ατομικής και ομαδικής τρομοκρατίας, όχι μόνο για τους “μετεκπαιδευόμενους”, αλλά και για όλο το λαό, ήταν ιδανική, λόγω του ότι ήταν χώρος απόλυτα απομονωμένος ως νησί και εύκολα ελεγχόμενος και το βασικότερο κοντά στην Αθήνα.
Default 5
Η Μακρόνησος, ένα από τα κολαστήρια του παρελθόντος…
Η ιστορία της Μακρονήσου αρχίζει μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 και το όργιο της τρομοκρατίας που ακολούθησε. Είχε βέβαια προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ήταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός με οδυνηρές συνέπειες για το δημοκρατικό κίνημα. Από το 1947, που έφτασε το πρώτο αρματαγωγό στη Μακρόνησο, δημιουργήθηκαν τα παρακάτω στρατόπεδα:
Α΄ Τάγμα Σκαπανέων A΄ ΕΤΟ. Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων, καθώς και Στρατόπεδο Γυναικών, όπου μετέφεραν τις γυναίκες από το Τρίκερι το Γενάρη του 1950.• Β΄ Τάγμα Σκαπανέων Β΄ ΕΤΟ. Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953), το οποίο είχε Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (Ε.Σ.Α.Ι.) 1949-1950 και το Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Πολιτικών Εξόριστων.• Γ’ Τάγμα Σκαπανέων Γ’ ΕΤΟ. Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (1947-1953). Το τάγμα αυτό μετατράπηκε σε τεράστιο εργοτάξιο καταναγκαστικών έργων.

Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (Σ.Φ.Α.) 1947-1950. Από τους πρώτους μεταφέρονται εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι από τα Γιούρα.

Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ’ Κ.Π.Α.) 1947-1948.

Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρονήσου (Σ.Ν.Μ.) 1943-1953. Σ’ αυτό το στρατόπεδο απομονώθηκαν περίπου 1.100 έφεδροι αξιωματικοί και 90 μόνιμοι.

Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Πολιτικών Εξόριστων (1948-1950). Η δύναμη του στρατοπέδου αυτού, το πρώτο εξάμηνο του 1949, θα ξεπεράσει τους 12.000 πολιτικούς εξορίστους.

Default 8
Κρατούμενες στη Μακρόνησο. Μεταξύ τους διακρίνονται η Μαρία Παντελή Πατερέλη, η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά και ο μικρός Άρης Κυριάκου Πασχαλιάς…
Τα χρόνια αυτά πολλοί είναι οι Αγιασώτες που πέρασαν για “αναμόρφωση”, είτε ως στρατιώτες είτε ως πολιτικοί κρατούμενοι. Από αυτούς αναφέρονται οι παρακάτω: Ευστράτιος Παναγιώτου Αβδελέλης, Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης, Νικόλαος Αγρίτης, Κωνσταντίνος Βασιλείου Ανεζίνος, Ιωάννης Γρηγορίου Βέτσικας, Ιωάννης Παναγιώτου Ιακώβου, Γεώργιος Προκοπίου Καζαντζής, Παναγιώτης Νικολάου Κακαλιός, Ευστράτιος Καλαντζής, Αντώνιος Φωτίου Καναρέλης, Παναγιώτης Ευστρατίου Καπάτος, Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα), Οδυσσέας Ευστρατίου Κλήμος, Ιωάννης Χριστόφα Κουρβανιός, Γεώργιος Προδρόμου Λιμπερής, Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής, Πρόδρομος Λιμπερής, Παναγιώτης Θεοδώρου Μαγλογιάννης, Σαραντινός Μιλτιάδη Μαλιάκας, Παναγιώτης Μαλούκης, Βασίλειος Θεμιστοκλή Νουλέλης, Γεώργιος Κωνσταντή Παπάνης (Λιόλιας), Δημήτριος Παναγιώτου Σαρέλης, Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου, Φώτιος Αντωνίου Τζανής, Βασίλειος Παναγιώτου Τσιβγούλης, Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης, Παναγιώτης Τσοκαρέλης και Προκόπιος Ευστρατίου Χριστοφαρής. Και πολλοί άλλοι πέρασαν από εκεί, λόγω των δημοκρατικών τους φρονημάτων ή λόγω του ότι είχαν συγγενείς μαχητές στο Δημοκρατικό Στρατό. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και ο εμφύλιος είχε λήξει στρατιωτικά στο Γράμμο το 1949, εδώ το τελευταίο γερό χτύπημα έγινε στις 2 Νοέμβρη 1950, με το θάνατο των Αντωνίου Αγρίτη, Χαράλαμπου Θεοδοσίου, Παναγιώτη Καρέτου ή Καρετέλη, Ελευθερίου Παπαθανασίου και Κυριάκου Πασχαλιά. Έτσι συναντάμε οικογένειες ολόκληρες να είναι εκτοπισμένες, άντρες και γυναίκες, ακόμα και γονείς, σε μεγάλη ηλικία, μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Κορυφαία εγκληματική πράξη κατά των κρατουμένων αποτελεί το μακελειό στο Α’ ΕΤΟ στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, με αδιευκρίνιστο ακόμα αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Default 11
Αναμνηστική φωτογραφία από τη Μακρόνησο (Ιούλης 1949).

Διακρίνονται, από αριστερά, όρθιοι: 1.(;). 2.Παναγιώτης Κεραμιδάς (Αραπίνα ).3.Ευστράτιος Νικολάου Τζανετόγλου. 4.(;). 5.Ευστράτιος Καλαντζής. 6.Νικόλαος Αγρίτης. 7.Πρόδρομος Λιμπερής.
Καθήμενοι: 1. Μιχαήλ Αντωνίου Αγρίτης. 2.Ανδρέας Γρηγορίου Τσοκαρέλης. 3.(;). 4.Μιλτιάδης Προδρόμου Λιμπερής. 5.Παναγιώτης Τσοκαρέλης. (Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου. Παραχωρήθηκε από το Γεώργιο Σάββα)

Ο ελληνικός λαός, με τις εκλογές του 1950 και με την ευεργετική επίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, έβαλε τέλος σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Διέλυσε τα στρατόπεδα της Μακρονήσου το 1954, τα όποια όμως με ελάχιστους φαντάρους διατηρούνται έως το 1957.Από το 1961, με τη μεταστέγαση και των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (Σ.Φ.Α.) στο Μπογιάτι, το ελληνικό κράτος παρέδωσε τον ιστορικό χώρο στην καταστροφική μανία του χρόνου, του ανθρώπου και των συμφερόντων. Μέχρι και δημοπρασία προκήρυξε για την αποξήλωση των μνημείων της ντροπής και την πώληση χρήσιμων δομικών υλικών. Το επίσημο κράτος επιχειρούσε να κρύψει την ντροπή του με την έμμεση ή άμεση καταστροφή του “Νέου Παρθενώνα”, που το ίδιο δημιούργησε. Χρειάστηκε μεγάλος και μακροχρόνιος αγώνας, για να κηρυχτεί, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, ολόκληρο το νησί ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων διατηρητέα μνημεία.
Default 14
Γυναικόπαιδα σε στρατόπεδο (πιθανότατα, Ικαρία 1947-1948). Μεταξύ τους διακρίνονται η Ελένη Ευστρατίου Πασχαλιά, η Μαριάνθη Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Μαρία Παναγιώτου Χρυσάφη, η Βλοτίνα Ιωάννου Γζουντέλη (Τινού), η Νεφέλη Παντελή Πατερέλη…

(Από το Αρχείο του Γιάννη Χατζηβασιλείου)
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Μακρόνησος είναι ένα νησί μνημείων και μαρτυρίων και ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη του λαού μας ως τόπος βασανισμού και πόνου και ως σύμβολο αντίστασης στη βία και στο βιασμό της συνείδησης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 105/1998

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΚΑΡΟΣ

Default 1
Ο Ευστράτιος Δούκαρος γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 9 Ιουνίου του 1882. Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Δούκαρος και μητέρα του η Λουκία Κυπρίου. Ο Ευστράτιος Δούκαρος έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία ενός έτους και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Στην Αγιάσο έζησε τα παιδικά του χρόνια και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, από το οποίο και αποφοίτησε. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907, μετά από τέσσερα χρόνια σπουδές, πήρε το πτυχίο του. Είχε διατελέσει βοηθός στο Πολιτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Default 3
Από το «Πανελλήνιον Ημερολόγιον Λέσβου 1914», σ. 307
Default 5
Επειδή ήταν πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Έτσι πήγε στο Παρίσι, όπου ασκήθηκε στη Χειρουργική για δυο χρόνια. Ακολούθως πήγε στις Βρυξέλλες, για να ειδικευτεί στη Γυναικολογία.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός. Το 1912 παντρεύτηκε την Ουρανία Γεωργαλά από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), με την οποία απόχτησε μια κόρη, την Ιωάννα (Βάνα), τη μετέπειτα σύζυγο του διακεκριμένου άλλοτε δικηγόρου της Μυτιλήνης Στρατή Αλαμανέλη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος άνοιξε στη Μυτιλήνη την πρώτη Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική, με συνεργάτη του το χειρουργό του Βοστάνειου Ιερού Νοσοκομείου Σταύρο Πασχαλίδη. Με μεγάλη επιτυχία οι δυο τους πρώτοι έκαναν εγχειρήσεις στομάχου, ήπατος και κύστεως. Ας σημειωθεί ότι και πριν από αυτούς έκαναν εγχειρήσεις άλλοι γιατροί στη Μυτιλήνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Ευστράτιος Δούκαρος διετέλεσε και μέλος της Χειρουργικής και Γυναικολογικής Εταιρείας των Παρισίων, στην οποία έστελνε και περιστατικά της ειδικότητάς του. Ακόμα εξυπηρετούσε και το Νοσοκομείο της Μυτιλήνης ως το 1932, χρονιά κατά την οποία πέθανε. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος, που στην αίθουσα των συνεδριάσεων του παραπάνω Νοσοκομείου ήταν αναρτημένη η φωτογραφία του.
Ο Δούκαρος δε διακρίθηκε μόνο ως χειρουργός. Ήταν άνθρωπος πολυπράγμων και δραστήριος, πνεύμα προοδευτικό και δημιουργικό. Με την Αγιάσο, τη γενέτειρά του, διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η κλινική του ήταν ανοιχτή για κάθε δυστυχισμένο. Λόγω της κοινωνικής του θέσης, στα χρόνια της δουλείας, έκανε το μεσάζοντα ανάμεσα στους κοινοτάρχες της Αγιάσου και στο μουτεσαρίφη. Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 συνέχισε να κάνει το ίδιο μεταξύ κοινοταρχών και γενικών διοικητών ή νομαρχών.
Ήταν άνθρωπος που αγάπησε τον τόπο του και ήθελε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η προσφορά του για τον τόπο του ήταν μεγάλη και με τη δημιουργία, από τον Αύγουστο του 1927, του πρώτου ηλεκτρικού εργοστασίου, που πρωτολειτούργησε με πετρελαιομηχανή Kambel, 45 ίππων, σε ακίνητο του Νικόλα Στεφανή, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Το πρώτο αυτό ηλεκτρικό εργοστάσιο, για το μεγάλο θόρυβο που έκανε, μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την Καρυά, σε ακίνητο του Αθανασίου Κακλαμάνου. Όμως και εκεί για τον ίδιο λόγο δε στέριωσε. Λειτούργησε 3-4 χρόνια και πάλι το σήκωσαν. Από το 1936 μεταφέρθηκε και λειτούργησε έξω από το χωριό, σε ένα οικόπεδο του Δήμου, απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, στο δρόμο για τη Μυτιλήνη. Η όλη διαχείριση του ηλεκτρικού εργοστασίου στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της κόρης του Βάνας, της συζύγου του Ευστρατίου Αλαμανέλη. Ας σημειωθεί ότι για την ηλεκτροδότηση της Αγιάσου τοποθετήθηκαν στύλοι από καστανιά, πού κόπηκαν από σωθήρι του Κύπριου, του πεθερού του Δούκαρου. Από το 1932 μέχρι το 1963 εργάστηκε ως υπάλληλος του ηλεκτρικού εργοστάσιου και ο Στρατής Τζίνης. Λίγο αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, το ηλεκτρικό εργοστάσιο περιήλθε στη ΔΕΗ. Ο προοδευτικός Ευστράτιος Δούκαρος σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό εργοστάσιο ίδρυσε και ελαιοτριβείο στο Ίππειος, το οποίο υφίσταται και το εκμεταλλεύεται ο εγγονός του Αλέκος Αλαμανέλης.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος, στην απόφαση του Δημητρίου Χατζησπύρου να ιδρύσει στην Αγιάσο μεγάλο νοσοκομείο για όλες τις αρρώστιες, ήταν αντίθετος, γιατί πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν στην κωμόπολη γιατροί όλων των ειδικοτήτων. Το νοσοκομείο στη συνέχεια χτίστηκε από το Δημήτριο Χατζησπύρου στην περιοχή Καμπούδι, αλλά αντιμετώπισε στη λειτουργία του πολλά προβλήματα και εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργεί ως Ίδρυμα Ανιάτων.
Ο Δούκαρος για το μειλίχιο του χαρακτήρα ήταν πρόσωπο αγαπητό στην κοινωνία της Λέσβου και κυρίως της πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, κατά την πολιτική διαίρεση του 1916-1917, σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, ο Δούκαρος ως φανατικός αντιβενιζελικός, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, ποτίστηκε με πίκρα από τους αντιπάλους του, τους βενιζελικούς. Αντίθετα, ο φιλόλογος Δημήτριος Χατζησπύρου, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν φανατικός βενιζελικός.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» Αγιάσου, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, με ψήφισμά του, στις 6 Μαΐου 1932 τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Ο Ευστράτιος Δούκαρος πέθανε το 1932 σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο πρόωρος θάνατος του στέρησε την Αγιάσο και γενικότερα τη Λέσβο από έναν άνθρωπο της επιστήμης και της προσφοράς. Οι φτωχοί και γενικά τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Μυτιλήνης έχασαν το στήριγμα και τον προστάτη τους.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑΣΟΣ

Default 2
Ο Στρατής Αναστασέλης κατά σκίτσο εκ του φυσικού του Μίλτη Παρασκευαΐδη
Ο Στρατής Αναστασέλης είδε το φως της ζωής στην Αγιάσο το 1908, όταν η Λέσβος στέναζε ακόμη κάτω από το βαρύ πέλμα του Τούρκου υποδουλωτή. Ήταν παιδί μιας όμορφης φαμίλιας. Ο πατέρας του Πολύδωρος, όπως μας τον παρουσιάζει σε πολλά σημεία του συγγραφικού του έργου, ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ανήσυχος τύπος. Το τσαγκαράδικο που διατηρούσε ήταν στενός χώρος γι’ αυτόν. Ήταν θερμός πατριώτης, που λάτρευε, όπως και τόσοι άλλοι ομοχώριοί του, το γιο του Ψηλορείτη. Θυμητάρι της αγάπης του αυτής το βαφτιστικό όνομα Βενιζέλος, που έδωσε στο υστερότοκο παιδί του. Έγραφε στίχους, επηρεασμένος από τα αρχαϊστικά πρότυπα της εποχής του και από τους δασκάλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο
μετέπειτα διαπρεπής φιλόλογος και μεγάλος ευεργέτης Δημήτριος Χατζησπύρου. Χρησιμοποιούσε στην ομιλία του λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, έκανε ταξίδια στη Σμύρνη και στην Αθήνα, κάποτε και για το θεαθήναι, σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματά του, και καταγινόταν με λογής λογής κατασκευές. Το 1928 μάλιστα έλαβε και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση «Σύστημα και μηχανήματα προς ελαιοκομίαν». Αντίθετα, η γυναίκα του Δέσποινα, το Δισπνούλ’, αδερφή του αείμνηστου δασκάλου της Αγιάσου και ταλαντούχου σκηνοθέτη των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου «η Ανάπτυξη» Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, ήταν γυναίκα απλοϊκή, προσηλωμένη στο νοικοκυριό της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Ο Στρατής Αναστασέλης μπήκε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, αφού οι συνθήκες της μεσοπολεμικής περιόδου και οι οικογενειακές εργασιακές ανάγκες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει πέρα από την πρώτη τάξη του γυμνασίου. Δούλεψε σκληρά κοντά στον πατέρα του, που εντωμεταξύ από τσαγκάρης είχε γίνει αυτοκινητιστής. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο μαθητευόμενος έφηβος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο τιμόνι και έριξε γέφυρες επαφής, που του επέτρεψαν να επικοινωνεί καθημερινά όχι μόνο με την πρωτεύουσα, αλλά και με τις κωμοπόλεις και τα πολυάριθμα χωριά του νησιού. Η επικοινωνία αυτή, που βάσταξε αρκετά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότηση, πλούτιζε ολοένα και περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Στρατή Αναστασέλη και του αβγάτιζε τα λαογραφικά θησαυρίσματα, που αφειδώλευτα του πρόσφερε η γενέτειρά του.
Η Αγιάσος υπήρξε για το Στρατή Αναστασέλη ορμητήριο, εργαστήρι, τροφός, δροσιστική ανάβρα λαϊκού πολιτισμού. Εδώ πρωταντίκρισε το φως του ήλιου, εδώ έπιασε το κοντύλι και έμαθε τα γράμματα του σχολειού, εδώ χάρηκε το παιχνίδι, εδώ δημιούργησε δεσμούς αγάπης και έκανε γκαρδιακό φίλο τον αμίμητο χωρατατζή Κώστα Βουλβούλη, που τα καμώματά του έγιναν ξεκαρδιστικές ιστορίες, εδώ μερακλώθηκε και χόρεψε λεβέντικα σε κουϊτούκια και σε πανηγύρια, εδώ ένιωσε τους γλυκασμούς της νιότης, εδώ γνώρισε την αγαπημένη συντρόφισσα της ζωής του, τη Βαγγελιώ, που του χάρισε δυο γιους, τον Οδυσσέα και τον Πολύδωρο, εδώ συναναστράφηκε με όλο το ψυχομέτρι της νυφούλας του Ολύμπου, με μικρούς και με μεγάλους, με φτωχούς και με πλούσιους, με ασπούδαχτους και με λόγιους, με άσημους και με επίσημους.
Default 8
Ο Στρατής Αναστασέλης (αριστερά) με το συμπατριώτη του ράφτη Πάνο Δούκα Γριμανέλη, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στη Μυτιλήνη, στο 22° Σύνταγμα (1928)
Default 10
Αναμνηστική φωτογραφία φίλων στον Πειραιά, στις 9 Οκτωβρίου 1933. Διακρίνονται, από αριστερά, ο φοιτητής της Νομικής Στρατής Καβαδέλης, ο αμίμητος χωρατατζής σοφέρ Κώστας Βουλβούλης, ο συνάδελφος του Στρατής Αναστασέλης και ο επίσης φοιτητής της Νομικής Γιάννης Γιαννάκης
Default 12
Η μάνα του Στρατή Αναστασέλη, το «Δισπνούλ’», σαν τι να συζητά με τις γειτόνισσές της, τη Βλοτίνα Π. Καπτανή (αριστερά) και τη Βασιλική Καρέ (δεξιά); (Φωτογραφία Στρατή Αναστασέλη, 1938)
Ο Στρατής Αναστασέλης μπορεί να μην είχε τίτλους σπουδών, όπως άλλοι, διέθετε όμως περίσσια αγάπη για τον τόπο του, βαθιά εκτίμηση για τα γνήσια δημιουργήματα του λαού και έντονη διάθεση προσφοράς για την προαγωγή του πολιτισμού. Η γνωριμία του με το Στρατή Παπανικόλα, το διευθυντή του «Τρίβολου», του ξύπνησε από το 1932 το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και για τα γλωσσικά ιδιώματα της Λέσβου και κυρίως για το ιδίωμα της Αγιάσου. Όπως η διψασμένη γη ρουφά το βρόχινο νερό, έτσι και ο Στρατής Αναστασέλης δροσιζόταν ολοχρονίς στη βρυσομάνα της λαϊκής μας παράδοσης. Μάζευε ασταμάτητα λαογραφικό και γλωσσικό υλικό και το αξιοποιούσε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε σατιρικά ποιήματα, σε διηγήματα, σε αφλουγές, σε αποκριάτικες σάτιρες, σε θεατρικά έργα και σε άλλα κείμενά του, δημοσιευμένα και μη, που τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από το χωριό της Μεγαλόχαρης.
Ο μελετητής της φιλολογικής και της εθιμικής λαογραφίας, αλλά και ο γλωσσολόγος μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία, καμινευμένα στο συγγραφικό έργο του Στρατή Αναστασέλη, όπως είναι τα τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις, οι παραδόσεις, οι θρύλοι, οι προλήψεις, η λαϊκή ιατρική, τα έθιμα, οι λογής λογής τελετές και τα πανηγύρια (του προφήτη Ηλία (Άγλια), της Παναγιάς της Αγιασώτισσας), η τοπική βιοτεχνία, η οποία άλλοτε άνθιζε στην κωμόπολη, τα κύρια ονόματα (βαφτιστικά, οικογενειακά, παρανόμια), οι αρχαϊσμοί, που επιβιώνουν στο ιδίωμα, οι ξένες και οι δάνειες λέξεις, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα.
Ο Στρατής Αναστασέλης από πολύ νωρίς συνδέθηκε με το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», του οποίου μάλιστα διατέλεσε και αντιπρόεδρος, κατά τα έτη 1936-1937. Υπηρέτησε το ερασιτεχνικό θέατρο ως ηθοποιός, αλλά και ως συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα, γραμμένα βασικά στο αγιασώτικο ιδίωμα, δοκιμάστηκαν στη σκηνή και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Τα έργα αυτά είναι το πολυπαιγμένο σκετς «Ζαμπνιές» (1957) και η τρίπρακτη ηθογραφία «Γοί ψόφ’», που παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία το Σεπτέμβριο του 1944, αρχικά στον Κήπο της Παναγίας και στη συνέχεια στον «Ορφέα» της Μυτιλήνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι 7.000 οκάδες λάδι, που αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις, διατέθηκαν για τους σεισμόπληκτους της Κλειούς.
Ο Στρατής Αναστασέλης έδωσε το παρών και στο αγιασώτικο καρναβάλι, για το οποίο μάλιστα έγραψε και μια μικρή κατατοπιστική μελέτη το 1973. Με το καρναβάλι, που συνδυάζει σατιρικό λόγο και θέαμα, ασχολήθηκε από το 1938-1975 και το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη», το οποίο είχε καθιερώσει, προς τιμήν του ευεργέτη Θεόδωρου Κουκουβάλα, το λεγόμενο «Βάλειο Διαγωνισμό». Οι αποκριάτικες σάτιρες του Στρατή Αναστασέλη ήταν δουλεμένες με τέχνη και αγκάλιαζαν ενδιαφέροντα θέματα της επαρχιακής, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής και της παγκόσμιας επικαιρότητας. Απηχούσαν το χιούμορ, το καυστικό πνεύμα, την παρρησία της γνώμης και το δημοκρατικό προσανατολισμό του δημιουργού τους. Ψυχαγωγούσαν, ενημέρωναν, καυτηρίαζαν, προβλημάτιζαν, δίδασκαν, συνέτιζαν.
Ο Στρατής Αναστασέλης ως το βασίλεμα της ζωής του δεν αλλαξοπίστησε, δεν τον ξεμαύλισαν οι σειρήνες του χαμού. Στάθηκε βράχος ριζιμιός του νησιού μας. Καθημερνή έγνοια του ο τόπος του, το χωριό του, οι άνθρωποι του. Με την πολύχρονη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική προσφορά του διαπότισε το περιβάλλον και μπήκε στο πάνθεο των ψυχών μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα, γιατί κατάφερε να πλησιάσει τον περιφρονημένο λαό, να αξιοποιήσει τη λαλιά του, να ιστορίσει με το κοντύλι και με το χρωστήρα τα έργα του, τα μικρά τα μεγάλα, ν’ ανθολογήσει το πνεύμα του, να τρυγήσει τους αξετίμητους θησαυρούς του. Υπήρξε μπροστάρης με την απλότητα των πράξεών του, με τη λεβεντιά της σκέψης του, με τη μαγεία του λόγου του.
Λογύδριο που εκφωνήθηκε στις 13-4-1997 στον κινηματογράφο «Αθήναιον», κατά το φιλολογικό μνημόσυνο του Στρατή Αναστασέλη, που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Α.Σ.Α.).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ, 100/1997